You are currently browsing the tag archive for the ‘ναζισμός’ tag.

Χρειάστηκε, δυστυχώς, το αίμα ενός αθώου για να αφυπνισθούν η πολιτεία και η κοινή γνώμη, για να αντιληφθούμε ότι ο κίνδυνος εκφασισμού του δημόσιου βίου είναι υπαρκτός και σοβαρός. Αφυπνισθήκαμε όμως; Και αν ναι, η αφύπνιση θα οδηγήσει σε αποτελεσματικό χειρισμό του κινδύνου;

Η αντιμετώπιση του νεοναζιστικού φαινομένου δεν μπορεί να είναι μονομερώς ποινική ή πολιτική. Απαιτούνται και οι δύο απαντήσεις συγχρόνως και συμπληρωματικά: Οι εγκληματικές πράξεις αντιμετωπίζονται ως τέτοιες, βάσει των υπαρχόντων νόμων, και οι ιδέες, όσες και όπως υπάρχουν, αντιμετωπίζονται πολιτικά, με ιδέες και επιχειρήματα, με αποκάλυψη των ψεμάτων, με αντιπαράθεση των ευγενέστερων ιδεών της δημοκρατίας.

Οι προς αντιμετώπιση ιδέες μπορεί να είναι ιδέες μίσους, θανατολατρίας, τυραννίας, δεν παύουν όμως να είναι ιδέες, και σαν τέτοιες πρέπει να απαντιούνται, με ιδέες. Οχι με προληπτικές απαγορεύσεις, με δίκες προθέσεων, όχι με τα όπλα του τυραννικού και ολοκληρωτικού αντιπάλου, διότι τότε θα είσαι ίδιος με τον σκοτεινό αντίπαλο, δεν θα είσαι ο εαυτός σου. Νόμοι υπάρχουν αρκετοί.

Αλλωστε, η ίδια η συνεπής εφαρμογή των νόμων, προκειμένου να προσδιοριστούν και να τιμωρηθούν οι εγκληματικές πράξεις, είναι έργο διδακτικό, με ιδεολογική σημασία και πολιτικό αποτέλεσμα. Οταν οι εθνοκάπηλοι καταδεικνύονται ως ιδιοτελείς εγκληματίες, με ταπεινά ελατήρια και μεθόδους εκτός δικαιικού πολιτισμού, το συμπέρασμα απομένει στη νοημοσύνη και την ηθική του λαού, του κρίνοντος και εντέλει κυρίαρχου υποκειμένου στη δημοκρατία.

Με αυτές τις σκέψεις οδηγούμαστε σε έναν άλλο προβληματισμό. Είναι ουδέτερο το κράτος; Είναι απλώς ένας ουδέτερος μεσολαβητής μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων; Ή είναι εγγυητής δημοκρατικών ελευθεριών, ισότητας και δικαιωμάτων; Για τη λυσιτελή αντιμετώπιση των εχθρών της δημοκρατίας, θεσμική και πολιτική, μάς ενδιαφέρει το δημοκρατικό κράτος, ο εγγυητής των ελευθεριών. Ο οπαδός του ολοκληρωτισμού και αρνητής της δημοκρατίας προφανώς υποστηρίζει ένα κράτος που εφαρμόζει μονολιθικά το δίκαιο του ισχυρού, τη μία αλήθεια, τη μία δόξα. Αρα, στην παρούσα ιστορική συγκυρία, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, για την αντιμετώπιση του νεοναζιστικού αρνητή της δημοκρατίας, το κράτος δεν μπορεί να είναι ουδέτερος παρατηρητής και διαμεσολαβητής, οφείλει να εγγυάται και να προασπίζει έργω τις δημοκρατικές ελευθερίες και αξίες. Πρακτικά, αυτό θα μπορούσε να εκφραστεί ως εξής: η δημοκρατία δεν μπορεί να επιτρέψει στους αρνητές της να κάνουν τις ιδέες τους πράξεις.

