You are currently browsing the tag archive for the ‘μνησικακία’ tag.

romanos

Το έχουμε γράψει από καιρό, από το ξέσπασμα της κρίσης που μας ακολουθεί ακόμη, ότι μια βαρύνουσα επίπτωση, μισοκρυμμένη τότε, ήταν η ψυχική διαίρεση του κοινωνικού σώματος, η ολοένα και βαθύτερη σύγχυση, ο μιθριδατισμός στον πόνο του άλλου, η αδυναμία ή και άρνηση κατανόησης της διαφορετικής γνώμης, της άλλης στάσης.

Γίναμε μια κοινωνία απειλούμενων ατόμων. Η εύκολη οδός για τον πληττόμενο, τον απειλούμενο, τον φοβισμένο, είναι η οδός της ατομικής διάσωσης παντί τρόπω ― μα πόσο συζητήσιμη είναι η ευκολία της οδού και πόσο λίγο λυσιτελής είναι αυτή η ατομική διάσωση και πόσο διαβρωτικό αυτό το παντί τρόπω… Και με πόση κωφότητα, τυφλότητα, μοχθηρία και μνησικακία στρώνεται η οδός προς έναν εγωτισμό ούτε καν χομπσιανό, μάλλον ένα εγωτισμό με χαρακτηριστικά μισανθρωπίας.

Κανείς δεν ακούει κανέναν, παλιοί φίλοι και γνωστοί, συνάδελφοι, καβγαδίζουν, καταφεύγουν σε προσωπόληπτους χαρακτηρισμούς, σε δίκες προθέσεων, διχάζονται, πικραίνονται, παύουν να μιλιούνται. Δεν είναι μόνο πολιτικά τα αίτια ή ταξικά, στο πώς βιώνουν ή πώς ερμηνεύουν την κρίση· στο έδαφος της πολιτικής διαφωνίας βλασταίνουν πλέον εσωτερικά πάθη, πείσματα, συναισθηματικές ανεπάρκειες, φοβίες, ματαιώσεις. Εξ ου και οι συγκρούσεις ξεσπούν με αφορμή έναν φαινομενικά αδύναμο σπινθήρα: ξεκινούν σαν διαφορά επιχειρήματος, προσέγγισης ή και ιδεολογίας, και φουντώνουν, ανοίγονται χαράδρες απλησίαστες.

Ενας τέτοιος σπινθήρας είναι η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού. Πάλι χαράδρα άνοιξε, ανάμεσα σε επιχειρήματα, σκέψεις, συναισθήματα. Ούτε ώσμωση ούτε διάχυση, πόσο μάλλον σύνθεση. Πάλι η διχόνοια, όπως την περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός: «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, ‘πάρ’ το’, λέγοντας, ‘και συ’» Μια κινδυνεύουσα ζωή πυροδοτεί καταρχάς μια συζήτηση για την αξία της ζωής, για το θεμιτό ή μη του αιτήματος, για το όριο τιμωρίας και σωφρονισμού, για πολλά ανοιχτά ζητήματα δικαίου. Μια τέτοια βαθιά και δύσκολη συζήτηση εξελίσσεται εν συνεχεία σε ανταλλαγή κροτίδων μίσους, ψυχολογισμού και προσωποληψίας.

Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, οριστικές και σίγουρες, αυτάρεσκες. Υπάρχουν όμως μερικές παραδοχές. Πρώτη: η ζωή είναι υπέρτατο αγαθό. Δεύτερη: η συγχώρηση είναι μέρος του πολιτισμού μας, μάλιστα είναι κορυφή του πολιτισμού, δυσπρόσιτη αλλά γνωστή. Είναι η κορυφαία συμβολή του χριστιανισμού: η συγχώρηση και η αγάπη, μαζί με την καταλλαγή και τη μετάνοια. Η δημοφιλέστερη ίσως παραβολή από το Ευαγγέλιο, η παραβολή του ασώτου υιού, η παραβολή του σπλαχνικού πατέρα, αναφέρεται ακριβώς στη σημασία της συγχώρησης. Ο πατέρας απέναντι στον επιπόλαιο και αχάριστο γιο φέρεται με όλο και περισσότερη αγάπη. Ο μεγάλος γιος, ο φρόνιμος, κατηγορεί τον άσωτο μικρό αδελφό για τη συμπεριφορά του, μέμφεται τον πατέρα του για τη μεγαθυμία που επιδεικνύει.

Εχουμε βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση, διχασμένοι ανάμεσα στα μέρη της παραβολής. Είμαστε ταυτοχρόνως ο άσωτος και ο φρόνιμος γιος, και το δυσκολότερο όλων: καλούμαστε να γίνουμε και ο μεγάθυμος πατέρας, ο συγχωρών. Να αποφασίσουμε αν θα δώσουμε την ευκαιρία για νέα ζωή, για ανακαίνιση. Να δώσουμε την ευκαιρία στον άσωτο να αποσυνδεθεί από την πράξη του, να ανοιχτεί στον κόσμο ώστε να βρει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει τον εαυτό του και να ξαναγεννηθεί.

Η συγχώρηση επιστρέφει σε αυτόν που τη δίδει, διώχνει το μίσος, διώχνει την εκδίκηση, στερεώνει τη δικαιοσύνη, στερεώνει την κοινωνία. Δεν είναι απλή, δεν είναι εύκολη. Αλλά την έχουμε ανάγκη.

Το μίσος και η τυφλότης έχουν πολλούς τρόπους έκφρασης. Κάποιοι είναι φρικτοί, μες στην ωμότητά τους και τη δύναμη που έχουν νας μας υπενθυμίζουν οδυνηρά το θηρίο που ενυπάρχει στον άνθρωπο.
Τέτοια φρικτή έκφραση μίσους είναι, ας πούμε, οι παραδειγματικοί αποκεφαλισμοί που τελούν φονταμενταλιστές με φόντο την έρημο και έναν πυλώνα. Αλλη έκφραση είναι η σιωπηλή βία που υφίσταντα οι ανά την Γη περιθωριοποιημένοι και καταφρονεμένοι, οι τρόφιμοι των γκέτο, οι αιωνίως χαμένοι και άτυχοι της Ιστορίας. Αλλη έκφραση βίας είναι οι άμυαλες τελετουργίες νέων ανθρώπων που παραδίδονται στη λατρεία της κτηνώδους δύναμης και του ολοκληρωτισμού, και εντέλει πέφτουν θύματα αυτής της λατρείας.

Ολα συμβαίνουν, στις πολιτισμένες ζώνες και στις απολίτιστες, στις πόλεις, στις ερήμους, όλα μαζί και ταυτοχρόνως, μεταδιδόμενα ακαριαίως και πολλαπλασιαζόμενα από συμβατικά και καινοφανή μήντια, ως εικόνες. Μεταφέρουν μηνύματα οι εκόνες; Μετουσιώνονται σε σκέψη; Δεν μπορώ να πώ, κανείς δεν μπορεί να πει τελεσίδικα. Μπορεί οι εικόνες μίσους και βίας να λειτουργούν ως υπομνήσεις της ανθρώπινης φύσεως, ως υπομνήσεις για την ανάγκη διαρκούς αγώνα για αποθηρίωση και ενανθρώπιση. Μπορεί. Μπορεί όμως να μένουν εικόνες, να καταναλώνονται ως εικόνες, από ένα παγκόσμιο κοινό μιθριδατισμένο, που προσεγγίζει πλέον τη φύση του ως διαδοχή εικόνων μέσα από το σμάρτφον και την ταμπλέτα, μέσα από τις οθόνες που κατακλύζουν τράνζιτ αυτοκινητόδρομων και αεροδρομίων. Εικόνες.

Μα και η διάχυτη κακία στον επιπολής βίο, χωρίς καν τα ακραία φαινόμενα της θανάτωσης, της σωματικής βίας. Ενταση, φθόνος, μοχθηρία, στρατοπεδικός χωρισμός του κόσμου σε άσπρο-μαύρο, καλό-κακό, δικός μας-εχθρός. Η κρίση δεν ρήμαξε μόνο τις υλικές προϋποθέσεις του βίου, αλλά και τα ηθικά του θεμέλια, τις δυσκολοκατορθωμένες ψυχοπνευματικές προϋποθέσεις του έλλογου συλλογικού βίου. Η πενία, η δυσχέρεια, η ανασφάλεια, η διευρυνόμενη ανισότητα και αδικία, κατατρώγουν και κλονίζουν το πλαίσιο ειρηνικής συμβίωσης, την ανεκτικότητα, την αμοιβαία αποδοχή, την καταλλαγή και την αλληλοπεριχώρηση. Ολα αυτά υποχωρούν, σβήνουν. Φουντώνουν οι συγκρούσεις ― υπαρκτές βεβαίως και θεμιτές σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, αλλά τώρα θεριεμένες και άσβεστες, άλλοτε από την ανάγκη και τη δίκαιη αγανάκτηση, αλλά συχνά και από την τυφλή οργή, τον ξαναμμένο φθόνο, την παμφάγο κατάκριση.

Αυτές τις δεύτερες δεν θα τις ονόμαζα καν συγκρούσεις, αλλά έριδες, νείκος, μανίες των αδερφοφάδων. Διότι στην κοινωνική σύγκρουση υπάρχουν ομάδες, συμφέροντα, διαχωριστικές γραμμές, υπάρχει υπολογισμός ή και σεβασμός του αντιπάλου, υπάρχει λόγος, και υπάρχει τέλος. Στη διάχυτη Εριδα επικρατούν η μισαλλοδοξία, ο φθόνος, η μοχθηρία, η τυφλή απόρριψη, η μνησικακία, η έλλειψη αυτοσεβασμού. Η τυφλότης.

Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω λεπτομερέστερα, ενδελεχώς. Δεν μπορώ. Είναι περισσότερο μια αίσθηση, για τη δυσφορία που απλώνεται σαν μύκητας στο κοινωνικό σώμα, το κατατρώει και το εξασθενεί, το γεμίζει πυρετό. Μια ασθένεια ανάλογης βαρύτητας με την υλική πενία και την πολιτική αστάθεια. Ισως γιατί σιγοκαίει μέσα μας και γύρω μας· δεν μας επιτρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να δούμε την όλη εικόνα, τον μακρύτερο χρόνο, τον όλο τόπο, τους εαυτούς μας ανάμεσα στους άλλους.

