You are currently browsing the tag archive for the ‘brain drain’ tag.
Απορροφημένοι, ως φαίνεται, από την καταμέτρηση των ψήφων και τον προεκλογικό πυρετό, οι υπουργοί Παιδείας και Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Α. Λοβέρδος και Κ. Μητσοτάκης δεν έχουν ακούσει ακόμη στην δραματική προειδοποίηση των πρυτάνεων για την αδυναμία λειτουργίας των πανεπιστημίων. Η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση, απόρροιες εν πολλοίς της δημοσιονομικής λιτότητας, οδηγούν τα πανεπιστήμια σε αναστολή λειτουργίας μέσα στο τρέχον έτος. Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από τις ασυνέχειες και τις παλινωδίες αλλεπάλληλων υπουργών, που εφαρμόζουν ο καθείς τη δική του φιλόδοξη μεταρρύθμιση-απορρύθμιση την τελευταία τετραετία.
Η προσφιλής απάντηση των κυβερνητικών στελεχών στις πολλές παρόμοιες προειδοποιήσεις ήταν ότι οι πανεπιστημιακοί είναι συντεχνία που υπερασπίζεται τα προνόμιά της ή ότι κινούνται με αντιπολιτευτική διάθεση. Μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τους πρυτάνεις σήμερα, τους εκλεγμένους με τον νέο νόμο, που εθέσπισαν και εφάρμοσαν ακριβώς οι ίδιες κυβερνήσεις που προκαλούν τώρα ασφυξία στα πανεπιστήμια;
Ο λόγος τώρα αναβλύζει σκληρά πολιτικός: «Είναι απίστευτο να βγαίνει ο πρύτανης του αρχαιότερου πανεπιστημίου στη χώρα, να λέει ότι το πανεπιστήμιο κλείνει, και οι πολιτικοί να συμπεριφέρονται σαν να είπαμε καλημέρα», λέει ο κ. Θ. Φορτσάκης. Ο πρύτανης του Αθήνησι πέφτει από τα σύννεφα, ανακαλύπτει με οδυνηρό τρόπο την αναλγησία της πολιτικής τάξης. Προεκτείνει με ωμή ειλικρίνεια ο πρύτανης του ΕΜΠ, κ. Ι. Γκόλιας: «Το πανεπιστήμιο καταρρέει και αν δεν γίνει κάτι, πρέπει πλέον να είμαστε βέβαιοι ότι δεν είναι ανικανότητα. Η εντολή μπορεί να έρχεται από τους δανειστές μας, οι οποίοι μπορεί να κρίνουν ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται καλά πανεπιστήμια, παρά μονάχα τουρισμό. Ομως εμείς θα αντιδράσουμε».
Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε τους αριθμούς του μαρασμού. Ας σημειώσουμε μόνο τον υποτριπλασιασμό της χρηματοδότησης και τον υποδιπλασιασμό του διοικητικού προσωπικού, μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ας προσθέσουμε ότι δεν προκηρύσσονται νέες θέσεις καθηγητών, παρά τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις.
Αυτά ως προς το δυσοίωνο παρόν. Τώρα, ας δούμε αντιστοίχως πού καταλήγουν οι Ελληνες επιστήμονες, μετά την αποφοίτησή τους από το κατασυκοφαντημένο ελληνικό πανεπιστήμιο. Περιζήτητοι στη Γερμανία οι Ελληνες γιατροί, νηπιαγωγοί, μηχανικοί. Στο κράτος της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, το μεγαλύτερο της Γερμανίας, οι Ελληνες γιατροί ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα: 1.200 έως το 2013. Περίπου 3.000 σε όλη τη Γερμανία. Θυμάμαι ακόμη τη Γερμανίδα υπουργό Πολιτισμού της Ρηνανίας-Βεστφαλίας να μου λέει: «Στείλτε Ελληνες τεχνικούς και επιστήμονες στην κοιλάδα του Ρουρ, τους εχουμε τόσο ανάγκη!»
Το περασμένο καλοκαίρι πρόσκληση προς τους Ελληνες γιατρούς απηύθυνε και ο Τούρκος υπουργός Υγείας, Μεχμέτ Μουεζίνογλου: «Ξέρουμε ότι περίπου 15.000 Ελληνες γιατροί θα δουλέψουν τα επόμενα χρόνια στη Γερμανία και άλλοι 7.000 θέλουν να εργαστούν στο εξωτερικό. Οι πόρτες μας είναι ανοιχτές».
Ας δούμε τώρα τη σύνολη εικόνα. Σε έδαφος δημογραφικού μαρασμού, ύφεσης και ανεργίας, η Ελλάδα εξάγει πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, για τον σχηματισμό του οποίου, επί μισό αιώνα, έχουν ματώσει οικογενειακοί προϋπολογισμοί και έχουν δαπανηθεί δημόσιοι πόροι. Συστοίχως, συρρικνώνεται το εκπαιδευτικό σύστημα. Συρρίκνωση κοινωνίας, συρρίκνωση μέλλοντος.
