You are currently browsing the tag archive for the ‘Παναγιώτης Κονδύλης’ tag.

Με όλα τα πολιτικά σενάρια εξελισσόμενα, με τη χώρα στη γεωπολιτική μέγγενη δανειστών, εταίρων και γειτόνων, με γενικευμένη αθυμία στο εσωτερικό, με την κοινωνία κατάκοπη και διαιρεμένη ενώπιον ενδεχομένων που απαιτούν πιεστικά αποφάσεις και επειγόντως πράξεις, η σκέψη μας ανατρέχει σε έναν πολιτικό φιλόσοφο ο οποίος ανέλυσε τον καιρό του και ρισκάρισε προβολές στο μέλλον.

«Δεν υπάρχει καμμιά τελειωτική λύση και καμμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει τη βεβαιότητα μιάς ευτυχίας χωρίς κινδύνους.» (Ισχύς και απόφαση, 1991)

Ανατρέχουμε στον Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Μια καίρια επισήμανσή του, μεταξύ πολλών άλλων, για την τύχη του έθνου-κράτους στην πλανητική εποχή, προοικονομεί, 16 χρόνια νωρίτερα, την πρόσφατη ανάλυση του Μαρκ Μαζάουερ (εδώ και εδώ).

«Το ζήτημα δεν είναι αν ‘το έθνος’, γενικά κι αφηρημένα, μπορεί να επιβιώσει ή όχι, αλλά αν τούτο ή εκείνο το υφιστάμενο έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της βιώσιμης πολιτικής μονάδας μέσα στην πλανητική εποχή […] Εθνικά κράτη, τα οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και οικονομική εξάρτηση: Tο αν θα στέρξουν στη μοίρα τους αυτή, ώστε τουλάχιστον με την υποταγή τους σε μιαν ισχυρότερη δύναμη να μην αποκοπούν ολότελα από την πλανητική εξέλιξη, ή αν θα εξεγερθούν εναντίον αυτής της μοίρας, γιατί θεωρούν τον οικουμενισμό των μεγάλων δυνάμεων μέσο επεκτατισμού και εκβιασμού – αυτό δεν θα το αποφασίσει μόνον η ψυχρή λογική του συμφέροντος, αλλά και βαθύρριζα συναισθήματα. Eπίσης, ανοιχτό είναι το ζήτημα αν η εξέγερση εξυπηρετεί καλύτερα τη συντήρηση της παραδοσιακής ταυτότητας από ό,τι την εξυπηρετεί η υποταγή. Γιατί η εξέγερση, αν θέλει να είναι επιτυχής, απαιτεί γρήγορο εκσυγχρονισμό, ενώ η εκούσια υποταγή μπορεί να συνοδεύεται από την ανακαίνιση παραδοσιακών ψευδοπροσόψεων για λόγους ψυχικής υπεραναπλήρωσης και τουριστικής αξιοποίησης (παράδειγμα η σημερινή Eλλάδα).» (4.7.1996, Καθημερινή)

Στην Αθήνα, παραμονές του 2014, επάλληλα και ταυτοχρόνως: εσπρέσο Κεντρικής Αμερικής, νταούλια και ζουρνάδες ισλαμοβαλκάνια, συμφόρηση αυτοκινήτων, συζητήσεις για μέλλον Ευρώπης, θεολογία εικόνας, συναίρεση παράδοσης και συγχρονίας, αυθαίρετα άλματα από τον εβραϊκό μυστικισμό στη μεταμοντέρνα συνθήκη, περιδιαβάσεις στις μητροπόλεις του κόσμου, μικροανατομίες της οικογένειας και των προσωπικών προσδοκιών, διαρκείς επιστροφές στο ρευστό παρόν, στις τροπές του πολιτικού, στο έτος που ανατέλλει, πώς θα είμαστε, πώς ιστορούμε τις ζωές μας. Ολα συμβαίνουν ταυτοχρόνως, σε μια δίνη που νομίζουμε ότι την ορίζουμε εμείς, οι συνομιλητές, αλλά που ουσιαστικά την ορίζουν το περιβάλλον και ο καιρός, ο χώρος και ο χρόνος, σαν να μας αρπάζουν και μας βάζουν στην επιφάνεια ενός στίλβοντος δίσκου μπακιρένιου, κινούμενου γύρω από όλους τους άξονες. Κι εμείς παρ’ όλ’ αυτά ισορροπούμε, σαν ακροβάτες ασκημένοι μέσα από πόνους και αγωνία, εξωτερικά ήρεμοι αλλά με την καρδιά πάντα ν’ αγρυπνά.

