ζωγραφική Μανώλη Ζαχαριουδάκη
Ο ναυτομάγειρας Σιακαντάρης από το Κυριάκι Βοιωτίας σμίγει με την Μπαμπέτ της Κάρεν Μπλίξεν. Ο αισθησιασμός και η φιλαλληλία της Γαλλίδας μαγείρισσας του Café Anglais μεταμορφώνει στη Δανία τους στεγνωμένους πουριτανούς σε ευφρόσυνους ανθρώπους. Τα αφουγκράσματα και τα χάδια του Γεράσιμου παρηγορούν και ευφραίνουν τους μοναχοδαρμένους ναυτικούς καταμεσίς του ωκεανού, απογειώνουν το καράβι.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, το «Σουέλ», η Ιωάννα Καρυστιάνη πετυχαίνει να χτίσει δύο πρόσωπα, ξεχωριστά. Το ένα είναι είναι η Λίτσα Τσίχλη, η λαϊκή γυναίκα που προσφέρει τη ζωή της στον έρωτά της, σταλαγματιά σταλαγματιά, που θυσιάζει τα νιάτα της χωρίς παράπονο, χωρίς προσδοκία, μόνο για την ελευθερία της επιλογής να δοθεί· μια μορφή προκλητική και συγκλονιστική στην ελληνική πεζογραφία, που πάει να συναντήσει την Εκάβη και τη Νίνα του Ταχτσή, την Έμμη του Τσίρκα στη Λέσχη, τη Μαρίνα του Καραγάτση στη Μεγάλη Χίμαιρα, τις μεγάλες ηρωίδες της μελοδραματικής όπερας, τις γυναίκες του ιταλικού νεορεαλισμού. Αυτή είναι το κορυφαίο πρόσωπο στο Σουέλ.
Στο πλάι της, ένας β’ ανδρικός ρόλος. Ο μάγειρας Γεράσιμος Σιακαντάρης έχει την ίδια στόφα με τη Λίτσα: σκοπός και κινητήρας της ύπαρξής του είναι η αγάπη ― η παραμυθία έστω. Είναι ταμένος να ευφραίνει και να γλυκαίνει, να παρηγορεί και να συνεπαίρνει.
Ιδού πώς τον ζωγραφίζει η Καρυστιάνη: «Με τα μεγάλα ανοιξιάτικα σαν δροσερά αμπελόφυλλα μάτια, ο Γεράσιμος Σιακαντάρης, ο πενηνταπεντάρης μάγειρας που γνώριζε απταίστως ολωνών τα ζόρια και τα χούγια…» Και παρακάτω: «με μάγουλα και στομάχια παραδοσιακού εστιάτορα, χωρίς οικογένεια στο κεφάλι του, είχε ανάγκη μια στέρεη σχέση για να πιάνει τόπο η καλή του καρδιά».
Ο μάγειρας είναι ιερέας ταμένος να υπηρετεί τον δεσπότη του, τον καπετάνιο, και το εκκλησίασμα, το πλήρωμα του καραβιού. Λειτουργία του η ηδονή: το παραλήρημα και η παραμυθία. Αφουγκράζεται τα ζόρια και τις ορέξεις και θεραπεύει, ψυχοθεραπευτής και σαμάνος. Να: «… είχε το ταλέντο του κλέφτη, λήστευε τα κόλπα των μπαρμπέρηδων, των ραφτάδων, των πολιτικών μηχανικών, έκανε χωρίστρες στις μακαρονάδες, κεντούσε παστιτσάδες, έχτιζε μπούτια στο αλάτι και απολάμβανε μετά τους άντρες να παραληρούν για κείνον».
Η σχέση του με τον καπετάνιο και το πλήρωμα είναι εξόχως ψυχοσωματική, ερωτική. Ενα επεισόδιο την περιγράφει ολόκληρη, όταν απεγνωσμένος από την γκίνια, επικαλείται τον προστάτη των μαγείρων, τον Αγιο Ευφρόσυνο, κι αυτός του αποκαλύπτει πώς να μεταμορφώσει το αρνί σε πηγή ευφροσύνης: συνάδελφε Γεράσιμε, λούσε το με κρασί. Ιδού και με τα λόγια του:
«Το πλοίο δεν πετούσε. Φαγώθηκα να το απογειώσω. Και το πέτυχα μια Κυριακή μεσημέρι. Ελουσα το αρνί με κρασί, το ‘πλυνα από τις κατρούλες και όσο ψηνόταν χάιδευα το κορμάκι του μ’ ένα σκουπάκι από ρίγανες. Το πλήρωμα ξεκοκκάλισε κι εμένα. Ηρθαν ένας ένας και με φιλούσαν. Βρήκα το χέρι μου. Μετά από τέσσερις μήνες στο Καλυψώ έσπασε η γκίνια».
Η μορφή του μάγειρα Γεράσιμου Σιακαντάρη, μια Λωξάντρα πιο στοχοπροσηλωμένη, παρότι δευτεραγωνιστική στο μυθιστόρημα όπου ανήκει, ανοίγει ενδεχόμενα στην εγχώρια πεζογραφία: προς έναν τελετουργικό ηδονισμό, μια εξύψωση του γήινου και εγχώριου, μια αντιμετώπιση της υλικής καθημερινότητας βαθιά και ελαφριά μαζί.
Παίρνει τη μαγειρική από την κοσμοπολίτικη επιφάνεια και την προσγειώνει στο χώμα των αισθήσεων και των συναισθημάτων· η τέχνη του μάγειρα-σαμάνου διεγείρει σώματα και ευφραίνει καρδίας. Η μαγειρική δεν είναι λέσχη αισθητών, αλλά κυμάτισμα ψυχών και σωμάτων, είναι το σουέλ, το βουβό κύμα του ωκεανού.
Ο Σιακαντάρης δεν παραμελεί τους άλλους πολιτισμούς, τις άλλες γεύσεις, πειράζει ταϋλανδέζικα και κινέζικα, ανακατεύει υλικά, αλλά στις μεγάλες προκλήσεις καταφεύγει στις μεσογειακές τελετουργίες, αυτές που αντιλαμβάνεται βαθιά: λούζει το αρνί στο κρασί, το χαϊδεύει με ρίγανη, σκαρώνει περίτεχνα νηστίσιμα, φυλάει υλικά για κόλλυβα. Το μπανιαρισμένο αρνί γίνεται έτσι πεδίο όπου σμίγουν φυλές και άτομα. Κοινωνία.