Κι εν τω μεταξύ μας κατακλύζουν οι εικόνες βίας κατά ριπάς. Ας σταθούμε για λίγο, να πάρουμε μιαν ανάσα. Ας δώσουμε λίγο χώρο στον εαυτό μας και στον άλλο. Λίγο χώρο.

Ανάμεσα στις ειδήσεις πολέμου και θανατικού από τη Μέση Ανατολή και τα αεροπορικά δυστυχήματα, μια μικρή είδηση από τη Μυτιλήνη πρόσθεσε το δικό μας κατιτίς στον παραλογισμό των ημερών. Ανδρες του Λιμενικού συνέλαβαν νεαρή φοιτήτρια με μικροποσότητα κάνναβης, ενώ ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο πλοίο της γραμμής. Μα είναι είδηση; Εκατοντάδες τέτοιες συλλήψεις συμβαίνουν και κανείς δεν τις μαθαίνει. Και γιατί να τις μάθει; Οι συλλαμβανόμενοι για κατοχή και χρήση, ιδίως αν είναι νέοι, συχνά δεν φτάνουν σε δίκη, κι αν φτάσουν η όλη διαδικασία δεν εγγράφεται καν στο ποινικό τους μητρώο.

Γιατί έγινε είδηση η νεαρή φοιτήτρια; Διότι είχε την ατυχία να φέρει βαρύ επώνυμο: του πατέρα της φυσικά, ο οποίος είναι γνωστός δημοσιογράφος. Ευθύς, η ασήμαντη σύλληψη ρουτίνας, δηλαδή το επώνυμο, έγινε «είδηση»· ανασύρθηκε απ’ το σωρό και δόθηκε στη δημοσιότητα. Πώς ανασύρθηκε και πώς προβλήθηκε;

Υποθέτουμε: Κάποιος κρατικός λειτουργός θα έκρινε ότι αυτή η γαργαλιστική λεπτομέρεια του επωνύμου δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητη μες στο σωρό· θα την υπογράμμισε λοιπόν με στάμπιλο στα οικεία μήντια, που ασχολούνται με σκανταλιές επωνύμων. Και τα οικεία μήντια της ζούγκλας το ανέδειξαν καταλλήλως, πιστά στις θεμελιώδεις αρχές της διαπόμπευσης, της μνησικακίας και της κανιβαλίζουσας κλειδαρότρυπας: Ιδού πλέμπα, ιδού, και οι επώνυμοι αμαρτάνουν, έχουν αδυναμίες, έχουν παιδιά, και οι αμαρτίες των γονέων παιδεύουσι τέκνα, πάρτε εκδίκηση, χλευάστε, μισήστε, αυτό το μίσος δεν κοστίζει τίποτε, και δεν αλλάζει τίποτε (πάλι πλέμπα θα ‘σαι).

Η γνωστή υποκρισία, ο γνωστός κανιβαλισμός επί του ιδιωτικού βίου, η γνωστή αηδία. Αλλά και η προθυμία των διωκτικών αρχών να διαλαλούν τις επιτυχίες τους άνευ κριτηρίου: οι μπάφοι ενός νεαρού, στην ίδια ζυγαριά με το βαπόρι των τριών τόνων ηρωίνης. Μάλλον, με κριτήρια: μαθαίνουμε το όνομα του νεαρού, αλλά δεν μαθαίνουμε το όνομα του πλοιοκτήτη…

Τελος πάντων, κανείς δεν θα ασχολείτο, αν αυτή η υπερδιεσταλμένη είδηση-μοχθηρία έμενε στην αρχική της εμφάνιση, κάπου στη σκανδαλοθηρική ζούγκλα. Μα όχι, ευθύς λειτούργησε το κόπι-πέιστ και η αναπαραγωγή, ο πολλαπλασιασμός της κλειδαρότρυπας, εμπλουτισμένος με ονόματα, λεπτομέρειες, φωτογραφίες από διαβολικά σύνεργα. Οι αντιγραφείς-πολλαπλασιαστές βέβαια για την αποκάλυψη παραπέμπουν στην πηγή· σαν να μην έχουν οι ίδιοι ευθύνη. Εχουν. Εχουν την ευθύνη να κρίνουν τι είναι και τι δεν είναι είδηση· να κρίνουν ότι μια είδηση μπορεί να είναι πλήρης και χωρίς την κατανάλωση ονομάτων· να κρίνουν τι βλάπτει ασύμμετρα και αναίτια την ιδιωτική ζωή ανθρώπων.

Αλλά η ηθική των διαδικτυακών μήντια διαμορφώνεται πρωτίστως από την βουλιμία του κόπι-πέιστ, τη λογοκλοπή· συν την υπέρβαση κάθε δεοντολογικού κανόνα των συμβατικών μήντια, όσων απέμειναν. Κι αυτή η κουλτούρα της βουλιμίας και της κλειδαρότρυπας, της διαρκούς κατάκρισης, της δημόσιας διαπόμπευσης του ιδιωτικού βίου επωνύμων, τέκνων και συγγενών αυτών, έχει γίνει κουλτούρα και των σόσιαλ μήντια ― σε μεγάλο βαθμό. Καθρέφης της κοινωνίας είμαι και σου μοιάζω: στο κουτσομπολιό, στη χαιρεκακία, στην αδολεσχία, στον ιαβερισμό.

Αναρωτήθηκα: Μα δεν έχουν παιδιά; Δεν έχουν υπάρξει παιδιά; Δεν έχουν μέτρο και συμπόνια; Δεν σέβονται τον πόνο ή την ατυχία του άλλου;

Αναρωτήθηκα: Μα δεν διαβάζουν, αυτοί οι μηντιολάτρες, τις καμπάνιες και τα αφιερώματα των New York Times και του Economist για την ανάγκη νομιμοποίησης της κάνναβης; Μάταιη αναρώτηση. Διαβάζουν ζούγκλα.

katagatsi

Θέλω να φύγω από αυτή τη μαύρη τρύπα… Εννοούσε την Ελλάδα. Εξήγησε: όχι τη γλώσσα, τον πολιτισμό, το περιβάλλον· δεν θέλω να έχω σχέση με το ελληνικό κράτος, προτιμώ να γίνει μια πολιτεία της Ευρώπης, της Γερμανίας, οτιδήποτε, αρκεί να μην κυβερνούν την Ελλάδα Ελληνες.

Μορφωμένος άνθρωπος, έχει καλή δουλειά και εισόδημα. Εχει ένα σκεπτικό, αλλά η κατάληξή του είναι σκοτεινή, μηδενιστική, σαν να ακούς λόγια ενός μακροχρόνιου άνεργου, ενός απελπισμένου νεοπληβείου. Και καλά, να κατανοήσουμε τη μαυρίλα του χτυπημένου απ’ την κρίση, αλλά δυσκολευόμαστε να συμμεριστούμε τον μηδενισμό του σωσμένου. Σε πρώτη ανάγνωση.

Σε δεύτερη ανάγνωση, διακρίνουμε ότι ακόμη και οι σωσμένοι, οι διασωθέντες της κρίσης, έχουν χάσει κι αυτοί την πίστη τους, το φρόνημα, την αίσθηση ότι μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον. Αυτή η απώλεια τούς οδηγεί σε καθολική απόρριψη του υπάρχοντος κοινωνικού και κρατικού σχηματισμού, εφόσον σε αυτόν εντοπίζουν την αιτία της δυσφορίας τους, την πηγή του φόβου.

Ας μη σπεύσουμε να πούμε ότι ο άνθρωπός μας κάνει αναγωγές και απλουστεύσεις. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι σε κάθε πεδίο, κάθε χαραμάδα της κοινωνίας απλώνεται γενικευμένη δυσφορία, πικρή απόρριψη, απόσυρση, απόσυρση όχι μόνο από το ερειπωμένο κοινό παρόν, αλλά και από την διεκδίκηση του μέλλοντος. Παρατηρείται μια αναδίπλωση στον ατομικό πυρήνα, μια επιχείρηση ατομικής διάσωσης γεμάτη πίκρα: Θα στείλω τα παιδιά μου έξω. Με μνησικακία για την Ελλάδα που τον πρόδωσε, για το ανίκανο, διεφθαρμένο κράτος, για την πατρίδα που διέψευσε τις προσδοκίες του. Τόση πίκρα, τόση ματαίωση, που οδηγεί στον σολιψισμό: ο άνθρωπός μας απορρίπτει την υλική πραγματικότητα, την υπάρχουσα Ελλάδα, και κρατάει μόνο τον εαυτό του και τις ιδεατές αναπαραστάσεις του της Ελλάδας, τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την ποίηση.

Ας μη σπεύσουμε να εξετάσουμε πώς ο άνθρωπός μας εξαιρεί τον ευατό του από όλη την προτέρα και την υπάρχουσα Ελλάδα. Εδώ, μάς ενδιαφέρει η παρούσα αντίδρασή του: αυτή η συμπαγής πικρία που εκτοξεύει, η καθολική απόρριψη του ένυλου, η απόδραση στην απολύτως υποκειμενική συνείδηση, και η λυσσώδης διάσωση του εγώ. Είναι ένας ορισμένος τύπος αντίδρασης των ανθρώπων της Μεγάλης Υφεσης, πολύ συγκεκριμένος, εκφραζόμενος υπό διάφορες εντάσεις και μορφές.

Μια άλλη αντίδραση είναι η νοσταλγία. Σε πρόσφατες συζητήσεις, διαπίστωσα ότι οι οποιεσδήποτε αναφορές στο καλοκαίρι, στον υπαίθριο βίο, στη θάλασσα, στην επαφή με τη φύση, στο έθος του μεσογειακού θέρους, στις οικείες εκδηλώσεις ψυχαγωγίας, προξενούν κύματα νοσταλγίας, ως εάν το καρπούζι με φέτα να ανήκει οριστικά στο προ κρίσης παρελθόν, στον απολεσθέντα παράδεισο.

