You are currently browsing the tag archive for the ‘Ελλάδα’ tag.

Rembrandt_Harmensz._van_Rijn_135

Μια από τις σοβαρότερες ανησυχίες των Γερμανών αναλυτών για το μέλλον της πατρίδας τους είναι η σταθερή και επιταχυνόμενη γήρανση του πληθυσμού της, ο δημογραφικός μαρασμός. Προβάλλοντας την παρούσα κατάσταση στο μέλλον, η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Έτος ενεργού γήρανσης 2012, περιέγραψε ότι το εργατικό δυναμικό της Γερμανίας θα μειώνεται κατά 200.000 ετησίως, για τη δεκαετία 2010-2020. Η περαιτέρω προβολή δείχνει ότι, αν δεν μεσολαβήσει κάποια ανατροπή, στη Γερμανία οι συνταξιούχοι, από το 31% του πληθυσμού που ήταν το 2010, θα φτάσουν το εφιαλτικό 57% το 2045.

Το ίδιο συμβαίνει στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης: σήμερα αντιστοιχούν τέσσερα άτομα παραγωγικής ηλικίας (15-64 ετών) ανά έναν συνταξιούχο (άνω των 65 ετών), το 2060 όμως θα αντιστοιχούν μόνο δύο παραγωγικά άτομα για κάθε συνταξιούχο. Για όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ οι εκτιμήσεις για τις δημογραφικές μεταβολές του εργατικού δυναμικού μεσοπρόθεσμα, το 2020-2060, είναι αρνητικές. Μόνο η Ιρλανδία θα καλπάζει δημογραφικά, ακολουθούμενη από τη Μ. Βρετανία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.

Δυστυχώς και σε αυτό το κρίσιμο πεδίο, η Ελλάδα είναι ο αρνητικός πρωταθλητής. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η χώρα μας έχει τον περισσότερο γηράσκοντα πληθυσμό μεταξύ των κρατών της Ε.Ε.: οι γέροι αυξάνονταν με ρυθμό 21,4% στα έτη 2001-2006, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου 17,2%. Κατά την Eurostat, το 2050 το 32,1% του ελληνικού πληθυσμού θα έχει ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών, έναντι 16,6% που ήταν το 2000. Η εκτίμηση έγινε το 2007, πολύ πριν η χώρα χτυπηθεί από την κρίση και επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο οι δείκτες γεννητικότητας και μετανάστευσης. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα είχε τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην Ε.Ε.: 9%, μαζί με την Ιταλία. Χειρότερες ήταν μόνο η Γερμανία και η Πορτογαλία, με 8,4% και 8,5% αντίστοιχα. Η εκτίμηση για την εξέλιξη του εργατικού δυναμικού (ηλικίας 20-64) είναι εξόχως ανησυχητική: από το 2020 έως το 2060, δηλαδή σε μιάμιση γενιά περίπου, το παραγωγικό δυναμικό θα είναι μειωμένο κατά 15%.

Οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού είναι προφανείς και δύσκολα αντιστρέψιμες. Επηρεάζει δυσμενώς το συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό σύστημα, τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας, μειώνει το νέο δυναμικό που εντάσσεται στην εργασία, εξασθενεί την εθνική άμυνα, εξασθενεί την εσωτερική ζήτηση, προσανατολίζει την επιχειρηματικότητα στη γεροντική ζήτηση, εξασθενεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Με δυο λόγια, μια κοινωνία γερόντων σκέφτεται και δρα γεροντικά, αμυντικά, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, χωρίς τόλμη και οραματισμό, χωρίς ρίσκα, χωρίς φαντασία.

Αυτή την παγίδα γήρατος και κοντόθωρου συντηρητισμού περιγράφουν οι Γερμανοί αναλυτές για τη χώρα τους και τα κέντρα λήψεως αποφάσεων: μια κοινωνία που ζει όπως ο Εμπενέζερ Σκρουτζ, γύρω από το πουγκί, ξορκίζοντας το μέλλον. Ομως δεν υπάρχει Πνεύμα των Χριστουγέννων για τα γηρασμένα έθνη.

Στην Ελλάδα η δομική δημογραφική κάμψη, εκφραζόμενη έως πρόσφατα ως υπογεννητικότητα, παίρνει απειλητικές διαστάσεις καθώς ενισχύεται από τη σφοδρή οικονομική και κοινωνική κρίση μετά το 2010. Οι μαζικές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, η πρωτοφανής ανεργία, η μετανάστευση, δρουν σωρευτικά και ενισχυτικά πάνω στη δημογραφική κάμψη. Το 2011 για πρώτη φορά οι θάνατοι υπερέβησαν τις γεννήσεις· ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 4.671 άτομα. Το 2012 οι θάνατοι στην Ελλάδα υπερέβησαν τις γεννήσεις κατά 16.300, ενώ εμφανώς αρνητικό ήταν και το ισοζύγιο μετανάστευσης: έφυγαν 44.200 περισσότεροι από όσους ήρθαν.

Η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού επιδρά καταλυτικά στη γεννητικότητα, η οποία είχε περάσει τα όρια συναγερμού ήδη πριν από την κρίση: ο δείκτης γονιμότητας σήμερα είναι 1,3 (παιδιά ανά μητέρα σε αναπαραγωγική ηλικία), έναντι του επιθυμητού δείκτη 2,3 και του απολύτως αναγκαίου 2,1. Ποιος θα φέρει στον κόσμο παιδιά, όταν δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τους δικούς του όρους επιβίωσης; Η υπογεννητικότητα και η σύστοιχη γήρανση, μαζί με την φτωχοποίηση και την έλλειψη προοπτικής, απειλούν τον ελληνικό λαό πολλαπλώς, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, βιολογικά, αλλά και ιστορικά, στη μέση διάρκεια. Πλάι στους ορατούς, αθέατοι πλην βαθύτατοι μετασχηματισμοί συντελούνται στο κοινωνικό σώμα, φυγοκεντρήσεις και θραύσεις, καταστροφικές για τη συνοχή και την ελάχιστη αναγκαία αυτοσυνειδησία. Στα χρόνια της αμεριμνησίας του λαϊφστάιλ κυριάρχησε η ρηχή νεολαγνεία, στα χρόνια της Υφεσης τη διαδέχτηκαν η γεροντίλα και ο μαρασμός.

Ζωγραφική: Ρέμπραντ, Η τελευταία αυτοπροσωπογραφία.

katagatsi

Θέλω να φύγω από αυτή τη μαύρη τρύπα… Εννοούσε την Ελλάδα. Εξήγησε: όχι τη γλώσσα, τον πολιτισμό, το περιβάλλον· δεν θέλω να έχω σχέση με το ελληνικό κράτος, προτιμώ να γίνει μια πολιτεία της Ευρώπης, της Γερμανίας, οτιδήποτε, αρκεί να μην κυβερνούν την Ελλάδα Ελληνες.

Μορφωμένος άνθρωπος, έχει καλή δουλειά και εισόδημα. Εχει ένα σκεπτικό, αλλά η κατάληξή του είναι σκοτεινή, μηδενιστική, σαν να ακούς λόγια ενός μακροχρόνιου άνεργου, ενός απελπισμένου νεοπληβείου. Και καλά, να κατανοήσουμε τη μαυρίλα του χτυπημένου απ’ την κρίση, αλλά δυσκολευόμαστε να συμμεριστούμε τον μηδενισμό του σωσμένου. Σε πρώτη ανάγνωση.

