waltz460

Μες στην παράξενη εκεχειρία των εορτών, στο διαυγές ψύχος έξω και στις θερμές συζητήσεις μέσα, ανάμεσα σε βομβαρδισμούς αμάχων και ένοχες οινοποσίες, με σφαίρες να βουίζουν νυχτιάτικα κι εκεί κι εδώ, με πόνο έξω και ανησυχία μέσα, είδαμε μια ταινία που δεν έμοιαζε με ταινία, συγκλονιστική σε μορφή και περιεχόμενο, συνταρακτική ώς προς τη συγκυρία. Το «Βαλς με τον Μπασίρ», του Ισραηλινού Αρι Φόλμαν, είναι ένας μοντέρνος στοχασμός για τον θάνατο και τη μνήμη, και μαζί μια ελεγεία για τη ζωή, για τη ζωή με ελευθερία και αξιοπρέπεια.

Καταρχάς η μορφή, ριζοσπαστική τόσο όσο για να αντέξεις το αβάσταχτο περιεχόμενο. Ενα ντοκιμαντέρ με στοιχεία μυθοπλασίας, παρουσιασμένο εξ ολοκλήρου με κόμικς και τεχνολογία κινουμένων σχεδίων Flash. Αισθητικά και αφηγηματικά το Βαλς ενσωματώνει την σπουδαία παράδοση του ευρωπαϊκού και νοτιοαμερικάνικου κόμικ: την ψυχρή βελγική σχολή, τον Γάλλο μελαγχολικό νουάρ Tardi, το πλακάτο κιαροσκούρο του Αργεντικού Μουνιόζ, απόηχους από τους μεγάλους Ιταλούς των μητροπολιτικών αφηγήσεων. Και τους κώδικες του νουάρ διηπειρωτικά: την πίκρα, την εμβάθυνση στην ανθρωπίλα και το μοιραίο των Αμερικανών, τον λυρισμό και την πολιτική διαύγεια των Ευρωπαίων νουάρ.

Και τον κώδικα του πολιτικού-υπαρξιακού ντοκιμαντέρ. Πρωταγωνιστής-αφηγητής είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που προσπαθεί σε όλο το φιλμ να καταλάβει γιατί δεν θυμάται τη σφαγή των αμάχων στον καταυλισμό Σάμπρα και Σατίλα, παρότι τότε ήταν στρατιώτης στον Λίβανο, εκεί. Το φιλμ είναι η αυτοναάλυση του δημιουργού, η ανάκτηση της μνήμης, ψηφίδα ψηφίδα, δηλαδή η ανάκτηση του τρόμου, η απώθηση της απώθησης, η δια της κατάδυσης ανάδυση. Ο Φόλμαν μιλάει τη φρίκη.

Η ταινία αρχίζει με έναν εφιάλτη, μια αγέλη λυσσασμένων σκυλιών να διατρέχουν την πόλη· και τελειώνει με το τρομακτικό ξεκλείδωμα ενός άλλου εφιάλτη, τους μετέφηβους στρατιώτες να αναδύονται από τα νυχτερινά νερά της Μεσογείου και να μπαίνουν στη Βυρηττό, υπό την πορτοκαλόχρωμη φωτοχυσία των φωτοβολίδων και να περπατούν σαν φαντάσματα μες στα ερείπια και ν’ αντικρίζουν ολολύζουσες μανάδες.

Ο εφιάλτης είναι η οργανωμένη σφαγή των αμάχων Παλαιστινίων από τους Φαλαγγίτες, υπό τα όμματα και με τη συναίνεση του ισραηλινού στρατού. Κανείς από τους συναδέλφους κληρωτούς του Φόλμαν δεν θυμάται αυτό το συμβάν, είκοσι χρόνια μετά. Ολοι θυμούνται κάτι, τον φόβο, τη μυρωδιά του θανάτου, τη μυρωδιά του πατσουλί, οπωρώνες και ελιές, βαλς με πολυβόλα, το «This is not a love song» των Public Image, ανατριχιαστικό σάουντρακ για τις ακυρωμένες ζωές, τα ποπ τραγούδια μες στα άρματα και τις ακάτους, δροσερές νύχτες και γαλήνιες θάλασσες, αλλά κανείς δεν θυμάται την κορυφαία σκηνή, τι έγινε στους καταυλισμούς, κανείς δεν θυμάται να ήταν εκεί. Το τραύμα του ολοσχερούς απανθρωπισμού είναι τόσο βαθύ, που εξαφανίζεται από την ατομική μνήμη· δεν αντέχεται. Η φρίκη δεν μιλιέται.

Ο Φόλμαν μιλώντας για τη φρίκη με αυτόν τον απολύτως μοντέρνο τρόπο, καταψύχοντας το συναίσθημα πάνω στο στυλιζάρισμα του σχεδίου, αφήνει στη στυλιζαρισμένη επιφάνεια τον οδυνηρό αναστοχασμό για τον αφανισμό και την ενοχή, αναστοχασμό για την ανθρώπινη θηριωδία. Αλλά και για την ατομική ευθύνη να ανασυνθέτεις τα απωθημένα, να ανακτάς τη μνήμη, όσο επώδυνη κι αν είναι.

Το κάνει χρησιμοποιώντας την εικονογραφία και τους κώδικες της ποπ, της κουλτούρας της γενιάς του· μιας ρομαντικής ποπ που τραγούδησε το χάος και την απόγνωση με την ίδια ευχέρεια που τραγούδησε το σερφ και τα πάρτι. Αλλά η μετεφηβική rite de passage του Φόλμαν πάει πολύ πιο μακριά και βαθιά από τις αντίστοιχες μυήσεις των Αμερικανών ποπ· εδώ, η μύηση δεν είναι είσοδος στο spleen, αλλά βουτιά στη φρίκη, στο ανείπωτο. Εξ ου και η ανάδυσή του, μέσα από τα νυχτερινά νερά της λήθης, καταλήγει στη σκληρή αυτογνωσία, τη συμπόνια, την ενσυναίσθηση· στην πικρή ψηλαφηση της γυμνής ζωής, κι από εκεί στην βαριά επίγνωση για την αξία της ζωής. Πόσο μοναδική και ανεκτίμητη είναι η ζωή· η ζωή με ελευθερία, η ζωή με αξιοπρέπεια: ό,τι αμφισβητείται και πλήττεται σήμερα, σε πλανητική κλίμακα· σε πεδία κηρυγμένων και ακήρυκτων πολέμων.

Τα σκοτεινά μπλουζ πονάνε.

buzz it!