Πόσα βήματα από την παραλία ώς το σπίτι; Το καταμεσήμερο, είναι τριακόσια βαριά. Βαραίνει η αρμύρα της θάλασσας, βαραίνουν οι βουτιές, ο ήλιος κατακορύφως, τα δύο ούζα Βαρβαγιάννη, η τσάντα με τα συμπράγκαλα.

Μετράς τα βήματα. Στις καλαμιές τα τζιτζίκια τρελαίνονται. Βγαίνεις στην άσφαλτο για ψώνια― μπίρες, φέτα και τσιγάρα. Κατηφορίζεις στο κηπάριο με τις ξερικές ντομάτες και τις μελιτζάνες, ξεφορτώνεις, ξέπλυμα στην αυλή με το λάστιχο όλων των αρμυρισμένων, κι αρχίζει η διευθέτηση γύρω απ’ το τραπέζι.

Από τη μια, σκιάζει η αμυγδαλιά – που θα μπορούσε να ΄ναι ο πεύκος όταν μεγαλώσει. Από την άλλη, σκιάζει η πέργκολα, μπροστά στέκουν οι θηλυκιές οι λεμονιές, μυριστικές και πράσινες λαμπερές.

Πλυθήκατε όλοι; Το γεύμα.

Το γεύμα είναι αρχαίο, είναι deja vu. Επαναλαμβάνεται πενήντα χρόνια τώρα, έτσι: κάτω από δέντρα, υπαίθριο, με τρελά τζιτζίκια, με αρμύρα στα χείλη, λιτό και εύχυμο, με τον αιθέρα να τρεμίζει ζεστός, με φανελάκια και βρεγμένα στήθη.

Το τραπέζι δέχεται ό,τι δίνει το κηπάριο: ένα ταψί γεμιστά, γλυκιές ντομάτες σαν γροθίτσες νηπίου, μελιτζάνες φλάσκες, πιπεριές, δυο-τρία κολοκύθια. Σαλάτα αγγουροντομάτα, κρεμμύδι, κάππαρη. Ελαιόλαδο. Φέτα υπόξινη, πιπεράτη. Ψωμί. Δυο παγωμένες μπίρες να σε βυθίσουν ολοκληρωτικά στον ύπνο του μεσημεριού.

Γλυκιά ντομάτα με τριμμένο παξιμάδι στο καπάκι, μια-δυο σταφίδες επιτείνουν και μεθούν, πιπερόξινη φέτα, διάλειμμα, σαρκώδης μελιτζάνα με στητό ρύζι, λιπαρή η φέτα, μπίρα, εις υγείαν, αααχ!,πικρίζει ο αφρός στη μύτη deja vu, (σαν την Φιξ τότε πικρίζει…), πιπεριά αιχμηρή και δροσερή, φέτα σχεδόν γλυκιά τώρ, κολοκύθι μαλακό ουδετερόγλυκο, κόρα ψωμιού στο λάδι με κρεμμύδι και κάππαρη, και μπίρα. Σιγά βρε, μασάμε, δεν καταπίνουμε!

Η αυλή βουίζει τυλιγμένη στην κάψα και στα τζιτζίκια, κοντεύει τρεις, οι ομιλίες κόβουν, οι κολυμβητές έχουν αποσυρθεί και θύουν κολιούς, σαλάτες, φασολάκια, λαδερά, μπριάμια, τηγανιτά ψαράκια, βλήτα και παγωμένες μπίρες, κουδουνίζουν πιρούνια και ποτήρια και αναστεναγμοί, ο οικισμός απογειώνεται σε πτήση χαμηλή.

Γλυκά-ξινά, αβρά και παγωμένα, ζαρζαβατικά και ελαιόλαδο. Τέτοια είναι η γεύση του καλοκαιριού: αποκαρωμένη και αντιθετική, πάμπλουτη και ολίγη, όλα υπό το φως κυκλάδων νήσων, υπό σκιάν κληματαριάς, με πυρωμένες ξερολιθιές και μέταλλα λιωμένα στη θάλασσα.

Γερτά τα σκούρα, τραβηγμένα τα στόρια, να μείνει έξω ο παμφάγος ήλιος. Οι πιτσιρίκοι ξεφυλλίζουν κόμικς στο ντιβάνι (και τσιμουδιά!), οι άϋπνοι ξεφυλλίζουν σκέψεις ναρκωμένες, ξεφτάνε και λιγοστεύουν μεσημεριάτικες, ο μπαμπάς στο βάθος άρχισε ψιλό ροχαλητό. Τικ-τακ, τικ-τακ, πότε θα βγούμε έξω; Τ’ απόγευμα έχει μπάλα.

Γαστρονόμος, Καθημερινή Κυριακής, Ιούνιος 2007

εικον.: Μανώλης Ζαχαριουδάκης