Διάβαζα την Κυριακή σε κυριακάτικη εφημερίδα τις μαρτυρίες των γονιών για τα παιδιά τους που συνελήφθησαν και δικάζονται ως μέλη της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς. Στην αρχή, προτού διαβάσω, σαν πολίτης αγανάκτησα: ποιοι διοχετεύουν τη δικογραφία μιας εν εξελίξει δίκης στον Τύπο; Και μάλιστα αυτό το μέρος, το καυτό ιδιωτικό, τις μαρτυρίες γονιών για τα κατηγορούμενα παιδιά τους; Εν συνεχεία, σαν γονιός, υπέκυψα στον πειρασμό, και διάβασα. Και συγκλονίστηκα.
Διότι αυτό που ένιωσα μεσ’ απ΄την παγωμένη γλώσσα της δικογραφίας, μέσα απ’ τις κακογραφίες κάποιας δικαστικής υπαλλήλου, και τις απαντήσεις στα άκαμπτα ερωτήματα κάποιου ανακριτή, αυτό που ένιωσα ήταν η σημερινή μικρομεσαία Ελλάδα, η λαχταρισμένη οικογένεια, γονείς του μόχθου και παιδιά του σχολείου, άνθρωποι καθημερινοί, με προβλήματα τυπικά, με σχολεία συνηθισμένα, σε γειτονιές σαν τις δικές μας, με παρόμοιες σιωπές, ασυνεννοησίες, χάσματα, ελλείψεις.
Ενας πατέρας διηγείται πώς το παιδί του τον βοηθούσε στην ψαλτική στην εκκλησία της Μυρτιδιώτισσας και πώς διάβαζε κλασικούς της αναρχικής φιλολογίας και συζητούσαν για τον Γκάντι. Αλλος γονιός περιγράφει τις σπουδές του παιδιού στο τσέλο, άλλος λέει ότι το παιδί, φοιτητής του ΕΜΠ, ήταν του βιβλίου· δύο νεαροί συνδέονταν φιλικά από το σχολείο τους, το συντηρητικό Αρσάκειο, όλοι οι νεαροί εργάζονταν για το χαρτζιλίκι τους. Αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν να ήταν τα δικά μας παιδιά.
Διαβάζοντας τις μαρτυρίες ένιωθα ότι διαπράττω τυμβωρυχία, ότι εισέρχομαι παρείσακτος στην οικογενειακή ζωή των διπλανών μου. Δεν μπορώ, δεν θέλω και δεν δικαιούμαι να κρίνω προθέσεις, ιδέες, σκέψεις, ασθήματα, σχέσεις. Ωστόσο διάβασα. Με λαιμαργία σχεδόν, και με οδύνη και με μια μυική σύσπαση στο στομάχι, με αδιόρατα τικ στο πρόσωπο. Γιατί σε αυτούς τους γονείς και σε αυτά τα παιδιά αναγνώριζα κάτι από τις οικογένειες των φίλων μου, και από τη δική μου οικογένεια, οικογένειες, ας πούμε, κανονικές, συνηθισμένες, μικρομεσαίες οικονομικά, με δύο γονείς που δουλεύουν και λείπουν αρκετά απ’ το σπίτι, με παιδιά που παρακολουθούν βαριεστημένα το σχολείο, που ακούνε ροκ και χιπ-χοπ, παίζουν γκέιμς, σουλατσάρουν σε ίντερνετ καφέ, τυραννιούνται με φροντιστήρια, δίνουν πανελλήνιες, φλερτάρουν, κοιμούνται μέχρι αργά, ξενυχτάνε, ψιλοκαυγαδίζουν με τους γονείς τους, τρώνε μαζί τις Κυριακές, επισκέπτονται τους παππούδες και τους νονούς δις τους έτους κ.ο.κ.