Από το ένα άκρο, του καχεκτικού και δύσμορφου παραγωγικού ιστού, ο οποίος δεν μπορούσε να απορροφήσει ειδικευμένα και υπερπροσοντούχα Ελληνόπουλα, τώρα πάμε στο άλλο άκρο: διώχνουμε όλους τους επιστήμονες και τους ειδικευμένους, και στο εξής παράγουμε ανειδίκευτους εργάτες. Προσαρμογή, πράγματι. Και ανταγωνιστικότητα.
Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνουν ό,τι σωρεύει η καθημερινή εμπειρία: το ρεύμα μετανάστευσης αυξάνεται εντυπωσιακά. Από το 2009 έως το 2011, η μετανάστευση Ελλήνων προς χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυξήθηκε κατά 170%. Το 2012, ένας στους τέσσερις Ελληνες επιθυμούσε να μεταναστεύσει μόνιμα, το 4% το σχεδίαζε για τον επόμενο χρόνο.
Μόνο στη Γερμανία, την τελευταία τριετία μετανάστευσαν 25.000 Ελληνες, πολλοί εκ των οποίων είναι γιατροί, μηχανικοί, εκπαιδευμένοι επιστήμονες και επαγγελματίες. Προ μηνών υπουργός του κρατιδίου Β. Ρηνανίας – Βεστφαλίας μου περιέγραφε την κατάσταση στην κοιλάδα του Ρουρ, την βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας· πώς προσπαθούν να κάνουν πιο άνετη και ενδιαφέρουσα τη ζωή στις κωμοπόλεις της περιοχής για να προσελκύσουν εργαζόμενους στη βιομηχανία. Θέλουμε πολύ να έρθουν τεχνικοί απ’ όλη την Ευρώπη, η Γερμανία αντιμετωπίζει οξύ δημογραφικό πρόβλημα, ο πληθυσμός της γερνάει. Παρατήρησα ότι πολλοί νέοι Ελληνες αναζητούν εργασία στη Γερμανία, ιδίως οι πολυπροσοντούχοι επιστήμονες. Αχ, θέλουμε πολύ να έρθουν! απάντησε. Και η επίσης γερασμένη Ελλάδα, με το τρύπιο ασφαλιστικό σύστημα, τι θ’ απογίνει; ρώτησα. Εχετε δίκιο, αλλά τι να κάνουμε; Κι εμείς τους χρειαζόμαστε πολύ, απάντησε. Ηταν ειλικρινής και ευγενέστατη. Εργαζόταν με θέρμη για το μέλλον της πατρίδας της.
Σκέφτηκα αν συνειδητοποιούμε το μέγεθος της δημογραφικής καταστροφής, την απειλή εθνικού μαρασμού που ορθώνεται μπροστά μας. Οι Ελληνες μεταναστεύουν μαζικά για τρίτη φορά μέσα σε έναν κύκλο αιώνα: αρχές του 20ού αιώνα προς Αμερική, 1950-60 προς Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, δεκαετία 2010 προς πάσα κατεύθυνση. Την παρούσα φάση χαρακτηρίζει η φυγή όχι ανειδίκευτων εργατών αγροτικής καταγωγής, αλλά επιστημόνων και τεχνικών με πανεπιστημιακή εκπάιδευση, η οποία έχει πληρωθεί αδρά από τις οικογένειες καταγωγής και το ελληνικό κράτος.
Επιπλέον, το brain drain διεξάγεται σε έδαφος σοβαρής από χρόνια υπογεννητικότητας, προκληθείσας από άλλους κοινωνικούς παράγοντες, η οποία όμως φαίνεται να επιδεινώνεται ραγδαία εξαιτίας της κατάρρευσης των εισοδημάτων και της γενικευόμενης ανασφάλειας των μεσοστρωμάτων. Και χειρότερα: η έκρηξη της ανεργίας φέρνει το ασφαλιστικό σύστημα ακόμη πλησιέστερα στο σημείο μηδέν, στο μέτρο που οι εργαζόμενοι είναι πια λιγότεροι από της μη εργαζόμενους. Οταν οι νέοι φεύγουν και όσοι μένουν είναι εκτός εργασίας ή σε mini jobs, ποιοι θα πληρώσουν τις συντάξεις των ηλικιωμένων και την περίθαλψη όλων;
Για να διακοπεί εγκαίρως αυτή η πολλαπλώς θανάσιμη αιμορραγία σε εθνική-ιστορική κλίμακα, δεν αρκεί προφανώς να περιμένουμε να γεννηθούν έξι-εφτά χιλιάδες θέσεις εργασίας, όταν και όπως θα αποφασίσουν κάποια funds. Οι νέοι και οι άνεργοι πρέπει να οπλιστούν με κίνητρα, διευκολύνσεις και ευκαιρίες για να μπουν τώρα, αμέσως, στην εργασία· σε μεταβατικές δουλειές που θα οργανώσει το κράτος, ως μεγάλος εργοδότης ανάγκης, αλλά και σε δουλειές που πρέπει να ξαναδημιουργηθούν επειγόντως στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, στο πεδίο που υπέστη το τρομερότερο πλήγμα, στο πεδίο που προσφέρει το 85% των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα. Το ισχύον περιβάλλον της φοροεπιδρομής απαγορεύει σε οποιονδήποτε να ανοίξει επιχείρηση ή να εργαστεί σαν ελευθεροεπαγγελματίας έντιμα. Με 27% φόρο από το πρώτο ευρώ, με 4.000 αναγκαστική ετήσια εισφορά ΤΕΒΕ, και αβάσταχτο ΙΚΑ υπαλλήλων, κανείς δεν τολμά να σκεφτεί να ανοιχτεί στο επιχειρείν· οι Ελληνες κάθονται αδρανείς, παγωμένοι, και φυτοζωούν με συντάξεις γερόντων. Παγωμένοι γύρω από το ξόδι της Ελλάδας..
