You are currently browsing the category archive for the ‘αφηγήσεις’ category.

Αιωρούμασταν πάνω από το λεκανοπέδιο, βλέποντας πίσω απ’ τα φώτα άγρυπνα όρη αττικά. Το μελτέμι ανακούφιζε σώματα και ψυχές κουρασμένες από την ολοήμερη δουλειά ή τη δυσοίωνη αργία. Στο τραπέζι εδέσματα και κρασιά απ’ όλη την Ελλάδα, ο καθείς έφερνε το κατιτίς του και οι μάγειρες την τέχνη τους. Λευκοτύρι σφήνα Λευκάδας, βασιλομανίταρα Γρεβενών, οι κορυφές.

Η κουβέντα γυρνούσε ανάμεσα σε προπέρσινα νησιά και παλαιές αποδράσεις, ακούγαμε με ορθάνοιχτα μάτια τον Νίκο να μας οδηγεί στη Route 66, στην λευκή έρημο του Νιού Μέξικο, τη Λουιζιάνα, όλη την Καλιφόρνια, τη Νεβάδα, το Κολοράντο, στο Μπέρκλεϊ και το LA. Σχεδόν ακούγαμε και το ράδιο στον σκαραβαίο με το καμένο κύλινδρο καθώς ο Ελληνάς μας οδηγούσε 72 ώρες άυπνος, σαν Χάντερ Τόμσον και Γκίνσμπεργκ μαζί.

Το ιουλιανό spleen οδηγεί ρωμαλέα την ασπόνδυλη κουβέντα προς τα Εκεί. Για θυμηθείτε το καλοκαίρι του 2004, σαν χθες… Για πότε πέρασε… Κι όμως έχουν περάει εννιά χρόνια, δεν είναι χθες. Ολοι θυμόντουσαν εκείνο το καλοκαίρι της μέθης. Μέσα μου άστραψε το σιγανό πρωινό της Κυριακής του Euro, στη Ρόδο, όταν όλα τα πλάσματα κρατούσαν την ανάσα τους.

Μα πιστέψατε ποτέ την ισχυρή Ελλάδα του 2004; Οχι την ισχυρή, αλλά ναι, όλοι είχαν συγκινηθεί στην τελετή ενάρξεως. Τόσο συναίσθημα, τόση αφήγηση ιστορίας, τόσο κάλλος… Τι μεσολάβησε; Μετά τη μέθη αρχίσαμε να βουλιάζουμε, λιγότερο ηδονικά, συχνά με προαισθήματα κακά, με ψυχανεμίσματα. Σαν να γλιστρούσαμε μέσα σε όνειρο.

Τι μας συνείχε τότε; Μόνο ένα ψέμα, η φενάκη; Τι μας ωθούσε; Η αυταρέσκεια; Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να μας ενώσει πάλι, ενώπιον των ερειπίων, και όχι ενώπιον της μέθης. Ποιο ποίημα, ποιο τραγούδι, ποιο όραμα, και ποια ρητορική που θα τα περιέχει όλα αυτά αναχωνεμένα και δραστικά, θα μας σηκώσει και θα μας στήσει όρθιους στα πόδια μας; Άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί: ο Νικίας ψιθυρίζει μες στη νυχτερινή αύρα.

Στέκαμε αποκαρωμένοι. Περάσαμε δια λόγου απ’ την κατεστραμμένη Κύπρο, ίδια και χειρότερη μας, και προσγειωθήκαμε στο σινεμά: στα δυο αριστουργήματα του Γαλλοκαναδού Ντενί Αρκάν, την «Πτώση της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» (1986) και την «Επέλαση των Βαρβάρων» (2003). Το υπαρξιακό τέλος της γενιάς των ’60s, αφενός, και το πικρότατο ιστορικό τέλος της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας. Νιώσαμε ότι ζούμε μέσα στην τρίτη ταινία του Αρκάν, αυτή που δεν έχει γυρίσει ακόμη, μετά την επέλαση των βαρβάρων: πώς σβήνουν όλα τα φώτα που γνωρίσαμε, πώς ανατέλλει άγνωστη η νέα παγκοσμιοποιημένη ιστορία πάνω σε αρχαίους βράχους μεσογειακούς. Μετά. Εχουν περάσει οι βάρβαροι και καθόμαστε αποσβολωμένοι στις φερ φορζέ, με μισοάδειο το ποτήρι, και το μελτέμι για παρηγοριά.

jimi_hendrix

Tέτοιο καιρό, παλιά, στην αναλογική εποχή, δηλαδή πάρα πολύ παλιά, ετοιμάζαμε δυο-τρεις κασέτες για τις διακοπές. Εξηντάρες, διότι τις ενενηντάρες τις μάσαγαν τα στοιχειώδη κασετοφωνάκια. Στην εξηντάρα χωρούσαν έως είκοσι κομμάτια, μάξιμουμ, άρα η επιλογή έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Ο Ιούλιος μου τα θύμισε, και η νοσταλγία ξεχείλισε, όμως, ψυχρή, συμπαγής, με άλλοτε ακριβείς ενθυμήσεις κι άλλοτε τρεμουλιαστές ανάμεσα σε χρόνους και τόπους.

Σαράντα χρόνια μετά τις πρώτες μου κασέτες, σήμερα θα έφτιαχνα δυο-τρεις, σε φόλντερ με mp3 ή ακόμη και με λίστες YouTube για να τις χαρίσω σε συνομήλικους, που τις νιώθουν ίδια ψυχρά δραματικά με μένα, στον ΚΚΜ, τον Θας, τον Γιωργο Γ., ας πούμε, αλλά και σε πολύ νεότερους, έως και στην ηλικία των γιων μου, για να πορεύονται και να ευφραίνονται.

Θα ξεκινούσα από τα πρώτα εξώφυλλα δίσκων LP που είδα στο Παραντάιζ Μυκόνου, κάμπινγκ χίππηδων, το 1973. Pink Floyd το The Dark Side of the Moon, Frank Zappa το Hot Rats, Rolling Stones το Let it Bleed. Δούλευα σερβιτόρος γενικών καθηκόντων και συχνά ξέμενα βράδια, όταν έστηναν ηχητικά κι έπαιζαν τα βαριά αμερικάνικα βινύλια. Θυμάμαι σαν τώρα το Time και το Money, το ανεπανάληπτο Peaches en Regalia με το οποίο ξεκινούσε τις εκπομπές του ο Γιάννης Πετρίδης στο Δεύτερο, το Gimme Shelter που το ακούσαμε πολύ ωραίο και από τον Πουλικάκο στο ιστορικό crazy love Ζωγράφου το 1979. Και το μελαγχολικό You Can’t Always Get What You Want.

Το φθινόπωρο του ιδίου έτους στο μικροσκοπικό κασετόφωνο Philips, το πρώτο μαζικό της εφευρέτριας του μέσου, έπαιζαν δύο κασέτες BASF, δώρο από Ελβετούς φίλους του καλοκαιριού. Περείχαν δύο ροκ ορόσημα και ένα σόουλ: Jimi Hendrix, Janis Joplin, Ike & Tina Turner. Μυητήρια τελετή στα μπλουζ, τον ηλεκτρισμό, την ψυχεδέλεια, το άπαν του ρωμαντισμού των σίξτις: κεραυνοβολημένος εισήλθα στην νεωτερικότητα της ποπ, και έκτοτε τίποτε δεν ήταν ίδιο. Συγκρατώ: Hey Joe, Purple Haze, Cry Baby, River Deep Mountain High.

Από τον χειμώνα 73-74 οι κασέτες γέμιζαν το σπίτι, ό,τι μπορούσε να βρεθεί στη στενόχωρη ελληνική αγορά. Λίγο αργότερα ήρθε ένα πορτοκαλί φορητό πικάπ Philips· πάνω του έπαιξαν ώρες χιλιάδες, δίσκοι δανεικοί φερμένοι απ’ έξω, από ναυτικούς: θυμάμαι το σοκ David Bowie και τους Genesis. Από τον Μπόουι κρατάω πρώτο το Lady Grinning Soul (She’ll come, she’ll go/ She’ll lay belief on you / Skin sweet with musky oil), που ήταν το τραγούδι της γυναίκας της ζωής μου χωρίς να το ξέρω τότε. Και από τους Genesis το I know what I like, and I like what I know ― δεν καταλάβαινα όλους τους στίχους, αλλά το ρεφρέν κάπως με εξέφρραζε.

Μετά το ’74-’75, τα ορόσημα λιγοστεύουν, αλλά δεν λείπουν. Την ώρα, ας πούμε, που μεταδίδονταν ραδιοφωνικά τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων, εγώ άκουγα The Clash και Sex Pistols σε σπίτι φίλων. Μας διέκοψαν για να μου πουν ότι πέρασα στο πανεπιστήμιο, και συνεχίσαμε. Τον πρώτο φοιτητικό χρόνο ήρθε μια άλλη epiphany: καθόμουν καλοκαίρι βράδυ στο εργένικο δώμα και το Πρώτο Πρόγραμμα είχε την εκπομπή Η Παγκοσμιότητα της Τζαζ. Σάκης Παπαδημητρίου. Η τζαζ ήταν για μένα ένα μυστήριο, ένα απρόσιτο σύμπαν, σαν τη μουσική του Βάγκνερ. Επαιξε το Africa του John Coltrane και ώσπου να τελειώσει το 16λεπτο έπος της free είχα περιπέσει σε έκσταση. Θα το έβαζα μαζί με το My Favorite Τhings σε αλλεπάλληλες εκτελέσεις.

Θα έβαζα ουρά κανα-δυο του συνομήλικου Nick Cave, το Stranger than Kindness ανυπερθέτως και το Carny από τα Φτερά του Ερωτα του Βέντερς. Και διάφορα από τη στάγδην ενηλικίωση σε όλη τη διάρκεια του ’80, έως τον δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας. Το Wild is the Wind και το Nature Boy σε όλες τις εκτελέσεις, το Suspicious Minds μόνο με τον Ελβις, ένα-δυο κοριτσίστικα μονοφωνικά του Phil Spector που τα έβαζε πάντα ο Σκορσέζε στις μαφιόζικες ηθογραφίες, to Il cielo in una Stanza της Μίνας, και κάπου ανάμεσα στα λυρικά το Δρόμοι Παλιοί, των Μίκη Θεοδωράκη – Μανώλη Αναγνωστάκη, σταθερή εμμονή από το εβδομήντα-κάτι.
Ετσι ακούστηκαν σαράντα χρόνια.

toyota

Η Χριστίνα, 13 ετών, ζει με τη γιαγιά της και την αδελφή της στα Σπάτα. Η μητέρα της αποσυρμένη κάπου για απεξάρτηση, ο πατέρας άγνωστος. Ο Μάριος, 23 ετών, αλβανικής καταγωγής, ζει μόνος του στην περιφέρεια της Καβάλας· δουλεύει σε στάνη, στο facebook παρουσιάζεται σαν d.j. Λατρεύει το χιπ-χοπ, ντύνεται και φωτογραφίζεται σε στυλ χιπ-χοπ, λατρεύει τα αγροτικά 4Χ4 και τις μοτοσυκλέτες. Στο facebook ξετυλίγει φωτογραφικά τη μοναχική ζωή του, ένας άγουρος άνδρας χωρίς πολλούς φίλους, που ποζάρει σαν τον σταρ Eminem και γνέφει Yo! Φωτογραφίζεται στο χωριό του, σε έναν ελληνορθόδοξο γάμο.

Στο facebook πλέκεται το ειδύλλιο. Η ανήλικη Χριστίνα, τρελή από έρωτα, πείθεται να αφήσει το σπίτι της για να συναντήσει τον νεαρό άνδρα στη Βόρειο Ελλάδα. Αναρωτιέται, δεν ξέρει: «Ετσι είναι οι μεγάλοι έρωτες. Πρώτα σε πάνε στο φεγγάρι και μετά σε αφήνουν εκεί, να ψάχνεις τρόπο να γυρίσεις». Πάει στο φεγγάρι με λεωφορείο ΚΤΕΛ. Η αδελφή της ξέρει, η γιαγιά σπεύδει στην αστυνομία, στην Αττική Οδό σημαίνουν Amber Alert.

Περιπλανιούνται στα δάση του Παγγαίου όρους, ζητούν ψωμί και τυρί από μια στάνη, τους ψάχνουν σκυλιά και ελικόπτερο, τους βρίσκουν. Η Χριστίνα παρακαλεί να μην πειράξουν τον Μάριο, λέει στη γιαγιά της «θα ξαναφύγω», είναι 13 χρονών, θέλει κάποιος να την προσέξει. Αυτός παραδίδεται αργότερα, «δεν έχω κάνει τίποτα για να το μετανιώσω» λέει, αλλά είναι ήδη παραβάτης, κατηγορείται για κακούργημα, αρπαγή ανηλίκου. Στη σελίδα του facebook τον βρίζουν κωλοαλβανό· η Χριστίνα, όχι.

Ragazzi di vita, παιδιά της ζωής, έλεγε αυτά τα παιδιά ο Πιερ Πάολο Παζολίνι· ζούσαν στους φτωχομαχαλάδες της Ρώμης και έσβηναν άδοξα, σαν τον Τζενέζιο, σαν τον Ακατόνε. Σαν τα ragazzi των Σπάτων και του Παγγαίου όρους.

Σήμερα το ξυπνητήρι χτυπάει στις επτά. Πρώτη μέρα πανελληνίων. Χιλιάδες αγόρια και κορίτσια, νιώθουν το χτυποκάρδι της ενηλικίωσης, καθώς συμβολικά αποκολλώνται από το σχολείο και την οικογένεια και ανοίγουν το βήμα τους στον μεγάλο κόσμο. Ζώντας κάθε τόσο τις εξετάσεις των παιδιών μου, θυμάμαι τις δικές μου ― τις λέγανε τότε εισαγωγικές.