Κι εδώ προσοχή: να ξεχωρίσουμε τη στερεοτυπική νοσταλγία του «παλιά όλα ήταν καλύτερα», από τη νοσταλγία του έμφοβου, του ραγισμένου ανθρώπου της Μεγάλης Υφεσης, ο οποίος νιώθει τη ζωή του να χωρίζεται στα δύο, στο πριν και το μετά. Η νοσταλγία του μεσήλικα για τα αγλαϊσμένα χρόνια της εφηβείας και της νιότης είναι θεμιτή και ευεξήγητη, απολύτως αναμενόμενη. Είναι διαφορετικό όμως τούτο το άλγος του αποχαιρετισμού: ο άνθρωπος της κρίσης αισθάνεται ότι στερείται ακόμη και τη δυνατότητα να επαναλάβει τις τελετές του πρότερου βίου. Πρόκειται, ούτως ειπείν, για το άλγος του μέλλοντος, ο χρόνος που έρχεται σκοτεινός τού γεννάει υπαρξιακή αγωνία, angst.

Σε μια τέτοια συζήτηση περί μεσογειακού καλοκαιριού, ελάχιστοι πια το σκέφτονται αφαιρετικά με βάση τις εμπειρίες τους ή με τους αισθητικούς-υπαρξιακούς όρους του Ελύτη, του Λακαριέρ ή ακόμη και με τον θείο Ιούλιο του Καβάφη. Δεν εμβολιάζουν το παρόν καλοκαίρι με αυτό το βλέμμα, με αυτή τη διάθεση. Οι περισσότεροι το εκλαμβάνουν αυτόχρημα σαν παλιό, λήξαν, χαμένο. Και συνεκδοχικά στομώνουν οι αισθήσεις. Στομώνει η δυνατότητα να συνεχιστεί η ζωή υπεράνω του ρήγματος· μπαίνει κι εδώ ο χωρισμός σε πριν και μετά, την κρίση. Οπως το διατύπωσε προσφυώς μια συνομιλήτρια: Μετά το μπάνιο στη θάλασσα, καθίσαμε όλοι μαζί να φάμε όπως παλιά, όπως πάντα· αλλά ξέραμε όλοι ότι δεν ήταν ίδιο· μας πήρανε το καλοκαίρι.

Μα ποιος μπορεί να σου πάρει το καλοκαίρι, το τρέμισμα της κάψας, το τρέμολο του τζίτζικα, του τριζονιού, τη δίψα του; Το καλοκαίρι σου το παίρνει η ενδοβολή της κρίσης, η αυτοδηλητηρίαση, η απόσυρση από τη μάχη και τη δόξα της ζωής.

ζωγραφική: Νίκη Καραγάτση, Το καραβάκι για την Αίγινα

PABST_PANDORAS_BOX

Η σύνθλιψη της πολιτικής, η υποβάθμισή της σε παρακολούθημα μιας ιδιοτελούς οικονομικής ορθοδοξίας, ποτίζει κάθε χαραμάδα της ελληνικής πραγματικότητας σήμερα. Πήρε χρόνια να φθαρεί εντελώς, να φτάσει στο ερείπιο που κατοικούμε τώρα, και η κατεδάφιση συνετελείτο πανευρωπαϊκά και διεθνώς, όχι μόνο στην βαλκανική απόφυση των μασκαράδων που υπεδύοντο τις ιδιοπροσωπείες.

Η οικονομική χρεοκοπία ήταν μια μόνο έκφραση της πολιτικής πτώχευσης, η πιο αισθητή, η πιο οδυνηρή ασφαλώς. Η ηθική εξαχρείωση, η διανοητική αποσάθρωση, η παγωνιά των αισθημάτων ή η γενίκευση των αισθημάτων φθόνου και κανιβαλισμού, προέλαυναν επί χρόνια, κατελάμβαναν κάθε εκατοστό του δημόσιου χώρου, αφαιρούσαν το οξυγόνο, ξυπνούσαν δυσοίωνα προαισθήματα, γέμιζαν ανησυχία· αλλά το σοκ το ένιωσαν όλοι μόνο με την υλική πτώση, με την πτώχευση, μπρος στα ειδεχθή ταξικά βάραθρα. Μόνο τότε αντιληφθήκαμε οι Έλληνες, και όχι όλοι ακόμη, ότι ο συλλογικός βίος εκπίπτει και μαραίνεται, αλλάζει έτσι που μπορεί να μη μας περιλαμβάνει όλους ακέραιους, και μόνο τότε, και όχι όλοι, αντιληφθήκαμε ότι ο ατομικός βίος είναι αξεχώριστος από τον συλλογικό. Αυτή η σχέση ατομικού-συλλογικού είναι η πολιτική, και αυτή η σχέση είχε μαραζώσει πολύ καιρό πριν απ’ την πτώχευση.

Μα το πολιτικό εξακολουθεί να υπάρχει και χωρίς την έλλογη πολιτική· να υπάρχει υλικό και πρωταρχικό, θεμελιώδες και αρχέγονο, να υπάρχει απαιτώντας να εκφραστεί με κάθε τρόπο. Στο άγονο κενό που κατέλιπε η πεπτωκυία έλλογη πολιτική, βλασταίνουν τώρα άλογες φανερώσεις του πολιτικού: η απόγνωση, η μοχθηρία, η ξενηλασία, η μνησικακία, ο κερματισμός, η απάθεια, η βουβαμάρα, η καθολική δυσπιστία. Απάθεια μα και απόλυτη δυσπιστία απέναντι στον κυρίαρχο λόγο, σ’ έναν ποβερταλισμό αναβλύζοντα απευθείας από την κλεπτοκρατία και τον παρασιτισμό, μια πτωχολαγνία που υποδύεται την Μοναδική Εναλλακτική Λύση φορώντας ηθικολογική προβιά, αλλά που στην ουσία είναι μια κυνική και σεχταριστική ιδεολογία, μια κοσμική σαρία: οι αδύναμοι αξίζουν τη μοίρα τους, οι μεσαίοι αξίζουν την τιμωρία τους, και η μοίρα τους και η τιμωρία τους είναι φρικτές, δικαιολογημένες από την Αόρατο Χείρα της αγοράς.

Η σύγχυση, η αλλοφροσύνη, το μαλλιοτράβηγμα, το τρελό πινγκ-πονγκ του μίσους όλων εναντίον όλων, απορρέουν από αυτή την κατάρρευση του πολιτικού Λόγου, από την επικράτηση του ψευδοορθολογικού τζιχάντ και της απόγνωσης των γυμνών ψυχών στη σφαίρα του πολιτικού. Το πραγματικό είναι μια μόνο στιγμή στο γενικευμένο ψεύδος ― η εγελιανή-ντεμπορική αντιστροφή είναι η αβάσταχτη αλήθεια μας.

Η πενία είναι υλική συνθήκη που δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στην ανελευθερία, στη γύμνωση της ύπαρξης· ένας βίος οικονομημένος και όχι άπληστος μπορεί να οδηγεί λυσιτελέστερα στην ελευθερία. Όχι όμως η τρέχουσα οικονομία της δυστυχίας. Η βίαιη άδικη πτώχευση τρελαίνει, αφαιρεί βίαια τον χρόνο, την προσδοκία, το ψηλάφισμα του μέλλοντος: κατ’ επέκτασιν, υποδουλώνει ή αποθηριώνει ή και τα δύο μαζί.

Για την επανεύρεση της ελευθερίας και της αλήθειας, μας χρειάζεται να ξαναβρούμε την πολιτική σαν μια οικονομία της ευτυχίας.

εικόνα: G.W. Pabst, Pandora’s Box

Munoz-boxer

Εχουμε κουραστεί να μετράμε απώλειες. Τέσσερα χρόνια τώρα. Απώλειες υλικές, κοινωνικές, πολιτικές. Η ύστατη και ίσως σημαντικότερη απώλεια με την οποία απειλούμαστε είναι η απώλεια ταυτότητας. Οχι ότι θα τη χάσουμε και θα είμαστε το τίποτε, αλλά υπό την έννοια ότι τα σοκ των μεταβολών ήταν και είναι τόσο πολλά, οι μετασχηματισμοί τόσο απότομοι και βίαι οι, που δεν ξέρουμε πια πού στεκόμαστε, πού πατάμε, ποιοι είμαστε μέσα στη δίνη.

Από τις πρώτες μέρες της αναγγελίας της χρεοκοπίας και της επιβολής των μνημονίων οι Ελληνες βίωσαν μια καταιγίδα δημοσιότητας, σχετική με τον χαρακτήρα τους, με αυτή την συχνά ισοπεδωτική γενίκευση που αφορά τον εθνικό χαρακτήρα, τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού συνόλου. Τα εντυπωσιοθηρικά ιδίως μήντια της Βορείου Ευρωπης ανέσυραν πλήθος στερεοτύπων για τον συνοπτικό ανθρωπότυπο του πονηρού, οκνηρού, απείθαρχου, ηδονιστή Ελληνα. Από κοντά, και εγχώριοι θυμόσοφοι.

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί Ελληνες συμμερίζονται αυτή την στερεοτυπική περιγραφή τους, για διάφορους λόγους: ίσως επειδή ενσωματώνουν μια ραγιάδικη στάση ζωής, ισχυρό κατάλοιπο υποτελούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας· ίσως επειδή βαυκαλίζονται ότι με την πονηριά ξεγελούν τον κουτόφραγκο· ίσως επειδή νιώθουν διαρκώς σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι ενός εξιδανικευμένου, μυθικού Ευρωπαίου ανθρώπου. Πολλά ίσως. Και μια βεβαιότητα: η πλημμύρα και η ένταση της προπαγάνδας για τον ένοχο Ελληνα ήταν τέτοιες που ακόμη και οι μη στερεοτυπικά κομπλεξικοί λύγισαν, υπέκυψαν, έφτασαν ώς τις εσχατιές της μειονεξίας, της αυτοενοχοποίησης, της αυτοϋποτίμησης· εντέλει της αποπροσωποίησης. Με αυτή την έννοια μιλάμε για απώλεια, για ράγισμα ταυτότητας.

