You are currently browsing the tag archive for the ‘πληβειοποίηση’ tag.

Ο Δημήτρης με είχε προειδοποιήσει: Η Ζωή της Αντέλ είναι πολιτική ταινία. Είχε δίκιο, ως συνήθως. Αλλωστε και η έξοχη προηγούμενη ταινία του Αμπντελατίφ Κεσίς ήταν μια διεισδυτική πολιτική-κοινωνική ματιά, το «Κουσκούς με φρέσκο ψάρι».

Πίσω από τον πρωτεϊκό έρωτα της έφηβης Αντέλ για την ζωγράφο Εμα περιγράφεται το σαλπάρισμά προς τη ζωή· και μέσα από την παθιασμένη σχέση της περιγράφεται η ασύμπτωτη πορεία της προς τον ταξικά άλλο, τον πολιτιστικά, αξιακά, σχεδόν ανθρωπολογικά διαφορετικό. Στον κόσμο της μεσοαστής Εμας ύψιστη αξία είναι η επιτυχία, η ανάδειξη στον δημόσιο χώρο ως μοναδικότητα, η αυτοπραγμάτωση μέσω της τέχνης, μια ντερτεμινιστική πρόοδος· η ύπαρξη έχει νόημα μόνο αν φωλιάζει στο Υψηλό, στο διακεκριμένο, στις sublime κορυφές του αστικού ευρωπαϊκού Κανόνα. Ο επιτυχημένος πρέπει να ζωγραφίζει, να γράφει, να δημοσιεύει, να ξεχωρίζει τα κρασιά, να γεύεται στρείδια, να συναναστρέφεται beautiful πρόσωπα, γκαλερίστες, θεωρητικούς τέχνης, αποδομιστές χίπστερ, να είναι κουλ.

Ο κόσμος της λαϊκής Αντέλ, Γαλλίδας πρώτης γενιάς, γόνου μεταναστών, συγκροτείται πρωτίστως από την ανάγκη, τις αισθήσεις, τα αισθήματα. Η απλή καρδιά της είναι σαν της φλωμπερικής Φελισιτέ· χορταίνει με μακαρόνια και κυμά, με φιλιά, με μια απλή δουλειά, απολαμβάνει σουβλάκι με γύρο, ολοκληρώνεται πνευματικά δουλεύοντας νηπιαγωγός και δασκάλα. Η απλή καρδιά της χορταίνει με αμερικανικό σινεμά, με λικνιστική ρέγκε και γαλλομαγκρεμπιανά υβρίδια· ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι στο ίδιο σκαλί στράτευσης με τον Σαρτρ. Η απλή καρδιά της διψά για ζωή, και δίνεται της ζωής με αφέλεια και λαιμαργία, ανεπιτήδευτα, ζωικά. Ολοκληρωτικά.

Αλλά η ζωή είναι σκύλα. Η σοφιστικέ αστή Εμα, η μορφωμένη, η λιμπερτίνα, η καλλιτέχνις-ήρωας της νεωτερικότητας, θέλει την Αντέλ αλλιώς, άλλη, τη θέλει Υψηλή, ντρεσαρισμένη εντός του Κανόνα. Και η σοφιστικέ καρδιά της δεν περιέχει συγχώρεση· μόνο πρόοδο και επιτυχία.

Στο πρόσωπο της Εμας βλέπω τα εμβρόντητα παιδιά της παρ’ ημίν μεσαίας τάξης, των καλών σχολείων, των πτυχίων, των μεταπτυχιακών, των διδακτορικών· των παιδιών που πίστεψαν, και πιστεύουν ακόμη, ότι η ζωή ξετυλίγεται ντετερμινιστικά διαρκώς προς τα άνω, σκαλί-σκαλί, πτυχίο-πτυχίο, όλο και πιο άυλη, όλο και πιο στυλιζαρισμένη, όλο και πιο συμμορφούμενη στον Κανόνα, με εκλεπτύνσεις του πνεύματος και πειθάρχηση του σώματος, με χτίσιμο ενός μοναδικού εαυτού λάμποντος στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Είναι τα παιδιά της μεσαίας τάξης των πρόσφατων δυο-τριών δεκαετιών, που βρέθηκαν στη ράχη του ευδαιμονιστικού κύματος και γαλουχήθηκαν ως περιούσια και μοναδικά, προνομιούχα πλάσματα με συνεχές οικογενειακό μπακ-απ για την επιμηκυμένη εφηβεία και το τυπικά πλούσιο βιογραφικό.

Η κρίση αιφνιδίασε αυτά τα ευάλωτα ελληνόπαιδα, τα προστατευμένα από την ανάγκη, τα προφυλαγμένα ακόμη κι από τις ίδιες τους τις αισθήσεις και τα αισθήματα, από τις δοκιμασίες του σώματος και της ύλης τους. Τα βρήκε προς το τέλος της μακράς, άληκτης εφηβείας, με τυπικά πλούσιο βιογραφικό· κατά τα άλλα όμως απαράσκευα, υπερφίαλα, ανώριμα, καλοαναπτυγμένα φυτά εσωτερικού χώρου που εκτέθηκαν αίφνης στο ξεροβόρι και στον καύσωνα.

Η δυσχέρεια είχε γίνει αντιληπτή πριν από την κρίση. Ενα-δυο χρόνια μετά την ολυμπιακή φαντασμαγορία του 2004, μιλούσαμε ήδη για τη γενιά των 700 ευρώ· το καλοκαίρι των πυρκαγιών του 2007 μερικοί από τους ήδη ανήσυχους κατέβηκαν στο Σύνταγμα και στάθηκαν βουβοί με μαύρα τι-σερτ. Ηταν τυπικά πολυπροσοντούχοι, αλλά το πολιτικό σύστημα και η παραγωγική δομή της χώρας δεν τους χρειάζονταν, περίσσευαν, θα έπρεπε να συνεχίσουν να ζουν με οικογενειακό επίδομα· οι πόρτες της κοινωνίας ήταν κλειστές. Ηταν ένα αχνό προείκασμα των Αγανακτισμένων του 2011, όταν μαζί με τους μηδέποτε ενταχθέντες νέους κατέβηκαν και οι γονείς τους και οι άνεργοι και όλη η λαχταρισμένη μικρομεσαία Ελλάδα.

Η δυσχέρεια έχει πάρει πλέον χαρακτήρα δημογραφικού σοκ. Η γενιά των 700 ευρώ έγινε γενιά των 476 ευρώ, έγινε γενιά της μετανάστευσης, έγινε χαμένη γενιά. Οι υψηλές προσδοκίες βίου και καταξίωσης των πολυπροσοντούχων style conscious βλαστών της μεσαίας τάξης έχουν πέσει στον καιάδα της πληβειοποίησης.

Ξαναγυρνάμε στην Αντέλ, την απλή καρδιά: στέρεες αιματώδεις αξίες, ο τρόπος που αισθάνεται το σώμα της, τη δουλειά, τις σχέσεις, την ίδια τη ζωή σαν θαύμα. Είναι μια οδός.

VISKADOURAKIS
Το βαρύ πυκνό καλοκαίρι του 2013, πολλοί άνθρωποι που συναντώ, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, μεταφέρουν την ίδια αίσθηση: ότι εκμετράται ο χρόνος της παρούσας κρίσης, ότι βαδίζουμε προς μια κορύφωση. Η κορύφωση έχει ποικίλες καταλήξεις, αναλόγως του συνομιλητή, πάντως όλες είναι δραματικές, οδυνηρές και λυτρωτικές συνάμα.

Τριάμισι χρόνια μετά την κατάπληκτη ομολογία πτώχευσης, τριάμισι χρόνια αλεπάλληλων θυσιών των Ελλήνων της μείζονος πλειοψηφίας και αλλεπάλληλων σφαλμάτων και σφαγών, τριάμισι χρόνια συνεχούς καταβύθισης. Δεν πάει άλλο. Ας γίνει κάτι ριζικό, ας είναι επώδυνο, αρκεί να μη συνεχιστεί αυτή η βύθιση, άλλωστε δεν έχουμε πια και πολλά να χάσουμε. Το λένει άνθρωποι υψηλής μορφώσεως, νοικοκύρηδες έως πρόσφατα, που τώρα αγκομαχάνε να τα βγάλουν πέρα, γονατισμένοι από φόρους, περικοπές μισθών, εξανεμισμένα εισοδήματα, με άνεργους συζύγους και παιδιά, με δάνεια και με σχολάζοντα κληρονομικά ακίνητα που κουβαλάνε φόρους και χαράτσια.