Θυμάμαι τα σχολικά κτίρια όπου έδωσα: την πρώτη χρονιά, στο Νέο Φάληρο, τέλος Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου. Δύο αλλεπάλληλες εξετάσεις: πανεπιστήμιο, ΚΑΤΕΕ. Θυμάμαι τη διαδρομή με τον ηλεκτρικό απ’ την πλατεία Αττικής, τη διαύγεια της μέρας, τη ζέστη που ανέβαινε, το περπάτημα μες στην ησυχία του πρωινού. Την επόμενη χρονιά, στο καταπληκτικό Στρογγυλό Σχολείο του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, στη Δάφνη ― αυτή τη λεπτομέρεια την έμαθα πολύ αργότερα. Θυμάμαι μόνο το φουτουριστικό κτίσμα, και ότι ήμουν υπερβολικά ψύχραιμος…

Αλλαξαν τα πράγματα; Αρκετά. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας ’70, οι εισαγωγικές προσείλκυαν λιγότερους υποψήφιους, η εξεταστέα ύλη ήταν απέραντη, μόνο οι άριστοι και οι πολύ καλοί μαθητές τολμούσαν να αναμετρηθούν με ιατρικές, πολυτεχνεία, φυσικομαθηματικές, νομικές. Ηταν συνηθισμένο να δίνεις δεύτερη και τρίτη φορά γι’ αυτές τις σχολές, κι ήταν συνηθισμένο οι αποτυχόντες να καταφεύγουν στην Ιταλία για ιατρική και αρχιτεκτονική, και αργότερα στη Ρουμανία για ιατρική. Λίγοι πήγαιναν στην Αγγλία, σχεδόν κανείς στις ΗΠΑ. Τα ΤΕΙ, τότε ΚΑΤΕΕ, μόλις είχαν ιδρυθεί.

Οσο μπορώ να θυμηθώ, δεν υπήρχε η υστερία που επικρατεί τώρα, στα χρόνια των πανελληνίων. Ισως επειδή πολλοί αρκούνταν στο απολυτήριο του εξαταξίου για να συνεχίσουν επαγγελματικά, αν δεν είχαν ήδη πάει σε τεχνική σχολή μετά την τρίτη γυμνασίου. Το πανεπιστημιακό πτυχίο ήταν ασανσέρ για άλλη κατηγορία επαγγελματικά και κοινωνικά. Τώρα όλοι δίνουν πανελλήνιες. Το λύκειο είναι χώρος τράνζιτο, ένα πέρασμα για τις πανελλήνιες. Μάλιστα εξετάζονται πριν καν τελειώσει η σχολική χρονιά· παλιά δίναμε στο τέλος του καλοκαιριού, αποκαμωμένοι και απομακρυσμένοι από τη λήξη του σχολικού βίου. Και εξεταστικά κέντρα λειτουργούσαν μόνο σε πρωτεύουσες νομών. Οι εξετάσεις δεν προκαλούσαν νευρικό κλονισμό σε όλη την κοινωνία.

Τι αλλάζει; Εως πρόσφατα λειτουργούσε ένα χρηματιστήριο σχολών: προτιμούνταν όσες οδηγούν σε άμεση επαγγελματική αποκατάσταση, και σχολές με εύκολο διορισμό, διδασκαλονηπιαγωγικές, αστυνομικές. Με τη νεανική ανεργία στο 65% και τους διορισμούς παγωμένους επ’ αόριστον, είναι άγνωστο πού θα στραφούν οι προτιμήσεις.

Ετερον: έως πρόσφατα, οι υποψήφιοι λαχταρούσαν να πάνε σε σχολή μακριά από το σπίτι τους, να ζήσουν ανεξάρτητοι, εργένικα, φοιτητικά. Τώρα δεν μπορούν, οι περισότερες οικογένειες μικρομεσαίας τάξης δεν αντέχουν τα έξοδα. Τα παιδιά των πλουσίων τάξεων δεν δίνουν καν εξετάσεις: ακολουθούν πρόγραμμα ΙΒ στα ιδιωτικά σχολεία, και φεύγουν απευθείας για Αγγλία, Αμερική, με υψηλά ή ασύλληπτα δίδακτρα.

Η ώρα πήγε οκτώμιση. Στυλό, μολύβι, ρολόι. Καλή επιτυχία, καρδούλες μου!

Τα μήντια, συμβατικά και τώρα πλέον δικτυακά και πολλαπλάσια, ματώνουν. Ενίοτε σκοτώνουν κιόλας, αν καυχηθείς στο τσατ ότι κρατάς σπίτι σου μετρητά και κοσμήματα. Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά το ένιωσε το μηντιακό μάτωμα, σε μια μακρά εβδομάδα παθών, στον Γολγοθά των εφημερίδων, του facebook και των μυριάδων αναδημοσιεύσεων, ποστ, στάτους και τουίτ στα ιντερνέτ.

Στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος η Δημουλά έκανε μια βόλτα στην Κυψέλη μαζί με άλλους, σαν μνημόσυνο στην παλιά μικροαστική συνοικία, και στο τέλος είπε δυο λόγια, για το πώς αλλάζει η πόλη: οι Κυψελιώτες πήγαν στα προάστια, ήρθαν οι ξένοι και απλώθηκαν στα παγκάκια της Φωκίωνος Νέγρη, παίζουν χαρτάκια, και η ίδια παραμένει στη γειτονιά της. Τα λόγια της ερμηνεύθηκαν ως ξενοφοβικά, και πυροδότησαν σύρραξη. Με πικρά λόγια, με υπερερμηνείες, με ιεροεξεταστικά αναθέματα, με γενικεύσεις και βεγγαλικά που γέμισαν την ιντερνετική υπερπραγματικότητα.

Ο καβγάς δείχνει μερικά πράγματα για την παρούσα ελληνική κατάσταση: πώς και πού διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, ποιο το ειδικό βάρος των ποικίλων μήντια στην πολιτική κοινωνία, πώς τα πρόσωπα κεντρίζουν μνησικακία και φθόνο σε άλλα πρόσωπα, αλλά και πώς τα δημόσια πρόσωπα συχνά φέρονται αφελώς, πώς τα στερεότυπα της πολιτικής ορθοφροσύνης εντοιχίζουν τη σκέψη, τέλος, πόσο τεντωμένα είναι τα νεύρα όλων σε αυτή τη μακρά επώδυνη μεταβατική περίοδο που ζούμε.

Καταρχάς, το πρόσωπο του σκανδάλου και του συμβολικού κανιβαλισμού: η 82χρονη ποιήτρια βρέθηκε ακόμη μια φορά ανυπεράσπιστη στον δημόσιο χώρο, και φάνηκε σαν η πιο ακατάλληλη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Μάλλον δεν έχει συνειδητοποιήσει τι εστί δημόσιο πρόσωπο, πόσο αμείλικτο είναι το βλέμμα του κοινού· ιδίως του στριμωγμένου κοινού σε δύσκολους καιρούς. Η διευκρινιστική των δηλώσεων συνέντευξή της μετέδιδε αμηχανία και σάστισμα· αφηγείτο την άμεση εμπειρία της γειτονιάς και επεκαλείτο την ηλικία της, αλλά αυτό είναι ήδη επίκληση οίκτου, όταν μάλιστα η στηλιτεύουσα Αννα Δαμιανίδου την παρομοίασε λιβελλικά με τις γριές των τρόλεϊ. Ταυτόχρονα έλεγε να μην περιμένουμε και πολλά από τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους.

Εχει δίκιο ως προς το τελευταίο: πράγματι, οι πνευματικοί άνθρωποι, οι ας τους πούμε οργανικοί διανοούμενοι, δεν ακούγονται στην ταραγμένη Ελλάδα του 2013. Ισως διότι είναι πιο αιφνιδιασμένοι από τον κάθενα, καθηλωμένοι σε τρόπους άλλων εποχών, με κλονισμένες τις νόρμες και την αυταρέσκεια· με φθίνουσα την αποδοχή και τη λατρεία. Ισως διότι δεν έχουν κάτι να πουν και σοκάρονται όταν το πλήθος τους ρωτά με αγωνία. Εξ ου και στην τηλεοπτική εκκλησία, όταν εμφανίζονται οι πνευματικοί ταγοί ως μήντια ντάρλινγκ, περισσεύουν οι κοινοτοπίες, η συναισθηματολογία, οι γρίφοι, οι γκουρού γενικότητες, οι υπερβατικοί «κοελισμοί».

Οταν λέμε ότι η κρίση είναι πολιτική, εννοείται και αυτό το έλλειμμα: λείπουν η εμβάθυνση στο παρόν, η παραγωγή σκέψης, η αυτοκριτική και ανασύνθεση από όσους αναγνωρίζονται ως πνευματικοί ηγέτες. Εστω, ως δημόσιοι διανοούμενοι. Το έλλειμμα αυτό, η πνευματική στειρότητα, χαρακτηρίζει όμως και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας: το σοκ της πτώχευσης παγώνει αντιδράσεις, πράξεις, σκέψη, στοχασμό. Το πλήθος βυθίζεται πιο βαθιά στην ετερονομία και την ανημπόρια, στην παθητική αναμονή ενός Μεσσία ή μιας Λύσης. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Γι΄αυτό και ο λόγος περί κρίσης είναι είτε υποταγμένος στο έξωθεν σχέδιο είτε εναντιωματικός, αλλά και στις δύο όψεις μοιρολατρικά αποδέχεται το συμβάν και ετεροκαθορίζεται. Δεν προτείνονται παρακάμψεις ή υπερβάσεις. Γι’ αυτό και η αναμέτρηση των υποτασσόμενων και των ενάντιων διεξάγεται κυρίως με όρους σύγκρουσης συνθημάτων, εξοστρακισμούς, κανιβαλισμούς προσώπων. Τώρα πια, και χωρίς σαφή στρατόπεδα: όλοι εναντίον όλων. Κάπως έτσι η γηραιά ποιήτρια από την Κυψέλη βρέθηκε στο μηντιακό θυσιαστήριο ήδη σφαγμένη, ορθοτομημένη: Είσθε υπέρ ή κατά; Απαντήστε μονολεκτικά, αποχρώσεις και τονισμοί δεν επιτρέπονται.

Είπαμε μηντιακό θυσιαστήριο, μηντιακή εκκλησία: Ο θυμός, η αντιπαράθεση, οι μύριες γνώμες α λα Κλιντ Ιστγουντ, αναπτύσσονται κυρίως στα υπερτροφικά λιβάδια του Facebοοκ, σε φημοθηρικά μπλογκ και παραενημερωτικά σάιτ. Οι αγανακτισμένοι εγκατέλειψαν τις πλατείες και τα διόδια στους μελανοχίτωνες και κατέφυγαν στις ψηφιακές πιάτσες. Εκεί τα βρίσκεις όλα: ευφυΐα, λαμπερές ατάκες, αισθήματα, αφέλεια, φλυαρία, μνησικακία, kitsch, αυταρέσκεια, κανιβαλισμό, αυτοαναφορικότητα του μέσου και ανατροφοδότησή του με σάρκες, πρόσωπα, καμένα μυαλά.

topio

Στο τελευταίο ζουρ-φιξ πριν απ’ την πασχαλινή ανάπαυλα, ανακοινώναμε μέσες-άκρες πού θα αναστήσουμε. Ανακοινώναμε πατρίδες κατά το πλείστον, όχι προορισμούς. Μακεδονία, Ιόνιο, Αιγαίο, Πελοπόννησος, Ρούμελη, χωριά, νησιά, πολίχνες. Μερικοί είχαν μεγάλα σπίτια κι είχαν εκεί ήδη χωρέσει φίλοι· άλλοι θα περνούσαν ανυπερθέτως την Κυριακή τ’ απόγευμα για κρασί, ή τη Δευτέρα για κοινή εκδρομή. Προσκλήσεις αμοιβαίες, χαλαρά ραντεβού και συναγωνισμοί, σε ποιον τόπο μεθάει περισσότερο η άνοιξη· για μια στιγμή, νιώσαμε τη ζωή να μας παίρνει απ’ το χέρι και να μας τραβάει ανακουφιστικά από τις μέριμνες και τις σκοτεινές προβλέψεις.

Το Πάσχα μάς σπρώχνει τον ένα προς τον άλλο. Ανταλλάσσοντας πατρίδες και πασχαλινούς προορισμούς, μοιραζόμαστε την εμπειρία κοινού ή παρόμοιου βίου, κοινού ή παρόμοιου βιωματικού υποστρώματος, κληρονομιάς, πολιτισμού, και όλα μαζί συμμεριζόμενα βοηθούν να βαστάξουμε τα βάρη, δικά μας και άλλων. Ωστε το βάρος ν’ αλαφρώσει, και η ζωή να μην είναι βράχος. Ο Σέργιος μου θύμισε την παύλεια ρήση: «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Προς Γαλάτες 6). Ταίριαζε.

Κι ύστερα αυτή η ταλαιπωρημένη έννοια η πατρίδα, η ιδιαιτέρα και η καθόλου. Αλλοτε φορτωμένη, ηλεκτρισμένη, κι άλλοτε άδεια, πάντοτε όμως παρούσα, πολύσημη, ερεθιστική, συχνά επώδυνη. Τη σκεφτόμαστε όταν τη χάνουμε, όταν μας λείπει, όταν κινδυνεύει, όταν λιγοστεύει η ύλη και φουντώνει η νοσταλγία. Τη σκεφτόμαστε όταν ανακαλείται απ’ την παράδοση, όταν ο χρόνος ξαναγίνεται για λίγο κυκλικός, και τότε μες στη γιορτή η πατρίδα ξεπροβάλλει σαν ηθογραφία, μια γραφικότητα επιπολής που ωστόσο χαράζει την επιδερμίδα και διεισδύει με γλυκό πόνο. Τότε μπορεί να συμβούν μεταμορφώσεις απρόσμενες: εμβρόντητοι μαγεμένοι στεκόμαστε στο αναστάσιμο προαύλιο μοναστηριού στις Πλάτρες και κατακλυζόμαστε από το όλον. Τότε η πατρίδα, μυθολογημένη μέσω ηθογραφίας και ποιήσεως, επιστρέφει πανίσχυρο deja vu, σαρκωμένο βίωμα και συνείδηση.

Αλλά κι όταν ξεπροβάλλει σαν παραχωμένη ρίζα, μισοξεχασμένη, μια θαμπή ουλή: εδώ η αυλή με τα ασπρόμαυρα πλακάκια, οι ξεφτισμένοι τοίχοι της ώχρας και του λουλακιού, το υπόγειο (πόσο μικρό φαίνεται τώρα), το πηγάδι, διόλου τρομακτικό πια, εκεί ήταν μια κυδωνιά, κι εδώ στέκει ακόμη ο ομιλητικός ευκάλυπτος. Τέτοια πράγματα αναδύονται πάντα σε όνειρα αναστατωμένα μαζί με φωνές παγωτατζήδων, σφυρίγματα βαποριών, δειλινές ευωδιές από φούλι.