Ο ναυτομάγειρας Σιακαντάρης από το Κυριάκι Βοιωτίας σμίγει με την Μπαμπέτ της Κάρεν Μπλίξεν. Ο αισθησιασμός και η φιλαλληλία της Γαλλίδας μαγείρισσας του Café Anglais μεταμορφώνει στη Δανία τους στεγνωμένους πουριτανούς σε ευφρόσυνους ανθρώπους. Τα αφουγκράσματα και τα χάδια του Γεράσιμου παρηγορούν και ευφραίνουν τους μοναχοδαρμένους ναυτικούς καταμεσίς του ωκεανού, απογειώνουν το καράβι.
περιοδικό Γαστρονόμος, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 03.12.2006
36 Σχόλια
Comments feed for this article
3 Δεκεμβρίου 2006 στις 8:44 μμ
dimitris-r
Μέρες γυροφέρνει στο μυαλό μου αυτή ακριβώς η αίσθηση που σου αφήνει το «Σουέλ». Είχα μάλιστα ξεκινήσει να γράφω κάτι με τίτλο: «Η γαστριμαργία του Σουέλ της Καρυστιάνη», γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει, δεν χτίζει δυο πρόσωπα η συγγραφέας -τέσσερα μαζί με τον πατέρα και τον γιό, πέντε αν μετρήσουμε και τη σύζυγο- αλλά και έναν ύμνο στη συμβολή της μαγειρικής στις σχέσεις των ανθρώπων. Εκείνο που κανείς δεν είδε και χαίρομαι που το ξεχώρισες, χαρίζοντάς μας αυτό το δισέλιδο στον Γαστρονόμο, είναι η αίσθηση του καλομαγειρεμένου που μένει στο τέλος σαν επίγευση. Γιατί η Καρυστιάνη, μαγείρεψε μια ιστορία για τη βουβή γεύση της θάλασσας, αλλά τα υλικά της σκορπισμένα σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, μοσχοβολούν από το σουέλ της θάλασσας των γεύσεων.
Σήμερα το πρωί, διάβαζα τον Ευφρόσυνο Γεράσιμό σου πίνοντας τον καφέ μου στον φθινοπωρινό Γιαλό και χαμογελούσα καθώς έβλεπα το ποστάλι στον Απάνω Μόλο να φορτώνει κόσμο και τα καΐκια σε μια γραμμή αραγμένα στο Άι Νικολάκι της Καδένας να συμφωνούν μαζί σου για μια «μαγειρική που φεύγει από την κοσμοπολίτικη επιφάνεια και προσγειώνεται στο χώμα των αισθήσεων και των συναισθημάτων».
Το πρωινό σουέλ, το βουβό αντιμάμαλο του κειμένου σου, έφερε ένα ούζο με κομμάτι ρέγκα στην υγειά σου.
4 Δεκεμβρίου 2006 στις 1:06 πμ
Πάνος
Τέτοιους μάγειρες θέλουμε!
Και τέτοιους κειμενογράφους…
4 Δεκεμβρίου 2006 στις 1:34 πμ
Αθήναιος
Όπως ξέρετε, ως κάποιος που έχει περάσει από τις επαγγελματικές κουζίνες, βλέπω τη Μαγειρική στον αντίποδα των τελετών, ιερουργιών και ιερέων.Άσχετα αν θεωρώ τον Άγιο Ευφρόσυνο πολύ ωραία μορφή, δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία έβαλε για προστάτη των μαγείρων έναν κουζουλό, ένα χαζό που τον περιέπαιζαν οι ίδιοι του οι αδελφοί στο μοναστήρι.
Δεν είναι τυχαία που στα Μοναστήρια την ώρα του φαγητού διαβάζει κάποιος αποσπάσματα από τις Πράξεις των Αποστόλων για να μην αφεθούν οι μοναχοί στην απόλαυση που φέρνει στη σάρκα.
Η Μαγειρική αφορά τη σάρκα. Μόνο τη σάρκα. Η «ψυχή» τέρπεται επειδή ευφραίνονται οι αισθήσεις και αν σκεφτούμε ότι ψυχή δεν υπάρχει, περί αισθήσεων και μόνον ο λόγος.
Ο Γεράσιμος, ασκεί την Τέχνη μέσα σ’ενα ανδροκρατούμενο χώρο, το καράβι που δεν σηκώνει τρυφερότητες και κανακέματα και που κι αυτά τα χάδια το πλήρωμα τα στερείται εκ των πραγμάτων κι ας τα επιθυμεί τόσο πολύ.
Ο Γεράσιμος ως αληθινός μάγειρας, πιστεύει στη δύναμη της τέχνης του να διεγείρει τις αισθήσεις οι οποίες αισθήσεις στη συνέχεια ευφραίνουν τις «ψυχές».
Με συγκίνησε πολύ ο Γεράσιμος ( όχι όσο ο καπετάνιος βέβαια και ο γιός του) γιατί απ’όλους τους χαρακτήρες είναι ο πιο θηλυκός, όχι γυναικείος, θηλυκός και χαίρομαι που σε αυτό το βιβλίο που με συγκίνησε βαθιά, την ουσία της θηλυκότητας δηλαδή, το τσαλιμάκι που ανθίσταται στην υποταγή με διπλωματία, το κανάκεμα του ανθρώπου που γουστάρεις, η αυτοπεποίθηση που σου δίνει η επιτυχημένη πάλη με την κατσαρόλα που ανάλογη αυτοπεποίθηση σε γεμίζει μόνον όταν ικανοποείς ερωτικά έναν άλλο άνθρωπο, η ζήλια που αισθάνεσαι όταν αυτός που θαυμάζεις ή αγαπάς δεν αγκίζει το πιάτο σου, όλα αυτές τις όμορφες και σάρκινες καταστάσεις, τις εκφράζει ένας «θηλυκός» μάγειρας με αντρικό ένδυμα.