Σε δεύτερη ανάγνωση, διακρίνουμε ότι ακόμη και οι σωσμένοι, οι διασωθέντες της κρίσης, έχουν χάσει κι αυτοί την πίστη τους, το φρόνημα, την αίσθηση ότι μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον. Αυτή η απώλεια τούς οδηγεί σε καθολική απόρριψη του υπάρχοντος κοινωνικού και κρατικού σχηματισμού, εφόσον σε αυτόν εντοπίζουν την αιτία της δυσφορίας τους, την πηγή του φόβου.

Ας μη σπεύσουμε να πούμε ότι ο άνθρωπός μας κάνει αναγωγές και απλουστεύσεις. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι σε κάθε πεδίο, κάθε χαραμάδα της κοινωνίας απλώνεται γενικευμένη δυσφορία, πικρή απόρριψη, απόσυρση, απόσυρση όχι μόνο από το ερειπωμένο κοινό παρόν, αλλά και από την διεκδίκηση του μέλλοντος. Παρατηρείται μια αναδίπλωση στον ατομικό πυρήνα, μια επιχείρηση ατομικής διάσωσης γεμάτη πίκρα: Θα στείλω τα παιδιά μου έξω. Με μνησικακία για την Ελλάδα που τον πρόδωσε, για το ανίκανο, διεφθαρμένο κράτος, για την πατρίδα που διέψευσε τις προσδοκίες του. Τόση πίκρα, τόση ματαίωση, που οδηγεί στον σολιψισμό: ο άνθρωπός μας απορρίπτει την υλική πραγματικότητα, την υπάρχουσα Ελλάδα, και κρατάει μόνο τον εαυτό του και τις ιδεατές αναπαραστάσεις του της Ελλάδας, τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την ποίηση.

Ας μη σπεύσουμε να εξετάσουμε πώς ο άνθρωπός μας εξαιρεί τον ευατό του από όλη την προτέρα και την υπάρχουσα Ελλάδα. Εδώ, μάς ενδιαφέρει η παρούσα αντίδρασή του: αυτή η συμπαγής πικρία που εκτοξεύει, η καθολική απόρριψη του ένυλου, η απόδραση στην απολύτως υποκειμενική συνείδηση, και η λυσσώδης διάσωση του εγώ. Είναι ένας ορισμένος τύπος αντίδρασης των ανθρώπων της Μεγάλης Υφεσης, πολύ συγκεκριμένος, εκφραζόμενος υπό διάφορες εντάσεις και μορφές.

Μια άλλη αντίδραση είναι η νοσταλγία. Σε πρόσφατες συζητήσεις, διαπίστωσα ότι οι οποιεσδήποτε αναφορές στο καλοκαίρι, στον υπαίθριο βίο, στη θάλασσα, στην επαφή με τη φύση, στο έθος του μεσογειακού θέρους, στις οικείες εκδηλώσεις ψυχαγωγίας, προξενούν κύματα νοσταλγίας, ως εάν το καρπούζι με φέτα να ανήκει οριστικά στο προ κρίσης παρελθόν, στον απολεσθέντα παράδεισο.

Κι εδώ προσοχή: να ξεχωρίσουμε τη στερεοτυπική νοσταλγία του «παλιά όλα ήταν καλύτερα», από τη νοσταλγία του έμφοβου, του ραγισμένου ανθρώπου της Μεγάλης Υφεσης, ο οποίος νιώθει τη ζωή του να χωρίζεται στα δύο, στο πριν και το μετά. Η νοσταλγία του μεσήλικα για τα αγλαϊσμένα χρόνια της εφηβείας και της νιότης είναι θεμιτή και ευεξήγητη, απολύτως αναμενόμενη. Είναι διαφορετικό όμως τούτο το άλγος του αποχαιρετισμού: ο άνθρωπος της κρίσης αισθάνεται ότι στερείται ακόμη και τη δυνατότητα να επαναλάβει τις τελετές του πρότερου βίου. Πρόκειται, ούτως ειπείν, για το άλγος του μέλλοντος, ο χρόνος που έρχεται σκοτεινός τού γεννάει υπαρξιακή αγωνία, angst.

Σε μια τέτοια συζήτηση περί μεσογειακού καλοκαιριού, ελάχιστοι πια το σκέφτονται αφαιρετικά με βάση τις εμπειρίες τους ή με τους αισθητικούς-υπαρξιακούς όρους του Ελύτη, του Λακαριέρ ή ακόμη και με τον θείο Ιούλιο του Καβάφη. Δεν εμβολιάζουν το παρόν καλοκαίρι με αυτό το βλέμμα, με αυτή τη διάθεση. Οι περισσότεροι το εκλαμβάνουν αυτόχρημα σαν παλιό, λήξαν, χαμένο. Και συνεκδοχικά στομώνουν οι αισθήσεις. Στομώνει η δυνατότητα να συνεχιστεί η ζωή υπεράνω του ρήγματος· μπαίνει κι εδώ ο χωρισμός σε πριν και μετά, την κρίση. Οπως το διατύπωσε προσφυώς μια συνομιλήτρια: Μετά το μπάνιο στη θάλασσα, καθίσαμε όλοι μαζί να φάμε όπως παλιά, όπως πάντα· αλλά ξέραμε όλοι ότι δεν ήταν ίδιο· μας πήρανε το καλοκαίρι.

Μα ποιος μπορεί να σου πάρει το καλοκαίρι, το τρέμισμα της κάψας, το τρέμολο του τζίτζικα, του τριζονιού, τη δίψα του; Το καλοκαίρι σου το παίρνει η ενδοβολή της κρίσης, η αυτοδηλητηρίαση, η απόσυρση από τη μάχη και τη δόξα της ζωής.

ζωγραφική: Νίκη Καραγάτση, Το καραβάκι για την Αίγινα

Κάτι αλλάζει στην Ευρώπη, και τώρα είναι ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των Ελλήνων. Οι Ελληνες θα ακουστούν όχι πια ως λοιδωρούμενα θύματα, αλλά ως ισότιμοι πολίτες και, κυρίως, ως οι φορείς μιας επώδυνης, πλην πολύτιμης, εμπειρίας από την άκριτη εφαρμογή των πιο βάρβαρων συνταγών νεοφιλελευθερισμού. Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική εμπειρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους λαούς της Ευρώπης σαν δείκτης για το τι πρέπει να ανατραπεί. Από την πλευρά μας, η επώδυνη εμπειρία της χρεοκοπίας, της εσωτερικής υποτίμησης και της ισοπέδωσης του κόσμου της εργασίας, πρέπει να μετασχηματιστεί σε σύνθετο στοχασμό και πράξη, που θα εμπνεύσουν τον ελληνικό λαό στην πορεία εθνικής ανασυγκρότησης και ταυτοχρόνως θα ακτινοβολούν στους λαούς της Ε.Ε. το πολύτιμο μήνυμα: Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή.

Η πρωτοφανής απήχηση που έχει έδη η ελληνική Αριστερά και ο Αλέξης Τσίπρας στην Ευρώπη ενισχύει αυτή την εκτίμηση. Προ πάντων όμως μας δίνει το μέτρο της ιστορικής ευθύνης που έχουμε ως Ελληνες δημοκράτες και αριστεροί απέναντι στην κοινωνία και τις μέλλουσες γενιές, απέναντι στην ιστορία.