Τρία και πλέον χρόνια από το ιστορικό διάγγελμα του Καστελόριζου, όταν και επισήμως έμαθαν ότι η εθνική κυριαρχία αναστέλλεται επ’ αόριστον, οι αμέριμνοι νοικοκύρηδες της απέραντης μεσαίας τάξης έχουν μάθει εν τω μεταξύ ότι η κρατική χρεοκοπία συνεπιφέρει συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας, ιδιωτική πενία, κοινωνική υποβάθμιση έως πληβειοποίησης, πολιτική αστάθεια. Οι περισσότερες σταθερές του βίου γκρεμίστηκαν, για όλους. Για πολλούς, ο βίος εξέπεσε σε γυμνή ζωή, σε γυμνή επιβίωση. Γι’ αυτούς τους πολλούς δεν υπάρχει πια τίποτε να χάσουν, ούτε να φοβηθούν. Αυτή είναι η κορύφωση, η ρήξη, που την αφουγκράζονται να έρχεται πολλοί Ελληνες τούτο το καλοκαίρι.

Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήδη χαμένοι, όσοι ακόμη χάνουν, και κυρίως όσοι ακόμη σκέφτονται και αισθάνονται, παρά τα αλλεπάλληλα κύματα ενοχοποίησης, σύγχυσης και προπαγάνδας, αυτοί οι άνθρωποι είναι σε θέση ακόμη να αρθούν υπεράνω της οργής και του μίσους του ανήμπορου ηττημένου, και να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Φρονώ ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πολλοί. Και είναι το πολυτιμότερο κοίτασμα της ελληνικής γης. Αλλά είναι ασύνδετοι, σκόρπιοι, σαστισμένοι, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν μοιράζονται μια κοινή εικόνα εαυτού και ένα κοινό σχέδιο πορείας. Πορεύονται μόνοι στα τυφλά.

Η χώρα πορεύεται αφεύκτως, βρίσκεται ήδη, σε μια οικονομία πολέμου, χωρίς τον συμβατικό πόλεμο. Είναι ήδη εμπλεγμένη στον πρώτο γεωοικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα, και στο εγγύς μέλλον θα τον δούμε εναργέστερα. Οπως σε κάθε πόλεμο, την πρωταρχική σημασία την έχει το φρόνημα του εμπλεκομένου και το τι καλείται να υπερασπιστεί, δηλαδή το τί είναι, τι θεωρεί ότι είναι. Ακριβώς αυτό έχει κλονιστεί πρώτο, με το ξέσπασμα της κρίσης: η ταυτότητα. Ποιοι είμαστε, ποιοι ήμασταν, ποιοι καλούμαστε να είμαστε. Πώς βλέπουμε τώρα τους εαυτούς μας, μετά τα χαστούκια, τις ήττες και τους εξευτελισμούς. Αντέχουμε; Αυτό συζητείται εντόνως, όλα αυτά τα τριάμισι χρόνια του Γολγοθά, και αυτό αιωρείται ακόμη αναπάντητο στην κορύφωση του δράματος. Είναι η περιλάλητη «αφήγηση», το όραμα, το σχέδιο, η απόφαση και η πράξη της αναγέννησης.

Τολμώ να υποστηρίξω ότι η κοινή αφήγηση, τέλος πάντων η αφήγηση που θα χωράει πολλούς, όχι όλους, αλλά πολλούς, δεν θα προκύψει πρώτη αυτή και μετά η δράση. Δεν θα σχηματισθεί ακεραία και πλήρης, και κατόπιν θα σπεύσουμε προς εφαρμογήν της. Αντιθέτως, η αφήγηση θα ξεκινήσει σαν δράση και λόγος μαζί, και θα εκκινήσει μερική, αποσπασματική, επείγουσα, από πολλές πηγές συμβάλλουσα σε ρυάκια και κοινά ποτάμια· και θα σχηματίζεται βαθμιαία, αλλάζοντας και αυξάνοντας δυναμικά διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων, των δρώντων σκεπτόμενων υποκειμένων. Θα αναδύεται μια νέα γενική διάνοια.

Είμαστε τα πιο προχωρημένα θύματα μιας κρίσης διπλής, εσωτερικής και εξωτερικής. Αυτή η πρωτοπορία είναι πλεονέκτημα και κατάρα μαζί: μας επιτρέπει να πειραματιστούμε και να καινοτομήσουμε στην επίλυση της δικής μας κρίσης, αφενός· να δούμε πώς μπορούμε να σώσουμε τη χώρα και τους εαυτούς μας. Αφετέρου, η έκβαση της δικής καινοτομίας-σωτηρίας εξαρτάται εν πολλοίς από το διεθνές περιβάλλον. Συγκεκριμένα: Δεν μπορούμε πια να περιμένουμε να μας σώσει η Ευρώπη, αλλά και δεν μπορούμε να σωθούμε αγνοοώντας παντελώς τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Ολα θα κρίνονται διαρκώς πάνω στην κόψη του καιρού και στο ζύγισμα οφέλους-ζημίας. Η επίκληση μιας ιδεατής Ευρώπης που είναι μοναδικός προορισμός, ακόμη κι αν έχουμε μετατραπεί σε προτεκτοράτο εξαθλιωμένων νεοπληβείων, εκτός από σφαλερή είναι και δόλια και επικίνδυνη. Το ίδιο σφαλερή και επικίνδυνη μπορεί να είναι η άκριτη αποδοχή ενός δρόμου που οδηγεί σε ευθεία σύγκρουση με την Ευρώπη ή τέλος πάντων με τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις της, κυρίως τη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, η μονοσήμαντα ραγιάδικη ή η τρελοαντάρτικη στάση, με ιδιοτέλεια ή ιδεοληψία, είναι ολέθριες αμφότερες.

Επιστρέφουμε στην ταυτότητα· όχι ουσιοκρατικά, αλλά δυναμικά. Δεν θα αποφασίσουμε τώρα ποιοι ακριβώς είμαστε εφεξής και τι θα παραδώσουμε στα παιδιά μας. Αυτό διαμορφώνεται διαρκώς στο άμεσο μέλλον. Αλλά για να επιζήσουμε σε συνθήκες οικονομίας πολέμου, πρέπει να συμφωνούμε σε κάποιο ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ας είναι τα πιο πρακτικά, τα πρώτα: μια νέα σχέση του επανιδρυμένου κράτους με την εργασία και τη νέα επιχειρηματικότητα, τη μικροαμεσαία κυρίως, τη ραχοκοκκαλιά της εγχώριας οικονομίας. Η ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που τόσο θαυμαστά και απρόσμενα βλάστησε στους δύσκολους καιρούς. Επιστροφή στη γη και στις τέχνες υπό νέους όρους. Και ταυτοχρόνως, υποκάτω: Αποδοχή και ανανέωση της παράδοσης. Σύνδεση με τη διασπορά. Σύνθεση του πατριωτικού αισθήματος με την οικουμενική εξακτίνωση. Τέτοια.

implosion

Η έλευση της δόσης χαιρετίζεται ως αρχή του τέλους της βαβυλώνειας αιχμαλωσίας. Ο πονεμένος λαός επιστρέφει πάλι στη γη Χαναάν, του δίδεται η χάρις της ευρωπαϊκής του οικογένειας. Μακάρι να είναι έτσι. Μακάρι να πλησιάζουμε σε ένα ορατό πέρας. Η δύσκολη χρονιά που ανοίγεται μπροστά μας θα είναι κρίσιμη από κάθε άποψη, θα δοκιμάσει τις υλικές και ψυχικές αντοχές μας, και δεδομένης της πλούσιας ήδη εμπειρίας βασάνων και δοκιμασιών, θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε αν φτάνουμε σε ένα ανακουφιστικό τέλος.

Εν τω μεταξύ, η συνολική πολιτική κίνηση εντός της Ευρώπης και εντός του κόσμου μάς δείχνει ότι η επιστροφή στην προτέρα κατάσταση, προ κρίσεως, δεν είναι απλή ούτε κοντινή. Η μείζων ιστορική κίνηση που ξεκίνησε το 1989-90, με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ακολουθήθηκε από σκληρούς περιφερειακούς πολέμους και αναστατώσεις. Η μείζων χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 κορύφωσε την αστάθεια σε όλο τον κόσμο, και αρχής γενομένης με την ελληνική πτώχευση, μεταφέρθηκε σφοδρή και μεταμορφωμένη στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού σχηματισμού ως κρίση χρέους και ως κρίση κυριαρχίας. Για πολλούς λόγους, αυτή η ευρωπαϊκή κρίση μπορεί να θεωρηθεί όχι παροδική και επιλυόμενη με τεχνικά-οικονομικά εργαλεία, αλλά δομική, στάδιο ενός μείζονος ιστορικού μετασχηματισμού, κατά τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα έθνη που την απαρτίζουν καλούνται να επαναπροσδιορίσουν ριζικά τη θέση τους στον κόσμο, τις σχέσεις μεταξύ τους, τις εθνικές ταυτότητες, την ταυτότητα της ομοσπονδίας, και πάνω απ’ όλα τις σχέσεις ηγεμονίας και εξουσίας εντός του όποιου ομοσπονδιακού μορφώματος.