Τούτων λεχθέντων, και με δεδομένη την πλημμύρα πληροφοριών, φημών, γεγονότων, με δεδομένη τη συνθήκη ανάγκης, πενίας και φόβου, που έχει επιφέρει η κρίση, μένει ένας ακόμη προβληματισμός: Μπορούν να φέρουν εις πέρας τούτο το λεπτό και επίπονο έργο οι παρόντες φορείς εξουσίας του δημοκρατικού κράτους; Διαθέτουν το ηθικό έρμα, την πολιτική ευφυΐα και το αίσθημα ιστορικής ευθύνης, για να αντιμετωπίσουν τη νεοναζιστική απειλή νικηφόρα, αλλά και χωρίς να βλάψουν την ουσία της δημοκρατίας, τις θεμελιώδεις ελευθερίες και την πίστη των πολιτών προς αυτές;

Σε αυτό το ακανθώδες ερώτημα, στο ποιος δίνει τη μάχη της δημοκρατίας και της ελευθερίας, οφείλει να απαντήσει σύσσωμη η πολιτική κοινωνία, όλοι οι πολίτες: Και οι αγωνιώντες δημοκράτες, και οι πλανημένοι ψηφοφόροι των νεοναζί, και οι αντιφασίστες του καφενείου, και οι αριστεροί του καναπέ, και οι καιροσκόποι απολιτίκ, και οι α λα καρτ φιλελεύθεροι. Ολοι μας. Κανείς δεν θα σώσει τη δημοκρατία για λογαριασμό μας.

Ο εν ψυχρώ φόνος του Παύλου Φύσσα από μέλος της Χρυσής Αυγής ορίζει μια νέα πολιτική περίοδο. Ολες οι πολιτικές δυνάμεις αναγνωρίζουν ότι πρέπει να υπάρξει μία απάντηση. Αλλά ποια μπορεί να είναι η πιο τελέσφορη απάντηση; Δεν είναι εύκολο, παρότι επιθυμητό, να συμφωνήσουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις αμέσως σε μια κοινή απάντηση, με εύρος και βάθος. Διότι, πέρα από οποιονδήποτε καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, είναι πολύ δύσκολο να αναιρεθούν τα αίτια που γεννούν τον φασισμό με διοικητικές πράξεις, με νομοθέτηση, με μόνη την πολιτική βούληση, και μάλιστα σε σύντομο χρόνο. Η πολιτική βούληση είναι αναγκαία αλλά δεν είναι ικανή, απαιτούνται επιπλέον χρόνος, λόγος, ιδέες και κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον.

Τα αίτια της ανόδου του φασισμού και του ναζισμού, λοιπόν. Το ολοκληρωτικό φαινόμενο σφραγίζει τον 20ό αιώνα, η μελέτη συνεχίζεται και θα συνεχίζεται. Είναι πολλά τα αίτια, προσδιορισμένα εκτενέστατα σε έργα ιστορικών, κοινωνιολόγων, φιλοσόφων, πολιτικών επιστημόνων, ψυχαναλυτών, ανθρωπολόγων. Είναι η ανάδειξή του σε πολιτική θρησκεία, είναι μια ροπή σύμφυτη της νεωτερικότητας, είναι η ήττα του φιλελευθερισμού, η υποχώρηση του κέντρου, η ήττα της Αριστεράς, είναι η ύφεση και η φτώχεια. Από τις πολλές εξηγήσεις, στην ελληνική περίπτωση, η πιο φανερή και απτή, αν και όχι η μόνη, είναι η πολύπλευρη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, η Μεγάλη Υφεση και η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.

Η Χρυσή Αυγή ήταν επί πολλά χρόνια μια περιθωριακή ομάδα, πάντα με βίαιες τάσεις και εκδηλώσεις, με ελάχιστη απήχηση και μηδαμινές καταγραφές σε εκλογές. Πώς αναδύθηκε από τα καλτ υπόγεια στην κεντρική σκηνή; Πώς οι σατανιστές σωματοφύλακες, οι λούμπεν με τα άρβυλα, οι αναμεμιγμένοι σε αιματηρά ξεκαθαρίσματα νονών της νύχτας, οι κοινωνικά απόκληροι, οι macho προγλωσσικοί που προσπαθούσαν ματαίως να συλλαβίσουν την καθαρεύουσα του Περικλή Γιαννόπουλου και τον ρομαντισμό του Ιωνος Δραγούμη, μεταλλάχθηκαν σε εθνοπρόσκοπους που βοηθούν γριούλες και σε πολιτικά πρόσωπα με ακροατήρια; Σε ντάρλινγκ τόσων αστυνομικών; Σε κόμμα με εκλογικό σκορ και οικονομική ισχύ; Ιδού τα δύσκολα ερωτήματα, που δεν σηκώνουν εύκολες απαντήσεις

Οι σπόροι βαναυσότητας και βίας ασφαλώς υπήρχαν άφθονοι. Αλλά βλάστησαν στα οικονομικά και πολιτικά ερείπια της κρίσης, σαν τις υποτιμημένες τσουκνίδες που φουντώνουν και σκεπάζουν τον ερειπιώνα. Οι φοβισμένοι, οργισμένοι και συγχυσμένοι άνθρωποι της κρίσης, πληττόμενοι ή απειλούμενοι, ζητούν από τη δημοκρατία ψωμί, προστασία, δικαιοσύνη. Αν η δημοκρατία δεν μπορεί να τα παράσχει, θα στραφούν αλλού, όπου τους υπόσχονται εθνοφυλετικό ψωμί, σιδερένια πυγμή και δωρεάν μίσος για άλλους, πιο αδύναμους ή απλώς άλλους.