Στο ζενίθ της κρίσης, μετά τέσσερα σχεδόν χρόνια αβεβαιότητας και πόνων, μετά αλλεπάλληλες απώλειες, μέγα πλήθος Ελλήνων στέκεται βουβό, μουδιασμένο, με παγωμένη την ψυχή και το μυαλό. Δεν είναι ακριβώς ήττα, αλλά είναι ασφαλώς μια ορισμένη ηττοπάθεια. Εχουν δοθεί μάχες, αλλά όλες σχεδόν έχουν χαθεί στο συλλογικό πεδίο. Ολες οι μάχες ήταν αμυντικές και όλες ήταν στατικές, σε χαρακώματα και απηρχαιωμένες γραμμές Μαζινό. Εδώ και καιρό πια, ο αγώνας μεταφέρθηκε στο ατομικό πεδίο, στο πεδίο της επιβίωσης, με κυρίαρχες τις πρωταρχικές ενορμήσεις, το ένστικτο αυτοσυντήρησης.

Και στα δύο πεδία, συλλογικό και ατομικό, επικρατούν ο φόβος, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η σύγχυση, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η απαισιοδοξία. Αλλά και η οργή, το μίσος, η μνησικακία, η μοχθηρία. Στο συλλογικό πεδίο αυτά τα αισθήματα, αυτές οι στάσεις, εκφράζονται με διασταυρούμενα πυρά ασυνεννοησίας, με ιδεοληπτικές καθηλώσεις ασύμπτωτες, με πηχτή κακία, με διαρκώς εντεινόμενη δυσπιστία προς το κράτος, τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα. Με έναν διχασμό να σιγοβράζει· διχασμό ωστόσο που δεν έχει σαφείς πόλους, με διακριτά ιδεολογικά περιγράμματα. Η πολλαπλώς και ατυπικά εκδηλούμενη σύγκρουση δεν μορφοποιείται ακόμη πολιτικά, πλην όμως μπορούμε να διακρίνουμε ευκρινώς πλέον το υλικό της υπόστρωμα: την αναδιανομή πλούτου και τον ανασχηματισμό τάξεων.

Η πολύμορφη μεσαία τάξη, με τις ποικίλες διαστρωματώσεις στο εσωτερικό της, οικονομικές, ιδεολογικές, ανθρωπολογικές, καθώς διαρρυγνύεται βιαίως από την κρίση, σκορπίζεται στα θραύσματά της και σκορπίζει μαζικά δυσφορία, ανοικειότητα, αποξένωση, φόβο. Στο μέτρο που, τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες, η μεσαία τάξη καθόριζε τη συλλογική ψυχή και τη γενική διάνοια, η παρούσα θραύση της καθορίζει το νέο habitus: ένα παγωμένο ρευστό φόβου, καχυποψίας, έχθρας. Αυτά τα υλικά είναι τα πρωτεύοντα περιεχόμενα μες στην υδραργυρική ταυτότητα των ανθρώπων της κρίσης. Και αυτά τα ψυχοτοξικά υλικά οδηγούν στην αδράνεια, το μούδιασμα, το πάγωμα του νου· σε μια δομική απαισιοδοξία, ότι όλα μπορούν να πάνε και χειρότερα, σε μια ενδιάθετη ηττοπάθεια και μοιρολατρία, ότι ο άνθρωπος δεν είναι κύριος της μοίρας του, ανώτερες δυνάμεις την ορίζουν.

Από τη μια, η τρόικα, οι δανειστές, οι ξένοι: το έξω κακό. Από την άλλη, οι ανάξιοι ή αδύναμοι κυβερνήτες, το πολιτικό σύστημα, το ριζικό της φυλής: το έσω κακό. Η οψέποτε σωτηρία δεν θα έρθει από έξω ή από έσω, αλλά εκ των άνω, μ’ ένα θαύμα, έναν Μεσσία. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.

Η ανάγνωσή μας είναι ασφαλώς μερική και στατική· οι άνθρωποι και οι κοινωνίες κινούνται δυναμικά και μη γραμμικά. Ο,τι διαβλέπουμε σήμερα ως ηττοπάθεια, αύριο ίσως αναδυθεί ως αναγεννητική ορμή. Αλλά ας δούμε τουλάχιστον πώς είμαστε, ποιοι είμαστε, εδώ και τώρα.

εικ.: José Antonio Muñoz

Oliver_Twist

Πολλά ανέδειξε η κρίση, κρυμμένα, λανθάνοντα, αποσιωπημένα μες στο σώμα της κοινωνίας. Στοιχεία θαμμένα ή οιονεί λησμονημένα, ξεπερασμένα τάχα από τη διαρκή πρόοδο, αναδύθηκαν δείχνοντας το τρομακτικό τους πρόσωπο. Η φτώχεια, η ανημπόρια, η καταφρόνια, η ταπείνωση, οι ταξικές διακρίσεις, που χωρίζουν σαν χαράδρα τους έχοντες από τους μη έχοντες, τους δυνάμενους από τους αδύναμους, τους επιπλέοντες από τους βουλιαγμένους. Αυτά τα στοιχεία, αυτές οι συνθήκες ζωής, αιφνιδίασαν νοητικά τους ανθρώπους της κρίσης, καθώς άλλαζαν βιαίως πίστα ή ετίθεντο εκτός πεδίου, εκτός δήμου, εκτός κοινωνίας. Και σταδιακά άλλαξε ο λόγος, το discours περί συνεπειών της κρίσης πάνω στις ζωές των ανθρώπων, παραμερίστηκαν οποιαδήποτε επιχειρήματα περί κοινωνικής συνοχής, κράτους πρόνοιας, κοινωνικού συμβολαίου, θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται η δημοκρατία. Ολα υποσκελίστηκαν από ένα είδος εμμονικού, μνησίκακου κοινωνικού δαρβινισμού, που ενοχοποιεί τους αδύναμους και τη δίκαιη οργή τους.

Τον Μάιο 2010 γράφαμε: «Ο άνεργος σε καιρό κρίσης είναι ο άνθρωπος που βουλιάζει· όποιος διατηρεί το μεροκάματο, ακόμη και με ηθικές και υπαρξιακές εκπτώσεις, έχει περισότερες πιθανότητες να γλιτώσει. Αλλά τι σημαίνει ”να γλιτώσει”; Τι άνθρωπος θα είναι ο ”γλιτωμένος”, όταν γύρω του θα σωριάζονται πτώματα; Η ατομική επιβίωση, θεμιτή και ενστικτώδης, θα είναι αρκετή να τον γλιτώσει και σαν ολόκληρο άνθρωπο, κοινωνικό, έλλογο και ηθικό άνθρωπο; Και πώς γνωρίζει ο ”γλιτωμένος” ότι δεν θα έρθει η σειρά του να βουλιάξει; Το πιθανότερο: Θα βουλιάξουν πολλοί, θα επιπλεύσουν λίγοι.» ( Αλλά κανείς δεν γλίτωσε μόνος του.)

Tον Ιούνιο 2011 επανήλθαμε: «Η Ελλάδα χωρίζεται σε όσους θα σωθούν, με απώλειες έστω, και σε όσους θα βουλιάζουν. Τη διαίρεση, υλική και ψυχική, τη νιώθεις πια, την αισθάνεσαι, δεν χρειάζεται να τη συλλογιστείς. Είναι απότοκο της δυσχέρειας κι είναι απότοκο της ανισότητας και της αδικίας… Η αυξανόμενη δυσχέρεια του βίου φέρνει μεμψιμοιρία, ματαίωση, φθόνο, μοχθηρία. Η ευημερία, πραγματική ή επίπλαστη, όσο μοιραζόταν παντού κι άφηνε τα ψίχουλά της εδώ κι εκεί, σκέπαζε τις αντινομίες, κοίμιζε τη σκέψη και τα αισθήματα. Τώρα που αποσύρεται ατάκτως, αφήνει ακάλυπτο το ερεθισμένο νεύρο της μνησικακίας, πικρό το στόμα.»

Το φθινόπωρο του 2013, ο πτωχευμένος, ο άνεργος, ο ανήμπορος, ο βουλιαγμένος εξορίζονται από τις συζητήσεις των γλιτωμένων. Δεν θέλουν να ακούνε για τον πόνο ή, έστω, τη δυσκολία των άλλων. Οταν τίθεται το ζήτημα, αμφισβητούν στοιχεία, γεγονότα, όποιον θέτει το ζήτημα· αλλάζουν θέμα, σιωπούν. Ή γίνονται κατάφωρα εχθρικοί: ο φτωχός παράγει τη φτώχεια του, ο δυστυχής τη δυστυχία του, ο καθείς είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του. Κάποιοι το θεωρητικοποιούν: η πτώχευση και το μνημόνιο δεν φταίνε για την κρίση, η κρίση προϋπήρχε, όπως και ο νεοναζισμός άλλωστε· η εξαθλίωση και η ακροδεξιά έχουν γονιδιακό υπόστρωμα, είναι λανθάνουσες έξεις που φανερώνονται τώρα λόγω χαμηλής αισθητικής παιδείας.

Οι γλιτωμένοι θα προτιμούσαν οι βουλιαγμένοι, οι φτωχοί, να είναι αόρατοι. «Η Χάννα Αρεντ υπενθυμίζει το λόγο του Τζων Ανταμς: η ανθρωπότητα δεν δίνει καμία προσοχή στον φτωχό που πλανιέται στα σκοτάδια. ‘Δεν τον αποδοκιμάζουν, δεν τον λογοκρίνουν, δεν τον μέμφονται· απλώς δεν τον βλέπουν’» (στο: Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν, Ο συμπονετικός άνθρωπος, εκδ. Εστία).

