Πορφύρα και μίτρα

γεν. 1939, απεβ. 28.01. 2008

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος (κατά κόσμον Παρασκευαϊδης), 64 ετών σήμερα, μεσουρανεί στο ελληνικό στερέωμα από το 1998, όταν εξελέγη επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος από την Ιεραρχία. Βρίσκεται στον θρόνο λιγότερο από πέντε χρόνια, κι όμως η φήμη του αντηχεί σαν να βρισκόταν εκεί τουλάχιστον μια δεκαετία. Ευλόγως. Ο δυναμισμός, η δραστηριότητα και ο χαρακτήρας που επέδειξε σε μια τετραετία τον καθιστούν γνωστό τοις πάσι, και κάτι περισσότερο: οικείο.

Ο Αρχιεπίσκοπος σε ελάχιστο διάστημα ανεδείχθη σε δεσπόζουσα φυσιογνωμία του δημόσιου βίου, σε σημείο που πολλοί τον χαρακτήρισαν «χαρισματικό». Είναι χαρισματικός. Και είναι με έναν τρόπο που είναι προσφιλής και γνώριμος στους Ελληνες της μεταπολίτευσης: με τον τρόπο του Ανδρέα (Παπανδρέου).

Ο λαός τον αποκαλεί κι αυτόν με το μικρό του όνομα, εις ένδειξιν οικειότητος, τον ακολουθεί, ακραγγίζει το ράσο του, τον λατρεύει, κι αυτός αποκρίνεται στο λαό του, κολακεύοντάς τον, κανακεύοντας τον, εμψυχώνοντάς τον, μαστιγώνοντας τους ενάντιους, ορίζοντας ασαφείς εχθρούς, επισημαίνοντας υπαρκτούς και ανύπαρκτους κινδύνους, σφυρηλατώντας ένα φαντασιακό Εμείς που το επιβουλεύονται σκιώδεις Αλλοι.

Είναι χαρισματικός ρήτορας, διότι είναι εκπαιδευμένος και έμπειρος ιεροκήρυκας. Μιλά αργά, μα ζωηρά, ρυθμικά, διαρκώς, χωρίς κομπιάσματα, με καθαρή άρθρωση, χρησιμοποιεί απλό λεξιλόγιο με τα αναγκαία καθαρευουσιάνικα ποικίλματα της εκκλησιαστικής ιδιολέκτου, δεν ξεστρατίζει, μένει στο θέμα του, ανεβάζει τον τόνο όπου πρέπει. Απευθύνεται άμεσα στο φυσικό ακροατήριό του, αλλά ξέρει να προσαρμόζει τον λόγο του και στις ανάγκες της κάμερας που πάντα παραμονεύει. Οταν μιλά δημοσίως, μιλά σαν λαϊκός ηγέτης: είναι πατερναλιστικός, παραινετικός, καθησυχαστικός. Ολα είναι υπό έλεγχον, και όσα δεν είναι θα τεθούν σύντομα· η αλήθεια είναι μία και την γνωρίζουμε όλοι εμείς, όσοι δεν την γνωρίζουν μπορούν να την πάρουν από εμάς, κι αν δεν θέλουν, κακό του κεφαλιού τους.

Ο Μακαριώτατος εμφανίστηκε βέβαιος και furioso, ηγέτης και πατερούλης, σε μια εποχή που η Ελλάδα πορευόταν χωρίς ισχυρές βεβαιότητες, χωρίς θέρμη και πίστη, και κυρίως χωρίς λαμπερούς ηγέτες. Η πρώτη του δημόσια εμφάνιση, άμα τη στέψει, συνοδεύτηκε από σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Κων. Σημίτη, ο οποίος δεν παρέστη στην παναθηναϊκή τελετή υποδοχής του νέου προκαθημένου στην πλατεία Συντάγματος. Η υφέρπουσα αντίθεση έλαβε έκτοτε πολλές μορφές και εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση για το θέμα των ταυτοτήτων.