Η δημοκρατία οφείλει να απαντήσει επί του υλικού πεδίου, αλλά αυτό θα πάρει χρόνο. Οφείλει, εν τω μεταξύ, να απαντήσει καίρια επί του πολιτικού, με ιδέες, με πειθώ, με πράξεις. Η ηθική της υπεροχή δεν είναι αυτονόητη, χρειάζεται διαρκώς επιβεβαίωση και ενίσχυση. Οι άνθρωποι δεν είναι αυτονοήτως αυτόφωτοι, έλλογοι, πεπαιδευμένοι, ανθεκτικοί στην πενία και την ανασφάλεια. Η δημοκρατία στηρίζεται στη συμπόνια, στην ανοχή, στον πλουραλισμό, στη συνύπαρξη ετέρων, στην προσωπική ολοκλήρωση με ισότητα και αδελφοσύνη: τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι αυτονόητο και διαρκές. Και εν τω μεταξύ φθίνουν.

Η δημοκρατία πρέπει να δείξει σιδηρά πυγμή απέναντι στις εγκληματικές πράξεις των ναζιστών. Αλλά δεν μπορεί να φερθεί ολοκληρωτικά, δηλαδή να προδώσει την ουσία της, διώκοντας προληπτικά ιδέες και δικάζοντας σκέψεις, ακόμη και ναζιστικές. Πρέπει να πείσει διά της υπεροχής της. Μπορεί.

Φίλος παντρεμένος με Γερμανίδα μου περιέγραφε πόσο αμήχανος ή και σοκαρισμένος νιώθει με τον διάχυτο αντιγερμανισμό. Ο γιος μας είναι μισός Γερμανός, είναι λοιπόν άλλος, παράξενος; αναρωτήθηκε. Απάντησε ο ίδιος: Δυστυχώς ταυτίζουμε τους Γερμανούς με τους ηγέτες τους και με τα στερεότυπα.

Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και κατά την αντίστροφη κατεύθυνση: Οι Γερμανοί κρίνουν τους Ελληνες με βάση τα στερεότυπα της μπυραρίας και τους λιβέλους του λαϊκού τύπου. Οι αμοιβαίες παρεξηγήσεις και η καχυποψία απλώνονται ανάμεσα στον Νότο και τον Βορρά, υπονομεύοντας το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ένα πρωτότυπο εγχείρημα ιστορικών διαστάσεων. Ο μαγνήτης που τραβάει τα βέλη είναι η Γερμανία· ευλόγως: επιβάλλει προσώρας την πολιτική της βούλησή στα άλλα κράτη και ηγεμονεύει. Αυτό που φουντώνει όμως τα αντιγερμανικά αισθήματα είναι μια ορισμένη ωμότητα στις διατυπώσεις της κυβέρνησης του Βερολίνου όταν απευθύνονται σε ασθενείς εταίρους, και κυρίως το μείγμα κανονιστικής ακαμψίας, ηθικολογίας και υποκρισίας που συνθέτει τον λόγο των Γερμανών ηγετών.

Οι Γερμανοί διανοούμενοι διεθνούς εμβέλειας, όπως ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας και ο κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, επισημαίνουν καίρια όχι μόνο τον επαρχιωτισμό και την αλαζονεία των συμπατριωτών τους πολιτικών, τον αντιευρωπαϊσμό τους εντέλει, αλλά και το έλλειμμα δημοκρατικής κουλτούρας στην μετά-BRD μεγάλη Γερμανία και την ανιστορική απάλειψη της ενοχής για την ιστορική ανωμαλία του ναζισμού και του Δευτέρου Πολέμου. Με παρόμοιο τρόπο έχουν ασκήσει δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση Μέρκελ, Σόιμπλε κ.ά., οι βετεράνοι της μεταπολεμικής BRD, ηγέτες σαν τον Χέλμουτ Σμιντ και τον συγγραφέα φίλο του Γκύντερ Γκρας· αυτοί είναι οι τελυταίοι της γενιάς που έζησε τη φρίκη του πολέμου και συμμετείχαν στην ανοικοδόμηση όχι μόνο της χώρας αλλά και της πρώτης δημοκρατίας με διάρκεια και σφρίγος.

