christodoulo.jpg
Φλογερό ρήτορα και λειψό μεταρρυθμιστή, γοητευτικό πρόσωπο και άνισο ηγέτη, ελληνοκεντρικό που όμως σφράγισε οικουμενικά την ιστορία: συμπροσευχήθηκε με τον Πάπα στην Πνύκα. Ετσι θα θυμόμαστε τον Χριστόδουλο, τον Αρχιεπίσκοπο. Θερμό και αντινομικό, άνθρωπο που δεν μάσησε τα λόγια του, που δεν φοβήθηκε την υπερβολή, άνθρωπο που υπέπεσε στην υπερβολή και σε λάθη, που πρόβαλε την Εκκλησία ως σώμα ζωντανό και εγκοινωνισμένο, μα και ως σώμα πολιτικό που αξίωνε κοσμική κυριαρχία.

Περισσότερο ηγέτης και λιγότερο παπάς, περισσότερο πολιτικός και καθόλου καλόγερος. Ο αποδημήσας αρχιεπίσκοπος εξέφρασε τον καιρό, τουλάχιστον όπως τον ερμήνευσε ο ίδιος· συνέλαβε την κατά Μακιαβέλι fortuna, την τύχη και περίσταση, και την εκμεταλλεύθηκε. Το 1998, όταν εξελέγη στον θρόνο, διαδεχόταν τον Σεραφείμ, έναν ιεράρχη που διέπλευσε τρεις κρίσιμες πολιτικά δεκαετίες μη μιλώντας ποτέ πολιτικά, έναν ιεράρχη που ορίστηκε από την ιωαννιδική δικτατορία, που όρκισε την πρώτη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, που όρκισε την κυβέρνηση της αλλαγής του ’81 και τη «συγκυβέρνηση» του ’89, αντάλλαξε αστεϊσμούς με τον κομμουνιστή Φλωράκη, προστάτευσε την εκκλησιαστική περιουσία, είδε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ίσως (ίσως…) είδε την κοινωνία να αλλάζει βαθιά και έκρινε ότι η θέση της Εκκλησίας άλλαζε κι αυτή: έμπαινε στη δική της γωνία, πλούσια μα περιχαρακωμένη, μια γωνία.

Ο Χριστόδουλος εξελέγη μετά όλα αυτά, μετά το τέλος του παλιού κόσμου, στην αυγή του νέου, όταν η Ελλάδα ήταν με τα μούτρα στον εκσυγχρονισμό. Κι όταν τους λαμπερούς ηγέτες, τους γητευτές της αλλαγής, είχαν διαδεχτεί οι μετριοπαθείς και οι τεχνοκράτες του εκσυγχρονισμού. Ο νέος αρχιεπίσκοπος, θαλερός και ορμητικός, δεν έμεινε σε έναν ρόλο· ήταν και λαμπερός ηγέτης και εκσυγχρονιστής. Διεκδίκησε και τους δύο ρόλους, με άνισα αποτελέσματα.

Ως ηγέτης, με τη θερμή ρητορική του, φιλοδόξησε να εκφράσει τους πληβείους και τους αδύναμους, όσους δεν είχαν (και δεν έχουν) φωνή, όσους δεν νοιάζονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση, όσους τρόμαξε η παγκοσμιοποίηση, όσους απείλησε ο ερήμην τους εκσυγχρονισμός, όσους ένιωσαν να γλιστρούν στο οικονομικό περιθώριο της κοινωνίας, απαράσκευοι και ανυπεράσπιστοι, χωρίς παράδοση και χωρίς ταυτότητα, μέσα σε έναν υπερμοντέρνο, υπερταχύ εχθρικό κόσμο. Ο αρχιεπίσκοπος πρόσφερε σε αυτό το κλονισμένο πλήθος παραμυθία ταυτότητας και συνοχής, ξαναστίλβωσε το σκουριασμένο κράμα ελληνισμού-χριστιανισμού, μιμήθηκε τη γλώσσα των νιάτων και του δρόμου, κήρυξε με ανέκδοτα, βρέθηκε στον πυρήνα μιας ορισμένης παραδοσιοκρατίας και ενός ετερόκλητου αντιιμπεριαλισμού στηλιτεύοντας την «αιματοβαμμένη» αμερικανική πολιτική. Κατά τούτο, εξέφρασε καίρια ένα από τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής μας, έναν εσωστρεφή, αμυντικό κατ’ ουσίαν, ελληνοκεντρισμό· τον συνδαύλισε κιόλας.

Με την ίδια ζέουσα ρητορική στράφηκε εναντίον του κοσμικού κράτους, κάνοντας πολιτική άλλοτε ως άτυπη κυβέρνηση των ορθοδόξων Ελλήνων και άλλοτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, μιλώντας άλλοτε εξ ονόματος του χριστεπώνυμου λαού και άλλοτε ως διακεκριμένος πολίτης: «Δεν θα μου κλείσουν το στόμα!» απαντούσε σε όσους του υπενθύμιζαν τα διακριτά πεδία Εκκλησίας και Κράτους, σε ένα πολιτικό σκηνικό που ανέχεται ή και εκτρέφει εξωθεσμικά λόμπι και νταβατζήδες. Σε αυτόν το ρόλο, του πολιτικού ηγέτη, κέρδισε τις πρώτες του νίκες, αλλά υπέστη και τις στρατηγικές του ήττες.

Οι ήττες σωρεύτηκαν όταν κλονίστηκε η Εκκλησία, όταν φάνηκε ρηχός και προσωποπαγής, τρωτός και ατελέσφορος, ο εκσυγχρονισμός που επιχείρησε στην ιεραρχία· όταν τα μίντια διαπόμπευαν παραεκκλησιαστικούς και επίσκοπους, διάκονους και παντελονάδες, όταν η κοινωνία –ακόμη και οι διαδηλωτές των ταυτοτήτων– σκανδαλισμένη έκραζε κατά δικαίων και αδίκων. Οταν ο κραταιός Χριστόδουλος εμφανίστηκε πελιδνός και απολογούμενος στην τηλε-εισαγγελία, χωρίς να πείσει. Οταν φάνηκε πόσο τρωτούς ανάξιους είχε επιλέξει για συνεργάτες αυτός ο λαμπερός και ευάλωτος και αντιφατικός ηγέτης. Περισσότερο ηγέτης και λιγότερο παπάς.

Ετσι θα τον θυμόμαστε τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, όσοι δεν τον γνωρίσαμε από κοντά: ηγέτη. Που άστραψε στο πολιτικό και κοινωνικό στερέωμα, και ηττήθηκε στο εκκλησιαστικό. Η Ιστορία θα τον κρίνει καλύτερα από εμάς, τους συγχρόνους του. Σκέφτομαι πάντως ότι αν επιζούσε, η υπόλοιπη θητεία του δεν θα ήταν ίδια, δεν θα ήταν ίδιος: Οι ουλές των τελευταίων ετών θα τον είχαν κάνει περισσότερο παπά και λιγότερο ηγέτη.

«Ου συνοδεύει η δόξα… Τον μεταστάντα εξ ημών ανάπαυσον».

Ένα βλέμμα, Καθημερινή 03.02.2008

 

Το 2003 έγραφα για τον τότε μεσουρανούντα αρχιεπίσκοπο, εδώ >> 

buzz it!