Κατά την περιγραφή της ελληνικής κρίσης οι δείκτες που προκαλούν αλγεινή εντύπωση και ασφαλώς κατανοούνται ευκολότερα από το ευρύ κοινό είναι οι δείκτες ανεργίας και ύφεσης, αντιληπτοί και στην καθημερινή ζωή, και ακολούθως το κατά κεφαλήν εισόδημα, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, το ιδιωτικό χρέος ως ποσσοτό του ΑΕΠ κ.λπ. Ενας δείκτης που δεν πολυαναφέρεται αλλά που έχει μεγάλη σημασία για την αντοχή της οικονομίας είναι ο δείκτης Σχηματισμού Ακαθάριστου Πάγιου Κεφαλαίου (GFCF – Gross Fixed Capital Formation). Ο δείκτης αυτός, πολύ χονδρικά, περιγράφει τις επενδύσεις μιας εθνικής οικονομίας, εν προκειμένω της ελληνικής, σε πάγια κεφάλαια. Πάγια περιουσιακά στοιχεία, εγκαταστάσεις, τεχνολογικός εξοπλισμός, γραμμές παραγωγής, κεφαλαιουχικά αγαθά. Οχι το διαθέσιμο χρήμα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, τα κέρδη από μεταβιβάσεις real estate.
O δείκτης ΣΑΠΚ στην Ελλάδα βαίνει μειούμενος με ραγδαίο ρυθμό από το 2008 και εφεξής, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ (15 Νοεμβρίου 2013), αλλά και σύμφωνα με την Ετήσια Εκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, με στοιχεία της Κομισιόν. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, λοιπόν, τα ακαθάριστα πάγια κεφάλαια άρχισαν να μειώνονται το 2008, κατά -14,8%, και η πτώση συνεχίστηκε όλα τα χρόνια της κρίσης, με αποκορύφωμα το 2012: μείωση -19,2%. Δηλαδή μέσα στα έξι χρόνια της ύφεσης, τα εθνικά πάγια επενδυμένα κεφάλαια μειώθηκαν κατά το ένα πέμπτο. Την τελευταία τριετία μάλιστα, 2010-13, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ μιλάει για αποεπένδυση, διότι πολλές επιχειρήσεις έπαψαν να λειτουργούν, άρα τα πάγια κεφάλαιά τους έχουν χαθεί οριστικά.
Η απώλεια αυτή είναι ακρωτηριασμός του εθνικού παραγωγικού κορμού με μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις. Μεσοπρόθεσμα επιδεινώνεται περαιτέρω η παραγωγικότητα της εργασίας, στο μέτρο που οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είναι αυτές που φέρνουν στην παραγωγική διαδικασία τις νέες τεχνολογίες και τις νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής. Οι αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών δεν βελτιώνουν την παραγωγικότητα ούτε την ανταγωνιστικότητα ― αυτό είναι πια κατεγεγραμμένο και μετρημένο.
Μακροπρόθεσμα, τα πράγματα είναι ακόμη πιο ζοφερά: καθώς το παραγωγικό δυναμικό της χώρας συρρικνώνεται, όταν και όπως γυρίσει ο καιρός και σταματήσει η ύφεση, και αρχίσει να θερμαίνεται η ζήτηση, τα εργοστάσια και οι εν γένει παραγωγικές μονάδες, αφυδατωμένες από την αποεπένδυση, δεν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τη ζήτηση, ούτε της εσωτερικής αγοράς ούτε των εξωτερικών αγορών. Τότε η ζήτηση θα στραφεί αλλού, η μεν εσωτερική στις εισαγωγές, η δε εξωτερική σε άλλες χώρες.
Η χώρα υφίσταται ένα τέτοιο αιμορραγικό σοκ, και στο τέλος του σοκ κινδυνεύει να βρεθεί χωρίς ακέραιο οργανισμό, χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις να αντιδράσει και να ανακάμψει γρήγορα. Πολύ περισσότερο, που η ανάκαμψη στηρίζεται κατά μέγα μέρος στην ικανοποίηση της εσωτερικής ζήτησης, όπως έχει δείξει και η εμπειρία της Αργεντινής και έχει επισημανθεί και στις εκθέσεις του ΔΝΤ. Και όχι στην αύξηση των εξαγωγών, τουλάχιστον όχι κυρίαρχα, όπως μονότονα υποστηρίζεται από την τρόικα.