Επανέρχομαι στην αγωνία του φίλου με τον Ελληνογερμανό γιο. Η πρόκληση είναι αμφίδρομη: πώς θα καταλάβουμε εμείς τους Γερμανούς και πως αυτοί θα καταλάβουν εμάς. Δυστυχώς η σφοδρή κρίση, οικονομική και πολιτική, εξουδετερώνει γοργά τους πολλούς και επίπονους δεσμούς αλληλοκατανόησης και προσέγγισης που κατορθώθηκαν μεταπολεμικά, στη μακρά διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ισως επειδή η κρίση απεκάλυψε ότι οι δεσμοί ήσαν κυρίως οικονομικοί, τεχνοκρατικοί και νομοκανονιστικοί, χωρίς την αναγκαία εμβάθυνση στην πολιτική και τον πολιτισμό. Ισως επειδή η σύγκλιση και η αλληλεγγύη, η έως πρόσφατα κυρίαρχη ρητορική της Ε.Ε., δεν υπερπήδησε ποτέ βαθιά ριζωμένες, καλυμμένες, αντιλήψεις αποικιοκρατίας και προκαταλήψεις οριενταλισμού. Ισως επειδή υποτιμήθηκαν τα φαντάσματα του ναζισμού και του φασισμού, και εξορκίστηκαν επιπόλαια οι μνήμες του πολέμου.

Παρ’ όλ’ αυτά: ο μισός αιώνας κοινής πορείας δεν μπορεί να πάει χαμένος. Πολύ περισσότερο που η σημερινή γεωγραφία δυνάμεων αναγκάζει τα ευρωπαϊκά κράτη να παραμείνουν κοντά, ενωμένα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, για να ανταποκριθούν στις ιστορικές προκλήσεις. Ακόμη κι αν διαλυθεί ή μετασχηματιστεί η ζώνη του κοινού νομίσματος, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να βρει έναν άλλο τρόπο συνέχειας της κοινής πορείας, πολιτικά, εμπορικά, πολιτιστικά. Βέβαιο είναι ότι πρέπει να συνεχιστεί ελικρινέστερα η ανακοπείσα προσπάθεια για αλληλοκατανόηση. Και να αποδεχθούμε την συνύπαρξη με τις διαφορές μας· μας ενώνουν πολλά περισσότερα. Τα διπλής καταγωγής παιδιά μας μαρτυρούν περί της δυνατής συνύπαρξης.

Διάφορα περιστατικά στη δημόσια ζωή δείχνουν ότι ο ναζισμός και ο αντισημιτισμός όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται με τη δέουσα υπευθυνότητα, αλλά αντιθέτως ορισμένοι πολιτικοί άνδρες δείχνουν πρωτοφανή ανοχή ή και μόλις κρυπτόμενη συμπάθεια στις ιδεολογίες του μίσους και του φυλετισμού. Οταν λέμε υπευθυνότητα, δεν εννοούμε μόνο τη θεσμική, αλλά επίσης και κυρίως την ιστορική ευθύνη, το βάρος των εκατομμυρίων θυμάτων του ναζισμού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Αλήθεια, μόνο χιτλερόψυχοι και δωσίλογοι μπορούν να υποβαθμίζουν ή να δικαιολογούν την ανείπωτη φρίκη της Τελικής Λύσης, που περιλάμβανε και πολλούς Ελληνες, Ισραηλίτες και μη, ή τις αλλεπάλληλες μαζικές σφαγές Ελλήνων αμάχων από τις κατοχικές δυνάμεις του Αξονα. Ακόμη πιο ιταμή είναι η διαρκώς αναζωπυρούμενη απόπειρα παραχάραξης της Ιστορίας και διαγραφής της μνήμης.

Σε αυτή την κατηγορία των αναθεωρητών της Ιστορίας εμπίπτει και ο Ι. Κωτούλας, σύμβουλος του αν. υπουργού Εσωτερικών, Χ. Αθανασίου. Το βιβλίο του κ. Κωτούλα «Η άνοδος του Γ΄ Ράιχ» χαρακτηρίστηκε από τον έγκυρο κριτικό Νίκο Σαραντάκο «σύνοψη των ελαφρυντικών και των δικαιολογητικών που θα μπορούσε να συγκεντρώσει ένας ικανός συνήγορος υπεράσπισης σε μια δίκη του εθνικοσοσιαλισμού».