Ο Αλέξης ντε Τοκβίλ στο «Η δημοκρατία στην Αμερική» εντοπίζει τη διαφορά της δημοκρατικής από την αριστοκρατική κοινωνία, μεταξύ άλλων, στο αίσθημα της συμπόνιας και της κοινής μετοχής στο ανθρώπινο γένος. Εντοπίζει σε μια επιστολή της περίφημης μαντάμ ντε Σεβινιέ την παράδοξη συνύπαρξη ωμότητας και συμπάθειας. Η μαντάμ ντε Σεβινιέ περιγράφει με παιγνιώδες ύφος τις βιαιοπραγίες κατά την καταστολή μιας λαϊκής εξέγερσης στη Βρετάνη· ο Τοκβίλ σχολιάζει: «Θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι η μαντάμ ντε Σεβινιέ, που χάραζε τις γραμμές αυτές, υπήρξε πλάσμα εγωιστικό και βάρβαρο: αγαπούσε με πάθος τα παιδιά της και δειχνόταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στις λύπες των φίλων της: και διαβάζοντάς την διαβλέπει κανείς ότι μεταχειριζόταν με επιείκεια και αγαθότητα τους υποτελείς και υπηρέτες της. Ομως η μαντάμ ντε Σεβινιέ δεν αντιλαμβανόταν με διαύγεια τι σήμαινε να υποφέρει κάποιος όταν αυτός ο κάποιος δεν ήταν ευγενής.» (ό.π.)

Τα τριάμισι χρόνια πτώχευσης, ανέργων και φτωχών μοχλεύουν τη δημοκρατική κοινωνία προς την ανατροπή ή τη μετάλλαξή της: είτε με νεοναζιστική απόδραση από το πολιτικό, για τους βουλιαγμένους, είτε με διολίσθηση προς την αριστοκρατική κοινωνία της μαντάμ ντε Σεβινιέ, για τους γλιτωμένους.

Τα μήντια, συμβατικά και τώρα πλέον δικτυακά και πολλαπλάσια, ματώνουν. Ενίοτε σκοτώνουν κιόλας, αν καυχηθείς στο τσατ ότι κρατάς σπίτι σου μετρητά και κοσμήματα. Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά το ένιωσε το μηντιακό μάτωμα, σε μια μακρά εβδομάδα παθών, στον Γολγοθά των εφημερίδων, του facebook και των μυριάδων αναδημοσιεύσεων, ποστ, στάτους και τουίτ στα ιντερνέτ.

Στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος η Δημουλά έκανε μια βόλτα στην Κυψέλη μαζί με άλλους, σαν μνημόσυνο στην παλιά μικροαστική συνοικία, και στο τέλος είπε δυο λόγια, για το πώς αλλάζει η πόλη: οι Κυψελιώτες πήγαν στα προάστια, ήρθαν οι ξένοι και απλώθηκαν στα παγκάκια της Φωκίωνος Νέγρη, παίζουν χαρτάκια, και η ίδια παραμένει στη γειτονιά της. Τα λόγια της ερμηνεύθηκαν ως ξενοφοβικά, και πυροδότησαν σύρραξη. Με πικρά λόγια, με υπερερμηνείες, με ιεροεξεταστικά αναθέματα, με γενικεύσεις και βεγγαλικά που γέμισαν την ιντερνετική υπερπραγματικότητα.

Ο καβγάς δείχνει μερικά πράγματα για την παρούσα ελληνική κατάσταση: πώς και πού διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, ποιο το ειδικό βάρος των ποικίλων μήντια στην πολιτική κοινωνία, πώς τα πρόσωπα κεντρίζουν μνησικακία και φθόνο σε άλλα πρόσωπα, αλλά και πώς τα δημόσια πρόσωπα συχνά φέρονται αφελώς, πώς τα στερεότυπα της πολιτικής ορθοφροσύνης εντοιχίζουν τη σκέψη, τέλος, πόσο τεντωμένα είναι τα νεύρα όλων σε αυτή τη μακρά επώδυνη μεταβατική περίοδο που ζούμε.

Καταρχάς, το πρόσωπο του σκανδάλου και του συμβολικού κανιβαλισμού: η 82χρονη ποιήτρια βρέθηκε ακόμη μια φορά ανυπεράσπιστη στον δημόσιο χώρο, και φάνηκε σαν η πιο ακατάλληλη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Μάλλον δεν έχει συνειδητοποιήσει τι εστί δημόσιο πρόσωπο, πόσο αμείλικτο είναι το βλέμμα του κοινού· ιδίως του στριμωγμένου κοινού σε δύσκολους καιρούς. Η διευκρινιστική των δηλώσεων συνέντευξή της μετέδιδε αμηχανία και σάστισμα· αφηγείτο την άμεση εμπειρία της γειτονιάς και επεκαλείτο την ηλικία της, αλλά αυτό είναι ήδη επίκληση οίκτου, όταν μάλιστα η στηλιτεύουσα Αννα Δαμιανίδου την παρομοίασε λιβελλικά με τις γριές των τρόλεϊ. Ταυτόχρονα έλεγε να μην περιμένουμε και πολλά από τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους.

Εχει δίκιο ως προς το τελευταίο: πράγματι, οι πνευματικοί άνθρωποι, οι ας τους πούμε οργανικοί διανοούμενοι, δεν ακούγονται στην ταραγμένη Ελλάδα του 2013. Ισως διότι είναι πιο αιφνιδιασμένοι από τον κάθενα, καθηλωμένοι σε τρόπους άλλων εποχών, με κλονισμένες τις νόρμες και την αυταρέσκεια· με φθίνουσα την αποδοχή και τη λατρεία. Ισως διότι δεν έχουν κάτι να πουν και σοκάρονται όταν το πλήθος τους ρωτά με αγωνία. Εξ ου και στην τηλεοπτική εκκλησία, όταν εμφανίζονται οι πνευματικοί ταγοί ως μήντια ντάρλινγκ, περισσεύουν οι κοινοτοπίες, η συναισθηματολογία, οι γρίφοι, οι γκουρού γενικότητες, οι υπερβατικοί «κοελισμοί».

Οταν λέμε ότι η κρίση είναι πολιτική, εννοείται και αυτό το έλλειμμα: λείπουν η εμβάθυνση στο παρόν, η παραγωγή σκέψης, η αυτοκριτική και ανασύνθεση από όσους αναγνωρίζονται ως πνευματικοί ηγέτες. Εστω, ως δημόσιοι διανοούμενοι. Το έλλειμμα αυτό, η πνευματική στειρότητα, χαρακτηρίζει όμως και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας: το σοκ της πτώχευσης παγώνει αντιδράσεις, πράξεις, σκέψη, στοχασμό. Το πλήθος βυθίζεται πιο βαθιά στην ετερονομία και την ανημπόρια, στην παθητική αναμονή ενός Μεσσία ή μιας Λύσης. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Γι΄αυτό και ο λόγος περί κρίσης είναι είτε υποταγμένος στο έξωθεν σχέδιο είτε εναντιωματικός, αλλά και στις δύο όψεις μοιρολατρικά αποδέχεται το συμβάν και ετεροκαθορίζεται. Δεν προτείνονται παρακάμψεις ή υπερβάσεις. Γι’ αυτό και η αναμέτρηση των υποτασσόμενων και των ενάντιων διεξάγεται κυρίως με όρους σύγκρουσης συνθημάτων, εξοστρακισμούς, κανιβαλισμούς προσώπων. Τώρα πια, και χωρίς σαφή στρατόπεδα: όλοι εναντίον όλων. Κάπως έτσι η γηραιά ποιήτρια από την Κυψέλη βρέθηκε στο μηντιακό θυσιαστήριο ήδη σφαγμένη, ορθοτομημένη: Είσθε υπέρ ή κατά; Απαντήστε μονολεκτικά, αποχρώσεις και τονισμοί δεν επιτρέπονται.

Είπαμε μηντιακό θυσιαστήριο, μηντιακή εκκλησία: Ο θυμός, η αντιπαράθεση, οι μύριες γνώμες α λα Κλιντ Ιστγουντ, αναπτύσσονται κυρίως στα υπερτροφικά λιβάδια του Facebοοκ, σε φημοθηρικά μπλογκ και παραενημερωτικά σάιτ. Οι αγανακτισμένοι εγκατέλειψαν τις πλατείες και τα διόδια στους μελανοχίτωνες και κατέφυγαν στις ψηφιακές πιάτσες. Εκεί τα βρίσκεις όλα: ευφυΐα, λαμπερές ατάκες, αισθήματα, αφέλεια, φλυαρία, μνησικακία, kitsch, αυταρέσκεια, κανιβαλισμό, αυτοαναφορικότητα του μέσου και ανατροφοδότησή του με σάρκες, πρόσωπα, καμένα μυαλά.

Η πτώχευση που βιώνουμε αναδεικνύει συμπεριφορές και χαρακτήρες που σε προηγούμενο χρόνο ελάνθαναν ή καλύπτονταν. Στην επικράτεια της σπάνεως και της γυμνής ύπαρξης, του φόβου και της απελπισίας, οι άνθρωποι εκδιπλώνονται αλλιώς, ατομικά και συλλογικά. Το ζούμε καθημερινά: παλιές παρέες σπάνε, φιλίες δοκιμάζονται, ειρηνικές συμβιώσεις ραγίζουν. Οι συμβάσεις και οι αμοιβαίες παραδοχές απαιτούν κόπο, τον οποίο ελάχιστοι πια είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν. Οι δρόμοι χωρίζουν. Ο καθείς υποφέρει τον πόνο μόνος του, με τον δικό του τρόπο.

Ενας τρόπος είναι ο σκεδασμός του πόνου: σαν κακία προς τον άλλο, τον κάθε άλλον. Το νιώσαμε αυτό διάχυτο τις τελευταίες μέρες με την τραγωδία που ζει ο κυπριακός λαός, μια καταστροφή παρόμοια με την ελληνική, μάλλον και μεγαλύτερη, δεδομένων της χρονικής πύκνωσης, του αιφνιδιασμού και του περιβάλλοντος κατατρομοκράτησης που ζουν ακόμη οι Ελληνες της νήσου, με τον περιορισμό κυκλοφορίας χρήματος και την απειλούμενη στενότητα αγαθών. Πολλοί Ελληνες ένιωσαν συμπόνια, γιατί ήδη γνωρίζουν τι σημαίνει η πτώχευση, η ανεργία, ο αναγκεμός. Ολοι σχεδόν ένιωσαν φόβο, γιατί το «ατύχημα» που όλοι φοβόμασταν είναι ίσως αυτό ακριβώς, η πτώση της Κύπρου· και γιατί υποδορίως συνδέουμε τα παθήματα της Κύπρου με ευρύτερη εθνική καταστροφή. Κάποιοι Ελληνες όμως δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαιρεκακία τους για τα παθήματα των αδελφών τους. Είναι σοκαριστικό, αλλά συμβαίνει.