Ανασκοπώντας τώρα την πενταετία Χριστόδουλου-Σημίτη, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένες πτυχές που δείχνουν την προσωπικότητα του ανδρός. Την πρώτη διαπίστωση, προϋπόθεση για τις υπόλοιπες, ήδη την αναφέραμε: ο ορμητικός ιεράρχης εμφανίστηκε σε εποχή λειψανδρίας και έλαμψε αμέσως. Επικεφαλής της Εκκλησίας, ενός μη κυβερνητικού οργανισμού με μακρά ιστορία, περίπλοκα προνόμια και βαθιές ρίζες στην κοινωνία, ο δυναμικός και φιλόδοξος αρχιεπίσκοπος βρέθηκε αντίκρυ σ’ έναν πολιτικό ηγέτη, τον πρωθυπουργό Κ. Σημίτη, που εξ ιδιοσυγκρασίας ήταν μετριοπαθής, και εκ θέσεως ήταν δέσμιος των παλαιών λαϊκο-σοσιαλιζόντων αρχών του κόμματός του αλλά και των νεότερων εκσυγχρονιστικών εξαγγελιών του. Ο αρχιεπίσκοπος παραλάμβανε μια παράδοση οικονομίας και λούφας: ο προκατόχος του Σεραφείμ επεβίωσε καθεστώτων και πολιτικών κλυδωνισμών λέγοντας λίγα και πράττοντας εν σιωπή. Ο κ. Χριστόδουλος ήταν εκ διαμέτρου άλλη προσωπικότητα, μα και ο καιρός ήταν άλλος: σε καμία περίπτωση δεν θα κρυβόταν στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο καταυθύνοντας απλώς τις εκλογές νέων μητροπολιτών. Ο νέος ηγέτης ήταν φτιαγμένος για την εποχή της τηλεόρασης, της επικοινωνίας, της αέναης κυκλοφορίας εικόνων και λόγων. Ηταν επίσης φτιαγμένος για να παίξει στα ίσια το παιχνίδι της εξουσίας. Όπως το είπε ένας ευνοημένος μητροπολίτης του: «Πριν τον Μακαριώτατο, ο κόσμος μάς μούτζωνε. Τώρα μάς λογαριάζει…»

Ο Μακαριώτατος ανέλαβε να εκσυγχρονίσει την Εκκλησία της Ελλάδος σφραγίζοντας τον κουρασμένο οργανισμό με την προσωπικότητά του. Το επιφανειακά παράδοξο είναι ο εκσυγχρονισμός της Εκκλησίας κατά Χριστόδουλο επιεχειρήθηκε σε αντιδιαστολή με τον εκσυγχρονισμό του κράτους κατά Σημίτη. Εκεί όπου ο πρωθυπουργός επεκαλείτο και εκπροσωπούσε―στα λογια τουλάχιστον― τον «δυτικού τύπου» εκσυγχρονισμό, ο Αρχιεπίσκοπος φάνηκε να υπερασπίζεται τον παραδοσιακό ελληνοχρισταινισμό. Φράγκοι εναντίον Ελληναράδων; Οχι ακριβώς, παρότι έτσι φάνηκε. Ο κ. Σημίτης εξέφραζε το «νέο» ΠΑΣΟΚ, την αγωνία των στελεχών του να απαλλαγούν από τη μαγγανεία του αείμνηστου Τιμονιέρη και την ανάγκη της «νέας» ισχυρής Ελλάδας να φτιάξει νέα τζάκια και νέες μπίζνες. Ο κ. Χριστόδουλος εξέφραζε το παλαιό ΠΑΣΟΚ, τους μικρομεσαίους που τους ξεπερνούσε ο καιρός και το κόμμα του Χρηματιστηρίου, τους μη προνομιούχους που τους πάγωνε το χαμόγελο του Γιάννου και η αριθμητική του Χριστοδουλάκη. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν ήταν μόνο ρητορικός κλώνος του Ανδρέα, μα εκπροσωπούσε και τον κόσμο που έπεισε και παρέσυρε ο Ανδρέας· ήταν ένας διαθλασμένος κατοπτρισμός του παλαιού Πασόκ.

