Εγραφα προ μηνός («Διαβάζοντας τον θυμό στις ζωές των άλλων»): «Και ξάφνου η σχέση διακόπτεται, απότομα. Το παιδί αναχωρεί απ’ την εστία, μετακομίζει σε δικό του σπίτι, η επαφή αραιώνει ή χάνεται για μήνες, τα τηλεφωνήματα αραιώνουν, γίνονται με “απόκρυψη”. Αυτή η διακοπή με πάγωσε πιο πολύ απ΄όλα. Γιατί; Πώς; Τι θέλει να πει αυτή η διακοπή, η απόκρυψη, η απόσταση, η ρήξη; Μπαίνω στη θέση του «διακοπέντος» γονιού: Τι έκανα στραβά; Τι κάνω λάθος; Μπορεί όλα να είναι λάθος, μπορεί και τίποτε. Είναι θυμός, είναι πλήξη, είναι αίσθηση αποκλεισμού; Τι θυμώνει τον νέο τόσο, που διακόπτει τη σχέση με το σπίτι του και ενώνει το θυμό και το χνώτο του με συνομηλίκους όμοια θυμωμένους; Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι μόνος του, ενάντιο ίσως στον “σάπιο” κόσμο των μεγαλύτερων, των εξουσιών, των συστημάτων που τον ντρεσάρουν και τον αποκλείουν; »
Μερικές εβδομάδες αργότερα, έλαβα ένα μέιλ από το Λονδίνο. Με μια απάντηση: «Κανείς δεν μας είπε ποτέ «σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι”». Πόνεσε ο λαιμός μου. Το παραθέτω:
«Καλημέρα σας,
»Αρχικά να σας συστηθώ, με λένε Π., είμαι φοιτήτρια στα 24 (κάνω το μεταπτυχιακό μου στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου) και αναπόφευκτα έγινα κι εγώ ένας από αυτούς που «αναγκάστηκαν» να αφήσουν την πατρίδα επειδή «δεν υπάρχει» άλλος τρόπος επιβίωσης.
»Mε αφορμή ένα σας κείμενο «Διαβάζοντας τον θυμό στις ζωές των άλλων» παίρνω το θάρρος να σας γράψω για τις ανησυχίες που βιώνετε κι εσείς σαν γονιός που προσφέρετε τα πάντα στα παιδιά σας αλλά αναρωτιέστε για αυτή την απόσταση, την παύση επικοινωνίας και την οργή γύρω σας. Την αισθάνομαι κάθε μέρα, την κάνω πράξη συνειδητά πλέον και σας αποκαλύπτω ότι κρατώ απόσταση, γιατί πρέπει να δω τα πράγματα και να τα αξιολογήσω.
»Από τέτοια καθημερινή οικογένεια προέρχομαι κι εγώ, υπερ-σπουδαγμένη, με όλες τις ευκαιρίες στα πόδια μου. Αλλά κάτι με τρώει πάντα από μέσα (οργή το λένε). Δεν με ρώτησε κανείς ποτέ αν εγώ ήθελα να τα κάνω όλα αυτά, οι γονείς μου με θωράκισαν με χαρτιά, γιατί αλλιώς δεν έχω στον ήλιο μοίρα.
»Ετσι είναι; Μπορεί να είναι και έτσι, αλλά εμένα πάντα άλλα με ενοχλούσαν. Σκεφτόμουν ότι οι γονείς μου δε με αποδέχονται αλλιώς, ότι πρέπει διαρκώς να διαπραγματεύομαι την αξία μου και να αποδεικνύω ότι αξίζω και θα πάω μπροστά. Αλλιώς ξέρετε τι θα ήμουν; Ένα από αυτά τα παιδιά που όταν τα ρωτάς «τι σπουδάζεις;» αυτά σου απαντάνε (δειλά) τίποτα κι εσύ τα λυπάσαι τα καημένα γιατί δε τα κατάφερε στη ζωή του. Δεν πρόκοψε και είναι τεμπελόσκυλο.