4 Δεκεμβρίου 2006 στις 9:55 πμ
nikoxy
@ Αθήναιο:
Λέτε:
«Η “ψυχή” τέρπεται επειδή ευφραίνονται οι αισθήσεις και αν σκεφτούμε ότι ψυχή δεν υπάρχει»
…
Εντέλει, η τερπόμενη ψυχή υπάρχει ή δεν υπάρχει;
Οταν λέμε, μου ‘βγαλες την ψυχή, ξεψύχησα, ψυχούλα μου, ψυχασθενής, ψυχαναλύομαι, τι εννοούμε;
4 Δεκεμβρίου 2006 στις 1:48 μμ
Αθήναιος
Είναι οι νευρώνες του εγκεφάλου που φαίνεται πως κάνουν το παιχνίδι και όχι η ψυχή, αλλά αν αυτό θέλουμε να το ονομάζουμε ψυχή εγώ δεν έχω πρόβλημα, αρκεί μετά να μην βγάζουμε άλλες θεωρίες,κυρίως μεταφυσικές, που βασίζονται σε κάτι ανύπαρκτο… Σας πειράζει να μην υπάρχει η ψυχή και η αγαλλίαση να είναι προιόν κάποιας χημικής αντίδραση που λαμβάνει χώρα στον εγκέφαλο; Αν συμβαίνει αυτό, υποβιβάζει την αξία και τη σημασία της; Την ακυρώνει;
4 Δεκεμβρίου 2006 στις 2:37 μμ
nikoxy
@ Aθήναιο:
ΟΚ. Αρα κάποιο παιχνίδι παίζεται.
4 Δεκεμβρίου 2006 στις 3:16 μμ
Αθήναιος
Ναι, μόνο που υπάρχει κάποια λογική εξήγηση γιαυτό κάτι που κατά τη γνώμη μου δεν χαλάει «τη μαγεία της στιγμής». Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε στο σχολείο, είναι το πώς δημιουργείται το ουράνιο τόξο όμως, κάθε φορά που το βλέπουμε, μας κόβει την ανάσα με την ομορφιά του, μας μαγεύει, όπως λέμε.
4 Δεκεμβρίου 2006 στις 5:09 μμ
Volver
συγγνώμη εάν παρεμβαίνω, μα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το θέμα:
μαγευόμαστε πράγματι από το ουράνιο τόξο ενθυμούμενοι όσα μάθαμε στο σχολείο; ή μήπως μαγευόμαστε από το ουράνιο τόξο διότι πίσω από όσα μάθαμε στο σχολείο υπάρχουν ακόμη πράγματα που δεν έχουμε μάθει και μας ξεπερνούν (αν και αγωνιζόμαστε και θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε να τα μάθουμε); ή ,τέλο,ς επειδή οι φυσικοί νόμοι που διέπουν την εκδήλωση αντίστοιχων φαινομένων υπόκεινται απλώς σε μία θεωρία περί μη διαψευσιμότητας (α λα Πόπερ) οπότε και αναμένουμε ότι αργά ή γρήγορα ενδέχεται να διαψευστούν, δηλαδή κάτι άλλο να εμφανιστεί πίσω από το ουράνιο τόξο και τους μηχανισμούς δημιουργίας του (μία θεωρία υπερχορδών ή ό,τι άλλο);
η έννοια της απομαγίκευσης / εκμαγίκευσης / κοκ είναι πράγματι σημαντική για να κατανοήσουμε το τί τελικά μας κάνει να ευφραινόμαστε στην (βιοχημική) ψυχούλα μας!
όσο για την έννοια της ‘στιγμής’ αυτή είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα (μα φλυαρώ, οπότε θα σταματήσω)
4 Δεκεμβρίου 2006 στις 11:24 μμ
Αθήναιος
Αγαπητέ Volver και παρέα, θα ήθελα να σας παρακαλέσω για μία και μοναδική φορά να αποφύγουμε το name dropping που ομολογώ πως αρκετες φορές με κάνει να διστάζω να συμμετέχω στις ενδιαφέρουσες συζητήσεις σας αν και το θέλω πολύ, εξάλλου, με συνάδελφο του Γεράσιμου Σιακαντάρη συζητάτε. :-)
«ή μήπως μαγευόμαστε από το ουράνιο τόξο διότι πίσω από όσα μάθαμε στο σχολείο υπάρχουν ακόμη πράγματα που δεν έχουμε μάθει και μας ξεπερνούν (αν και αγωνιζόμαστε και θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε να τα μάθουμε);»
Ειδικά αυτή η σκέψη, εμένα δεν μ’ενθουσιάζει απλά αλλά μ’εξιτάρει! Πόσα πράγματα θα μάθουν τα παιδιά μας! Πόσα δεν γνωρίζουμε εμείς ακόμη! Πόσοι ανεξερεύνητοι τόποι της ανθρώπινης σκέψης υπάρχουν! Σε αυτό διαφέρει η μαγειρική, πιστεύω εγώ. Δλδ, θεωρώ πως οι φυσικοί νόμοι που ανακατεύουν τις κατσαρόλες είναι λίγο-πολύ γνωστοί, αυτό που θα άλλαζε κάτι και όχι ριζικά θα ηταν μια τομή σ’ενα υλικό. Η μαγειρική λοιπόν, πατάει πάνω σε πολύ οικεία εδάφη,ίσως και γιαυτό να είναι τόσο δημοφιλής ως ενασχόληση. Το γράφω κι εγώ συχνά στο μπλογκ μου, προτρέποντας τον κόσμο να μαγειρεύει. Μαγειρική κάνουμε, όχι εγχείρηση εγκεφάλου, γιατί να στερηθεί κάποιος τη χαρά που προσφέρει από φόβο μήπως αποτύχει; Σιγά!
Οπότε, όλα τα φαινόμενα που παρατηρεί κανείς μαγειρεύοντας εξαντλούνται στις γνώσεις του δημοτικού σχολίου κι όμως μας συναρπάζει.