Ο συγγραφέας, εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, μεταξύ άλλων χαρακτηρίζει αμφιλεγόμενα τα «Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών», όταν είναι αποδεδειγμένο στη διεθνή βιβλιογραφία ότι το εν λόγω αντισημιτικό «τεκμήριο» χαλκεύτηκε από την Οχράνα, την τσαρική μυστική αστυνομία, πριν από έναν αιώνα. Παρόμοια τεκμηρίωση και αναθεωρητικό γκριζάρισμα διακρίνουν και άλλα κείμενα του εν λόγω συγγραφέως.

Το θέμα όμως δεν είναι οι ιδέες του κ. Κωτούλα, αλλά το ότι με αυτές τις ιδέες κατέχει πολιτική θέση πλάι σ’ έναν υπουργό επιφορτισμένο με θέματα μετανάστευσης και ρατσισμού. Ευλόγως αναρωτιόμαστε: με αυτό το think tank χαράσσει εθνική πολιτική ο κ. Αθανασίου; Υιοθετώντας τη συνωμοσιολογία των Πρωτοκόλλων της Σιών και τον αγοραίο αντιεβραϊσμό; Την ίδια απορία φαίνεται να έχουν τα συγκυβερνώντα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, που ζητούν την απομάκρυνση του συμβούλου. Ενώ το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο ορθώς επισημαίνει: «Τα όσα ο υπουργικός σύμβουλος έχει υποστηρίξει στα “αναθεωρητικά” βιβλία του για τον Χίτλερ και την αναίσχυντη δικαιολόγηση που επιχειρεί για τα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, για τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς ελληνικών πόλεων από τη Λουφτβάφε και για τη ναζιστική πολιτική, αποτελούν ύβρι στη μνήμη των θυμάτων της γερμανικής Κατοχής και του Ολοκαυτώματος».

auswitz

Το επταήμερο κύλησε μες στην ανησυχία. Οπως συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια. Πυροβολισμοί στη Ζωοδόχου Πηγής από βαποράκια, λίγη ώρα αφότου πέρασα απ’ εκεί πηγαίνοντας στο σαββατιάτικο απεριτίφ της αντροπαρέας. Ληστεία μετά ξυλοδαρμού για το παιδί μιας φίλης, λίγο παραπάνω στην οδό Ασκληπιού· του πήραν το κινητό και το χαρτζιλίκι, και τον γρονθοκοπούσαν τρεις στα νεφρά και στο κεφάλι. Εγινε το στομάχι κόμπος· ασθμαίνων έκανα ένα μικρό μάθημα αυτοπροστασίας στους γιους που κυκλοφορούν ανά τας Αθήνας. Ανακάλυψα ότι γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα τους έλεγα. Η ανησυχία μου δεν εκόπασε πάντως, φώλιασε.

Λίγες μέρες αργότερα είδα τη φωτογραφία μικρών παιδιών σε νεοναζιστικό κατηχητικό. Κάπου στην Αττική, οι νεοναζί κάνουν «Διάπλαση των παίδων», μαγαρίζοντας ακόμη και τη θερινή παιδική μνήμη απ΄τους πανόδετους τόμους της δημοτικής βιβλιοθήκης Μυκόνου. Στην ηλικία περίπου που ξεφύλλιζα τα «Σας ασπάζομαι, Φαίδων» και τα λιθόγραφα Κλασικά Εικονογραφημένα, Αθλίους, Λόρδο Τζιμ, Σίλας Μάρνερ, Τελευταίο Μοϊκανό, στην ηλικία που κατηχητικό σήμαινε ολίγο Ευαγγέλιο αγάπης, με σαμαρείτιδες και πετεινά, πολλή μπάλα και ελευθερία, στην ίδια περίπου ηλικία αντίκρισα παιδιά να μπολιάζονται στο μίσος και στον φυλετισμό, να παραγεμίζουν τα άγραφα μυαλά τους με δηλητήριο και μισαλλοδοξία. Αυτό ήταν πιο ανησυχητικό κι από τις σφαίρες των ενήλικων ντίλερ, των ληστών και των παράνομων, γιατί ένιωθα την κακία να φεύγει πια από τη σφαίρα του περιθωρίου και να απλώνεται στην κανονικότητα, να καταλαμβάνει το μέινστρημ, να κυριεύει παιδικές ψυχές και λαϊκά νοικοκυριά. Δεν ήταν πια ανησυχία, ήταν εφιάλτης.