»Έτσι φτάσαμε να αξιολογούμε τις ζωές μας; Και μετά μας φταίνε όλα; Το διαδίκτυο; Τα ΜΜΕ; Τα παιδιά σας και όλοι μας στρεφόμαστε σε εκείνους τους συνομήλικους που ασκούν τη μικρότερη κριτική πάνω μας και μας αποδέχονται όχι για τα πτυχία μας και τα κατορθώματα μας, αλλά γιατί υπάρχει ατόφια, καθαρή αγάπη και ανάγκη έκφρασης. Κάπως πρέπει να ακούσουν οι άλλοι αυτά που παράγει το κεφάλι μας. Με ορθόδοξα ή ανορθόδοξα μέσα. Είτε λέγεται ποίηση είτε λέγεται Πυρήνες της Φωτιάς.
»Κανείς δεν μας είπε ποτέ «σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι”, γιατί δε μας αφήσατε να γίνουμε αυτό που θέλουμε. Όσο καλό μας κάνετε με το να μας προστατεύετε, άλλο τόσο μας καταστρέψατε που δε μας αφήσατε να πάρουμε το δρόμο μας.
»Να ανησυχείτε που κρατάνε απόσταση τα παιδιά σας, ίσως βρούνε το δρόμο τους τελικά, κι ας θέλετε εσείς να τα τραβήξετε από το χέρι για να τα σώσετε και να τους δείξετε το σωστό. Αναρωτηθείτε μια στιγμή σε ποιόν κάνετε καλό και αν τελικά στη ζωή το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος είναι απλά μέτρο για να αξιολογείτε τα πράγματα και να τα βάζετε σε κουτιά. Οι άνθρωποι δεν θέλουν στρατηγικές και πολιτικές χειρισμού, δείξτε και νιώστε ότι η αγάπη σας δεν έχει τόσα μέτρα και σταθμά.
»Σας ευχαριστώ που με γεμίζετε με τόσο όμορφα κείμενα και σκέψεις. Ο Θεός να σας έχει καλά, συνεχίστε έτσι.
»Υ.Γ. Εγώ πάντα χορεύτρια μπαλέτου ήθελα να γίνω («άλλα είναι εκείνα που αγαπώ, / γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα / σαν να μουν άλλος κι όχι εγώ / μες στη ζωή πορεύτηκα» ― το είπε κι ο Ελύτης).»
19 Σχόλια
Comments feed for this article
27 Φεβρουαρίου 2011 στις 3:35 μμ
Left G700
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΓΡΑΜΜΑ
«Καλημέρα σας,
»Αρχικά να σας συστηθώ, με λένε Χ, είμαι εργαζόμενος στα 31 (κάνω τις βάρδιες μου ως ιδιωτικός σεκιουριτάς στο μετρό) και όχι αναπόφευκτα είμαι κι εγώ ένας από αυτούς που αναγκάστηκαν να αφήσουν τις σπουδές τους επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος επιβίωσης.
»Mε αφορμή ένα σας κείμενο “Διαβάζοντας τον θυμό στις ζωές των άλλων” παίρνω το θάρρος να σας γράψω για τις ανησυχίες που βιώνετε κι εσείς σαν γονιός που προσφέρετε τα πάντα στα παιδιά σας αλλά αναρωτιέστε για αυτή την απόσταση, την παύση επικοινωνίας και την οργή γύρω σας. Δεν την αισθάνομαι κάθε μέρα, δεν την κάνω πράξη συνειδητά πλέον και σας αποκαλύπτω ότι δεν κρατώ απόσταση, γιατί πρέπει να δω τα πράγματα και να τα αξιολογήσω.
»Από τέτοια καθημερινή οικογένεια προέρχομαι κι εγώ, όχι σπουδαγμένος, με καθόλου ευκαιρίες στα πόδια μου. Αλλά κάτι με τρώει πάντα από μέσα (οργή το λένε). Δεν με ρώτησε κανείς ποτέ αν εγώ ήθελα να τα κάνω όλα αυτά, οι γονείς μου δεν με θωράκισαν με χαρτιά, γιατί δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
»Ετσι είναι; Μπορεί να είναι και έτσι, αλλά εμένα πάντα άλλα με ενοχλούσαν. Σκεφτόμουν ότι η κοινωνία δε με αποδέχεται αλλιώς, ότι πρέπει διαρκώς να διαπραγματεύομαι την ύπαρξή μου και να αποδεικνύω ότι κάτι αξίζω και θα πάω μπροστά. Αλλά ξέρετε τι είμαι; Ένα από αυτά τα παιδιά που όταν τα ρωτάς “τι σπουδάζεις;” αυτά σου απαντάνε (δειλά) τίποτα κι εσύ τα λυπάσαι τα καημένα γιατί δε τα κατάφεραν στη ζωή του. Δεν πρόκοψαν γιατί δεν «έπαιρναν τα γράμματα».
