Το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου προκάλεσε αναρίθμητες ερμηνείες και συγκρούσεις, ιδίως εντός συνόρων, όπου είχε φανατικούς φίλους και φανατικούς πολέμιους ― διότι στο εξωτερικό ήταν ευρέως αποδεκτός, και σεβαστός. Πώς αλλιώς όμως; Ο Αγγελόπουλος εικονογράφησε κυρίως την Ελλάδα, με μελαγχολικές ελεγείες και βαριά φορτία συμβολισμών, με ακραίο φορμαλισμό και απόλυτο πάγωμα των συναισθημάτων. Η Ελλάδα του είναι μια χώρα μυθική που κείτεται στις στάχτες της ήττας και της διάψευσης, βουλιάζει στην απώλεια, είναι μια χώρα ήττας και πικρού αναστοχασμού. Από τα ’70s της Αναπαράστασης και του Θίασου, την Ελλάδα του Εμφυλίου, έως τα σκοτεινά τούνελ της Δραπετσώνας, την Ελλάδα της χρεοκοπίας.
Χριστιανός ευσεβιστής κατά τα νεανικά του χρόνια, αριστερίζων και άθεος κατά την ωριμότητα, έχτισε έναν καλλιτεχνικό κόσμο απ’ όπου απουσιάζουν ηχηρά ο ερωτισμός, το λαϊκό στοιχείο, τα αισθήματα ― δηλαδή ό,τι σφραγίζει τον νεοελληνικό βίο στα μάτια ιθαγενών και ξένων. Ο ευσεβισμός συναιρούμενος με την αριστερά απέφερε έναν ιδιότυπο πουριτανισμό, τέτοιον που εξόρισε οποιαδήποτε ερωτική σκηνή με κάποια θερμοκρασία από τις ταινίες του, εξόρισε το λαϊκό στοιχείο ως παραγωγό διονυσιασμού και αταξίας, εξόρισε τα αισθήματα ως επαφή, ώσμωση και ανταλλαγή υγρών. Οι άνθρωποι στο αγγελοπουλικό σύμπαν είναι Προμηθείς, μοναχικοί, μόνοι ενώπιον της ιστορίας που τους συντρίβει, ή το πολύ τους γνέφει κάτι αδιόρατο που μόνο αυτοί αντιλαμβάνονται.
Υψηλός φορμαλισμός. Οχι με τον τρόπο του Ιταλού Αντονιόνι που κορυφώνεται στα σύμβολα μα βαθμιαία αφήνεται στα αισθήματα, ή του Γερμανού Φασμπίντερ, του μελοδραματικού-διονυσιακού που εκκινεί από τον ωμό νατουραλισμό και κορυφώνεται στον σπαρακτικό φορμαλισμό του Querelle. Πάντως υψηλός φορμαλισμός, με χαρακτήρα, με υπογραφή.
Δεν ήταν όμως μόνο ένας φορμαλισμός εξ επιλογής και από ιδιορρυθμία, δεν ήταν ο φορμαλισμός ενός ρηχού ναρκισσιστή. Αντιθέτως, φρονώ ότι αυτή η κατεψυγμένη, υπερκαλαίσθητη φόρμα, η σταθερή απομάκρυνση από το ζέον βίωμα και το κινδυνώδες συναίσθημα, το μακρινό αργόσυρτο πλάνο, η καταστολή της θυμικής αντίδρασης του θεατή, ήταν η απόσταση που έπαιρνε από τη ζωή ένας ευαίσθητος, τραυματισμένος άνθρωπος, που δεν έβρισκε απαντήσεις στα οδυνηρά ερωτήματα, ένας μονήρης που δεν τον χωρούσε ο τόπος του. Μάλλον, ένας άνθρωπος διαπορών, περιπλανώμενος στην πραγματικότητα του αίματος και της θηριωδίας που διαμόρφωσαν τα νεανικά του χρόνια, και εντέλει αποστρέφει το πρόσωπό του από τη σάρκα και το χώμα, βουλιάζει στα σύμβολα, τις ιδέες. Θρηνεί για την αποϊεροποίηση του κόσμου, πενθεί την έκλειψη των ηρώων. Ετσι όμως αποστρέφει το βλέμμα του και από τη ζωή εν όλω, και θεραπεύει μια ορισμένη ηττολαγνία πλασμένη με αισθητικούς και ιδεολογικούς όρους.