Απαντήσεις και παρηγοριά μου έδωσε παραδόξως ένα βιβλίο, που εξιστορεί και εξηγεί το Κακό, όπως ενσαρκώθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, στην καρδιά της Ευρώπης. «Το Αουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου» είναι ό,τι είπε στην 14χρονη Ματίλντ, η ιστορικός Ανέτ Βιβιορκά, απαντώντας στις πιο απλές, στις πιο δύσκολες ερωτήσεις ενός παιδιού. Τι ήταν η Τελική Λύση; Τι είναι γενοκτονία, ολοκαύτωμα, Shoah; Γιατί σκοτώνανε παιδιά; Τι είναι το τατουάζ στο χέρι της Μπερτ; Φταίγανε όλοι οι Γερμανοί; Τι είναι το χρέος της μνήμης;

Το βιβλιαράκι (εκδ. Πόλις) διαβάζεται με μια ανάσα. Μάλλον, με κομμένη την ανάσα. Ακόμη κι αν έχεις διαβάσει τα άπαντα του μεγάλου Πρίμο Λέβι, η ζεστή μητρική ομιλία της Βιβιορκά συμπυκνώνει αλήθειες, εξηγήσεις, απαντήσεις και ανοιχτά ερωτήματα, χωρίς δράμα, αλλά με δύναμη και αμεσότητα μοναδικές. Ετσι όπως θα ήθελε κάθε γονιός να εξηγήσει στο παιδί του τα μεγάλα του κόσμου που πέρασε και του κόσμου που διαρκώς έρχεται.

Στα παιδιά που ακούνε την κατήχηση μίσους, θα διάβαζα σαν αντίδοτο τέτοια βιβλία, σαν της Βιβιορκά. Λόγια εξήγησης και κατανόησης, λόγια συχώρεσης και αλληλοπεριχώρησης, αλλά και λόγια μαχητικά, που αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Να θυμάσαι, για ν’ αγαπάς τη ζωή.
«Ενας ιστορικός, ο Ιγκνατσί Σχίπερ, ο οποίος πέθανε στο στρατόπεδο του Μάιντανεκ, το εξηγεί πολύ καλά: ‘όλα εξαρτώνται από αυτούς που θα μεταφέρουν τη μαρτυρία τους στις μέλλουσες γενιές, από αυτούς που θα γράψουν την ιστορία τούτης της εποχής. Η ιστορία γράφεται, κατά κανόνα, από τους νικητές. Ολα όσα γνωρίζουμε για τους λαούς που εξοντώθηκαν είναι όσα ήθελαν να πουν οι διώκτες τους. Εάν οι διώκτες μας νικήσουν, εάν αυτοί γράψουν την ιστορία τούτου του πολέμου, τότε ο αφανισμός μας θα παρουσιαστεί ως μία από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, και οι μέλλουσες γενιές θα αποτίσουν φόρο τιμής στο θάρρος αυτών των σταυροφόρων. Ο λόγος τους θα είναι Ευαγγέλιο. Μπορούν έτσι να αποφασίσουν να μας σβήσουν από τη μνήμη του κόσμου σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο πολωνικός εβραϊσμός, το γκέτο της Βαρσοβίας, το Μάιντανεκ’»

Αντί για μαθήματα ανησυχίας, θα πείσω τους γιους μου να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Σαν μάθημα μνήμης, και σαν εξήγηση ― δηλαδή σαν αντίδοτο στο μίσος, στον φυλετισμό, στον αφανισμό ανθρώπου από άνθρωπο. Γιατί, όπως σημειώνει με πικρή διαύγεια η Ρίκα Μπενβενίστε στο επίμετρο: «Απεχθάνομαι την ψυχρή αποστασιοποίηση, την απουσία θυμού, θλίψης και απορίας στις επιστημονικές εξηγήσεις. Δεν έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξήγηση. Ομως δεν ξέρω κάτι καλύτερο».

photo-Le-Guepard-Il-Gattopardo-1963-9

Αν η ζωή εμπνέει την τέχνη, ισχύει και το αντίστροφο: συχνά η ζωή προοικονομείται μέσα στα έργα τέχνης. Στην προσπάθειά μου να συλλάβω στοιχειωδώς το σπασμένο ελληνικό μωσαϊκό, με ψηφίδες από τη μεγάλη πολιτική, από τη φανερή καθημερινή ζωή, από τα αφανή συμβαίνοντα πίσω από κλειστά παράθυρα διαμερισμάτων και επαύλεων, από τα θραύσματα ομιλιών και από πληροφορίες εξωχώριες, έλαμψαν μπρος στα μάτια μου δύο μεγάλα έργα του Λουκίνο Βισκόντι, μεγάλα ως προς το περιεχόμενο των αφηγήσεων και ως προς τη φόρμα.

