You are currently browsing the category archive for the ‘art links’ category.

andros_1

 

Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.

Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.

Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.

Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:

Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.

Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.

Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.

Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.

Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.

Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.

Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.

Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.

φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.

Η είδηση του θανάτου της Τζένης Βάνου με οδήγησε ακαριαία στη συνέντευξή της στην Καθημερινή της Κυριακής, τα Χριστούγεννα του 2010 («Ολη η ζωή μου είναι ένα δυνατό μελό»). Θυμήθηκα αχνά το περίτεχνο σκαρίφημα βίου που είχε αποδώσει η Γιώτα Συκκά μέσα από τη συνομιλία της με τη σπουδαία τραγουδίστρια. Ανέτρεξα στο αρχείο και ανασυστήθηκε μπρος στα μάτια μου η συνομιλία, ο πολυκύμαντος βίος, η αδρή προσωπογραφία, μια ολόκληρη εποχή και μια Ελλάδα, όχι μακρινή αλλά μισοξεχασμένη και παρερμηνευμένη.

Οταν είδα εκτενείς αναπαραγωγές αυτής της συνέντευξης (δυστυχώς χωρίς τη δέουσα παραπομπή και απόδοση), θυμήθηκα επίσης τις πολλές συζητήσεις με τη συνάδελφο και φίλη Γιώτα, για την αξία τέτοιων (αυτο)προσωπογραφιών, για την αξία να συναντάς τις περασμένες δόξες, τις μισοξεχασμένες, και να τιμάς τους ανθρώπους. Διότι, τιμώντας τους παλαιούς καλλιτέχνες, τιμάς και το κοινό τους, ανασυστήνεις εποχές, ενώνεις το παρελθόν με το παρόν, κρατάς αναμμένη τη μνήμη, προσφέρεις μαρτυρίες και τεκμήρια στην άγραφη ακόμη Ιστορία.

Αυτή είναι η στερνή γνώση. Στην αφετηρία ωστόσο βασικό μέλημά μας είναι πάντα το ανάγνωσμα να προσφέρει χαρά· χαρά σε αυτούς που το κατασκευάζουν, συνεντευξιαζόμενο και συνεντεύκτη, και κυρίως να προσφέρει χαρά σε αυτούς που το διαβάζουν, αισθητική απόλαυση, ερέθισμα για σκέψη, για αναστοχασμό.

Με αυτά τα κριτήρια, η συνέντευξη της Τζένης Βάνου είχε πετύχει τους στόχους της. Η ζωή ανάβλυζε από κάθε φράση της, από τα συμβάντα, τις περιγραφές, τα αισθήματα, τους επιμέρους απολογισμούς. Διαβάζεις και ακούς ήδη τα τραγούδια της. Ακούς τη Φωνή: την έκταση, το σπάνιο μέταλλο, το χρώμα, το αίσθημα. Σου θυμίζει την έκταση και την ορμή της Ιταλίδας Μίνας. Ταυτοχρόνως, ακούς την εποχή, τις εποχές της φωνής: την «ελαφρά», την τζαζ εποχή του ’60, τα λαϊκά του ’70, τα καψούρικα του ’80. Μια ελληνική διαδρομή. Με ποικίλες προσλήψεις, με ποικίλα ακροατήρια, που αλλάζουν μες στο χρόνο, καθώς αλλάζουν τα γούστα, οι συνήθειες, η κοινωνία. Μια ελληνική διαδρομή σε απρόσμενους τόπους, όπως μου τη διηγήθηκαν φίλοι: τραγούδια έρωτα παιγμένα σε νυχτερινές κούρσες στη Νέα Υόρκη και στην Αβάνα.

Εχουν μεγάλη αξία αυτές οι καταγραφές βίων και αισθημάτων. Αξία όχι μόνο ιστορική, αλλά και παιδευτική, εμψυχωτική, τονωτική του αισθήματος κοινότητας. Βοηθούν να ξαναδούμε το βιωμένο παρελθόν με έμπειρο βλέμμα, να το κρίνουμε και να το αποτιμήσουμε. Προσφέρουν ένα όχημα για να κάνουμε τη νοσταλγία δημιουργική, προωθητική.

Ας πούμε, τα χρόνια του ’60 και του ’70 συχνά παρουσιάζονται ως απωλεσθέντες μικροπαράδεισοι, κυρίως από νεότερους ανθρώπους που προσεγγίζουν το παρελθόν αναχρονιστικά και αισθητικά. Ακούγοντας την εξομολόγηση της Τζένης Βάνου, μαζί με την προσωπική περιπέτεια, ακούς ταυτόχρονα την κοινωνία της εποχής, τις προκαταλήψεις, τη θεσμισμένη βία της, την αισιοδοξία των ανθρώπων, την πίστη στη ζωή. Με διαφορετικές φόρμες ακούς καθαρά ή υπόκωφα όλες τις εποχές και το habitus κάθε εποχής, στα δροσερά τραγούδια του ’60, στα λαϊκά του ’70, στα καψούρικα του ’80, στη διαρκή επίκληση του έρωτα, της αγάπης, του αγγίγματος. Κλιμακωτά και φυγόκεντρα, κυματιστά, με επαναλήψεις και ρήγματα, ακούς τη ζωή.

Πριν από μέρες έπεσα πάνω σ’ ένα βίντεο στο YouTube, εκ παραπομπής Facebook. Κωσταντής Πιστιόλης – ηπειρώτικα και τζαμαρίσματα, ο τίτλος. Ενα ερασιτεχνικό βίντεο γυρισμένο 25 Σεπτεμβρίου στην οικία του ακορντεονίστα Αλέκου Καμπουράκη, όπου είχαν μαζευτεί μουσικοί να τιμήσουν τα γενέθλια του συναδέλφου τους. Κλαρίνο και τραγούδι ο 24χρονος Κωσταντής Πιστιόλης, ακορντεόν ο οικοδεσπότης, κοντραμπάσο ο Πάνος Τσίτσικας, σαντούρια, βιολιά, μαντολίνο, κιθάρες παιδιά απόφοιτοι του Μουσικού Λυκείου Παλλήνης.

Τα 22 λεπτά του κακοφωτισμένου βίντεο αποκαλύπτουν μιαν άλλη Ελλάδα. Εγκαρδιωτική. Δεν είναι μόνο η ποιότητα της μουσικής και των μουσικών, είναι το ήθος και το αίσθημα που αναβλύζει, η δύναμη, η αισιοδοξία, ο αισθητικός και πνευματικός πλούτος. Κι είναι ένα ελπιδοφόρο μπόλιασμα της παράδοσης πάνω στον ίλιγγο του καιρού μας.

Ο Κωσταντής κατάγεται από την Κόνιτσα και έχει βγει από το Λύκειο Παλλήνης· παίζει κλαρίνο, άσκαυλο, τρομπέτα, φλάουτο, ό,τι πνευστό πέσει στα χέρια του. Τον τελευταίο καιρό συμμετέχει στο συγκρότημα του Γιάννη Χαρούλη. Επί σκηνής είναι ένας αρχαίος και υπερμοντέρνος ράστα που παίζει με όλο του το σώμα, χορεύει, τραγουδάει, δονείται σαν ροκ περφόμερ. Αγαπημένα του τραγούδια τα δημώδη ηπειρώτικα «Ξενιτεμένα μου πουλιά», «Ποιος πλούσιος απέθανε», με τις απροσδόκητα πλούσιες αναφορές στη σημερινή συνθήκη: «Ωρέ ξενιτεμένα μου πουλιά, πω πω, στο κόσμο σκορπισμένα. Η ξενιτιά σας χαίρεται, πω πω, τα νιάτα τα γραμμένα», και «Ποιος πλούσιος απέθανε και πήρε βιος γιέ μου μαζί του. Ωρέ πήρε τρεις πήχες σάβανο να ντύσει ο μαύρος το κορμί του».

Η βιρτουοζιτέ του 24χρονου Κονιτσιώτη είναι το προφανές. Το βαθύτερο είναι η αναπάντεχα δημιουργική σχέση αυτών των νέων παιδιών με την παράδοση· πώς κατορθώνουν να την κάνουν δραστική και απολύτως σύγχρονη τέχνη, να την μπολιάζουν με τον ηλεκτρισμό, τα ήθη της ροκ συναυλίας και του κλαμπ, με τη σημερινή ευαισθησία.

Ο νους τρέχει αμέσως στον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τον Γιάννη Αγγελάκα: είναι οι δύο τραγουδοποιοί με την μεγαλύτερη επιρροή και δημοφιλία σήμερα. Και οι δύο αναμιγνύουν διαρκώς τον ηλεκτρισμό με τα παραδοσιακά, το δημώδες με το ροκ, το λαϊκό με το μοντέρνο. Και οι δύο λατρεύονται σε μια ηλικιακή γκάμα που αρχίζει από τους τινέιτζερ και φτάνει στους εξηντάρηδες ― τρεις γενιές!

Είναι και οι δυο πενήντα-κάτι. Και φυσικά δεν είναι όμοιοι καλλιτεχνικά. Ο Θανάσης έκανε καριέρα σχετικά μεγάλος· ξεκίνησε από τα λαϊκά και βαθμιαία ανοίχτηκε στον ηλεκτρικό ήχο, τις πρωτοριακές αναζητήσεις, τις σιωπές. Και πάντα με σύνθετο, δύσκολο στίχο, σμίγοντας αξεδιάλυτα δημώδεις δεκαπεντασύλλαβους με Πεσσόα («Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος, η χαραυγή θα σε ξεκάνει»).

Ο Αγγελάκας ηγείτο της σημαντικότερης ροκ μπάντας: οι Τρύπες προσφέρουν ακόμη και σήμερα ροκ μύηση στους έφηβους. Μαζί με και μετά τις Τρύπες, ο Αγγελάκας, ήδη ροκ σταρ, προσέγγισε ταυτόχρονα το ρεμπέτικο και την πρωτοπορία, κι έκανε μερικά σπουδαία λαϊκά-ποπ τραγούδια. Η «Γιορτή», το «Σιγά μην κλάψω σιγά φοβηθώ, το Σαράβαλο («Ποιος κλαίει μέσα μου και μου λέει / ξύπνα δεν είναι όνειρο το χιόνι που μας καίει / η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει»), είναι ολοκληρωμένες καταγραφές του κόσμου μας, μετουσιωμένες με πολυφωνικά και ροκ τραγουδίσματα, με μπαγλαμάδες και tapes. Εθνικοί ύμνοι.

Αναπόφευκτα ο νους τρέχει στους Mode Plagal, στον τζάζμαν σαξοφωνίστα Θοδωρή Ρέλλο και τον ροκ κιθαρίστα Κλέωνα Αντωνίου, όταν αναδημιούργησαν εμπνευσμένα σε τζαζ πριν από δύο δεκαετίες, «Στης πικροδάφνης τον ανθό», το στοιχειωμένο τραγούδι στο φιλμ Σπιρτόκουτο του Γ. Οικονομίδη, που άνοιξε νέους δρόμους στο ελληνικό σινεμά. Οι Mode Plagal δεν έγιναν ποτέ σταρ, αλλά η επιρροή τους παραμένει ανεπανάληπτη και η παρουσία τους διαρκώς γόνιμη. Πιο πρόσφατα, άλλοι νεότεροι, όπως οι Χαΐνηδες, ή ο Γιάννης Χαρούλης με τα μοναδικά φωνητικά και εκφραστικά προσόντα, συνεχίζουν αυτή την επαναπροσέγγιση της παράδοσης. Και είναι εντυπωσιακά δημοφιλείς.

Γιατί; Προσφέρουν γενεαλογία, γείωση, ρίζες, ταυτότητα. Βακχεία και όνειρο. Υπηρετούν τη βαθύτατη και διαρκή ανάγκη για μια τέχνη λαϊκή και ιστορική, υψηλή και άμεση, δραματική αλλά όχι συναισθηματολογούσα, πικρή αλλά όχι μαύρη, όπου συνυπάρχουν λυτρωτικά η αποδοχή του θανάτου και η δόξα της ζωής. Ο Θανάσης, ο Αγγελάκας, οι Mode Plagal, οι πενηντάρηδες, μαζί με τους εικοσάρηδες Xαρούλη, Πιστιόλη, τα παιδιά της Παλλήνης, προβάλλουν το σκοτεινό παρόν στο φωτεινό μέλλον.

Αιωρούμασταν πάνω από το λεκανοπέδιο, βλέποντας πίσω απ’ τα φώτα άγρυπνα όρη αττικά. Το μελτέμι ανακούφιζε σώματα και ψυχές κουρασμένες από την ολοήμερη δουλειά ή τη δυσοίωνη αργία. Στο τραπέζι εδέσματα και κρασιά απ’ όλη την Ελλάδα, ο καθείς έφερνε το κατιτίς του και οι μάγειρες την τέχνη τους. Λευκοτύρι σφήνα Λευκάδας, βασιλομανίταρα Γρεβενών, οι κορυφές.

Η κουβέντα γυρνούσε ανάμεσα σε προπέρσινα νησιά και παλαιές αποδράσεις, ακούγαμε με ορθάνοιχτα μάτια τον Νίκο να μας οδηγεί στη Route 66, στην λευκή έρημο του Νιού Μέξικο, τη Λουιζιάνα, όλη την Καλιφόρνια, τη Νεβάδα, το Κολοράντο, στο Μπέρκλεϊ και το LA. Σχεδόν ακούγαμε και το ράδιο στον σκαραβαίο με το καμένο κύλινδρο καθώς ο Ελληνάς μας οδηγούσε 72 ώρες άυπνος, σαν Χάντερ Τόμσον και Γκίνσμπεργκ μαζί.

Το ιουλιανό spleen οδηγεί ρωμαλέα την ασπόνδυλη κουβέντα προς τα Εκεί. Για θυμηθείτε το καλοκαίρι του 2004, σαν χθες… Για πότε πέρασε… Κι όμως έχουν περάει εννιά χρόνια, δεν είναι χθες. Ολοι θυμόντουσαν εκείνο το καλοκαίρι της μέθης. Μέσα μου άστραψε το σιγανό πρωινό της Κυριακής του Euro, στη Ρόδο, όταν όλα τα πλάσματα κρατούσαν την ανάσα τους.

Μα πιστέψατε ποτέ την ισχυρή Ελλάδα του 2004; Οχι την ισχυρή, αλλά ναι, όλοι είχαν συγκινηθεί στην τελετή ενάρξεως. Τόσο συναίσθημα, τόση αφήγηση ιστορίας, τόσο κάλλος… Τι μεσολάβησε; Μετά τη μέθη αρχίσαμε να βουλιάζουμε, λιγότερο ηδονικά, συχνά με προαισθήματα κακά, με ψυχανεμίσματα. Σαν να γλιστρούσαμε μέσα σε όνειρο.

Τι μας συνείχε τότε; Μόνο ένα ψέμα, η φενάκη; Τι μας ωθούσε; Η αυταρέσκεια; Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να μας ενώσει πάλι, ενώπιον των ερειπίων, και όχι ενώπιον της μέθης. Ποιο ποίημα, ποιο τραγούδι, ποιο όραμα, και ποια ρητορική που θα τα περιέχει όλα αυτά αναχωνεμένα και δραστικά, θα μας σηκώσει και θα μας στήσει όρθιους στα πόδια μας; Άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί: ο Νικίας ψιθυρίζει μες στη νυχτερινή αύρα.