Στην Ελλάδα έχουμε το τραγικό προνόμιο να ζούμε αυτόν τον μετασχηματισμό πρώτοι και με μοναδική σφοδρότητα. Είμαστε ένα είδος πειραματόζωου, πάνω στο οποίο δοκιμάζονται λύσεις και μη λύσεις, αποφάσεις και αναβολές, αν η κοινωνία αντέχει και για πόσο καιρό, αν η κοινωνία και η κρατική δομή μπορούν να μετασχηματιστούν με άνωθεν εντολές και έξωθεν βούληση, αν η δημοκρατία αντέχει να λειτουργεί με παρακάμψεις και δολιχοδρομίες.

Αντέχουμε; Πόσο θα αντέξουμε; Από τη διαπίστωση της πτώχευσης, την άνοιξη του 2010, έως σήμερα, το ερώτημα της κατάρρευσης επανέρχεται διαρκώς, και μαζί του η πιθανολόγηση μιας κοινωνικής έκρηξης. Το ερώτημα περιέχει την υπαρξιακή αγωνία ημών των αυτοχθόνων, που ζούμε την κρίση, που είμαστε η κρίση· αλλά και την ειλικρινή διερώτηση των ετεροχθόνων, πλησιέστερων ή πιο απομακρυσμένων από τα δικά μας πάθη, στο μέτρο που η ελληνική εμπειρία προδιαγράφει εξελίξεις για όλη την Ευρώπη. Εξ ου και η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.

Τι διαισθάνεται λοιπόν ένας αυτόχθων που βιώνει την κρίση αδιαλείπτως επί τριετία; Κατά την προσωπική μας άποψη, η κατάρρευση είναι πάντα πιθανή, αν και λιγότερο πιθανή όσο περνά ο καιρός και εφόσον η Ευρώπη συνεχίσει να δρά και όχι να αναβάλλει. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι έτσι ενεργεί η Ευρώπη, με αναβολές και ημίμετρα, συχνά και με εσκεμμένα λάθη. Ο κίνδυνος ενός ατυχήματος λοιπόν, η εμφάνιση ενός μαύρου κύκνου δεν μπορεί να αποκλειστεί κατ’ ουδένα τρόπο· πολύ περισσότερο, που η παρελθούσα τετραετία είναι γεμάτη από μαύρους κύκνους του Ταλέμπ.

Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης κοινωνικής έκρηξης. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τις αντοχές μιας κοινωνίας που χάνει το 25% του ΑΕΠ και οδεύει προς το 30% ανεργίας, με εκτενή τμήματά της να πληβειοποιούνται, που μέσα σε μια διετία χάνει όρους διαβίωσης κερδισμένους στη διάρκεια τουλάχιστον μιας γενιάς. Η βία αυτής της υλικής αλλαγής, μια πολεμική απώλεια σχεδόν, διαμορφώνει αναλόγως βίαια το συλλογικό φαντασιακό, και δοκιμάζει την κοινωνική συνοχή.

Ολα τούτα όμως δεν συνεπάγονται γραμμικά μια κοινωνική έκρηξη, τουλάχιστον όχι όπως τη προεικονίζουμε νοερά, με όσα γνωρίζουμε από την ιστορία. Διότι η ιστορία παρέχει και άλλα αντιδιαμετρικά παραδείγματα, το παράδειγμα της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ λ.χ.: Η καταστροφική διακυβέρνηση του Γέλτσιν, η ακραία φτώχεια, η μαζική μετανάστευση και η πειρατεία των ολιγαρχών επί του εθνικού πλούτου δεν οδήγησαν τον ρωσικό λαό σε έκρηξη, αλλά σε παράλυση. Χωρίς παράδοση πολιτικών αγώνων επί μακρόν, χωρίς δημοκρατική παιδεία, οι Ρώσοι, ένας μεγάλος ιστορικός λαός, υπέμειναν παθητικά και τον Γέλτσιν, τους ολιγάρχες και τις μαφίες και την ταπείνωση, έως την εμφάνιση του νεοτσάρου Πούτιν.

Οι διαφορές της ελληνικής περίπτωσης από τη ρωσική είναι ίσως περισσότερες από τις ομοιότητες. Στην Ελλάδα η δημοκρατική παράδοση είναι ζωντανή και με ρίζες, η πολιτική αγωνιστικότητα υψηλή, το επίπεδο διαβίωσης υψηλό· οι άνθρωποι δεν δέχονται να τα χάσουν όλα χωρίς αντίδραση. Από την άλλη, η υπερδιογκωμένη μεσαία τάξη, τυπικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας, δεν μπορεί να διατηρήσει την ευημερία της χωρίς σύστοιχη ανάπτυξη της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής, ιδίως της βιομηχανικής. Οι υπηρεσίες, η οικοδομή, το χρηματιστήριο, τα δανεικά, μπορούν να παρατείνουν την ευημερία, αλλά όχι για πολύ. Οι φούσκες της ισχυρής Ελλάδος έσκασαν όλες ― και έσκασαν και σε άλλες χώρες. Η διαρκής και άφρων πιστωτική επέκταση του ’90 και η έκρηξη δημόσιου χρέους στα χρόνια του ευρώ, επέτρεψαν μεν στη μεσαία τάξη να ευημερεί, αλλά πάνω σε πήλινα πόδια, διότι δεν συνοδεύτηκε από κανενός είδους παραγωγική αναδιάρθρωση. Ούτε ο τουρισμός ούτε οι αλυσίδες λιανικής με γκάτζετ και σάντουιτς μπορούν να θεωρηθούν βιομηχανία με υψηλή προστιθέμενη αξία και δυνατότητες απασχόλησης.

Πάνω σε αυτή την υλική βάση πρέπει να δούμε τα ψυχοκοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της κρίσης, άρα και την αγωνιώδη διερώτηση περί έκρηξης και κατάρρευσης. Πλάι σε όλα τα ενδεχόμενα λοιπόν, της ανάσχεσης της πτώσης, της ανάκαμψης, του μετασχηματισμού, της έκρηξης, ας έχουμε κατά νου και το ενδεχόμενο της ενδόρρηξης, μιας κατάρρευσης προς τα έσω, με χαρακτήρες παθητικότητας, παράλυσης, μοιρολατρικής υποταγής και αυτοεγκατάλειψης. Ενα ενδεχόμενο ετερόνομης δυστοπίας, ανάμεσα σε άλλα. Το οποίο όμως προϋποθέτει ότι θα έχουν εν τω μεταξύ χαθεί η πολιτική βούληση, η πίστη στη ζωή, η εθνική μνήμη, η δημοκρατική παράδοση ― αυτό κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει.

Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι η Ελλλάδα ύστερα από δέκα χρόνια. Αδύνατον. Μετά πέντε χρόνια; Αδύνατον. Σ’ ένα χρόνο; Οικονομικά θα είναι ακόμη χειρότερα από σήμερα, πολιτικά ή κοινωνικά δεν ξέρω, μόνο φοβάμαι για χειρότερα. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είμαστε τα Χριστούγεννα. Πιστεύω ότι θα καθίσουμε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και σε τραπέζια φίλων και θα καταφέρουμε να γελάσουμε, να ευχηθούμε, να τσουγκρίσουμε, χωρίς να μπλέξουμε σε συζητήσεις για την Υφεση και μαυρίσει η ψυχή μας, χωρίς να χαλάσουμε τις καρδιές μας για τα πολιτικά αίτια και τα ελαττώματα του γένους.

Αυτά τα Χριστούγεννα θα τα καταφέρουμε κουτσά-στραβά. Μέχρι τόσο μπορώ να δω το μέλλον, ευχόμενος να μη σκιάσει το τραπέζι καμιά βαριά κουβέντα. Πιο πέρα δεν μπορώ να δω. Δεν πρόκειται για αδυναμία πρόβλεψης, αλλά για κατάρρευση της κανονικότητας: ποτέ δεν μπρούσαμε να προβλέψουμε τη μέλλουσα ζωή, αλλά τουλάχιστον η ζωή κυλούσε μέσα σε μια ροή αναμονών, με κάποιες ευλογοφανείς προσδοκίες, με εύλογες πιθανότητες. Η κρίση διέκοψε την κανονική ροή του βίου και η ύφεση διέλυσε κάθε ορθολογιστική ή έστω ευλογοφανή προσδοκία. Οχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά.

Η μετάπτωση από τη σφαίρα της επιθυμίας, γνήσιας ή επίπλαστης, από τη σφαίρα της αφθονίας και της επάρκειας, πρωτογενούς ή δανεικής, στη σφαίρα της ανάγκης, της σπάνης, δεν μετασχηματίζει μόνο τον υλικό βίο, αλλά και τη σκέψη, το φαντασιακό, τους άυλους, πλην απολύτως ουσιώδεις, όρους της ύπαρξης. Ο βιαίως και αποτόμως χρεοκοπημένος, ο νεόπτωχος, ο νεοπληβείος βρίσκεται σε μια ριζικά καινούργια κατάσταση εντελώς απαράσκευος, χωρίς τα στοιχειώδη νοητικά εργαλεία, χωρίς την ψυχική δομή για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις. Λυγίζει, πανικοβάλλεται, λιποψυχάει.