Ιδιαίτερη χώρα, ιδιαίτεροι άνθρωποι. Με τον απόηχο του ζουρνά στ’ αυτιά διαβάζω τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά να περιγράφει πώς συνέθεσε την πρώτη μεγάλη μελέτη του για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, «Εξάρτηση και αναπαραγωγή, 1830-1922», τη διατριβή υπό την καθοδήγηση του Νίκου Σβορώνου: «Είχα προσπαθήσει να απαντήσω στο ερώτημα ‘πώς γίνεται η Ελλάδα να εμφανίζεται τόσο ιδιαίτερη’ ήδη τον 19ο αιώνα. […] Επιχειρούσα να εξηγήσω τις θεαματικές στατιστικές και αποκλίσεις της Ελλάδας σε σχέση τόσο με τις χώρες της Ευρώπης όσο και με τα Βαλκάνια και την εγγύς Ανατολή με απτά υλικούς όρους. Το απίστευτα υψηλό ποσοστό των εκπαιδευμένων, ένας καταμερισμός της εργασίας που χαρακτηριζόταν από θεματική αύξηση των υπηρεσιών και ιδιαίτερα του δημόσιου τομέα, μια χαρακτηριστική πολιτική σταθερότητα που συνάπτεται με τα πελατειακά συστήματα και κυρίως η εντελώς ιδιαίτερη εξέλιξη του νεοελληνικού Κράτους για έναν ολόκληρο αιώνα μου δημιουργούσαν απορίες». (Μορφές συνέχεια και ασυνέχειας. Από την ιστορική εθνεγερσία στην οικουμενική δυσφορία. Εκδ. Θεμέλιο.)

Η οιδιπόδεια περιέργεια του Τσουκαλά, που γέννησε αυτή τη μελέτη, παραμένει ακόρεστη και σήμερα, για τον ίδιο, για μας τους αναγνώστες του, σαράντα-τόσα χρόνια από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε, πάνω στη ράχη της ασυνέχειας που βιώνουμε, και τώρα όχι πια μόνο με όρους εθνικούς αλλά και με όρους μιας παγκοσμιοποιημένης δυσφορίας. Από το αυτοβιογραφικό κείμενο του κοινωνιολόγου ωστόσο αυτό που κράτησα ήταν τρεις παρατηρήσεις ανθρωπολογικού-κοινωνιολογικού προσανατολισμού, με διαχρονική αξία, στα μάτια μου τουλάχιστον: πρώτον, το «απίστευτα υψηλό ποσοστό των εκπαιδευμένων», δεύτερον, ο «καταμερισμός της εργασίας που χαρακτηριζόταν από θεματική αύξηση των υπηρεσιών και ιδιαίτερα του δημόσιου τομέα», τρίτον, το «πολυσθενές» κοινωνικό υποκείμενο, δηλαδή οι Ελληνες του ύστερου 20ού αιώνα που επιβιώνουν «ταυτόχρονα ως δημόσιοι υπάλληλοι, ως κληρούχοι αγρότες, ως ευκαιριακοί μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, ως ανεξάρτητοι επιτηδευματίες και ως εποχιακοί επιχειρηματίες».