Η κρίση

Η Ευρώπη μπαίνει σε φάση κλυδωνισμών και ιστορικού μετασχηματισμού. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αποκάλυψε τρία λανθάνοντα χαρακτηριστικά της ευρωδομής:

Πρώτον, την κατίσχυση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επί των κυβερνήσεων και της πολιτικής εξουσίας. Στην κρίση χρέους, οι κυβερνήσεις Γερμανίας και Γαλλίας κινήθηκαν για να σώσουν τις τράπεζές τους, και όχι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ούτε καν τους λαούς τους. Τα χρέη των τραπεζών μετακυλίστηκαν στους λαούς.

Δεύτερον, την ασύμμετρη αρχιτεκτονική του ευρώ, που όχι μόνον απέτρεπε τη σύγκλιση και σώρευε πλεονάσματα στο Βορρά (ουσιαστικά στη Γερμανία) εις βάρος του Νότου, αλλά επιπλέον έδειχνε τα παθογενή όρια της έκδοσης χρήματος από τις ιδιωτικές τράπεζες.

Τρίτον, την πλήρη εγκατάλειψη του φεντεραλισμού και των ιδρυτικών αρχών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τη στιγμή της κρίσης ο ομόσπονδος χαρακτήρας εγκαταλείφθηκε ακόμη και κατά τα προσχήματα, και στην Ε.Ε. ξεπρόβαλε μόνο και κυρίαρχος ο διακυβερνητισμός. Μέρκελ και Σαρκοζί, καταρχάς, και μόνη της η Μέρκελ, εν συνεχεία, αποφασίζουν για λογαριασμό της κερματισμένης Ευρώπης.

Τι περιμένουμε

Η κρίση χρέους στις χώρες της ευρωζώνης είναι ένα μόνο σύμπτωμα από πολλά: ύφεση ή στασιμότητα, αποπληθωρισμός και, κυρίως, ογκούμενη δομική ανεργία, είναι τα σημαντικότερα συμπτώματα. Η εμμονή στο δόγμα της δημοσιονομικής λιτότητας και της αποστράγγισης του κόσμου της εργασίας, απειλούν πλέον όχι μόνο την κοινωνική συνοχή εντός των κρατών, αλλά και τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η οικονομική απόκλιση Βορρά-Νότου τείνει να λάβει χαρακτήρες έμμεσου ελέγχου των αδύναμων κρατών-μελών, που φτάνουν στα όρια της αποικιοποίησης. Το ογκούμενο κύμα του ευρωσκεπτικισμού και της άκρας δεξιάς είναι η μια δυσάρευστη, πλην υπαρκτή, έκφραση της δυσαρέσκειας απέναντι στην κοινωνική αποσυναρμογή, την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

Πάνω σε αυτό το φόντο έρχονται και οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές αναταράξεις. Μερικά σημεία:

• Η κρίση της Ουκρανίας έδειξε πόσο ευάλωτη είναι η εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης: Ατολμη, καιροσκοπική, ασυνεπής, μυωπική. Η νεοφιλελεύθερη καιροσκοπική Ευρώπη συνεθλίβη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία.

• Το προσεχές δημοψήφισμα φέτος, για την αυτονομία της Σκωτίας, όχι μόνο θα δοκιμάσει τις αντοχές της Μεγάλης Βρετανίας αλλά θα αποτελέσει πρόκριμα για ανάλογες αυτονομιστικές κινήσεις σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Τα κέντρα εξουσίας της Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να επανεξετάσουν την πολιτική σιδηράς πειθαρχίας και περιορισμού των εξουσιών των εθνικών κυβερνήσεων.

• Τέλος, το δημοψήφισμα της Βρετανίας, το 2017, για έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, θα δρομολογήσει μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στο ευρωατλαντικό μέτωπο. Για να αποτραπεί η απόσπαση της Βρετανίας από την Ε.Ε., πιθανότατα θα επιστραφούν εξουσίες και ελευθερία κινήσεων στο κράτος-έθνος, οι οποίες έως τώρα ελέγχονταν από το κέντρο των Βρυξελλών.

Γενικά, θα δούμε πιθανότατα έναν κλονισμό της διακυβερνητικής ηγεμονίας στην Ευρώπη, κατ’ ουσίαν μια αμφισβήτηση της γερμανικής ηγεμονίας, και μια επαφορά σε νέα ισορροπία, πιθανόν έναν πολυπολικό ομοσπονδιακό τρόπο διακυβέρνησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να προσδοκούμε και να επιδιώξουμε μια ευνοϊκότερη σχέση της Ελλάδας με το ευρωπαϊκό κέντρο, επαναφέροντας στο επίκεντρο τις ιδρυτικές αρχές της Ε.Ε., δηλαδή τη σύγκλιση, τη συνοχή, την ισότιμη συμμετοχή, την αλληλεγγύη, τη δημοκρατική πολιτική ολοκλήρωση.

Εχουμε το καθήκον να ανακόψουμε την νεοφιλελεύθερη πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης προς την ανισότητα, την πληβειοποίηση και την αμοιβαία καχυποψία των Ευρωπαίων.

Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις για την έκταση της επιρροής του Ευρωκοινοβουλίου. Γνωρίζουμε την ύπαρξη πανίσχυρων εταιρικών λόμπι στις Βρυξέλες, τα οποία συναγωνίζονται τους λομπίστες του Capitol Hill της Ουάσιγκτον. Γνωρίζουμε ότι η Ε.Ε. κυβερνάται διακυβερνητικά από το Βερολίνο και εν μέρει από το εξασθενημένο Παρίσι, και όχι φεντεραλιστικά, αλλά χρησιμοποιούμε κάθε όπλο που διατίθεται. Το Ευρωκοινοβούλιο είναι ένα τέτοιο προνομιακό πεδίο, το μόνο όργανο της Ε.Ε. με εκλεγμένους αντιπροσώπους των λαών, το μόνο με αδιαμεσολάβητη πολιτική νομιμοποίηση.

Η πτώχευση της Κύπρου δεν ανοίγει μόνον έναν κύκλο οικονομικού πόνου για τον κυπριακό λαό· συνδυαζόμενη με άλλες κινήσεις στην περιοχή, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας γεωπολιτικής ισορροπίας, στην οποία ο καθόλου ελληνισμός θα βρεθεί υπό πίεσιν. Η μακρά περίοδος οικονομικής δυσπραγίας της Ελλάδος συνοδευόμενη από πολιτική αδυναμία, συμπίπτει με αλλεπάλληλες τουρκικές κινήσεις πολιτικής ολοκλήρωσης εντός και εκτός των συνόρων της.

Η, έστω προσωρινή, διευθέτηση του Κουρδικού και η επαναπροσέγγιση του Ισραήλ, συμβαίνουν μαζί με την οικονομική πτώση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την διπλωματική της εξασθένηση, την ώρα που ετοιμαζόταν να επωφεληθεί από τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Η Τουρκία πρότεινε ήδη, ειρωνικά ίσως, να ενταχθεί η Κύπρος στη ζώνη της λίρας, αλλά η επιστολή Νταβούτογλου προς την ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν διόλου ειρωνική: προτείνει συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων ή διχοτόμηση της νήσου.

Το θερμό πεδίο, οικονομικά και στρατηγικά, είναι ασφαλώς η ανατολική Μεσόγειος, αλλά η κυβέρνηση Ερντογάν πιέζει την Ελλάδα σε όλα τα μέτωπα και με όλους τους τρόπους. Ο Τούρκος πρωθυπουργός επιμένει στην εκλογή μουφτήδων από τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη και χρησιμοποιεί τη Γερμανία ως πρόσθετο μοχλό πίεσης· ευλόγως: ο λόγος του Βερολίνου ακούγεται στην Αθήνα.