»Έτσι φτάσαμε να αξιολογούμε τις ζωές μας; Και μετά μας φταίνε όλα; Το διαδίκτυο; Τα ΜΜΕ; Τα παιδιά σας και όλοι μας στρεφόμαστε σε εκείνους τους συνομήλικους που ασκούν τη μικρότερη κριτική πάνω μας και μας αποδέχονται όχι για τα πτυχία μας και τα κατορθώματα μας, αλλά γιατί υπάρχει ατόφια, καθαρή αγάπη και ανάγκη έκφρασης. Κάπως πρέπει να ακούσουν οι άλλοι αυτά που παράγει το κεφάλι μας. Με ορθόδοξα ή ανορθόδοξα μέσα. Είτε λέγεται ποίηση είτε λέγεται Πυρήνες της Φωτιάς.
»Κανείς, εκτός απ’ τους γονείς μας, δεν μας είπε ποτέ “σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι”, γιατί πιστεύουν πως δεν αξίζει αυτό που είμαστε. Όσο καλό κάνετε στα παιδιά σας με το να τα προστατεύετε, άλλο τόσο μας κάνατε κακό που δεν τα αφήσατε να καταλάβουν ότι κι ένας σεκιουριτάς στο μετρό αξίζει κάτι.
»Να ανησυχείτε που κρατάνε απόσταση τα παιδιά σας από έναν σεκιουριτά του μετρό, ίσως βρούνε το δρόμο τους τελικά, κι ας θέλετε εσείς να τα τραβήξετε από το χέρι για να τα σώσετε και να τους δείξετε το σωστό, ίσως καταλάβουν πως κι ένας σεκιουριτάς έχει την αξία του. Αναρωτηθείτε μια στιγμή σε ποιόν θα κάνετε καλό αν τα παιδιά σας δεν το καταλάβουν ποτέ και αν τελικά στη ζωή το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος είναι απλά μέτρο για να αξιολογείτε τα πράγματα και να τα βάζετε σε κουτιά και μετά να τα βάζετε στο μυαλό των παιδιών σας. Οι άνθρωποι δεν θέλουν στρατηγικές και πολιτικές χειρισμού, δείξτε και νιώστε ότι η αγάπη σας δεν έχει τόσα μέτρα και σταθμά. Δείξτε και νιώστε ότι η αγάπη σας περιλαμβάνει κι έναν σεκιουριτά του μετρό, που είναι στα 31 και δεν σπούδασε.
»Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το γράμμα μου. Ο Θεός να σας έχει καλά, ώστε να το καταλάβετε κάποτε. Και δεν χρειάζεται να πονέσει ο λαιμός σας.
»Υ.Γ. Εγώ πάντα μηχανικός ήθελα να γίνω («άλλα είναι εκείνα που αγαπώ, / γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα / σαν να μουν άλλος κι όχι εγώ / μες στη ζωή πορεύτηκα» ― το είπε κι ο Ελύτης).»
Για την αντιγραφή: Left G700
27 Φεβρουαρίου 2011 στις 3:50 μμ
nikoxy
@Left G700
Μερσί για την προέκταση.
27 Φεβρουαρίου 2011 στις 4:31 μμ
Left G700
Φίλε nikoxy,
Ευχαριστούμε για το ευχαριστώ. Να είσαι καλά.