Γιατί;
Γιατί διεγείρει τις αισθήσεις, λέω εγώ. Γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμβίωση και τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, την αγάπη και νομίζω πως ισχύει και κάτι άλλο. Ο χρόνος. Η μαγειρική ενώ δεν ερμηνεύει τον κόσμο όπως η Τέχνη με ταυ κεφαλαίο, δίνει μια καλή πρόταση στο ζήτημα του χρόνου, ένα μείζον φιλοσοφικό ζήτημα: τον καταλύει! Μαγειρεύοντας τις συνταγές της γιαγιάς σου, κρατάς στα χέρια σου αμέσως-αμέσως τουλάχιστον 100 χρόνια. Τα κρατάς! Τα πιάνεις! Δεν είναι φοβερό;! Εδώ έρχεται και η έννοια της στιγμής που λέτε κι εδώ η μαγειρική έχει μια αντιπρόταση. Μαγειρεύοντας, οι στιγμές επαναλαμβάνονται στην κουζίνα και απαθανατίζονται στο τραπέζι κατά τη διάρκεια του φαγητού. Νομίζω τουλάχιστον. :-)
«η έννοια της απομαγίκευσης / εκμαγίκευσης / κοκ είναι πράγματι σημαντική για να κατανοήσουμε το τί τελικά μας κάνει να ευφραινόμαστε στην (βιοχημική) ψυχούλα μας!»
Δεν το βλέπω έτσι, γιαυτό και δεν με τρομάζει η εξοικείωση με τους ανθρώπους, δλδ το να δω έναν φίλο μου ή μια φίλη μου να τρώει με τα χέρια, ή να «γουρουνιάζει» όπως λέω εγώ δεν συνιστά απομυθοποίηση, το αντίθετο. Εσείς βέβαια αναφέρεστε αλλού αλλά θα μου επιτρέψετε να το γυρίσω στη μαγειρική και να «ρίξω το επίπεδο». :-)
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 12:11 πμ
the6milliondollarstory
Εγώ πειράζει που ακόμα πιστεύω, ακράδαντα μάλιστα, πως δεν είναι απλώς οι νευρώνες του εγκεφάλου και η σεροτονίνη που κάνουν παιχνίδι και σχηματίζεις το γλυκό όμικρον της ευτυχίας στα χειλάκια, σωστό βιοχημικό επεισόδιο, μέσα στο σώμα μου, αλλά κάτι το άυλο και άμετρο, όπως η ψυχή;
Πειράζει που ακόμα, εκ πεποιθήσεως πάντα κι όχι απο συνήθεια ή ανοησία (αν και γνήσια ξανθιά) όταν κοιτάζω το ουράνιο τόξο, αναλογίζομαι αυτόματα ποιος θα είναι ο τυχερός στην άλλη άκρη του που θα βρει τον θησαυρό;
Πειράζει που κάθε χρόνο Παραμονή Πρωτοχρονιάς, μόλις παίρνει ο ύπνος την μικρή ανιψούλα μου, τρέχω να της βάλω δωράκι στην κάλτσα πάνω απο το τζάκι υπογράφοντας πάντα εδώ και χρόνια: «Άγιος Βασίλης» με διεύθυνση αποστολέα: «Συνοικία των Πάγων 12, 54655 Ροβανιέμι, Λαπωνία» (και ενώ εκείνη προ πολλού γνωρίζει την ανυπαρξία του);
Και ακόμα κι αν όλα είναι τελικά μόνο στο μυαλό, ας του δώσουμε λίγη απο τη χαμένη μαγεία ξεγελώντας το πως είναι η ψυχή, ή τουλάχιστον μέρος της που προκαλεί όλον αυτόν τον υπέροχο σαματά.Μαγεία όπως μύθος. Μαγεία όπως μαγειρική.Μαγεία όπως ψυχή.
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 9:04 πμ
Αθήναιου Βορβορυγμοί » Blog Archive » Ήταν ένα μικρό καράβι…
[…] Ομήρου Οδύσσεια, Νέκυια ( λ' 115-125) μετ.Αργύρη Εφταλιώτη Όταν ο Οδυσσέας συναντήθηκε με τον Τειρεσία στον Κάτω Κόσμο, εκείνος προφήτευσε πως μόλις ο πρώτος θα τακτοποιήσει τα του οίκου του, θα πάρει το κουπί του ναύτη επ'ώμου και θα κινήσει για να βρει το μέρος όπου τη θάλασσα δεν την έχουν καν ακουστά. Ο καπετάνιος Μήτσος Αυγουστής από την άλλη, όταν στη στεριά τα 'καν ρόιδο για τα καλά, έκοψε τους κάβους και επί δώδεκα χρόνια δεν έλεγε να εγκαταλείψει το καράβι του, το ATHOS III για κανέναν· ούτε για την οικογενειά του, ούτε για την ερωμένη του Λίτσα Τσίχλη από την οποία εξαφανίστηκε χωρίς καμία εξήγηση. Την ιστορία του περιπλανώμενου που προσπαθεί απεγνωσμένα να γυρίσει στο σπίτι του, τη διηγείται βέβαια ο Όμηρος. Τη φαινομενικά αλλόκοτη ιστορία του Μήτσου Αυγουστή, του ναυτικού που κάνει ο,τιδήποτε για να μη γυρίσει πίσω, μας την αφηγείται η Ιωάννα Καρυστιάνη στο τελευταίο της βιβλίο "Σουέλ". Στο "Σουέλ", όλοι "τα έχουν κάνει θάλασσα" με τον πιο γνώριμο και οικείο τρόπο. Ένας γάμος τελειωμένος, μια απόφαση για τη λήξη του που κανείς δεν λέει να πάρει, μια Λίτσα που περιμένει να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις που της έχει δώσει ο Μήτσος Αυγουστής, τρία παιδιά που δεν θέλουν να δουν ούτε ζωγραφιστό τον πατέρα τους: αυτός είναι ο κόσμος του Μήτσου Αυγουτσή στη στεριά· ένας κόσμος στοιχειωμένος από την απογοήτευση και τ'ανεκπλήρωτα όνειρα. Στη θάλασσα πάλι, πάνω στο ATHOS III, ο αναποφάσιστος δυστυχισμένος Μήτσος Αυγουστής, γίνεται ο παντοδύναμος καπετάνιος που απολαμβάνει τον απεριόριστο θαυμασμό και την αφοσίωση του πληρώματός του. Μια σειρά από γεγονότα, θα οδηγήσουν το δράμα σ'ενα happy end. H λύση βρισκόταν πάντα μπροστά στα μάτια τους μόνον που κανείς δεν ήθελε να τη δει. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στο δράμα λυτρώνονται μ'εναν τρόπο που θα ζήλευε και ο Κισλόφσκι, λυτρώνονται γιατί τήρησαν την ικανή κι αναγκαία συνθήκη για τη σωτηρία τους η οποία δεν είναι άλλη απο την αγάπη…Δεν μ'ενδιαφέρει να μιλήσω αναλυτικότερα για το βιβλίο, τουλάχιστον εδώ. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον όμως, ποιον ήρωα του βιβλίου θα διαλέξει ο καθένας για να ταυτιστεί, ποιον ήρωα του βιβλίου θ'αγαπήσει πιο πολύ. Πάντως εγώ, πέρασα ένα Σαββατοκύριακο κλαίγοντας με τα χαλια του καπετάνιου Μήτσου Αυγουστή. Ο Αυγουστής καθρεφτίζει τα λάθη που έχουμε κάνει όλοι μας με τους ανθρώπους που μας αγάπησαν κι εμείς όχι μόνο τους απογοητεύσαμε αλλά τους πληγώσαμε βαθύτατα · αυτούς που κάναμε να αισθάνονται ότι ποτέ δεν μας έχουν κερδίσει ολοκληρωτικά, πως ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας δεν το έχουν προσεγγίσει καν, πως δεν ήταν για μας αρκετοί· αυτούς που επί της ουσίας πουλήσαμε, που τους στήσαμε να μας περιμένουν σε κάποια εκκλησία ενώ δεν είχαμε σκοπό να τους παντρευτούμε ποτέ, αυτούς που δεν σταματήσαμε εγκαίρως να εκμεταλευόμαστε–τάχα μου δεν θέλαμε να τους πληγώσουμε. Αυτούς που τελικά απέκτησαν εξαιτίας μας, μια πολύ πικρή επίγευση για τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Άλλοι ταμπουρώνονται μέσα σ'ενα καράβι για δώδεκα χρόνια, άλλοι διασχίζουν ωκεανούς, ανοίγουν επιχειρήσεις, πέφτουν με τα μούτρα στη δουλειά μόνο και μόνο για να μην αφήσουν τον εαυτό τους να πει το "ναι" και να μπει και με τα δύο πόδια σε μια σχέση με κάποιον που τους προσφέρει αφειδώς την αγάπη του. Μάλιστα, όσο αγνότερη είναι η προσφορά, τόσο μεγαλύτερα είναι τα κατορθώματα που πρέπει να κάνεις ώστε να έχεις απέναντι στον εαυτό σου και τους άλλους μια καλή δικαιολογία που την αρνείσαι. Γιαυτό και ο Αυγουστής ως καπετάνιος είναι επικός. Παλεύει με τις θάλασσες για να μην πει τη μια μικρή λεξούλα, στη θάλασσα επιδεικνύει την αποφασιστικότητα που δεν καταφέρνει να επιδείξει στη στεριά, από τη θάλασσα διεκδικεί αυτα που δεν τολμά να διεκδικήσει για τη ζωή του στη στεριά. Είναι τραγικό πρόσωπο ο Αυγουστής; Μπα. Απλά έχει μειωμένη αυτοεκτίμηση όπως όλοι όσοι αρνούνται συστηματικά τις δεσμεύσεις και το βάζουν στα πόδια. Οχυρωμένοι πίσω από την ευφράδειά τους οι περισσότεροι, με βλέμμα και βήμα γεμάτο αυτοπεποίθηση, οπλισμένοι με αρκετά τσιτάτα και ιστορίες από τη Λογοτεχνία, με βιογραφικό μεγαλύτερο από το μπόι τους και επαγγελματικές επιτυχίες που κάνουν τους άλλους να τους κοιτάζουν συχνά με αντιπάθεια, ποζάρουν ως κάτοχοι μια αλήθειας που έχει αποκαλυφθεί αποκλειστικά σ'εκείνους. Πόσο έκλαψα για τον καημένο τον Μήτσο Αυγουστή…Κι όποιος δεν καταλαβαίνει γιατί η Λίτσα στην αφήγηση επαναλαμβάνει το "Μήτσο μου αρέσει το μπράτσο σου" έχω να του δώσω μερικές ιδέες… Στο μυθιστόρημα υπάρχουν κι άλλοι εξαιρετικά ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Η κωμμώτρια Λίτσα Τσίχλη είναι αυτή η οποία προκαλεί και τις περισσότερες αντιδράσεις, τουλάχιστον απ'ό,τι έχω διαβάσει μέχρι τώρα. Η Λίτσα είναι μια μέτριας νοημοσύνης κυριούλα που κάθεται και κοιτάει τις γλάστρες της περιμένοντας τον Μήτσο να φανεί άντρας και να κρατήσει το λόγο του. Η Λίτσα δεν με αφορά, όμως τη σέβομαι απεριόριστα επειδή κάνει τις επιλογές της χωρίς ποτέ να γκρινιάξει γιαυτές ή να το παίξει ηρωίδα. Στο βιβλίο όμως υπάρχει κι ένας μάγειρας, ο Γεράσιμος Σιακαντάρης. Αν θα έπρεπε να γράψω για κάποιον σε αυτό το μπλογκ, ήταν για τον μάγειρα Γεράσιμο αλλά δεν θα τα κάνω κι έχω λόγο γιαυτό. Για τον μάγειρα του ATHOS III όμως έγραψε στον τελευταίο "Γαστρονόμο" ο Νίκος Ξυδάκης, θέτοντας μια σειρά από πολύ ενδιαφέροντα θέματα σχετικά με τη μαγειρική κι επαναφέροντας τις δικές μου εμμονές που βρίσκονται απέναντι από τις δικές του σε αυτό το ζήτημα. Για μένα η μαγειρική εκμαυλίζει σώματα, δεν σώζει ψυχές αλλά η ενδιαφέρουσα συζήτηση έχει ήδη ξεκινήσει και λέω να τη συνεχίσουμε εκεί γιαυτό εδώ, κλείνω τα σχόλια. […]
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 9:30 πμ
Αθήναιος
Ό,τι και να κάνατε ή να πείτε εσείς, αγαπητή discolata, δεν μας πειράζει καθόλου. :-)
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 10:57 πμ
Magica de Spell
Αθήναιε,
όπως κι αν το ονομάσεις, είτε νευρώνες του εγκεφάλου, είτε νευροδιαβιβαστές, είτε ορμόνες, αυτο που οι άνθρωποι ονομάζουν πνεύμα, ψυχή ή καρδιά, υπάρχει.