Η εκλογή των μουφτήδων περιγράφεται από την Αγκυρα ως αντίτιμο για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια αμοιβαιότητα: η Χάλκη δεν έχει εθνικό βάρος και δεν εγείρει μειονοτική αξίωση, είναι μάλλον αποκλειστική εσωτερική υπόθεση του Πατριαρχείου, από την οποία το ελληνικό κράτος ουδέν όφελος αποκομίζει. Αντιθέτως, η εκλογή μουφτήδων, η απόδοση δικαιοσύνης μέσω σαρίας και τα ισλαμικά κατηχητικά, αντιβαίνουν στον κοσμικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους και στο ανάλογο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Πολύ περισσότερο που μπορεί να λειτουργήσουν ως προηγούμενο για παρόμοιες απαιτήσεις ισλαμικών ομάδων εκτός Θράκης.

Η πίεση της Τουρκίας προς την Ελλάδα φαίνεται ότι θα κλιμακώνεται. Οι γείτονες προασπίζονται τα συμφέροντά τους, όπως πάντα το έκαναν, και πολύ περισσότερο τώρα που διευθετούν σταδιακά μεγάλες εσωτερικές και εξωτερικές εκκρεμότητες. Το θέμα είναι τι κάνει η Ελλάδα, πώς σχεδιάζει μακροπρόθεσμα τις κινήσεις της και πώς ασφαλίζει τις συμμαχίες της στο νέο ασταθές περιβάλλον. Εχει να συνυπολογίσει αρκετές μεταβλητές: πώς θα εξαρτάται επί μακρόν από τους δανειστές· πώς θα ελέγξει την εκμετάλλευση των ενδεχόμενων δικών της υδρογονανθράκων ώστε να μην αποβούν γεωπολιτική κατάρα· πώς θα ασφαλίσει την εθνική και πολιτική συνοχή σε συνθήκες οικονομικής αστάθειας· πώς θα ελέγξει ενδεχόμενες μειονοτικές αξιώσεις σε αυτό το πλαίσιο.

Στην περίπτωση της Κύπρου είδαμε ότι το οικονομικό ατύχημα συμπίπτει με γεωπολιτική αποδυνάμωση ― ίσως και να προέρχεται εξ αυτής. Είναι ένα επώδυνο δίδαγμα: υπενθυμίζει την παράλληλη μοίρα των δύο ελληνικών κρατών, αλλά και την ανάγκη αρραγούς κοινού μετώπου για τα δύσκολα χρόνια που έρχονται.

Οι κλιμακούμενες επιθετικές αξιώσεις της Τουρκίας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων συμπίπτει με την σφοδρή οικονομική κρίση στα δύο ελληνικά κράτη και με τις φυγόκεντρες τάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η οικονομική κρίση γεννά πολιτική αστάθεια σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο, ενώ στην επισφαλή ΝΑ Μεσόγειο επιπλέον διαταράσσονται γεωπολιτικές ισορροπίες παγιωμένες επί πολλά έτη. Η Κύπρος νιώθει αυτή την τεκτονική μετατόπιση σε όλο της το σώμα.

Το κραχ του 2008 και η αλυσιτελής αντιμετώπισή του από την ευρωζώνη σημαίνουν μιαν ιστορική καμπή: η Ευρώπη δεν εγγυάται την οικονομική διάσωση με σταθερά ισοδύναμα κριτήρια, και δεν εγγυάται ότι θα τηρεί ομαλά τις κοινές αποφάσεις, όπως το Σύμφωνο Ανάπτυξης του Ιουνίου 2102 που εθέσπισε η Σύνοδος Κορυφής για τη λειτουργία του ESM.

Ενώπιον της πρώτης μείζονος κρίσης από θεσπίσεώς του, το κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο ραγίζει· οι ισχυροί εταίροι μεριμνούν πρωτίστως και αποκλειστικώς για τα συμφέροντά τους, οι δε αδύναμοι κρίκοι μένουν εκτεθειμένοι όχι μόνο οικονομικά αλλά και ωθούνται να αποκοπούν γεωπολιτικά. Η ευρωζώνη φέρεται σαν να μη δύναται ή να μην επιθυμεί να εγγυηθεί ούτε τα κατάλοιπα εθνικής κυριαρχίας των πτωχευμένων μελών.

Οι αντιδράσεις των πτωχευμένων ή υπό ύφεση κρατών ποικίλουν, αναλόγως των απειλών που δέχονται. Κοινός παρονομαστής ωστόσο είναι η διάχυτη ανησυχία, ο ευρωσκεπτικισμός, το ψυχικό χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί και σε πολιτικό χάσμα, εφόσον δεν γίνουν εγκαίρως αμοιβαίες προσεγγίσεις. Για να αποφευχθεί η ρήξη, χρειάζεται επειγόντως ριζική αλλαγή στο μείγμα εφαρμοζόμενης πολιτικής. Η αστάθεια που επιφέρουν σε Κύπρο και Ελλάδα τα υφεσιογόνα προγράμματα διάσωσης αναιρεί βιαίως τα ιστορικά πλεονεκτήματα που πρόσφερε η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μεσοπρόθεσμα ίσως αναγκάσει τα πληττόμενα κράτη να αναθεωρήσουν στρατηγικούς σχεδιασμούς πολλών δεκαετιών.

Η Ελλάδα αλλάζει. Σαν να ζαρώνει, να μαζεύει, να σουρώνει. Ας το πούμε σωστά: οι Ελληνες αλλάζουν. Ζαρώνουν, περιφέρονται αλλοπαρμένοι και άδειοι, σαν χαμένοι, θαμπωμένοι μες στο εκτυφλωτικό ηλιόφως του Αυγούστου που όλα τα λιώνει και όλα τα ξεπλένει. Γιατί η χώρα η ίδια, παρ’ όλα τα φορτώματα και τους βιασμούς πάνω στο σώμα της, αντέχει: υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, και μετά από μας, όταν θα ‘μαστε κόνις και σκιά και θα μας σιχτιρίζουνε οι απόγονοι από τις Αυστραλίες.

Το συνήγαγα σιωπηρά αυτό το συμπέρασμα, ανάμικτο από στωικότητα και μελαγχολία, όταν διάβασα το γράμμα του φίλου μου. O Δημήτρης, λοιπόν, διαρκώς συνομιλητής και συμπαραστάτης, κάθεται σε έναν ίσκιο στη Σκόπελο, αντικρύ της Σκιάθου, και πέμπει δικτυακά:

«Αγαπητέ φίλε, άλλος ένας θρήνος το σημερινό σου κείμενο, για έναν τόπο που δεν θέλει να σωθεί. Έχεις σκεφτεί πως υπερασπιζόμενοι την εθνική ανεξαρτησία, προτιμούν να άρχονται από κλεφτρόνια ομιλούντα την ελληνική (ναι, τους γνωστούς Τσοχατζό, κ.λπ.), παρά από τον Ράιχενμπαχ, ενώ είναι ολοφάνερο πως για να ισιώσει (κάπως!) ο εγχώριος καπιταλισμός δεν αρκεί ο Ράιχενμπαχ, ίσως ούτε μια ολόκληρη εκατοντάδα SS Panzer Divisionen; Καλό κουράγιο. Το χρειαζόμαστε, ιδίως όσοι από μας δυσκολεύονται να καταλάβουν πως δεν αλλάζουν εύκολα ορισμένα πράγματα.»