Αυτή η συγκυρία, συνδυασμένη με την προσωπική γοητεία, τη ζωτικότητα, το ταμπεραμέντο, την μηντιακή δεξιοτεχνία, έναν εξωστρεφή ναρκισσισμό, οδήγησαν τον Αρχιεπίσκοπο να γράψει αλλεπάλληλες πρωτιές στις μετρήσεις δημοτικότητας, ξεπερνώντας όλους τους πολιτικούς. Επιπροσθέτως, ο δημοφιλής Μακαριώτατος, ιερωμένος βγαλμένος από τα σπλάχνα της ελλαδικής εκκλησίας, επί επταετία γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, πετυχημένος επίσκοπος στον Βόλο, γνώριζε άριστα τους μηχανισμούς, τις νοοτροπίες, τα κενά και τις καθυστερήσεις του οργανισμού που εκλήθη να διοικήσει. Γνωρίζει ποιοι ιεράρχες είναι εγγράματοι και ποιοι αγράμματοι· ποιοι επικίνδυνοι και ποιοι αδιάφοροι, ποιοι είναι υπερήλικες ανίσχυροι, ποιοι φιλόδοξοι, ποιοι ανερχόμενοι. Δεινός τακτικιστής εξουδέτερωσε εύκολα τις αντίθετες φωνές, ανανέωσε τους εκκλησιαστικούς μηχανισμούς στελεχώνοντάς τους με δικούς του ανθρώπους, και συνήψε τακτικές συμμαχίες εντός και εκτός εκκλησίας. Κυρίως: ανέλαβε ο ίδιος να είναι και κυβερνήτης και κυβερνητικός εκπρόσωπος, και ανήγαγε την επικοινωνία σε στρατηγικό όπλο και αυτοσκοπό ― ως προς την «επικοινωνιομανία» είναι ταυτόσημος με τις στρατηγικές επιλογές του Μεγάρου Μαξίμου.

Κατά τη μεγάλη σύγκρουση των ταυτοτήτων, ο Αρχιεπίσκοπος επιστράτευσε κάθε επικοινωνιακό τρόπο: χειραγώγηση συναισθήματος, ερεθισμό των εθνικοπατριωτικών αντανακλαστικών, υποκίνηση φόβων, επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απειλές σύρραξης, λαοθάλασσες με λάβαρα, δικέφαλους και κομποσχοίνια. Στον πολιτικό χειρισμό εκείνης της συγκυρίας, παρά την αναμφίλεκτη επίδειξη ισχύος, φάνηκαν τα όρια της χριστοδούλειας πολιτικής: οι φαραωνικές εξέδρες της Θεσσαλονίκης και του Συντάγματος έδειξαν μια σοβιετικού τύπου παράταξη δεσποτάδων, μαυροντυμένων και άτεγκτων, οιονεί αγιατολάχ, που διεκδικούσαν εντέλει μερίδιο στην κοσμική εξουσία και όχι στην πνευματική σφαίρα. Ο Μακαριώτατος, τέκνο του οργανωτισμού και της τακτικής, μεθυσμένος από την ακαριαία αποδοχή και την ξέχειλη δημοσιότητα, τα έδωσε όλα για τον χρυσό, και περιφρόνησε το λιβάνι· δεν μπόρεσε να ακούσει τις βαθύτερες ανάγκες του ποιμνίου, τις άρρητες, αλλά και την ενδιάθετη, καίτοι άδηλη και ανεκπλήρωτη, ροπή της εποχής προς την πνευματικότητα και τον εσώτερο βίο. Ναι, συνήγειρε εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς και απειλημένους παρίες, τους κατέβασε στο δρόμο, μάζεψε τις υπογραφές τους. Μία, δύο φορές. Δεν θα ξανακατέβουν. Ο καιρός τους τραβάει αλλού. Ο καιρός δουλεύει εναντίον της τακτικής και του ελιγμού. Ο καιρός δουλεύει υπέρ των αθόρυβων ποιμένων όπως ο Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), ο οποίος δεν αξιώθηκε ποτέ να γίνει μητροπολίτης της ελλαδικής εκκλησίας, όπως δεν έγιναν ποτέ μητροπολίτες στη χώρα τους επιφανείς θεολόγοι σαν τον Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα και τον Αμερικής Δημήτριο Τρακατέλη.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών βλαστάνει στο κράτος των Αθηνών, νοσταλγώντας την αυτοκρατορία και τους πορφυρογέννητους . Φορά βαρύτιμα άμφια, ναρκισσεύεται με πορφυρούς σάκκους και μίτρες αυτοκρατορικές. Πλούσιες πιστές συναγωνίζονται ποια θα του προσφέρει την πιο λαμπρή βασιλική φορεσιά. Συμμαθητές του θυμούνται ότι μικρό παιδί ήθελε να γίνει βασιλιάς. Οταν πρωτοεπισκέφθηκε τη Λάρισα ως αρχιεπίσκοπος, μπήκε στην πόλη με χρυσοποίκιλτη στολή μέσα σε γκρενά Ρολς Ρόις φίλου βιομηχάνου. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο… Και μεγαλοπρεπές. Και ματαιόσπουδο.