Τα λέμε
27 Φεβρουαρίου 2011 στις 4:04 μμ
Ανώνυμος
Έχετε ακουστά για δυο πιτσιρίκους, που ενώ στον ένα άρεσαν μόνο οι λιχουδιές, οι καλές παρέες και τα παιχνίδια, στον άλλο άρεσαν τα παραμύθια, τα σπορ και μεγαλώνοντας νόμιζε πως είναι φυσιολογικό να έχει κανείς μια γλάστρα με φούντα στο μπαλκόνι του, τους ανάγκασαν και τους δυο οι γονείς τους να γίνουν πρωθυπουργοί;
Τι να πει κανείς και για το δράμα αυτών των πιστσιρίκων;
Εγώ θα πω «Τους αγαπώ γι’ αυτό που είναι – όχι γι’ αυτό που ο τόπος τους ανάγκασε να γίνουν, προκειμένου τώρα να θέλει να τους ξεσκίσει».
27 Φεβρουαρίου 2011 στις 7:38 μμ
χ.κ.
προτείνω ένα τελετουργικό, οπού θα πούμε «μ’αγαπώ γι’αυτό που είμαι», να συν-χωρεθούμε και να πάμε παρακάτω
27 Φεβρουαρίου 2011 στις 8:05 μμ
gritz
«Πρέπει διαρκώς να διαπραγματεύομαι την αξία μου και να αποδεικνύω ότι αξίζω και θα πάω μπροστά»: Αναρωτιέμαι, άν έρχονται στιγμές που βλέπω το δικό μου παιδί με αυτό τον τρόπο και με αυτά τα δέοντα. Και μόνο που αναρωτιέμαι, παγώνω.
Αλλά με τα τόσα γυρίσματα του κόσμου και το δύσκολο καιρό, μερικές φορές οι ποιητές εκτός από ευαίσθητοι παρατηρητές, είναι ευτυχώς και οι πιό ρεαλιστές. Αφού, προφανώς, ο Ελύτης έχει δίκιο, ίσως αξίζει ο άλλος δρόμος εκδήλωσης της γονεïκής στοργής, ο ειρηνευτικός, o ολίγον «στωïκός». Ένας άλλος ποιητής, ο Ρίλκε, το διατύπωσε επιγραμματικά, μετά από ένα τραγικό γεγονός:
«Ποιός μιλά για νίκες; Ν’ αντέχεις, είναι το πάν».
28 Φεβρουαρίου 2011 στις 1:40 πμ
maigret
«Απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη». {Γράμμα παραλλαγή δεύτερη} Κατανοώ, συμμερίζομαι, συμπάσχω. Αλλά έπειτα από λίγο, κλάσματα σχεδόν του δευτερολέπτου, εξοργίζομαι. Τόσο εύκολη παράδοση, τόσο εύκολη αποδοχή της ήττας; Γιατί; Κι είμαι από ταπεινή γενια. Τα νοιώθω όσα γράφουν. Τα ‘χω σπάσει κι εγώ τα μούτρα μου. Αλλά παλεύω ρε …… Παλεύω. Και κυρίως δίνω. Δεν ζητάω συνέχεια. Δεν είναι κάθε μου πνοή ένα θέλω. Κι όσα δεν πήρα, αγωνίζομαι να τα δώσω τουλάχιστον εγώ. Κι αγάπη και συγχώρεση κι αναγνώριση. Και είναι πολλά και είναι δύσκολο. Και για όσα εγώ επέλεξα να έχω σαν όνειρα, κλέβω απ’ τον ύπνο, απ’ τις ώρες τις ίδιες. Ξεκλέβω στιγμές και τους τις χαρίζω. Τα τρέφω με αγωνία και τα βλέπω να θεριεύουν με τις θυσίες. Ξοδεύομαι; Μπορεί. Αλλά έχω μάθει να ζητάω απ’ τη ζωή και όχι απ’ τους άλλους μια ζωή. Ας είναι. Η μικρή μου κόρη κοιμάται. Θα της δώσω ένα φιλί και θα της ψυθιρίσω να μην το βάλει κάτω ποτέ, ακόμη κι όταν θα έχει απέναντί της εμένα και την πιθανά καταπιεστική μου αγάπη. Ελπίζω να μ’ ακούσει. [Κάποτε ήθελα να γίνω καθηγητής Πανεπιστημίου, το θέλω ακόμη, απλώς τώρα γνωρίζω ότι είναι πιο δύσκολο από ποτέ]
28 Φεβρουαρίου 2011 στις 1:56 πμ
no frost
Μερικοί, αποτυχημένοι ως άνθρωποι, νοιώθουν τόσο επιτυχημένοι που «απαιτούν» από τους άλλους έμμεσα ή άμεσα την ίδια «επιτυχία» ρόλων, ανάλογα «επιτεύγματα» προκειμένου να τους αποδεχτούν, να τους δείξουν αγάπη ή ακόμη και να τους δώσουν κάποια σημασία.