Ξαναθυμήθηκα όσα είχα διαβάσει στον Τσουκαλά και τους συνομηλίκους του, τον Κωστή Μοσκώφ, τον Κώστα Βεργόπουλο και άλλους, για τη συγκρότηση της νεοελληνικής κοινωνίας, του κράτους, της οικονομίας· όταν τα διάβαζα στη δεκαετία ’80, τα προσέγγιζα σαν αφηρημένα σχήματα, σαν θεωρία, σαν απορροφητέα ύλη· τώρα, μέσα απ’ τα χείλη του ιστορικού ρήγματος, τα βλέπω να αναδύονται πάλι σαν εμπειρικά επαληθευόμενη ανθρωπολογία, επικουρούμενα από τον εκπληρωμένο κασσανδρισμό του Παναγιώτη Κονδύλη, τις ποιητικές διεισδύσεις του Χρήστου Βακαλόπουλου, τις λοξές αναγνώσεις του Κωστή Παπαγιώργη, τέτοια σκόρπια και έκκεντρα, τέτοια που δεν προσφέρουν έναν ενιαίο μαγικό μίτο για να προσπελάσουμε την Ιστορία, αλλά πολλές επιμέρους αφηγήσεις, πολύτιμες η καθεμιά γι’ αυτό που ιστορούν, γι’ αυτό που ζωγραφίζουν, κι όλες μαζί να συνθέτουν έναν θραυσμένο πολυσχιδή ιστό με χάσματα και μισοκρυμμένα πατήματα.

Ό,τι βιώνουμε οδυνηρά ως ασυνέχεια, ό,τι καλούμε κρίση, μάς οδηγεί να σκεφτούμε την πορεία μας, τους εαυτούς μους, μέσα από μικρότερες αφηγήσεις, με πολλά μικρά ποτάμια αδύναμης σκέψης, χωρίς μια μεγάλη κεντρική πίστη, χωρίς ένα τέλος, έναν μεγάλο σκοπό. Ομως μια υπόγεια θέρμη μας παρακινεί διαρκώς σε εντοπισμό μερικών αληθειών, που μας επιτρέπουν να συντάσσουμε ευέλικτες στρατηγικές επιβίωσης, πολύτροπες, πολυμήχανες, ακόμη και αντινομικές, πάντα δραστικές, λυσιτελείς.

Αυτός ο πολύμιτος ιστός ο σχισμένος, με τα χάσματα και τις λαβές, τους παραπόταμους και τα φυκόγεντρα ρυάκια, είναι το παρ’ ημίν μεταίχμιο απ’ το οποίο θα κρατηθούμε για να του φύγουμε.

kondylis kastoriadis

Βυθιζόμενοι στην κρίση βλέπουμε ευκρινέστερα διανοητικές λειτουργίες και κοινωνικούς μηχανισμούς που λίγο νωρίτερα ελάνθαναν μισοκρυμμένα απ’ το βλέμμα μας, ή δεν τους αναγνωρίζαμε όπως τους άξιζε. Ας πούμε, η λειτουργία του πολιτισμού και της κουλτούρας μες στο πολιτικό-κοινωνικό ολοκλήρωμα, και η θέση των διανοουμένων. Συνηθίζαμε να λέμε και προ κρίσεως για την απουσία των διανοουμένων από τον δημόσιο βίο· αλλά τώρα, ακούγονται πιο βαριές κουβέντες: μιλούν για προδοσία των διανοουμένων, όπως έθεσε το ζήτημα πρώτος στη δεκαετία του 1920 ο Ζυλιέν Μπεντά. Ωστόσο από το 1920 έχει περάσει ένας αιώνας ― στη διάρκεια αυτή άλλαξαν πολλά.

Το ποτάμι πήγε και ήρθε σε πολλές κοίτες. Οι διανοούμενοι βρέθηκαν στην πρωτοπορία, ήδη από τον 19ο αιώνα, από τη Γαλλική Επανάσταση έως τα ιστορικά ρήγματα του 1848 και των εθνικοαπελευθρωτικών και δημοκρατικών κατακτήσεων· αποσύρθηκαν «προδίδοντας» τους εξουσιαζόμενους και τις μάζες, ξαναβρέθηκαν στην πρώτη γραμμή στη Ρωσία και στην Ευρώπη σαν καλλιτεχνική πρωτοπορία, σαρώθηκαν απ’ τους πολέμους και τους ολοκληρωτισμούς, ξαναπρόβαλαν μεταπολεμικά, με φωτεινότερη περίοδο τη δεκαετία του 1960.