Υπό μία έννοια, ο τέτοιος κόσμος του Αγγελόπουλου είναι ο κόσμος της μεταπολεμικής ελληνικής Αριστεράς, της ηττημένης, που αναδιπλώθηκε μέσα στην ήττα της και τράφηκε απ΄αυτήν, χωρίς ποτέ να την ξεπεράσει, να περάσει σε άλλη ιστορική φάση, να αντιληφθεί μια νέα πραγματικότητα και να αναμετρηθεί με άλλες προκλήσεις. Σαν να κόλλησε ο χρόνος στη Βάρκιζα του θρήνου, και όχι στη Λαμία του Αρη. Κι έτσι παρήγαγε ποίηση ήττας, ταινίες ήττας, τραγούδια ήττας, ιδεολογία ήττας, ήθος ήττας. Κατά κάποιο τρόπο, ξεχάστηκε ο κλέφτης και ο αντάρτης, ο άτακτος και ο οραματιστής, θάφτηκε το ηρωικό στοιχείο. Επικράτησε ο μικροαστός, ο μικρομεσαίος επιβιωτής, «αυτός που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ» του Κατσαρού, ο οποίος επιπλέον ενώ χτίζει τριάρι με αντιπαροχή και υλικά κατεδαφίσεως, ταυτοχρόνως και κατά αντιδιαστολή τραγουδάει νοσταλγικά το γεράνι και την αυλίτσα.
Ο αντιρεαλισμός του Αγγελόπουλου, τα ιδεολογικά και συμβολικά του φορτία, ενώ φαίνεται να συνομιλούν με ήρωες, ουσιαστικά πραγματεύονται την ήττα, τη διάψευση και την απουσία των ηρώων. Την απουσία νοήματος, την απουσία ζωής εντέλει. Εξ ου και οι ταινίες του όχι μόνο δεν ήταν λαϊκές, αρεστές και αποδεκτές από τον λαό, αλλά έφερναν αδιαφορία, χασμουρητά και δυσφορία στις μάζες. Οπως και η Αριστερά της ίδιας εποχής.
Με όλα αυτά δεν θέλω να αποτιμήσω καλλιτεχνικά το έργο του Αγγελόπουλου, ούτε να βρω ιστορικά λιποβαρή την Αριστερά στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οχι. Αλλά να, μες στις ταινίες του περνάει η Ελλάδα, η ζωή, οι δικές του αντιφάσεις του, οι δικές μας αντινομίες, διαθλασμένα, πρισματικά, μαγικά. Αρκούντως αληθινά.
12 Σχόλια
Comments feed for this article
29 Ιανουαρίου 2012 στις 2:56 μμ
vassilip
πολὺ καλὴ καὶ ἀκριβὴς ἡ παρουσίασή σας κύριε Ξυδάκη.
ὅμως ὅλα αὐτὰ ποὺ λέτε θὰ μπορούσαν, πιστεύω, νὰ εἰπωθοῦν μόνο μὲ μιὰ λέξη:
ἀλαζονία.
ἀφόρητα μπανὰλ ὑπερηφάνια,
αὐτὸ ἦταν τὸ ἔργο τοῦ μακαρίτη.
κρίμα ποὺ ξοδεύτηκε τόσος κόπος καὶ τόσοι ἀνθρώπινοι πόροι γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο ψέμα, ἕνα τόσο ἀκριβοπληρωμένο μὴ-νόημα.
29 Ιανουαρίου 2012 στις 3:30 μμ
@tsemberos
Η ενοχική τελευταία παράγραφος σας, δυστυχώς αναιρεί το πολύ εύστοχο κείμενο.