Στέκαμε αποκαρωμένοι. Περάσαμε δια λόγου απ’ την κατεστραμμένη Κύπρο, ίδια και χειρότερη μας, και προσγειωθήκαμε στο σινεμά: στα δυο αριστουργήματα του Γαλλοκαναδού Ντενί Αρκάν, την «Πτώση της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» (1986) και την «Επέλαση των Βαρβάρων» (2003). Το υπαρξιακό τέλος της γενιάς των ’60s, αφενός, και το πικρότατο ιστορικό τέλος της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας. Νιώσαμε ότι ζούμε μέσα στην τρίτη ταινία του Αρκάν, αυτή που δεν έχει γυρίσει ακόμη, μετά την επέλαση των βαρβάρων: πώς σβήνουν όλα τα φώτα που γνωρίσαμε, πώς ανατέλλει άγνωστη η νέα παγκοσμιοποιημένη ιστορία πάνω σε αρχαίους βράχους μεσογειακούς. Μετά. Εχουν περάσει οι βάρβαροι και καθόμαστε αποσβολωμένοι στις φερ φορζέ, με μισοάδειο το ποτήρι, και το μελτέμι για παρηγοριά.

jimi_hendrix

Tέτοιο καιρό, παλιά, στην αναλογική εποχή, δηλαδή πάρα πολύ παλιά, ετοιμάζαμε δυο-τρεις κασέτες για τις διακοπές. Εξηντάρες, διότι τις ενενηντάρες τις μάσαγαν τα στοιχειώδη κασετοφωνάκια. Στην εξηντάρα χωρούσαν έως είκοσι κομμάτια, μάξιμουμ, άρα η επιλογή έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Ο Ιούλιος μου τα θύμισε, και η νοσταλγία ξεχείλισε, όμως, ψυχρή, συμπαγής, με άλλοτε ακριβείς ενθυμήσεις κι άλλοτε τρεμουλιαστές ανάμεσα σε χρόνους και τόπους.

Σαράντα χρόνια μετά τις πρώτες μου κασέτες, σήμερα θα έφτιαχνα δυο-τρεις, σε φόλντερ με mp3 ή ακόμη και με λίστες YouTube για να τις χαρίσω σε συνομήλικους, που τις νιώθουν ίδια ψυχρά δραματικά με μένα, στον ΚΚΜ, τον Θας, τον Γιωργο Γ., ας πούμε, αλλά και σε πολύ νεότερους, έως και στην ηλικία των γιων μου, για να πορεύονται και να ευφραίνονται.

Θα ξεκινούσα από τα πρώτα εξώφυλλα δίσκων LP που είδα στο Παραντάιζ Μυκόνου, κάμπινγκ χίππηδων, το 1973. Pink Floyd το The Dark Side of the Moon, Frank Zappa το Hot Rats, Rolling Stones το Let it Bleed. Δούλευα σερβιτόρος γενικών καθηκόντων και συχνά ξέμενα βράδια, όταν έστηναν ηχητικά κι έπαιζαν τα βαριά αμερικάνικα βινύλια. Θυμάμαι σαν τώρα το Time και το Money, το ανεπανάληπτο Peaches en Regalia με το οποίο ξεκινούσε τις εκπομπές του ο Γιάννης Πετρίδης στο Δεύτερο, το Gimme Shelter που το ακούσαμε πολύ ωραίο και από τον Πουλικάκο στο ιστορικό crazy love Ζωγράφου το 1979. Και το μελαγχολικό You Can’t Always Get What You Want.

Το φθινόπωρο του ιδίου έτους στο μικροσκοπικό κασετόφωνο Philips, το πρώτο μαζικό της εφευρέτριας του μέσου, έπαιζαν δύο κασέτες BASF, δώρο από Ελβετούς φίλους του καλοκαιριού. Περείχαν δύο ροκ ορόσημα και ένα σόουλ: Jimi Hendrix, Janis Joplin, Ike & Tina Turner. Μυητήρια τελετή στα μπλουζ, τον ηλεκτρισμό, την ψυχεδέλεια, το άπαν του ρωμαντισμού των σίξτις: κεραυνοβολημένος εισήλθα στην νεωτερικότητα της ποπ, και έκτοτε τίποτε δεν ήταν ίδιο. Συγκρατώ: Hey Joe, Purple Haze, Cry Baby, River Deep Mountain High.

Από τον χειμώνα 73-74 οι κασέτες γέμιζαν το σπίτι, ό,τι μπορούσε να βρεθεί στη στενόχωρη ελληνική αγορά. Λίγο αργότερα ήρθε ένα πορτοκαλί φορητό πικάπ Philips· πάνω του έπαιξαν ώρες χιλιάδες, δίσκοι δανεικοί φερμένοι απ’ έξω, από ναυτικούς: θυμάμαι το σοκ David Bowie και τους Genesis. Από τον Μπόουι κρατάω πρώτο το Lady Grinning Soul (She’ll come, she’ll go/ She’ll lay belief on you / Skin sweet with musky oil), που ήταν το τραγούδι της γυναίκας της ζωής μου χωρίς να το ξέρω τότε. Και από τους Genesis το I know what I like, and I like what I know ― δεν καταλάβαινα όλους τους στίχους, αλλά το ρεφρέν κάπως με εξέφρραζε.

Μετά το ’74-’75, τα ορόσημα λιγοστεύουν, αλλά δεν λείπουν. Την ώρα, ας πούμε, που μεταδίδονταν ραδιοφωνικά τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων, εγώ άκουγα The Clash και Sex Pistols σε σπίτι φίλων. Μας διέκοψαν για να μου πουν ότι πέρασα στο πανεπιστήμιο, και συνεχίσαμε. Τον πρώτο φοιτητικό χρόνο ήρθε μια άλλη epiphany: καθόμουν καλοκαίρι βράδυ στο εργένικο δώμα και το Πρώτο Πρόγραμμα είχε την εκπομπή Η Παγκοσμιότητα της Τζαζ. Σάκης Παπαδημητρίου. Η τζαζ ήταν για μένα ένα μυστήριο, ένα απρόσιτο σύμπαν, σαν τη μουσική του Βάγκνερ. Επαιξε το Africa του John Coltrane και ώσπου να τελειώσει το 16λεπτο έπος της free είχα περιπέσει σε έκσταση. Θα το έβαζα μαζί με το My Favorite Τhings σε αλλεπάλληλες εκτελέσεις.

Θα έβαζα ουρά κανα-δυο του συνομήλικου Nick Cave, το Stranger than Kindness ανυπερθέτως και το Carny από τα Φτερά του Ερωτα του Βέντερς. Και διάφορα από τη στάγδην ενηλικίωση σε όλη τη διάρκεια του ’80, έως τον δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας. Το Wild is the Wind και το Nature Boy σε όλες τις εκτελέσεις, το Suspicious Minds μόνο με τον Ελβις, ένα-δυο κοριτσίστικα μονοφωνικά του Phil Spector που τα έβαζε πάντα ο Σκορσέζε στις μαφιόζικες ηθογραφίες, to Il cielo in una Stanza της Μίνας, και κάπου ανάμεσα στα λυρικά το Δρόμοι Παλιοί, των Μίκη Θεοδωράκη – Μανώλη Αναγνωστάκη, σταθερή εμμονή από το εβδομήντα-κάτι.
Ετσι ακούστηκαν σαράντα χρόνια.

trianti

Αν γυρέψουμε να βρούμε μια παραδειγματική ιστορία σπατάλης και αστόχαστης πολιτικής, που να εμπεριέχει τα περισσότερα συμπτώματα της malaise grecque, της ελληνικής νόσου του 1990 και 2000, αρκεί ένα πέρασμα από τη Βασιλίσσης Σοφίας. Αρκεί μια ματιά στο Μέγαρο Μουσικής: καταρχάς σε ό,τι είναι ορατό και υπέργειο, στο απροσδιορίστου αρχιτεκτονικής ταυτότητας κτίριο-μνημείο με τα τεράστια μπανερ στην πρόσοψη. Ενα ογκώδες, επιβλητικό, μάλλον βλοσυρό τοπόσημο, πλάι στις καθαρές μοντερνιστικές γραμμές του Γκρόπιους επί της Αμερικανικής Πρεσβείας.

Ενα κτίριο εξωστρεφές και ενδοστρεφές ταυτόχρονα, δημόσιο και ιδιωτικό, αμφίσημο, όπως ακριβώς ήταν και το Μέγαρο ως οργανισμός. Ιδιωτικά γούστα με δημόσιο χρήμα· ανοιχτό κατ’ ανάγκην και κατά σύμβασιν, αλλά επιλεκτικό, ημίκλειστο, κατ΄ουσίαν. Το όραμα, η ενεργητικότητα και το καπρίτσιο ενός ανθρώπου, ενός ντιλετάντε, που καλλιμάχεια εσίκχαινε πάντα τα δημόσια, εκδήλως τη δημοσιότητα, κυρίως δε τον δημόσιο έλεγχο και τη λογοδοσία, πλην όμως δεν έχθαιρε το δημόσιο χρήμα, απεναντίας το θεωρούσε αυτοδικαίως κτήμα, εργαλείο και μέσο του πεφωτισμένου για την διαπαιδαγώγηση των μαζών, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν.

Το Μέγαρο, ως δοχείο όπερας και υψηλού πολιτισμού, ήταν η κλίση και η κλήση του Χρήστου Λαμπράκη, η αποστολή και το έργο του. Και χτίστηκε, στη διάρκεια πολλών δεκαετιών, για να υπηρετήσει αυτό το όραμά του. Ηταν ανιδιοτελής, κατά τεκμήριον, και αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις και την επιρροή του για τον σκοπό του: έναν ναό για την όπερα και την κλασική μουσική.

Η Αθήνα πράγματι χρειαζόταν ένα υψηλών προδιαγραφών κτίριο για να στεγάσει τις παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, μεταξύ άλλων. Ωστόσο το Μέγαρο δεν σχεδιάσθηκε με τους δημόσιους καλλιτεχνικούς οργανισμούς κατά νου· στην πράξη, και παρά τη συμβατική του υποχρέωση, το Μέγαρο δεν φάνηκε ποτέ φιλόξενο ή φιλικό προς την ΕΛΣ και την ΚΟΑ. Ο Οργανισμός του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, εντελώς ανεξάρτητος και αδέσμευτος, σχεδίαζε και υλοποιούσε τη δική του πολιτική πολιτισμού, εντελώς αποκομμένη από οποιονδήποτε εθνικό σχεδιασμό και ανάγκη. Ετσι, η ΕΛΣ παρέμεινε στο νοίκι, στο ταπεινό θέατρο Ολύμπια της οδού Ακαδημίας, ενώ η ΚΟΑ έκανε πρόβες στα υπόγεια του Ωδείου Αθηνών, επίσης με νοίκι.

Η διοίκηση του Μεγάρου, παρά την απόλυτη εξάρτηση από το ελληνικό Δημόσιο για το κτιριακό του πρόγραμμα και την παχυλή ετήσια επιχορήγηση, σχεδίαζε και δρούσε ως ανεξάρτητο πριγκιπάτο. Ορθώς, μέχρι ένα σημείο: ποιος υπουργός Πολιτισμού και ποια κρατική γραφειοκρατία θα μπορούσαν να συντηρήσουν με συνέπεια και συνέχεια μια πολιτική για το Μέγαρο; Από την άλλη, η ιδιωτική διοίκηση του κρατικοδίαιτου ΟΜΜΑ επολιτεύετο βάσει των πεποιθήσεων και εντέλει του προσωπικού γούστου της, και όχι βάσει κοινώς αποδεκτών κριτηρίων και κανόνων. Καλό γούστο ομολογουμένως, και ακριβό: προσανατολισμένο κυρίως στις μετακλήσεις αστέρων και διάσημων συνόλων, και σε ολίγες πολυδάπανες παραγωγές.

Το ζενίθ του Μεγάρου συνέπεσε με τη μέθη της ισχυράς Ελλάδος και τη χρηματοπιστωτική φούσκα· σχετικά εύκολα η διοίκησή του προσείλκυσε μεγάλες χορηγίες από τις τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες· στην πραγματικότητα, σάρωνε τις εταιρικές χορηγίες και άφηνε ψίχουλα για όλους τους υπόλοιπους.
Είπαμε: το Μέγαρο ήταν χρήσιμο, υπό άλλους όρους λειτουργίας ενδεχομένως. Οχι όμως και η δεύτερη φάση του, η εξωφρενική κτιριακή επέκτασή του υπογείως, καμουφλαρισμένη ως συνεδριακό κέντρο για απορροφηθούν κοινοτικοί πόροι και δανεισμός από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Για να γίνει αυτή η επέκταση, με αισθητική μεταξύ ταφικού μνημείου και ξενοδοχείου του Ντουμπάι, απαιτήθηκε ένας υπέρογκος δανεισμός από το ελληνικό δημόσιο, ύψους 245 εκατ. ευρώ. Δύο διαδοχικές κυβερνήσεις της ισχυράς Ελλάδος έσπευσαν να συνδράμουν, το 2003, με φόντο τους Ολυμπιακούς,και το 2007, λίγο πριν από τη χρεοκοπία.

Σήμερα, η πτωχευμένη Ελλάς αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα δάνεια, και το άλλοτε ευκλεές, σνομπ Μέγαρο αδυνατεί να πληρώσει μισθούς. Σήμερα η Αθήνα διαθέτει δύο μεγάλες σύγχρονες σκηνές όπερας στη Β. Σοφίας, που αδυνατεί να συντηρήσει· και σε λίγο χρόνο άλλη μία υπέρλαμπρη στο Φάληρο, με την υπογραφή Ρέντσο Πιάνο, η οποία όμως δεν δαπανά δημόσιο χρήμα.

Και τώρα; Τώρα κινδυνεύει να χαθεί όποιο συμβολικό κεφάλαιο σωρεύθηκε επί δύο δεκαετίες, και να απαξιωθεί όλο το συγκρότημα, εφόσον δεν βρεθεί ένα μοντέλο βιώσιμο και λειτουργικό, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Τουλάχιστον, ας διδαχθούμε πικρά για την απληστία και την ξιπασιά, ιδιωτική και δημόσια.

φωτ.: Αλεξάνδρα Τριάντη ((1896-1977)

sikelianos

Για μέρες πηγαινοερχόμουνα μ’ ένα βιβλίο στην τσάντα. Διάβαζα, τσάκιζα, υπογράμμιζα: τη φωνή του ποιητή να μιλάει για τη ζωή στον αιώνα του και για τα σημερινά.

Το βιβλίο: Κώστα Μπουρναζάκη «Α. Σικελιανός. Συνεντεύξεις και συνομιλίες», εκδ. Βικελαίας Βιβλιοθήκης. Σε συνέντευξη για το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, 5 Μαϊου 1945, ο Δημήτρης Φωτιάδης ρωτάει τον ιεροφάντη ποιητή: Ποια ήτανε τα συναισθήματά σας όταν αντικρύσατε τον πρώτο Γερμανό στρατιώτη; Λέει ο Σικελιανός:

«Ασφαλώς ούτε για Σας ούτε για με, τα φοβερά αυτά χρόνια που περάσαμε είναι μια ευκαιρία συγκέντρωσης εντυπώσεων κι ανεκδότων. Ηρθαν κ’ έφυγαν για να βαθύνουνε μέσα μας μια προϋπάρχουσα πνευματική εμπειρία και να μας τονώσουνε όσο είναι δυνατό περισσότερο το αίσθημα μιας αμείλιχτης ευθύνης.