Πράγματι, η μεταπολεμική περίοδος, γεμάτη αποστροφή για τον πόλεμο και τον ολοκληρωτισμό, και παρ’ όλο τον Ψυχρό Πόλεμο, σφραγίζεται σταδιακά από την παρουσία προσωπικοτήτων των τεχνών, της επιστήμης και του πνεύματος. Είναι ο καιρός των εμπνευσμένων προσώπων: Μπέρτραντ Ράσελ, Μαρκούζε, Καμύ, Σαρτρ, Μερλό Ποντύ, Φουκώ, Μπουρντιέ, Σαΐντ, οπλισμένοι με την υψηλότερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση, εμπνέουν και συμπαρασύρουν τους νεότερους μαθητές τους να ορίσουν τον δημόσιο χώρο σύμφωνα με τα προτάγματα του διαφωτισμού και του ορθολογισμού ή με τις ουτοπίες του ρομαντισμού.

Κι ύστερα; Τίποτε. Ολοι οι παραπάνω πέθαναν, μερικοί στην ακμή τους, μερικοί πολύ νέοι. Κανείς δεν πήρε τη θέση τους, ίσως διότι οι διάδοχες κοινωνίες δεν χρειάζονται τέτοιους ηγέτες και δασκάλους, τέτοια ηθικά παραδείγματα. Ισως διότι οι σταρ της ποπ κουλτούρας αντικατέστησαν τους φιλοσόφους και τους συγγραφείς· τα τραγούδια και οι ταινίες μιλούν άλλη γλώσσα. Απέμειναν ελάχιστοι υπερήλικες: ο μοναχικός γέρων Νόαμ Τσόμσκι, ο αυστηρός γέρων Χάμπερμας. Τέλος.

Ο δρων δημόσιος διανοούμενος σήμερα είναι ένα μείγμα ακαδημαϊκού, δημαγωγού και περφόρμερ. Μπορεί να κατάγεται από την ακαδημία, αλλά ο τρόπος του, το discours του οφείλει πολλά στους τρόπους της ποπ κουλτούρας. Φέρνω στο νου μου τον Ζίζεκ, τις εμμονικές αναφορές του στις συγχρονες μυθικές αφηγήσεις της ποπ, από το Star Τrek και το Matrix έως τον χολιγουντιανό Τιτανικό, και τη σύμφυρσή τους με τον Λακάν, τον Απόστολο Παύλο και τον Λένιν.

Αλλά ακόμη κι έτσι, στην υπερνεωτερική εποχή μας, και μάλιστα εδώ, τώρα, στη ελληνική Μεγάλη Υφεση, υπάρχει δρώσα ιντελιγκέντσια, αυτό το μόρφωμα ρωσικής καταγωγής; Και, αν υπάρχει, τι ρόλο μπορεί να παίξει;

Υπό την έννοια του διανοούμενου της νεωτερικότητας, του 19ου και του 20ού αιώνα, τέτοια πρόσωπα με ευρεία ακτινοβολία και επιρροή δεν υπάρχουν. Οι αμφισβητίες διανοούμενοι, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εξέλιπαν, μαζί με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά εξέλιπαν και οι οξυδερκείς συντηρητικοί, όπως λ.χ. ο Παναγιώτης Κονδύλης. Οι σαφώς μικρότερης εμβέλειας και αποδοχής δημόσιοι γραφιάδες σήμερα, ακόμη κι όταν λένε ενδιαφέροντα πράγματα, χάνονται μες στον τεράστιο βόμβο των μεγαλομήντια της ασημαντότητας και της χειραγώγησης, μες στον ακόρεστο πληθωρισμό των λαϊκών σόσιαλ μήντια, εκεί όπου συμβαίνει η διαρκής αυτοπραγμάτωση των μυριάδων μοναχικών ψυχών. Η αυθεντία, η πρωτοτυπία, η γοητεία του διανοούμενου αραιώνει έως διαλύσεως μέσα σε αυτό τον πολυμοριακό ωκεανό. Το Facebοok, όπως και οι συναυλιακές αρένες, έχει τους δικούς του σταρ. Οι διανοούμενοι δεν μπορούν να αλλάξουν ούτε τον κόσμο ούτε τις ιδέες· δεν μπορούν καν ν’ ακουστούν.