Σε φαντάζομαι να λες καθήμενος στην κόκκινη technal plaza : «μου έσπασε τους νευροδιαβιβαστές, αυτή η γυναίκα».
Εγώ πάντα θα λέω για σένα, οτι μου άρεσε το κομμάτι ψυχής που καθρέφτισες στην κρέμα 4 φρούτα της Milupa. Αυτό εγώ θα το λέω ψυχή σου και θα το αγαπάω.
Μόνο θέλω να σε παρακαλέσω κάτι. Για μας τους θρήσκους, έτσι για να μη νοιώθουμε οτι μας βλέπεις όπως βλέπεις τον Άγιο Ευφρόσυνο, κουζουλούς και χαζούς, άφησε να πιστεύουμε οτι αθάνατη ψυχή υπάρχει. Ίσως να βοηθούσε να άρχιζες τη φράση σου με το «εγώ πιστεύω πως» ψυχή δεν υπάρχει. Ετσι θα νοιώθαμε οτι σέβεσαι πως μπορεί να υπάρχουν και άλλες απόψεις. Που έτσι κι αλλιώς το ξέρουμε οτι το σέβεσαι.
Με αγάπη απ’ την (αθάνατη) ψυχή μου.
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 11:19 πμ
mpampakis
Μπήκα για μαγειρικά σχόλια και έπεσα σε συζήτηση για αθανασία της ψυχής…Χμμμμ…Μάλλον έπεσε πολύ κρασί στο αρνάκι. ;)
Πάντως, ο ναυτομάγειρας Σιακαντάρης μπορεί να είναι από το Κυριάκι Βοιωτίας αλλά η συνταγή του είναι από την Σίφνο, όπως πιθανότατα θα ξέρετε. Στην ουσία έφτιαξε μαστέλο.
Την καλημέρα μου.
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 1:48 μμ
witch of daffodils
Για μαγειρικές μας παραπέμψατε αλλά περί ψυχής ο λόγος…
Αθήναιε, θα συμφωνήσω με τη magica. Άραγε θα τσιτώσω τους νευροδιαβιβαστές σας αν δηλώσω κι εγώ θρήσκα; (βαρυσήμαντη δήλωση :P)
Και στις δικές μου μαγειριές που λέτε, δεν ανακατεύω απλά μυρωδιές, με τις…ψυχές των βοτάνων παίζω!
ασπασμοί
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 1:59 μμ
Αθήναιος
Ναι, ο κ.Ξυδάκης επιχειρεί συστηματικά, μια εκ των έσω άλωση της μαγειρικής, ανακατεύοντας τις μαγεριές με τις ψυχούλες, αλλά no passaran!!! Over my dead body, κλπ… :-)
Οι δικοί μου νευροδιαβιβαστές τρελαίνονται όταν κάποιος πάει να μου επιβάλει την πίστη του ή εξαγάγει αυθαίρετα συμπεράσματα για την τέχνη μου βάσει της δικής του πίστης!! Ο καθένας πιστεύει ό,τι θέλει εξάλλου κι εγώ έχω υπάρξει θρήσκος στη ζωή μου και θιασώτης διαφόρων πίστεων. Συνήθως καταφέρνω να σέβομαι τις πίστεις των άλλων αλλά οπωσδήποτε έχω κι εγώ τις ατυχείς μου στιγμές…
διατί να το κρύψωμεν άλλως τε.
Μάτζικά μου, δεν μπορώ να πω ότι «Εγώ πιστεύω πως δεν υπάρχει ψυχή» αφού συμβαίνει το αντίθετο, δλδ, δεν πιστεύω πως υπάρχει, γιατί ο περί της ψυχής λόγος, προυποθέτει την πίστη στην ύπαρξή της αφού η ύπαρξη δεν έχει αποδειχτεί.
Επίσης, σταματείστε να με διαβάλετε για την κρέμα!! Έδινα στο σκύλο κρέμα επειδή το είχε πει ο κτηνίατρος και ήρθατε εσείς χριστιανικότατα και κόψατε την κρέμα από ένα ανεξίξαξο σκυλάκι!!!
Πάντως αν έχει κάποιος ψυχή, αυτός είναι σίγουρα τα βότανα!
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 2:09 μμ
scalidi
Επειδή, όταν διάβαζα το «Σουέλ», σκεφτόμουν ότι πρέπει να αναφέρω τη φιγούρα του μάγειρα στον αγαπητό Αθήναιο, χαίρομαι που με προλάβατε όλοι και έχετε στήσει τόσο ωραία κουβέντα για το θέμα. Χαίρομαι που επιβεβαιώνετε όλοι μαζί, με το καίριο και αναγκαίο κατά τη γνώμη μου ξεστράτισμα της συζήτησης από τη θάλασσα στη μαγειρική και από εκεί στην ψυχή, τον τίτλο του κειμένου που έγραψα κι εγώ γι’ αυτό το βιβλίο. Πίστευα ότι ήμουν εγώ παλιο-μελό και το ‘χα ρίξει στις ψυχές και είχα ξεφύγει και από το βιβλίο και από το θέμα, αλλά εντάξει «πήγε η ψυχή μου στη θέση της» ή αλλιώς «οι νευροδιαβιβαστές μου επανασυνδέθηκαν επιτυχώς»… Εγώ το καταφχαριστήθηκα το βιβλίο και τη γεύση που άφησε στην ψυχή μου, τους νευροδιαβιβαστές μου, στο ύδωρ κατά 80% που ρέει στο σώμα μου.
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 3:05 μμ
isisveiled
χμ.. για να δούμε..
έχω την εντύπωση πως όλη αυτή η υπέροχη σούπα ορμονών, και χημικών διεργασιών μέσα στο ανθρώπινο σώμα παραείναι τέλεια για να είναι αποτέλεσμα μιας απλής σύμπτωσης. Κάποιος «μάγειρας» έβαλε το χεράκι του για να γίνει. Το αν αυτό τον Θεό/μάγειρα τον εντάσσουμε στα πλαίσια μίας θρησκείας μου είναι αδιάφορο. Μου αρκεί, που οι αισθήσεις όπως λειτουργούν, μπορούν και τελούν τα δικά τους τυπικά, πως εκφράζουν στον κόσμο της μορφής κάτι που προτύτερα ήταν άυλο…
Οπως ακριβώς συμβαίνει και στο βιβλίο που μας περγράψατε. Που οι έννοιες με έναν τρόπο όχι πάντα προσβάσιμο σε όλους (και τι άλλο νομίζετε πως είναι η μαγεία?) μεταφέρει στις λέξεις όλη την ουσία.