»Τον πνευματικό άνθρωπο ποτέ δεν τον προκαταλαβαίνουνε τα γεγονότα. Τα βλέπει καθαρά να ‘ρχονται, με ‘βραδυσεισμική’ ή μ’ απότομη ‘σεισμική’ εκδήλωση, μεσ’ από τη γενική πνευματική μαζί και ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό και σπεύδω να Σας πω: Ο Μουσολίνι κι ο Χίτλερ δεν ήτανε για μένα ξαφνικά και απλά ‘συμπτωματικά’ φαινόμενα ή επιφαινόμενα της εποχής μας. Τους είχε προετοιμάσει το γενικότερο πνεύμα του αιώνα μας στη Δύση. […]
»Να τι ένιωσα και νιώθω ολοένα απ’ τη στγμή που αντίκρισα τον πρώτο Γερμανό στρατιώτη στην Ελλάδα: Αγανάκτηση, αηδία κ’ ευθύνη, απροσμέτρητη πνευματική και ηθική ευθύνη για το μέλλον».

Παρακάτω. Τα Χριστούγεννα του 1952 ο Ηλίας Βενέζης γράφει στη Νέα Εστία μια ανάμνηση από τον Αγγελο Σικελιανό: πώς ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1949, σ΄ένα δείπνο φίλων, ηχογράφησαν τη φωνή του. Η ηχογράφηση ενσωματώθηκε σε δίωρο ντοκιμαντέρ των Τ. Ψαρρά-Κ. Μπουρναζάκη για τον Σικελιανό, στην ΕΤ1, και τώρα απόκειται στο ψηφιακό αρχείο της πρώην ΕΡΤ, κάπου. Γράφει ο Βενέζης:

«Δόξα σοι ο Θεός, εκείνη η ταινία με τη φωνή του σώθηκε. Σε σπάνιες ώρες, σε ώρες ανάγκης της ψυχής, παίρνω την κόρη μου κοντά μου, το παιδί γυρίζει το κουμπί στο μηχάνημα, ο Σικελιανός αρχίζει να μιλάη για τις ρίζες τις πρώτες και αν λέη στίχους. Ολα τότε γίνονται δύναμη και διάρκεια. Δύναμη και διάρκεια ελληνική. […] Λέει η φωνή:

―Ημουνα είκοσι χρονώ παιδί. Τότε έφυγα εγώ στην Αίγυπτο, πήγα στην έρημο, και σε μια τέντα μέσα έγραψα τον Αλαφροΐσκιωτο σε μια βδομάδα. Πρίν φύγω στην έρημο είπα στην Εύα [Πάλμερ – σ.σ.]. Ημουν πολύ αγνός, πολύ τίμιος ώστε να ψευσθώ απέναντι ενός πράγματος που θα διαρκέσει όσο κι η ζωή μου. Της λέω: ‘Να παντρευτούμε; Ακουσε, της λέω. Εγώ τώρα γνωρίζω τη ζωή, τώρα μόλις την αναπνέω. Καταλαβαίνω τον εαυτό μου ότι θα κάνω πολλά πράματα που ίσως να μη σ’ αρέσουν. Νομίζω καλύτερα να μην παντρευτούμε’. Και την άφησα εκείνο το χάραμα κι έφυγα για την Αίγυπτο. Επήγα, έγραψα τον Αλαφροΐσκιωτο, κι όταν γύρισα ρωτώ και για την Εύα και για την αδερφή μου. […] Η Εύα είχε πάει στη Λευκάδα σαν έφυγα στην Αίγυπτο, είχε πέσει στα γόνατα του πατέρα μου και της μητέρας μου και τους είπε: ‘Εγώ θα μείνω εδώ σα θυγατέρα σας, ωσότου θελήση καμιά φορά, μα σε δέκα, μα σε είκοσι χρόνια, να γυρίση. Δεχθήτε με να μείνω’.

Λοιπόν επήγα, έφταξα στις οχτώ η ώρα το πρωί. Η Εύα είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Εως τις εννιά είχε παχύνει, είχε αποχτήσει χρώμα, μια ζωντάνια απέραντη. Και κατά τις δέκα πήγαμε στον ελαιώνα της Λευκάδας…

»Ο Σικελιανός στάθηκε λίγο.
― Αυτή ήτανε η ζωή, είπε.

»Υστερα άρχισε να μιλά για τα μαλλιά της Εύας, που ήταν, λέει κοκκινωνά, και που κατέβαιναν τόσο κάτω απ΄τη φτέρνα της, και πώς τα έλουζε τα μαλλιά. Κι ύστερα, σχεδόν απότομα, άρχισε ν’ απαγγέλη απ’ το Διγενή. Το Διγενή το δικό του, θέλοντας ίσως να συνδέση την αρχή αρχή του ―τους χρόνους της Ερήμου και του Αλαφροΐσκιωτου όπου τον είχε τραβήξει η μνήμη― με τους ύστατους χρόνους του.

… Γύμνωσε ξάφνου το σπαθί

και τέτοια λάμψη είχε χυθεί

πα’ στη λεπίδα του, που λες Αρχάγγελος

απ’ τις ψηλές τις σφαίρες εκατέβαινε

να διαλαλήση αιώνιαν άνοιξη

κρατώντας μυγδαλιάς μακρί κλωνάρι …»

eva_palmer

Υστερα άρχισε να μιλά για τα μαλλιά της Εύας…

To μαύρο στις οθόνες της ΕΡΤ έφερε στην Ελλάδα ένα ιδιότυπο ρεκόρ: να είναι μια δημοκρατική χώρα της προηγμένης Δύσεως χωρίς δημόσια ραδιοτηλεόραση· ακόμη χειρότερα: με τη δημόσια ραδιοτηλεόραση βιαίως διακοπείσα. Οι μαύρες οθόνες έδειξαν την Ελλάδα σαν μια παράδοξη χώρα όπου ο δημόσιος χώρος και το συμβολικό απόθεμα συστέλλονται απροσδόκητα από τους κυβερνώντες, συμπαρασύροντας τους θεσμούς και το πολίτευμα σε σκληρές δοκιμασίες.

Σε μια τέτοια σκληρή δοκιμασία βρέθηκε και ο κόσμος της ενημέρωσης, οι δημοσιογράφοι, διττά: ως άτυπη τέταρτη εξουσία και ως επαγγελματικός κλάδος. Το κλείσιμο της ΕΡΤ αιφνιδίασε εν πολλοίς τους επαγγελματίες της ενημέρωσης, στο μέτρο που τους αφαιρέθηκαν τα συμβατικά μέσα εκπομπής αλλά και στο μέτρο που βρέθηκαν έξω από την ομπρέλα της εξουσίας, δηλαδή χωρίς την καθοδήγησή της, χωρίς τον καταναγκασμό της, αλλά και χωρίς το λειτουργικό της πλαίσιο. Οι δημοσιογράφοι γενικά, και ενός κρατικού μέσου ειδικότερα, έχουν μάθει να λειτουργούν μέσα σε ένα σιωπηρά ή και ρητά συνομολογημένο πλαίσιο· από τη μια, οι περιορισμοί, τα όρια, ένα είδος λειτουργικής αυτολογοκρισίας· από την άλλη, το ίδιο το επάγγελμα, που ενθαρρύνει τη δίψα της είδησης και μια αίσθηση ελευθερίας και αξιοπρέπειας.

Στην περίπτωση της ΕΡΤ, η απρόβλεπτη βιαιότητα της εξουσίας, δια της εμφανίσεως και ταυτοχρόνως δια της αποσύρσεώς της από το πεδίο, αιφνιδίασε και άλλαξε ριζικά τους όρους λειτουργίας των δημοσιογράφων. Παρότι απολυμένοι, αίφνης είχαν απεριόριστη ελευθερία έκφρασης και, απρόσμενα, την αμέριστη συμπαράσταση της κοινής γνώμης, εθνικής και διεθνούς. Μπορούσαν να πουν και να πράξουν τα πάντα.

Τα πάντα; Ε, σχεδόν, η νοοτροπία γενεών δεν αλλάζει σε μερικές ημέρες. Εντούτοις η κατειλημμένη άμα και εγκαταλελειμμένη ΕΡΤ εξέπληξε ευχάριστα σε ορισμένες όψεις της, αφού πέρασε το πρώτο κύμα συναισθηματολογίας. Διαχειρίστηκε το συμβολικό φορτίο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, πρόβαλε εγκαίρως την αξία της ως αρχείο εθνικής μνήμης και παραγωγός πολιτισμού. Κορυφαίες στιγμές, οι συναυλίες των μουσικών συνόλων, που έδειξαν ένα άλλο ελπιδοφόρο πρόσωπο μες στη γενική απαισιοδοξία και έναν δημιουργικό δρόμο για ανασυγκρότηση, με Μπετόβεν, Βέρντι και Σκαλκώτα. Σε αυτό το επίπεδο είδαμε επίσης ότι η ΕΡΤ δεν είναι μόνο το δημόσιο αγαθό της ενημέρωσης, όπως στενά την βλέπουν δικαστήρια και συνταγματολόγοι, αλλά κυρίως ένας δημόσιος οργανισμός που διαφυλάσσει και παράγει πολιτισμό υπό την ευρεία, ιστορική έννοια, σαν την Εθνική Βιβλιοθήκη και τα εθνικά μουσεία.

Σε άλλο επίπεδο, είδαμε ότι το απεργιακό πρόγραμμα της ΕΡΤ κατέστη δυνατόν να μεταδοθεί μόνον χάρη στην πολύπλευρη υποστήριξη ενός ολόκληρου επικοινωνιακού οικοσυστήματος, ιθαγενούς και διεθνούς. Η διαδικτυακή εκπομπή του προγράμματος και η διάδοση των μηνυμάτων εξασφαλίστηκαν χάρη στην αποφασιστική συμβολή εκατοντάδων διαδικτυακών αναμεταδοτών και πολλών χιλιάδων ατομικών πομπών στα social media. Οι επαγγελματίες έλαμψαν χάρη στους ερασιτέχνες. Οι άτυπες ψηφιακές κοινότητες και οι χιλιάδες μεμονωμένοι χρήστες έγιναν οι πυκνωτές και οι πολλαπλασιαστικοί πομποί των μηνυμάτων της ΕΡΤ. Και υπό όρους είδαμε σπινθήρες και άτυπα προπλάσματα μιας ανοιχτής, διαδραστικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

Θα ακουστούν αντιρρήσεις. Θεμιτές, δεκτές. Ας είμαστε όμως πιο ευρύχωροι, η μεμψιμοιρία και η αισθητική απόρριψη των ιστορικών συμβάντων δεν βοηθούν να βγούμε από το ομολογημένο αδιέξοδο. Ας δούμε τους λιγοστούς σπινθήρες.

Stefanos Tsivopoulos

Πιο σοβαρή και στοχαστική φέτος η Μπιενάλε, εκτενής όπως πάντα, με αριθμητικά ρεκόρ εθνικών συμμετοχών και καλλιτεχνών, μπορεί να θεωρηθεί οργανωτική και καλλιτεχνική επιτυχία σε μια δύσκολη εποχή όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά για όλη την Ευρώπη.

Μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία έχει ο νεαρός καλλιτεχνικός διευθυντής, ο 39χρονος Ιταλός Μασιμιλιάνο Τζόνι, γνωστός στην Ελλάδα από τις συνεργασίες του με το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ και από τη στενή σχέση του με τον διάσημο καλλιτέχνη Μαουρίτσιο Κατελάν. Προσωπικά τον θεωρούσα μάλλον ποπ καταφερτζή, χειριστή δημοσίων σχέσεων, οπότε εξεπλάγην πολύ και ευχάριστα από την κεντρική έκθεση του Τζόνι, με την οποία κατόρθωσε να προσεγγίσει το μάλλον φιλόδοξο και τεράστιο θέμα του, το «Εγκυκλοπαιδικό Παλάτι». Τιθάσευσε σε ένα εύληπτο αφήγημα 158 καλλιτέχνες, εκ των οποίων πολλοί ήσαν ερασιτέχνες, άγνωστοι, τεθνεώτες, από εθνικές παραδόσεις εκτός επίσημου κανόνος· απέφυγε τα πολλά μεγάλα ονόματα της τρέχουσας αγοράς και τα πολλά εντυπωσιακά έργα. Κατόρθωσε επίσης να προσφέρει μια πιο στοχαστική όψη της σύγχρονης τέχνης, που απαιτεί αργό διάβασμα και προσοχή στη λεπτομέρεια και στην ξεχωριστή περίπτωση κάθε καλλιτέχνη. Σε αντίθεση δηλαδή με την ταχύτητα, τον πληθωρισμό και την επιδερμικότητα μιας παγκοσμιοποιημένης ποπ που κατακλύζει μουσεία και μίντια τα τελευταία χρόνια.

Το Εγκυκλοπαιδικό Παλάτι αρχίζει με το Κόκκινο Βιβλίο του πρωτοπόρου ψυχαναλυτή Καρλ Γιουνγκ, μια σαφή υπόδειξη για ό,τι ακολουθεί: οράματα, όνειρα, φανερώσεις του υποσυνείδητου στον βιωμένο κόσμο. Η φιλοδοξία να ανασυστήσεις και να ερμηνεύσεις τον κόσμο. Πολλή ζωγραφική, λιγότερα βίντεο και εγκαταστάσεις, έμφαση στα παράδοξα, τα λησμονημένα, σε έργα που φιλοδοξούν να εξηγήσουν και να συλλάβουν την ουσία του κόσμου. Ξεχωρίσαμε τις υπέροχες μικρογραφίες του Πακιστανού Imran Qureshi, εμπνευσμένες από την παλαιά ζωγραφική παράδοση Mughal, αλλά εδώ με θέματα από τη σύγχρονη ζωή· δυνατές ταντρικές ζωγραφιές-αναθήματα ανωνύμων προσκυνητών· μια ταινία ντοκιμαντέρ Ρώσου ζωγράφου, που παρακολουθεί εκ γενετής τυφλούς να ζωγραφίζουν ήλιους και κύματα με τα μάτια της ψυχής. Ακόμη και ο Βέλγος Thierry de Cordier, γνωστός στο αθηναϊκό κοινό από το σκάνδαλο του Εσταυρωμένου στην έκθεση Outlook του 2004, εδώ ζωγραφίζει συμβατικά αλλά πολύ πετυχημένα: φουρτουνιασμένες θάλασσες, τοπία.

Οι εθνικές συμμετοχές φέτος έφτασαν τις 88, ρεκόρ. Μεγάλα ιστορικά παλάτσα άνοιξαν για να φιλοξενήσουν τις αποστολές κρατών που δεν έχουν δικά τους κτίρια στα Τζαρντίνι, από το Παλάτσο Τσίνι έως το Κουερίνι Σταμπάλιε (η Αστυπάλαια των Δωδεκανήσων). Ολη η πόλη ανασαίνει με τέχνη.