Σε αυτό το σημείο περίπου βρισκόμαστε τώρα, με ευρεία διαβάθμιση ποσοτική και ποιοτική· δεν είναι εκτεθειμένες όλες οι πληθυσμιακές ομάδες στον ίδιο πόνο. Το γενικό κλίμα εντούτοις είναι αυτό: σύγχυση, πανικός, φόβος. Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο λυγισμένος και δεχόμενος αλλεπάλληλα σοκ, ο ολισθαίνων καθοδικά στην κλίμακα της πτώχευσης και της ανημπόριας, είναι έτοιμος να αποδεχτεί τον τερματισμό του μαρτυρίου έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, ηθικού, πολιτικού· είτε με έκπτωση στην ατομική του αξιοπρέπεια είτε με εκχώρηση κάθε αξίωσης επί του κοινωνικού συμβολαίου, του άλλωστε κουρελιασμένου. Ο λυγισμένος, ο ευρισκόμενος στο κατώφλι της ολοσχερούς ήττας, ο απωλέσας την τιμή και την υπερηφάνειά του, ο λαχταρισμένος για το ψωμί των παιδιών του, είναι πρόθυμος να υποταχθεί, να εγκαταλείψει και την ισότητα και την ελευθερία και φυσικά τη δημοκρατία. Αρκεί να επιζήσει.

Είναι όλα τόσο μαύρα; Οχι. Ασφαλώς το ενδεχόμενο του ζόφου είναι ισχυρό. Αλλά όχι μόνο αυτό. Οι άνθρωποι είναι επιβιωτές που τρέπονται προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις, που αντιδρούν στις ιστορικές προκλήσεις με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, με επινοητικότητα, με πρωτότυπες ανασυνθέσεις της εμπειρίας. Ωστε πλάι στο ενδεχόμενο της παράλυσης και της υποταγής, του απανθρωπισμού, υπάρχουν πάντα και άλλα ενδεχόμενα εξίσου ισχυρά: η εξέγερση, η μεταρρύθμιση, η ταχεία προσαρμογή. Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι οργανισμοί επιδιώκουν αυτοματικά σχεδόν, και επιτυγχάνουν, ομοιοστασία, τη βέλτιστη ισορροπία με δαπάνη της ελάχιστης δυνατής ενέργειας ― αυτό αχνοθυμάμαι από τη θερμοδυναμική εμβίων όντων στις παραδόσεις Βιολογίας πρώτου έτους και το μεταφέρω χοντροκομμένα στον κοινωνικό οργανισμό.

Παρότι δεν μπορείς πια να προδιαγράψεις ούτε καν το αναμενόμενο περίγραμμα του εγγύς μέλλοντος ―έλλογη προσδοκία, παρά πρόβλεψη―, προσαρμόζεσαι. Φέρνεις το μέλλον ακόμη πιο κοντά, συμπυκνώνεις τον χρόνο. Μαθαίνεις να ζεις μέρα τη μέρα, να αντλείς ευχαρίστηση βραχείας διάρκειας, παροντική, σωματική. Επανεκτιμάς απλές χαρές, βλέπεις ξανά τα ουσιώδη, ορίζεις αλλιώς τα στερνά χρειώδη.

Τα δύο δύσκολα χρόνια που πέρασαν έπιανα τον εαυτό μου να ρουφάει άπληστα, σαν παρθένος οργανισμός άμαθος, τον ουρανό, τη λιακάδα, τη θάλασσα, αγκάλιαζα αλλιώς τ’ αμπέλια, τις ελιές, τους άτακτους πευκώνες. Γεύτηκα με πρωτόγνωρη ηδονή ντομάτες ξερικές απ΄το κυκλαδικό μποστάνι και πράσινο λάδι απ΄το «δύστυχο χώμα» του Μανιάτη φίλου μου. Ενιωσα ότι οι φιλίες, οι συγγενείς, οι σχέσεις είναι μονάκριβα δώρα. Σαν τη ζωή. Και με έκπληξη έπιασα και άλλους πολλούς γύρω μου να αντιδρούν έτσι, να ζουν εδώ και τώρα, να απολαμβάνουν το ολίγο, να σέβονται το ελάχιστο. «Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς».

Στην Αθήνα η κυβέρνηση μεταδίδει την αισιοδοξία της για την άρση της διπλωματικής απομόνωσης της χώρας, και ταυτόχρονα βιάζεται να κλείσει τη συμφωνία με την τρόικα, προκειμένου να εκταμιευθεί η δανειακή δόση των 31,5 δισ. ευρώ. Η χρονική πίεση δημιουργεί το δικό της κλίμα, μια αίσθηση επείγοντος, αποσπασμένη από το πραγματικό περιεχόμενο της συμφωνίας: ας επιτέλους κλείσει η διαπράγματευση, κι ας είναι ό,τι να ‘ναι, θα κάνουμε ό,τι πείτε.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ χειρότερη. Το εμπροσθοβαρές πακέτο περικοπών και υπερφορολόγησης ―9 δισ. σε μία χρονιά― ουσιαστικά αποσύρει από την αφυδατωμένη αγορά περίπου το 5% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, ένα δυσβάστακτο βάρος για άτομα και επιχειρήσεις. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι διαλυμένοι μηχανισμοί του κράτους θα μπορέσουν να εισπράξουν αυτά τα χρήματα, πολύ περισότερο που τα ζητούν από τις ήδη εξουθενώμενες ομάδες πληθυσμού, μισθωτούς, συνταξιούχους και μικροεπαγγελματίες. Τα μεγάλα εισοδήματα και το μαύρο χρήμα δεν θίγονται ― κι αυτό το επαναλαμβάνουν διαρκώς οι ηγέτες των κρατών και οργανισμών που συμμετέχουν στον ελληνικό δανεισμό.

Η συγκρατημένη αισιοδοξία από την όψιμη συμπάθεια ξένων ηγετών προς την Ελλάδα δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη δεινή θέση της τρικομματικής κυβέρνησης: πιθανότατα θα ψηφίσει τα μέτρα στη Βουλή, αλλά δεν θα μπορέσει να τα εφαρμόσει. Η είσοδος στην κυβέρνηση προσώπων από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ δεν θα της προσφέρει επιπλέον νομιμοποίηση· αντιθέτως, θα της προσθέσει τη ραγδαία φθορά του ΠΑΣΟΚ, και την προσωπική κατάρρευση του αρχηγού του, και την αστάθεια της ΔΗΜΑΡ.

Η πολιτική αστάθεια όμως δεν προέρχεται τόσο από τα κομματικά γραφεία και τις προσωπικές αδυναμίες, όσο από την κατάκοπη κοινωνία. Σύγχυση, φόβος, παραίτηση, απόγνωση, αλλά και βία κυριαρχούν σταδιακά στον δημόσιο χώρο· η έλλογη συμπεριφορά και η συλλογικότητα υποχωρούν. Η έλευση του χειμώνα, με τις αυξημένες υλικές απαιτήσεις, θα επιδεινώσει την απαισιοδοξία. Ηδη σε συνελεύσεις πολυκατοικιών αποφασίζουν να μην προμηθευτούν πετρέλαιο θέρμανσης λόγω αδυναμίας πολλών ενοίκων. Οι δυσλειτουργίες ζωτικών υποσυστημάτων του κράτους, π.χ. στα σχολεία και τα νοσοκομεία, σωρεύονται και πολλαπλασιάζονται. Αναμενόμενο: οι κρατικές λειτουργίες θα απορροφούν περίπου το 35% του ΑΕΠ, έναντι του 42% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη. Κι αυτό το 35% λογαριάζεται πλέον στο συρρικνωμένο ΑΕΠ, που θα φτάσει τα 171 δισ. ευρώ στο τέλος του χρόνου, από τα 210 δισ. του 2007. Με τόσο μεγάλες και τόσο απότομες περικοπές, κανένα κράτος δεν αντέχει.

Το ύστατο πλήγμα που απειλεί τα μικρομεσαία στρώματα είναι η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, που θα προκαλέσει το ενδεχόμενο κύμα πλειστηριασμών για ακίνητα μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων. Οι τράπεζες επιθυμούν να διαγράψουν τα επισφαλή δάνεια δια της τιτλοποίησης και πώλησής τους. Η συνεπαγόμενη απαξίωση της ακίνητης περιουσίας, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγήσή της, θα επιταχύνει τη διαδικασία πληβειοποίησης του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Ανεργία, μείωση εισοδήματος, υπερφορολόγηση, απαξίωση ή κατάσχεση κατοικίας: Οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες είναι απρόβλεπτες.

Τα εξαγγελλόμενα μέτρα εισοδηματικών περικοπών και περαιτέρω φόρων ασφαλώς δεν θα είναι τα τελευταία και ασφαλέστατα θα αποσύρουν ακόμη περισσότερο χρήμα από την αγορά, θα μειώσουν ακόμη περισσότερο τη ζήτηση, και θα επιδεινώσουν την ύφεση και την ανεργία. Ποιο το όφελος λοιπόν από τις οριζόντιες περικοπές και την άγρια φορολόγηση των αδυνάτων; Το μόνο επιχείρημα της τριμερούς κυβέρνησης είναι ότι δι’ αυτού του οδυνηρού τρόπου πείθουμε τους δανειστές ότι είμαστε υπεύθυνοι και ίσως μάς δώσουν επιμήκυνση στο πρόγραμμα προσαρμογής.