Οι επικριτές του βρήκαν ακόμη ότι διατηρεί σχέσεις με ανθρώπους της άκρας Δεξιάς και επηρεάζεται από φαιές προσωπικότητες όπως ο αμερικανόφιλος φοροφυγάς Παναγιώτης Δρακόπουλος, εκδότης παλιότερα του νεοφιλελεύθερου-ορθόδοξου περιοδικού Εποπτεία. Ο Μακαριώτατος δεν απολογείται για τέτοια πράγματα. Οταν μάλιστα ρωτήθηκε για τη δράση του στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας, εκπρόσωπος της Εκκλησίας απάντησε ότι ο Μακαριώτατος τότε μελετούσε…

Ο Μακαριώτατος μελετά ακόμη. Μόνο που άλλαξε αντικείμενο. Τώρα μελετά τρόπους αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, διαπραγματεύεται, παζαρεύει, διεκδικεί· θέλει να χτίσει νέο καθεδρικό ναό, θέλει να χτίσει ξενοδοχείο 5 αστέρων στην καρδιά του Κολωνακίου, θέλει, θέλει… Θέλει να λάμπει και να βασιλεύει, περισσότερο από το να ποιμαίνει και να προσεύχεται. Είναι ηγέτης από φυσικού του και από ροπή. Είναι δεσπότης. Είναι ο Χριστόδουλος. Οι συγκαιρινοί του θα τον θυμούνται σίγουρα· έτσι όπως έχει πορευτεί ώς τώρα, θα έχουν να πουν κάτι για τα ανέκδοτά του, για την ορμή του, τη γοητεία του, τις πολιτικές αψιμαχίες του, τις λαμπρές χειροτονίες, τις κόντρες με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, την καχυποψία του προς την Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση.

Προ καιρού ο Χρ. Γιανναράς έγραψε στην «Καθημερινή» (περίπου, όπως το θυμάμαι): Υπέργηρος ιεράρχης σβήνει ήρεμα εν τιμαίς. Στο κρεβάτι εξομολογείται, σαν να μονολογεί: Καλά πορεύτηκαμε με τον Χριστούλη… Χωρίς πανεπιστήμια, χωρίς τίποτε άλλο, πορευτήκαμε με δόξες και τιμές, με μερσεντές, φτάσαμε στην κορυφή… Δόξα τω Θεώ…

Σε αυτό τον κήπο των εν Χριστούλη γερόντων με μερσεντές βλάστησε ο Αρχιεπίσκοπος, αυτός ο κήπος τον εξέλεξε, σε αυτόν τον κήπο βασιλεύει. Αλλάζει ο κήπος;

περιοδικό VIEW (Καθημερινή της Κυριακής), Απρίλιος 2003