Τα παιδιά, όπως και οι φίλοι αυτών των ανθρώπων αντιλαμβάνονται αυτό το ανταγωνιστικό παιχνίδι εξουσίας κι έτσι αποξενώνονται γιατί δεν εισπράττουν αληθινή αγάπη, η οποία είναι από την φύση της, πάντα, άνευ όρων.
Γιατί η ανταλλακτική αγάπη είναι ένα είδος εμπορίου, μια μπακαλική εμπειρία συναλλαγής ή μια επιφανειακή λυκοφιλία συμφερόντων και πρεστίζ..
Με τον ίδιο τρόπο, που η «φιλία» με σημαίνοντα πρόσωπα εξουσίας, ή διασημότητες αποτελεί μια επικοινωνιακή τρίπλα αύξησης του κοινωνικού πρεστίζ, μια αλλαξοκωλιά κολακείας των διψασμένων εγώ, με τον ίδιο τρόπο κάποιοι γονείς, μετατρέπονται σε λοχίες και δυνάστες των παιδιών τους αδιαφορώντας, όπως γράφει η κοπέλα για αυτά τα ίδια, αλλά ενδιαφερόμενοι για τους ρόλους εξουσίας και επιτυχίας που θα τους ορίσουν εκείνοι. Αυτή βέβαια, είναι μια πολύ παλιά ιστορία, που θυμίζει ελληνικές ταινίες. Ευτυχώς, εγω δεν έζησα τέτοια εμπειρία, είχα πλήρη ελευθερία να επιλέξω κι έμαθα νωρίς να μην αποζητώ «εχέγγυα» για να αγαπήσω και να εκφραστώ. Η ζωή, είναι άλλωστε πολύ μικρή για τέτοιες διακρίσεις και μικροψυχίες.
28 Φεβρουαρίου 2011 στις 10:41 πμ
λ.κ
έννοιωσα μια μικρή ανακούφιση διαβάζοντας το γράμμα, ενστικτωδώς δεν ήθελα- δεν θεώρησα ότι μπορώ να επιβάλω στα παιδιά μου τι να κάνουν ή να μην κάνουν στη ζωή τους. αυτό σημαίνει βέβαια ότι τους πέταξα τελείως το μπαλάκι,η στήριξη μεν των γονέων, η ευθύνη δε, δική τους!
28 Φεβρουαρίου 2011 στις 7:05 μμ
Ανώνυμος
Το να αναρωτιέται ένας γονιός «αν έκανε ή δεν έκανε κάτι καλά» προς τα παιδιά του (σαν να αναρωτιέται, αν ψήφισε ή όχι το σωστό κόμμα, την ώρα πού ό,τι και αν ψήφιζε, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο) είναι το πρόβλημα, ανεξαρτήτως του αν τελικώς το έκανε ή δεν το έκανε καλά. Αυτό το «καλά» που νομίζει πως «οφείλει» να πράττει πάντα (με την έννοια που «οφείλει» να πληρώνει και τις δόσεις του στις τράπεζες) είναι η μαύρη τρύπα τόσο της οικογένειας, όσο και της πολιτικής.
Το παιδί δεν είναι έργο τέχνης, δεν είναι οικόπεδο, δεν είναι πεδίο επιχειρήσεων.
Το παιδί, δεν είναι ρόλος σε μια παράσταση με σκηνοθέτες τους γονείς του.
Αν όμως πάει να πει κανείς π.χ. στον Άδωνη, τι ΔΕΝ είναι τα παιδιά του, θα νομίσει ο Άδωνης πως πάει να του κλέψει τα τίμπερλαντ.
«Στα δικά μου τα παιδιά, κουμάντο κάνω εγώ» είναι το εθνικό, λεβέντικο μότο μας. Αλλά και το διεθνές, μια και σαν παιδιά τους μας αγαπούν οι ισχυροί που ξέρουν πώς να είναι ισχυροί, έναντί μας (όπως ακριβώς και οι γονείς ξέρουν τα πάντα έναντι των ανίσχυρων παιδιών τους), γι’ αυτό και μας λένε πώς οφείλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας, αν θέλουμε να είμαστε καλά παιδιά και να μας αγαπούν.
Εγώ θα έλεγα να πάνε να πηδηχτούν και οι μεν και οι δε (με την καλή έννοια βέβαια)!
Εγώ επιθυμώ να μην ωριμάσω ούτε ως παιδί, ούτε ως γονιός, ούτε ως έθνος.
28 Φεβρουαρίου 2011 στις 9:21 μμ
Ανώνυμος
«Η αλλοτριότητα δεν κατακτάται ποτέ.
Εάν κατακτηθεί, γίνεται ταυτότητα, δηλαδή αυτοκαταργείται.
Αν μία εποχή επιθυμεί να υπερβεί την εμπλοκή στην ταυτότητα,
πρέπει να αυτοχρισθεί εποχή όχι τής αλλοτριότητας αλλά αναζήτησής της.
H αλλοτριότητα καθίσταται ποθητός αλλά και ανέφικτος στόχος
επειδή μετακινείται διαρκώς όπως το ποθούμενο ερωτικής έλξης
που δεν τής επιτρέπεται να ικανοποιηθεί ποτέ.
Μόνο μία αενάως μετατοπιζόμενη αλλοτριότητα,
ως απρόσιτο ερωτικό αντικείμενο,
είναι ικανή να προκαλεί την αέναη προσπάθεια προσέγγισής της
και έτσι να παραμένει αναλλοίωτη και ανεξάντλητη,
άρα διαρκώς ποθητή.
Έτσι, το Άλλο και ο Άλλος
διαιωνίζονται χωρίς να αλλοιώνονται.»
Δημήτρης Δημητριάδης Φεβρουάριος 2011
Ως σχόλιο
Η «ελληνικότητα» ήταν κάποτε η αναζήτηση της αλλοτριότητας.
Δεν ήταν η συμμόρφωση, η τροχοδρόμηση προς το πρότυπο/ταυτότητα/ουσία. Η ελληνική τέχνη, αναζήτησε το πέραν του τέλειου/ουσιαστικού (μια και το τέλειο, διαπίστωσε εμπράκτως πως είναι πεπερασμένο και πως δυνάμεθα να το υπερβούμε). Το ότι αυτή η άνευ ταυτότητας «ελληνικότητα» κατέρρευσε, οφείλεται στο ότι μια άλλη παράλληλη και επίσημη «ελληνικότητα», αυτή της ουσιαστικής ταυτότητας, κυριάρχησε και κυριαρχεί ακόμα.
Ξεχνάμε πως παιδεία, είναι η μετάδοση της όποιας γνώσης μέσω της όποιας εμπειρίας (και όχι μόνο η επιτυχής μετάδοση της γνώσης που επιθυμούμε να μεταδώσουμε). «Μα εγώ, του έμαθα αυτό (όπου «αυτό» μπορεί να είναι το οτιδήποτε ή το τι σημαίνει να είσαι Έλληνας)», λέει ο γονιός για το παιδί. Ωστόσο δεν του έμαθε μόνο «αυτό». Του έμαθε και πώς ο ίδιος ο γονιός μπορεί να κατανοήσει και να μιλήσει για «αυτό» ή και για κάτι «άλλο». Του έμαθε για (και ενδεχομένως «σετάρισε» μέσα στο μυαλό του παιδιού του) τα τεράστια κενά και τις τρύπες που έχει ο ίδιος μέσα στο κεφάλι του για τα πάντα.
Το παιδί δε, καλείται όχι μόνο να ξεδιαλύνει το χάος της όλης δοσμένης γνώσης, αλλά να είναι και «συνεπής» ως προς αυτό το χάος.
Για ποια κατακερματισμένη ταυτότητα μιλάμε; Οφείλουμε, δηλαδή, να μην έχουμε κατακερματισμένη ταυτότητα, αλλά να φτιάξουμε μια ταυτότητα ισχυρή; Γιατί; Επειδή έτσι βολεύει τη Μέρκελ; Επειδή έτσι νοείται η ανάπτυξη; Επειδή αυτή την άποψη έχει ο κάθε Άδωνης, περί του «πώς οφείλει να είναι ο Έλληνας»;
Μήπως πρέπει να αρχίσουμε να αναζητάμε την αλλοτριότητα της «ανάπτυξης» ή ακόμα και της «γνώσης» πέραν της «ελληνικότητας»;
1 Μαρτίου 2011 στις 4:12 μμ
Riski
Σκέφτομαι ότι προϋπόθεση για να «σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι» είναι να γνωρίζω τι είσαι. Σ’ αυτό δεν έχω καταφέρει να καταλήξω ούτε για μένα, θα είχε πλάκα να το ισχυριζόμουν για άλλους.
Με τα παιδιά κατάφερα να αποκαταστήσω, σε ένα βαθμό, τις σχέσεις μου όταν κατάλαβα πόσα μου συγχωρούν και πόσα ανέχονται από μένα. Το γεγονός αυτό, στα μάτια μου τα κάνει αυτομάτως πολύ ανθεκτικά, υπομονετικά και μεγαλόψυχα πλάσματα. Έτσι τουλάχιστον αποφάσισα εγώ. Και έτσι άρχισα να αγαπάω τα ελαττώματά τους, τα περισσότερα εκ των οποίων, είναι πανομοιότυπα με τα δικά μου (τα υπόλοιπα, ως άγνωστα σε μένα, είναι έτσι κι αλλιώς, γοητευτικά και μυστηριώδη – δεν αποτελούσαν ποτέ αντικείμενο αντιπαλότητας).
1 Μαρτίου 2011 στις 8:52 μμ
Ανώνυμος
Riski
Το «σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι» δεν σημαίνει αποκλειστικά και μόνο «σε αγαπώ επειδή αναγνωρίζω την ταυτότητά σου» όπου επίσης σημαίνει «αγαπώ την ταυτότητά σου, την ξεχωρίζω από τις άλλες ταυτότητες που δεν αγαπώ ή που μου είναι αδιάφορες» κ.λπ. αλλά μπορεί να σημαίνει κάλλιστα «σε αγαπώ επειδή συνειδητοποιώ ότι δεν έχεις ταυτότητα ή επειδή την όποια ταυτότητα σχηματοποιείς, διαρκώς τη διευρύνεις» κ.λπ.
Εξάλλου και η ταυτότητα, είναι αμφίδρομη έννοια. Άλλη «ταυτότητα» (ή «μη ταυτότητα») έχω εγώ στο νου μου όταν λέω για παράδειγμα «θαυμάζω τον Βιτγκενστάιν» και άλλη έχει στο νου του κάποιος άλλος που λέει «δεν τον θαυμάζω, τον βαριέμαι» κ.λπ. Κανείς από τους δυο μας δεν έχει δίκιο ή άδικο. Απλώς συμβαίνουν και τα δύο, χωρίς να αφορούν καν το ίδιο «πράγμα».
Ωστόσο, μπορεί να αισθανθεί (και να πει) κανείς «σε αγαπώ, αδιαφορώντας για το αν έχεις ή δεν έχεις ταυτότητα». Η παιδαγωγική αγάπη, για παράδειγμα, δεν είναι θεωρητικό μόρφωμα αλλά αίσθημα (βίωμα), το οποίο διακατέχει τον δάσκαλο έναντι όλων των παιδιών είτε τα «γνωρίζει» είτε όχι. Δεν «φεύγει» μάλιστα, όσο και αν «γνωρίσει» κάποιο παιδί και όσο «κακό» παιδί και αν χαρακτηρίζεται αυτό από τους υπόλοιπους.
Αντιθέτως, μπορείς κάλλιστα να επιλέγεις το «αγαπημένο» σου, ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών σου, ενώ τα υπόλοιπα δάχτυλά σου να τα θεωρείς υποδεέστερα ή ακόμα και να τα μισείς.
2 Μαρτίου 2011 στις 1:46 πμ
no frost
A ρε Ανώνυμε Β’..Αν και στην προτελευταία σου φράση δείχνεις να τόχεις πιάσεις το υπονοούμενο, που λέει κι ο Καρατζαφέρης στο τέλος το κλείνεις λίγο ανώμαλα το πόνημα.Ο πολύς Βιντγκενστάιν σε οδήγησε να μισήσεις μερικά απο τα δάχτυλα του ποδιού σου-φευ!!!!!
Ωρες -ωρες θαυμάζω την απίστευτη μαλακία που μπορεί κανείς να εντοπίσει στην μπλογκόσφαιρα (με την καλή έννοια).Πως το μυαλό απασφαλίζει απωθημένα, φαντασιώσεις,εκτροπές λόγου,παραμυθιάσματα,αφελείς νεφελοκοκκυγίες,περιπλανήσεις στο κενό,ανοητες φλυαρίες,πεζολογίες,λόγια πλώρης κλπ! Ενα υπέροχο αχανές τσίρκο-μα την Παναγία!
2 Μαρτίου 2011 στις 3:40 πμ
Ανώνυμος
no frost
Θα έπρεπε να διευκρινίσω σαφέστερα, πως την τελευταία φράση την έγραψα αναλογιζόμενος όσους μας βομβαρδίζουν καθημερινώς με τις «αγαπημένες» τους εκπομπές, τα «αγαπημένα» τους τραγούδια, τα «αγαπημένα» τους ριγκτόουνς, τα «αγαπημένα» τους της ΕΡΤ, του ΠαΣοΚ, της ΝουΔου και των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων. Το έγραψα επίσης για τα «αγαπημένα» των αναρχικών, για τα «αγαπημένα» των τρομοκρατών, για τα «αγαπημένα» των βασανιστών, των χριστιανών, των μουσουλμάνων, των αγνωστικιστών.
Το έγραψα αναλογιζόμενος την «αγαπημένη» μου δημοκρατία, μέσα στην οποία οφείλω να λέω πως έχω κι εγώ «αγαπημένα», αλλιώς, δεν θα είμαι καθόλου «αγαπημένος» για τους υπόλοιπους δημοκράτες.
Εξάλλου, τα «αγαπημένα» μου γράφω κι εγώ εδώ, για να δικαιολογούμαι σε σένα, που δεν σου κρύβω, είσαι ένας (ή μία) εκ των αγαπημένων μου.
10 Μαρτίου 2011 στις 3:35 πμ
no frost
@ ανώνυμος
είσαι αφοπλιστικός.. έτσι είναι όπως τα λες..
4 Απριλίου 2012 στις 1:23 πμ
a delirium of love
1 Μαρτίου 2011 στις 8:52 μμ, Ανώνυμος
χωρίς να αφορούν καν
το ίδιο «πράγμα».
ακριβώς περί αυτού.
ότι αυτό το «πράγμα»
«πράγματι» υπάρχει.
10 Φεβρουαρίου 2013 στις 1:26 μμ
Με τόσα χώματα στη γλώσσα « βλέμμα
[…] ανέτρεξα σ’ ένα γραφτό πριν δύο χρόνια ακριβώς, (και αυτό) που μου το θύμισε κι ένας φίλος. Εγραφα με μια […]
12 Φεβρουαρίου 2013 στις 9:33 πμ
Κ. Ψάλτου
…πόνεσε και ο λαιμός μου και τα μάτια μου …
ο γιος μου με ρώτησε πριν ένα χρόνο, έχοντας ολοκληρώσει σπουδές και master σε Ι.Τ.: τελείωσα οκ με τον κύκλο σπουδών που θέλατε και θα ασχοληθώ με την μουσική που πάντα ήθελα…αν αποτύχω θα με αγαπάς, έστω κι αν είμαι αποτυχημένος???!!! ναι του απάντησα εγώ θα σε αγαπάω πάντα και πάνω από όλα…