Μένει η φενάκη μιας πρώην αριστεράς, την οποία συμμερίζεται ασμένως η εγχώρια δεξιά: ότι δήθεν η αριστερά ηγεμόνευε έως πρόσφατα στο πνευματικό πεδίο. Πόθεν το στερεότυπο; Οι πρώην ΚΚΕ-εσωτερικού και μετα-ΚΚΕ πιστεύουν στην μπολσεβίκικη πρωτοπορία, και είναι πεπεισμένοι ότι αυτοί είναι η πρωτοπορία, ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας. Αντιμέτωποι με μια άξεστη και απνευμάτιστη δεξιά, αυτοί οι ναρκισσευόμενοι πρωτοπόροι συγκροτήθηκαν σαν λόμπι πίεσης και σαν λόμπι νομής χρήματος και εξουσίας.
Πολύ πριν διαρραγεί το μεταπολιτευτικό συμβόλαιο δια της χρεοκοπίας και της πληβειοποίησης, η αριστερώνυμη ιντελιγκέντσια ήταν ήδη γενεσιουργό μέρος της κρίσης.

Η προχθεσινή σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πυροδότησε δικαιολογημένα αγωνία σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού, αλλά εντέλει ήταν άλλη μία τελετουργία με επικοινωνιακή σκόπευση, χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, τουλάχιστον περιεχομένο ικανό για διάσωση και αναπροσδιορισμό.

Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου προσήλθε χωρίς φανερές προτάσεις, αντιπροτάσεις, γκάμα επιχειρημάτων, ώστε να πείσει, να προσελκύσει ή, έστω, να ρυμουλκήσει την αντιπολίτευση προς μια μίνιμουμ συναίνεση. Κανείς δεν πείστηκε, κανείς δεν πιέστηκε, πλην του φαιδρού οιωνοσκόπου Γ. Καρατζαφέρη, ο οποίος άλλωστε έχει προσφέρει πλειστάκις την υποστήριξη του ζητώντας μετ΄επιτάσεως συγκυβέρνηση. Ο Αντώνης Σαμαράς έμεινε αμετακίνητος στη θέση του για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, και παρομοίως αντίθετα να συναινέσουν στη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης ήταν τα κόμματα της Αριστεράς. Πώς φτάσαμε στο προαναγγελθέν ναυάγιο της τελετουργίας συναίνεσης;

Στις δύο προηγούμενες εβδομάδες η Ελλάδα έζησε, αφόρητα πυκνά, ένα κύμα βίας, φόβου, κοινωνικών ρηγματώσεων και πολιτικών απειλών. Οι βιαιοπραγίες που συντάραξαν το κοινωνικό σώμα επισκιάστηκαν μόνο από τις απειλές περί πτώχευσης και τις αλλεπάλληλες πιεστικές παρεμβάσεις των εταίρων-δανειστών για αναδιευθέτηση του εσωτερικού πολιτικού τοπίου. Ηταν τέτοια η πίεση πάνω στην υπερχρεωμένη χώρα, που έθεσε εν αμφιβόλω την ίδια την του πολιτεύματος, την λαϊκή κυριαρχία· πολύ περισσότερο που διατυπώθηκαν ταυτοχρόνως προτάσεις για δημοψήφισμα, μέσα και έξω από το ΠΑΣΟΚ, ασύμβατες προς τα ειωθότα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Επιπλέον, προχθές, ο κ. Παπανδρέου, δια του υπουργού Οικονομικών και με δικά του λόγια, επέσεισε ως μόνο επιχείρημα για την εκμαίευση της συναίνεσης, τον υπαρκτό κίνδυνο της χρεοκοπίας και την έξοδο από την ευρωζώνη, όπως έπραξε πριν απ΄αυτόν η επίτροπος Μαρία Δαμανάκη. Η απειλή αυτή είναι υπαρκτή και απαιτεί εθνικό συναγερμό. Δυστυχώς, όμως, για τη χώρα, το ίδιο υπαρκτή είναι και η σαρωτική απονομιμοποίηση της πολιτικής Παπανδρέου, έτσι όπως καταγράφεται στις έρευνες, αλλά και όπως καταγράφεται τα τελευταία εικοσιτετράωρα στις πλατείες της χώρας: την ώρα που ο πρωθυπουργός, αμήχανος και κουρασμένος, εξήγγειλε στην τηλεόραση την αποτυχία της σύσκεψης των αρχηγών, το παρδαλό πλήθος των Αγανακτισμένων χτυπούσε κατσαρόλες στο Σύνταγμα, έξω από τη Βουλή. Αυτοί οι αδέσποτοι Αγανακτισμένοι, απροσδιόριστοι πολιτικά και απρόοπτης δυναμικής, δρουν πλέον ως απρόβλεπτος επιταχυντής επί μιας πραγματικότητας ήδη χαοτικής και ρευστής.