Αυτή η λογική, εφαρμοζόμενη από τις αρχές του 2010, αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι ατελέσφορη και, τώρα πια, επικίνδυνη. Είναι σαν υφιστάμεθα αλλεπάλληλες αφαιμάξεις, προκειμένου να παραμείνουμε στο πειραματικό πρόγραμμα αιμοληψίας έως εξαντλήσεως, με αντάλλαγμα λίγη μορφίνη. Η οικονομική εξάντληση όμως εμφανίζει πια βαριές παρενέργειες σε όλο το κοινωνικό και πολιτικό σώμα, μεγεθύνει και πολλαπλασιάζει δομικές αδυναμίες, γεννά καινούργιες βαριές ασθένειες. Ηδη κρίσιμα υποσυστήματα της πολιτείας δυσλειτουργούν ή καταρρέουν: νοσοκομεία, σχολεία, βρεφονηπιακοί σταθμοί, ασφαλιστικοί οργανισμοί, εφορίες, δικαστήρια…

Η βίαιη πληβειοποίηση της απέραντης μικρομεσαίας τάξης με οριζόντιες περικοπές, χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς αναβαθμούς και δικλίδες ασφαλείας, διαμορφώνει ψυχισμούς πανικόβλητης αγέλης και διάχυτης βίας, εκτρέφει βαθύτατη δυσπιστία ή και αποστροφή προς τους θεσμούς, στρέφει τα πληττόμενα στρώματα σε πρακτικές αυτοδικίας, καθιστά βαθμιαία τον δημόσιο χώρο πεδίο συγκρούσεων συμμοριών.

Η αποκαρδιωτική εικόνα της διοικούσας τάξης, με τα αλληλοκαρφώματα, τις ομηρίες, τη χυδαιολογία και τα σκάνδαλα, την καταρράκωση θεσμών και τον κανιβαλισμό προσώπων, δεν εμπνέει την παραμικρή εμπιστοσύνη στους διοικούμενους. Πολύ περισότερο, που και οι ξένοι ηγέτες επισημαίνουν διαρκώς την αδικία ή και την ανηθικότητα του εγχώριου συστήματος. Απουσιάζει ολοσχερώς η πίστη. Κανείς δεν πιστεύει ότι οι θυσίες θα πιάσουν τόπο. Κανείς δεν πιστεύει σε τίποτε. Ακόμη και η γενική απεργία, πίσω από την οργή, απέπνεε απογοήτευση και πίκρα.

Παγωμένη σιγή απλώνεται στη χώρα. Αναμονή με σφιγμένα δόντια. Αρχισε τον Φεβρουάριο, μετά την ψήφιση στη Βουλή του δεύτερου Μνημονίου, συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των δύο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων και διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Φυσιολογικά: οι άνθρωποι κουράστηκαν να διαμαρτύρονται, να αμύνονται, συχνά να συγκρούονται, να ανησυχούν διαρκώς, να βυθίζονται στην κατάθλιψη. Το καλοκαίρι πρόσφερε την αναγκαία ανάπαυλα για ξεκούραση και ανασύνταξη, για σκέψη και οργάνωση στρατηγικών επιβίωσης σε ένα μέλλον που διαγράφεται ζοφερό μετά βεβαιότητος.

Το φετινό καλοκαίρι ήταν βαρύ, τα κύματα καύσωνος παρατεταμένα και διαδοχικά· με τον τρόπο του, υπενθύμιζε ότι όλα βαραίνουν, όλα αλλάζουν βαθιά, πολύ βαθιά, και όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλη την Ευρώπη. Δεν είναι μια περιοδική κρίση, μια παροδική ύφεση, που αντιμετωπίζεται με διορθωτικές κινήσεις και τεχνικά οικονομικά μέτρα. Είναι κρίση δομική, που πλήττει τον πυρήνα του μοντέλου παραγωγής και του μοντέλου διακυβέρνησης. Κατά τούτο είναι κρίση πολιτικής, υπό την έννοια ότι αναδιατάσσονται βίαια η πολιτική πράξη και η πολιτική σκέψη, γκρεμίζονται οι προσδοκίες και η αυτονόητη κανονικότητα που όριζε τους βίους εκατομμυρίων ανθρώπων σε ανεπτυγμένες δημοκρατικές χώρες της Δύσης. Και στον πυρήνα της συντελείται βεβαίως μια βίαιη αναδιάταξη σχέσεων κυριαρχίας. Η αχαλίνωτη, αρρύθμιστη επέκταση της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας, ιδίως στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, εξελίσσεται πλέον εις βάρος των κρατών, των κοινωνιών και εντέλει εις βάρος της δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στον δυτικό κόσμο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι διαπιστώσεις αυτές, οπωσδήποτε γενικευτικές, πηγάζουν δυστυχώς από την καθημερινή εμπειρία. Ιδίως στην Ελλάδα, που επλήγη πρώτη και με ιδιαίτερη σφοδρότητα από τη Μεγάλη Υφεση και την κρίση χρέους, έχουμε το θλιβερό προνόμιο να παρακολουθούμε από πρώτο χέρι, πάνω στο σώμα μας, τον ραγδαίο μετασχηματισμό: τη δραματική μείωση των εισοδημάτων, την ερήμωση της οικονομίας, την καλπάζουσα ανεργία, την απόγνωση των νέων, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την πληβειοποίηση των κατώτερων και των μικρομεσαίων στρωμάτων· τέλος, την εξαθλίωση των περιθωριακών ομάδων να απλώνεται και να τρομοκρατεί τους πάντες σαν προεικόνιση κοινού μέλλοντος.

Ακριβώς αυτή η εξαθλίωση, περιορισμένη ακόμη σε μειονοτικές ομάδες πληθυσμού, είναι ένα όριο συναγερμού. Το άλλο όριο είναι η περιστολή των δημοκρατικών λειτουργιών και η περιστολή των ελευθεριών στο όνομα της οικονομικής ανάγκης. Και οι δύο συναγερμοί έχουν σημάνει. Μπορεί η υλική εξαθλίωση να είναι περισσότερο ευδιάκριτη και αισθητή, εντούτοις το ίδιο επικίνδυνη για τον κοινωνικό βίο είναι και η ηθική παρακμή και η αναδυόμενη δυσπιστία προς τη δημοκρατία εξαιτίας ανίκανων, φαύλων ή επίορκων λειτουργών της δημοκρατίας. Μια τέτοια ηθική και πολιτική αποσάθρωση, εφόσον δεν ανασταλεί, μπορεί να οδηγήσει αφενός σε συμμοριοποίηση του κοινωνικού χώρου, αφετέρου σε αυταρχισμό στο πολιτικό πεδίο.

Δυστυχώς, στην πράξη αλλά και στον λόγο των εκλεγμένων κυβερνώντων και των ηγετικών ελίτ διακρίνεται, όλο και εντονότερα, μια διαρκής υποχώρηση και ηττοπάθεια: ο όγκος των προβλημάτων τους καταπλακώνει, συμπεριφέρονται σαν να αδυνατούν να διαχειριστούν τα προβλήματα, σαν να περιμένουν από τον ξένο παράγοντα να υπαγορεύει διαρκώς μέτρα, τρόπους, λύσεις, τεχνικές. Ολα έρχονται απέξω: σκέψη, στρατηγική, πολιτικές οδηγίες – και ρευστότητα σαν κορτιζόνη στον αναίσθητο ασθενή.

Δυόμισι χρόνια τώρα, η εγχώρια ηγεσία έχει χάσει κάθε κύρος και αξιοπιστία, εντός και εκτός. Και έχει αποτύχει να αποκαταστήσει στοιχειωδώς το αίσθημα δικαίου. Την ίδια ώρα, όμως, παρατηρούμε ότι εξελίσσεται με αμείωτη ένταση μια λαφυραγωγία επί των άδηλων πόρων και των φανερών ερειπίων, είτε με τη διαιώνιση του καρκινογόνου κομματικού κράτους είτε με μαζικές, βιαστικές και τελεσίδικες εκχωρήσεις δημόσιων αγαθών, χωρίς να εντάσσονται σε ένα ανακοινωμένο σχέδιο. Επιπλέον, τρομάζει πλέον η εικόνα που εκπέμπεται από τους κυβερνώντες, από τα λόγια και τα έργα τους: συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν καμία αίσθηση της πραγματικότητας, των αντοχών και των ορίων της κοινωνίας. Σαν να θεωρούν ότι η κατάρρευση είναι μακριά ακόμη, ότι «δεν γίναμε ακόμη Αργεντινή», σαν να ροκανίζουν τον χρόνο έως ότου μεταστραφεί η Ευρώπη και επέμβουν οι ξένοι και μας σώσουν με ένα Ναυαρίνο. Οικτρός τακτικισμός και εθελοτυφλία.