Είναι δύο έργα που πραγματεύονται ιστορικούς και ανθρωπολογικούς μετασχηματισμούς, χωρίς ωστόσο εύκολα συμπεράσματα, χωρίς διδακτισμό, αλλά με διεισδυτικότητα και με όλο το δράμα και την αμφισημία της ανθρώπινης κατάστασης. Το ένα παρακολουθεί τη δύση της αριστοκρατίας και την ανάδυση της μπουρζουαζίας, το άλλο, την άνοδο του ναζισμού και την επικράτησή του στην καρδιά της μεγαλοαστικής τάξης. Πρόκειται προφανώς, για τον «Γατόπαρδο», βασισμένο στο περίφημο μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα, και για τους «Καταραμένους».

Η Μεγάλη Υφεση μετασχηματίζει ήδη την ελληνική κοινωνία, βαθιά και ανεπίστρεπτα. Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το πιο αδύναμο, που κρεμόταν γαντζωμένο στο χείλος της ευημερίας, έπεσε πρώτο, και δεν θα ξανασηκωθεί· αισθάνονται αποκλεισμένοι και εφεξής είναι άγνωστο πώς θα αυτοαναγνωριστούν κοινωνικά και πολιτικά. Η μεσαία τάξη θρυμματίζεται, αλλάζει υλική συνθήκη, ολισθαίνει βιαίως προς την ένδεια, και μαζί αλλάζει ο αυτοπροσδιορισμός, θρυμματισμένος ομοίως και ρευστός.

Από τον ψυχικό μετασχηματισμό δεν μένουν άθικτα ούτε τα ανώτερα και ανώτατα στρώματα· η γενική απαισιοδοξία και ο φόβος οδηγούν σε αναδίπλωση και εσωστρέφεια. Η αναδίπλωση εν προκειμένω προέρχεται από την απειλή μείωσης της υλικής ισχύος, αλλά και από τις ραγδαίες εξελίξεις στη νομή της εξουσίας· η κυριαρχία της παλαιάς τάξεως δεν είναι διόλου δεδομένη, όλα αλλάζουν.

Εδώ θυμόμαστε τον Γατόπαρδο: «Εάν θέλουμε να παραμείνουν όλα ως έχουν, πρέπει όλα να αλλάξουν», λέει ο νεαρός αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκιπα της Σαλίνα. Ο νεαρός γατόπαρδος δεν αφήνει εύκολα απ’ τα νύχια του τον πλούτο και την εξουσία. Θα ελιχθεί, θα συμμαχήσει με την ανερχόμενη τάξη πραγμάτων, θα επωφεληθεί: μ’ ένα γαμήλιο σμίξιμο θα εξασφαλίσει καταρχάς την οικονομική γαλήνη, που είναι παντοτινή. Κατόπιν, θα έχουν τον χρόνο να συνεχίσουν στην επόμενη πίστα της ιστορίας, άθικτοι από την ρεπούμπλικα και τον αστικό χείμαρρο: «δεν θα τα καταφέρουν, γιατί είμαστε θεοί», παρατηρεί ο πρίγκιπας.

kataramenoi_visconti

Αν ο ένας κρυφός πίνακας του ιστορικού παρασκηνίου είναι η μετατόπιση της άρχουσας ελίτ, ο άλλος, διόλου κρυφός, είναι η άνοδος του ναζισμού. Στους βισκοντικούς Καταραμένους, ο ναζισμός ενοφθαλμίζεται στην πανίσχυρη οικογένεια της χαλυβουργίας Εσεμπερκ. Κλιμακωτά, το κακό εξοντώνει τα πιο ηθικά και φιλελεύθερα στοιχεία, και καταλαμβάνει όλο το πεδίο, εκφράζεται πλήρως μέσω του πιο βίαιου, του πιο έκφυλου προσώπου, που οδηγείται πέραν πάσης αναστολής και φόβου τιμωρίας. Είναι μια ελεγεία του κακού: η πορεία προς την μοιραία κατίσχυση του κακού.

Στο καθ΄ημάς πεδίο, ο ερζάτς ναζισμός είναι προσώρας χυδαίος και λούμπεν, και φουσκώνει διαρκώς προσελκύοντας σαν φανός τις απελπισμένες πεταλούδες, τα συντρίμμια της Μεγάλης Υφεσης. Αλλά η φυλετική μισαλλλοδοξία του και ο υπερεθνικισμός του μολύνουν σταθερά την κεντρική πολιτική σκηνή, υπαγορεύουν συνθήματα και κραυγές. Το κατάκοπο κοινωνικό σώμα απορροφά τώρα το δηλητήριο σαν φάρμακο, και οι δόσεις μεγαλώνουν.