Ενας από τους λόγους της ελληνικής κατάρρευσης ήταν η σταδιακή κάλυψη όλων των εσωτερικών αναγκών με εισαγωγές, και ο σταδιακός μαρασμός της εγχώριας παραγωγής. Δεν παραγόταν πλούτος, καταναλωνόταν πλούτος και εξάγονταν κέρδη σε υπεράκτιους παράδεισους, προς όφελος ενός αμαρτωλού κλειστού κυκλώματος τραπεζών και υπερχρεωμένων βιομηχάνων, και με τη συνδρομή παλαιότερα της δραχμικής κεντρικής τράπεζας και εν συνεχεία, επί ευρώ, με την αλόγιστη χρηματοπιστωτική επέκταση.
Αν με τον νέο οικονομικό κύκλο που θα αρχίσει κάποτε, επανέλθουμε σε αυτό μοντέλο, η ανάκαμψη απλούστατα δεν θα έλθει· η χώρα θα υποβαθμιστεί ιστορικά ακόμη περισσότερο. Ο κίνδυνος δεν είναι ορατός πια, είναι υπαρκτός. Το μοντέλο που προωθείται από το πρόγραμμα διάσωσης της τρόικας μέσω των διαρθρωτικών αλλαγών είναι προς την κατεύθυνση ενός laissez faire μοντέλου ασταθούς χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού με ελαστικότητες, με μικρό κράτος, χωρίς κεντρική τράπεζα φυσικά, και, όπως διαπιστώνεται από τον ΟΟΣΑ και την Κομισιόν, με συρρικνωμένη παραγωγική βάση. Αυτά είναι τα μακροοικονομικά στο ορατό μέλλον, σύντομα.
Στο παρόν βλέπουμε ήδη τα μικροκοινωνικά αποτελέσματα του μοντέλου: ανεργία σε διεθνώς ιστορικά υψηλά, μια χαμένη γενιά, μισθοί στα 400 ευρώ, συντάξεις στα 350, ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου, προνοιακές δομές και δημόσια παιδεία υπό κατάρρευση· ας προσθέσουμε τo brain drain και τη δημογραφική φθίση.
Ξανά στην πολιτική. Το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Παρόμοια απομείωση του GFCF, αύξηση ανεργίας, μετανάστευσης και φτώχειας, παρατηρείται και στην Ιρλανδία του success story. Παρόμοια στην Πορτογαλία. Στην Ισπανία πορεύονται με άνεργο ανάπτυξη, κι επιπλέον εκεί τα 100 δισ. ευρώ της τραπεζικής ανακεφαλαίωσης δεν φορτώθηκαν στο δημόσιο χρέος όπως στην Ελλάδα, αλλά χορηγήθηκαν μέσω του ΕFSF. Το ελληνικό πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό. Κατά τούτο δεν μπορεί να επιλυθεί εκ ολοκλήρου αυτοτελώς.
Η εγχώρια πτυχή του συνίσταται κυρίως στο νοσογόνο κλειστό κύκλωμα των μεγάλων επιχειρήσεων με το τραπεζικό σύστημα, και στην αμαρτωλή διαπλοκή αυτών των δύο με το πολιτικό σύστημα. Το νοσογόνο αυτό τρίγωνο προσπαθεί να επιβιώσει από τα πλήγματα του ξένου παράγοντος, που το βλέπει περιφρονητικά, μεταθέτοντας όλα το κόστος της αναδιάρθρωσης στην κοινωνία. Και υπονομεύοντας όλη την εθνική παραγωγική βάση.
Η κραυγή απόγνωσης μιας Ελληνίδας ερευνήτριας, της Βαρβάρας Τραχανά, στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Nature, έθεσε και πάλι το πρόβλημα της διανοητικής αποστράγγισης της Ελλάδας. Η κ. Τραχανά υποστηρίζει ότι έως το 2010, πριν δηλαδή κορυφωθεί η κρίση, 120.000 Ελληνες επιστήμονες εργάζονταν ήδη στο εξωτερικό. Ο αριθμός αυτός ακούγεται συχνά· και μάλλον δεν είναι υπερβολικός, αν λογαριάσουμε ότι για αρκετά χρόνια η χώρα είχε υπερπαραγωγή ειδικευμένων αποφοίτων πανεπιστημίου χωρίς ανάλογες παραγωγικές δομές για να τους απορροφήσει. Η χαώδης αναντιστοιχία επιστημόνων και οικονομικής δομής και η συνεπαγόμενη «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain), ήδη το 2010, έχει περιγραφεί στην έρευνα του καθ. Λόη Λαμπριανίδη, που εκδόθηκε το 2011 ( «Επενδύοντας στη φυγή: η διαρροή επιστημόνων από την Ελλάδα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», εκδ. Κριτική).