Δεν υπάρχουν λύσεις εύκολες ή ανώδυνες. Ούτε τοπικές. Θα βυθιστούμε κι άλλο. Και θα αρχίσουμε να αναδυόμαστε μόνον εφόσον αναδειχτούν νέοι ηγέτες, νέες ιστορικές στοχεύσεις, νέα συλλογική αφήγηση και ανανεωμένοι δεσμοί συνοχής.

H ύφεση και η ανεργία, που τόσο δοκιμάζουν τους Ελληνες, απειλούν πλέον με κοινωνικές ρήξεις και τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κοινωνικοπολιτική κρίση προβάλλει με άλλοτε άλλη σφοδρότητα σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, ακόμη και στην ηγεμονική Γαλλία, όπως φάνηκε με την απόφαση της Πεζώ-Σιτροέν για οκτώ χιλιάδες απολύσεις.

Στη φιλειρηνική Ισπανία η τεράστια ανεργία αντιμετωπίζεται με επιπλέον λιτότητα και πλαστικές σφαίρες κατά των απεργών ανθρακωρύχων στις Αστούριες. Η κλιμάκωση βίας ειδικά στις Αστούριας θυμίζει στους Ισπανούς ότι από εκεί ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος το 1934, και εκεί η φρανκική δικτατορία προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταστείλει βίαια την πρώτη μεταφρανκική γενική απεργία το 1962.

Η οικονομική κρίση του 2008 τώρα δείχνει τις πραγματικές διαστάσεις της και τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις της. Προφανώς δεν ήταν μια κρίση ρευστότητας και προφανώς δεν μπορεί να αντιμεμετωπιστεί με ενέσεις ρευστότητας και δημοσιονομική πειθαρχία. Η καθυστερημένη και δειλή αντιμετώπιση, χωρίς ριζικά νέα στρατηγική, χωρίς ιστορική προοπτική, πυροδοτεί αλυσιδωτές κοινωνικές ρήξεις, με άγνωστη συνέχεια, τόσο στο εσωτερικό των εθνών-κρατών όσο και στους κόλπους της ήδη κλονισμένης Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Οι εθνικές και ευρωπαϊκές ηγεσίες φαίνονται αδύναμες να συλλάβουν την ιστορική κρισιμότητα της συγκυρίας, και πιέζουν αλυσιτελώς τους λαούς προς διαρκείς θυσίες και καθολική υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης, χωρίς διέξοδο, χωρίς ελπίδα, χωρίς όραμα για ένα βιώσιμο μέλλον. Χωρίς πειστικό σχέδιο για, κοπιώδη έστω, μετάβαση σε μια νέα κατάσταση ισορροπίας.

Η όλη κατάσταση δείχνει μια Ευρώπη κουρασμένη και παρηκμασμένη, χωρίς προορισμό, που χάνει τον βηματισμό της και υστερεί έναντι των νέων υπερδυνάμεων BRICS. Το κυριότερο: μεταξύ ηγεσιών και λαών ανοίγεται ένα άκρως επικίνδυνο χάσμα, διαρκώς διευρυνόμενο από την αμοιβαία δυσπιστία, την απουσία συνεκτίμησης των κινδύνων, και από μια καινοφανή διαδικασία πληβειοποίησης λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων.

Η εντυπωσιακή αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη αποτυπώνει τον σπασμό ενός κοινωνικού σώματος πληγωμένου και έμφοβου που μετασχηματίζεται βίαια. Οι εκλογές διεξάχθηκαν σε φόντο οικονομικής και και κοινωνικής καταστροφής: 21% άνεργοι, ένας στους δύο νέους άνεργος, 18% του ΑΕΠ χαμένο από την αρχή της κρίσης. Η αριθμητική είναι απλή: πόσες ψήφοι απελευθερωμένες ή απεγνωσμένες αντιστοιχούν στο 1,1 εκατομμύριο των καταγεγραμμένων ανέργων; Είναι ακριβώς οι ψήφοι που συνέτριψαν τον κυρίαρχο δικομματισμό της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ψήφοι που κατευθύνθηκαν στην Αριστερά πρωτίστως, αλλά και στον νεοπαγή ποπουλισμό της Πάνω Πλατείας και στους μελανοχίτωνες νεοναζί, μια άγρια συμμορία που διεκδικεί τώρα από τη Δημοκρατία βουλευτική ασυλία.

Το Βερολίνο και οι Βρυξελλες μετέτρεψαν απερίσκεπτα την Ελλάδα σε πεδίο πειραματισμών για την εφαρμογή συνταγών εσωτερικής υποτίμησης προς αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και των ασυμμετριών της ευρωζώνης. Πίεσαν αφόρητα τα ελληνικά αστικά κόμματα· πρώτα, το ΠΑΣΟΚ, που υπέκυψε αμαχητί, και, μετά την καθαίρεση του Γ. Παπανδρέου, τη ΝΔ. Η κατάληξη ήταν η καταστροφή τους. Ο λαός, σοκαρισμένος από μια διετή πληβειοποίηση χωρίς καν υπόσχεση ανάσχεσης, βγήκε στους δρόμους πολλές φορές και αποσύρθηκε ηττημένος― εντέλει αντέδρασε με το τελευταίο όπλο του: διέσπειρε την ψήφο του σε πολλά μικρά μερίδια, τιμωρώντας κυρίως τον δικομματισμό, τον ίδιο που τόσα χρόνια ψήφιζε από ιδιοτέλεια και αδράνεια.

Ο μεγάλος νικητής είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι αξιωματική αντιπολίτευση υπερτριπλασιάζοντας το ποσοστό του και υπερσκελίζοντας το ΠΑΣΟΚ. Η εκλογική του επίδοση ίσως αποτελέσει τη μήτρα για μια νέα αριστερόστροφη παράταξη, η οποία θα καταλάβει τον χώρο που καταλείπει το συστημικό ΠΑΣΟΚ. Στο κλείσιμο ενός νέου ιστορικού κύκλου, που αρχίζει το 1944-45, η αριστερά αποσπάται από τη συνθήκη της ήττας και του κομπάρσου και διεκδικεί θέση στην κεντρική σκηνή. Η ευθύνη είναι βαριά ασφαλώς και ενώπιον εθνικού ακροατηρίου ο λόγος και η πράξη του θα στρογγυλέψουν και θα αποκτήσουν βάρος.

Η εκλογική αποτύπωση της 6ης Μαΐου αποτελεί το πρελούδιο ενός μείζονος κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού, στην Ελλάδα οπωσδήποτε, αλλά και στην Ευρώπη, που παρακολουθεί με προσοχή τα συμβαίνοντα στο μελλοντολογικό εργαστήριο του Νότου. Η Ελλάδα προβάρει την Ιστορία του 21ου αιώνα.

Με τεταμένη προσοχή, με φόβο για τα χειρότερα και προπάντων με καρτερία οι Ελληνες πολίτες παρακολούθησαν τις πολιτικές εξελίξεις τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Από την εξαγγελία της ευρωπαϊκής συμφωνίας για κούρεμα του ελληνικού χρέους έως την νύχτα των Καννών και την πτώση του Γιώργου Παπανδρέου, με κατάληξη τη χθεσινή συμφωνία ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στο πρόσωπο του Λουκά Παπαδήμου για την πρωθυπουργία της μεταβατικής κυβέρνησης. Η οχλαγωγία των μαζικών μέσων, οι πονηρές διαρροές, η φημολογία και η πρωτοφανής δυστοκία του πολιτικού συστήματος να παράσχει μια κάποια κυβερνητική λύση στη χώρα κυριάρχησαν, παρέχοντας έτσι μια πρόγευση για το μέλλον του κοινοβουλευτικού βίου εν Ελλάδι.

Με ύφεση καλπάζουσα στο 5,5% εφέτος και αισιόδοξη πρόβλεψη για 2,5% το 2012, με ανεργία 18,4% τον τουριστικό Αύγουστο και έναν στους δύο νέους 15-24 ετών εκτός εργασίας, η μεταβατική κυβέρνηση Παπαδήμου έχει εξαιρετικά δύσκολο έργο μπροστά της. Παρότι η προσοχή στράφηκε στην εκβιαστική 6η δόση, στη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου και στην απειλούμενη θέση της χώρας στην ευρωζώνη, το πεδίο όπου θα κριθεί η αποτελεσματικότητα της νέας κυβέρνησης είναι η κοινωνία, η ήδη εξουθενωμένη από περικοπές εισοδημάτων και βαριά φορολογία. Η κοινωνία περιμένει να πάρει μια ανάσα από τον καταιγισμό φτώχειας, που συνόδευσε την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου. Για πολλούς, η ζωή είναι ήδη δυσχερής ή οριακή, εφόσον βέβαια παραμένουν εντός εργασίας, αλλά θα ήταν ευτυχείς αν σταματούσε εδώ η εσωτερική υποτίμηση, που πλήττει κυρίως μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους και μικροϊδιοκτήτες. Μπορεί όμως να αναστραφεί ο δαιμονικός κύκλος της ύφεσης; Προφανώς ούτε ο έμπειρος οικονομολόγος κ. Παπαδήμος είναι σε θέση να απαντήσει, πολύ περισσότερο να δώσει μια λύση ταχείας εξόδου.

