«Γεννήθηκα το 1939· λίγους μήνες αφότου γεννήθηκα, στη Βόρειο Κέρκυρα, ο πατέρας μου πέρασε απέναντι να πολεμήσει στο αλβανικό. Θέλω να ρωτήσω κάτι. Γράφατε προ εβδομάδων: «Στους ήσυχους σκοτεινούς δρόμους αφουγκράζεσαι κάτι να σιγοβράζει. Ισως ο φόβος να αναδεύεται στα σπλάχνα και να ξεδιπλώνεται, να αλλάζει θέση. Ισως να παίρνει τη θέση του η οργή. Ισως να προσπαθεί να βγει μπροστά η ελπίδα. Πϊσω από την ερημία των δρόμων κάτι σαλεύει.» Για την ελπίδα θέλω να ρωτήσω. Πείτε μου, είμαι 74 ετών, γι΄αυτό ξεκίνησα με την ηλικία μου, θα δω την ελπίδα να βγαίνει μπροστά; Δεν με νοιάζει για μένα, για τα εγγόνια μου με νοιάζει.»
Στα λόγια, αυτά και άλλα πολλά, του ευγενούς συνομιλητή αντηχούσαν οι αρετές πολλών Ελλήνων του τρομερού εικοστού αιώνα. Το λιτοδίαιτο, η καρτερία, η αντοχή, η ιστορική συνείδηση, η δίψα της ζωής, η αγάπη της ζωής, η ευθύνη έναντι των επομένων γενεών, η επίγνωση της διαδοχής και της συνέχειας. Και η αναζήτηση της ψυχικής ύλης πάνω στην οποία οικοδομείται κοινός βίος· η ελπίδα.
Διαβεβαίωσα τον συνομιλητή μου (σαν να είχα τάχα μου το δικαίωμα και τη δυνατότητα…) ότι θα δει, θα δούμε, το ξεμύτισμα της ελπίδας. Λίγο αργότερα όμως σκεφτόμουν ότι όταν μιλάμε για την ελπίδα με τέτοια λαχτάρα, τόσο έντονα, τόσο εμφατικά, γι’ αυτό το κρυμμένο φωτάκι που θα σπαθίσει τον ζόφο, είναι γιατί λείπει η πίστη, γιατί ξεχειλίζει η απόγνωση. Η ελπίδα είναι πέραν του έλλογου, πέραν του υπολογίσιμου, πέρα ακόμη κι απ’ την πίστη. Η πίστη δομείται και θερμαίνει, παρέχει σκελετό και καύσιμο, ακόμη κι όταν απολήγει σε μορφές του μεσσιανικού, ακόμη κι όταν απολήγει σε φανατισμό.
Η ελπίδα είναι το έκτυπο της απελπισίας. Υπάρχει όσο και το αρνητικό της, και μόνο ταυτοχρόνως. Οταν έχεις χάσει τις έλλογες προϋποθέσεις και την πίστη, τότε απομένει η ελπίδα, η αναμονή του θαύματος, της ανατροπής. Είναι το κλισέ που μουρμουράμε σαν ξόρκι ενώπιον ερειπίων σεισμών: η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
Ο χριστιανισμός τις έβαλε αδελφές, θυγατέρες της Σοφίας: την Πίστη, την Ελπίδα, την Αγάπη. Μα δεν είναι ισοδύναμες. Ο Αγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, συγγραφέας της περίφημης Κλίμακος, αναλύοντας την ενάρετο τριάδα, για μεν την πίστη λέγει κατηγορηματικά: «Η μεν γαρ πάντα δύναται και ποιείν, και δημιουργείν» ― η πίστη μπορεί να κάνει τα πάντα. Για την ελπίδα είναι λιγότερο απόλυτος και πιο παρηγορητικός: «την δε έλεος Θεού περικυκλοί, και ακαταίσχυντον ποιεί» ― η ελπίδα περικυκλώνει τον άνθρωπο με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα.
Ιδού όμως: ο Σιναΐτης περιγράφοντας τις ενέργειες της ελπίδας, σκιτσάρει τον προνεωτερικό άνθρωπο υπό την σκέπη της Θείας Πρόνοιας, αλλά ταυτοχρόνως μάς βάζει στον κόσμο της νεωτερικής ατομικότητας, της αξιοπρέπειας του προσώπου: η ελπίδα προστατεύει από την καταισχύνη, την ντροπή. Οπως ακριβώς ακούγεται στη Θεία Λειτουργία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, και καλήν απολογία την επί του φοβερού βήματος του Χριστού αιτησώμεθα». Ο πόνος, η ντροπή, η αμάχη, αυτά ευχόμαστε πρώτα να μείνουν μακριά από τη ζωή, προτού καν φτάσουμε ενώπιον του τελικού κριτή, στα έσχατα του χρόνου.
Η ελπίδα, παρ’ όλους τους περιορισμούς της, είναι μια ουσία της ανθρωπινότητας, αυτή που προστατεύει από την καταισχύνη, την απαξίωση του ανθρώπου ενώπιον του εαυτού του και των άλλων, αυτή που αποτρέπει ή απαλύνει την εσωτερική πτώση, και αναζωπυρώνει την πίστη στον δημιουργικό εαυτό, που ανασύρει κρυμμένες δυνάμεις και περικυκλώνει σαν ασπίδα ελέους· ελέους Θεού και ελέους καθάρσεως της τραγωδίας.
6 Σχόλια
Comments feed for this article
24 Σεπτεμβρίου 2013 στις 6:27 μμ
P. Perysinakis (@PPerysinakis)
Νομίζω η ελπίδα είναι και συνώνυμο της ζωής. Γι’ αυτό η επί Μαρτινένγκο επιτάφιος επιγραφή «δεν ελπίζω τίποτε, δε φοβάμαι τίποτε, είμαι ελεύθερος», με άλλα λόγια είμαι ελεύθερος από τη ζωή, άρα είμαι νεκρός, διότι όσο ζούσα κάτι έλπιζα και κάτι φοβόμουν, δηλαδή κάτι πίστευα (αποβλέποντας σε κάποια κόλαση ή κάποιο παράδεισο). Η πίστη εμπεριέχει την ελπίδα, όμως η τελευταία δεν προϋποθέτει την πρώτη. Άρα δικαιούμαστε κι εμείς να ελπίζουμε, ακόμη και χωρίς να πιστεύουμε, ακόμη και χωρίς έλεος… Πολύ ωραίο κείμενο, όπως πάντα!
24 Σεπτεμβρίου 2013 στις 8:57 μμ
Οραματιστής
Νομίζω πως η τελευταία παράγραφος συμπυκνώνει ακριβώς την ουσία την άρθρου μου.Ας μου επιτραπεί να προσθέσω όμως πως η ελπίδα δεν είναι στατική,Οφείλει να είναι ενεργοποιός δύναμη και πάνω απ’όλα,δυναμική και παθιασμένη.Δικαίωμα στην ελπίδα έχουν όλοι όπως και κατά την δική μου ταπεινή γνώμη έχουν την υποχρέωση να την »χτίσουν» μέσα τους και γύρω τους και να την υπερασπιστούν μαζί με τις άλλες ανθρώπινες αξίες που στολίζουν την ζωή μας!
24 Σεπτεμβρίου 2013 στις 9:41 μμ
Α. Παπαγιάννης
Ίσως μια από τις αιτές της κακοδαιμονίας μας είναι ότι χάσαμε (ή απεμπολήσαμε) την μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων και των συμβαινόντων, και του τρόπου αντιμετώπισής τους. Κείμενα σαν το παραπάνω αποτελούν σημεία και ερεθίσματα αφύπνισης. Ευχαριστούμε για τον προβληματισμό που μας προσφέρετε!
25 Σεπτεμβρίου 2013 στις 12:46 μμ
delta-kapa
Να με συμπαθάτε για τα «ξένα», θα μεταφράσω μόνο μία φράση: «Είναι (η ελπίδα) στ’ αλήθεια το χειρότερο των κακών, διότι επιμηκύνει το βάσανο των ανθρώπων».
Στα αγγλικά όλο το κείμενο:
Hope.— Pandora brought the box with the evils and opened it. It was the gods’ gift to man, on the outside a beautiful, enticing gift, called the «box of good fortune.» Then all the evils, those lively, winged beings, flew out of it. Since that time, they roam around and do harm to men by day and night. One single evil had not yet slipped out of the box. As Zeus had wished, Pandora slammed the top down and it remained inside. So now man has the box of good fortune in his house forever and thinks the world of the treasure. It is at his service; he reaches for it when he fancies it. For he does not know that the box which Pandora brought was the box of evils, and he takes the remaining evil for the greatest worldly good—it is hope, for Zeus did not want man to throw his life away, no matter how much the other evils might torment him, but rather to go on letting himself be tormented anew. To that end, he gives man hope. In truth, it is the most evil of evils because it prolongs man’s torment.
Κι εδώ το πρωτότυπο:
71.
Die Hoffnung. — Pandora brachte das Fass mit den Übeln und öffnete es. Es war das Geschenk der Götter an die Menschen, von Außen ein schönes verführerisches Geschenk und «Glücksfass» zubenannt. Da flogen all die Übel, lebendige beschwingte Wesen heraus: von da an schweifen sie nun herum und tun den Menschen Schaden bei Tag und Nacht. Ein einziges Übel war noch nicht aus dem Fass herausgeschlüpft: da schlug Pandora nach Zeus’ Willen den Deckel zu und so blieb es darin. Für immer hat der Mensch nun das Glücksfass im Hause und meint Wunder was für einen Schatz er in ihm habe; es steht ihm zu Diensten, er greift darnach: wenn es ihn gelüstet; denn er weiß nicht, dass jenes Fass, welches Pandora brachte, das Fass der Übel war, und hält das zurückgebliebene Übel für das größte Glücksgut, — es ist die Hoffnung. — Zeus wollte nämlich, dass der Mensch, auch noch so sehr durch die anderen Übel gequält, doch das Leben nicht wegwerfe, sondern fortfahre, sich immer von Neuem quälen zu lassen. Dazu gibt er dem Menschen die Hoffnung: sie ist in Wahrheit das übelste der Übel, weil sie die Qual der Menschen verlängert.
Friedrich Nietzsche, Menschliches, Allzumenschliches I,
II. Zur Geschichte der moralischen Empfindungen 71-107
25 Σεπτεμβρίου 2013 στις 12:51 μμ
aftercrisis
Ωστόσο, χωρίς το «μείζον», πίστη και ελπίδα αφορούν μόνον το «εγώ», δηλαδή σχεδόν κανέναν. Solo ipso sum.
Απο την άλλη πλευρά, το «μείζον», όταν έρχεται, είναι δύσκολος φιλοξενούμενος, παλεύει παντοτε με τα «τρία Α». Απαγορεύει την ανταπόδοση: Άν την ζητάς, η αγάπη απλώς δεν υπάρχει. Η ανταπόκριση, άλλοτε έρχεται άλλοτε όχι. Αλλά χωρίς την αναγνώριση, η ζωή αποκτά κάτι το πολύ τραγικό.
25 Σεπτεμβρίου 2013 στις 6:49 μμ
nikoxy
Ακριβώς! Είναι το θέμα επόμενης επιφυλλίδα ς.