Η τάξη των γατόπαρδων προς το παρόν περιφρονεί τους λούμπεν ακραίους· άλλωστε αυτοί δρουν στα γκέτο και στις λαϊκές, όχι στα πράσινα προάστια. Δεν αποκλείεται όμως ο μετασχηματισμός των γατόπαρδων σε καταραμένους· απούσης της αναδυόμενης αστικής τάξης, ο ελιγμός τούτη την ιστορική στιγμή δεν μπορεί να είναι προς το απόν ρωμαλέο καινοτομικό στρώμα, αλλά προς την αναδυόμενη κακία. Ούτε καν ελιγμός, αλλά μοιραία μόλυνση, στο μέτρο που το ναζιστικό κακό πατροκτονεί, αιμομικτεί, κατατρώγει ακόμη και τις σάρκες του.

[Από την τέχνη στη ζωή: Μένω κατάπληκτος από την απληστία και τη σκληρότητα των πλούσιων γερόντων ― μου είπε πρόσφατα ένας σοφολογιώτατος φίλος, βαθύς γνώστης της αθηναϊκής ανώτερης κοινωνίας. Ηταν η απάντησή του στην κοινή διαπίστωση για το μαύρο μέλλον που περιμένει τους σημερινούς νέους, την ήδη ονομαζόμενη χαμένη γενιά. Τότε έλαμψαν εντός μου ο Γατόπαρδος και οι Καταραμένοι.]

guepard-1963-tou-01-g


Η Γερμανία χρειάζεται την Ευρώπη. Η Ευρώπη δεν είναι μόνο η αγορά της, είναι και ο ιστορικός της τόπος, η κοιτίδα της, είναι οι γείτονές της με τους οποίους μαζί συμφώνησαν το ’45 να παραμερίσουν το παρελθόν μίσους και μαζί σηκώθηκαν από τις στάχτες και οικοδόμησαν χώρες με ειρήνη, αξιοπρέπεια και ευημερία. Χωρίς την Ευρώπη και χωρίς τις ΗΠΑ η Γερμανία δεν θα ήταν σήμερα αυτό που είναι, μεγάλη, ισχυρή και ηγεμονεύουσα.

Αλλά συμπεριφέρεται σαν να μην το ξέρει ή σαν να το περιφρονεί. Σαν να υποφέρει από επιλεκτική αμνησία: λησμονεί 65 χρόνια ειρήνης και ανάπτυξης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανασκαλεύει διαρκώς τους δαίμονες του Μεσοπολέμου, την ταπείνωση των Βερσαλλιών, την εμφύλια ασφυξία, το πληθωρισμένο μάρκο, τον ναζισμό. Και οδηγείται σε ένα είδος μνησίκακης συμπεριφοράς, ζητώντας απ’ όλους τους συμμάχους, εταίρους και γείτονες, όσους βασανίζονται τώρα από την κρίση της Ευρωζώνης, να μεταμεληθούν και να γίνουν σαν αυτήν, αλλιώς τους απειλεί με τιμωρία, διαρκή κολασμό. Ακόμη κι αν η κόλαση των άλλων γίνει και δική της κόλαση.

Κάτω από τη φανατική εμμονή στο σχήμα αμαρτία-τιμωρία-εξαγνισμός υπάρχει ιδιοτέλεια και υποκρισία. Και φανατισμός. Θυμίζει ταινίες του Μπέργκμαν ή του Χάνεκε, από αυτές που ανασκάπτουν τον προτεσταντικό παράδεισο και ανασύρουν δαίμονες. Ο ευφυέστατος Πολ Κρούγκμαν πήγε λίγο πιο μακριά, έφτασε στον Αϊζενστάιν του 1939, στο προπαγανδιστικό αριστούργημα «Αλέξανδρος Νιέφσκι». Στη σκηνή των Τευτόνων Ιπποτών που σφαγιάζουν τους ετερόδοξους Ρώσους, ο Αμερικανός νομπελίστας ξαναβλέπει πικρά την εμμονή στην άτεγκτη καθαρότητα. Δυστυχώς, η Ιστορία δεν διδάσκει όλους με τον ίδιο τρόπο. Και η Γερμανία, όπως και όλη η Ευρωπαϊκή Ενωση, το πιο φιλόδοξο ιστορικό εγχείρημα των νεοτάτων χρόνων, θα κριθούν απ’ τα τωρινά, απ’ τα στερνά: «Προς γαρ το τελευταίον εκβάν, έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται» (Δημοσθένης)

εικ.: Otto Dix

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.854 hits