Εναν λαό που δεν θέλει να σωθεί ― μεταφράζω νοερά. Είπαμε, ο τόπος θα μείνει, υπό αυτή ή υπό ετέρα μορφή. Οσο το μετέφραζα, στα μάτια μου περνούσαν εικόνες από δρόμους Κυκλάδων: στο ένα νησί, σκουπίδια, νάιλον σακούλες μπλεγμένες σε φρύγανα και γαϊδουράγκαθα, σαν σημάνσεις πλήθους τουριστικού και ερημίας ανθρώπινης, σημαίες αφροντισιάς και παραίτησης, ίχνη επέλασης βαρβάρων. Πλάι στις σημαίες της διαδρομής γκάζωναν γουρούνες τρίκυκλες και τζιπάρες, αγέρωχες, τυφλές, ρυπογόνες ― ο λαός.

Στο άλλο νησί, οι δρόμοι ήταν πεντακάθαροι, οι κάδοι ανακύκλωσης λειτουργούντες, τα αυτοκίνητα λιγοστά και ταπεινά, δεν μαρσάριζαν. Πλάι πλάι τα δύο νησιά, πλάι πλάι δύο φανερώσεις ενός λαού, ίδιου στον πυρήνα του. Αρα, μήπως μπορούμε;

Στήνω αυτί: Ακούγεται δεξιά-αριστερά, όλο και συχνότερα, με ένταση αυξανόμενη: Θέλω πίσω την πατρίδα μου… Πού είναι η Ελλάδα που ξέραμε… Κλιμακωτά, μέχρι το απειλητικό: Να ξεβρωμίσει ο τόπος. Τέτοια. Σαν αυτό που λέει το αντιδραστικό Tea Party στις ΗΠΑ: «To take back our country», να πάρουμε πίσω τη χώρα μας.

Μεταξύ θρήνου και ελπίδας, αναρωτιέμαι πάλι: Ποια πατρίδα, ποια Ελλάδα; Αυτήν που κάναμε σαν τα μούτρα μας τα άπληστα; Από ποιους να ξεβρωμίσει, αν όχι από εμάς που τη μαγαρίσαμε, άπονοι, αδιάφοροι, αλαζόνες, ιδιοτελείς; Καλύτερα να μην την πάρουμε πίσω έτσι, λεηλατημένη, με νάιλον σκουπίδια μπηγμένα στ’ αγκάθια. Ας την αφήσουμε να αλλάξει, να ξεπλυθεί, να λυτρωθεί απ’ τα δικά μας κρίματα. Μήπως αλλάξουμε κι εμείς, και έτσι ξαναγεννημένοι μετά τη συντριβή, μπορέσουμε να τοπώσουμε, να ταιριάξουμε αρμονικά στους κόλπους της πατρίδας, να βρούμε τη Διαμονή. Τέτοια πατρίδα.

ζωγραφική: Αλέξης Βερούκας, Δελφοί, 2002.

Οι ελληνικές εκλογές παίρνουν άλλη διάσταση, κυρίως ως προς το πολιτικό μήνυμα που θα στείλουν εκτός συνόρων, αν τις δουμε με φόντο τις ραγδαίες πλέον εξελίξεις στην Ευρώπη. Η ατζέντα φαίνεται να αλλάζει: από τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη λιτότητα, προς μια κατεύθυνση τόνωσης της ανάπτυξης και ανάσχεσης της ύψεσης.

Οι εκλογές στη Γαλλία ήταν το πρώτο σήμα ότι κάτι άλλαζει: όποιος Πρόεδρος κι αν εκλεγεί, είναι προφανές ότι το Παρίσι εφεξής δεν θα ακολουθήσει πειθήνια τη δημοσιονομική ορθοδοξία του Βερολίνου. Πολύ περισσότερο που πιθανότερος Πρόεδρος είναι ο διακριτικά, πλην σαφώς, «ανυπάκουος» Φ. Ολάντ, στηριγμένος και σε αριστερές ψήφους.

Δεύτερο σήμα, το ράγισμα της Ισπανίας. Ο ιβηρικός γίγαντας, βαριά τραυματισμένος από την ανεργία και το κόστος δανεισμού, υποβαθμίστηκε και απειλεί να παρασύρει όλη την ευρωζώνη. Ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών, περιγράφοντας την τεράστια κρίση της χώρας του, εξέπεμψε SOS προς την Ε.Ε.: «Η Ευρωζώνη είναι σαν τον Τιτανικό. Ένας να πνιγεί, θα πνιγούμε όλοι, ακόμα και οι επιβάτες της πρώτης θέσης». Τρίτο σήμα, ο κλονισμός της Ολλανδίας, στον σκληρό πυρήνα του ευρωβορρά. Αλλα σήματα: ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μ. Σουλτς κατηγορεί τον γαλλογερμανικό άξονα για περιφρόνηση των ευρωπαϊκών οργάνων κατά τη σύναψη του δημοσιονομικού συμφώνου και δεν αποκλείει διάλυση της Ε.Ε. Ο βετεράνος Ρομάνο Πρόντι προτείνει άξονα Γαλλίας-Ιταλίας-Ισπανίας. Ο Μάριο Μόντι πιέζει τη Γερμανία να βάλει στην ατζέντα της τον όρο ανάπτυξη.

Ολα κινούνται, όλα πάνε να αλλάξουν. Ωστε το πολιτικό διακύβευμα στο ελληνικό εργαστήριο παύει να είναι η μονοδιάστατη στοίχιση υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου. Το Μνημόνιο ως μοντέλο πιθανόν να πεθάνει σύντομα. Ιστορικό ζητούμενο είναι οι προτάσεις για παραγωγική ανασυγκρότηση και εφικτή, βιώσιμη ανάπτυξη, οι προτάσεις για πολιτική αναγέννηση. Το ερώτημα είναι: Η Ελλάδα θα προλάβει να συμπεριληφθεί σώα στο νέο ευρωπαϊκό τοπίο;


Η Γερμανία χρειάζεται την Ευρώπη. Η Ευρώπη δεν είναι μόνο η αγορά της, είναι και ο ιστορικός της τόπος, η κοιτίδα της, είναι οι γείτονές της με τους οποίους μαζί συμφώνησαν το ’45 να παραμερίσουν το παρελθόν μίσους και μαζί σηκώθηκαν από τις στάχτες και οικοδόμησαν χώρες με ειρήνη, αξιοπρέπεια και ευημερία. Χωρίς την Ευρώπη και χωρίς τις ΗΠΑ η Γερμανία δεν θα ήταν σήμερα αυτό που είναι, μεγάλη, ισχυρή και ηγεμονεύουσα.

Αλλά συμπεριφέρεται σαν να μην το ξέρει ή σαν να το περιφρονεί. Σαν να υποφέρει από επιλεκτική αμνησία: λησμονεί 65 χρόνια ειρήνης και ανάπτυξης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανασκαλεύει διαρκώς τους δαίμονες του Μεσοπολέμου, την ταπείνωση των Βερσαλλιών, την εμφύλια ασφυξία, το πληθωρισμένο μάρκο, τον ναζισμό. Και οδηγείται σε ένα είδος μνησίκακης συμπεριφοράς, ζητώντας απ’ όλους τους συμμάχους, εταίρους και γείτονες, όσους βασανίζονται τώρα από την κρίση της Ευρωζώνης, να μεταμεληθούν και να γίνουν σαν αυτήν, αλλιώς τους απειλεί με τιμωρία, διαρκή κολασμό. Ακόμη κι αν η κόλαση των άλλων γίνει και δική της κόλαση.

Κάτω από τη φανατική εμμονή στο σχήμα αμαρτία-τιμωρία-εξαγνισμός υπάρχει ιδιοτέλεια και υποκρισία. Και φανατισμός. Θυμίζει ταινίες του Μπέργκμαν ή του Χάνεκε, από αυτές που ανασκάπτουν τον προτεσταντικό παράδεισο και ανασύρουν δαίμονες. Ο ευφυέστατος Πολ Κρούγκμαν πήγε λίγο πιο μακριά, έφτασε στον Αϊζενστάιν του 1939, στο προπαγανδιστικό αριστούργημα «Αλέξανδρος Νιέφσκι». Στη σκηνή των Τευτόνων Ιπποτών που σφαγιάζουν τους ετερόδοξους Ρώσους, ο Αμερικανός νομπελίστας ξαναβλέπει πικρά την εμμονή στην άτεγκτη καθαρότητα. Δυστυχώς, η Ιστορία δεν διδάσκει όλους με τον ίδιο τρόπο. Και η Γερμανία, όπως και όλη η Ευρωπαϊκή Ενωση, το πιο φιλόδοξο ιστορικό εγχείρημα των νεοτάτων χρόνων, θα κριθούν απ’ τα τωρινά, απ’ τα στερνά: «Προς γαρ το τελευταίον εκβάν, έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται» (Δημοσθένης)

εικ.: Otto Dix

Η ζαριά του Γ. Α. Παπανδρέου αιφνιδίασε και αποδιοργάνωσε. Τον ελληνικό λαό σίγουρα, ίσως και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ενεργώντας ως παράφρων μεταβλητή, ο απομειωμένος πρωθυπουργός μιας χώρας διεφθαρμένων με απομειωμένο πλην άβάσταχτο χρέος, τροφοδότησε επικά πρωτοσέλιδα και τηλεοπτικά δελτία, άλλαξε την ατζέντα του G20, αιφνιδίασε τα κόμματα και, κυρίως, κεραυνοβόλησε τον ελληνικό λαό ζητώντας του να απαντήσει σε ένα εκβιαστικό δίλημμα και να αναλάβει την ιστορική ευθύνη των μελλουσών γενεών. Σε ένα δίλημμα στο οποίο ο ίδιος δεν κατόρθωσε να απαντήσει, αν υποθέσουμε ότι το έθεσε.

Οπωσδήποτε υπάρχει ένας τρελός χρονισμός στις κινήσεις του Γ. Α. Παπανδρέου: τα έκανε όλα ανάστροφα. Πρώτα μετέτρεψε το χρέος σε αβάσταχτο, αντάλλαξε το χρέος με ελευθερία, έκανε μυστική διπλωματία, είπε ψέματα, μισές αλήθειες, δημαγώγησε, σχεδόν περιφρόνησε τη λαϊκή βούληση, και κατόπιν, όταν απέτυχε σε όλους τους αυτοσχεδιασμούς του, εστράφη στο λαό και του ζήτησε συμμετοχή, βούληση και ευθύνη· και μόνο τότε θυμήθηκε ότι μπορεί να διαπραγματευθεί με τόλμη. Αλλά τώρα, τυπικά, έχει κάψει πολλά χαρτιά. Και κυρίως έχει κάψει το λαό του: τον έκανε πένητα, αναξιοπρεπή και έξαλλο, απεγνωσμένο ― και μάλλον δεν το αντιλαμβάνεται καν. Ισως ποτέ δεν αντελήφθη αυτό τον δύστροπο, κυκλοθυμικό λαό, τις πλούσιες αμφίστομες παραδόσεις ηρωισμού και ποταπότητας, το φιλόσοφο λόγο του, το αίσθημα του δίκιου και της ελευθερίας,τις εικονίσεις τους στη δημώδη και τη λόγια ποίηση. Ισως ποτέ δεν κατάλαβε σε ποια βαθιά ιστορική κοινωνία ζούσε, ένας πολίτης της open society ο ίδιος. Ισως πάλι να νόμισε ότι Ελλάδα ίσον ΠΑΣΟΚ ― αυτό που μίσησε και το εξουσίασε ως πρίγκηψ.

Κάθε άνθρωπος πιστεύει ενδομύχως στα θαύματα· κι αν βρίσκεται υπό πίεση, πολύ περισσότερο. Καθώς η λιτότητα, οι φόροι και η φτώχεια σκέπαζαν ανά κύματα τους Ελληνες, η πίστη στο θαύμα δυνάμωσε: κάτι θα συνέβαινε, μια σωτήρια επέμβαση, ένα Ναυαρίνο, η Υπέρμαχος Οδηγήτρια στα τείχη εναντίον των Αβάρων, κάτι, και η ζωή θα επέστρεφε στον περασμένο ρυθμό, ίσως ψαλιδισμένη, αλλά όχι ριζικά άλλη, όχι τρομακτικά άλλη. Η ρουτίνα είναι το αποκούμπι της ζωής.

Ακόμη και η κρίση φτιάχνει τη δική της ρουτίνα. Οι άνθρωποι προσαρμόζονται, ζαρώνουν, φυλάγονται, αλλάζουν στρατηγικές επιβίωσης. Αντιλαμβάνονται αλλιώς τον χρόνο: όσο πυκνώνει ο χρόνος, τόσο επιταχύνουν οι άνθρωποι τις αντιδράσεις τους. Κι αρχίζουν να βλέπουν άλλη τη ζωή, τις αξίες της, τα χρειώδη.

Το δημοψήφισμα Παπανδρέου φέρνει τρόμο διότι ανατρέπει ακόμη και τη ρουτίνα της κρίσης. Διότι πυκνώνει αφόρητα τον χρόνο,την υλικότητά του, τόσο πολύ που ο χρόνος καταρρέει μέσα σε μια μαύρη τρύπα. Ετσι το αισθάνεται ο κόσμος, ο ήδη εξουθενωμένος από τις αλλεπάληλλες, συνεχιζόμενες ανατροπές, τη διαρκή συρρίκνωση του μέλλοντος. Ωστόσο η παράφρων μεταβλητή του Γ. Α. Παπανδρέου μπορεί να κρύβει το θαύμα. Οχι με την έννοια της ακαριαίας σωτηρίας, ούτε καν της βραχυμεσοπρόθεσμης. Αλλά με την έννοια ότι απότομα, βίαια, φέρνει το μέλλον πιο κοντά μας ― πέραν του καλού και του κακού. Απλώς, φέρνει το μέλλον εδώ, στο παρόν, με έναν σπασμό, που μπορεί να είναι σπασμός ωδίνης, μπορεί να είναι σπασμός βαθύτερου άλγους, οπωσδήποτε όμως δεν είναι ο ύστατος σπασμός: ένας λαός, μια χώρα, μια διάρκεια, σαν της Ελλάδας, δεν τελειώνουν έτσι, με έναν σπασμό, με ένα δίλημμα, μια ασθένεια, όσο βαριά κι αν είναι. Ναι, βεβαίως, λαοί μεσουράνησαν και έσβησαν παλαιότερα, και τους θυμούνται μόνο οι ειδικοί ιστορικοί, αλλά δεν είναι αυτή η περίπτωση τώρα: ενδεχομένως να βιώνουμε την αρχή του τέλους του ελληνισμού, όπως τον γνωρίσαμε και τον ζήσαμε, με εκλάμψεις και υφέσεις, ενδεχομένως να πορευόμαστε προς μια ετέρα μορφή ελληνικού βίου, εν Ελλάδι και αλλαχού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι το τέλος. Δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχουν ρήγματα και τομές, φαράγγια, αλλά και πάντα μια όχθη απέναντι, ένα Βορειοδυτικό Πέρασμα.