30 Ιανουαρίου 2012 στις 10:58 πμ
ο δείμος του πολίτη
Πολύ ωραίο αρθρο. Εξαιρετική προσέγγιση/παρουσίαση,
30 Ιανουαρίου 2012 στις 12:36 μμ
Έφη Λατσούδη
Κάποτε άκουσα τον Αγγελόπουλο να μιλάει για την στιγμή που μαζί με την μάνα του ψιλαφούσαν τα πτώματα στο νεκροτομείο για να βρουν το πτώμα του νεκρού πατέρα του. Νομίζω ότι οι ταινίες του, συμπληρωματικά σε ότι διάβασα στο εξαιρετικό αυτό άρθρο, είναι ένα τέτοιο ψιλάφισμα…που επαναλαμβάνεται.
30 Ιανουαρίου 2012 στις 4:53 μμ
Ελίνα Κωστοβασσίλη
Αν δεν μπορέσατε να κατανοήσετε το έργο του δημιουργού είναι ένα προσωπικό σας θέμα.
Από τη στιγμή όμως που κοινοποιείτε τις απόψεις σας ως κριτικός κινηματογράφου μάλιστα,θα έπρεπε να είστε πιο προσεκτικός γιατί παρασύρετε κι άλλους.
Αναρωτιέμαι γιατί το άρθρο είναι ανυπόγραφο και αν γράψατε τα ίδια και στη καθημερινή που αρθρογραφείτε.
31 Ιανουαρίου 2012 στις 12:51 πμ
Sraosha
«Το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου προκάλεσε αναρίθμητες ερμηνείες και συγκρούσεις, ιδίως εντός συνόρων, όπου είχε φανατικούς φίλους και φανατικούς πολέμιους ― διότι στο εξωτερικό ήταν ευρέως αποδεκτός, και σεβαστός.»
Ένας λόγος ήτανε και ο εξής: για το διεθνές κοινό ο Αγγελόπουλος ήταν ένας auteur του κινηματοαγράφου ανάμεσα σε άλλους: έχουν γίνει συγκρίσεις με τον Φελλίνι, τον ύστερο Μπέργκμαν και τον Ταρκόφσκι (αδίκως, κατ’ εμέ) , με τον Κουροσάβα κτλ.
Εντός των συνόρων, ωστόσο, παρουσιαζόταν ως ο ένας και μοναδικός Έλληνας σκηνοθέτης, η μία θεοειδήςενσάρκωση του ΝΕΚ και η μόνη άξια λόγου (και γενναίας επιχορήγησης) κινηματογραφική ματιά της Ελλάδας. Ο Αγγελόπουλος φορτώθηκε την εθνική μας μανία να κατασκευάζουμε «επάξιους εκπροσώπους» μας στο «εξωτερικό». Δυστυχώς.
31 Ιανουαρίου 2012 στις 2:01 πμ
efuimis nikolaou
η σινεματικη ανορθογραφια, του γιωργου του αγγελοπουλου, ειναι ακσεπεραστη, αφτο ειναι κατι ποθ ολοι το γνωριζουν, τωρα μετα χριστον κακοθελιτες προφιτες και αγραματοι, παντα λεγανε τα δικατους,
γιωργο αγγελοπουλε σηνεχησε απο εκει ψηλα…σε ευχαριστουμε..
31 Ιανουαρίου 2012 στις 8:02 πμ
no frost
Λίγο τον αδικείς τον Αγγελόπουλο.Δεν έχω δεί ακόμα τις 2 τελευταίες ταινίες του για να έχω σφαιρική άποψη αλλά οπωσδήποτε ο Αγγελόπουλος έκανε ποίηση με τις κινηματογραφικές του εικόνες και οπωσδήποτε κατάφερε να δώσει ένα ιδιαίτερο στίγμα της ελληνικής πραγματικότητας και των δεινών της, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Σίγουρα, δεν ήταν ένας τόσο δυνατός κινηματογραφιστής σαν τον Αλέξη Δαμιανό, στην διαπραγμάτευση του θέματός του και ιδίως στην εκφραστικότητα των χαρακτήρων ή στην μυθοπλασία του τραγικού, σίγουρα δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα με τον Κουροσάβα, τον οποίο μάλλον θαύμαζε, καθώς δεν κατείχε την σοφία του, αλλά ούτε και με τον Φασμπίντερ, που ήταν αριστοτέχνης στα πλάνα, με τεράστια κινηματογραφική και εικαστική παιδεία αλλά και φοβερά βιώματα κι εξπρεσιονιστική προπαιδεία..