Οι συνέπειες της διαρροής είναι σοβαρές τώρα, αλλά ίσως όχι ευκόλως ορατές. Τώρα βλέπουμε τον αρχόμενο μαρασμό της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας· αφενός, εξαιτίας του κακού σχεδιασμού κατά το παρελθόν: υπερεπένδυση κατά τομείς, σπατάλη πόρων, απουσία μακροπρόθεσμου σχεδίου, πελατειακές και τοπικιστικές σκοπιμότητες, συντεχνιακή νοοτροπία των ακαδημαϊκών δασκάλων. Αφετέρου, εξαιτίας της δραστικής, και σε πολλές περιπτώσεις φονικής, περικοπής των δημοσίων δαπανών για εκπαίδευση και έρευνα στα χρόνια του μνημονίου.
Είναι ευνόητο εξάλλου ότι υπό συνθήκες αφόρητης οικονομικής πίεσης, πολλές οικογένειες δεν θα μπορούν εφεξής να στηρίξουν τις σπουδές των παιδιών τους, όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά ούτε και σε ιδρύματα μακριά από τον τόπο κατοικίας. Συμβαίνει ήδη.
Υπάρχει όμως και το μέλλον: Ο λυσιτελής ανασχεδιασμός της εκπαίδευσης συμβαδίζει απαραιτήτως με τον ανασχεδιασμό της παραγωγής, δηλαδή με την εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου μακράς πνοής, που θα τοποθετεί την Ελλάδα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας βάσει των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και των δυνατοτήτων της, πραγματιστικά, απροκατάληπτα, με φαντασία και τόλμη. Ο Πρόεδρος του Ισραήλ Σιμόν Πέρες, ο πολύπειρος ηγέτης, το περασμένο καλοκαίρι μάς το είπε ζυγισμένα και ιστορικά: «Το μέγεθος μιας χώρας δεν κρίνεται από την έκταση του εδάφους της, αλλά από το επίπεδο ανάπτυξης και την τεχνολογία της. Η Ελλάδα έχει ψηλά βουνά που θα σας φέρουν τουρίστες, αλλά χρειάζεστε υψηλή τεχνολογία που θα σας φέρει επενδύσεις».
Η αποεπένδυση σε εκπαίδευση και έρευνα προοιωνίζεται όχι μόνο κοινωνικές ανισότητες, αλλά και εθνικό μαρασμό: με ποιες διανοητικές δυνάμεις θα ανακάμψει η χώρα, όταν η ύφεση επιτέλους πιάσει πάτο; Οταν οι πιο άξιοι και καταρτισμένοι, οι εκπαιδευμένοι με δημόσια δαπάνη και με την έως αιμορραγίας χρηματοδότηση των οικογενειών, εγκαταλείπουν τις εστίες τους, σαν οικονομικοί πρόσφυγες, για να προσφέρουν τις γνώσεις και τη ζωτικότητά τους στην υπερορία; Οταν φεύγουν οι νέοι και απομένει να οικοδομήσει το μέλλον ο πιο γηρασμένος πληθυσμός της Ευρώπης, με σαρωμένα ασφαλιστικά ταμεία και ετοιμόρροπο κράτος πρόνοιας; Προ εβδομάδων το περιοδικό Der Spiegel εικόνιζε στο εξώφυλλο του νέους Νοτιοευρωπαίους με τη, σχεδόν θριαμβευτική, διαπίστωση: Τα καλύτερα μυαλά της Ευρώπης στην υπηρεσία της γερμανικής οικονομίας.
Η κρίση δεν είναι μόνο ο παρών πόνος. Είναι και η απώλεια των προϋποθέσεων του μέλλοντος.
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου. Εγραφε ο Καρυωτάκης το 1928, μετά την καταστροφή. Τι μπορούμε να υποθέσουμε σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, για την εν προόδω καταστροφή; Ας πάρουμε την πιο αισιόδοξη υπόθεση: ότι δεν θα καταστραφούμε περισσότερο. Ακόμη όμως και με αυτή την αισιόδοξη υπόθεση, είναι απολύτως αναγκαίο να καταλάβουμε ποια είναι η παρούσα κατάσταση της χώρας και των ανθρώπων της. Μόνο κατανοώντας τα μεγέθη της πενταετούς ύφεσης και ανεργίας, μόνο κατανοώντας τις τσακισμένες δομές του κράτους και της οικονομίας, μόνο κατανοώντας τις νοοτροπίες και το ήθος της κοινωνίας που εξέθρεψε και υπέστη αυτό το κράτος και αυτή την οικονομία, μόνο τότε θα μπορέσουμε να βγούμε από την κρίση για να ανατάξουμε τα ερείπια και τα ράκη, μόνο τότε θα διαρρήξουμε τον κύκλο της παρακμής και θα αρχίσουμε να αναδυόμαστε. Μόνο αν καταλάβουμε.