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 3:10 μμ
Magica de Spell
Ξέρεις τι μου θύμησες Σταυρούλα,
ένα πολύ αγαπημένο μου φίλο, που τον γνώρισα σε μια επαγγελματική συνεργασία. Η κάρτα που μου έδωσε, την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε έλεγε τα εξής :
Θ.Μ. (το όνομά του)
70% water (η ιδιότητά του)
Με κάτι τετοια μ’ εντυπωσίασε.
Αθήναιε, γράψτο έτσι. Το σκέτο δεν υπάρχει, δε μ’ αρεσε. Στην εκφορά της άποψης, δεν θα τα χαλάσουμε.
Όσο για το ανεξίκακο σκυλάκι, μια μέρα θα μ’ ευγνωμονεί. Επίσης, θυμείστε μου όταν αγοράσω χήνα να σας τη δώσω για πάχυνση ειδαλλιώς, foie gras δεν θα δω ποτέ μου!
Κι έτσι με τη θεωρία των ενοποιημένων πεδίων, φτάσαμε στην υπέροχη απόλαυση της γεύσης που ο δικός μου Θεός, προσέφερε στον άνθρωπο, για να τη χαίρεται. Κατά την γνώμη μου, ο Θεός, δεν κάνει διαχωρισμό ψυχής και σώματος. Αυτά είναι ανθρώπινα εφευρήματα. Θα έφτιαχνε ο Θεός την ψυχή και το μόνο που θα την προίκιζε θα ήταν ένα σώμα που την εχθρεύεται και της βάζει τρικλοποδιές? Όχι, βέβαια. Συνεπώς, όλα συντελούν στη σωτηρία της ψυχής, που ως γνωστόν είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Ακόμα και «η της γαστρός ηδονή».
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 3:42 μμ
scalidi
Μάτζικα, κρίμα που δεν έχω κάρτες, θα το έβαζα κι εγώ στην υπερβολή του όμως, δηλαδή 100%. έχετε πλάκα με τον Αθήναιο στους λεκτικούς διαξιφισμούς σας, είστε απολαυστικοί…ιδίως αυτό με το φουά γκρα
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 6:09 μμ
Magica de Spell
Εμ, Σταυρούλα μου,
όστις αγαπάει, διαξιφίζεται!!!
Και πάντως το δηλώνω : Ο Αθήναιος είναι ο πιο ετοιμόλογος και πνευματώδης άνδρας που έχω γνωρίσει!
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 7:59 μμ
the6milliondollarstory
Και με διαφορά!
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 8:02 μμ
the6milliondollarstory
Ξέχασα να ρωτήσω…..Διαβόητε Αθήναιε, τί εννοείτε όταν λέτε πως τα βότανα έχουν ψυχή;
Και αν έχουν όντως ψυχή, τότε εμένα που έχω τρελαθεί στα τσαγάκια με βότανα αυτές τις μέρες, πώς θα με ονομάζατε; Χάνιμπαλ Λέκτερ;
Χριστέ μου…θα με πεθάνετε. Πάει να κατέβει ο πυρετός και τσουπ ξαναφουντώνω.
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 8:04 μμ
Kynigos
Δεν έχω διαβάσει Ιωάννα Καρυστιάνη, προτιμώ τους άθλους του Ηρακλή και ειδικότερα εκείνον με τον Ερυμάνθιο κάπρο, ο μάγειρας όμως ο Γεράσιμος με τον Β’ ρόλο, ίσως τελικά να είναι ο πρωταγωνιστής εδώ. Επειδή δεν τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση στο αρνάκι, τοποθέτησα στη θέση του ένα άγριο κάπρο και γέμισε ο χώρος γεύσεις και χρώματα.
Η ψυχή που σε τελευταίες επιστημονικές ανακοινώσεις μετρήθηκε στα 21 γραμμάρια, πάλι δεν έχει χώρο εδώ. Η ψυχή των αισθήσεων έχει, η ψυχή η «τερπόμενη» που αναφέρει και ο Nikoxy.
Αν η Ιωάννα Καρυστιάνη ήταν άνθρωπος της φύσης και όχι της πόλης, στη θέση που βάζει το ταπεινό αρνάκι, είμαι σίγουρος ότι θα έβαζε ένα άγριο του βουνού.
Αλήθεια, πως δημιουργείται το ουράνιο τόξο?
5 Δεκεμβρίου 2006 στις 10:42 μμ
nikoxy
@ Aθήναιο:
Αγαπητέ μάγειρα, μου αποδίδετε λόγια που δεν είπα και προθέσεις που δεν διατύπωσα, και επιπλέον με κρίνετε και κατακρίνετε γι’ αυτά…
Λοιπόν, να σας βοηθήσω:
1. Δεν επιχειρώ άλωση κανενός κάστρου. Οι θύρες είναι ανοιχτές στην open society, aren’t they?
2. Δεν επιβάλλω καμία πίστη, σε κανέναν.
Απλώς εκθέτω τις δόξες μου.
3. Δεν εξάγω κανένα συμπέρασμα για τα Έργα της Τέχνης σας ― τα οποία αναμφίβολα σας ανήκουν. Μιλώ για την Τέχνη ― που δεν ανήκει ούτε σ’ εσάς ούτε σε κανένα μας.
4. Εγώ δεν δήλωσα τι πιστεύω· εσείς, ο φιλελεύθερος, μήπως ανιχνεύετε προθέσεις; Μήπως;
5. Δεν υπήρξα ποτέ θρήσκος.