Και ξάφνου, διαβάζω, η σχέση διακόπτεται, απότομα. Το παιδί αναχωρεί απ’ την εστία, μετακομίζει σε δικό του σπίτι, η επαφή αραιώνει ή χάνεται για μήνες, τα τηλεφωνήματα αραιώνουν, γίνονται με “απόκρυψη”. Αυτή η διακοπή με πάγωσε πιο πολύ απ΄όλα. Γιατί; Πώς; Τι θέλει να πει αυτή η διακοπή, η απόκρυψη, η απόσταση, η ρήξη;
Μπαίνω στη θέση του «διακοπέντος» γονιού: Τι έκανα στραβά; Τι κάνω λάθος; Μπορεί όλα να είναι λάθος, μπορεί και τίποτε. Είναι θυμός, είναι πλήξη, είναι αίσθηση αποκλεισμού; Τι θυμώνει τον νέο τόσο, που διακόπτει τη σχέση με το σπίτι του και ενώνει το θυμό και το χνώτο του με συνομηλίκους όμοια θυμωμένους; Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι μόνος του, ενάντιο ίσως στον “σάπιο” κόσμο των μεγαλύτερων, των εξουσιών, των συστημάτων που τον ντρεσάρουν και τον αποκλείουν; Ενδεχομένως. Είναι η βία ενδημική πια στους νεότερους, κατοπτρική ενός βίου αποθηριωμένου, βίου ευκαιριών ανταγωνισμού, βίου δυνητικής χλιδής και διαρκούς φενάκης, βίου με είδωλα πλουτισμού και καμία ηθική ευθύνη, βίου ατομοκεντρικού και άπιστου, χωρίς σταθερές, χωρίς αξιακές αναφορές; Κι αυτά ισχύουν.
Κάτι λείπει για να το καταλάβω ολόκληρο. Πιάνω κομματάκια μόνο, κομματάκια ενός θρυμματισμένου κόσμου, που παράγει απέραντο θυμό, βία, αυτοκαταστροφή, διακοπή σχέσεων και αποκλεισμό. Αυτοτροφοδοτούμενες παρέες οργισμένων νέων, αγέλες υπαρξιακά θυμωμένων, που επιστρέφουν στην κοινωνία τον δηλητηριώδη θυμό που τους έχει προξενήσει. Αμετουσίωτη οργή, χωρίς μετασχηματισμό της, χωρίς διέξοδο για ανακούφιση, για αυτοσυχώρεση και συχώρεση του άλλου, χωρίς συμπόνια και έλεος, σαν ένα αρχέγονο τραύμα που διαρκώς πονάει. Αυτό το τραύμα, βουβό και χαίνον, βρίσκεται στο σώμα της κοινωνίας, ακατανόητο και ου φωνητό, αυτό δεν θέλουμε όχι να το ψαύσουμε αλλά ούτε καν να ακούσουμε ότι ίσως υπάρχει. Κι ας πονάει.
Μακάρι να μας γελάει το ένστικτο, μακάρι να πέφτουμε έξω, μακάρι οι φόβοι να είναι παράλογοι, αλλά αυτά τα σημάδια του θυμού, της ρήξης του κανονικού, της “διακοπής” και της “απόκρυψης”, της υπαρξιακής οργής της αγέλης, είναι σημάδια για πέτρινα, για μολυβένια χρόνια. Που δεν θα είναι μόνο ελληνικά. Μακάρι να πέφτουμε έξω.
14 Σχόλια
Comments feed for this article
30 Ιανουαρίου 2011 στις 4:36 μμ
Κ.Κ.Μοίρης
όχι πως είναι προαπαιτούμενο μα τις πιό απόλυτες θέσεις πάνω στο θέμα αυτό τις άκουσα -και τις διάβασα- από κείνους που δεν έχουν (πολλοί ως επιλογή, σεβαστό) παιδιά
30 Ιανουαρίου 2011 στις 6:45 μμ
ο δείμος του πολίτη
Η κύρια ερώτηση που πρέπει να τεθεί είναι σε ποιο σημείο έσπασε ο συναισθηματικός δεσμός, αυτός που δένει μία οικογένεια και ανθρώπους.