Το πολιτικό πρόβλημα τροφοδοτείται προφανώς από τα ένστικτα αυτοσυντήρησης των κομμάτων: κανείς δεν θέλει να μοιραστεί την ευθύνη με την κυβέρνηση για τις επιλογές της. Αλλωστε η κυβέρνηση υπερψήφισε το Μνημόνιο, τον περασμένο Μάιο, στηριγμένη στη δική της κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και με την επικουρική ψήφο του ΛΑΟΣ και της Ντόρας Μπακογιάννη.

Αλλά το πολιτικό πρόβλημα δεν εξαρτάται πια μόνο από τη στάση των κομμάτων. Ενα χρόνο αργότερα, οι προβλέψεις του Μνημονίου δεν έχουν επιτευχθεί, είτε λόγω κακού υπολογισμού, όπως ομολογεί και η τρόικα, είτε επειδή η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να τηρήσει τους ταχύτατους ρυθμούς μεταρρυθμίσεων. Η οικονομία έχει βυθιστεί στην ύφεση, οι δαπάνες δεν έχουν περιοριστεί αρκετά, τα έσοδα υπολείπονται σημαντικά του στόχου, κι όλα αυτά παρά τις οδυνηρές περικοπές μισθών-συντάξεων, παρά τους βαρείς φόρους. Υφεση, ανεργία και ανασφάλεια παραλύουν τη χώρα, και πάνω σε αυτό το υλικό υπόστρωμα φουντώνουν η ξενοφοβία, η αυτοδικία, η βία: η κρίση είναι κοινωνική. Αυτή η κρίση εκφράζεται, και καταγράφεται πλέον πολλαπλώς, σαν ρήξη του κοινωνικού ιστού, απώλεια εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς, έλλειψη ανοχής.

Κι ακόμη παραπέρα: ζούμε μια ηθική και πνευματική κρίση, κρίση ανθρωπολογικής τάξεως. Τα ερειπιώδη κόμματα με την αμηχανία τους και τη στειρότητά τους εκφράζουν εν πολλοίς μια αναλόγως αμήχανη και στείρα κοινωνία πελατών, γαντζωμένων σε έναν καταρρέοντα κόσμο μικροπρονομίων, θαλασσοδανείων, διορισμών. Εναν κόσμο ετερονομίας και εξαχρείωσης. Το ιταμό ύφος των εταίρων-δανειστών, με το οποίο απευθύνονται στους Ελληνες, βρίσκει έδαφος πάνω στη δική μας ασημαντότητα, στους δικούς μας ασήμαντους ηγέτες, στην εθελόδουλη και οκνηρή μας σκέψη. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, ο Παναγιώτης Κονδύλης προφήτευε πικρά την παρούσα κρίση, με οδύνη για την πατρίδα του, για τη γλώσσα και την ποίησή της: «Η νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στα τελευταία διακόσια χρόνια, κλείνει τον κύκλο της. Ασφαλώς, τα τραγικά και κωμικά της επεισόδια δεν τέλειωσαν ακόμη, όμως χάνεται η ενότητα της προβληματικής της και ο ειδοποιός της χαρακτήρας.» (Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας)

Λαός εκτός ιστορίας; Ναι και όχι. Ναι, στην παρούσα φάση, βρεθήκαμε ουραγοί. Και όχι, όχι εις το διηνεκές, όχι ακόμη και τώρα: Ιn my end is my beginning. Μας το ψιθυρίζει ο Γιάννης Βαρβέρης, μειδιώντας από το επέκεινα καθώς τον αποχαιρετούμε:
«Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.»

(O άνθρωπος μόνος, 2009)

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.899 hits