Ωστόσο, έναν καλλιτέχνη δεν πρέπει τον κρίνουμε απο αυτά που δεν μας έδωσε αλλά απο το πόσο σημαντικά και αποτελεσματικά είναι αυτά που μας έδωσε.Κι ο Αγγεκόπουλος μας έδωσε πράγματα. Μπορεί σήμερα να μας φαίνεται καταθλιπτικός ο θίασος μια 4ωρη ταινία, αλλά εκείνες τις μαύρες εποχές απεικόνιζε ικανοποιητικά την χούντα.Έπειτα, ένας καλλιτέχνης δεν είναι δημοσιογράφος για να απεικονίζει ακριβώς την πραγματικότητα.. Και βέβαια, διαφωνώ εντελώς με την εικόνα που περίπου αφήνεις να εννοηθεί ότι πρόκειται περί ενός «μικροαστού».Δεν Νομίζω.
Τέλος,άλλο είναι να γράφεις μια αυστηρή κριτική όταν ο άλλος ζεί κι άλλο μόλις έχει πεθάνει..Ελπίζω να καταλαβαίνεις τι θέλω να πω..
31 Ιανουαρίου 2012 στις 4:07 μμ
Γιάννης Ἄλφα
Κι όμως, κι όμως, παρά τα όσα γράφονται και λέγονται, μέσα από αυτόν τον υποτίθεται αποστειρωμένο φορμαλισμό, ο Αγγελόπουλος κατάφερε και πέρασε και συναισθήματα, κατάφερε και ταξίδεψε τους θεατές. Κάποιους τουλάχιστον. Αναφέρομαι, για παράδειγμα, στο «Μετέωρο βήμα τού πελαργού» με τα ονειρικά πλάνα, στα τελευταία 45 λεπτά από το «Βλέμμα τού Οδυσσέα», και στην πολύ ανθρώπινη «Αιωνιότητα».
1 Φεβρουαρίου 2012 στις 11:13 μμ
Γιάννης Γεωργιάδης
Στον Αγγελοπουλο οι άνθρωποι βαπτίζονται σε υπέροχα τοπία. Είναι περισσότερο φιγούρες παρά υποκείμενα. Με την ένταση των ποιητικών εικόνων μόνο γίνεται προσπάθεια να δειχτεί η περιπέτειά τους και ίσως η αλήθεια τους. Η Ιστορία καθορίζει το ταξίδι της ζωής των ηρώων και το υπαρξιακό ερώτημα ακολουθεί. Περισσότερα ας σκεφτεί κάποιος άλλος μια και δεν έχω δει παρά μόνο 3 ταινίες του
Ας αναπαυτεί στον Κύριο των παιδικών του χρόνων
11 Φεβρουαρίου 2012 στις 12:56 μμ
costinho
Ξεκίνησε ως απάντηση σ’αυτό το κείμενο, αλλά τελικά βοήθησε να δοθεί σχήμα στις σκέψεις μου για τις εικόνες της Ουτοπίας του Τεό.
(με τίποτα το προσωπικό και όλο το σεβασμό, αλλά από την άλλη πλευρά).
http://aristerovima.gr/details.php?id=3142
1 Φεβρουαρίου 2016 στις 8:18 μμ
Υπερασπίζοντας την ποιητική της άλλης θάλασσας | Αντιφωνίες
[…] Νίκος Ξυδάκης της Καθημερινής, σε κείμενο με τίτλο «Η αισθητική της ήττας» στο προσωπ…, αναγνώρισε στις εικόνες του Αγγελόπουλου «ακραίο […]