30 Ιανουαρίου 2011 στις 7:35 μμ
neotera
Πολύ έξω πέφτετε κι ολα περιέργως ανάποδα μου φαίνεται τα λέτε. Από το τέλος για «…σημάδια του θυμού, της ρήξης του κανονικού, της “διακοπής” και της “απόκρυψης”, της υπαρξιακής οργής, (εστω) της αγέλης, είναι σημάδια για πέτρινα, για μολυβένια χρόνια». Οχι είναι το αντίθετο, σημάδια πως επιτέλους αλλάζουμε, με τους πιό ευαίσθητους δέκτες πρώτους, ωστε ν αποτινάξουμε τον κατοχικό ζυγό των τοκογλύφων, ο οποίος καταπίνει τις κοινωνιες και τους ανθρώπους παντού …
Ο γονιός αν δεν τό ‘χει καταλάβει θα πρέπει να δεί την παρεκλίνουσα συμπεριφορα περισσότερο ως αποκύημα του αδιέξοδου που βιώνουν οι νέοι σήμερα περισσότερο από τους μεγάλους. Απενοχοποιούμενος μόνον μπορεί να δεί κι αυτος τα δικά του τα λάθη επικοινωνίας με το βλαστάρι του, αλλά και εκπαίδευσης που χρειάζονται οπωσδηποτε τα παιδιά των σημερινών περίκλειστων οικογενειών.
Ετσι μόνο μπορεί να ανακτήσει την επικοινωνία με την ανταλλαγή συναισθημάτος αγάπης και νιαξίματος.
Στο κάτω-κάτω έχουν δίκιο να είναι πολύ θυμωμένοι οι νέοι με τα απίστευτα χάλια γύρω τους… Αφύσικο θα ήταν να μην επαναστατούν τα παιδιά, αλλά και οι γονείς τους μαζύ τους, εάν δεν είναι ευθέως υπεύθυνοι για την αθλιότητα των ηγεσιών παντού στην ελληνική κοινωνία. Τα χρόνια λοιπόν που έρχονται δεν είναι «μολυβένια» όσο αυτά που φεύγουν. Εκτός και άν κάποιος νομίζει πως υμφέρει να σταματήσει τη ροή των χρόνων με την στανικώς επερχόμενη αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων…
30 Ιανουαρίου 2011 στις 9:52 μμ
Κωστας
Η μαλακια που τους δερνει…
αυτο φταιει που αυτοι οι νεοι διεκοψαν, το δεσμο με το σπιτι τους και την ειρηνικη ζωη…
ωχ καημενε, σε λιγο καποιοι θα γραψουν και διδακτοιρικες διατριβες, για χαρη αυτων των μαλακισμενων
ουτε μια τρομοκρατια της προκοπης δεν εχουμε, μεχρι κι εκει καθυστερημενοι ειμαστε
31 Ιανουαρίου 2011 στις 12:09 μμ
αντωνης
..η απαντηση κρυβεται στο εξης. απ το 1974 και μετα, με δικαιολογια τη καταπιεση της χουντας, περασαμε στο εντελως αντιθετο ακρο της πληρους ασυδοσιας και της ελλασονος προσπαθειας..ετσι καταληξαμε σ αυτα τα φαινομενα σταδιακα..λυση??
..μονο μια..επιστροφη στην παδεια του 1964..ναι, ακομη και ποδια γιατι οχι..και 5-6 μαθηματα σε βαθος..εγω ακομη θυμαμαι δασκαλο απ το δημοτικο να μας διαβαζει πηνελοπη δελτα και να μας σηκωνεται η τριχα..σημειωτεον οτι για εξη χρονια τον θυμαμαι με το ιδιο παλτο..αλλα χτυπαγε το κουδουνι και δεν θελαμε να βγουμε εξω..
ε..αν ξαναφτιαξουμε τετοιους δασκαλους εχει ελπιδα..αλλοιως..
Υ.Γ το αμορφωτο στη φοτο πρεπει να ξερει οτι ο Σολομος γραφει»που με βιά -και οχι βία-μετραει τη γη»δηλαδη με βιασυνη. ας το αλλαξετε γιατι εκτειθεστε και σεις.
31 Ιανουαρίου 2011 στις 5:41 μμ
λ.κ
εσείς εκτίθεστε. «με βιά μετράει τη γη», κι αν θέλετε υπάρχει άφθονη παλαιά σχετική βιβλιογραφία.
31 Ιανουαρίου 2011 στις 5:42 μμ
λ.κ
λάθος τόνος, «βία» εννοώ.
31 Ιανουαρίου 2011 στις 2:46 μμ
gritz
‘Εχοντας και ένα παιδί στο τέλος της εφηβικής ηλικίας, προβληματίζομαι για τον τρόπο με τον οποίο τα νέα άτομα, και ιδιαίτερα τα πιό ευαίσθητα, προσλαμβάνουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το «πνεύμα της εποχής και του τόπου».
Τα ερωτήματα που θέτω στον εαυτό μου είναι πολλά:
Γιατί, φερ’ ειπείν, η αναρχοαυτονομία και οι βίαιες μορφές πολιτικής δράσης, θέλγουν ακόμη και εν έτει 2011, μιά μερίδα νέων στις χώρες του Μεσογειακού Ευρωπαικού Νότου, ενώ η ελκυστικότητά της έχει πρακτικά μηδενιστεί στη βορειότερη Ευρώπη (όπου «μεγαλούργησε’ πρίν 30 χρόνια, με οργανώσεις τύπου RAF, Action Direkte κτλ);
Γιατί θέλγουν κυρίως νεαρά άτομα με οικογενειακή προέλευση από ανώτερα μεσοαστικά στρώματα;
Προφανώς η διαφορά Βορρά – Νότου δεν είναι εγγενής, οντολογική, αφού μεταβάλλεται ριζικά με το χρόνο. Το «πνεύμα της εποχής» πρέπει να παίζει κάποιο ρόλο. Και διαφορετικές θετικές μυθοποιήσεις, διαφορετικές «πληρώσεις των κενών της καθημερινής πραγματικότητας» με «συγκεκριμένες και εφικτές ουτοπίες». Η «εφικτή ουτοπία» στη Βόρεια Ευρώπη είναι σήμερα οικολογική και το σύνθημά της «save the planet». Η «εφικτή ουτοπία» στο Νότο, θερμή γραμμή επαφής του Ευρωπαικού κόσμου με τη φλεγόμενη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, είναι ακόμη συγκρουσιακή, αδιέξοδα ανατρεπτική, και το σύνθημά της «κάντε τον πλανήτη μπάχαλο’.
Χωρίς μυθοποιήσεις δεν υπάρχει εφηβεία, μετεφηβεία, νεότητα.
Το θέμα είναι τι υλικά, τι προσλαμβάνουσες παραστάσεις, τι εικόνες και ποιά ιστορία και αφήγηση, από ποιό φίλτρο περασμένες (δηλαδή, εν τέλει, ποιά ηθική), μπορεί να δώσει μια κοινωνία στους εφήβους της για να πλάσουν τους μύθους και τις ουτοπίες τους.
Όμως το μεγάλο πρόβλημα (αλλά με μάς τους γονείς, και όχι με τους εφήβους), είναι ότι τους μύθους και τις ουτοπίες της δικής μας νεότητας, δεν τους «επεξεργαστήκαμε» ως ώριμοι ενήλικες. Λείπει ο αναστοχασμός, και αυτός είναι δουλειά δική μας, των μητέρων και πατέρων, όχι των εφήβων και μετεφήβων.
31 Ιανουαρίου 2011 στις 3:22 μμ
gritz
Και θαρρώ πώς η όλη «μετάγγιση» εικόνων, ιστορίας και αφήγησης, μαζί και το «φίλτρο» της, μόνο σε μικρό βαθμό μπορεί να είναι έργο της συγκεκριμένης οικογένειας. Ουτε και στη δική μας εποχή εφηβείας και ενηλικίωσης, έπαιζε η οικογένεια τον κύριο ρόλο.
Η διαφορά του τότε με το τώρα είναι ότι μειώθηκε (ακόμη περισσότερο) και ο ρόλος του σχολείου. Και άλλοι, πολύ πιό εξουσιαστικοί και αναντίρρητοι «παιδαγωγοί», ανέλαβαν τους πρώτους ρόλους. Γνωστά αυτά, μη τα ξαναπούμε.
31 Ιανουαρίου 2011 στις 4:23 μμ
skoug
Από τη μεταπολίτευση και μετά το νόμιμο ολισθαίνει σε ανήθικο και αυτό το ανήθικο ως νόμιμο μεταποιείται σε ηθικό…
Και όσο για τo «αμόρφωτο»: Έχουν γραφεί τόσα από μορφωμένους και αμόρφωτους που θα έπρεπε να το αφήσουμε ήσυχο. Ανεξάρτητα από το τι θέλει ο καθένας, ο Σολωμός -σύμφωνα με την επίσημη έκδοση από τον εκδότη των απομνημονευμάτων Σολωμού, Λίνο Πολίτη γράφει «που με βία μετράει τη γη». Το αν τροβαδούροι και εμβατηριολόγοι, ο καθένας για δικούς του λόγους, το έκαναν «βιά» αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
1 Φεβρουαρίου 2011 στις 10:40 πμ
Λεωνίδας
Κ. Ξυδάκη, ριζώνει στην σύγχρονη κοινωνική ύπαρξη το άρθρο σας.
Πάνω στις σκέψεις σας έτσι όπως πολυδιάστατα αναδύονται:
Δεν θέλω να μιλήσω μονοσήμαντα για «αιτίες», αλλά για μία ανθρώπινη και κοινωνική κατάσταση που μας αγκαλιάζει όλους σε ποικίλους βαθμούς. Που πιθανόν να είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μία συνιστώσα του πράγματος.
Το ενδιαφέρον είναι ότι σε αντίθεση προς πολλές τρέχουσες μυθολογίες δεν είναι η φτώχεια ή ο κοινωνικός αποκλεισμός τα κίνητρα της τρομοκρατικής δράσης.
Κοινωνίες εξατομικευμένες και με πλούσια τα ελέη του Θεού. Καμία αντίσταση στη θέληση ενός εκάστου. Πολλά, τα περισσότερα, αυτονόητα. Δικαιούμαι να έχω το δικό μου δωμάτιο, είναι αυτονόητο να έχω το παιχνίδι που θέλω, δικαιούμαι διακοπές κάθε καλοκαίρι, δικαιούμαι μία δουλειά των προσόντων μου. Κι από κοντά ένα κοινωνικό φαντασιακό από όπου αρδεύονται πλείστες όσες σημασίες. Κάνε την επανάστασή σου, επιδίωξε το ανέφικτο, μείνε ασυμβίβαστος κ.λ.π., που αρδεύονται από την πολιτική μέχρι τη διαφήμιση. (Εξαιρετική εκείνη η διαφήμιση της Eurobank (;) που μία παρέα εξηντάρηδων κάθεται γύρω από τη φωτιά στην παραλία και παίρνει τη σύνταξή της μετά από όλη αυτή την περιπετειώδη, επαναστατική ζωή της)
Μία διάσταση του όλου πράγματος, και για να μην μακρηγορώ άλλο:
«ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ πώς τώρα κυνηγοῦσε νά πετύχει τό ἀπόλυτο. Καί δέν παραξενεύτηκα πού ἀργότερα ἀπό μάστορας ἐγίνηκε κοινός σφαγέας.
Τάκης Σινόπουλος, Ο Χάρτης, Αθήνα 1977»
1 Φεβρουαρίου 2011 στις 10:43 πμ
Λεωνίδας
Α! και να μην ξεχνάμε…τον σεκταρισμό, που τον θίγετε είναι η αλήθεια.
Πόσο καλοί είναι κάποιοι και πόσο κακοί οι άλλοι. Οι «ωραίες» ιδέες στέκουν πολύ συχνά πάνω στο αίμα των άλλων, των κακών.
6 Φεβρουαρίου 2011 στις 11:43 πμ
Διαβάζοντας τον θυμό στις ζωές των άλλων | astrosnews
[…] ιστολόγιο “Βλέμμα” περιέχει διάφορα πράγματα, αλλά κυρίως κείμενα […]
10 Φεβρουαρίου 2013 στις 1:26 μμ
Με τόσα χώματα στη γλώσσα « βλέμμα
[…] ανέτρεξα σ’ ένα γραφτό πριν δύο χρόνια ακριβώς, (και αυτό) που μου το θύμισε κι ένας φίλος. Εγραφα με […]