Η απειλή αιφνίδιας κατάρρευσης μπορεί να είναι το θαύμα. Δηλαδή, να είναι το τέλος της πίστης στο θαύμα και η βίαιη επαναφορά στην πίστη στον εαυτό, η επαναφορά στην αυτοπεποίθηση, στην ευθύνη, στην ιστορικότητα. Και η εκτόξευση στην ώριμη παγκοσμιοποίηση.

εικόνα: ALEKSANDRA WALISZEWSKA

Μπλέ πλακίδια ιζνίκ, Νικαίας, πλάι στον μεσογειακό αστικό κήπο, σε ένα σπίτι ανοιχτό από παντού, πλάι σε θερμές ζωγραφιές α λά Ματίς και βιβλία, πολλά βιβλία, και με ανθρώπους που αφουγκράζονταν τα βάσανα του χρεωμένου ελληνισμού, τα βάσανά τους. Ο κήπος τύλιγε το ορθάνοιχτο σπίτι, έμπαινε μέσα του, κι η νυχτερινή ψύχρα υπενθύμιζε ότι ακόμη και στην νοτιοανατολική Μεσόγειο ο Οκτώβριος οδηγεί προς τον χειμώνα. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι-αγκαλιά, σπίτι-φυτό, στην καρδιά της Λευκωσίας, σαν αυτά που αποθαύμαζε ο Σεφέρης παλιότερα στην Αμμόχωστο, μια σύναξη Ελλήνων αναζητούσε ειδήσεις απ΄το παρόν και πατήματα για το μέλλον, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου.

Τηλεφωνήματα, τουίτερ, sms ολονύχτια. Εφερναν θραύσματα ειδήσεων και ευχές για τον Δημήτρη, καθώς η συζήτηση φιδοσερνόταν αμφίβουλη ανάμεσα στην επανεκτίμηση του παρελθόντος, το ψηλάφισμα του παρόντος και τις προβολές στο μέλλον. Οι Κυπραίοι ανησυχούσαν για τη μητρόπολη και για τις τράπεζες τους, οι Αθηναίοι τους συμβούλευαν να μην κάνουν ίδια λάθη στο ελληνικό κρατίδιο του Νότου. Ανασαίνοντας Ανατολή, ακούγοντας Βρυξέλες και Αθήνα, νιώσαμε το πολλαπλό μεταίχμιο: ιστορικό, γεωγραφικό, ψυχικό. Νιώσαμε ότι ο ελληνισμός είναι ευρύτερος του κράτους των Αθηνών, είναι, όπως μου έγραφε ο Βρυξελιώτης φίλος, μια μεγάλη διάρκεια της Μεσογείου, που επέζησε κρατών και καταστροφών, υποδουλώσεων και αλλοιώσεων και συμφυρμών. Εκεί στο άκρο της Μεσογείου όπου μιλιέται η ελληνική, μπορείς να νιώσεις βαθύτερα την ιστορία, να σου αποκαλυφθεί παρούσα και συνεχής, δρώσα και επείγουσα. Ζούσαμε πάντα με αυτή τη γλώσσα, σε αυτές τις συντεταγμένες, σε αυτή τη λεκάνη. Θα συνεχίσουμε να ζούμε.

Το τωρινό μεταίχμιο, πολλαπλό, σφοδρό, οξύστομο, μάς καλεί να αναλογιστούμε πώς θα συνεχίσουμε να ζούμε. Μέσα στο ρήγμα, ανάμεσα στις κοφτερές αιχμές του βαρύτατου χρέους και της απειλούμενης απομείωσης της εθνικής κυριαρχίας. Με βάρος και απειλή, φτωχοί και περιορισμένοι. Χωρίς να μπορούμε να διαλέξουμε μεταξύ πλούτου και ελευθερίας ― τα χάνουμε και τα δύο. Ομως όχι όλα κι όχι για πάντα. Αλλά πρόσκαιρα και εν μέρει. Τα είχαμε άφθονα, πληθωρισμένα, και την ειρήνη και την ευμάρεια και την ανεξαρτησία και την ελευθερία, και τα νομίσαμε αυτονόητα από καταβολής, χαρισμένα χωρίς αγώνα, διατηρούμενα χωρίς τίμημα. Σφάλαμε. Η ελευθερία δεν δίδεται.

Ακούγεται, όλο και πυκνότερα: Να έρθει ο ξένος να αναλάβει, να βάλει τάξη, εμείς αποτύχαμε. Δηλαδή, για να σωθεί η απολεσθείσα ευμάρεια, ας θυσιαστεί η ελευθερία· για να γλιτώσουμε από τον φαύλο εαυτό, ας υποδουλωθούμε. Ακούγεται και πυκνώνει.
Η ελευθερία είναι ευθύνη, η βαρύτερη όλων. Και είναι επιλογή. Κανείς δεν σώζεται αν δεν το θέλει, κανείς δεν είναι ελεύθερος χωρίς θυσίες. Απ’ το μεταίχμιο δεν θα βγούμε ίδιοι, η κρίση μάς δοκιμάζει και ήδη μας δείχνει άλλους. Αλλά θα ζήσουμε μες στη μεγάλη μας διάρκεια, είμαστε δεμένοι μαζί της: «O κόσμος / ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας / με τον καιρό και με το χώμα». (Γ. Σεφέρης, Εγκωμη)

Το κίνημα των Indignados της Ισπανίας, σαν έκφραση και σαν δυναμική, προβληματίζει ήδη τους Ελληνες. Η ανεργία, η ύφεση, η διαφθορά, η ανικανότητα των κυβερνώντων, το έλλειμμα δικαιοσύνης, υπάρχουν και εδώ, με την ίδια ή σφοδρότερη ένταση. Πώς αντιδρά εδώ η κοινωνία, πώς αντιδρά στην Ισπανία; Ο καθείς με τον τρόπο του και με την παράδοσή του.

Στη μεταφρανκική περίοδο, οι Ισπανοί δεν έχουν παράδοση άγριων απεργιών και συγκρουσιακών διαδηλώσεων, όπως οι γείτονες τους Γάλλοι και Ιταλοί. Μετά σαράντα χρόνια σιδηράς και σταθερής δικτατορίας, που επεβλήθη ύστερα από έναν τρομακτικό εμφύλιο, η ισπανική βασιλευομένη δημοκρατία διήγε βίο συγκρατημένο, ίσως και μελαγχολικό, με απόλυτη κυριαρχία ενός παντοδύναμου δικομματικού συστήματος. Αυτό το σύστημα, που οδήγησε τη χώρα σε βαθιά οικονομική και ηθική κρίση, αμφισβητείται τώρα από τις νεότερες γενιές, οι οποίες δεν έχουν αναμνήσεις δικτατορίας, φοβικά σύνδρομα και πολιτική μελαγχολία. Εξ ου και η αντίδραση των νεαρών Indignados είναι μεν σφοδρή, αλλά είναι αχρωμάτιστη κομματικά, είναι καθολική, και είναι δυναμική, αλλά όχι τυπικά βίαιη. Φαίνεται ότι Indignados δεν θεωρούν παράδοσή τους τη μοναχική βία των αυτονομιστικών κινημάτων, της ΕΤΑ λ.χ. Αντιθέτως, στις πλατείες φαίνεται να επανεμφανίζεται η παράδοση κοινοτισμού και αυτοδιεύθυνσης, από τον καιρό της δημοκρατίας του 1936.