Στα Τζαρντίνι οι παραδοσιακές δυνάμεις προσπάθησαν να κερδίσουν εντυπώσεις με πολιτικές χειρονομίες και αλληγορίες. Οι Γάλλοι αντήλλαξαν κτίρια με τους Γερμανούς, σ’ ένα εντυπωσιακό swap δηλωτικό του γαλλογερμανικού άξονα. Και οι μεν Γάλλοι αντιπροσωπεύονται από τον Αλβανό Ανρι Σάλα, με ένα ογκώδες και μάλλον πομπώδες βίντεο έργο για τον Μορίς Ραβέλ· οι δε Γερμανοί από τον Κινέζο αντικαθεστωτικό σταρ Αi WeiWei, μια Ινδή, έναν Γαλλοϊρανό και έναν Αφρικανό. Η εγκατάσταση του Κινέζου καπέλωνε τους υπόλοιπους.

Πρωτοφανές μιξ εθνοτήτων και άνοιγμα των δυτικών μητροπόλεων στην περιφέρεια και τον πρώην Τρίτο Κόσμο. Η πολιτική βούληση για άνοιγμα επιβεβαιώθηκε από το βραβείο στην εθνική συμμετοχή της Αγκόλας, με τον καλλιτέχνη Edson Chagas.

Η Βρετανία επέλεξε τον διάσημο Jeremy Deller, ο οποίος συλλαμβάνει και παραγγέλνει, δεν ζωγραφίζει, δεν εκτελεί. Συνέλαβε μια πικρή ειρωνεία για το αυτοκρατορικό μεγαλείο, για τη βρετανική επέμβαση στο Ιράκ, και αντιπροτείνει μια ανακουφιστική επάνοδο στη μαγεία, στη γλαύκα του Μέρλιν και της Αθηνάς, υπό τους νοσταλγικούς ήχους του υπέροχου The man who sold the world, του Bowie.

Aναφορά στον μύθο της Δανάης και της χρυσής βροχής του Δία, από τον γνωστό εννοιολογικό Βαντίμ Ζαχάροφ, στο ρωσικό περίπτερο, που κέρδισε τις εντυπώσεις. Τα δορυφορικά πιάτα έξω συλλέγουν πληροφορίες και μέσα ο ουρανός βρέχει χρυσά νομίσματα μόνο σε γυναίκες. Μια μεταφορά για τον σημερινό κόσμο του παγκοσμιοποιημένου χρήματος.

Στο αμερικανικό περίπτερο, δαιδαλώδεις, ψυχαναγκαστικές κατασκευές της Sarah Sze, σαν σωρεύσεις μυριάδων αντικειμένων σε ιστούς αράχνης. Στο Ισραήλ, στον Καναδά, στη Δανία, σκοτάδι, θραύσματα, αγωνία. Στην Ισπανία σωροί ερειπίων. Στην Ιαπωνία πειραματικά πρότζεκτ για τον σεισμό.

Στην αποβάθρα, στην είσοδο των Τζαρντίνι, η μνημονιακή Πορτογαλία στεγάζεται σε ένα πλοίο, ένα φέριμποτ από τη Λισσαβώνα, το οποίο η σταρ Joana Vasconcelos έχει μεταμορφώσει σε πλοίο φωτός και ονείρων. Πιο πέρα, στις αποβάθρες κατά μήκος της προμενάντ που οδηγεί στον Αγιο Μάρκο, κι άλλα πλοία, διόλου καλλιτεχνικά, αλλά εντυπωσιακά: τα γιοτ των VIP. Λίγο παράμερα, καθώς αποχαιρετούμε την πόλη από το βαπορέτο προς το αεροδρόμιο, ένα μπλε γιοτ με ελληνική σημαία, στο πλάι διαβάζουμε το όνομά του: ONEIRO.

«Ιστορία Μηδέν» από την Ελλάδα

Στο ελληνικό περίπτερο ο 40χρονος Στέφανος Τσιβόπουλος παρουσίασε την «Ιστορία Μηδέν», μια σύνθεση αποτελούμενη από μία εγκατάσταση και μία σπονδυλωτή ταινία σε τρία μέρη. Το έργο διερευνά πώς επιδρά το χρήμα στις ζωές των ανθρώπων, πώς τις αλλάζει, ποιες σημασίες του δίνουν οι άνθρωποι. Η εγκατάσταση περιλαμβάνει αρχειακό υλικό, εικόνες και πληροφορίες, για διάφορες μορφές χρήματος και εγχρήματων συναλλαγών.

Στο πρώτο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε έναν Αφρικανό μεταλλοσυλέκτη να περιπλανιέται στους δρόμους της νυχτερινής Αθήνας – μια ρεαλιστική αποτύπωση της υφεσιακής δυστοπίας. Καταλήγει σε μια πλουσιογειτονιά· από τον κάδο των σκουπιδιών ανασύρει μια αλλόκοτη ανθοδέσμη, φτιαγμένη από χαρτονομίσματα. Παίρνει την πολύτιμη ανθοδέσμη και παρατάει το καρότσι του.

Στο δεύτερο μέρος, ένας καλλιτέχνης συλλέγει εικόνες της Αθήνας, γκράφιτι, αφίσες, νεολαία, η σοδειά του δεν τον ικανοποιεί. Καταλήγει εκεί όπου άφησε το καρότσι του την προηγούμενη νύχτα ο Αφρικανός· το παίρνει και φεύγει.

Στο τρίτο μέρος, βλέπουμε ποιος άφησε την ανθοδέσμη: μια παράξενη κυρία με κιμονό. Την υποδύεται έξοχα η Ράνια Οικονομίδου: μια πάμπλουτη συλλέκτρια έργων τέχνης, η οποία ζει ανάμεσα σε γλυπτά του Πάβελ Αλτχάμερ και λευκώματα γεμάτα πεντακοσάρικα. Χαϊδεύει τα γλυπτά και τις δεσμίδες των χαρτονομισμάτων, ο νους της τρέχει αλλού, αδυνατεί να συνεννοηθεί με έμπορους τέχνης που της έχουν πουλήσει έργα. Φτιάχνει χάρτινα άνθη, οριγκάμι, με πρώτη ύλη τα χαρτονομίσματα, και κάθε πρωί πετάει στα σκουπίδια την παλιά ανθοδέσμη και την αντικαθιστά με φρέσκια. Το τρίτο μέρος είναι μια τρυφερή, οξυδερκής και αυτάρκης αφήγηση για τη σχέση χρήματος, τέχνης, ζωής. Τα λέει όλα, με οικονομία, αμεσότητα και ποιητικό τρόπο. Θα μπορούσε να είναι όλη η έκθεση.

Το έργο του Τσιβόπουλου, με αφορμή την πολύπλευρη ελληνική κρίση, καταφέρνει να εκφράσει έμμορφα και περιεκτικά έναν προβληματισμό για την κατάσταση του θρυμματισμένου δυτικού ανθρώπου. Αποφεύγει την περιγραφικότητα, αν και όχι εντελώς, και επιχειρεί έναν πιο σύνθετο συλλογισμό, ταιριαστό με το συνολικό πνεύμα της φετινής Μπιενάλε, που αναζητεί βαθύτερες αξίες και νοήματα. Εν συνόλω μια παρουσία εντός συναγωνισμού. Επιμελήτρια είναι η Συραγώ Τσιάρα.

Πολιτιστική διπλωματία

Στις παράλληλες εκδηλώσεις της μεγάλης έκθεσης, το Βρετανικό Συμβούλιο σε συνεργασία με τον οργανισμό της Μπιενάλε Βενετίας, οργάνωσε ένα φόρουμ με εξαιρετικά επίκαιρο θέμα: «Η αναγκαιότητα των τεχνών και του πολιτισμού σε δύσκολους καιρούς». Συμμετείχαν άνθρωποι του πολιτισμού απ’ όλη την Ευρώπη, γραφειοκράτες, πολιτικοί, διευθυντές μουσείων, ακαδημαϊκοί, μάνατζερ. Αντάλλαξαν εμπειρίες και προτάσεις από μια Ευρώπη που αλλάζει, πιέζεται από την ύφεση και τις περικοπές των δημοσίων δαπανών, και προσπαθεί να βρει νέο βηματισμό. Κοινή πεποίθηση: ο πολιτισμός δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως πολυτέλεια, αλλά ως συνεκτική ύλη των κοινωνιών, και ως ευκαιρία για ανασυγκρότηση και ανανοηματοδότηση.

Μια νέα αφήγηση για τον πολιτισμό ως δύναμη ανάπτυξης πρότεινε ο Πιερ Λουίτζι Σάκο, υπεύθυνος για τη Σιένα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, ενώ ο Κρις Ντέρκον, διευθυντής της Tate Modern, επέμεινε στη διαφύλαξη του δημόσιου χαρακτήρα των μουσείων και τη μη εμπορευματοποίηση της τέχνης. Ο πολύπειρος πολιτικός και τραπεζίτης Πάολο Μπαράτα, πρόεδρος της Μπιενάλε, επεσήμανε επίσης ότι τα δημόσια αγαθά δεν μπορούν να πωλούνται σαν εμπορεύματα και ότι η τέχνη είναι τέτοιο δημόσιο αγαθό. Η πρωτοβουλία για το πολυεθνικό φόρουμ δείχνει τη Βρετανία πολύ κινητική στο πεδίο της πολιτιστικής διπλωματίας, με υψηλής στάθμης και πολυπρόσωπη ομάδα στη Βενετία, στο μεγάλο διεθνές ραντεβού των τεχνών.

εικόνα: Στέφανος Τσιβόπουλος, Ιστορία μηδέν. Video still.

vangelis_gazaki

Ο Βαγγέλης Καρατζάς είναι γενιά, φίλος, συνεξάρχειος, συνεργάτης σε πάμπολλα περιοδικοεφημεριδικά πρότζεκτ. Και σύντροφος στον Γαστρονόμο (ο αρτ νταϊρέκτορ είναι), από γενέσεως. Το διευκρινίζω. Αλλά η πολύχρονη σχέση μας δεν θολώνει την κρίση μου: είναι ο πιο πρωτότυπος food narrator (τροφοπαραμυθάς;) στην ελληνική γλώσσα σήμερα. (Καλά, δεν μπορώ να φανταστώ τι φήμη θα έδρεπε, αν δημοσίευε στα αγγλικά.)

Το «Γκαζάκι» είναι η ειλικρινής και τεκμηριωμένη αυτοβιογραφία του μεταπολεμικού Ελληνα, του γεννηθέντος προς τα τέλη της φτώχειας και της ξελιγωμάρας, προς τα τέλη της δεκαετίας ‘50, λίγο μετά το Σχέδιο Μάρσαλ. Ο Βαγγέλης Καρατζάς ανοίγει τον βίο του και την αφήγησή του στα χρόνια της ανάπτυξης και της αισιοδοξίας, πάει να ψωνίσει κοκκινέλι και ψωμί ακούγοντας από κάθε ανοιχτό παράθυρο το ραδιοφωνικό «Σπίτι των ανέμων». Κι ύστερα μετάβαση από το ψυγείο πάγου στο ηλεκτρικό, κι από την γκαζιέρα στη μαγειρική των κιλοβάτ, στα τάπερ, στην ευμάρεια και στη σπατάλη. Σε θεϊκές αμμουδιές κυκλάδων νήσων και στην αναδυόμενη μητρόπολη, προσαρμοζόμενος στο σχήμα της ζωής, καθώς τα παντελόνια στενεύουν και τα μαλλιά γκριζάρουν. Από όλα όσα πέρασαν κρατάει ένα γκαζάκι για να τα αφηγηθεί.

Ο παραμυθάς μας ανασυστήνει μισό αιώνα νεοελληνικού βίου μαγειρεύοντας νομαδικά και μίνιμαλ, με αίσθηση των υλικών, του χρόνου, της περίστασης, με έγνοια για το μοίρασμα. Ταυτοχρόνως, και εντελώς αβίαστα, υπό τύπον μιας ελαφράς εισαγωγής στη «συνταγή», συνδέει καθετί με τη vita activa, με την πραγματική ζωή των συμβάντων και της ύλης, αλλά και με τα αισθήματα και με τη μνήμη που απαρτίζουν τον βίο, ανακατεύοντας απαλά στο κατσαρολάκι του το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, γονείς με παιδιά, καλοκαίρια με χειμώνες, παλιούς φίλους με νέους, τις παιδικές γλύκες με τα άγχη του μεσήλικος. Ζωγραφίζει με λόγια, μαγειρεύει με εικόνες, ζωγραφίζει με μυρωδιές και γεύσεις. Και στο τέλος μοιράζεται τα πάντα, απλόχερα, σαν να σκορπάει αεράκι.

Σαν αεράκι η ζωή, έτσι συμπυκνώνει μια εικοσαετία ο Βαγγέλης λίγο πριν ανάψει το γκαζάκι: «Χασμουριέμαι και η κόρη μου είναι κιόλας φοιτήτρια». Κι ύστερα βάζει ένα κριθαράκι με κοτόπουλο και μελιτζάνες για δύο· τα παιδιά φεύγουν.

toyota

Η Χριστίνα, 13 ετών, ζει με τη γιαγιά της και την αδελφή της στα Σπάτα. Η μητέρα της αποσυρμένη κάπου για απεξάρτηση, ο πατέρας άγνωστος. Ο Μάριος, 23 ετών, αλβανικής καταγωγής, ζει μόνος του στην περιφέρεια της Καβάλας· δουλεύει σε στάνη, στο facebook παρουσιάζεται σαν d.j. Λατρεύει το χιπ-χοπ, ντύνεται και φωτογραφίζεται σε στυλ χιπ-χοπ, λατρεύει τα αγροτικά 4Χ4 και τις μοτοσυκλέτες. Στο facebook ξετυλίγει φωτογραφικά τη μοναχική ζωή του, ένας άγουρος άνδρας χωρίς πολλούς φίλους, που ποζάρει σαν τον σταρ Eminem και γνέφει Yo! Φωτογραφίζεται στο χωριό του, σε έναν ελληνορθόδοξο γάμο.

Στο facebook πλέκεται το ειδύλλιο. Η ανήλικη Χριστίνα, τρελή από έρωτα, πείθεται να αφήσει το σπίτι της για να συναντήσει τον νεαρό άνδρα στη Βόρειο Ελλάδα. Αναρωτιέται, δεν ξέρει: «Ετσι είναι οι μεγάλοι έρωτες. Πρώτα σε πάνε στο φεγγάρι και μετά σε αφήνουν εκεί, να ψάχνεις τρόπο να γυρίσεις». Πάει στο φεγγάρι με λεωφορείο ΚΤΕΛ. Η αδελφή της ξέρει, η γιαγιά σπεύδει στην αστυνομία, στην Αττική Οδό σημαίνουν Amber Alert.

Περιπλανιούνται στα δάση του Παγγαίου όρους, ζητούν ψωμί και τυρί από μια στάνη, τους ψάχνουν σκυλιά και ελικόπτερο, τους βρίσκουν. Η Χριστίνα παρακαλεί να μην πειράξουν τον Μάριο, λέει στη γιαγιά της «θα ξαναφύγω», είναι 13 χρονών, θέλει κάποιος να την προσέξει. Αυτός παραδίδεται αργότερα, «δεν έχω κάνει τίποτα για να το μετανιώσω» λέει, αλλά είναι ήδη παραβάτης, κατηγορείται για κακούργημα, αρπαγή ανηλίκου. Στη σελίδα του facebook τον βρίζουν κωλοαλβανό· η Χριστίνα, όχι.

Ragazzi di vita, παιδιά της ζωής, έλεγε αυτά τα παιδιά ο Πιερ Πάολο Παζολίνι· ζούσαν στους φτωχομαχαλάδες της Ρώμης και έσβηναν άδοξα, σαν τον Τζενέζιο, σαν τον Ακατόνε. Σαν τα ragazzi των Σπάτων και του Παγγαίου όρους.

H χθεσινή συνάντηση του Γάλλου προέδρου με την Γερμανίδα καγκελάριο στο Παρίσι ενδέχεται να σημαίνει μια ιστορική στροφή στην πρόσφατη ευρωπαϊκή πολιτική: όλοι εύχονται να τερματιστούν τα μέτρα λιτότητας που δοκιμάζουν τις αντοχές των κοινωνιών και των δημοκρατιών. Η καγκελάριος Μέρκελ χρειάζεται ευρωπαϊκή αποδοχή, ακόμη κι αν νικήσει στις γερμανικές εκλογές· και διαπιστώνει επίσης ότι η κρίση χτυπά και τη δική της πόρτα. Ποιον τεμπέλη του Νότου θα ψέξει γι’ αυτό; Η σώφρων συμπόρευση με τη Γαλλία, πρωτίστως, αλλά και με την ασταθή Ιταλία και την πληγείσα Ισπανία, είναι σαφώς προτιμότερη από την αντιπαράθεση με όλους και όλα. Από κοντά, και η αλλαγή στη ρητορική: όχι άλλη λιτότητα, τόνωση της απασχόλησης, ανοχή για τα ελλείμματα. Ακόμη και ο σκληρός κ. Σόμπλε αλλάζει τον λόγο του, ίσως διότι αισθάνεται ότι θα τον θυμούνται ως τον άκαμπτο, μοιραίο Γερμανό υπουργό Οικονομικών της ευρωπαϊκής Μεγάλης Υφεσης.

Η ανασύνταξη του γαλλογερμανικού άξονα φαίνεται ότι είχε σχεδιαστεί να εμφανιστεί πανηγυρικά στην 55η Μπιενάλε της Βενετίας. Στην φετινή διοργάνωση του σημαντικότερου θεσμού των εικαστικών τεχνών διεθνώς, Γερμανία και Γαλλία γιόρτασαν την 50ή επέτειο της Συνθήκης Φιλίας των Ηλυσίων, που συνήψαν ο Ντε Γκωλ και Αντενάουερ, και αντήλλαξαν τα περίπτερά τους, σε μια χειρονομία πολλαπλού συμβολισμού. Οι Γάλλοι αναπτύσσουν την έκθεσή τους στο γερμανικό κτίριο, και οι Γερμανοί στο παρακείμενο γαλλικό. Η πρωτοφανής αντιμετάθεση δεν σταματά εδώ. Με έκπληξη διαπιστώσαμε, κατά την αυτοψία μας, ότι η μεν Γαλλία εκπροσωπείται από τον Αλβανό καλλιτέχνη Ανρι Σαλά, η δε Γερμανία από τέσσερις καλλιτέχνες, εκ των οποίων κανείς δεν είναι Γερμανός! Στον κεντρικό χώρο δεσπόζει ο Κινέζος αντικαθεστωτικός σταρ Αi WeiWei, και μαζί του ένας Γαλλοϊρανός, μία Ινδή και ένας Αφρικανός.

Η καλλιτεχνική κριτική θα ακολουθήσει, αλλά η πρώτη αντίδραση είναι πολιτική: Τι θέλουν να δείξουν Γερμανοί και Γάλλοι; Προφανώς ότι η γαλλογερμανική φιλία υπάρχει, παρά τις δοκιμασίες των ετών της κρίσης· ότι ο ηγεμονικός άξονας στην Ευρώπη περνά πάντα από Βερολίνο και Παρίσι· ότι οι ηγεμόνες διατίθενται ευρύχωροι για τους Αλλους, κάτι για το οποίο κατηγορήθηκε ότι δεν είναι η Γερμανία πρόσφατα· ότι είναι ανοιχτοί στον κόσμο, σε όλες τις ηπείρους, κ.ο.κ.

Μετα-αποικιακές ενοχές, και αμηχανία επί του πολιτικού παρόντος, σχολίασαν πολλοί κακεντρεχείς στα βενετσιάνικα Τζαρντίνι. Ιδίως που ανάμεσα στα δύο περίπτερα του γαλλογερμανικού swap, εδέσποζε το βρετανικό περίπτερο, με Βρετανό καλλιτέχνη (Τζέρεμι Ντέλερ) και αμιγώς βρετανικό αυτοσαρκασμό για τον πόλεμο του κατεστημένου στο Ιράκ. Οι Βρετανοί, ενώπιον της πολυδιαιρεμένης και εξασθενημένης ηπειρωτικής Ευρώπης, αποστασιοποιούνται, βιτριολικοί και αυτάρκεις.

Για μια ακόμη φορά, η Μπιενάλε της Βενετίας με έργα τέχνης και δυναμικές τοποθετήσεις, εκφράζει τα πολιτικά ρευστά των μεγάλων και μικρών κρατών που συμμετέχουν, τους ανταγωνισμούς, τους διαγκωνισμούς, τις αυτοαφηγήσεις, τους αυτοπροσδιορισμούς, τις προσδοκίες. Οι υπουργοί, οι πρεσβευτές και οι μεγιστάνες του πλούτου με τα λαμπρά γιοτ, που συρρέουν κατά το τετραήμερο των προεγκαινίων, από προχθές έως το Σάββατο, πρωταγωνιστούν κι αυτοί μαζί με τους καλλιτέχνες στην αποτύπωση του παγκόσμιου πολιτικού χάρτη.

εικόνα: Αi WeiWei, at German Pavillion, 55th Venice Biennale.

Από την καλλιτεχνική ομάδα ΗΧΟΔΡΑΜΑ λάβαμε την εξής απάντηση, σε σχέση με προηγούμενα δημοσιεύματά μας:

Αθήνα, 21 Μαΐου 2013

Κύριε Ξυδάκη,

Στο δημοσίευμά σας στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» της 19ης Μαΐου 2013, μπορώ να απαντήσω μόνο με στοιχεία. Θα ευχόμουν να είχατε κάνει το ίδιο και εσείς.

α) Δεν διάλεξαν εμάς ΣΕ ΒΑΡΟΣ άλλων χορευτικών ομάδων, κύριε Ξυδάκη. Δεν έγινε συγκριτική επιλογή. Για τον απλούστατο λόγο ότι ΚΑΜΙΑ ομάδα χορού δεν υπέβαλε αίτηση για επιχορήγηση στο συγκεκριμένο πρόγραμμα ΕΣΠΑ. Το γιατί δεν το γνωρίζουμε. Ρωτήστε τις ομάδες που «υπερασπίζεστε» γιατί δεν υπέβαλαν αίτηση! Σημειωτέον ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα του ΕΣΠΑ (ΕΥΠΟΤ8) ήταν για πολλούς μήνες ανοιχτό και ίσως είναι ακόμα! Αντί να κατηγορείτε ασύστολα και χωρίς αποδείξεις μια καλλιτεχνική ομάδα, θα έπρεπε, νομίζουμε, να παροτρύνετε και άλλες ομάδες να κάνουν αίτηση. Αν θέλετε πραγματικά να βοηθήσετε τους χορευτές και τις ομάδες τους, σας προτείνουμε, με την ερευνητική σας ιδιότητα σαν δημοσιογράφος, να κάνετε συχνές έρευνες ώστε να πληροφορείτε τις ομάδες που υπερασπίζεστε για τα διάφορα προγράμματα επιχορηγήσεων που υπάρχουν.

β) Τα στοιχεία που παραθέτετε είναι ανομοιογενή και άσχετα μεταξύ τους. Άλλο οι επιδοτήσεις του Υπουργείου Πολιτισμού στις οποίες αναφέρεστε και άλλο το ΕΣΠΑ! Αυτό θα ήθελα να τονιστεί ιδιαίτερα στους χορευτές και χορογράφους που υποστήριξαν με τόσο ζήλο το άρθρο σας. Δεν στερήσαμε την επιχορήγηση από καμιά ομάδα, γιατί απλά, όπως είπαμε και νωρίτερα, απευθυνθήκαμε σε άλλο πρόγραμμα επιχορήγησης.

γ) Τα χρήματα της επιχορήγησης που εγκρίθηκαν για την Πολιτιστική Ομάδα ΗΧΟΔΡΑΜΑ είναι για την παραγωγή καλλιτεχνικών έργων σε διάστημα 21 μηνών. Είναι υποχρέωση της Πολιτιστικής Ομάδας ΗΧΟΔΡΑΜΑ να πραγματοποιήσει 38 παραστάσεις και 5 κύκλους σεμιναρίων (10 σεμινάρια) με εισηγητές από τις καλύτερες χορευτικές ομάδες του εξωτερικού (Hofesh Shechter Company, Akram Khan, Richard Alston Dance Company, Forsythe Company, κ.ά.). Μέχρι τώρα έχουν ήδη πραγματοποιηθεί 2 κύκλοι σεμιναρίων με πολύ μεγάλη επιτυχία και συμμετοχή από επαγγελματίες χορευτές που έμειναν πολύ ικανοποιημένοι (σημειωτέον ότι οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια) και μας έδωσαν συγχαρητήρια που μπορέσαμε να φέρουμε τέτοια διεθνή ονόματα του χώρου. Ήδη έχουν οριστεί οι ημερομηνίες για τους δύο επόμενους κύκλους σεμιναρίων. Επομένως, μπορεί να μη μας γνωρίζατε εσείς κ. Ξυδάκη αλλά τις προαναφερθείσες ομάδες με τις οποίες συνεργαζόμαστε για σεμινάρια σίγουρα τις γνωρίζετε.

δ) Η Πολιτιστική Ομάδα ΗΧΟΔΡΑΜΑ (δηλαδή τα μέλη της, που περιλαμβάνουν, εκτός άλλων, τη Δανιέλα Πισιμίση, τη Φαίδρα Πισιμίση και εμένα) δεν έχει πάρει (και δεν θα πάρει) ΟΥΤΕ 1 ΕΥΡΩ από το ΕΣΠΑ, παρόλη τη συνεισφορά τους στην παραγωγή του “The Cave” σαν χορευτές, χορογράφοι και μουσικοσυνθέτης. Όπως πολύ σωστά αποφάσισε η Γ.Γ. Πολιτισμού, τα μέλη της Πολιτιστικής Ομάδας ΗΧΟΔΡΑΜΑ δεν δικαιούνται επιχορήγησης! Όλη η επιχορήγηση πάει κατά κύριο λόγο στους χορευτές (εκτός μελών της ομάδας) και στο καλλιτεχνικό προσωπικό (συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών) και κατά δεύτερο λόγο σε σκηνικά, κοστούμια, ενοικίαση θεατρικών χώρων και διαφήμιση.

Μήπως και σε αυτό αντιτίθεστε, κύριε Ξυδάκη; Θέλετε οι 12 χορευτές και οι υπόλοιποι συνεργάτες που προσέλαβε η Πολιτιστική Ομάδα ΗΧΟΔΡΑΜΑ (υπενθύμιση: οι 12 αυτοί χορευτές και οι συνεργάτες ΔΕΝ είναι μέλη της εταιρείας ΗΧΟΔΡΑΜΑ) να επιστρέψουν στην ανεργία; Πιστεύουμε ότι βιαστήκατε να βγάλετε συμπεράσματα και γι’ αυτό θα χαρούμε πολύ αν ζητήσετε συγνώμη όχι από εμάς αλλά από τους προσληφθέντες χορευτές και τους υπόλοιπους επαγγελματίες γι’ αυτή σας τη βιασύνη.

ε) Το άρθρο σας προσβάλει πρόσωπα από το Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α., που με σοβαρότητα και αυστηρότητα κάνουν τη δουλειά τους και μας εμπιστεύτηκαν για να κάνουμε και εμείς τη δουλειά μας. Και παρόλο που δε θα έπρεπε να σας αφορά, το πρόσωπο που αναφέρετε (την κ. Μενδώνη) δεν την έχουμε γνωρίσει ποτέ προσωπικά, πόσο μάλλον να δημιουργήσουμε σχέσεις (ρουσφέτια) που τόσο άκομψα μας κατηγορείτε.
Θα μπορούσατε να μας είχατε ζητήσει όσες πληροφορίες θέλετε, κύριε Ξυδάκη, πριν διατυπώσετε ανυπόστατες κατηγορίες. Αν το είχατε κάνει, θα είχατε μάθει ότι έχουμε ταλαιπωρηθεί σε ύψιστο βαθμό από τη Διαχειριστική Αρχή της Γ.Γ. Πολιτισμού, που επί ένα χρόνο μας ζητούσε λεπτομερή στοιχεία και μας έκανε συνεχείς διορθώσεις (όλα αυτά τα στοιχεία είναι στη διάθεσή σας αν μας τα ζητήσετε).
Αλλά είπαμε, ζούμε στην Ελλάδα, όπου διαρκώς πρέπει να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι ελέφαντας…
Επίσης, κύριε Ξυδάκη, δεν περίμενα ποτέ ότι θα φτάσω στα 57 μου χρόνια να νιώθω ότι θα πρέπει να απολογούμαι για το γεγονός ότι είμαστε μέλη της ίδιας καλλιτεχνικής ομάδας εγώ και οι δύο κόρες μου, εκ των οποίων η μία αποφοίτησε από την επαγγελματική σχολή χορού Μοριάνοβα-Τράστα και είναι τώρα διευθύντρια σχολής χορού και η άλλη από την επαγγελματική σχολή χορού Δέσποινας Γρηγοριάδου και συνεργάζεται με την Όπερα του Ντύσσελντορφ.

Όσον αφορά το δεύτερο δημοσίευμά σας («Καθημερινή», 21 Μαΐου 2013), θα ήθελα να διευκρινίσω ότι το αρχικό ποσό που ζητούσε η Πολιτιστική Ομάδα ΗΧΟΔΡΑΜΑ αφορούσε την υλοποίηση της πράξης (διοργάνωση σεμιναρίων, δημιουργία παραγωγών και παραστάσεις) σε 36 μήνες.

Σας καλούμε, κ. Ξυδάκη, να έρθετε να δείτε την παράσταση. Όχι μόνο για να δείτε την ποιότητά της, αλλά για να καταλάβετε ότι δεν είναι δυνατόν να κάνουμε αυτά που «χτυπάμε» και που τα δείχνουμε καθαρά στο «The Cave». Η επιχορήγηση ζητάει να προωθήσουμε την Αττική μέσω πολιτιστικών δράσεων και αυτό ακριβώς κάνουμε. Επιλέξαμε ένα απόσπασμα από τη πολιτιστική μας κληρονομιά για να προωθήσουμε τη χώρα μας και δεν είναι τυχαίο που αυτό το απόσπασμα (η αλληγορία της Σπηλιάς από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα) περιγράφει την επίθεση που θα δεχτεί κάποιος αν διαφοροποιηθεί από τη μάζα: πράγμα που ακριβώς συνέβη στο internet μετά από το δημοσίευμά σας. Το έργο έχει κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα και αποσκοπεί στη αφύπνιση των θεατών για θέματα που αφορούν τη σημερινή εποχή και που έχουν δυστυχώς παραμείνει από την εποχή που ζούσε ο Πλάτωνας. Όσον αφορά την άποψή σας για την ίδια τη παράσταση, αυτή θα τη δεχτούμε με κάθε σεβασμό, αλλά δε δεχόμαστε κριτική για οτιδήποτε άλλο δεν έχει να κάνει με το έργο μας, ιδιαίτερα όταν τα στοιχεία που παρατίθενται είναι λανθασμένα και ελλιπή.
[…]

Γιάννης Πισιμίσης
Μουσικοσυνθέτης, ιδρυτικό μέλος της Πολιτιστικής Ομάδας ΗΧΟΔΡΑΜΑ

Στο κυριακάτικο φύλλο της «Κ» αναφερθήκαμε στην επιχορήγηση μέσω ΕΣΠΑ μιας δράσης της μουσικοχορευτικής ομάδας Ηχόδραμα, ύψους 329 χιλ. ευρώ. Η δράση είναι το έργο The Cave (38 παραστάσεις) και 5 κύκλοι σεμιναρίων χορού, σε 21 μήνες. Το ύψος της επιχορήγησης μάς φάνηκε εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με τη συγκεκριμένη παραγωγή, ενός άσημου οργανισμού, και σε σχέση με τα ποσά που λαμβάνουν άλλοι, καταξιωμένοι, καλλιτεχνικοί οργανισμοί με πολλαπλάσιες δυνατότητες παραγωγής.

Η υπουργική απόφαση έφερε την υπογραφή της γεν. γραμματέως Πολτισμού κ. Λίνας Μενδώνη, η οποία έσπευσε ευγενικά να μας ενημερώσει περαιτέρω. Στο πακέτο εγγράφων που απέστειλε, περιλαμβάνεται και ενημερωτικό σημείωμα της αρμόδιας Ειδικής Υπηρεσίας Τομέα Πολιτισμού (ΕΥΤΟΠ). Τι μαθαίνουμε επιπλέον;

Πρώτα, τα τυπικά αλλά και κρίσιμα. Τις πολιτιστικές επιχορηγήσεις μέσω ΕΣΠΑ δεν ορίζει ανεξάρτητη γνωμοδοτική επιτροπή, η οποία εισηγείται στον υπουργό· τις προτάσεις εξετάζει η Επιτροπή Παρακολούθησης ΕΣΠΑ, βάσει προκαθορισμέων και εγκεκριμένων κριτηρίων, και εν συνεχεία τις αξιολογεί ειδική επιτροπή από όλους τους προϊσταμένους της Γενικής Διευθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού. Φαίνεται τεχνοκρατικό και ουδέτερο. Είναι;

Εν προκειμένω, τα κριτήρια ενέκρινε εγγράφως μόνο ένα μέλος από τα 39 μέλη της Επιτροπής Παρακολούθησης, οι δε 37 αποχές (ή αμέλειες) προσμετρήθηκαν ως θετικές ψήφοι, βάσει κανονισμού. Θετική μετρήθηκε και η ψήφος του Περιφερειάρχη Αττικής, Γιάννη Σγουρού. Ακολούθως η πρόταση έργου αξιολογήθηκε από την επιτροπή διευθυντών, για το αν υπάγεται στον γενικότερο σχεδιασμό της Γεν. Γραμ. Πολιτισμού. Η επιτροπή ενέκρινε την πρόταση μαζί με άλλες 18 προτάσεις, που απορροφούν κονδύλι 7 εκατ. ευρώ. Αυτή η επιτροπή όχι μόνο αποφασίζει αν υπάγεται στον σχεδιασμό της η πρόταση, αλλά μπορεί και να την απορρίψει ή να περικόψει τον προτεινόμενο προϋπολογισμό. Οπερ και εγένετο: το Ηχόδραμα ζητούσε 697 χιλ. ευρώ, αλλά η επιτροπή μείωσε τον προϋπολογισμό σε 464.800 και εκταμίευσε τελικά 355.000.

Αρα: η μία επιτροπή (δεν ξέρουμε ποια μέλη της) δεν έστερξε να εγκρίνει τα κριτήρια, αλλά η πρόταση τυπικά πέρασε· η άλλη επιτροπή υποδιπλασίασε τον προϋπολογισμό. Επομένως, οι επιτροπές, ιδίως η της Γ.Γ. Πολιτισμού, αν το επιθυμούν, μπορούν να εξετάσουν την ουσία κάθε πρότασης, να περικόψουν τον προϋπολογισμό ή και να την απορρίψουν. Εδώ, ενέκριναν 355.000 για μία (1) μουσικοχορευτική παραγωγή και πέντε σεμινάρια. Η ΕΥΤΟΠ μάλιστα μάς ενημερώνει ότι η εγκεκριμένη δαπάνη δεν αφορά αμοιβή της ομάδας Ηχόδραμα, αλλά αμοιβές χορευτών, χορογράφων και λοιπών συντελεστών. Αλλά όπως δημοσιεύεται, οι κυρίες Δανιέλα και Φαίδρα Πισιμίση είναι χορογράφοι, δραματουργοί και χορεύτριες, ο κ. Ιωάννης Πισιμίσης μουσικοσυνθέτης. Μήπως αυτά τα πρόσωπα συμμετέχουν στην ομάδα Ηχόδραμα;

Με ανάλογο τρόπο, εικάζουμε, εξετάστηκαν και οι άλλες προτάσεις οργανισμών, από τις συνολικά 18 εγκριθείσες. Ανάμεσά τους σημαντικοί εποπτευόμενοι οργανισμοί, με καλλιτεχνικό έργο, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών κ.ά., αλλά και εμπορικοί φορείς και κοινωφελή ιδρύματα μαικήνων τα οποία αντλούν κοινοτικούς και εθνικούς, δηλαδή δημόσιους, πόρους στα χρόνια της πτωχευμένης Ελλάδας. Για βελτίωση πολιτιστικών υπηρεσιών.

lathos

Το προπερασμένο Σάββατο συμμετείχα σε μια ωραία εκδήλωση με θέμα «Ποίηση και πραγματικότητα», οργανωμένη από τον Κύκλο Ποιητών στο αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μεσημέρι μιας δραστήριας μέρας, προορισμένης για εξωτερικές δουλειές και βόλτα, με δοξαστική λιακάδα άνοιξης αττικής, σε μια από τις ωραιότερες αίθουσες των Αθηνών, περιστοιχισμένοι από μνημεία πολιτισμού, οι Ελληνες της κρίσης συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν ομιλίες και απαγγελίες ποιημάτων. Ηταν μια εμπειρία εγκαρδιωτική. Εμπειρία αισθητική κατ’ αρχάς, αλλά και πνευματική και ψυχική: η ποίηση δρα παρηγορητικά και εξυψωτικά. Δεν σε αλλάζει, αλλά τουλάχιστον σε βοηθά να αντέχεις· να ξαναπιάνεις το νήμα της μεγάλης παράδοσης, να βλέπεις για λίγο τον κόσμο μέσα απ’ τις στοχαστικές προσαρμογές των ποιητών, να βρίσκεις τον λυρισμό κρυμμένο μες στην καθημερινή ζωή.

Προτού μπεις όμως στη μεγαλοπρεπή αίθουσα με τον γυάλινο ουρανό, πρέπει να περάσεις μέσα από τα φίλτρα της πραγματικότητας. Στο εκτυφλωτικό ηλιόφως του Μαρτίου, στην καρδιά της πόλης, η πραγματικότητα έδειχνε τα δόντια της στο κατώφλι ήδη της Βιβλιοθήκης: στις σκιερές παρυφές της ελικοειδούς μαρμάρινης κλίμακας οι τοξικοεξαρτημένοι δοκίμαζαν τις δικές τους εμπειρίες, τις δικές τους αποδράσεις. Υπό το φως της ημέρας. Υπό τα όμματα των ανερχομένων την κλίμακα προς την ποίηση. Υπό το άγρυπνο όμμα των Αφρικανών ντίλερ με τα κινητά στην οδό Ιπποκράτους.

Η πραγματικότητα έξω από τη Βιβλιοθήκη, προτού καν ανέβεις το υπερυψωμένο πεζοδρόμιο, δεν ήταν ούτε μία ούτε ομοούσια: ήταν αμέριμνη, ανυποψίαστη, σκυθρωπή, χαρωπή, βιαστική, σκεφτική, αφηρημένη, αναλόγως του τι πρόσωπα αντίκριζες. Οταν ανέβαινες όμως το πεζοδρόμιο και πλησίαζες τη μεγαλοπρεπή σκάλα, η πραγματικότητα σχιζόταν στα δύο: από τη μια, το δυστοπικό έξω, οι ανθρώπινες σκιές να αναζητούν φλέβα με τη βελόνα στο χέρι· από την άλλη, οι φιλομαθείς και φιλόκαλοι ανέβαιναν τη σκάλα και προσήρχοντο στο ευτοπικό μέσα, με την προσδοκία της ευφροσύνης. Σκοτάδι και φως. Οπου οι μεν αγνοούν τους δε: πράγματι, όσοι ανέβαιναν από τον άπω κλάδο της διπλής σκάλας, δεν αντιλαμβάνονταν απολύτως τίποτε απ’ όσα συνέβαιναν κάτω από τον εγγύς κλάδο, λίγα μέτρα πιο πέρα, στη σκιά. Ασύμπτωτοι κόσμοι.

Ακαριαία σκέφτηκα ότι, πριν καν μπω στη Βιβλιοθήκη, μου φανερωνόταν ο ένας από τους δύο θεματικούς όρους της εκδήλωσης, η πραγματικότητα, με τα πολλά της πρόσωπα. Και ταυτόχρονα ετίθετο σαν δυσεπίλυτο πρόβλημα η σχέση ανάμεσα στους δύο όρους: πώς συνυπάρχουν ποίηση και πραγματικότητα. Ή: πώς μιλάει η ποίηση γι’ αυτή την πραγματικότητα; Διαλέγει ο ποιητής για ποια πραγματικότητα να μιλήσει; Αραγε, υπάρχει κάποια πραγματικότητα πιο ποιητική, πιο συμβατή με την ποίηση; Ενα κουβάρι ερωτήματα και απορίες με τύλιξε και με μπέρδεψε, με απέσπασε από την αρχική πραγμάτευση του θέματος, παρότι θεωρούσα ότι κάπως τολμηρά είχα προσπαθήσει να το προσεγγίσω.

Δεν μπόρεσα να ενσωματώσω αυτή την αποκαλυπτική εμπειρία στην ομιλία μου. Το ανέφερα, αλλά μέχρις εκεί. Μίλησα για ό,τι θεωρώ ποιήματα στον καιρό μας, για δυο χειρονομίες, λεκτικές και οπτικές, που σφραγίζουν το αστικό τοπίο, σε σημεία κενά ή τυφλά: τα γκράφιτι «βασανίζομαι» και «λάθως». Τα θεωρώ από τα πιο δραστικά έργα τέχνης των τελευταίων χρόνων, πυκνές εκφράσεις της διάχυτης συλλογικής δυσθυμίας αλλά και εκφράσεις μιας φιλόσοφης στάσης, τα οποία παρά την όποια σημασιολογική αφετηρία τους καταλήγουν σε κάτι πολύ βαθύτερο και πλούσιο, κάτι που υπερβαίνει ενδεχομένως και τις προθέσεις του δημιουργού.

Οταν ξαναβγήκα στο ηλιόφως, οι τοξικομανείς είχαν χαθεί. Σκέφτηκα τότε ότι η ανάλυση των «βασανίζομαι» και «λάθως» ήταν φορμαλιστική, εκτός πεδίου. Μερικές μέρες αργότερα άλλαξα γνώμη: τα τρεμάμενα γκράφιτι εξέφραζαν επακριβώς την αντινομία και τους παράλληλους ασύμπτωτους κόσμους. Περιέγραφαν το «βασανίζομαι» αυτών των ανθρώπων, που ήρθαν και αποσύρθηκαν σαν σκιές. Περιέγραφαν και το «λάθως» της ζωής τους; Ποιος μπορεί να το πει; Πάντως, όσα βιώνουμε τα τελευταία χρόνια ανατρέπουν τις βεβαιότητες, τα δείχνουν όλα λάθως. Περιέγραφαν και τη δική μου βάσανο: Πόσο αβασάνιστα κρίνω αυτούς τους παρίες της δικής μου ορθής πραγματικότητας; Πόσο «λάθως» ήμουν άραγε μες στην αυταρέσκεια και την καλλιλογία της ποιήσεως, στην προστατευμένη αίθουσα με τα βιβλία; Και ούτω καθεξής.

Ολοι μας ζούμε την πραγματικότητα σαν βάσανο και σαν λάθως.

auswitz

Το επταήμερο κύλησε μες στην ανησυχία. Οπως συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια. Πυροβολισμοί στη Ζωοδόχου Πηγής από βαποράκια, λίγη ώρα αφότου πέρασα απ’ εκεί πηγαίνοντας στο σαββατιάτικο απεριτίφ της αντροπαρέας. Ληστεία μετά ξυλοδαρμού για το παιδί μιας φίλης, λίγο παραπάνω στην οδό Ασκληπιού· του πήραν το κινητό και το χαρτζιλίκι, και τον γρονθοκοπούσαν τρεις στα νεφρά και στο κεφάλι. Εγινε το στομάχι κόμπος· ασθμαίνων έκανα ένα μικρό μάθημα αυτοπροστασίας στους γιους που κυκλοφορούν ανά τας Αθήνας. Ανακάλυψα ότι γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα τους έλεγα. Η ανησυχία μου δεν εκόπασε πάντως, φώλιασε.

Λίγες μέρες αργότερα είδα τη φωτογραφία μικρών παιδιών σε νεοναζιστικό κατηχητικό. Κάπου στην Αττική, οι νεοναζί κάνουν «Διάπλαση των παίδων», μαγαρίζοντας ακόμη και τη θερινή παιδική μνήμη απ΄τους πανόδετους τόμους της δημοτικής βιβλιοθήκης Μυκόνου. Στην ηλικία περίπου που ξεφύλλιζα τα «Σας ασπάζομαι, Φαίδων» και τα λιθόγραφα Κλασικά Εικονογραφημένα, Αθλίους, Λόρδο Τζιμ, Σίλας Μάρνερ, Τελευταίο Μοϊκανό, στην ηλικία που κατηχητικό σήμαινε ολίγο Ευαγγέλιο αγάπης, με σαμαρείτιδες και πετεινά, πολλή μπάλα και ελευθερία, στην ίδια περίπου ηλικία αντίκρισα παιδιά να μπολιάζονται στο μίσος και στον φυλετισμό, να παραγεμίζουν τα άγραφα μυαλά τους με δηλητήριο και μισαλλοδοξία. Αυτό ήταν πιο ανησυχητικό κι από τις σφαίρες των ενήλικων ντίλερ, των ληστών και των παράνομων, γιατί ένιωθα την κακία να φεύγει πια από τη σφαίρα του περιθωρίου και να απλώνεται στην κανονικότητα, να καταλαμβάνει το μέινστρημ, να κυριεύει παιδικές ψυχές και λαϊκά νοικοκυριά. Δεν ήταν πια ανησυχία, ήταν εφιάλτης.

Απαντήσεις και παρηγοριά μου έδωσε παραδόξως ένα βιβλίο, που εξιστορεί και εξηγεί το Κακό, όπως ενσαρκώθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, στην καρδιά της Ευρώπης. «Το Αουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου» είναι ό,τι είπε στην 14χρονη Ματίλντ, η ιστορικός Ανέτ Βιβιορκά, απαντώντας στις πιο απλές, στις πιο δύσκολες ερωτήσεις ενός παιδιού. Τι ήταν η Τελική Λύση; Τι είναι γενοκτονία, ολοκαύτωμα, Shoah; Γιατί σκοτώνανε παιδιά; Τι είναι το τατουάζ στο χέρι της Μπερτ; Φταίγανε όλοι οι Γερμανοί; Τι είναι το χρέος της μνήμης;

Το βιβλιαράκι (εκδ. Πόλις) διαβάζεται με μια ανάσα. Μάλλον, με κομμένη την ανάσα. Ακόμη κι αν έχεις διαβάσει τα άπαντα του μεγάλου Πρίμο Λέβι, η ζεστή μητρική ομιλία της Βιβιορκά συμπυκνώνει αλήθειες, εξηγήσεις, απαντήσεις και ανοιχτά ερωτήματα, χωρίς δράμα, αλλά με δύναμη και αμεσότητα μοναδικές. Ετσι όπως θα ήθελε κάθε γονιός να εξηγήσει στο παιδί του τα μεγάλα του κόσμου που πέρασε και του κόσμου που διαρκώς έρχεται.

Στα παιδιά που ακούνε την κατήχηση μίσους, θα διάβαζα σαν αντίδοτο τέτοια βιβλία, σαν της Βιβιορκά. Λόγια εξήγησης και κατανόησης, λόγια συχώρεσης και αλληλοπεριχώρησης, αλλά και λόγια μαχητικά, που αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Να θυμάσαι, για ν’ αγαπάς τη ζωή.
«Ενας ιστορικός, ο Ιγκνατσί Σχίπερ, ο οποίος πέθανε στο στρατόπεδο του Μάιντανεκ, το εξηγεί πολύ καλά: ‘όλα εξαρτώνται από αυτούς που θα μεταφέρουν τη μαρτυρία τους στις μέλλουσες γενιές, από αυτούς που θα γράψουν την ιστορία τούτης της εποχής. Η ιστορία γράφεται, κατά κανόνα, από τους νικητές. Ολα όσα γνωρίζουμε για τους λαούς που εξοντώθηκαν είναι όσα ήθελαν να πουν οι διώκτες τους. Εάν οι διώκτες μας νικήσουν, εάν αυτοί γράψουν την ιστορία τούτου του πολέμου, τότε ο αφανισμός μας θα παρουσιαστεί ως μία από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, και οι μέλλουσες γενιές θα αποτίσουν φόρο τιμής στο θάρρος αυτών των σταυροφόρων. Ο λόγος τους θα είναι Ευαγγέλιο. Μπορούν έτσι να αποφασίσουν να μας σβήσουν από τη μνήμη του κόσμου σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο πολωνικός εβραϊσμός, το γκέτο της Βαρσοβίας, το Μάιντανεκ’»

Αντί για μαθήματα ανησυχίας, θα πείσω τους γιους μου να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Σαν μάθημα μνήμης, και σαν εξήγηση ― δηλαδή σαν αντίδοτο στο μίσος, στον φυλετισμό, στον αφανισμό ανθρώπου από άνθρωπο. Γιατί, όπως σημειώνει με πικρή διαύγεια η Ρίκα Μπενβενίστε στο επίμετρο: «Απεχθάνομαι την ψυχρή αποστασιοποίηση, την απουσία θυμού, θλίψης και απορίας στις επιστημονικές εξηγήσεις. Δεν έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξήγηση. Ομως δεν ξέρω κάτι καλύτερο».

photo-Le-Guepard-Il-Gattopardo-1963-9

Αν η ζωή εμπνέει την τέχνη, ισχύει και το αντίστροφο: συχνά η ζωή προοικονομείται μέσα στα έργα τέχνης. Στην προσπάθειά μου να συλλάβω στοιχειωδώς το σπασμένο ελληνικό μωσαϊκό, με ψηφίδες από τη μεγάλη πολιτική, από τη φανερή καθημερινή ζωή, από τα αφανή συμβαίνοντα πίσω από κλειστά παράθυρα διαμερισμάτων και επαύλεων, από τα θραύσματα ομιλιών και από πληροφορίες εξωχώριες, έλαμψαν μπρος στα μάτια μου δύο μεγάλα έργα του Λουκίνο Βισκόντι, μεγάλα ως προς το περιεχόμενο των αφηγήσεων και ως προς τη φόρμα.

Είναι δύο έργα που πραγματεύονται ιστορικούς και ανθρωπολογικούς μετασχηματισμούς, χωρίς ωστόσο εύκολα συμπεράσματα, χωρίς διδακτισμό, αλλά με διεισδυτικότητα και με όλο το δράμα και την αμφισημία της ανθρώπινης κατάστασης. Το ένα παρακολουθεί τη δύση της αριστοκρατίας και την ανάδυση της μπουρζουαζίας, το άλλο, την άνοδο του ναζισμού και την επικράτησή του στην καρδιά της μεγαλοαστικής τάξης. Πρόκειται προφανώς, για τον «Γατόπαρδο», βασισμένο στο περίφημο μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα, και για τους «Καταραμένους».

Η Μεγάλη Υφεση μετασχηματίζει ήδη την ελληνική κοινωνία, βαθιά και ανεπίστρεπτα. Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το πιο αδύναμο, που κρεμόταν γαντζωμένο στο χείλος της ευημερίας, έπεσε πρώτο, και δεν θα ξανασηκωθεί· αισθάνονται αποκλεισμένοι και εφεξής είναι άγνωστο πώς θα αυτοαναγνωριστούν κοινωνικά και πολιτικά. Η μεσαία τάξη θρυμματίζεται, αλλάζει υλική συνθήκη, ολισθαίνει βιαίως προς την ένδεια, και μαζί αλλάζει ο αυτοπροσδιορισμός, θρυμματισμένος ομοίως και ρευστός.

Από τον ψυχικό μετασχηματισμό δεν μένουν άθικτα ούτε τα ανώτερα και ανώτατα στρώματα· η γενική απαισιοδοξία και ο φόβος οδηγούν σε αναδίπλωση και εσωστρέφεια. Η αναδίπλωση εν προκειμένω προέρχεται από την απειλή μείωσης της υλικής ισχύος, αλλά και από τις ραγδαίες εξελίξεις στη νομή της εξουσίας· η κυριαρχία της παλαιάς τάξεως δεν είναι διόλου δεδομένη, όλα αλλάζουν.

Εδώ θυμόμαστε τον Γατόπαρδο: «Εάν θέλουμε να παραμείνουν όλα ως έχουν, πρέπει όλα να αλλάξουν», λέει ο νεαρός αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκιπα της Σαλίνα. Ο νεαρός γατόπαρδος δεν αφήνει εύκολα απ’ τα νύχια του τον πλούτο και την εξουσία. Θα ελιχθεί, θα συμμαχήσει με την ανερχόμενη τάξη πραγμάτων, θα επωφεληθεί: μ’ ένα γαμήλιο σμίξιμο θα εξασφαλίσει καταρχάς την οικονομική γαλήνη, που είναι παντοτινή. Κατόπιν, θα έχουν τον χρόνο να συνεχίσουν στην επόμενη πίστα της ιστορίας, άθικτοι από την ρεπούμπλικα και τον αστικό χείμαρρο: «δεν θα τα καταφέρουν, γιατί είμαστε θεοί», παρατηρεί ο πρίγκιπας.

kataramenoi_visconti

Αν ο ένας κρυφός πίνακας του ιστορικού παρασκηνίου είναι η μετατόπιση της άρχουσας ελίτ, ο άλλος, διόλου κρυφός, είναι η άνοδος του ναζισμού. Στους βισκοντικούς Καταραμένους, ο ναζισμός ενοφθαλμίζεται στην πανίσχυρη οικογένεια της χαλυβουργίας Εσεμπερκ. Κλιμακωτά, το κακό εξοντώνει τα πιο ηθικά και φιλελεύθερα στοιχεία, και καταλαμβάνει όλο το πεδίο, εκφράζεται πλήρως μέσω του πιο βίαιου, του πιο έκφυλου προσώπου, που οδηγείται πέραν πάσης αναστολής και φόβου τιμωρίας. Είναι μια ελεγεία του κακού: η πορεία προς την μοιραία κατίσχυση του κακού.

Στο καθ΄ημάς πεδίο, ο ερζάτς ναζισμός είναι προσώρας χυδαίος και λούμπεν, και φουσκώνει διαρκώς προσελκύοντας σαν φανός τις απελπισμένες πεταλούδες, τα συντρίμμια της Μεγάλης Υφεσης. Αλλά η φυλετική μισαλλλοδοξία του και ο υπερεθνικισμός του μολύνουν σταθερά την κεντρική πολιτική σκηνή, υπαγορεύουν συνθήματα και κραυγές. Το κατάκοπο κοινωνικό σώμα απορροφά τώρα το δηλητήριο σαν φάρμακο, και οι δόσεις μεγαλώνουν.

Η τάξη των γατόπαρδων προς το παρόν περιφρονεί τους λούμπεν ακραίους· άλλωστε αυτοί δρουν στα γκέτο και στις λαϊκές, όχι στα πράσινα προάστια. Δεν αποκλείεται όμως ο μετασχηματισμός των γατόπαρδων σε καταραμένους· απούσης της αναδυόμενης αστικής τάξης, ο ελιγμός τούτη την ιστορική στιγμή δεν μπορεί να είναι προς το απόν ρωμαλέο καινοτομικό στρώμα, αλλά προς την αναδυόμενη κακία. Ούτε καν ελιγμός, αλλά μοιραία μόλυνση, στο μέτρο που το ναζιστικό κακό πατροκτονεί, αιμομικτεί, κατατρώγει ακόμη και τις σάρκες του.

[Από την τέχνη στη ζωή: Μένω κατάπληκτος από την απληστία και τη σκληρότητα των πλούσιων γερόντων ― μου είπε πρόσφατα ένας σοφολογιώτατος φίλος, βαθύς γνώστης της αθηναϊκής ανώτερης κοινωνίας. Ηταν η απάντησή του στην κοινή διαπίστωση για το μαύρο μέλλον που περιμένει τους σημερινούς νέους, την ήδη ονομαζόμενη χαμένη γενιά. Τότε έλαμψαν εντός μου ο Γατόπαρδος και οι Καταραμένοι.]

guepard-1963-tou-01-g

Η πρωτοφανής κρίση που πλήττει την Ελλάδα, ακόμη κι ενταγμένη στο διεθνές περιβάλλον κρίσης, καταδεικνύει εγχώριες αδυναμίες και ασθένειες του πολιτικού συστήματος, του δημόσιου βίου, της παραγωγικής δομής. Σχεδόν όλοι κάνουν λόγο για το τέλος της μεταπολίτευσης· πολλοί μάλιστα σπεύδουν να εντοπίσουν όλες τις πηγές της κρίσης στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και στις νοοτροπίες που αναπτύχθηκαν. Κάποιοι φτάνουν να υποστηρίζουν ότι όλη η μεταπολίτευση ήταν ένα τεράστιο και διαρκές σφάλμα· ο τρόπος που έζησαν και πολιτεύθηκαν οι Ελληνες οδηγούσε αναπόδραστα στην παρούσα καταστροφή.

Ηταν όλη η μεταπολίτευση ένα λάθος; Πήραμε τη ζωή μας λάθος; Υπάρχει καταφανής ανάγκη για αυτοκριτική και αναχώνευση των όσων ζήσαμε μετά το 1974. Η ανάλυση και κατανόηση είναι το πρώτο βήμα για ανάκαμψη και υπέρβαση της κρίσης. Χρειάζεται όμως προσοχή: η σφοδρότητα των συμβαινόντων θολώνει την κρίση· ο πόνος, η οργή, η κατάπληξη μπορεί να οδηγούν σε βιαστικά συμπεράσματα, σε ισοπεδωτικές κρίσεις, σε μαζικές απορρίψεις. Αναλύοντας τα τερατώδη λάθη της μεταπολίτευσης μπορεί να οδηγηθούμε σε άλλα τερατώδη λάθη, αναλόγως μοιραία.

Ενα πρώτο λάθος σε αυτή την σαρωτική κριτική της μεταπολίτευσης είναι η αυθαίρετη και αδιαφοροποίητη περιοδολόγηση: η πτώση της δικτατορίας είναι αναμφίβολα ένα πολιτικό ορόσημο, αλλά οι κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες δεν ξεκίνησαν αιφνιδίως το 1974 ούτε διακόπηκε όλη η ζωή το 1967. Πολλές κοινωνικές διεργασίες που είχαν αρχίσει στη δεκαετία του ’60 έχασαν την ορμή τους με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, αλλά δεν εξαφανίστηκαν· άλλαξαν κοίτη και δυναμική. Εξάλλου μέσα στην επταετία εμφανίζονται καινοφανείς συμπεριφορές, αναδύονται νέες κοινωνικές ομάδες ευνοημένων, αρχίζει να εμπεδώνονται νέες τάσεις καταναλωτισμού και διασκέδασης. Η χώρα μπορεί να υπέφερε από έλλειψη πολτικών ελευθεριών, αλλά δεν ήταν στεγανή στα μηνύματα της διεθνοποιημένης ποπ κουλτούρας, ούτε καν στο πνεύμα αμφισβήτησης του Μάη ’68 και των χίππις.

Υπό αυτή την έννοια, πολιτισμικά και κοινωνικά η «χαμένη άνοιξη» του ’60 προβάλλει μέσα στην επταετία 1967-74: τα λαϊκά-εργατικά στρώματα συνεχίζουν να μικροαστικοποιούνται, η ανοικοδόμηση και η αστυφιλία εντείνονται, η κοινωνική κινητικότητα συνεχίζεται απρόσκοπτα. Η δωρεάν παιδεία, η επέκταση της μέσης εκπαίδευσης και τα πανεπιστήμια προσφέρουν στα παιδιά των ασθενέστερων στρωμάτων όχι μόνο μόρφωση και επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και τα ασφαλή μέσα για κοινωνική-οικονομική άνοδο. Και ακριβώς αυτή η πληθυσμιακή ομάδα με τα ρευστά κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι απρόβλεπτοι φοιτητές, θα διαδραματίσουν ρόλο καταλύτη στις πολιτικές εξελίξεις όταν η χούντα θα έχει πια κουραστεί.

Οι φοιτητές, περιβεβλημένοι την αίγλη της αντιδικτατορικής αντίστασης και του Πολυτεχνείου, θα πρωταγωνιστήσουν και τα πρώτα χρόνια μεταπολιτευτικά χρόνια: από τις τάξεις τους θα αντλήσουν νέο αίμα τα αριστερά κόμματα, τα οποία επανέρχονται στο προσκήνιο της νομιότητας αποδεκατισμένα και γερασμένα, έχοντας χάσει επαφή τόσο με την μεταλασσόμενη ελληνική κοινωνία, όσο και με τα νέα πολιτιστιτικά ρεύματα του ’60-’70. Μαζί τους οι ποικίλης προέλευσης και νοοτροπίας αντιστασιακοί.
Από αυτές τις δεξαμενές, και από τη δεξαμενή του προδικτατορικού ανδρεϊκού Κέντρου, θα αντλήσει στελέχη και ιδεολογία το ΠΑΣΟΚ, συγκροτούμενο γύρω από τη χαρισματική και ριψοκίνδυνη προσωπικότητα του αρχηγού του Ανδρέα Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε το προειρηθέν συνεχές, από το ’60 ώς το ’80, συμπεριλαμβάνοντας στους κόλπους του νοοτροπίες, συμπεριφορές, ιδέες και ήθη υπό διαμόρφωσιν, αλλά κυρίως τις πυρακτωμένες προσδοκίες των διευρυνόμενων και ανερχόμενων μικρομεσαίων. Το ΠΑΣΟΚ τους έδωσε όνομα, πρόσωπο και χώρο.

Το μικρομεσαίο πλήθος διεκδίκησε πρωταγωνιστική θέση στην κοινωνία με το σφρίγος του, με την ενισχυμένη οικονομική και επαγγελματική του θέση, και με την πανεπιστημιακή μόρφωσή του. Η συμβατικά ονομαζόμενη γενιά του Πολυτεχνείου και η αμέσως επόμενη γενιά της Μεταπολίτευσης απαρτίζονται εν πολλοίς από άτομα με πτυχίο ανώτατης σχολής. Εχουν από πολύ νωρίς εμπειρίες πολιτικών αναμετρήσεων, εξουσίας και διοίκησης. Αναπόφευκτα, αρκετοί απ’ αυτούς θα εισέλθουν στις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ και θα τις ανανεώσουν εν μέρει. Μαζί τους θα κουβαλήσουν και τις αποσκευές της καταγωγής τους, μικροαστικής ή αγροτικής-επαρχιακής, τις πολιτιστικές αναζητήσεις τους, το γούστο τους. Ολα αυτά κυμαίνονται: από τη δημώδη και λαϊκή παράδοση, αμετουσίωτη ή περασμένη από τις επεξεργασίες της Γενιάς του ’30 και της ηττημένης μεταπολεμικής Αριστεράς, έως τα ελαφρολαϊκά και τα ντίσκο της χούντας, έως τη ροκ κουλτούρα που βαθμαία προβάλλει ηγεμονική στους νεότερους.

Μετά τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, και ιδίως μετά το άλλο μεταπολιτευτικό ορόσημο, το βρώμικο ’89, που συμπίπτει με την ιστορική πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όλα τα προηγούμενα ρευστά, ταξικά, ιδεολογικά, πολιτιστικά, συγκροτούνται σε μια νέα δυναμική. Το μικρομεσαίο πλήθος οργανώνεται σε συντεχνίες, με την παρότρυνση του ΠΑΣΟΚ και προς όφελός του: από εκεί και από το υπερτροφοδοτούμενο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, το ΠΑΣΟΚ αντλεί στελέχη, νομιμοποίηση και ισχύ. Η Ευρώπη προσφέρει αφειδώς οικονομικούς πόρους για συνοχή και σύγκλιση. Η Νέα Δημοκρατία αντιγράφει το ΠΑΣΟΚ.

Το τελευταίο ορόσημο πριν την παρούσα πτώση, είναι η κορύφωση της φενάκης, από τα τέλη της δεκαετίας ’90, με την έκρηξη του Χρηματιστηρίου έως την ένταξη στην ευρωζώνη το 2002 και το καλοκαίρι της ολυμπιακή και ποδοσφαιρικής μέθης. Το 2004 το κύμα, που φούσκωνε από τη δεκαετία του ’60, έσκαγε αυτάρεσκα στον κόλπο της Ισχυράς Ελλάδος, δαφνοστεφούς και ευρωπαίας.

Εξι χρόνια αργότερα, το μικρομεσαίο πλήθος, πληβειοποιημένο και διαψευσμένο, έκαιγε την Αθήνα. Είχε περάσει μισός αιώνας.

«Απαγορεύεται να σου μιλάω». Στίχοι: Ντέλλα Ρουφογάλη. Μουσική: Χάρης Παμφίλης. Πρώτη εκτέλεση: Τόλης Βοσκόπουλος. Φωτ.: Η Ντέλλα με τον τότε σύζυγό της, υποστρατηγό Μιχάλη Ρουφογάλη, διοικητή της ΚΥΠ επί δικτατορίας.

Το περασμένο Σάββατο είχα την τύχη να δω μια έξοχη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε έναν μοναδικής ομορφιάς τόπο. Στο καλαίσθητα διαμορφωμένο Αττικόν Αλσος, στο υπαίθριο θέατρο, αιωρούμενοι πάνω από το αττικό λεκανοπέδιο, μερικοί από τους καλύτερους Ελληνες ηθοποιούς παρουσίασαν τον «Περικλή» του Σαίξπηρ, τις περιπέτειες του πρίγκιπα της Τύρου. Η παράσταση επαινέθηκε θερμά στο Λονδίνο, πρόσφατα. Δικαίως: η σαιξπηρική ποίηση κελάρυζε σαν δροσερό νερό στην ελληνική απόδοση του Διον. Καψάλη, και οι βιρτουόζοι ηθοποιοί κουρδισμένοι από τον Γ. Χουβαρδά, χωρίς σκηνικά, αλλάζοντας διαρκώς ρόλους και μεταποιώντας επί σκηνής τα κοστούμια τους, χορεύοντας, τραγουδώντας, γητεύοντας, μετέδιδαν ευφορία, χάρη, ευθυμία, αισθητική αγωγή. Ενα κομψό, σοφιστικέ μπουλούκι, σε διαρκή διάλογο με το κοινό της κερκίδας.

Ολα κυλούσαν μαγικά. Το κοινό παρασυρόταν ευφρόσυνα απ’ την πλοκή, μα κυρίως από την τέχνη και το κέφι των ηθοποιών. Οι βράχοι πλαισίωναν προστατευτικά το κοίλο, στο βάθος η Αθήνα της κρίσης. Ολα μαγικά. Ωσπου από το καφεστιατόριο Υάδες, μερικές δεκάδες μέτρα παραδίπλα, άρχισε να υψώνεται παρείσακτη μουσική υπόκρουση: μπιτάκια, μπαπ-μπουπ, κλαμπίστικα. Το δεύτερο μισό της κομψής, εύθραυστης παράστασης κύλησε έτσι, σκεπασμένο από ένα θρασύτατο, τραμπούκικο σάουντρακ. Σαίξπηρ και μπιτάκια.

Οι ηθοποιοί έπλασαν μια περιπαικτική ατάκα, «άκου τη μουσική» και το κοινό χειροκρότησε για να τους δώσει κουράγιο. Στο τέλος, ο ηθοποιός Γιώργος Κοτανίδης, αφού ευχαρίστησε, απευθύνθηκε προς τους παρόντες δημοτικούς άρχοντες: Κάνετε κάτι για την ηχορύπανση, και πέρυσι το ίδιο αντιμετωπίσαμε. Θεατές περικύκλωσαν την αντιδήμαρχο κ. Νέλλη Παπαχελά, η οποία εξήγησε ότι νομίμως δεν μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα, ο καταστηματάρχης δεν εισακούει τις παραινέσεις του Δήμου, και ότι τώρα σπεύδει η δημοτική αστυνομία για τα περαιτέρω. Σφίξαμε τα χέρια των ηθοποιών και φύγαμε.

Στο παρασκήνιο. Το Αττικόν Αλσος και τα καταστήματα επ’ αυτού (ως αναψυκτήρια περιγράφονται επισήμως) ανήκουν στην Περιφέρεια Αττικής·το καλλιτεχνικό φεστιβάλ το συνδιοργανώνει με τον Δήμο Αθηναίων. Ο Δήμος έχει την ευθύνη της αδειοδότησης των καταστημάτων και του ελέγχου της ηχορύπανσης. Μετά την παράσταση ο Δήμος υπέβαλε μήνυση στο θορυβώδες κατάστημα, το οποίο ως καφέ-εστιατόριο δεν έχει άδεια να παίζει μουσική ― σίγουρα όχι σε εντάσεις ντίσκο.

Επιμύθιο. Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Ασύμβατες. Στη μία λειτουργεί Εθνικό Θέατρο που παίζει έξοχα Σαίξπηρ με 10 ευρώ εισιτήριο, σε ένα όμορφο περιβάλλον φτιαγμένο και χρηματοδοτημένο από το κράτος. Στην άλλη Ελλάδα, ένας επιχειρηματίας παράγει κέρδος νοικιάζοντας δημόσιο χώρο, αλλά δεν σέβεται ούτε το δημόσιο ούτε τον χώρο· κοιτάει μόνο το βραχυπρόθεσμο κέρδος του, και περιφρονεί όλους τους άλλους και παρανομεί. Η πρώτη Ελλάδα ολιγωρεί, υποχωρεί, δειλιάζει, αδρανεί, αδυνατεί ή δεν θέλει να επιβάλει το δίκαιο υπέρ του κοινού καλού· εντέλει ηττάται. Η άλλη Ελλάδα χλευάζει την αδυναμία και την ολιγωρία των νομοταγών, παρανομεί, καταπατά, λοιδωρεί τις τέχνες και τους θεσμούς· προπάντων, δεν έχει τσίπα και φιλότιμο, ούτε μια ώρα ανά έτος. Ζούμε και στις δύο Ελλάδες, και βουλιάζουμε.

φωτ.: Μεταξύ άλλων: Γιάννης Βογιατζής, Δημήτρης Πιατάς, Γιώργος Κοτανίδης, Μαν. Μαυροματάκης, ΜΗνάς Χατζησάββας, Λυδία Φωτοπούλου

Υγρός και κρύος άνεμος ράπιζε το πρόσωπο στη λεωφόρο, έσπρωξε δάκρυα στα μάτια και τα δάκρυα κρυστάλλωσαν και διαθλούσαν φώτα, φώτα λευκά και κόκκινα, πράσινα φώτα, κίτρινα, χρυσά, φανοί πορείας, φλας και στολίδια πάσχιζαν να δώσουν χρώμα εορταστικό στον παγωμένο δρόμο, στην μουδιασμένη πόλη, στους κατηφείς ανθρώπους. Πάλευαν τα φώτα να σχίσουν το υγρό σκοτάδι, να αραιώσουν την πυκνή θλίψη που τύλιγε την πόλη, πάλευαν σιωπηλά, όπως κάθε χρόνο, μα τώρα διαφορετικά.

Τα Χριστούγεννα είναι τα φώτα τους, είναι αστέρια, καμπάνες και γιρλάντες, στέφουν τους δρόμους, αναστατώνουν πλατείες, τυλίγονται σε δέντρα, αναβοσβήνουν μουσικά σε οικιακά μπαλκόνια, σημαίνουν κρυφές χαρές πίσω από γερτές κουρτίνες. Βλέπεις τα φώτα στις βεράντες και ακούς παλμούς ενοίκων, αφουγκράζεσαι ψυχές απόντων κεκοιμημένων που ‘ρχονται φωτεινές και πεταρίζουν γύρω από κάγκελα και γλάστρες φυλλοβόλες, χτυπούν ανεπαισθήτως τον υαλοπίνακα, χνωτίζουν φευγαλέα, τόσο που να τις δουν μάτια παιδιού αθώα, σκορπούν μνήμη χρυσόσκονη και παίρνουν στεναγμούς. Τα σπίτια, η πόλη, οι άνθρωποι είναι τα φώτα τους.

Λϊγα είναι φέτος. Κι άργησαν. Τα μπαλκόνια στέκουνε βουβά, χωρίς σφυγμό, τι να μαντέψεις; Χωρίς δέντρα. Με μαδημένες γλάστρες του Δεκέμβρη. Πολλές αναχωρήσεις, παλικάρια γέροντες μεσήλικες πεταρίζουν ολοχείμωνα χλωμές φωτίτσες να συντροφεύουν και να παρηγορούν. Να σχίζουν τη σκια.

«Do not go gentle into that good night. / Rage, rage against the dying of the light.» Ο Ντύλαν Τόμας φωτίζει τις νύχτες μας, η βιβλική φωνή του έρχεται από το 1953 σ’ ένα μικρόφωνο του BBC: «Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή. / Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.» (μεταφρ. Νίκος Ράπτης).

Σαν οιακισμός κεραυνού έρχεται ο ποιητής, αιφνίδιος, συνταρακτικός, με γράμμα φίλου, με μια σελίδα του Δικτύου, και καλεί τον πατέρα να μείνει εν οργή κόντρα στο σβήσιμο, να μη χαθεί αβρός, να φύγει μαινόμενος και όρθιος. Δώσ’ μας κουράγιο ποιητή, δώσε φωνή στη νύχτα:

Άνθρωποι τρομεροί, πάνω στη φλογερή του ορμή
Τον Ήλιο αδράξαν και τον τραγουδήσαν,
Όμως καθώς αυτός τον ουρανό διασχίζει
Μάθαν, αργά πολύ, πώς θλίψη τον γιομίσαν,
Αβροί δεν παν στην νύχτα την καλή.

Άνθρωποι σκοτεινοί, κοντά στο μνήμα,
Με θαμπωμένη όραση βλέπουν και αυτοί
Μάτια θαμπά που θα μπορούσαν να είναι
όλο χαρά, μετεωρίτες φλογεροί,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Κ’ εσύ πατέρα, απ’ το θλιμμένο ύψος, απο κεί,

Δώσ’ μου κατάρα και ευχή
με των δακρύων σου την ορμή.


Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή,

Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Διαπλέεις την πόλη με μια σιγαλή μοτοσικλέτα, λούζεσαι φώτα, ακούς φωνές ζώντων και νεκρών, όλοι είναι παρόντες τούτη τη νύχτα, ο πατέρας του Ντύλαν Τόμας, ο πατέρας του Γκανά σαν τον δικό μου (Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά / πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε / σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά / εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο / στις πλάτες του ν’ αχνίζει), ο Διόνυσος-Αδης παραστάτης του Σικελιανού, διαλύουν το ζόφο, τινάζουν τη θλίψη απ’ τις καρδιές, φωτίζουν τα βαριά Χριστούγεννα του 2011, θα τα θυμόμαστε τούτα τα Χριστούγεννα πάντα, σαν φώτα απ’ τα μελλούμενα.

«Ω Διόνυσε-Αδη, θείε μας παραστάτη·
συγκράτα τις καρδιές μας με το μαύρο
του πόνου σου κρασί· δυνάμωνέ τις·
προφύλαξέ τις άγγιχτες, για κείνη
την ώρα, π’ αναπάντεχα η κραυγή σου,
πιο από σεισμού βοή, θα μας σηκώσει,
με τους νεκρούς μαζί, στο θείο γιουρούσι!»

ζωγραφική: Σπύρος Παπαλουκάς

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.627 hits