Δεν υπάρχει ταχεία έξοδος από την κρίση. Κυρίως, δεν υπάρχει οικονομική συνταγή για την οικονομική κρίση. Η Ευρώπη βυθίζεται σε κρίση πολιτική. Τα συμβαίνοντα στη μικρή Ελλάδα, το πειραματόζωο, μοιάζουν εκπληκτικά με τα συμβαίνοντα στη μεγάλη Ιταλία: η κρίση χρέους οδηγεί στο όριο θραύσεως, σχεδόν σε κατάρρευση, το κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο αδυνατεί να διαχειριστεί, πόσω μάλλον, να αναχαιτίσει τις επιθετικές αγέλες των αγορών. Στην παρούσα φάση φαίνεται να κερδίζει τις μάχες η χρηματοπιστωτική βιομηχανία, επιβάλλοντας τη βούλησή της και τα εργαλεία της στις ασθενείς δημοκρατίες. Η δημοσιονομική πειθαρχία ωστόσο, έτσι όπως εφαρμόζεται στις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, απειλεί με ισοπέδωση τα μεσοστρώματα, δηλαδή τη σπονδυλική στήλη της Ευρώπης· απειλεί με βίαιο μετασχηματισμό τις κοινωνίες, και μάλιστα ερήμην τους, χωρίς καν ασφαλιστικές δικλίδες: σε κατάσταση εξαίρεσης, παρακάμπτονται διαδικασίες νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, δημιουργούνται de facto εξωκοινοβουλευτικά κέντρα ισχύος, υποβαθμίζεται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αυτή είναι η αναδυόμενη απειλή για την Ευρώπη της κρίσης, κι είναι η άλλη όψη της φτώχειας και της πληβειοποίησης.

Η κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, που συμφωνήθηκε χθες, έδωσε τέλος στην αγωνία των τελευταίων ημερών: δεν πάμε στην Ανατολή και στη δραχμή, τουλάχιστον όχι τώρα. Τα διεθνή ΜΜΕ ήδη ταξιδεύουν για Ιταλία, στον κυρίως όγκο της χιονοστιβάδας ευρωπαϊκού χρέους. Μένουμε μόνοι, ενώπιον της δανειακής σύμβασης, για την οποία ξέρουμε ελάχιστα, με μια εξαρθρωμένη χώρα κι ένα κουρασμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο με την ψυχή στα δόντια θα παλέψει να υπάρξει υπό επιτροπεία, μέσα σε μια κοινωνία όλο και πιο φτωχή, όλο και πιο καχύποπτη. Θα προσπαθήσει να κυρώσει τη συμφωνία και τα παρελκόμενά της, να αποσπάσει την περίφημη 6η δόση, να συντάξει προϋπολογισμό και να οδηγήσει της χώρα σε εκλογές.

Η χθεσινή μέρα εσήμανε το τέλος της κυβέρνησης Παπανδρέου, αλλά όχι και το τέλος του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Το εφτάψυχο ΠΑΣΟΚ αντί να πτοηθεί από το χάος που προκάλεσε εντός και εκτός συνόρων το δημοψήφισμα του γνησίως χαοτικού αρχηγού του, το εκμεταλλεύτηκε και  επέζησε. Ακριβώς στο οριακό σημείο, στο σημείο θραύσεως της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του, όταν θα έπρεπε να κυρώσει επαχθείς όρους του δευτέρου Μνημονίου και να λάβει νέο κύκλο επώδυνων μέτρων, απέσεισε μέρος της ευθύνης του και το εναπόθεσε στους ώμους της Νέας Δημοκρατίας. Ο Αντώνης Σαμαράς, δεχόμενος αφόρητες πιέσεις για την αντιμνημονιακή του στάση, εντός και εκτός Ελλάδος, υπέκυψε και συναίνεσε για μια μεταβατική κυβέρνηση. Δεν μπόρεσε να αγνοήσει τον διάχυτο φόβο του κόσμου για άτακτη χρεοκοπία. και δεν μπόρεσε, καθώς φαίνεται, να επιβάλει την αρχική του ελάχιστη ατζέντα, που θα περιόριζε τη φθορά του και θα έφερνε γρήγορη κάλπη.

Το κλίμα που διαμορφώθηκε μετά την νύχτα των Καννών ήταν τρομοκρατικό: Μέρκελ-Σαρκοζί απείλησαν ουσιαστικά με αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την Ε.Ε., κάτι που για τους κατάκοπους και ήδη φοβισμένους Ελληνες ισοδυναμεί με πολιτισμική κατάρρευση, πλάι στην ήδη βιωμένη φτώχεια και πληβειοποίηση. Η εθνική ταπείνωση των Καννών πυροδότησε μνήμες υπανάπτυξης και υποτέλειας, αλλά κι έναν ζωώδη φόβο: ο αποσυνάγωγος των αγορών μετατρέπεται σε παρία της Ευρώπης. Στην επώδυνη υλική εμπειρία του 2010-11 και την ανασφάλεια για το μέλλον προστέθηκε το λαβωμένο φαντασιακό. Θα τις θυμόμαστε αυτές τις ώρες, ιδίως τη νύχτα των Καννών.

Το δεύτερο Μνημόνιο φιλοδοξεί να ρυθμίσει τον οικονομικό-πολιτικό βίο σε βάθος δεκαετίας. Σύμφωνα με όσα είδαμε από το πρώτο Μνημόνιο, το σοκ θα συνεχιστεί και η κοινωνία θα συνεχίσει να αντιδρά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεν γνωρίζουμε πώς και πόσο θα ισχύσει το Μνημόνιο, πώς θα επιζήσει το ευρώ, πόσο θ΄ αντέξουν Ιταλία και Ισπανία. Για την Ελλάδα πάντως ξέρουμε ότι από σήμερα αρχίζει το τέλος των μεγάλων αστικών κομμάτων και της κυριαρχίας τους, όπως την ξέραμε από το ’74. Καθώς θα μετασχηματίζεται η κοινωνία του Μνημονίου και θα τήκονται τα υπάρχοντα μεσοστρώματα, θα αναδύονται νέα κοινωνικά υποκείμενα, με νέα αυτοσυνείδηση, νέες ανάγκες, που θα αναζητούν άλλους φορείς πολιτικής έκφρασης. Ούτε καλύτερους ούτε χειρότερους, απλώς άλλους.

Οι κινητοποιήσεις των ταξιτζήδων τον τελευταίο καιρό έκαναν γνωστό τον πρόεδρό τους Θύμιο Λυμπερόπουλο και το άκρως επιθετικό του στυλ, με τις αποστροφές «θα πεθάνουμε όλοι», «θα τον λιώσω» κ.ο.κ. Αυτό που δεν γνώριζε ο πολύς κόσμος είναι ότι ο κ. Λυμπερόπουλος, τον οποίο διέγραψε προχθές από τη Νέα Δημοκρατία ο Αντώνης Σαμαράς, ήταν αναπληρωτής τομεάρχης Μεταφορών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η παρουσία αυτού του ανθρώπου, με το συγκεκριμένο πολιτικό ήθος, μας δείχνει ανάγλυφα μία από τις όψεις του τρομακτικού πολιτικού προβλήματος που συγκλονίζει τη χώρα: την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού.

Υπάρχουν πολλοί σαν τον κ. Λυμπερόπουλο στα κόμματα, και εκατοντάδες άλλοι πολύ χειρότεροί του, είτε κατά την ποιότητα λόγου, σκέψης και πράξεων είτε κατά τον βαθμό εξάρτησής τους από εξωθεσμικά κέντρα είτε κατά τη φαυλότητα και ανικανότητα. Το διαπιστώνει εύκολα κανείς, παρατηρώντας ποιοι συνθέτουν τις κοινοβουλευτικές ομάδες, κι ακόμη περισσότερο όταν ακούσεις προσεκτικά τι λένε, στη Βουλή ή στα μήντια: αφόρητες κοινοτοπίες, ξύλινα λόγια, κενολογία, στόμφος, ατάκες, ευφυολογήματα, θραύσματα παροιμιών, ασυναρτησίες.