6. Είσθε βέβαιος mon chef ότι τα ψυχούλα μου, καρδιά μου, ψυχοπλάκωμα, ψυχάκιας, ψυχαναλυόμενος, ψυχανεμίζομαι, ψυχοβγάλτης, ψυχοπομπός, ψυ-, είναι νευροδιαβιβάσεις και κυκλοφορία ενδορφινών και σεροτονίνης; Μόνο;
[προσοχή, δεν μιλώ για την χλωροπρομαζίνη, την αλοπεριδόλη και το λίθιο…]
7. Εχει αποδειχθεί ότι ΔΕΝ υπάρχει ψυχή;
+++μαγείρευσον+++
[ψυχοβγάλθηκα…]
6 Δεκεμβρίου 2006 στις 2:11 πμ
un certain plume
7. Εχει αποδειχθεί ότι ΔΕΝ υπάρχει ψυχή;
Επίσης δεν έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει μυρμηγκοφάγος με οχτώμιση προβοσκίδες (φαν του Φελίνι γαρ) που στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει Ιζαμπέλ Αλιέντε και βλέπει Μπήλιω Τσουκαλά.
(Αθήναιε σόρι για το νέιμ ντρόπινγκ).
6 Δεκεμβρίου 2006 στις 3:02 πμ
nikoxy
@ un certain plume:
Είσθε ο Αθήναιος;
6 Δεκεμβρίου 2006 στις 3:27 πμ
un certain plume
Πού τέτοια τύχη!
6 Δεκεμβρίου 2006 στις 3:45 πμ
nikoxy
@ un certain plume:
α, μάλιστα, ΟΚ!
Μάλλον νομίσατε για μια στιγμή ότι είσθε ο Αθήναιος και απαντήσατε αντ’ αυτού… No problem.
6 Δεκεμβρίου 2006 στις 8:59 πμ
Αθήναιος
Καλά αυτό σηκώνει αναλυτική απάντηση, αργότερα.
6 Δεκεμβρίου 2006 στις 6:12 μμ
E
Η Μπήλιω Τσουκαλά υπάρχει;
6 Δεκεμβρίου 2006 στις 6:32 μμ
Z
Η Μπήλιω Τσουκαλά υπάρχει;
Για την Μπήλιω Τσουκαλά δεν είμαι βέβαιος. Μπορεί να είναι μία ακόμη φαντασίωσή μου με γόβα-στιλέτο.
7 Δεκεμβρίου 2006 στις 12:32 πμ
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ
Επίσης δεν έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει μυρμηγκοφάγος με οχτώμιση προβοσκίδες (φαν του Φελίνι γαρ) που στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει Ιζαμπέλ Αλιέντε και βλέπει Μπήλιω Τσουκαλά.
Κατ᾿ ἀρχὴν δὲν ξέρω ἐὰν ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἀπόδειξις ἀποδεικνύει τὴν ἀλήθεια. Τὸ πολυπλόκαμον ὄν, πάντως, φυσικὰ καὶ ὑπάρχει, ἀφοῦ ὑπάρχει: σᾶς εἶναι τόσο γνωστὸ καὶ οἰκεῖο, ὥστε ὁμιλεῖτε γι᾿ αὐτὸ τώρα. Ἀναλογισθεῖτε τὶ ἀπείρως καταπληκτικότερα ὑπάρχουν ποὺ δὲν τὰ φαντάζεσθε κἄν.
…
Ὁ Κωστῆς Παπαγιώργης, στὸν «Ἴμερό» του, κάνει μιὰ σκέψι μὲ ἐνδιαφέρουσες προεκτάσεις (τὶς ὁποῖες ἀδυνατῶ νὰ σκεφθῶ τώρα, διὸτι βλέπω συνέχεια τὸν Κθούλου νὰ κυνηγᾶ ν᾿ ἀρπάξει μὲ τὰ πλοκάμια του τὴν Μπήλιω Τσουκαλᾶ, κι αὐτή νὰ τρέχει νὰ ξεφύγει, μὲ γόβα-στιλέτο πάντοτε στὸ πόδι.): Κακῶς, λέει, θεωροῦμε τοὺς σαρκικοὺς ἐραστὰς χαμερπεῖς ὑλόφρονες· στὴν πραγματικότητα εἶναι οἱ ἰδανικότεροι ἰδεαλιστές. Ἡ σάρξ, ἕνας φθαρτὸς σάκος γεμάτος σπληνάντερα, ἀηδεῖς ἐκκρίσεις καὶ περιττώματα, στὸν νοῦ τοῦ ἐραστοῦ ἐξαϋλώνεται ἀπολύτως, μεταρσιώνεται, γίνεται κάτι τὸ θεῖον…
7 Δεκεμβρίου 2006 στις 3:15 πμ
un certain plume
Μόλις φαντάστηκα ότι κρατώ ένα τριαντάφυλλο. Παραδόξως δε μάτωσαν τα χέρια μου.
Αλλά, για να επιστρέψουμε στην επιστημονική φανταστία, να σας θυμίσω ότι στον «Ίμερο» ο Παπαγιώργης γελάει με την ψυχή του (ουπς) με εκείνο το πλατωνικό κατασκεύασμα που λέγεται «ανδρόγυνος». Γιατί υπάρχουν και κάποιοι που δεν παίρνουν τα φανταστικά όντα και τόσο στα σοβαρά. Και η ψυχή, όταν δε νοείται σαν κάτι απολύτως υλικό (βλ. νευρώνες), είναι κι αυτή ένα φανταστικό ον.
7 Δεκεμβρίου 2006 στις 7:09 μμ
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ
Προσπαθῆστε περισσότερο μὲ τὸ τριαντάφυλλο. Καὶ πραγματικὸ τριαντάφυλλο, ἄλλωστε, νὰ σφίξετε στὸ χέρι, καὶ νὰ ματώσετε, ποιὸς ξέρει· ἴσως δὲν εἶστε παρὰ μιὰ μέλισσα, ποὺ ἀποκοιμήθηκε ἐπάνω στὸ πέταλο τοῦ ὄμορφου ρόδου καὶ ὀνειρεύτηκε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος.
Καὶ κοιτᾶξτε, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν σαρκικὸν (καὶ οὐχὶ πλατωνικὸν, λεγόμενον) ἔρωτα, ἐὰν πετύχει, λέμε: Ἄαα…! φανταστικὸ σέξ!
22 Μαρτίου 2007 στις 11:03 μμ
Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη: ο απόλυτος καταναλωτικός αισθησιασμός της γραφής « Λαπουτα
[…] Σχετικά ποστ: Librofilo, Αναγνώστρια, Αθήναιος, Σταυρούλα Σκαλίδη, Νίκος Ξυδάκης […]