Τέτοια πατρίδα το Πάσχα. Τώρα, καλούμαστε να ακούσουμε την παιδική ηλικία, τα ριζώματα του ενήλικου βίου, ή ακόμη και την επιλογή· εντέλει, πατρίδα είναι εκεί που γέρνει η καρδιά. Μπορεί να ’ναι και η πόλη στην οποία μετοίκησες και δέθηκες, μπολιάστηκες με φίλους, έκανες οικογένεια. Μπορεί να ‘ναι και μια εξοχή, ένα νησί, μια νεοκλασική πλατεία, όπου ερωτεύτηκες έφηβος και πάντα επιστρέφεις μεσήλικος, ένας λοφίσκος με βράχους τιτάνων και παπαρούνες, ένα αγνάντεμα. Η παιδική ηλικία θα μένει πάντα σπόρος και πυρήνας, αλλά εσύ θα απλώνεσαι διαρκώς σε άλλες πατρίδες, θα παίρνεις το σχήμα του δοχείου της ζωής.

Βρισκόμαστε ήδη σε αυτοκίνητα και πλοία, αραιωμένοι μες στον θόρυβο παρόμοιου πλήθους, με το βλέμμα μια στο πέλαγος και μια στο βιβλίο που πυκνώνει τις ώρες. Αυτό: Ο ποιητής Νίκος Φωκάς, απών από τον Απρίλη 2003, στέλνει ένα γράμμα δέκα χρόνια αργότερα, τα τελευταία του χαρτιά. Ο αστός επιλέγει την πατρίδα που του ζεσταίνει την ψυχή:

«Μικρή ξεκομμένη ανθρωπότητα / ο οικισμός τ’ Αϊ-Δημήτρη. / Αυτόν θεωρώ πατρίδα. Κι όμως με κρατά / η πόλη σαν απαγωγέας. / Κι όπως πουλί στην όψη του φιδιού, / έτσι νιώθω την παραλυτική της εξουσία / λίγο προτού με καταπιεί / και γίνω ίδιος μ’ εκείνη, / ουσία απ΄την ουσία της. / κι ωστόσο είναι φορές / που παραλυτικός, αλλ΄όχι ολότελα, / ψάχνοντας μ’ αγωνία / να κρατηθώ από μία λαβή / γυρίζω προς το βράχο τ’ Αϊ-Δημήτρη./ […]
»Ευθύς μεταμφιέζομαι σε ντόπιο / κάτοικο του μέρους και χάνομαι / μέσα στη γλύκα μιας άλλης κοινωνίας, / στοιχειωμένης / στο περιθώριο της εποχής μας / κάτι σαν εξαίρεση απ΄αυτήν / σαν κοινωνία Ερυθροδέρμων, / μια ανωμαλία που γίνεται κανόνας μου / και μέτρο της ζωής μου για λίγο / στο πλαίσιο ενός μικρόκοσμου / όχι μακριά απ΄την πρωτεύουσα, / ίδια αβλεψία της προόδου.»

Τις νύχτες η Αθήνα είναι σιωπηλή και αργόσυρτη, σχεδόν ακίνητη. Οι πιάτσες ταξί φυτρώνουν παντού, μικρές κίτρινες αποικίες. Παρ’ όλ’ αυτά, κίνηση βουβή, αραιή. Η άνοιξη καταφέρνει να ζωηρέψει την πόλη μόνο πέριξ του Σαββάτου, και μόνο στις ορισμένες ζώνες διασκέδασης. Πολλά μπαρ φτάνουν τη happy hour με φτηνά ποτά έως τις 9 και 10, για να πείσουν την πελατεία να κεραστεί κάτι· οι νεότεροι ψωνίζουν μπίρες και κρασιά χύμα από το περίπτερο, τα πίνουν σε σκαλάκια και παγκάκια, σε αστικά ξέφωτα.

Στις λεωφόρους έχουν ελαττώσει τις περατζάδες ακόμη και οι κάγκουρες, η πολυπληθής πλην ανομοιογενής φυλή των λαϊκών που ιππηλατούν στην πόλη πάνω σε παπιά με κομμένες εξατμίσεις ή σε πειραγμένα αυτοκινητάκια φορτωμένα μπάσα, με σαμπγούφερ που πιάνουν όλο το πορτμπαγκάζ. Στις αντλίες παραγγέλνουν βενζίνη τρία ή πέντε ευρώ, όσο για μια βόλτα το σαββατόβραδο.

Στις κεντρικές συνοικίες, ακόμη και στα θεματικά πάρκα της διακσέδασης, Γκάζι και Ψυρρή, το χρώμα και η αύρα έχουν αλλάξει, τα αλλάζει ραγδαία η κρίση και η φτώχεια. Μια βαλκανίλα τα σκεπάζει όλα, ημιορατή ακόμη, σαν τούλινος μαδύας, που όμως επιμένει και εντείνεται, σταθερά.

Δεν εννοώ μόνο τα μικρομπακάλικα και τα πρόχειρα στέκια φαγητού με τις εξωτικές αλλόγλωσες επιγραφές, τα πακιστάνικα κουρεία, τα τηλεφωνικά-ιντερνετικά μαγαζάκια. Είναι κι αυτά ασφαλώς, ανεπτυγμένα σε διάρκεια σχεδόν μιας εικοσαετίας. Εννοώ περισσότερο μια υποχώρηση του επιδεικνυόμενου πλούτου δυτικού τύπου, στα αυτοκίνητα, στα ρούχα, στα αξεσουάρ, στον τρόπο που ξεχώριζαν οι πολίτες ευρωζώνης από τους τριτοκοσμικούς και τους ανατολικοευρωπαίους. Τα διακριτικά γνωρίσματα συγχέονται, διότι η αγοραστική δύναμη των ανέργων είναι παντού ίδια, μηδαμινή. Η βαλκανική αύρα, ίσως και ανατολικομεσογειακή, απλώνεται πολύχρωμη, μελαγχολική, με υποβόσκουσα επιθετικότητα, πλανάται πάνω σε ρημαγμένες βιτρίνες και φαλιρισμένα μαγαζιά, σε θορυβώδη γκράφιτι και μαρκαρίσματα, σε καφενεία ανάγκης με φωναχτές επιγραφές «καφές 1€», σε φούρνους που ξεφυτρώνουν διαρκώς, στα κλειστά περίπτερα και τις πολλαπλασιαζόμενες τυφλές ζώνες του κέντρου. Ιδίως μετά το δειλινό, όταν τα χρώματα ξεβάφουν και τα φώτα είναι λιγοστά.

Η πτώχευση επιτάχυνε δραματικά την κατάρρευση του παλαιού εμποροβιοτεχνικού κόσμου, ήδη κλονισμένου, που κρατιόταν με τα δόντια μέχρι τη σύνταξη. Η βίαιη αποχώρηση των γηρασμένων παραγωγικών θυλάκων άλλαξε αναλόγως βίαια την ψυχογεωγραφία του άστεος: ολόκληρες πιάτσες επαγγελματιών και εμπορίου εξατμίζονται. Τα δέρματα και η υποδηματοποιΐα απ’ του Ψυρρή, τα υφάσματα και τα ραφεία στο ιστορικό τρίγωνο Αιόλου, Σταδίου, Αθηνάς, τα είδη υγιεινής στην Γ’ Σεπτεμβρίου, τα βιβλιοπωλεία της Σόλωνος, τα αστικά εμπορικά της Σταδίου, ακόμη και τα σιδηρικά της οδού Αθηνάς αραιώνουν. Σε όλα τα κτίρια γραφείων του κέντρου, στην είσοδο, κολημμένες ανακοινώσεις: το ασανσέρ δεν λειτουργεί λόγω απλήρωτου λογαριασμού, η ΔΕΗ έκανε διακανονισμό, πληρώστε τα κοινόχρηστα. Αντιστέκονται η Βαρβάκειος και δυο-τρία πολυκαταστήματα. Παντού αλλού, όπου δεν χάσκουν άδειες βιτρίνες, φυτρώνουν καφενεία για άεργους και ευκαιριακά φτηνομάγαζα ― η επιχειρηματικότητα της ανάγκης.

Στα καφενεία, στα μπαρ, στους δρόμους: τα ντυσίματα άλλαξαν, τα ρούχα είναι παλιά, κι είναι φτηνά. Πληθαίνουν τα τατουάζ και τα πιρς, σημάδια ενός διάχυτου, άμορφου κύματος νεοτριμπαλισμού: αναζητείται ταυτότητα. Η πτώχευση ήταν απότομη, δεν έχουν επινοηθεί ακόμη τρόποι να αποτυπωθεί αισθητικά και συμπεριφοριολογικά η νέα συνθήκη. Μια υπαρκτή διέξοδος: η γενίκευση της καγκουριάς, του χύμα, του λαϊκού flâneur που περιφέρεται με τα ελάχιστα, με τσιγάρα ρεφενέ, χωρίς ή με σποραδικό μεροκάματο, με θρυμματισμένη ή διακοπείσα μόρφωση, και καταλαμβάνει ό,τι διατίθεται ακόμη δωρεάν: τον δημόσιο χώρο. Με θόρυβο εξατμίσεων ή σούπερ μπάσα, ο κάγκουρας μαρκάρει προσωρινές ζώνες, όπου για λίγο αισθάνεται κυρίαρχος ή ανεκτός.

Οι μηδενικές προσδοκίες, το άνυδρο μέλλον, ο αποκλεισμός, οδηγούν σε εσωστρέφεια, αυατοναφορικότητα, ατυπική οργάνωση ανά αγέλες, προσκόλληση σε υποκουλτούρες. Το στυλ του κάγκουρα, αισθητικά και ανθρωπολογικά, εκφράζει τη νέα φτωχογειτονιά, αυτή που έως πρόσφατα πίστευε ότι ήταν μικροπλούσια. Ο κάγκουρας ήταν φτωχός, τώρα είναι πληβείος· είχε λιγοστό μέλλον, τώρα δεν έχει καθόλου. Δεν χρειάζεται να μάθει τίποτε καινούργιο, έχει τους κώδικες, άλλωστε είναι εύκολοι και ρευστοί, του αρκούν για να αποικίσει το αστικό κενό. Είναι ήδη μια εκδοχή βίου, για πολλούς η μόνη.

video: DJ Mehdi – Signatune (via Sergios)

n-x-pascha-c

Η κυρία Κική ετοιμάζει είκοσι φραγκόκοτες παραγεμιστές. Προέρχονται από το οικογενειακό αγρόκτημα. Ετοιμάζει και μια ντουζίνα ταψάκια πάστα φλόρα, με μαρμελάδες δικής της παρασκευής. Ολα εξαίρετα. Εχει τόσο μεγάλη οικογένεια, είναι τόσο φαγάδες, ετοιμάζει τραπέζι δεκάδων; Οχι, αλλά έχει πολλούς φίλους και φίλους φίλων: όλα θα καταλήξουν σε σπίτια μακρινά και θα προσφέρουν χαρά ακόμη και σε αγνώστους. Χαρά της, η χαρά τους.

Η κυρία Κική ασκεί μια αρχαία, οικεία τέχνη: φτιάχνει «δέματα χαράς». Ασκεί έναν τελετουργικό ρόλο αρχαίο, που συνέχει κοινότητες και κοινωνίες: είναι τροφός και δότης. Μοιράζει αποδοσίδια: τα δέματα-δώρα που στέλνονται απ’ το νησί προς τους συγγενείς της πόλης, προς τα παιδιά που σπουδάζουν ή ξενοδουλεύουν. Με ταχυδρόμο ιδιώτη, με έναν ταξιδιώτη, με τον λοστρόμο του πλοίου της γραμμής ή το ΚΤΕΛ, με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία.

Αποδοσίδι. Κόβουμε τους σπάγγους, ανοίγουμε την κούτα. Σε αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα και τάπερ: σπανακόπιτα, παστίτσιο, κεφτέδες, κρομμυδόπιτα, χόρτα άγρια έτοιμα για ζεμάτισμα, βρουβοβλάσταρα και άγρια σπαράγγια, δυο δάχτυλα λουκάνικο, ολίγο παξιμάδι κρίθινο. Λεμόνια απ΄τον κήπο να γεμίζουν τα διάκενα. Ενα φακελάκι με χαρτζηλίκι. Στον καιρό τους, και μια χεριά αβιόλες, άνθη του αγρού.

Οπως τον καιρό που ο παπα-Αδαμάντιος έστελνε απ’ τη Σκιάθο του γιου του του αχαϊρευτου ξηροχτάποδα και φανέλες. Η παράδοση συνεχίζεται ακμαία. Τη συνεχίζουν αδέλφια, φίλοι, συχνότατα χωρίς τη μεσολάβηση ταχυδρόμου. Χέρι-χέρι το παρθένο ελαιόλαδο απ’ τη Μάνη, κρασί απ’ τη νήσο, τσίπουρο απ’ την Αιτωλία, κοκκόρια και κατσίκια, όσπρια, μυζήθρες, μαρμελάδες. Τα παλαιά αποδοσίδια δεν είναι πια μονής κατεύθυνσης· τώρα παίρνουν χαρακτήρα διαρκών ανταλλαγών, εγκαθιδρύουν μια οικονομία δώρου, κυκλοφορούν ύλες και χειρονομίες πολύτιμες σε περιβάλλον ερειπίων, εκτοπίζουν φόβους και μοναξιά. Κάποιος σε σκέφτεται και σε φροντίζει.

Εγνοια και μοίρασμα, λοιπόν. Μα πάντα, στην κορυφή αυτoύ του dare e avere, τα στοργικά δώρα των μανάδων τροφών προς τα ξενιτοπούλια: μαγειρευτά σε τάπερ. Ειδικά για τέτοια δέματα προς το χειμαζόμενο φοιτηταριάτο της πτώχευσης, τα ΕΛΤΑ χορηγούν τώρα έκπτωση 30% ― και υποθέτω πολλοί τεμπέληδες θα στέλνουν και τα άπλυτα στη μάνα.

Σκεφτόμουνα τη μάνα μου και όλη την οικονομία της Μεσογείου, καθώς γευόμουν την γκουρμέ φραγκόκοτα, το αποδοσίδι της κυρίας Κικής.

ζωγραφική: Μανώλης Ζαχαριουδάκης

Estia1

estia

Το κλείσιμο του ιστορικού βιβλιοπωλείου της Εστίας, ύστερα από 130 χρόνια λειτουργίας στο αθηναϊκό κέντρο, σημαίνει κάτι περισσότερο από οικονομική κρίση και διαχειριστική αστοχία. Ασφαλώς, καμία επιχείρηση δεν είναι αιώνια, και τα προκύπτοντα κενά κάπως καλύπτονται πάντα. Αλλά με αφορμή την κηδεία σ’ ένα δρόμο ήδη γεμάτο από κηδειόχαρτα «ενοικιάζεται» και σκοτεινές βιτρίνες, αξίζει να αναλογισθούμε τι σηματοδοτεί η πρόσφατη απώλεια.

Τοπικά. Η Σόλωνος για πολλές δεκαετίες ήταν ένα μυθικό ποτάμι βιβλίων. Παρότι εκβάλλει από το Κολωνάκι των μπουτίκ, λίγες καθέτους πιο κάτω η μορφολογία του άλλαζε: παλαιοπωλεία, κορνιζάδικα, η τέχνη λοιπόν, κι αμέσως μετά η Εστία, ένα ξέφωτο, πριν απ’ τη Νομική. Εκεί άλλαζε όλο το ποτάμι: κατέβαζε πια βιβλία, φοιτητές, μαθητές φροντιστηρίων, καθηγητές, εκδότες, ποιητές και λογίους. Η Εστία, η Ενδοχώρα, η Νομική, τα παλαιοβιβλιοπωλεία, τα νομικά βιβλιοπωλεία, το Θεμέλιο, στην Ασκληπιού η Δωδώνη παλιά, η Πολιτεία τώρα, ο Γρηγόρης, ο Τολίδης, ο Λιβάνης, στην Ιπποκράτους Χρηστάκης, Παπαδήμας, Καρδαμίτσας, και ιδού το Χημείο, εδώ ο νεαρός-παλαιός Ναυτίλος, μπαίνουμε μαλακά στα Εξάρχεια· πιο χαμηλά η Πρωτοπορία και το Εναλλακτικό, και παντού μέσα στα Εξάρχεια εκδοτικοί οίκοι, τυπογραφεία, φροντιστήρια.

Ετσι ήταν. Οχι πια. Το κλείσιμο της Εστίας όχι μόνο στερεί την εναρκτήρια σηματοδότηση της Σόλωνος των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά σημαίνει και το στέρεμα μιας απ΄τις τελευταίες πηγές του ποταμού. Πολύ πριν την πτώχευση, η Σόλωνος είχε φτωχύνει και αλλάξει· έκλειναν βιβλιοπωλεία και άνοιγαν φούρνοι και καφενεία. Οι φιλόδοξες υπεραγορές προσείλκυαν το βιβλιοαγοραστικό κοινό, το αποσπούσαν από τους παραδοσιακούς βιβλιοπώλες. Ο Ελευθερουδάκης υψώθηκε τεράστιος σαν Ντίσνεϊλαντ στην Πανεπιστημίου, έκανε φραντσάιζ και μοντερνιές, φέσωσε όλους τους εκδότες, κατέστρεψε οικονομικά τον σπιτονοικοκύρη του, το Ιδρυμα Μιχελή, και συνεχίζει εν φθορά φεσώνοντας την Αθηναϊκή Λέσχη στην οδό Αμερικής.

Τι άλλο σημαίνει η νεκρή Εστία; Οτι η αστική τάξη των Αθηνών δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε ένα βιβλιοπωλείο. Ουτε σαν στέκι ούτε σαν πηγή ενημέρωσης ούτε σαν εστία γνώσης και καλλιέργειας. Ισως επειδή δεν υπάρχει αστική τάξη, που να διαβάζει και να αναζητεί τέτοιο στέκι. Ή επειδή η νέα ανώτερη τάξη, η οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχη, δεν χρειάζεται βιβλιοπωλείο στέκι και σημείο αναφοράς, δεν χρειάζεται ιστορικό κέντρο, δεν χρειάζεται φιλολογικά και πολιτικά καφενεία, δεν χρειάζεται δισκάδικο Pop 11, διάλογο, τριβή, ανταλλαγές. Δεν χρειάζεται το κομψό ουζερί Ορφανίδη: στη θέση του βάζει ένα κοσμηματοπωλείο. Δεν χρειάζεται Απότσο, Μπραζίλ και Μπραζίλιαν με ωδές ποιητών. Δεν χρειάζεται τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Δημήτρη Χριστοδούλου και την Ελένη Βακαλό στα καφέ, ούτε τους Χατζιδάκι-Γκάτσο στου Ζόναρς. Η νέα ανώτερη τάξη εκπροσωπείται από τον εκάστοτε Μάκαρο στα καφέ της πλατείας, και από εγχώριους χρυσοκάνθαρους στα τέννις κλαμπ των Βορείων Προαστίων· οι μορφωτικές της ανάγκες ικανοποιούνται με γκλόσυ περιοδικά, ποπ κορν, μωλ και μούλτιπλεξ.

Η ερήμωση του ιστορικού κέντρου από αστικά τοπόσημα συμβαδίζει με την ανθρωπολογική και ταξική αναδιάρθρωση των Αθηνών. Οι έχοντες πλούτο και ισχύ όχι μόνο αποσύρονται από το κέντρο, αλλά αποσύρονται και από το αστικό έθος· δεν χρειάζονται, δεν εκτιμούν και δεν ανέχονται να έχουν βιβλιοπώλη τον Μιχάλη Γκανά και δισκοπώλη τον Τάσο Φαληρέα.

Τα ελάχιστα εναπομείνατα στέκια συντηρούνται από τη μεσαία τάξη της μεταπολίτευσης: δεν είναι πλούσιοι, είναι μικροαστικής καταγωγής ως επί το πλείστον, αλλά τρέφονται ακόμη με συζήτηση και ποικίλα μορφωτικά αγαθά. Το Φίλιον-Ντόλτσε, λ.χ.: το τελευταίο ανοιχτό, δημοκρατικό καφενείο του κέντρου που είναι στέκι, προσελκύει ετερόκλητο πλήθος διανοουμένων, καλλιτεχνών, πολιτικών, μηντιακών, περιοίκων, ντεμπυτάντ, τεθλιμμένων συγγενών από μνημόσυνα του Αγίου Διονυσίου, κυριών με τσάντες από ψώνια. Το Φίλιον είναι το άνω όριο των ριζοσπαστικών-πληβειακών Εξαρχείων, καθώς προεκτείνονται προς το συντηρητικό-αστικό Κολωνάκι· ορίζει τον μεταπολιτευτικό άξονα, που ξεκινά από το κλασικό καφέ Φλοράλ της Μπλε Πολυκατοικίας και περατούται στα μισά της Σκουφά. Ενδιαμέσως θάλλουν πολλά μαγαζιά, αλλά ελάχιστα μπορούν να χαρακτηριστούν στέκια. Τα περισότερα αντέχουν όσο η μόδα τους.

Η Εστία, όπως ακριβώς το Φίλιον ακόμη τώρα, σήμαινε τη δυναμική διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο Κολωνάκι της εξουσίας και τα Εξάρχεια της διανόησης. Αυτή η σχέση ερειπώνεται, όλα πάνε αλλού.

Η Αθήνα ευωδιάζει άνθη νερατζιάς. Η σκυθρωπή πόλη δωρίζει απλόχερα το πιο εκλεκτό άρωμα της Μεσογείου: νερολί. Γλυκό, μεθυστικό, και ταυτόχρονα λεπτό, μοναδικό. Οι φουντωτές νερατζούλες των γκρίζων πεζοδρομίων σκορπάνε λευκά άνθη σε καπώ και παρμπρίζ, πάνω σε σέλες μοτοσυκλετών, σε φαγωμένα ρείθρα από μάρμαρο πεντελικό στη Ναυαρίνου, σκορπάνε αιθέριο έλαιο που θεραπεύει την ένταση και το άγχος, που διασκεδάζει τον φόβο και την απαισιοδοξία, καταυγάζει τα πρόσωπα και διώχνει τις ρυτίδες.

Η παλέτα: βαθύ πράσινο του φυλλώματος, λευκό των ανθέων και των μπουμπουκιών, λαμπρό πορτοκαλί των πικρών καρπών. Υπό τη σκέπη γλαυκού ουρανού, με ελαφρά ψύχρα το πρωί και ήλιο που ξεπλένει κρίματα. Η Αθήνα δίδεται σε όποιον έχει τις αισθήσεις ανοιχτές.

Ενα ρίγος καθώς διελαύνεις το κέντρο: η ομορφιά της αιθρίας, το άρωμα της ανοίξεως, χύνονται σαν βάλσαμο στην αδυνατισμένη πόλη, στο κουρασμένο σώμα σου. Είναι αρκετά; Είναι ικανά να δυναμώσουν και να γιατρέψουν;

Ιπποκράτους, Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Αθηνάς, Ερμού, Αγιοι Ασώματοι. Το φως, οι νερατζιές… Μπορούν; Ναι, μπορούν, να δυναμώσουν την όραση, να αλλάξουν την προοπτική, ώστε να δούμε τη δυσχέρεια σε ένα ιστορικό συνεχές. Ακούγεται παράδοξο, ίσως και παράλογο, ακούγεται σαν γλυκερός λυρισμός, σαν στερεοτυπική υποδοχή ανοίξεως, μοιρολατρική υποταγή στα τετελεσμένα, μια στιγμή μέθης απ’ το νερολί. Ισως.

Ισως να την αποζητούν αυτή την παρηγοριά το κουρασμένο σώμα κι ο φοβισμένος νους, γιατί την έχουν ανάγκη, μα σίγουρα δεν την επινοούν: τα αρώματα, το φως, ο βόμβος είναι εδώ, γύρω μας, παντού, είναι ύλη, έχουν υπόσταση και σώμα, είναι η ουσία της ζωής. Ιδού: καθώς αφήνεσαι, καθώς οι ύλες τυλίγουν το σώμα και εισχωρούν στον νου, η πόλη φανερώνει τις ιστορικές της ραφές: κάθε δρόμος, ναΐσκος και μνημείο περιέχεται σε ποιήματα, τραγούδια και διηγήσεις, μαζί με ανθρώπους που υπήρξαν εδώ και τραγούδησαν στον καιρό τους τον πόνο και το θαύμα. Να, εδώ που στέκεσαι στο πρωινό Θησείο είναι ο τόπος που έπαιξε ο δερβίσης το νάι το γλυκύ το πράον, νιώθεις ήδη τον ίσκιο του Παπαδιαμάντη, και μερικούς δρόμους παραπάνω ακούς θροΐσματα από τους ίσκιους του Ξενόπουλου, του Μητσάκη, του Ροΐδη. Ολοι εδώ γυρνούν, αιώνια επιστρέφουν, κι εσύ μαζί, μαζί με νυσταγμένους μαγαζάτορες, διαβάτες που κοντοστέκονται με ένα κύπελλο καφέ, σαστισμένοι από τη φωτοχυσία και τα άνθη νερατζιάς που αναβλύζουν απ’ τα βάθη, από παντού και πάντα. Επιφάνεια.

Ενα άρωμα, ένα χρώμα, και μια ριπή ανέμου. Σε μια στιγμή σου φανερώνεται το παν.

lathos

Το προπερασμένο Σάββατο συμμετείχα σε μια ωραία εκδήλωση με θέμα «Ποίηση και πραγματικότητα», οργανωμένη από τον Κύκλο Ποιητών στο αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μεσημέρι μιας δραστήριας μέρας, προορισμένης για εξωτερικές δουλειές και βόλτα, με δοξαστική λιακάδα άνοιξης αττικής, σε μια από τις ωραιότερες αίθουσες των Αθηνών, περιστοιχισμένοι από μνημεία πολιτισμού, οι Ελληνες της κρίσης συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν ομιλίες και απαγγελίες ποιημάτων. Ηταν μια εμπειρία εγκαρδιωτική. Εμπειρία αισθητική κατ’ αρχάς, αλλά και πνευματική και ψυχική: η ποίηση δρα παρηγορητικά και εξυψωτικά. Δεν σε αλλάζει, αλλά τουλάχιστον σε βοηθά να αντέχεις· να ξαναπιάνεις το νήμα της μεγάλης παράδοσης, να βλέπεις για λίγο τον κόσμο μέσα απ’ τις στοχαστικές προσαρμογές των ποιητών, να βρίσκεις τον λυρισμό κρυμμένο μες στην καθημερινή ζωή.

Προτού μπεις όμως στη μεγαλοπρεπή αίθουσα με τον γυάλινο ουρανό, πρέπει να περάσεις μέσα από τα φίλτρα της πραγματικότητας. Στο εκτυφλωτικό ηλιόφως του Μαρτίου, στην καρδιά της πόλης, η πραγματικότητα έδειχνε τα δόντια της στο κατώφλι ήδη της Βιβλιοθήκης: στις σκιερές παρυφές της ελικοειδούς μαρμάρινης κλίμακας οι τοξικοεξαρτημένοι δοκίμαζαν τις δικές τους εμπειρίες, τις δικές τους αποδράσεις. Υπό το φως της ημέρας. Υπό τα όμματα των ανερχομένων την κλίμακα προς την ποίηση. Υπό το άγρυπνο όμμα των Αφρικανών ντίλερ με τα κινητά στην οδό Ιπποκράτους.

Η πραγματικότητα έξω από τη Βιβλιοθήκη, προτού καν ανέβεις το υπερυψωμένο πεζοδρόμιο, δεν ήταν ούτε μία ούτε ομοούσια: ήταν αμέριμνη, ανυποψίαστη, σκυθρωπή, χαρωπή, βιαστική, σκεφτική, αφηρημένη, αναλόγως του τι πρόσωπα αντίκριζες. Οταν ανέβαινες όμως το πεζοδρόμιο και πλησίαζες τη μεγαλοπρεπή σκάλα, η πραγματικότητα σχιζόταν στα δύο: από τη μια, το δυστοπικό έξω, οι ανθρώπινες σκιές να αναζητούν φλέβα με τη βελόνα στο χέρι· από την άλλη, οι φιλομαθείς και φιλόκαλοι ανέβαιναν τη σκάλα και προσήρχοντο στο ευτοπικό μέσα, με την προσδοκία της ευφροσύνης. Σκοτάδι και φως. Οπου οι μεν αγνοούν τους δε: πράγματι, όσοι ανέβαιναν από τον άπω κλάδο της διπλής σκάλας, δεν αντιλαμβάνονταν απολύτως τίποτε απ’ όσα συνέβαιναν κάτω από τον εγγύς κλάδο, λίγα μέτρα πιο πέρα, στη σκιά. Ασύμπτωτοι κόσμοι.

Ακαριαία σκέφτηκα ότι, πριν καν μπω στη Βιβλιοθήκη, μου φανερωνόταν ο ένας από τους δύο θεματικούς όρους της εκδήλωσης, η πραγματικότητα, με τα πολλά της πρόσωπα. Και ταυτόχρονα ετίθετο σαν δυσεπίλυτο πρόβλημα η σχέση ανάμεσα στους δύο όρους: πώς συνυπάρχουν ποίηση και πραγματικότητα. Ή: πώς μιλάει η ποίηση γι’ αυτή την πραγματικότητα; Διαλέγει ο ποιητής για ποια πραγματικότητα να μιλήσει; Αραγε, υπάρχει κάποια πραγματικότητα πιο ποιητική, πιο συμβατή με την ποίηση; Ενα κουβάρι ερωτήματα και απορίες με τύλιξε και με μπέρδεψε, με απέσπασε από την αρχική πραγμάτευση του θέματος, παρότι θεωρούσα ότι κάπως τολμηρά είχα προσπαθήσει να το προσεγγίσω.

Δεν μπόρεσα να ενσωματώσω αυτή την αποκαλυπτική εμπειρία στην ομιλία μου. Το ανέφερα, αλλά μέχρις εκεί. Μίλησα για ό,τι θεωρώ ποιήματα στον καιρό μας, για δυο χειρονομίες, λεκτικές και οπτικές, που σφραγίζουν το αστικό τοπίο, σε σημεία κενά ή τυφλά: τα γκράφιτι «βασανίζομαι» και «λάθως». Τα θεωρώ από τα πιο δραστικά έργα τέχνης των τελευταίων χρόνων, πυκνές εκφράσεις της διάχυτης συλλογικής δυσθυμίας αλλά και εκφράσεις μιας φιλόσοφης στάσης, τα οποία παρά την όποια σημασιολογική αφετηρία τους καταλήγουν σε κάτι πολύ βαθύτερο και πλούσιο, κάτι που υπερβαίνει ενδεχομένως και τις προθέσεις του δημιουργού.

Οταν ξαναβγήκα στο ηλιόφως, οι τοξικομανείς είχαν χαθεί. Σκέφτηκα τότε ότι η ανάλυση των «βασανίζομαι» και «λάθως» ήταν φορμαλιστική, εκτός πεδίου. Μερικές μέρες αργότερα άλλαξα γνώμη: τα τρεμάμενα γκράφιτι εξέφραζαν επακριβώς την αντινομία και τους παράλληλους ασύμπτωτους κόσμους. Περιέγραφαν το «βασανίζομαι» αυτών των ανθρώπων, που ήρθαν και αποσύρθηκαν σαν σκιές. Περιέγραφαν και το «λάθως» της ζωής τους; Ποιος μπορεί να το πει; Πάντως, όσα βιώνουμε τα τελευταία χρόνια ανατρέπουν τις βεβαιότητες, τα δείχνουν όλα λάθως. Περιέγραφαν και τη δική μου βάσανο: Πόσο αβασάνιστα κρίνω αυτούς τους παρίες της δικής μου ορθής πραγματικότητας; Πόσο «λάθως» ήμουν άραγε μες στην αυταρέσκεια και την καλλιλογία της ποιήσεως, στην προστατευμένη αίθουσα με τα βιβλία; Και ούτω καθεξής.

Ολοι μας ζούμε την πραγματικότητα σαν βάσανο και σαν λάθως.

stratos_mylopotamos

Μετά έναν χρόνο ξαναείδα αυτόν τον έναστρο ουρανό. Η νύχτα ήταν ψυχρή και διαυγής, κομψή, μεγαλειώδης· τα άστρα κρέμονταν σε κεντημένο ουρανό, πάνω απ’ τη σιωπηλή χερσόνησο, πολλά, πάρα πολλά, κι όλα ευκρινή, μικρά και μεγάλα, γνωστά και άγνωστα. Δεν κατέφυγα στο Google Sky Map· εντόπισα τα στοιχειώδη, κι αφέθηκα στο λευκό του γαλαξία. Από τη μια πλευρά βούιζε το ποτάμι, από την άλλη το πέλαγος· στο βάθος, η αναλαμπή του χιονισμένου όρους. Μία, δύο, τρεις νύχτες στη σειρά.

Στεκόμουν στην ψύχρα με το βλέμμα προς τα άνω, κι αισθανόμουν μια σκοτεινή κουκκίδα σε νυχτερινή φωτογραφία του Στράτου: όλα μπλε, ασημένια-χρυσά, τ’ αστέρια διαγράφουν τροχιές στο στερέωμα, και σε μια άκρη ένα τόσο δα πορτοκαλί φωτάκι. Στα μάτια μου είχα τον ουρανό με τ’ άστρα, και ο νους μου πρόβαλε τη νυχτερινή φωτογραφία του Μυλοποτάμου, μια εικόνα που δεν την πιάνει το μάτι, αλλά καταγράφεται στο φωτογραφικό φιλμ ύστερα από μισή-μία ώρα έκθεση. Σε αυτό το σμίξιμο παρόντος και μνήμης, οφθαλμού και νου, σε αυτή την υπερεικόνα, βρισκόμουν εγκατεστημένος σαν κουκκίδα στις μελανές περιοχές, στα σκούρα. Ηταν ανακουφιστικό. Η σμίκρυνση έφερνε το μέτρο ― απελευθερωτικό.

Εβρισκα το ίδιο απελευθερωτική τη διάχυση σαν κουκκίδα μες στο δάσος, κάτω από αρχαίες βελανιδιές, πλατάνια, καστανιές. Δάσος πυκνό, με χαραμάδες ουρανού, υγρό, γεμάτο ψίθυρους και σιωπές. Στα πατήματα, φύλλα, καρποί, ίχνη αγριμιών, ίχνη ανθρώπων, μια ξύλινη πινακίδα κρυμμένη από θάμνους. Σ’ ένα ξέφωτο, μια καλύβα κλειστή, σιωπηλή· περιέχει ζωή κάπου μέσα της, τώρα ή αύριο, το λέει ένα κουρέλι που ανεμίζει στο σύρμα, ένα ντεπόζιτο, τρεις γαλάζιες κυψέλες προσεκτικά στοιχισμένες. Ενας μισοσβησμένος δρόμος, πατημένη λάσπη και χαλίκι, στην καρδιά του δρυμού, φέρνει μέχρι αυτό το χαϊντεγκεριανό ξέφωτο.

Καθώς με παρασύρει η ολισθηρή κατωφέρεια, διαλέγοντας πέτρες να πατήσω σίγουρα, πέτρες γλυμμένες από νερό και βήματα, κυκλώνω τη μορφή του αόρατου ερημίτη, που κατοικεί το ξέφωτο. Ενας μεσήλικας σαλός; Ενας γέρων με όρκο σιωπής, που ωστόσο μιλάει στα κοτσύφια; Ενας πικραμένος τόσο που τ’ άφησε όλα; Ή ένας που αγάπησε τόσο βαθιά, που βρέθηκε μόνος εκεί στο ξέφωτο, συντροφεμένος από όλες τις ανθρώπινες σκιές, και πλήρης;

Η δασική ρύμη, ο holzweg, με παίρνει από το ξέφωτο των αινιγμάτων, με φέρνει μπροστά σε αμίλητα ερείπια, το ίδιο αινιγματικά· κι ύστερα μπροστά σε πολύχρονα τείχη. Πίσω από τη λιθοδομή αφουγκράζομαι: ζωή, ζωές. Ανθρωποι. Ποικίλοι σαν τ’ αστέρια. Εδώ ας σταθώ.

Είναι μαυροντυμένοι και αεικίνητοι, οι περισσότεροι, οι νέοι. Είναι μαυροντυμένοι και αργοί, κάποτε ακίνητοι, σαν παλαιές δρύες βασιλικές, οι ηλικιωμένοι. Ο πιο ηλικιωμένος που συνάντησα πίσω από τέτοια τείχη, κόντευε τον αιώνα, μισογελούσε διαρκώς, σαν να ‘βλεπε αγγέλους· χάιδεψε το σγουρόμαλλο κεφάλι ενός νεαρού και του ψιθύρισε στ’ αυτί.

Οι άνθρωποι λοιπόν. Κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό, κάτω από τέτοια άστρα, μέσα σε δάση και ερημιές: γίγαντες με καρδιά παιδιού, παιδιά εξηντάχρονα και ογδοντάχρονα, αμπελουργοί, αλιείς, χορωδοί, μάγειρες, άνθρωποι καταφυγόντες εδώ, μακριά από το αγριεμένο πλήθος, μακριά από βάσανα και μάταιους πόνους, σαν διάλειμμα οι περισσότεροι, σαν ρότα ζωής οι ολίγοι, όλοι γύρω από ένα τζάκι και μια τράπεζα, κοινότητα ακερδής, άλλος ρουφάει ένα βιβλιαράκι, άλλος αποθαυμάζει έναν σουγιά, μερικοί θυμούνται τα παιδικάτα τους, συγκρίνουν παλαιά και νέα φτώχεια, όλοι περιποιούνται και υπηρετούν, στολίζουν την τράπεζα του γεύματος. Υποδέχονται την εσπέρα ψάλλοντας εν χορώ την επιλύχνιο ευχαριστία από τα βάθη αιώνων και τόπων της Ανατολής: «Φως ιλαρόν αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν…» Το φως λιγοστεύει από το παράθυρο του Αιγαίου, η αρμύρα εισχωρεί υγρή, ψυχρή, αναζωογονητική, και αναμειγνύεται με θαμπές λάμψεις κεριών και ξέφτια θυμιάματος.

Το φως σβήνει. Οι άνθρωποι σκορπάνε μες στη νεαρή νύχτα για να ανασυνταχθούν παραπέρα, από τη μία σύναξη στην άλλη, από όρθρου βαθέος έως εσπέρας. Ξεμακραίνω μέχρι το χείλος του θαλασσινού γκρεμού, κάτω απ’ τα αστέρια που πληθαίνουν, νύχτα Γενάρη, νύχτα σπαρμένη θαύματα, κι είμαι κουκκίδα στις μελανές περιοχές, στα σκούρα.

φωτ.: Στράτος Καλαφάτης, 2011.

paul-celan

Δύο Φιλιππινέζες ανεβαίνουν τα σκαλιά του Αγίου Διονυσίου. Είναι προπαραμονή Πρωτοχρονιάς και ψιλοβρέχει. Στην εσοχή της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας ένας άνθρωπος ισχνός έχει κρύψει το πρόσωπό του ανάμεσα στα γόνατα. Στα πόδια του στέκεται ένα άδειο κύπελλο. Λίγο πιο πάνω, ένας παρόμοιος δεν έχει κρύψει το πρόσωπό του, το βλέμμα του είναι καρφωμένο σε μια ζελατίνα χάμω, με φωτογραφίες δύο παιδιών, ο τίτλος λέει «είμαι νηστικός, έχω παιδιά». Παραδίπλα, στην περίτεχνη αυλόθυρα της οικίας Σλίμαν, κόσμος μπαινοβγαίνει βιαστικά από το μπαζάρ του Νομισματικού Μουσείου. Στον γαλλικό φούρνο-καφέ οι προθήκες είναι στολισμένες με γκαλέτ ντυ ρουά, μπριός, κις, τάρτες. Είναι ζεστά και ήρεμα, οι πωλήτριες μιλούν ευγενικά, ζευγάρια με ψώνια πίνουν ζεστή σοκολάτα. Η λεωφόρος κοντοστέκεται ολιγόχρωμη λίγο πριν ανάψουν τα φώτα.

Την παραμονή ξυπνάω από ηλεκτρικά κάλαντα με beat box, μία-δύο-τρεις-τέσσερις φορές απανωτά, ύστερα το καλαντο-αυτοκίνητο μαρσάρει και κυλάει στην κατηφόρα. Στα αθηναϊκά στέκια τηρούνται οι παραδόσεις αλκοόλ και συναντήσεων· με κασκόλ και τραγιάσκες στα πεζοδρόμια. Ευχές, φίλοι από παλιά, τσουγκρίσματα, περιλήψεις βίων και προσδοκίες για το μέλλον, ευχές για υγεία και τύχη. Τύχη: φέτος την επικαλούνται όλοι παντού.

Το βαρύ παρόν τρυπώνει διαρκώς απ’ τις χαραμάδες: Αποκρύψεις, παραποιήσεις, τα γκόλντεν μπόις που ξιππάζονται, η αδικία και η ανισότητα. Ο περσινός θυμός κατασταλάζει φέτος σε ψυχρή, πικρή επίγνωση· σε ψυχρό μίσος, έλλογο σχεδόν, για το ψέμα, την κοροϊδία, την εξαπάτηση. Και σε περιφρόνηση, ανάμικτη με απελπισία, για την εθελοδουλία. Το παρατεταμένο σοκ, αφού περέλυσε τις πρώτες αντιστάσεις, τώρα παρέρχεται, αλλά εν τω μεταξύ πολλοί έχουν πληγεί καίρια, δεν ελπίζουν καν ότι θα βρεθούν στην προτέρα κατάσταση.

Οι πιο ψυχωμένοι, παρά τα πλήγματα, προσαρμόζονται και συνεχίζουν την ζωή τους εν ετέρα ισορροπία· μέρα τη μέρα, δημιουργοί και εφευρέτες του βίου, ακουμπώντας σε οικογένεια, αγαπημένα πρόσωπα, φίλους. Σκέφτονται πιο βαθιά, ποιητικά, χωρίς ποτέ να χάνουν την επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα. Ακούω έναν τέτοιο ψυχωμένο συνομήλικο, φίλο απ΄τα παλιά, κάτω απ’ το ουράνιο τόξο που στέφει τη σκυθρωπή Αθήνα και τη μεταμορφώνει. Η σκέψη του μεταμορφώνει και το δικό μου βλέμμα, φωτίζει το τούνελ του 2013, του πιο δύσκολου από τα δύσκολα χρόνια που σφράγισαν το δέρμα μας.

Στη βιαστική Σόλωνος ψιχαλίζει, στην Αλεξάνδρας όχι. Η φουρνάρισσα μαθαίνει ότι πάω για ένα τελευταίο τσούγκρισμα και κερνάει μια δεκάδα λαχταριστά κουλούρια και τέσσερις ελιόπιτες: «να τις ζεστάνετε λίγο, για το κρασί». Η παρέα ενθουσιάζεται, αναμίξ ηλικίες και γενεές, κρασιά τσουγκρίζουν με ξέχειλες μπίρες και βότκες, τελευταία νέα για μωρά και εφήβους. Ακόμη μια φορά παρατηρώ την εκλεπτυσμένη αισθητική της νεότερης γενιάς· δεν βλέπεις διαφορετικά πράγματα στα νεανικά μαγαζιά του Βίλατζ, του Μπρούκλιν, της Βαρκελώνης, το αθηναϊκό hippy chic έχει χαρακτήρα, ένταση, εύρος.

Αναρωτιέμαι: Πώς θα σταθούν όρθια αυτά τα παιδιά στα σκοτεινά χρόνια που έρχονται; Είναι στυλάτα, είναι και ανθεκτικά; Θα επινοήσουν νέους εαυτούς, θ’ αντέξουν, θα ανοίξουν παράπλευρους δρόμους. Ελπίζω μόνο να μη χάσουν τη γλώσσα, να μη φτωχύνουν μες στα κρεολικά αγγλικά, να ενσωματώσουν ποιήματα και τραγούδια στη φωνή τους. Οπως και να ‘χει, με εγκαρδιώνουν, αισθάνομαι ότι η ζωή κυλάει από γενιά σε γενιά, σαν το ουράνιο τόξο που ένωσε Λυκαβηττό και Ακρόπολη, τον Μιχαήλ Μητσάκη και τον Ταχτσή με τον Περικλή και τον Απόστολο Παύλο: συνέχειες, τομές, διάρκειες.

Αυτό που ζούμε τώρα είναι ρήξη, είναι γκρεμός, λυκόφως. Πώς θα είναι η απένταντι όχθη;

«Κερί,
να σφραγιστεί το άγραφο
που μάντεψε
το όνομά σου
που αποκρυπτογραφεί
το όνομά σου.

Θα έρθεις, επιτέλους, πλεούμενο φως;

Δάχτυλα, κερωμένα κι αυτά,
τραβηγμένα μέσα από ξένα
πονεμένα δαχτυλίδια.
Σαν το κερί λιώνουν τα άκρα τους.

Θα έρθεις, επιτέλους, πλεούμενο φως;

Κενές από χρόνο οι κερήθρες του ρολογιού,
γαμήλιο το σμάρι των μελισσών,
έτοιμο για ταξίδι.

Ελα, πλεούμενο φως.»

(Πάουλ Τσέλαν, Με γράμμα και ρολόι)

Δεν είναι οχτώ ακόμη, αλλά έχει νυχτώσει. Ανάμεσα σε αστράκια μπαρ και βιαστικούς τελευταίους, φρουροί με πλήρη εξάρτυση φυλάνε τα σβηστά γραφεία ενός άδειου κόμματος.

Yπερωκεάνιον Πατρίς

Yπερωκεάνιον Πατρίς

Στο τέταρτο ταξίδι μου στην Αμερική, αξιώθηκα να επισκεφθώ το Ελις Αϊλαντ. Στο πλοίο γιαπωνέζες ντυμένες χάι-τεκ Μπάρμπι φωτογραφίζονταν αδιάκοπα. Περιπλανηθήκαμε με δέος στις μεγάλες αίθουσες και στα φωτογραφικά τεκμήρια, φουστανελάδες με μουστάκες, εβραίοι χασιδίτες, μαντιλοδεμένες βαλκάνιες με σαλβάρια.

Περισσότερο από περιέργεια, κάθισα στον υπολογιστή να βρω στα αρχεία τα ίχνη του Ελληνα προγόνου μου, που είχε φτάσει εδώ έναν αιώνα πριν από μένα, μετανάστης και όχι περιηγητής. Τον βρήκα.

***

Την 14η Μαρτίου 1911, ο παππούς μου Γεώργιος (Γιώρης) Ξυδάκης αποβιβάστηκε από το υπερωκεάνιο ‘Πατρίς’, της Εθνικής Ατμοπλοΐας της Ελλάδος, στο Ελις Αϊλαντ της Νέας Υόρκης. Ηταν 29 ετών. Τον παρέλαβε ο αδελφός του Νικηφόρος και αναχώρησαν για το Spokane, Washington, στο Βορειοδυτικό άκρο της αμερικανικής ηπείρου. Μου τύπωσαν τη σχετική σελίδα από το κατάστιχο.

Spokane, Washington. Τι να έκανε εκεί το 1911; Τόπος για κυνηγούς και χρυσοθήρες. Πού δούλεψε, πώς ζούσε; Ορυχεία, υλοτομία, σιδηρόδρομοι; Λίγο απ’ όλα.

Δύο χρόνια αργότερα ο Γεώργιος επέστρεψε στη γενέτειρά του Μύκονο. Παντρεύτηκε την Κατερίνα Γαλάτη, καταγόμενη από οικογένεια μαστόρων του Αϊβαλιού, τάζοντάς της ότι θα την πάρει στην Αμερική. Αντ΄αυτού, ο ΓΞ αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των αμπελιών, στην Κούτελα, πατρογονικών από τον 17ο αιώνα, και στην αγροκτηνοτροφία στις Μεγάλες Δήλες (Ρήνεια).

Θεοσεβής και πράος, έχων στην έρημο Ρήνεια ως απογευματινή συντροφιά ένα εξημερωμένο γεράκι (τον ‟Ζουγανέλο”), έκανε έξι παιδιά και δεκάδες εγγόνια και δισέγγονα, κι έφτασε τα ενενήντα τρία, πίνοντας κρασί και καπνίζοντας μισαδάκια Εθνος άφιλτρο σε καλαμένια πίπα.

Πολλές δεκαετίες μετά το μόνον της ζωής του ταξίδιον, έλεγε στα εγγόνια του ότι όπου να ‘ναι θα ξαναπάει στην Αμερική, υπαινισσόμενος τον Αλλο Κόσμο. Τέτοια, σκοτεινή, ήταν η Νέα Γη, στην εμπειρία του. Ο αδελφός του Νικηφόρος δεν επέστρεψε ποτέ ούτε έμαθαν πότε πέθανε.

Η γιαγιά μου η γαλανομάτα μέχρι που απόθανε, στα ενενήντα εφτά της, έλεγε: Ο κύρης σας με εγέλασε και αντί να με πάει στην Αμερική, μ’ έκλεισε στο χωριό.

***

Eνας αιώνας από το πρώτο κύμα μετανάστευσης· μισός αιώνα από το δεύτερο. Η ξενιτιά έχει περιοδικότητα μισού αιώνα. Τώρα άρχισε το τρίτο κύμα.

Στα δικά μας χρόνια, για δύο γενιές περίπου, η ξενιτιά έστεκε μισοαπολιθωμένη στα δημοτικά τραγούδια, στα ρεμπέτικα του μετανάστη Κατσαρού το Μεσοπόλεμο, και στα λαϊκά του 1960. «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο / η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ‘χω τον καημό σου / Τα ξένα τρων τα νιάτα σου, τρώνε την λεβεντιά σου», και «Μη με στέλνεις μάνα στη Αμερική / θε να μαραζώσω, να πεθάνω εκεί».

Την είχαμε απωθήσει. Μάλιστα ως μοντέρνοι και κοσμοπολίτες, χλευάζαμε τη νοσταλγία των αποδήμων, τον παλαιάς κοπής πατριωτισμό τους, το kitsch των μπρούκληδων, τα γκρίκλις της Αστόριας και της Μελβούρνης. Τους θεωρούσαμε καθυστερημένους, κολλημένους στα χρόνια της φτωχής πικρής Ελλάδας, όπως την άφησαν και μίσεψαν για να επιζήσουν. Διότι εν τω μεταξύ η χώρα αναπτύχθηκε, τόσο που οι Ελλαδίτες της ευμάρειας να πηγαίνουν στη Νέα Υόρκη για ψώνια και να τα βρίσκουν όλα φτηνά με το ισχυρό ευρώ τους. Εως πρόσφατα.

Αυτά τα πρόσφατα χρόνια οι Ελλαδίτες υποδέχονταν άλλους φτωχούς αναγκεμένους, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, που έπαιρναν τις βαριές δουλειές, χωρίς πράσινη κάρτα, χωρίς χαρτιά. Παράνομοι μα χρήσιμοι, όπως ο σχεδόν μυθιστορηματικός Ανδρέας Κορδοπάτης, που απεπέμφθη στα λιμάνια εισόδου και απελάθηκε και ξαναπροσπαθούσε αδιάκοπα να πάει στην Αμερική. «Ταξίδευα τριάμισι μερόνυχτα. Χωρίς φίλους, χωρίς Έλληνες να κουβεντιάζω, μόνος μου σαν σακί δεμένο» (Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη). Φοβισμένοι και σκοτεινοί, όπως ο Τσερκεζής στο Λος Αντζελες: «Οι φίλοι μου με ηρώτων τι είχα και διατί τόσον σκεπτικός, αφού άλλοτε όταν ευρισκόμεθα εις τας Αθήνας ήμην πάντοτε εύθυμος και διασκεδαστικός εις την παρέαν, διατί τώρα μελαγχολώ;» (Σάββας Τσερκεζής, Ημερολόγιον του βίου μου: Αρχόμενον από του 1886).

Ανά πενήντα έτη ξεριζωμός και ξαναρίζωμα. Ο φίλος ποιητής Νίκος μου απαγγέλλει Λόρκα καθώς νυχτοπερπατάμε στο Μπάτερι, και Νικόλα Κάλα στην Αστόρια· ο Στέλιος μου δείχνει πού ήταν τα ελληνικά ανθοπωλεία και τα tenements, οι εργατικές πολυκατοικίες του πρώτου κύματος· ο Βαγγέλης μου αποκαλύπτει τις ενορίες και τους μπίζνεσμεν της Φιλαντέλφια. Ριζώματα σε ντάινες και Ivy League πανεπιστήμια: το τρίτο κύμα είναι γιατροί, μηχανικοί, υπερπροσοντούχοι επήλυδες και ικέτες. Κάθε πενήντα χρόνια, το υπερωκεάνιον Πατρίς μεταφέρει ένα κύμα νοσταλγών.

balafas_benaki1

Δεν έχω τίποτε να γράψω που να μην έχει ήδη γραφτεί, από άλλους, καλύτερα. Κι όμως γράφω και γράφω, γιατί αυτή η δουλειά μου έλαχε· όσο κι αν μικρός έγερνα το παραθυρόφυλλο και το ‘σκαγα, για να μη γράψω, να φύγω απ’ τη μυρωδιά του χαρτιού και της μελάνης Πάρκερ. Κι αν πέρασε μισός αιώνας από την πρώτη παντοτινή απόδραση, γράφω ακόμη, ταγμένος να ξαναπλάθω όσα έχουν ήδη ειπωθεί από μαέστρους, αυτούς που μου μετέδωσαν φως και φωνή, ευλογία και καταδίκη.

Χαϊδεύω ράχες γερασμένων τόμων σε σανιδένια ράφια, σε πειραιώτικη αυλή και συριανό ημιϋπόγειο, σε δημοτικές βιβλιοθήκες και πατώματα αρχαία που τρίζουν, μυθιστορήματα και κλασικά εικονογραφημένα ανάμικτα με κατάστιχα νοταριακών πράξεων, με φως ανελέητο έξω απ΄τους χοντρούς τοίχους, με βυθίσεις μεσημβρινές σε ρήματα και χίμαιρες βαπόρια. Κι οι ποιητές τσουρούφλιζαν έφηβους πόθους με μολύβι στο περιθώριο, ταξιδεύοντας από δώμα σε δώμα, διαρκή φυλαχτά ανάμικτα με κοχύλια ναυτίλους και βινύλια φρανκζάππα.

Είναι αφόρητα μπανάλ η νοσταλγία των εορτών, η καταισχύνη κάθε αισθητή, αλλά και το αποκούμπι του μεσήλικος· ξέρεις πια πότε να σκύβεις ταπεινά, όχι από ήττα ή συμβιβασμό, αλλά για ν’ αποδώσεις τις πρέπουσες τιμές στην ηλικία και στις φωνές που σ’ έπλασαν. Ας πούμε μια φωνή που την άκουσα μεγάλος:

«Tο γράψιμο, όμοια προς όλες τις εκδηλώσεις που αφορούν τη μνήμη, έχει ανάγκη οικείου κοινού. Σε όλα τα μνημόσυνα, όπως και στις ονομαστικές επέτειες, τα ποικίλα και διάφορα κεράσματα αποτελούν συνήθεια. Γράφοντας, έχω την εντύπωση, ότι επεξεργάζομαι τον καρπό της καρυδιάς, για να επανέλθω πάλι στο δέντρο. […] Ο βαρύς από τον καημό άνθρωπος, νομίζει, ότι θα πάψει υφιστάμενος αν δεν τελέσει όλα τα εθιμοτυπικά, που του είναι κατά βάθος μεγάλη παρηγορία. Παρά ταύτα όμως, η συνέχιση των καθημερινών απασχολήσεων, του είναι δύσκολη και βυθίζεται στη σιωπή. Σιωπώ και εγώ. Δεν γίνεται αλλοιώς.»
Ο Πεντζίκης απάντησε κάποτε γιατί γράφω.

Κι ύστερα γυρνώ στους ανθρώπους του καιρού μας. Τι περισσότερο να πω για τους πονεμένους των δρόμων απ’ όσα έγραψε ο Νίκος Καρούζος;
«Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας. […]
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.»

Τι πληρώνει ο ωχρός έλληνας; Ποιον αδίκησε πάρεξ τον εαυτό του; «Και οι δίκαιοι κατά την Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό, επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό. / Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;» (Διονύσιος Σολωμός)

Γυρνώ στους εθιμοτυπικούς δρόμους, φωτισμένους για ν’ αντέξουμε τη σκοτεινιά, φωτισμένους σαν την Kodachrome φωτογραφία του Μπαλάφα από την φαντασμαγορική οδό Σταδίου τον Δεκέμβρη του ’60, χειμωνιάτικη Αβάνα και Τσάινατάουν· σίγουρα με περπάτησε εδώ μικρό παιδί η Μανταλένα να δω τον τροχονόμο μες στη φαντασμαγορία και ακουγότανε η άρπα του Τέλλου Αγρα:

«Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ’ ολίγους ήχους
βρέχει, ‘επί δικαίους και αδίκους’…
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,
– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.

Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία)
που γυρνάνε απ’ τα Nοσοκομεία·
και στις προφητείες του Kαζαμία
(‘τροπή του καιρού προς νότον… τρικυμία…’).»

Φωτοχυσίες Βερολίνου και όρθροι κυκλαδικοί σε καλντερίμια, γιρλάντες μπαλκονιών αθηναϊκών, και τραπεζώματα ευφρόσυνα με βαφτιστήρια, σύντεκνους και αποστάγματα ορεινά, με τον πρωτότοκο να περπατάει ασταθής το χαλί εγκάρσια από τον καρυδένιο μπουφέ ώς τον καναπέ, όλα ξετυλίγονται κι απλώνονται, ξανοίγονται πέρα, μπροστά, μάς λέει ο Ελύτης:

«Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.»

aderfi

Την παραμονή του περασμένου Δεκαπενταύγουστου, μόλις είχα επιστρέψει από την θερινή άδεια, ειδοποιήθηκα για μια κηδεία. Είχε πεθάνει η αδελφή του φίλου Σταύρου Ζουμπουλάκη. Συννέφιασα. Η ψυχή μου κλονίστηκε από τον άλλο Δεκαπενταύγουστο, του προηγούμενου χρόνου, που έφερε το τρομερό μαντάτο για τον θάνατο του παιδιού, του ομήλικου του γιου μου, αυτό που θυμάμαι σχεδόν καθημερινά.

Στο νεκροταφείο Ζωγράφου αποχαιρετήσαμε τη Γιούλα Ζουμπουλάκη, ετών εξήντα. Φύγαμε.
Τον Δεκέμβριο του 2012, διαβάζω ένα βιβλίο του Στ. Ζουμπουλάκη με τίτλο η «Η αδερφή μου» (εκδ. Πόλις). Αντιλαμβάνομαι ότι είναι μια οφειλή, μια μαρτυρία. Είναι. Αλλά καθώς ρουφάω γοργά τις σελίδες κατανοώ ότι δεν είναι μόνο αυτό· το βιβλίο δεν σώζει μόνο τη μνήμη της Γιούλας, το αγαπημένο πρόσωπο του εξωφύλλου, δεν καταγράφει το χρονικό μιας ασθένειας και μιας ζωής, τον πόνο και τη χαρά. Καθώς φτάνω στο τέλος νιώθω ότι γνωρίζω καλύτερα, σε βάθος, τον άνθρωπο που το ‘γραψε, κυρίως αυτόν· τις βαθύτερες σκέψεις του, τις πεποιθήσεις και τις αγωνίες του, το πώς σχηματίσθηκε διανοητικά και συναισθηματικά. Διαβάζοντας για την απελθούσα Γιούλα, έμαθα βαθύτερα τον Σταύρο.

Τι έμαθα; Οχι πολλά περισσότερα από όσα σποραδικά τον έχω ακούσει να λέει, δημόσια και ιδιωτικά· αλλά εδώ με πυκνότητα, ένταση και στόχευση μοναδικές. Το βιβλίο μιλάει για την αρρώστια, τον πόνο, την αγάπη, τη χαρά, το μυστήριο και την ψίχα της ζωής. Δεν κρύβει ούτε στιγμή τη θερμοκρασία των αισθημάτων, αλλά ούτε στιγμή δεν γέρνει προς τη συναισθηματολογία· μένει πάντα στο χώμα μιας ρωμαλέας αφήγησης και στο ύψος ενός ειλικρινούς γυμνού στοχασμού. Ξεκινάει βαριά προγραμματικά: «ήταν εκείνη που με έκανε να νιώσω, από πολύ νωρίς, κάτι από το μυστήριο της αγάπης», και «η αρρώστια αυτή μετέτρεψε τη σχέση μου μαζί της σε πεπρωμένο». Και τελειώνει δείχνοντας τις ραφές του εγχειρήματός του: «Η ανάγκη να μιλήσω για την αδερφή μου, να μιλήσω θα έλεγα μαζί της, μου γεννήθηκε όταν γύρισα σπίτι, μετά την κηδεία». Γιατί; «Θέλω όσοι ξέρουν εμένα να ξέρουν κι εκείνη, όσοι διαβάζουν τα όποια γραφτά μου, μαζί με το όνομά μου, να φέρνουν αμέσως στον νου τους και το δικό της όνομά: Γιούλα, Γιούλα Ζουμπουλάκη».

Επέτυχε πολλαπλά ο Σταύρος. Διαβάζοντάς τον, όχι μόνο σχηματίζω τη μορφή της Γιούλας, μιας αγίας που τα έχει χάσει όλα και σκορπάει γύρω της χαρά, όχι μόνο ανασυγκροτώ το πρόσωπο του αδερφού της, αλλά μοιράζομαι τη μεταφυσική αγωνία, την επώδυνη αναζήτηση της αγάπης ως ουσίας ζωής, αναπλάθω την παρόμοια εμπειρία ζωής και βασάνων σε παρόμοιες οικογένειες της μεταπολεμικής Ελλάδας, με παρόμοια μυστικά και πεπρωμένα, με ανθρώπους που κηδεύονται με φύλλα πικροδάφνης στα χείλη, κι άλλους που στέκουν όρθιοι και χαμογελούν καρτερικά μ’ όλες τις πίκρες. «Η αδερφή μου» ξετύλιξε μπροστά μου ζωές, αυλές, κάμαρες, βεγγέρες, διηγήσεις για απόντες και κεκοιμημένους, επισκέψεις σε θαλάμους νοσοκομείων, τη βέρα στο σκελετωμένο δάχτυλο της θείας ― σε όλους θα θυμίσει κάτι.

Ο ΣΖ κινείται από τη μαρτυρία στην εξομολόγηση, από τον τολμηρό θεολογικό στοχασμό ώς την πιο μύχια ηθογραφία, κι η πρόζα του μένει πάντα ρωμαλέα, λιτή, αρρενωπή, ακόμη κι όταν μουσκεύει στο κλάμα, «αυτή την προαιώνια προσευχή δίχως λόγια». Το κείμενο του ΣΖ μού θύμισε και την «Ιστορία του παππού μου» του Αγγελου Ελεφάντη, ένα βαρύτιμο κείμενο που θαύμασα και θαυμάζω, αντιδιαμετρικά: ο ΑΕ εκκινεί από την δρώσα απουσία του παππού, ο ΣΖ από την καυτή παρουσία της αδερφής, και οδεύουν προς την ιστορία ο ένας, προς την ύπαρξη ο άλλος.

Ανάμεσα στις ακριβείς εξιστορήσεις συμβάντων και την αγωνιώδη αναζήτηση μιας υπαρξιακής ανακούφισης, ανάμεσα στη Σιμόν Βέιλ, τον Λεβινάς και τον Καμύ, προεξέχουν παράτολμοι αφορισμοί, που ωστόσο τους αποδέχεσαι πάραυτα επειδή νιώθεις την ειλικρίνειά τους: «Οποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο είναι μείζων όλων των τιτάνων της θεολογίας». Και πάνω απ΄όλα η γραφή της γριάς μάνας: «Γιουλα περιμενε νά φίγω πρώτη καί μετά ερχεσαι καί εσή θα σε περιμένω θα στρωσο τριανταφιλα και αμιγδαλιες που σου αρεσουνε εκει δεν ηπαρχουν σπασμη δεν θα ηπαρχουν καυμη καί η δυο περναμε τόν ιδιο πόνο…» Δεν περίμενε.

«Eστιν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Ακουσα τον ορισμό της πίστεως κατά τον Απόστολο Παύλο στο ραδιόφωνο, ψάχνοντας μουσικές ανάμεσα σε καθηλωμένα αυτοκίνητα. Θαύμασα τη διατύπωση, σαφή αλλά και ευρεία· πατάει στον ορατό κόσμο, ανοίγεται στη ζωή με τα ελπιζόμενα, αλλά κρατάει ανοιχτή και τη δυνατότητα για έλεγχο των ου βλεπομένων.

Καθώς ο χαμηλός ήλιος του Δεκέμβρη, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, έπεφτε στα μάτια μου και δεν έβλεπα, κράτησα το πρώτο μέρος, την ελπιζομένων υπόστασιν· αυτήν είχα ανάγκη για να βγάλω τη μέρα, αυτήν είχα ανάγκη για να βγάλω τον καιρό. Πίστη στη ζωή την ίδια, ελπίδα ζωής: γι’ αυτό διψούσε κάθε πόρος του δέρματός μου.

Να όμως που τα ου βλεπόμενα ήρθαν να με συναντήσουν από άλλη διαδρομή. Μόλις άνοιξα το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, έπεσα πάνω στην ευχή από φίλο καλό για την ονομαστική εορτή: «Αγαπητέ Νίκο, σου εύχομαι χρόνια πολλά, δημιουργικά κι ευλογημένα. Όσο για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ας μη λησμονούμε πως: Eστιν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».

Μόλις είχα μισοχωνέψει τα ελπιζόμενα, και να, η παύλεια ρήση, ξαναφανερώνεται αμφίστομη, οξεία, πολυδύναμη. Μέσα σε λίγα λεπτά, η πίστη άνοιγε δυο φορές την πόρτα της ύπαρξης, συμπλήρωνε την κατανόησή μου της κατάστασης, υπενθύμιζε ότι ο περατός βίος ίσως είναι μισός και ακατανόητος χωρίς το μεταφυσικό συμπλήρωμα. Τα δυο ακούσματα μέσα σε λίγα λεπτά δεν ήταν πια σύμπτωση, ήταν φανέρωση, ήταν υπόδειξη για να δω το όλον: η ελπίδα φυτρώνει εδώ και τώρα, αλλά και συνεχώς ώς το επέκεινα· τα ορατά και τα αόρατα υπάρχουν εν όλω, μαζί, διαρκώς, είναι το παρόν και το μέλλον αδιάσπαστα, το διαρκώς διαφεύγον παρόν και το διαρκώς ερχόμενο μέλλον. Η ζωή μας είναι συνεχής, εδώ και εκεί, διαρκώς εμβαπτιζόμενη στα βάσανα και στην ελπίδα, σε δοκιμασίες και χαρές. Ποτέ δεν έχει ένα χρώμα, έναν τόνο.

Αν το πρώτο άκουσμα ήταν τυχαίο, το δεύτερο ήταν στοχευμένο· μου έγραφε ο φίλος: «Όσο για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ας μη λησμονούμε…» Μου έλεγε να σταθώ, να ακούσω πιο προσεκτικά, μου υποδείκνυε έναν τρόπο να δω τον κόσμο και να τον αντέξω. Με οδηγούσε σε ένα άλλο βλέμμα· όπως ο ήλιος που μου ‘κλεινε τα μάτια με ανάγκασε να φορέσω μαύρα γυαλιά και να κατεβάσω το προστατευτικό, κι έβλεπα πάλι: Ο περιβάλλων ζόφος δεν είναι αδιαπέραστος, πάντα υπάρχει άνοιγμα στο τείχος της απογνώσεως, και όχι μόνο ένα. Η ελπίδα δίνει υπόσταση, ουσία και ύλη, στο διαρκώς εκτυλισσόμενο παρόν, για να το ζούμε· κι όσο για το διαρκώς ερχόμενο μέλλον, το ου βλεπόμενον, μπορούμε κι αυτό ακόμη να το ελέγχουμε, να του δίνουμε σχήμα κατά τις ανάγκες και τις προσδοκίες μας.

Αυτή την κρίσιμη ώρα, ώρα θλίψης και ηττοπάθειας, η κυβέρνηση είχε μια ευκαιρία να τονώσει αδαπάνως το φρόνημα των πολιτών: να νομοθετήσει ένα φορολογικό σύστημα δίκαιο, αποτελεσματικό και ευεφάρμοστο. Δεν το έκανε. Μέχρι στιγμής, ό,τι διαρρέει ως νέα φορολογική νομοθεσία δεν φαίνεται να είναι ούτε απλούστερη ούτε δικαιότερη· αντιθέτως, τιμωρεί φορολογικά τις οικογένειες με παιδιά, σε ένα πληθυσμό υπό δημογραφικό μαρασμό, ενώ ταυτοχρόνως δεν μαθαίνουμε για κάποιο νέο δραστικό μηχανισμό προς ανάσχεσιν της φοροδιαφυγής.

Εξ όνυχος τον λέοντα. Η φορολόγηση είναι πεδίο όπου κατεξοχήν δοκιμάζεται το δημοκρατικό κράτος: αν μπορεί να υποστηρίξει την ισοπολιτεία και την ισονομία, αν θέλει να είναι κράτος δικαίου και κράτος λειτουργικό. Ομως τέτοιες πράξεις προϋποθέτουν επίγνωση της πραγματικότητας, ότι η κυβέρνηση εισακούει τις βαθύτερες ανάγκες της κοινωνίας, τις μεταβαλλόμενες προσδοκίες της. Αυτό δεν συμβαίνει. Υπάρχει μια χρονική διαφορά μεταξύ πολιτικού συστήματος και κοινωνίας. Το πολιτικό σύστημα, χαμηλών ικανοτήτων ούτως ή άλλως, δαπανά ενέργεια και πολύτιμο χρόνο για την αυτοσυντήρηση του και την αναπαραγωγή του την παρασιτική.

Η κοινωνία, μετά τρία χρόνια απωλειών και κλιμακούμενης οδύνης, έχει μεταβάλει στάση και συμπεριφορά σε πολλούς τομείς του βίου· έχει χαμηλώσει τον ορίζοντα προσδοκιών, έχει προσαρμοστεί εξ ανάγκης σε χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης, σε άλλους όρους εργασίας· για μέγα μέρος του πληθυσμού μόνη ωστική δύναμη είναι το ένστικτο επιβίωσης. Ως εκ τούτου πολλοί Ελληνες είναι ήδη έτοιμοι για αλλαγές, είναι ήδη μετασχηματισμένοι ψυχικά, και αναμένουν ένα σχέδιο, στόχους, μια ανανεωμένη αίσθηση συνανήκειν. Εν τω μεταξύ, εν απουσία σχεδίου και στόχων, μεταναστεύουν, υποβαθμίζουν τις ανάγκες τους, ζαρώνουν, δραπετεύουν από τη συλλογικότητα.

Το πολιτικό σύστημα αδυνατεί όχι μόνο να συγχρονιστεί με την κοινωνία που του αντιστοιχεί, με τον κυρίαρχο και νομιμοποιό λαό, αλλά αδυνατεί ακόμη και να αντιληφθεί τους μείζονες μετασχηματισμούς που συντελούνται.

Είναι Κυριακή και είναι μισολιακάδα Νοεμβρίου. Το φως λούζει την Αθήνα, την ξεπλένει και την αποδίδει αναγεννημένη, σε αναγκάζει να μισοκλείνεις τα μάτια, καθώς διαπλέεις Πατησίων και Αθηνάς με την Ακρόπολη διαρκώς μπροστά σου. Αυτό το φως σού ανοίγει την ψυχή, σε ξεζαρώνει.
Απ΄την εκβολή της η Αθηνάς προδιαθέτει για το πανηγύρι που τελείται παρακάτω. Στην πλατεία στο Μοναστηράκι, αδιαχώρητο. Ανθρωποι έχουν πλημμυρίσει όλο το ξέφωτο, στο κέντρο το πλήθος είναι στημένο γύρω από ένα δυσδιάκριτο δρώμενο: σηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών, διαπερνάς πλάτες και κεφάλια, διακρίνεις ακροβάτες και πεχλιβάνηδες. Είναι 2012.

[Φλας: Θυμάμαι αχνά τον Τζίμη τον Τίγρη στην πλατεία Κοτζιά πριν καμιά τριανταριά χρόνια, τόσο και παραπάνω. Η Αθήνα ήταν μια πρωτεύουσα του Νότου, βαλκάνια, συμμαζεμένη· η ζωή έσφυζε γύρω από το ιστορικό της κέντρο, με καφενεία μουσικών, με οικοδόμους και ελαιοχρωματιστές στην Αθηνάς ξημερώματα, με άφοβα νυχτοπερπατήματα μειρακίων για πατσάδες και γιαουρτόμελα, με ζεστά κουλούρια ξενύχτικα στου Ψυρρή. Με κέρματα και μικρά χαρτονομίσματα ευημερούσαν οι Ελληνες στην τυφλή απόληξη της Ευρώπης, αισιοδοξούντες και εργαζόμενοι. Ταινίες, δίσκοι, συναυλίες, αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, μπαρ, ρούχα, ουίσκια, κονιάκ, ταβέρνες, όλα ήσαν λίγα αλλά επαρκή, όλα κυκλοφορούσαν χρησιμοποιούνταν εξαντλητικά. Κανείς δεν ανησυχούσε, σε κανέναν δεν έλειπαν τα αναγκαία, κανείς δεν αισθανόταν μειονεκτικός.]

Aπό την Ερμού έως την Ασωμάτων το παζάρι των παλιατζήδων. Απιθωμένα στην άσφαλτο ή στα καπώ των αυτοκινήτων τα περισσεύματα νοικοκυριών, τα απομεινάρια κλεισμένων σπιτιών, βινύλια, αγαλματίδια, θαμπά CD, ποτηράκια και υπολείμματα από σερβίτσια, ρολόγια κούκοι, τενεκεδένια κουτιά Παπαγάλος Λουμίδη. Υλη για περίεργους και συλλέκτες, σαβούρα που αναζητεί νέο χώρο να καταλάβει.

Σαβούρα λοιπόν: λάμπει κάτω απ΄το ηλιόφως, εκπέμπει μια αλλόκοτη αισιοδοξία, την χρονοανθεκτικότητά της· πίσω απ΄το εμπόρευμα στέκουν κλειστά μαγαζιά φαλιρισμένα, πνιγμένα από οργιώδη γκράφιτι που επιτείνουν το κενό. Ακόμη και στην Ερμού, που πρόσφατα καλλωπιζόταν με στεγαστικά δάνεια, ανάμεσα σε κραταιά παλαιοπωλεία με ακριβά κομμάτια, η παλιατσούρα εισβάλλει κυρίαρχη, αμείλικτη. Ερχεται παντοδύναμη, κλιμακωτά, από τα μεγάλα παζάρια της Πειραιώς στο Γκάζι, από τον Πειραιά, κι από το αχανές παζάρι του Σχιστού, από τα βασίλεια της σαβούρας.

[Πετάρισμα: η Αθήνα ήταν βαλκάνια, χωρίς όμως τη λάσπη, αρωματισμένη πάντα με την αύρα του Σαρωνικού και τον ανοιχτό ορίζοντα της Μεσογείου, ευλογημένη με ερείπια και κινητικότητα. Στο πρόσφατο τέταρτο αιώνος έγινε μητρόπολη του Νότου, μια προβολή λάμπουσας Ευρώπης προς ανατολάς, λίγο αλαζονική: προς αυτή τη φωτεινή εστία συνέρρευσαν άνθρωποι από γύρω, προς τον ήλιο, προς την γλυκεία ζωή της Μεσογείου, προς μια άρρητη υπόσχεση. Τώρα ξαναγίνεται βαλκάνια; Στρέφει προς τα έσω, προς μια κλειστή αυτάρκεια; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Ακόμη.]

Η εικόνα διαφορίζεται στο μεγαλειώδες άνοιγμα του Θησείου, εκεί όπου η Αθήνα προβάλλει δαιμονικά αρχαία και νέα, αιώνια καλλονή με λυτά μαλλιά. Υπό την κραταιά σκιά της Ακροπόλεως, αναπτύσσονται βυζαντινοί και νεοκλασσικοί ναοί, πεύκα, δενδροστοιχίες, εκλεκτικιστικές κατοικίες, μοντέρνα κτίρια, λιθόστρωτοι πεζόδρομοι, ταφικά μνημεία, θαλερά συντρίμμια αγοράς, διαρκείς ίσκιοι ανθρώπων, συρσίματα ποδιών, ψίθυροι και ντελάληδες από πάντα εδώ. Στο ξέφωτο, πλάι στο παρκάκι, ένα άλλο παζάρι, πιο κομψό, με καινούργια πραγματάκια, πάντως το ίδιο ανώφελο, μη πρακτικό, το ίδιο γοητευτικό. Σμήνη περιπατητών, χαζεύουν τα πωλούμενα χειροτεχνών και γυρολόγων, τα Made in China πραγματάκια της πεντάρας. Υπνωτισμένοι όλοι, ξενόλαλοι και αυτόχθονες, υπνωτισμένοι από το κάλλος του τοπίου και από τα πραγματάκια.

Τι μαγνητίζει τους ανθρώπους σε τέτοια παζάρια; Ιδια παντού η σαγήνη, από το Κάιρο και την Κωνσταντινούπολη ώς τη Βενετία, τη Νάπολη και το Παρίσι. Παζάρι, μερκάτα, σουκ, αγορά, υπαίθρια ή ημιστεγασμένη, πόσο διαφορετική όμως πάντα από το mall, πόσο πιο πολύχρωμη, φτηνή, διασκεδαστική, για χασομέρηδες και παιδιά εξίσου. Είναι το τελευταίο πεδίο μαγείας στις πόλεις της ταχύτητας και της τεχνικής, μια φυσαλλίδα όπου ο χρόνος επιβραδύνεται έως ότου όλα γίνονται άχρονα, αρχαϊκά, όλα βαπτίζονται στον μύθο, και ο βίος απλώνεται κυκλικά. Για λίγο, όσο διαρκεί ένα πρωινό σουλάτσο, πριν ή μετά έναν μακρόσυρτο καφέ στα δάση των τραπεζοκαθισμάτων. Οσο διαρκεί το φως μιας Κυριακής, άπλετο, βασανιστικό, λυτρωτικό.

Το χώμα στο παρκάκι είναι νωπό. Σχεδόν μυρίζεις δέντρα.

ζωγραφική: Paul Klee, Mediterranean Settlement.

 

Ολες οι σκέψεις είναι ριψοκίνδυνες, οταν ζεις στην κόψη ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος. Διακινδυνεύεις να παρασυρθείς σε ατραπούς ανοιγμένες από το θυμικό, σκαμμένες από την έγνοια για το σπίτι σου και τα παιδιά σου, στα άβατα της πιο προσωπικής, της πιο υπαρκτικής αγωνίας. Αλλά θα σταματήσεις να σκέφτεσαι, να συλλογάσαι; Το αντίθετο. Η κινδυνώδης συνθήκη είναι η πιο γόνιμη για τη σκέψη· μόνο τότε δοκιμάζεις in vivo τις διανοητικές σου αντοχές, τις ψυχικές δυνάμεις, ό,τι ήσουν και ελάνθανε. Μόνο οι νεκροί δεν σφάλλουν.

Ο στοχασμός πάνω στην κρίση της δημοκρατίας και την παράλληλη ανάδυση του νεοναζισμού είναι ένα τέτοιο επικίνδυνο πεδίο. Το ένα φαινόμενο προϋποθέτει το άλλο; Μάλλον ναι. Παίρνω αφορμή από τη λαμπρή μελέτη του Μαρσέλ Γκωσέ, «Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών, 1914-1974» (εκδ. Πόλις, μετ.: Αλεξ. Κιουπκολής). Στο εμβριθές αυτό έργο ο Γκωσέ, εξετάζοντας την ανάδυση του ναζισμού στη Γερμανία, του φασισμού στην Ιταλία και του σταλινισμού στη Ρωσία, εντοπίζει τρεις πηγές που αρδεύουν τους συγκεκριμένους ολοκληρωτισμούς: τη συγκυρία και το περιβάλλον, την ψυχοπολιτική κληρονομιά της ήττας, και την απονομιμοποίηση της εξουσίας.

Ως κοινό ιστορικό περιβάλλον, από το 1917 ώς το 1933, ο Γκωσέ περιγράφει την οξεία κρίση του φιλελευθερισμού, αλλά και την κρίση του Λαού, την κρίση της Προόδου και της Επιστήμης. Μια κρίση λοιπόν των θεμελίων της νεωτερικότητας και τη βιομηχανικής επανάστασης, φανερή ήδη στα μεγάλα έργα του ρομαντισμού αλλά και στα έργα τέχνης αμέσως μετά τον Πρώτο Πόλεμο, οδηγεί στην εκρηκτική ανάδυση των ολοκληρωτικών καθεστώτων σε ανθρωπογεωγραφικά πεδία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Στη σημερινή συγκυρία αντιστοίχως, παρόμοια κρίση περνούν ο κοινοβουλευτισμός, ο λαός ως υποκείμενο αντιπροσωπευόμενο και πολλαπλώς διαμεσολαβούμενο, αλλά και η Πρόοδος και η Τεχνική υπό την έννοια του υπερκορεσμού, αφενός, και της έλλειψης νοήματος, αφετέρου. Πολύ περισσότερο που υπεισέρχεται και το στοιχείο της ματαίωσης-διάψευσης: ο μετανεωτερικός άνθρωπος ερχόμενος από περιβάλλον υπερκατανάλωσης και πλησμονής μεταπίπτει βιαίως σε περιβάλλον σπάνης, στη Μεγάλη Υφεση.

Η σπάνη προετοιμάζει ένα ανθρωπολογικό σοκ: ο νεοπληβείος και χωρίς φωνή φέρει στο πετσί του μια ταπείνωση πραγματική και συμβολική, ταπείνωση όρων διαβίωσης και ταπείνωση προσδοκιών. Κι αυτή η ταπείνωση ζητά να ξεπλυθεί. Στο βαθμό που η πτώχευση και η Υφεση βιώνονται σαν ατομική και συλλογική ταπείνωση, τα υποκείμενα ζητούν να διοτεχετεύσουν τη στομωμένη ζωτικότητα, τη ματαιωμένη ύπαρξη, τις διαψευσμένες προσδοκίες. Η καταφυγή-συσπείρωση στο φυλή, η υποταγή στον Ηγέτη, λειτουργούν ανακουφιστικά, σαν θρησκευτικό υποκατάστατο· ένα καταφύγιο αρχαϊκό σε μετανεωτερικό περιβάλλον, κάπως σαν τις φυλές-συμμορίες και τις εθνοτικές μαφίες που νέμονται μητροπόλεις και κράτη, από το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Μέξικο Σίτυ και το Λος Αντζελες, μέχρι το Κόσοβο και τη Σομαλία.

[Παρένθετα: Ο νεοναζισμός του 2012 είναι μια αρχαϊκότητα με ποπ περίβλημα, είναι βαναυσότητα με μεταμοντέρνο στυλ. Η στολή με τι-σερτ, μπότες και αλυσίδες, η ερυθρομέλανη παλέτα, τα κουρέματα, η μυική δύναμη, κατάγονται όχι μόνο από τον ναζιστικό μεσοπόλεμο, αλλά κυρίως από το σύμπαν των πολεμικών βίντεο γκέιμ, των υπερηρώων του fantasy και εκδοχών του χέβι μέταλ. Μ’ αυτά τα μορφότυπα άλλωστε είναι περισσότερο εξοικειωμένοι οι έφηβοι κάγκουρες, και όχι με τα παραληρήματα περί Πανός του κάθε μεσήλικος φυρερίσκου.]

Η συγκυρία της Υφεσης και η εμπειρία της διττής ταπείνωσης συνοδεύονται από την τρίτη, κατά Γκωσέ, πηγή του ολοκληρωτισμού: την απονομιμοποίηση της εξουσίας. Ασφαλώς η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία δεν φέρει τη δομική αστάθεια των μεσοπολεμικών δημοκρατιών, ωστόσο και στις μέρες μας παρατηρείται μια κρίση νομιμοποίησης της αντιπροσωπευτικής εξουσίας, αποδιδόμεμη αδρά σε διαφθορά και ανικανότητα των φορέων της. Το οικονομικό αδιέξοδο και ο παραδεδεγμένος περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας πολλαπλασιάζουν το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς το εξασθενημένο νομοθετικό σώμα και προς την ηθικά τραυματισμένη εκτελεστική εξουσία. Οι αδυναμίες και οι αμαρτίες των φορέων εξουσίας εκλαμβάνονται σαν αδυναμίες και αμαρτίες της ίδιας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στα διάκενα της ανηθικότητας φυτρώνει ο κομπασμός για τα καθαρά χέρια που χαιρετούν ναζιστικά.

Οι αναλογίες είναι παρακινδυνευμένες· κάθε ιστορική αναγωγή είναι επισφαλής. Εντούτοις, διακρίνουμε ανησυχητικά σπέρματα: την οδυνηρή συγκυρία της Υφεσης, έναν ψυχισμό ταπείνωσης εν εξελίξει, δυσχερή νομιμοποίηση της συλλογικής εκπροσώπησης.

illustration: John Heartfield. Ο σταυρός δεν ήταν αρκετά βαρύς.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.779 hits