Σε μια μεγάλη παρέα πρόσφατα, αφού ακούσαμε λόγους πολιτικών ηγετών, αναρωτηθήκαμε: Υπάρχει Ελληνας πολιτικός σήμερα που να γνωρίζει ποιος είναι ο Νίκος Καρούζος, ο Χρήστος Καρούζος, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Τάκης Παπατσώνης; Δύο απ’ αυτούς μάλιστα υπήρξαν κορυφαίοι δημόσιοι λειτουργοί. Μελαγχολικά καταλήξαμε ότι μάλλον ελάχιστοι τους έχουν ακούσει σαν ονόματα, σίγουρα κανείς δεν τους έχει διαβάσει. Συνάγεται αβίαστα από την ποιότητα του λόγου, από την ανυπαρξία αναφορών, λες κι ένα τεράστιο ρήγμα χωρίζει τους σημερινούς πολιτικούς άνδρες από όλη τη λόγια και δημώδη παράδοση του νεότερου ελληνισμού. Εξ ου και η έκπληξη (αλλά και η χλεύη!) των δημοσιολογούντων όταν ακούστηκαν στίχοι του Αρ. Βαλαωρίτη από τον βουλευτή Π. Κουρουμπλή και στίχοι του Οδ. Ελύτη από τον Αντώνη Σαμαρά.

H κρίση μεγέθυνε τις αδυναμίες και απογύμνωσε τους πολιτικούς, τους έδειξε όπως είναι: λίγους, αδύναμους, ανεπαρκείς. Ελάχιστοι διασώζονται, κι αυτοί δεν είναι αρκετοί να αλλάξουν τη συνολική εικόνα ή να αλλάξουν τον ρουν των εξελίξεων. Το ζήτημα όμως τώρα δεν είναι να ελεεινολογήσουμε το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, αλλά να αναρωτηθούμε, αφενός, γιατί τους εξέλεγε επιμόνως ο ελληνικός λαός, τόσα χρόνια, αφετέρου, ποια είναι η προοπτική εφεξής, τι μπορεί να ανοικοδομηθεί επί των ερειπίων του παλιού κόσμου.

Η απάντηση αναπόφευκτα στρέφεται στην πελατειακή σχέση ψηφοφόρου-πολιτικού, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από καταβολής του ελληνικού κράτους. Είναι μια ισχυρή εξήγηση, αλλά δεν είναι αρκετή. Η πελατειακή σχέση ισχύει και σε άλλες χώρες, με άλλες μορφές, και πάντως είναι σύμφυτη του κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Υπό μία έννοια μάλιστα είναι και φυσιολογική: ο εντολέας περιμένει συνέπεια από τον εντολοδόχο, συνέπεια λόγων και πράξεων, εκπλήρωση υποσχέσεων. Το προέχον είναι η ποιότητα των εντολοδόχων και η ποιότητα των συνομολογήσεων.

Στον πολιτικό βίο της Μεταπολίτευσης παρατηρήσαμε μια σταθερά αυξανόμενη εξαχρείωση των προσώπων και των συνομολογήσεων, που έφτασε στη διάλυση του κράτους και στη διάχυση μιας πολιτικής κουλτούρας παρασιτισμού, απαξίωσης του δημόσιου χώρου, εκχώρησης της πολιτικής ισχύος σε εξωθεσμικά κέντρα και σε φαύλους διαμεσολαβητές. Την πρώτη ευθύνη τη φέρουν ασφαλώς οι εντολοδόχοι, οι αιρετοί, αλλά δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι παραθεσμικοί παράγοντες, όπως επίσης και οι ίδιοι οι πολίτες που εθελουσίως έθεσαν εαυτούς σε ένα ιδιότυπο status πολιτικού ανδραπόδου. Η καθυστέρηση των παραγωγικών δομών και η παρασιτική οικονομία ήρθε ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής της αμοιβαίας εξαχρείωσης: οι πολιτικοί και οι κρατικοδίαιτοι διαπλεκόμενοι εσκεμμένως δεν προήγαγαν τον ουσιώδη εκσυγχρονισμό της οικονομίας· οι φεουδαρχικές δομές υπηρετούσαν πολύ πιο αποτελεσματικά τις επιδιώξεις κυριαρχίας τους επί των πολιτών-πληβείων. Οι πληβειοποιημένοι, με τη σειρά τους, επέλεγαν την ευκολία ενός διορισμού και όχι τη δοκιμασία μιας εργασίας, κι αν δεν συμμετείχαν σε αυτό το σπιράλ δεν είχαν πολλές δυνατότητες να ενταχθούν αλλιώς στην παραγωγή.

Μεγάλο μέρος του μικρομεσαίου πλήθους δεν βολεύτηκε σε αυτή την εξαχρειωτική δομή. Δημιούργησε εργασίες, επιστήμη, τέχνη, συχνά εναντίον ενός κατάφωρα εχθρικού περιβάλλοντος. Δεν μπόρεσε όμως να αλλάξει τη δομή εξαχρείωσης, δεν μπόρεσε να εισχωρήσει στον ιστό εξουσίας, ακριβώς διότι οι κυβερνώντες αναπαρήγαγαν τους εαυτούς τους και φύλαγαν σθεναρά τις θέσεις. Και στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας η είσοδος, η μύηση, η αναρρίχηση ξεκινούσαν από πολύ νωρίς, από το οικογενειακό περιβάλλον ή απ’ τα σχολικά χρόνια, και εν συνεχεία υπήρχαν ισχυρά φίλτρα καθ’ οδόν προς την κορυφή. Τα κόμματα που έφτασαν την Ελλάδα σε αυτό το σημείο είχαν προ πολλού μετατραπεί σε μηχανισμούς νομέων εξουσίας, οι οποίοι κατανοούσαν την κοινωνία μόνο ως δεξαμενή ψήφων και των οποίων το μόνο μέλημα ήταν η παντί τρόπω πολιτική επιβίωση και ο προσωπικός πλουτισμός – και είναι ακόμη και αυτή τη στιγμή της καταστροφής.

Τι μπορεί να γίνει; Γνωρίζουμε τι δεν πρέπει να γίνει. Τι δεν πρέπει να επαναληφθεί. Γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι του Ancien Regime θα εξαφανιστούν. Από κει και πέρα, όλα είναι ανοιχτά. Σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο, νέα πρόσωπα, νέα υποκείμενα, νέες δυνάμεις θα αναδυθούν. Δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε.

Ο πρώτος Ελληνας αξιωματούχος που μίλησε περί μειωμένης εθνικής κυριαρχίας ήταν ο κ. Βαγγέλης Βενιζέλος, αμέσως μόλις ανέλαβε αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών, τον Ιούνιο 2011. Το τετράμηνο που ακολούθησε, επανέλαβε αυτή την οδυνηρή διαπίστωση, έως και χθες, από το βήμα της Βουλής. Τώρα όμως πολύ πιο κουρασμένος και κατηφής, ηττημένος.

Είναι φανερό και στον πιο αδαή περί τα πολιτικά Ελληνα ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν κυβερνά. Η δημοσιονομική και η εν γένει οικονομική πολιτική πηγάζει από την τρόικα, και μαζί τους και η εργατική και ασφαλιστική-προνοιακή νομοθεσία. Η κυβέρνηση απλώς εκτελεί, με παλινωδίες, δισταγμούς, αντιφάσεις, εκβιάζοντας εαυτήν και αλλήλους. Αυτή η πολιτική, όπως και όσο εφαρμόζεται, μαζί με την συνακόλουθη εφιαλτική ύφεση, οδηγεί με καταιγιστικό ρυθμό σε βίαιη υποτίμηση εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων, ιδιωτικών και δημόσιων, σε τεράστια ανεργία και σε πληβειοποίηση της μεσαίας τάξης.

Το πιο επίφοβο αποτέλεσμα που επιφέρει το σοκ της εσωτερικής υποτίμησης είναι η βίαιη κοινωνική αποδιάρθρωση. Η πληβειοποίηση των εκετενέστατων μεσοστρωμάτων συνιστά μείζονα ιστορικό μετασχηματισμό, τέτοιας εντάσεως που υπονομεύει τα θεμέλια της κοινωνίας, της ειρηνικής συνύπαρξης. Διότι η Ελλάδα απαρτίζεται, σε συντριπτικό ποσοστό, από μεσοστρώματα· ήταν και είναι μια μικρομεσαία θάλασσα. Η υπερχείλιση του χρέους απεκάλυψε τις βαθύτερες δομές της κλεπτοκρατίας, δηλαδή κατέδειξε το δριμύ πολιτικό πρόβλημα, αλλά κατέδειξε επίσης το παραγωγικό κενό. Τώρα εκλείπει βιαίως το εισόδημα, η συνέχουσα ύλη των μεσοστρωμάτων, η τροφοδοτούσα την ευημερία και την απορρέουσα κοινωνική ειρήνη.

Το φαινόμενο, η πληβειοποίηση της μεσαίας τάξης, δεν είναι μόνο ελληνικό, συμβαίνει, με άλλη ένταση, και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ο διακεκριμένος πολιτικός φιλόσοφος John Gray το διατύπωσε ως εξής: «Η μεσαία τάξη συνιστά μια πολυτέλεια την οποία ο καπιταλισμός δεν είναι πια σε θέση να πληρώνει». Η διαπίστωση αυτή εντούτοις ελάχιστα μάς παρηγορεί.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits