fystikosjpg.jpg

ζωγραφική Μανώλη Ζαχαριουδάκη 

Ο ναυτομάγειρας Σιακαντάρης από το Κυριάκι Βοιωτίας σμίγει με την Μπαμπέτ της Κάρεν Μπλίξεν. Ο αισθησιασμός και η φιλαλληλία της Γαλλίδας μαγείρισσας του Café Anglais μεταμορφώνει στη Δανία τους στεγνωμένους πουριτανούς σε ευφρόσυνους ανθρώπους. Τα αφουγκράσματα και τα χάδια του Γεράσιμου παρηγορούν και ευφραίνουν τους μοναχοδαρμένους ναυτικούς καταμεσίς του ωκεανού, απογειώνουν το καράβι.

Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, το «Σουέλ», η Ιωάννα Καρυστιάνη πετυχαίνει να χτίσει δύο πρόσωπα, ξεχωριστά. Το ένα είναι είναι η Λίτσα Τσίχλη, η λαϊκή γυναίκα που προσφέρει τη ζωή της στον έρωτά της, σταλαγματιά σταλαγματιά, που θυσιάζει τα νιάτα της χωρίς παράπονο, χωρίς προσδοκία, μόνο για την ελευθερία της επιλογής να δοθεί· μια μορφή προκλητική και συγκλονιστική στην ελληνική πεζογραφία, που πάει να συναντήσει την Εκάβη και τη Νίνα του Ταχτσή, την Έμμη του Τσίρκα στη Λέσχη, τη Μαρίνα του Καραγάτση στη Μεγάλη Χίμαιρα, τις μεγάλες ηρωίδες της μελοδραματικής όπερας, τις γυναίκες του ιταλικού νεορεαλισμού. Αυτή είναι το κορυφαίο πρόσωπο στο Σουέλ.

Στο πλάι της, ένας β’ ανδρικός ρόλος. Ο μάγειρας Γεράσιμος Σιακαντάρης έχει την ίδια στόφα με τη Λίτσα: σκοπός και κινητήρας της ύπαρξής του είναι η αγάπη ― η παραμυθία έστω. Είναι ταμένος να ευφραίνει και να γλυκαίνει, να παρηγορεί και να συνεπαίρνει.

Ιδού πώς τον ζωγραφίζει η Καρυστιάνη: «Με τα μεγάλα ανοιξιάτικα σαν δροσερά αμπελόφυλλα μάτια, ο Γεράσιμος Σιακαντάρης, ο πενηνταπεντάρης μάγειρας που γνώριζε απταίστως ολωνών τα ζόρια και τα χούγια…» Και παρακάτω: «με μάγουλα και στομάχια παραδοσιακού εστιάτορα, χωρίς οικογένεια στο κεφάλι του, είχε ανάγκη μια στέρεη σχέση για να πιάνει τόπο η καλή του καρδιά».

Ο μάγειρας είναι ιερέας ταμένος να υπηρετεί τον δεσπότη του, τον καπετάνιο, και το εκκλησίασμα, το πλήρωμα του καραβιού. Λειτουργία του η ηδονή: το παραλήρημα και η παραμυθία. Αφουγκράζεται τα ζόρια και τις ορέξεις και θεραπεύει, ψυχοθεραπευτής και σαμάνος. Να: «… είχε το ταλέντο του κλέφτη, λήστευε τα κόλπα των μπαρμπέρηδων, των ραφτάδων, των πολιτικών μηχανικών, έκανε χωρίστρες στις μακαρονάδες, κεντούσε παστιτσάδες, έχτιζε μπούτια στο αλάτι και απολάμβανε μετά τους άντρες να παραληρούν για κείνον».

Η σχέση του με τον καπετάνιο και το πλήρωμα είναι εξόχως ψυχοσωματική, ερωτική. Ενα επεισόδιο την περιγράφει ολόκληρη, όταν απεγνωσμένος από την γκίνια, επικαλείται τον προστάτη των μαγείρων, τον Αγιο Ευφρόσυνο, κι αυτός του αποκαλύπτει πώς να μεταμορφώσει το αρνί σε πηγή ευφροσύνης: συνάδελφε Γεράσιμε, λούσε το με κρασί. Ιδού και με τα λόγια του:

«Το πλοίο δεν πετούσε. Φαγώθηκα να το απογειώσω. Και το πέτυχα μια Κυριακή μεσημέρι. Ελουσα το αρνί με κρασί, το ‘πλυνα από τις κατρούλες και όσο ψηνόταν χάιδευα το κορμάκι του μ’ ένα σκουπάκι από ρίγανες. Το πλήρωμα ξεκοκκάλισε κι εμένα. Ηρθαν ένας ένας και με φιλούσαν. Βρήκα το χέρι μου. Μετά από τέσσερις μήνες στο Καλυψώ έσπασε η γκίνια».

Η μορφή του μάγειρα Γεράσιμου Σιακαντάρη, μια Λωξάντρα πιο στοχοπροσηλωμένη, παρότι δευτεραγωνιστική στο μυθιστόρημα όπου ανήκει, ανοίγει ενδεχόμενα στην εγχώρια πεζογραφία: προς έναν τελετουργικό ηδονισμό, μια εξύψωση του γήινου και εγχώριου, μια αντιμετώπιση της υλικής καθημερινότητας βαθιά και ελαφριά μαζί.

Παίρνει τη μαγειρική από την κοσμοπολίτικη επιφάνεια και την προσγειώνει στο χώμα των αισθήσεων και των συναισθημάτων· η τέχνη του μάγειρα-σαμάνου διεγείρει σώματα και ευφραίνει καρδίας. Η μαγειρική δεν είναι λέσχη αισθητών, αλλά κυμάτισμα ψυχών και σωμάτων, είναι το σουέλ, το βουβό κύμα του ωκεανού.

Ο Σιακαντάρης δεν παραμελεί τους άλλους πολιτισμούς, τις άλλες γεύσεις, πειράζει ταϋλανδέζικα και κινέζικα, ανακατεύει υλικά, αλλά στις μεγάλες προκλήσεις καταφεύγει στις μεσογειακές τελετουργίες, αυτές που αντιλαμβάνεται βαθιά: λούζει το αρνί στο κρασί, το χαϊδεύει με ρίγανη, σκαρώνει περίτεχνα νηστίσιμα, φυλάει υλικά για κόλλυβα. Το μπανιαρισμένο αρνί γίνεται έτσι πεδίο όπου σμίγουν φυλές και άτομα. Κοινωνία.

Ο ναυτομάγειρας Σιακαντάρης από το Κυριάκι Βοιωτίας σμίγει με την Μπαμπέτ της Κάρεν Μπλίξεν. Ο αισθησιασμός και η φιλαλληλία της Γαλλίδας μαγείρισσας του Café Anglais μεταμορφώνει στη Δανία τους στεγνωμένους πουριτανούς σε ευφρόσυνους ανθρώπους. Τα αφουγκράσματα και τα χάδια του Γεράσιμου παρηγορούν και ευφραίνουν τους μοναχοδαρμένους ναυτικούς καταμεσίς του ωκεανού, απογειώνουν το καράβι.

περιοδικό Γαστρονόμος, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 03.12.2006