Δεν είναι εύκολο. Η κρίση, η δυσχέρεια, η διατάραξη, η επελαύνουσα καταστροφή θολώνουν τον νου. Το πλήθος, σαν ρευστό, παίρνει το σχήμα της κοινωνίας που του δίδεται· συνήθως δεν έχει τη δυνατότητα να το επιλέξει ή να το άλλάξει, αλλά κι όταν ακόμη παρουσιάζεται η τέτοια δυνατότητα, το πλήθος διστάζει, λοξοδρομεί, συχνά επιλέγει να παραμείνει στο οικείο σχήμα του ετερόνομου και του κυριαρχούμενου, του πελάτη και του ραγιά, επιλέγει να δει το ποτήρι μισογεμάτο, να αφεθεί στον γλυκό ύπνο του παγετώνα, να κοιμηθεί υπό την χιόνα, κι ας γίνει η χιών σινδών, σάβανον.
Κάτι τέτοιο παρατηρείται τώρα. Μετά τον αιφνιδιασμό, την αγανάκτηση, την οργή, τον φόβο, την απελπισία, τώρα έρχεται η σειρά μιας πεισμωμένης ψευδαίσθησης, ενός φενακισμού, μιας απεγνωσμένης πεποίθησης ότι κάτι θα συμβεί και θα σωθούμε. Ποιος όμως θα μας σώσει, αν εμείς δεν μπορούμε να αναλάβουμε τη βαριά ευθύνη να σωθούμε; Να αλλάξουμε με τους δικούς μας όρους; Το πολυτιμότερο, καίτοι πικρό, δίδαγμα της κρίσης είναι αυτό. Διότι ήδη έχουμε αλλάξει, ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε, ακόμη κι αν δεν το αποδεχόμαστε, επειδή είναι επώδυνο ή ανησυχητικό, επειδή διαταράσσει ισορροπίες και βολέματα. Η Ελλάδα έχει αλλάξει τα χρόνια της κρίσης, βαθιά, αμετάκλητα· τίποτε δεν είναι ίδιο, τίποτε δεν θα ξαναγίνει ίδιο. Είμαστε κοινωνία σε μετασχηματισμό.
Είμαστε καταρχάς χώρα που έχει χάσει την αξιοπιστία της, είμαστε λαός που προκαλεί την αντιπάθεια ή τον οίκτο. Αυτές οι απώλειες είναι χειρότερες κι από την φτώχεια, αν το ζυγίσουμε, αν βγούμε προσώρας από τα βάσανά μας και δούμε τους εαυτούς μας σε μακρύτερη διάρκεια. Ασφαλώς και παίξαμε το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος σε μια κρίση διεθνή, που δεν τη γεννήσαμε. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία πια, καθώς το δυσμενές ψευδές στερεότυπο εδραιώνεται στα βλέμματα των περισσότερων συνευρωπαίων. Το στερεότυπο θα αλλάξει μόνο αν αλλάξουμε εμείς τη μοίρα μας, αν αλλάξουμε τους όρους του παιχνιδιού.
Η επίγνωση λοιπόν καταρχάς. Η επίγνωση ότι η κοινωνίας μας δεν συνέχεται πλέον με τους δεσμούς της παραδοσιακής οικογένειας, διότι έχει κι αυτή αλλάξει, δεν συνέχεται με τους πελατειακούς δεσμούς, τους εγνωσμένα καταστροφικούς. Δεν συνέχονται καν οι τάξεις με τους δικούς τους εσωτερικούς δεσμούς, διότι εν τω μεταξύ οι παλιές ταξικότητες απέμειναν άδειες χωρίς τις γκρεμισμένες βεβαιότητες, σε περιβάλλον φτώχειας, διότι οι παλιές οριοθετήσεις αναπροσδιορίζονται βίαια, και διότι νέες ταξικότητες αναδύονται, οριζόμενες από τους επισφαλείς εργαζόμενους και τους εργάτες της γνώσης, τους πρεκάριους και τους κογκνιτάριους.
Επίγνωση για τις καινοφανείς δημογραφικές και ανθρωπολογικές διαστρωματώσεις, που θα ορίσει η αποστράγγιση του εθνικού κορμού από τους νέους με υψηλή μόρφωση και δεξιότητες, εφόσον συνεχιστεί η παραγωγική ερήμωση.
Επίγνωση για τις νέες κοινωνικές και ιδεολογικές αποτυπώσεις, όσο θα επελαύνουν ανασφάλεια και έγκλημα στον καθημερινό βίο, με ίχνη ήδη ορατά στο πολιτικό πεδίο: εκρηκτική άνοδος της άκρας δεξιάς. Με αποτυπώσεις βαθύτερες στην συλλογική ψυχή ενός λαού πληγωμένου και συκοφαντημένου: θα νιώθει προδομένος, απομονωμένος, δεν θα τον καταλαβαίνουν και θα αποσύρει τις κεραίες του προς την εσωστρέφεια και τον γλυκύ μαρασμό του ανάδελφου.
Σε φόντο υλικής καταστροφής βίων και ψυχών, τέτοιες σκέψεις γύρω από αναδυόμενες ιδεολογίες και συμπεριφορές μπορεί να ακούγονται σαν άκαιρος σχολαστικισμός. Δεν είναι. Οι ενδεχόμενοι εαυτοί της κρίσης, στρεβλοί, πικραμένοι, τυφλοί, αυτοκαταστροφικοί, είναι εμείς. Αυτό να προλάβουμε.
Πριν από τέσσερις-πέντε δεκαετίες, όχι και τόσο παλιά δηλαδή, η φτωχή Ελλάδα υποδεχόταν το τουριστικό της θαύμα, αθώα και ειδυλλιακή. Ηταν η επιτομή της γραφικότητας, η χαρά του ανθρωπολόγου. Στα χωριά εδέσποζαν ο χωροφύλακας και ο παπάς, οι δημογέροντες του καφενείου, παιδιά κουρεμένα γουλί, γυναίκες ακαθορίστου ηλικίας με μαντίλες. Οι άνδρες άφαντοι· τους είχε καταπιεί η μετανάστευση.
Σταδιακά, οι άνδρες σταμάτησαν να μεταναστεύουν στη Γερμανία, την Αυστραλία, την Αμερική, οι δουλειές αβγάτιζαν στην ντόπια ανοικοδόμηση και στον τουρισμό, η αστυφιλία ερήμωσε τους δημογεροντικούς καφενέδες και γέμισε τα δυάρια και τριάρια, οι επήλυδες πρώην αγρότες ανακάλυψαν νέα επαγγέλματα: θυρωροί, κλητήρες, ψιλικατζήδες, λαχειοπώλες, τρικυκλατζήδες, μπακαλόγατοι ― ό,τι σήμερα ονομάζεται ευσχήμως γραφειοκρατία και παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών. Η ύπαιθρος ερήμωσε, οι μπαξέδες έγιναν χέρσα αγροτεμάχια, τα χορτολιβαδικά μεταλλάχθηκαν σε οικόπεδα, η τηλεόραση εκσυγχρόνισε τα ήθη και ισοπέδωσε τις ντοπιολαλιές, το ουίσκι των επιδοτήσεων παραμέρισε το τσίπουρο και τα στυφόκρασα.
Παρομοίως, στα άστεα, δηλαδή στο ένα και τεράστιο Αστυ. Οι καφενέδες με πρέφα και ντεμπισίρι αντικαταστάθηκαν από καφετέριες φραπέ και φρέντο, οι δρομίσκοι ξεχείλισαν ΙΧ με δόσεις, οι λουτρομπιντέδες του Μάριου Χάκκα έγιναν τζακούζι σε αποικίες από μεζονέτες, η Ελλάς έπλεε πλησίστιος στη νεωτερικότητα των ευρωπαϊκών πακέτων.
Επιδοτούμενη ευημερία και εκσυγχρονισμός. Με ευρωπαϊκό χρήμα, με δανεικό χρήμα, με μαύρο χρήμα, με μαύρη εργασία μεταναστών. Μεταναστών; Ναι, η Ελλάδα εισάγει πια μετανάστες· οι γειτονικές χώρες, και οι πιο μακρινές, στέλνουν ανθρώπους πολύ φτωχούς, φτωχότερους από τους Ελληνες. Οι φτωχοί μετανάστες προσφέρουν άφθονη μαύρη εργασία, φτηνή, που μπαλώνει τρύπες και καλύπτει αδυναμίες. Η Ελλάς ευημερεί και με αυτούς, ξεκοκκαλίζοντας επιδοτήσεις, μαύρο χρήμα, αποταμιεύσεις, εφάπαξ, οικόπεδα, δάνεια και κυμαινόμενο επιτόκια… Χωρίς να το καταλάβει, τα έχει φάει όλα, ξεπουλάει έπιπλα και ασημικά, δανείζεται κι άλλο, κι άλλο… Και―
Και ύστερα ήρθε η κρίση. Σαν θύελλα. Οικονομική, κοινωνική, πολιτική, συστημική. Οι πόλεις ξεχείλισαν μετανάστες και πρόσφυγες, απόκληρους και πρεζάκια, ζητιάνους και παιδιά των φαναριών· η νομαδική φτώχεια δεν κρύβεται. Μαζί της αναδύεται και η νέα φτώχεια των ιθαγενών· οι μεγαλωμένοι με υποσχέσεις ευημερίας αντικρίζουν ένα περίκλειστο σύμπαν που όταν δεν τους αποκλείει στις παρυφές με τους γκασταρμπάιτερ, τους στριμώχνει σε τόσες δα χαραμάδες, στη χαραμάδα του βασικού μισθού, στην υπερεργασία, στην επισφάλεια, στον δανεισμό. Στη διάψευση.
Διάψευση. Το 2009, τα ασανσέρ της κοινωνικής ανόδου, της επιχειρηματικότητας, μιας οποιασδήποτε κινητικότητας, τέλος πάντων, έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας, μονίμως στο Off. Kαι οι σκάλες είναι κατειλημμένες από τέκνα, σόγια και ημετέρα πελατεία. Η πανεπιστημιακή μόρφωση, αποκτημένη με κόπο και χρήμα, πτυχίο, μάστερ, διδακτορικό, δεν ενεργοποιεί το ασανσέρ, τα βιογραφικά σωριάζονται σε συρτάρια και mailbox, δεν ανοίγουν θύρες· οι θύρες μισανοίγουν μόνο με μέσον.
Οποιος βγαίνει «έξω», πανεπιστημιακός μετανάστης, αν πετύχει καλές σπουδές και ειδίκευση, θα βρει μια καλή δουλειά, ανάλογη των προσόντων του. Δεν γυρνάει. Αν γυρίσει, τραβιέται σε άσκοπα ίντερβιου, απογοητεύεται, ξαναφεύγει. Ή μισοβολεύεται, μένει, και σιχτιρίζει.
Γυρνάω το βλέμμα στα ’80s. Εως τότε, το πτυχίο οδηγούσε σε μια δουλειά, ένα επάγγελμα, μια καριέρα. Υπήρχε ένας στοιχειώδης παραγωγικός ιστός, ο αγροτικός τομέας δεν είχε αποδιαρθρωθεί εντελώς, ο τουρισμός και η οικοδομή πρόσφεραν θέσεις εργασίας και εισόδημα, οι υπηρεσίες είχαν περιθώρια ανάπτυξης. Οι νέοι μηχανικοί, γιατροί, δικηγόροι επέστρεφαν στις επαρχίες τους και πρόκοβαν, ζούσαν καλύτερα απ’ ό,τι στην Αθήνα. Μια μειοψηφία μόνο επιθυμούσε να μπει στο Δημόσιο και να πορευτεί με τους γλίσχρους μισθούς του· το επέλεγαν φιλόλογοι, φυσικομαθηματικοί και γυμναστές, ίσως και μερικοί των οικονομικών· όλοι οι άλλοι αναζητούσαν τύχη στο ελεύθερο επάγγελμα και στον ιδιωτικό τομέα.
Από το ‘90 και μετά, εκλείπει και αυτή η δυνατότητα. Η υπερπροσφορά μαύρης, φτηνής εργατικής δύναμης από τα πλήθη των μεταναστών, η επέλαση της χρηματοπιστωτικής οικονομίας και των ιδιωτικοποιήσεων, η απίσχναση παραδοσιακών παραγωγικών δομών, η κατίσχυση ενός άπληστου καταναλωτικού ήθους, η απαξίωση των πτυχίων και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, η υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, η υπερσυγκέντρωση στις κατασκευές και στο εμπόριο, όλα μαζί προκαλούν κατάρρευση των μικρομεσαίων στρωμάτων. Καταρρέουν οι υλικές προϋποθέσεις, καταρρέει ο ορίζοντας προσδοκιών, καταρρέει το πλαίσιο αξιών. Τα γράμματα δεν οδηγούν στα άρματα: όχι άνοδο και πλούτο, αλλά ούτε καν μια ήσυχη θεσούλα δεν προσφέρουν.
Εως πρόσφατα, όσοι πήγαιναν «έξω» ονειρευόντουσαν το εδώ, την πατρίδα, τη σωματική σχέση με την εστία, τη φύση, την οικογένεια και τους φίλους. Επέστρεφαν. Και μαζί έφερναν το δυναμικό τους, τη γνώση του έξω, τον κοσμοπολιτισμό μαζί με έναν υγιή πατριωτισμό. Οχι πια. Οσοι πάνε έξω για κάτι παραπάνω από μονοετές μάστερ σε βρετανική φάμπρικα, είπαμε: Μένουν εκεί. Και νοσταλγούν την Ελλάδα ως τόπο διακοπών, ως γραφικότητα.
Πολύ περισσότερο: Τώρα ακούω όλο και συχνότερα τους ίδιους τους νέους να θέλουν να φύγουν και να μην ξαναγυρίσουν. Και οι γονείς τους τι κάνουν; Τους συμπαραστέκονται.
Εξάγουμε μυαλά, τα καλύτερα μυαλά, τον ανθό της ελληνικής κοινωνίας. Ξαναγυρνάμε ειρωνικά και τραγικά, αντεστραμμένα, στο ‘50 και το ‘60, μείον την ελπίδα: στη γραφικότητα μιας χώρας γερόντων και δημογερόντων, χωρίς μυαλά, χωρίς νιότη. Η Ελλάδα του 2020 δείχνει από τώρα το πρόσωπό της: χωροφύλακες, θυρωροί, σεκιούριτι, ντελίβιρι, λιμενοφύλακες, τσιτσερόνε, γκαρσόνια, ημιαπασχολούμενοι, χασομεράνε σε απέραντα καφενεία μη καπνιστών. Είναι το ίζημα του ελληνισμού. Ο αφρός βρίσκεται στη Διασπορά.