Η δική μας παράδοση διεκδικήσεων είναι πιο συγκρουσιακή, πλησιέστερη στην ιταλική και γαλλική παράδοση. Δεν είναι καλύτερη ή χειρότερη, είναι ιστορικά άλλη. Αλλωστε και στις δύο διαφορετικές περιπτώσεις, την ισπανική και την ελληνική, το αποτέλεσμα της διακυβέρνησης είναι κοινό: κρίση και χρεοκοπία. Το κίνημα των Indignados ωστόσο φέρνει την ισπανική κοινωνία σε συγχρονισμό με παρόμοιες εκδηλώσεις διεθνώς ― κυρίως με το άτυπο αιγυπτιακό κίνημα του κογκνιταριάτου, που οδήγησε στην πλατεία Ταχρίρ, αλλά και με άλλα άτυπες κινήσεις στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο, που αναζητούν εναγωνίως αναστήλωση των θεμελίων της δημοκρατίας: Ελευθερία και Δικαιοσύνη.

Το κοινό στοιχείο είναι παραδόξως καινοφανές: οι νέοι εξεγείρονται με παρόμοια αιτήματα και παρόμοιους τρόπους, τόσο στη φτωχή, τριτοκοσμική Αίγυπτο, όσο και στην ευρωπαϊκή, βιομηχανική Ισπανία. Ζητούν ηθική επανάσταση και αξιοπρεπή διαβίωση. Και οργανώνουν τα κινήματά τους αντιιεραρχικά, με εναλλαγές αντιπροσώπων, με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με μέριμνα για αυτοοργάνωση και αυτάρκη επιμελητεία. Εφαρμόζουν στην πράξη, επιτόπου και ακαριαία, μορφές αυτοδιεύθυνσης, σκαρώνουν την κοινωνία της επαγγελίας. Εδώ και τώρα.

Από αυτή την αναδυόμενη παράδοση δυναμικής αλλά μη βίαιης διεκδίκησης θα βλαστήσουν πιθανότατα νέοι ηγέτες, νέες ιδέες, νέες προτάσεις οργάνωσης του δημόσιου χώρου, νέα νοηματοδότηση του κοινού καλού και του λαού, μια επανηθικοποίηση του βίου. Τα χρειαζόμαστε όλα επειγόντως.

Είναι αλήθεια λοιπόν. Απομακρυνόμενος γεωγραφικά από την Ελλάδα, τη βλέπεις πιο καθαρά. Και βλέπεις επίσης τους άλλους Ελληνες, της διασποράς, τους μη Ελλαδίτες, αυτούς που δεν τους λογιαριάζεις όταν τρώγεσαι με τα ρούχα σου και με τον διπλανό σου, εσύ, ο αυτάρεσκος Ελλαδίτης, ο κλεισμένος στον κύκλο της έριδος και της κατακραυγής, ο πιασμένος στον κύκλο της απαισιοδοξίας και της ανημπόριας.

Βλέπεις πιο καθαρά τους Ελληνες. Και αντιλαμβάνεσαι, μάλλον αισθάνεσαι σωματικά, ότι οι Ελληνες της διασποράς είναι ενημερωμένοι, είναι πολιτικοποιημένοι, πονάνε τον τόπο, και κυρίως δεν φοβούνται να πουν τη λέξη πατρίδα. Συντηρητικοί, αριστεροί, διανοούμενοι, επιχειρηματίες, επιστήμονες, βαθύπλουτοι και βιοπαλαιστές, καλλιτέχνες, εκδηλώνουν τον πατριωτισμό τους ανοιχτά, απερίφραστα, θερμά, ανιδιοτελώς (πώς αλλιώς;).

Ισως αυτά τους διαφορίζουν από τους κακορίζικους Ελλαδίτες: η ανιδιοτέλεια, το καθαρό βλέμμα, ο άδολος πατριωτισμός. Ιδίως όσοι προκόβουν και σταδιοδρομούν στα εξόχως ανταγωνιστικά πεδία των ΗΠΑ είναι εκτεθειμένοι σε μια νοοτροπία αριστείας και αξιοκρατίας, άνευ της οποίας ουδέν επιτυγχάνει ο μέτοικος, κι αυτή τη νοοτροπία θέλουν να δουν και στην Ελλάδα. Και βεβαίως είναι εκτεθειμένοι στη νοσταλγία, αλλά όχι για μια ιδεατή Ελλάδα που έχουν να τη δουν δεκαετίες, διότι τη βλέπουν κάθε χρόνο· η νοσταλγία τους κατευθύνεται προς μια Ελλάδα ήδη εξελιγμένη που την έχουν δει να μην υστερεί στο υλικό μέρος. Η νοσταλγία τους αναζητεί μια ηθικά ακέραιη Ελλάδα – αυτή που δεν υπάρχει. Αυτή τη νοσταλγία τους την ένιωσα μεταδοτική και ευεργετική.

Οι κοσμοπολίτες και καλλιεργημένοι Ελληνες των ΗΠΑ, 30 – 50 ετών, αριστούχοι των πιο φημισμένων πανεπιστημίων και αριστούχοι στις μπίζνες, είναι επίσης εκτεθειμένοι στον αμερικανικό πατριωτισμό, που είναι φλογερός, συνταγματικός πατριωτισμός, με δημοκρατικές ρίζες.

Και από μια τεθλασμένη διαδρομή αναβαπτίζουν τον πατριωτισμό τους προς την Ελλάδα στην αμερικανική κολυμπήθρα και τον ξαναβρίσκουν: άδολο, δημοκρατικό, ανιδιοτελή, θερμό. Τέτοιον που στον ελλαδικό χώρο δεν τολμούμε καν να τον ονοματίσουμε, όχι να τον διακηρύξουμε.

Τι μπορούμε να κάνουμε για την πατρίδα; Αυτή τη βαθιά κουβέντα την άκουσα από πολύ διαφορετικούς ανθρώπους, μέσα σε δέκα αμερικανικές ημέρες· από κορυφαίους πανεπιστημιακούς, λόγιους, επιχειρηματίες, τεχνοκράτες. Δεν είχα απαντήσεις. Τι να πω; Αντίκριζα μια πλουσιότατη δεξαμενή ταλέντων, σκέψης, ζωτικότητας, που τροφοδοτεί τον Νέο Κόσμο που τους υποδέχθηκε.

Από αυτή τη ζωτικότητα μπορεί να ωφεληθεί και ο χειμαζόμενος ελλαδικός κορμός. Με κάθε τρόπο και κάθε σχήμα συνεργασίας, με μικροδίκτυα και άμεσες συμπράξεις, προπάντων με ειλικρίνεια και σεβασμό προς αυτούς τους πολύτιμους συμπατριώτες. Τους έχουμε ανάγκη, μας έχουν ανάγκη. Οπως μου είπε σαραντάρης πλούσιος: Αν βουλιάξει η Ελλάδα, τι θα είμαστε; Τίποτα!

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.818 hits