Γιατί; Οτι οι εγχώριοι οπαδοί τού «ναι σε όλα» επιχαίρουν για το βαρύ τίμημα του ατελέσφορου κυπριακού «όχι», διότι έτσι δικαιώνεται η δική τους στάση, είναι μια κάποια εξήγηση· αλλά παραείναι προφανής και εύκολη, για να μπορεί να εξηγήσει τη χαιρεκακία και τη μισανθρωπία που χύθηκε στον αέρα τη δεδομένη ιστορική στιγμή: Ο,τι έπαθαν οι Κύπριοι, το άξιζαν· ας πρόσεχαν· ας επέλεγαν ικανότερους ηγέτες· ας μην έστηναν πλυντήρια για Ρώσους ολιγάρχες· ας περιμάζευαν τους τραπεζίτες τους. Και τα λοιπά. Πίσω από τον ρηχό πραγματισμό των αιτιάσεων, διακρίνεται μια καταπλήσσουσα μνησικακία, μια φιλέκδικη απονομή «καθαρής» δικαιοσύνης, πολύ παρόμοια άλλωστε με τη ρητορική του Β. Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός περιέγραψε την τιμωρία της Κύπρου ως επαναφορά του αμαρτήσαντος εντός των κανόνων και εξήγησε τα αντιγερμανικά αισθήματα ανά την Ευρώπη ως φθόνο για τον Γερμανό καλό μαθητή.

Ωστε, στη δημόσια σφαίρα, οι καταστροφές ανθρώπων, οικογενειών και λαών, αλλά και οι μείζονες γεωπολιτικές μεταβολές, οι ανακατατάξεις ισχύος, η συντριβή των αδυνάτων, συζητούνται πλέον με όρους αμαρτίας, τιμωρίας, φθόνου, εκδίκησης, μνησικακίας. Ας μείνουμε στη μνησικακία. Αναπόφευκτα, ο νους τρέχει στους στοχαστές της νεωτερικότητας, που είδαν τη μνησικακία να διαπερνά τη συλλογική ψυχή.

Ο Νίτσε την είδε ως δηλητήριο και φλόγα που κατατρώει τον αδύναμο άνθρωπο: «Η μνησικακία, γεννημένη από την αδυναμία, βλάπτει περισσότερο από τον καθένα τον ίδιο τον αδύναμο – σε άλλη περίπτωση, όπου μια πλούσια φύση αποτελεί προϋπόθεση, είναι ένα πλεονάζον συναίσθημα, η τιθάσευση του οποίου είναι σχεδόν η απόδειξη του πλούτου του».

Ο Μαξ Σέλερ αφιέρωσε μία περίφημη πραγματεία στον «Μνησίκακο άνθρωπο»· η μελέτη του έδωσε πλούσιους καρπούς και στην ελληνική σκέψη: θυμάμαι πρόχειρα τον Κωστή Παπαγιώργη, που τον μετέφρασε κιόλας· τον Βασίλη Καραποστόλη που περιέγραψε σε ανύποπτο χρόνο τον νεοελληνικό βίο με τον «χόλο» και τις «προστριβές»· και πιο πρόσφατα, τους Θ. Λίποβατς και Ν. Δεμερτζή που εφάρμοσαν όψεις της σελεριανής μνησικακίας κατά τη μελέτη του πολιτικού βίου.

Για να καταλάβουμε (ή, μάλλον, να αντέξουμε) την περιρρέουσα μνησικακία, ανατρέχουμε στον Σέλερ: «Η μνησίκακη κριτική δεν θέλει αυτό που διατείνεται ότι θέλει, αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να λοιδορεί». Ο Ελλαδίτης, ήδη κατεστραμμένος υλικά και ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου, στην καταστροφή του Κυπρίου βρίσκει μια ευκαιρία να λοιδορήσει, και διά της λοιδορίας να παροχετεύσει το δηλητήριο που έχει μέσα του· νομίζει ότι έτσι, με τη λοιδορία του άλλου, δικαιώνει τη δική του αρρώστια. Πολύ περισσότερο που ο άλλος είναι ο απορριφθείς αδελφός· το έδαφος της μνησικακίας είναι η αδελφοφαγία.

Η κυπριακή πτώχευση ήταν το ατύχημα που πυροδότησε όχι μόνο την εκδίπλωση της μνησικακίας, αλλά και δείχνει επιταχυμένη τη διαδικασία ενδόρρηξης των Ελλήνων. Βουλιάζουμε μες στον φόβο, στην ανημπόρια, στην κακία, στον χειρότερό μας εαυτό.

Ας μη βιαστούμε να συμπεράνουμε. Η δικαστική και κοινοβουλευτική έρευνα, τώρα πια, θα δείξουν ποιοι παρανόμησαν ή απίστησαν κατά τον χειρισμό της λίστας Λαγκάρντ. Και ασφαλώς θα αποδοθούν ευθύνες. Εως τότε, ας παραμείνουμε νηφάλιοι και κριτικοί: η οργή είναι κακός σύμβουλος. Και η μνησικακία ακόμη χειρότερος.

Φυσικά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί καμία ενδεχόμενη πλαστογραφία, απόκρυψη ή απιστία, καμία πράξη ή παράλειψη που έβλαψαν το δημόσιο συμφέρον. Ούτε πρέπει να υποτιμηθεί η παιδευτική και εκτονωτική λειτουργία των θεσμισμένων διαδικασιών προς απόδοσιν δικαιοσύνης. Αλλωστε η ιδιοτελής έκνομη συμπεριφορά ενός κορυφαίου υπουργού στο έλασσον δίνει το μέτρο της υπευθυνότητας του ανδρός και στο μείζον· το ίδιο πρόσωπο που χειρίζεται μια λίστα, με την ίδια ηθικοπνευματική συγκρότηση, χειρίζεται τις τύχες μιας χώρας και μιας-δυο γενεών. Και δεν είναι ένας ο κορυφαίος, ούτε ενός η ιδιοτέλεια και η ολιγωρία.

Αυτή είναι η μία εξήγηση: άνθρωποι μικροί σε μεγάλες θέσεις, σε μεγάλες στιγμές· που δεν λογοδοτούν σε κανέναν, παρεκτός στον εαυτό τους και σε έναν νομιμοποιό αφέντη, πρίγκιπα-ηγεμόνα ή αφανή ολιγάρχη, πάντως όχι στον λαό, στους δημοκρατικούς θεσμούς, στην ιστορία, στην έγνοια για το όλον. Η άλλη εξήγηση, χλωμή ωστόσο, θα ήταν ο ντοστογιεφσκικός ήρωας: ο ικανός ταυτοχρόνως για το υψηλό και το βδελυρό. Πολύ χλωμή.

Παρ’ όλ’ αυτά: αν δοθούμε ολόψυχα στην καταδίωξη, κινδυνεύουμε να περιπέσουμε στην υπερβολή του παλλαιού «δίκιου», και να χάσουμε το δίκιο του παρόντος και του μέλλοντος. Υπάρχει μια δυσδιάκριτη πλην κρίσιμη γραμμή μεταξύ του δίκιου και της μνησικακίας, μεταξύ της απαιτητής τάξης και του εκτονωτικού κανιβαλισμού. Οι τελετές εκδίκησης αποσυμπιέζουν προσωρινά, αλλά κατόπιν το άχθος επανέρχεται οδυνηρότερο, διότι εν τω μεταξύ ο χρόνος τρέχει αμείλικτος, η ζωή βαριοκυλάει με άλλες δεσμεύσεις και ήττες. Να μη λησμονούμε το παρελθόν, αλλά να μην ξεχνιόμαστε κιόλας από τα παρόντα.

balibar POLITIS[1] elefantis

Καθώς κοντεύουμε να κλείσουμε τρία χρόνια βύθισης στην κρίση, και ενώ διανύουμε ήδη την δεύτερη μνημονιακή εποχή, με την τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση, αντιλαμβανόμαστε ότι, παρ’ όλα τα πάθη και τον πόνο, είμαστε τουλάχιστον λίγο σοφότεροι πολιτικά. Μετά το παρατεταμένο σοκ, αντιλαμβανόμαστε ότι ο πρώτος χωρισμός σε φιλομνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, που προσέλαβε εμφυλιακούς χαρακτήρες, έχει λίγο-πολύ ξεθυμάνει. Σήμερα, μέσα από τα σωρευόμενα ερείπια του παλαιού συστήματος διακρίνονται ήδη άλλοι διαχωρισμοί και άλλες συγκρούσεις, στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο.

Στο κοινωνικό πεδίο επανεμφανίζονται οι ταξικοί διαχωρισμοί με πρωτοφανή σφοδρότητα, σχεδόν ξεχασμένη κατά τις πρόσφατες δεκαετίες του ευδαιμονισμού και ενός ιδιότυπα «βολεματικού» κοινωνικού συμβολαίου. Η κρίση ανέστειλε βιαίως τους όποιους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς, τους πελατειακούς έστω, εξοντώνοντας τους αδύναμους και βάζοντας τους μικρομεσαίους σε κατάσταση διαρκούς απειλής. Η τέτοιας έντασης και βάθους υπονόμευση του κοινωνικού συμβολαίου κινητοποιεί αναλόγως σφοδρά τους απειλούμενους: το αμέριμνο πλήθος καταναλωτών/πελατών αναγκάζεται να θυμηθεί την ιδιότητα του πολίτη, να γίνει λαός. Ή να μεταπέσει σε όχλο, έρμαιο της μνησικακίας.

Αυτές οι διαδοχικές μεταπτώσεις μάς φέρνουν ενώπιον νέων διακρίσεων και διαχωρισμών στο πολιτικό πεδίο. Εδώ βλέπουμε, από τις απαρχές ήδη της κρίσης, να φουντώνει η διάκριση σε λαϊκιστές και αντιλαϊκιστές. Πολύ αδρά, οι αντιλαϊκιστές, συνήθως υποστηρικτές ή ανεχόμενοι τα μνημόνια, χαρακτηρίζουν υποτιμητικά λαϊκιστές τους συνήθως πολέμιους των μνημονίων. Υπό τους όρους αυτούς συναθροίζονται γενικευτικά και απλουστευτικά δεξιοί, αριστεροί, ακροαριστεροί, φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι, κομμουνιστές, νεοναζί, εθνικιστές, ακόμη και μετριοπαθείς. Είναι η νέα διαχωριστική γραμμή, μια μαγική, αποτροπαϊκή κορδέλα διαρκώς μετατοπιζόμενη και διαστελλόμενη για να τους χωρίζει όλους σε όλα.

Βεβαίως η συζήτηση περί λαϊκισμού δεν είναι τόσο νέα όσο η εμπειρία ύφεσης και πτώχευσης, όσο η εμπειρία μνημονιακής λιτότητας. Είναι πολύ παλαιότερη. Με μια μεγάλη διαφορά: στο παρελθόν, το φαινόμενο του εγχώριου λαϊκισμού, όπως αυτός εκφράστηκε κυρίως στην πασοκική πρακτική στη δεκαετία ’80, απασχόλησε αριστερούς διανοουμένους και επιστήμονες, μεταξύ άλλων τους Αγγελο Ελεφάντη (Στον αστερισμό του λαϊκισμού, 1991), Αντώνη Λιάκο (1989), Λυριτζή και Σπουρδαλάκη (1990). Σήμερα, αντιθέτως, παλαιοδεξιοί, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, πρώην και νυν πασόκοι, κατηγορούν για λαϊκισμό τους αριστερούς κυρίως, και μια μερίδα της λαϊκής δεξιάς. Παρατηρείται λοιπόν το εξής παράδοξο: οι κυβερνώντες αδιαλλείπτως τις τελευταίες δεκαετίες, θεμελιωτές της λαϊκιστικής διακυβέρνησης και τροφοδότες του πελατειακού κράτους, βγάζουν τους εαυτούς τους έξω από το ιστορικό συνεχές, και κατηγορούν τους αντιπολιτευόμενους επί λαϊκισμώ.

Αλλά ποιον ακριβώς λαϊκισμό; Τον ακροδεξιό, αντιδραστικό, εθνορατσιστικό, εσωστρεφή, μισαλλόδοξο λαϊκισμό του ΛΑΟΣ ή της Χρυσής Αυγής; Ή τον αριστερό λαϊκισμό που ρητορεύει για την απώλεια της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας; O Ετιέν Μπαλιμπάρ ορίζει ακόμη και έναν «θετικό λαϊκισμό», και ο κάθε άλλο παρά λαϊκιστής Ντανιέλ Κον Μπεντίτ βρίσκει σε αυτόν τον «θετικό λαϊκισμό» μια χρήσιμη λειτουργία υπό τις παρούσες συνθήκερς αποπολιτικοποίησης.

Ο λαϊκισμός δεν είναι ένας, ομοούσιος, στατικός και ουσιοκρατικός· ως έκφραση του πολιτικού είναι δυναμικός και διαρκώς ανασημασιοδοτούμενος. Στη σημερινή συγκυρία ερειπίων επιπλέον, μια πολιτική αφήγηση που βασίζεται σε στατικές εννοιολογήσεις κινδυνεύει να αποβεί περισσότερο αντιδραστική από τον καταγγελόμενο εχθρό: εν προκειμένω, η αντιλαϊκιστική ρητορική αλληθωρίζει έναντι της ποικιλόμορφης ζέουσας πραγματικότητας, πετώντας μαζί με τα βρωμόνερα του λαϊκισμού και τον λαό.

Κι εδώ φτάνουμε στον κρίσιμο πυρήνα της συζήτησης: τι σημαίνει σήμερα λαός, λαϊκή κυριαρχία, νομιμοποίηση πηγάζουσα από τη λαϊκή βούληση; Η κρίση κατέδειξε τις αδυναμίες και τον φενακισμό της μεταδημοκρατίας, όσες εκάλυπτοντο ή ελάνθαναν κάτω από την ευμάρεια των δανεικών· κατέδειξε δραματικά τις ανισότητες, τα δημοκρατικά ελλείμματα στην αντιπροσώπευση, ακόμη και την απειλητική υποκατάσταση της ισοπολιτείας από την κυριαρχία ανεξέλεγκτων ελίτ, κατ’ ευφημισμόν αρίστων. Τη στιγμή της ρήξης, οι ελίτ αναδιπλώθηκαν, αλλά όχι για ανανέωσή τους με νέες δυνάμεις και νέες ιδέες, αλλά για να επιβάλουν μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση έναντι μιας πολιτικής κυβέρνησης, δηλαδή για να επιβάλουν ένα κλειστό αυτοαναπαραγόμενο σύστημα εξουσίας, που λογοδοτεί περιορισμένα ή και καθόλου, και να αποκλείσουν ένα ανοιχτό, διαρκώς ανανεούμενο και ανακλητό σύστημα εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την εγχώρια αργκό, το ανοιχτό ονομάζεται λαϊκιστικό, ανατολικό, βαλκάνιο, κοντολογίς κακό· το κλειστό και ελεγχόμενο από αυτοοριζόμενους «άριστους», ονομάζεται αντιλαϊκιστικό, εκσυγχρονιστικό, φιλοευρωπαϊκό κ.ο.κ.

Ας κινηθούμε προς τα εμπρός, πέραν των διαχωρισμών. Το μέγα πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, δεν είναι το δίπολο λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός. Το πρόβλημα είναι η επαναφορά της πολιτικής στο προσκήνιο, δραστικής, και η επαναθεμελίωση της δημοκρατίας.

Διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου των Νικόλα Σεβαστάκη και Γιάννη Σταυρακάκη, «Λαίκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση», εκδ. Νεφέλη.

Ακούω κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Σκοτεινές, θρηνώδεις, πληκτικά επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις πάνω στο ναρκωμένο σώμα της Ελλάδας, από τα βάθη του χρόνου, καλοκαίρι-φθινόπωρο 2007, άνοιξη 2009, όταν όλα έβαιναν ομαλώς, χωρίς φανερούς γκρεμούς, σχεδόν χωρίς κατήφορο.

Σκαλίζοντας αρχεία, έπεσα πάνω σε ξεχασμένα μουρμουρητά, και κατεπλάγην: ήταν σαν σήμερα, τόσο δυσοίωνα. Μοντάρω πλάνα από παλιά ζουρνάλ:

1.

Ασύμμετρη Ελλάδα. Που κάνεις λαμπρούς Ολυμπιακούς, το 2004, με μια μονάχα πυρκαγιά απ’ τα πυροτεχνήματα του πάρτι, και λαμπαδιάζεις συγκλαδοκορμόριζη δύο μήνες ατέλειωτους προεκλογικούς, το μαρτυρικό καλοκαίρι 2007. Ιδια είσαι τότε και τώρα; Ιδια, άνιση, αντιφατική, μοιραία, ικανή για το άλμα, ικανή για την καταβύθιση.

Ασύμμετροι Ελληνες. Ράθυμοι καταφερτζήδες, κυνικοί ατομιστές, που εξυψώσατε την ατσιδοσύνη και κλείσατε το μάτι στη λαμογιά, που προσκυνήσατε την καταπάτηση και τη βαφτίσατε real estate, που ζηλέψατε τον μαυραγορίτη και τον φοροκλέφτη, που τιμήσατε με την ψήφο σας τον φαύλο και ανεχθήκατε υστερόβουλα τον ανάξιο. Μοιραίοι και άνισοι, που δεν στέρξατε να προσφέρετε ψίχουλο στο Κοινόν των Ελλήνων, μα τα ζητάτε όλα από το κράτος-πατερούλη και εκμαυλιστή.

Ασύμμετρε συνέλληνα, συμπολίτη, συνάνθρωπε, ας αφουγκραστούμε τώρα τη σιωπή της φρυγμένης γης. Νιώθουμε τη στάχτη της ξεκούρδιστης κοινωνίας, βλέπουμε στις οθόνες ανδρείκελα, κομμένες κεφαλές, διαρκείς υπομνήσεις της ενοχής, της δικής τους, και του δικού μας μικρού μερδικού.

Ας σκεφτούμε ποιοι είμαστε, εδώ που φτάσαμε.

[28.08.2007]

2.

Το πλήθος σαλεύει. Αντιδρά. Φορά μαύρα. Στέλνει sms. Αναζητεί την απολεσθείσα συλλογικότητα, το χαμένο σώμα, και το βρίσκει πρόχειρο, ψηφιοποιημένο ήδη, στο address book του κινητού και του λάπτοπ: το τέτοιο συλλογικό σώμα είναι απελπιστικά ρικνό, μια σκιά, είναι ουσιαστικά η παρέα και οι γνωστοί, αλλά είναι το μόνο ίσως σημείο εκκίνησης για την επανεύρεση του συλλογικού παιχνιδιού. Και μπορεί να πολλαπλασιαστεί, να πάει μακριά, σαν αλυσίδα από φρυκτωρίες. Οταν τα νεωτερικά δίκτυα ξεμένουν από σήμα, τα μεταδίκτυα συγκροτούνται ξαναβρίσκοντας το αρχαϊκό φλόγα-με-φλόγα, σώμα-με-σώμα.

Η μεσαία Ελλάδα δυσφορεί. Ξεφυσάει, σιχτιρίζει. Μα όπου κι αν στραφεί, αντικρίζει τοίχους. Εχασε την πίστη, έχασε τον λόγο. Η πίστη έγινε δεισιδαιμονία, έγινε φανατισμός· ο λόγος έχασε την κριτική του δύναμη, έγινε εργαλειακός, έγινε σύμβαση και χειραγώγηση. Η πολιτική διεξάγεται με αναθέσεις σε εργολάβους, με outsourcing. Η έκλειψη όλων αυτών επιτείνει τη δυσφορία. Κενό. […]

Σηκώστε τον ποδόγυρο! Διαπλέουμε τη Μεταδημοκρατία της Δυσφορίας…

[09.09.2007]

3.

Το περίβλημα στέκει όρθιο. Από μέσα όμως συντελείται διαρκώς μια εσωτερική κατάρρευση. Ενας φλοιός μάς συνέχει· η ψίχα φυραίνει αδιάκοπα. Η ψίχα είναι η ψυχή, η συλλογική ψυχή. Που δεν είναι πια ούτε ψυχή ούτε συλλογική […]

Η πολιτική ελίτ αιωρείται μέσα στο περίβλημα, στο κενό της κατάρρευσης, αυτονομημένη από το κοινωνικό σώμα, αυτονομημένη από τις ανάγκες και τις αγωνίες της κοινωνίας, κινούμενη μόνο βάσει των δικών της ιδιοτελών αναγκών, κινούμενη αποκλειστικά για την αυτοαναπαραγωγή της. […]

Οικονομική ελίτ: εν μέρει παρασιτική, εν μέρει υπερεθνική, εν όλω προσοδοθηρική, και σε κάθε περίπτωση ελάχιστα αναπτυξιακή και ριψοκίνδυνη. Η χώρα αντιμετωπίζεται ως πεδίο άντλησης κέρδους και σπανίως ή ποτέ ως δημόσιος χώρος που πρόσφερε ευκαιρίες κερδοφορίας και αξίζει άρα να του επιστραφεί μέρος του κέρδους. Κατάρρευση. Η γνώση των ασυμμετριών, λειψή και στρεβλή το συχνότερο, εκβάλλει πάντα στην πίκρα, στον φθόνο, τη μνησικακία, τη μεμψιμοιρία, τη μοιρολατρική αποδοχή της κατάρρευσης.

Ηττημένος χωρίς μάχη, ο πολίτης μέμφεται και ταυτοχρόνως φθονεί τους προνομιούχους κατεδαφιστές, αυτούς που έχουν το προνόμιο να επιζούν ενώ τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Η μνησικακία όμως ή η διάχυτη μικροδιαφθορά δεν σώζει· δεν προσφέρει αυτοπεποίθηση, πίστη, ελπίδα, δύναμη για να αντιστραφεί η διαδικασία της κατάρρευσης. Ετσι, την κατάρρευση πυροδοτεί κάθε πλευρά: η αυτοαναφορική, σχεδόν αυτιστική πολιτική ελίτ, η προσοδοθηρική, σχεδόν μοχθηρή οικονομική ελίτ, η παραλυμένη από φόβο μεσαία τάξη, τα κατώτερα στρώματα εξουθενωμένα προ πολλού από την ανέχεια και την αμάθεια, ακόμη και η νεολαία που βλέπει το μέλλον της διαψευσμένο και μαύρο προτού καν δοθεί της ζωής.

Χωρίς στοιχειώδη αυτογνωσία, χωρίς αυτοπεποίθηση και στρατήγημα, αυτή η πολυσθενής κοινωνία κινείται φυγόκεντρα και αντινομικά, κανιβαλίζεται […] παράγει κατάρρευση· την κατάρρευσή της.

[18.04.2009]

Το πρόσωπο του Ακη Τσοχατζόπουλου στις εφημερίδες των περασμένων ημερών εικονίζει μια εποχή, και το τέλος της. Ο άλλοτε πανίσχυρος υπουργός και γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, μέλος τη τρόικας, στενός συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου, παρ’ όλίγον πρόεδρος του κόμματος, ο συμπαθής Beau Brummel με τον ακατάληπτο σοσιαλίζοντα λόγο, απολογήθηκε ενώπιον της Επιτροπής Διαφάνειας του ΠΑΣΟΚ για το πώς απέκτησε τα πλούτη του και πώς συναλλάσσεται με υπεράκτιες εταιρείες. Το κόμμα του, το κόμμα που συνίδρυσε μαζί με άλλα ιστορικά μέλη το 1974, αφού τον άκουσε, αποφάσισε να αναστείλει την κομματική του ιδιότητα· να διώξει τον Ακη.

Ο 71χρονος πολιτικός εμφανίστηκε μπροστά στις κάμερες και τα μικρόφωνα για το τελευταίο του On, στο πεζοδρόμιο της Χ. Τρικούπη, εκεί όπου κάποτε παρλάριζε και χρησμοδοτούσε. Δεν έμοιαζε με τον συμπαθή γόη του παρελθόντος. Ηταν κουρασμένος, αδυνατισμένος, σουρωμένος, κατηφής. Δεν φορούσε γραβάτα, το πουκάμισό του ήταν ανοιχτό, φαινόταν ατημέλητος, παραιτημένος. Η φωνή του βγήκε βραχνή, ξέπνοη. Και το βλέμμα του… Το βλέμμα του ήταν θαμπό και άδειο, το βλέμμα ενός ανθρώπου που μόλις συνειδητοποίησε την ήττα, το βλέμμα ενός ανθρώπου που γέρασε απότομα και συρρικνώθηκε και άδειασε.

Μετά τα παλικάρια του εκσυγχρονισμού Μαντέλη και Τσουκάτο, Πασόκους του 1997-2004, το σύστημα ρίχνει κι άλλα κόκκαλα στο αγριεμένο πλήθος, ρίχνει τον Ακη, θεμέλιο του ΠΑΣΟΚ για τρεις δεκαετίες. Το κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου δεν περιμένει πια τον εισαγγελέα, τι θα πει, τι θα βρεί· σπεύδει να ξεσαβουρώσει, σπεύδει να εξευμενίσει την πάνδημη οργή, πετάει ό,τι του είναι περιττό. Πετάει κόκκαλα στο αγριεμένο πλήθος που καταδιώκει μανιασμένο το σύστημα, μήπως και κερδηθεί λίγος πολύτιμος χρόνος, μήπως και η προσοχή αποσπαστεί από τη θύελλα που έχει ξεσπάσει, από την απειλή φτώχειας και αποκλεισμού, από την αίσθηση ομηρίας, από το θαμπό παρόν και το δυσοίωνο μέλλον.

Το πλήθος ορμάει στο κόκκαλο, αλλά πολύ γρήγορα αποστρέφει το πρόσωπό του. Δεν χορταίνει με κόκκαλα, δεν χορταίνει με ξοφλημένους και καμένους, με ό,τι έχει ξεφωνηθεί. Tο πλήθος θα μείνει πεινασμένο και αγριεμένο. Και θα φερμάρει και θα αλυχτάει, όλο και περισσότερο, όσο θα σφίγγει ο κλοιός της επισφάλειας.

To επόμενο γεύμα θα είναι δημοσιογράφοι. Η λίστα με τους (πενήντα, εξήντα;) δημοσιογράφους που πήραν δώρα από τη Siemens. H λίστα ακούστηκε αλλά δεν εμφανίστηκε δημοσίως. Από μέιλ σε μέιλ κι από στόμα σε στόμα όμως κυκλοφορούν ονόματα, φήμες, πληροφορίες. Συνεχείς μικροδόσεις δημητήριου, τόσο όσο να σβήνει η δίψα του κοινού, τόσο όσο να μην σκοτώσει τον ασθενή. Ο Τάδε πήγε ταξίδι VIP με έξοδα της εταιρείας, ο Δείνα πήρε δώρο οικοσκευή, ο άλλος έλαβε δώρο σε ρευστό. Η λίστα κρέμεται πάνω από κεφάλια αδίκων και δικαίων, πάνω από την τιμή ενός επαγγελματικού κλάδου, που θα στολιστεί πάλι εν χορώ “αλήτες, ρουφιάνοι” κ.λπ., κρέμεται σαν χατζάρα πάνω από την αξιοπιστία των μήντια, που διαμεσολαβούν και κανονίζουν.

Ολοι εναντίον όλων. Υπό το φάσμα της κλιμακούμενης χρεοκοπίας, όλοι φημολογούν εναντίον όλων, η κοινωνία ποτίζεται ως το μεδούλι από μνησικακία, εχθρότητα, φθόνο, μοχθηρία, εκδίκηση. Κι όσο ποτίζεται, τόσο ερεθίζεται και ζητάει κι άλλο. Η μνησικακία φουντώνει μόνη της, αυτοτροφοδείται.

Οσο αντικρίζει ηττημένα βλέμματα, θρασείς επίορκους και δωρολήπτες, πολιτικά ερείπια, η κοινή αγριότητα θα ζητάει κι άλλα, κι άλλα. Το σύστημα θα απαντά, θα ρίχνει κόκκαλα και κορμιά στην αρένα. Ποιο το κέρδος από τούτη την ασύντακτη, σπασμωδική πτωματοφαγία; Κανένα ουσιώδες. Η φυσική εξόντωση προσώπων ήδη καταβαραθρωμένων ηθικά ικανοποιεί τη δίψα για τιμωρία και εκδίκηση, αλλά θέτει εκτός εστίασης τα πιο φλέγοντα προβλήματα, τις δομικές ανωμαλίες ενός συστήματος που αναπαράγεται τρώγοντας σάπια μέλη.

Η δίκη και η καταδίκη των καταχραστών είναι αναγκαία. Αλλά δεν είναι αρκετή. Η δικαστική εκκαθάριση του πολιτικού βίου αλά ιταλικά θα σαρώσει τα ήδη ερείπια· ίσως καταλήξει σε κράτος δικαστών, ίσως οδηγήσει σε εξαφάνιση των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών, ίσως οδηγήσει σε μπερλουσκονισμό και Παλινόρθωση, ίσως σε νέες μορφές αυταρχισμού. Πολύ δύσκολα όμως μπορούμε να διακρίνουμε πώς μπορεί ο αυτοκανιβαλισμός του συστήματος να δράσει χειραφετητικά και να οδηγηθούμε σε αναγεννημένο κράτος δικαίου. Οι ελεύθερες κοινωνίες δεν τρέφονται με πτώματα.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits