You are currently browsing the tag archive for the ‘Σύρος’ tag.

paradise

Περπατώ στους αυγουστιάτικους δρόμους του αθηναϊκού κέντρου, με λεπτό ξηρό καύσωνα και άπλετο φώς. Η πόλη έχει αδειάσει και είναι πιο μελαγχολική από τόσους πολλούς Αύγουστους που την έχω ζήσει. Σαν εγκαταλειμμένη, σαν να την έχουν παρατήσει. Κοντοστέκομαι μπρος σε κατεβασμένα ρολά: έκλεισε για πάντα ή για Δεκαπενταύγουστο. Εύχομαι το δεύτερο, να έχουν παρατήσει την Αθήνα για ν’ απλωθούν στην ενδοχώρα, ή να απλώσουν την πόλη ευδαιμονικά στο αρχιπέλαγος.

Ευχόμαστε το δεύτερο με τους εκλεκτούς φίλους και τσουγκρίζουμε· πάνω απ’ τα ποτήρια φυτρώνουν λιμάνια, κάστρα και νησιά, κάστρα μεσαιωνικά, αρχαίοι οπωρώνες, μυριστικά φυτά, αιθέρια έλαια, ξερικά αμπέλια σε πεζούλες, παππούδες και ερειπωμένα σπίτια πατρογονικά, Γενοβέζοι πολεμιστές και Βενετσιάνοι έμποροι, Ελληνες stradioti, κουρσάροι και κοντραμπατζήδες, η Χίος, η Μονεμβασιά, η Σύρος, το Γαλαξείδι, το Τσιρίγο, φάροι πετρόκτιστοι και φανοί εσβεσμένοι, μπαρ, αρχέγονες ντισκοτέκ καλαμένιες, ρουμς του λετ, η Παναγίτσα του Μουντέ των εξορίστων, και παντού βαπόρια, καράβια, πλοία ολόφωτα στη νύχτα από νησί σε νησί. Αφικνυόμενοι και αναχωρούντες, βρισκόμαστε διαρκώς στη Μεγάλη Μητρόπολη του Αυγούστου: στο Αιγαίο.

Στέκομαι σ’ ένα πέρασμα πλήθους ανθρώπων, γλωσσών και φυλών. Στο κέντρο των Κυκλάδων, κι είναι νύχτα με μελτέμι. Εχω αγκυροβολήσει, όπως πενήντα πέντε συναπτά καλοκαίρια, στο καταγωγικό αρχιπέλαγος. Κοιτώ τους μυριάδες νεαρούς ανθρώπους, είκοσι-τριάντα, που πηγαινοέρχονται στο τοπικό bus terminal, με τελικό προορισμό τα γιγάντια κλαμπ των νότιων παραλιών. Προέλευση: Ευρώπη, Αμερικές, Ωκεανία. Τατουάζ, πιρς, φανελάκια, μοτοσικλέτες: στον εξισωτισμό του καλοκαιριού όλοι φαίνονται ίδιοι και όλοι ζητούν το ίδιο, μια νύχτα διεσταλμένη μέχρι το ηλιόβγαλμα, με κιλοβάτ, σφηνάκια και ουσίες, με διεσταλμένες τις αισθήσεις, με παραισθήσεις, με απόδραση από τον κλοιό των δυτικών μητροπόλεων. Οι παγκοσμιοποιημένες μάζες μιλούν τα ίδια στοιχειώδη κρεολικά αγγλικά, ακούνε τους ίδιους ντι-τζέι σαμάνους, καταναλώνουν ίδια shots και σμάρτφον. Ο πακιστανοαυστραλός Αφζάλ συνοδεύει σαν κομψός αίλουρος τα φωτομοντέλα που ντυμένα-γδυμένα στυλ Μυγκλέρ και Γκωτιέ διαφημίζουν το κλαμπ του παραδείσου. Είναι διεθνής επαγγελματίας του κλάμπινγκ, τέσσερις μήνες Μύκονος, τέσσερις μήνες Πουκέτ, τέσσερις μήνες Σίδνεϊ ― η διαδρομή του είναι η παγκοσμιοποίηση, ο κόσμος είναι ο κόσμος της επιστημονικής φαντασίας υλοποιημένος μες στην καρδιά της Νύχτας, ο αισθητικοποιημένος κόσμος των δυστοπιών του ‘70-’80, του Ranxerox και του Τotal Recall, της καρικατούρας Fifth Element. Κλώνοι και μεταλλάξεις. Ο,τι συνέγραφε τριπαρισμένος ο Φίλιπ Ντικ ακούγοντας βινύλια Grateful Dead και Βάγκνερ, το 2013 είναι το απόλυτο mainstream, με ψηφιακή υπόκρουση Afrojack και Martin Solveig.

Γύρω από τα λεωφορεία για τον Παράδεισο, χτυπάνε τατουάζ, σαν μονομάχοι ή υποψήφιοι για σκλαβοπάζαρα της αυτοκρατορίας. Δεν έχουν ακούσει ωστόσο τίποτε για τον Σπάρτακο. Η σκέψη μου τρέχει στην πρόταση των Ελλήνων αρχιτεκτόνων για τη μετάπολη του 21ου αιώνα, στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2006. Είδαν το Αιγαίο σαν μια Διάσπαρτη πόλη, σύμφωνη με τις συλλήψεις επιφανών ιστορικών και διανοητών, όπως ο Ρουτζέρο Ρομάνο, ο Μάσιμο Κατσάρι, ο Σπύρος Ασδραχάς, ο Αγγελος Ελεφάντης. Σε εκείνη την ελληνική έκθεση, ο αρχιτέκτονας Στέφανο Μποέρι είχε περιγράψει μια ουτοπία, την Ελεύθερη Ομοσπονδία των Νήσων της Μεσογείου. Την τοποθετούσε στη δεκαετία 2010-2020. Ισως έχει ξεκινήσει πράγματι, ταλαντευόμενη μεταξύ ουτοπίας και δυστοπίας.

Ο ήλιος καταυγάζει τον Σαρωνικό, την Αττική, την πόλη των Αθηνών. Καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση. Καθώς υποδεχόμαστε το 2012, νιώθουμε ότι τίποτε δεν είναι ίδιο πια, ίδιο με ό,τι γνωρίζαμε· η χρονιά που τέλειωσε μάς κατέπληξε, μας πόνεσε, μας φόβισε, τόσο που να περιμένουμε τα πάντα, ακόμη και χειρότερα.
Θα είναι δύσκολο το ’12, αλλά θα αρχίσει να φαίνεται πια το τέλος· το τέλος της καθόδου. Δηλαδή, το τέλος της αβεβαιότητας: αυτή είναι η πιο επώδυνη, αυτή μουδιάζει τις ψυχές και τα μυαλά. Η πρόσκρουση στον πάτο θα είναι ανακουφιστική, διότι θα σημάνει το τέλος των ψευδαισθήσεων σωτηρίας εξ ουρανού, θα τερματίσει το φόβο και την απόγνωση. Σημαίνει γείωση στο χώμα και τη στάχτη. Θα σημάνει επανέναρξη.

Βαθιά μέσα μας πεταρίζει μια πίστη καταγόμενη από το Tikkun olan της Καμπάλα: εκεί στα σκοτάδια του πάτου, ξαναβρίσκουμε τον βαθύ χρόνο, τον χρόνο πριν από τον χρόνο, πριν από την πτώση, και μαζί μάς αποκαλύπτεται η δυνατότητα αποκαταστάσης, η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον ραγισμένο κόσμο μας, να τον επαναφέρουμε καινούργιο· εκεί στα σκοτάδια του βυθού, απόκειται η τρομερή δυνατότητα της ανακαίνισης. Οχι αναπαλαίωση, όχι αναστήλωση ερειπίων, αλλά ανακαίνιση μέσα από την καταστροφή.

Αυγή.
Ο ήλιος βάφει μαγικά τον ουρανό πάνω απ’ την Καστέλα. Παραβάλλω αυτό το πυρετώδες ηλιοβασίλεμα με την ζωγραφική «Αυγή» που μου ‘στειλε ο Μποκόρος για ευχή. Ηλιόβγαλμα και ηλιοβασίλεμα υποστασιώνονται στα μάτια μας με ίδια χρώματα, ίδιες φόρμες, ίδια φευγαλέα δυναμική, ίδιο κέντρισμα να στοχαστείς το χρόνο: στο τέλος η αρχή. Κύκλος.

Η κρίση φέρνει στον νου τον κυκλικό χρόνο των προνεωτερικών ανθρώπων, τέτοιων που ζουν ακόμη, τέτοιων που ήταν οι γονείς και οι παππούδες μας. Τη χρειαζόμαστε αυτή την κρίση για να αποτινάξουμε την τυραννία του γραμμικού χρόνου, του αυθάδους διανύσματος της διαρκούς προοόδου, της αλαζονικής συσσώρευσης. Η απόγνωση της κρίσης μάς προσφέρει μια βαθύτερη επίγνωση του χρόνου: ο χρόνος σπαταλιέται, όταν δεν τον ζεις απόλυτα και μοναδικά, με ό,τι έχεις, όπως είσαι· μόνο έτσι, αλλιώς, η ζωή κλειδώνει σε βρόχους, κάνει λούπες, ξοδεύεται και καίγεται.

Κατά τα λοιπά, οι άνθρωποι:
Μπαινοβγαίνω σε ηλικίες, κλέβοντας ομιλίες και σημάδια εφήβων, είκοσι-κάτι, τριάντα-φεύγα, μεσηλίκων, ηλικιωμένων. Σε καφενεία, τραπεζώματα, ραδιοθαλάμους, σε φυσαλίδες σοσιαλμηντιακές και σωματικές προσκρούσεις, όλοι μου μεταγγίζουν δύναμη και πίστη στη ζωή. Σκέφτομαι ότι αυτό το κεφάλαιο είναι αφάγωτο, οι άνθρωποι: απρόβλεπτοι, ανόμοιοι, πληγωμένοι, σκόρπιοι, παρ’ όλ’ αυτά ακατάβλητοι, πομποί αισθημάτων και ζωτικότητας.

«Θα σταθούμε όρθιοι, ρε!» μου σφίγγει ζωηρά το χέρι και με χτυπάει στον ώμο πολυπράγμων συνομήλικος στην οδό Ασκληπιού, κι ένας άλλος στη Σκουφά διασχίζει το οδόστρωμα με φιλάει στο κρύο μάγουλο και ψιθυρίζει εμπιστευτικά μες στη βουή «υγεία, αδελφέ, αγάπη, κι όλα θα ‘ρθουν…» Εγκαρδιωμένος μοιράζομαι κονιάκ και ρακές, ώσπου να σκοτεινιάσει καλά. Από κάθε πόρο της πόλης αναδύεται γνώση και καρτερία, και μια θέληση αμίλητη ακόμη, ωστόσο υπαρκτή, φουσκώνει στις φλέβες: Θα σταθούμε όρθιοι, δεν θα μας πάρει αποκάτω.

Ξυπνάω πριν την αυγή.
Είμαι στο πλοίο, ακτή Κονδύλη, Σαρωνικός, Κάβο Κολώνες, Κάβο Ντόρος ανταριασμένος, Τζιά, Γιούρα, κάτω δυτικά τα Θερμιά, ο κάβος της Σύρας, το μπουγάζι του Τσικνιά, το Φανάρι. Στο τέρμα του δρόμου, ο Αϊ-Λούκας των κεκοιμημένων, φλογίτσες δαρμένες από τον βοριά, και χαμομήλια την άνοιξη. Φλογίτσες. Φωτογραφίες από βαφτίσια με βιολιά στο νησί, φωτογραφίες από βαφτίσια με κλαρίνα στο βάλτο. Φλογίτσες.

Είμαι ξανά στο πλοίο. Χωρίς βιβλίο, χωρίς μουσική. Μόνο με κύμα μανιασμένο κι αρμύρα και τσιγάρο κλεισμένο μες στη φούχτα. (Δεκάξι, στο Ναϊάς Ι, πενήντα τρία, στο Ιθάκη, ίδιο ταξίδι, πάντα το ίδιο, από το ένα λιμάνι στο άλλο, πότε για ζωή και πότε για θάνατο.)

Πϊσω από κάθε ακρωτήρι ξεπροβάλλει ένα άλλο.

Το καλοκαίρι υπόσχεται να μας σώσει από τους μαυρισμένους εαυτούς μας, να μας φωτίσει, να μας κάψει λυτρωτικά με το φως του, να μας αγκαλιάσει στα νερά του, να μας βυθίσει στα παιδικάτα και να μας απιθώσει παρηγορητικά στη μακρά διάρκεια, σμίγοντας μας με τη φύση σαν ύπαρξη και όχι σαν θέαμα, να μας συμφιλιώσει με τον τόπο, την ιστορία και τον κληρονόμο εαυτό μας, να μας πάρει τον στεναγμό και τον φόβο.

Την ώρα που ετοιμάζεται να με αγκαλιάσει η θάλασσα, αναθυμούμαι φευγάτα καλοκαίρια που σφράγισαν το πετσί, κεντήθηκαν στη μνήμη κι έκτοτε ανασβοβήνουν ολοένα πιο αδυνατισμένα, ολοένα πιο αγλαϊσμένα.

Σύμη, καλοκαίρι του Euro 2004, καύσωνας, εκρηκτική φασκομηλιά στο πυρωμένο διάσελο με το ξέπνοο Beverly, μεθυσμένοι διαπλέαμε έναν ωκεανό αρωμάτων και τρελών τζιτζικιών, μεθυσμένοι βουτήξαμε στα ευεργετικά νερά, κι ύστερα αφοσιώθηκα σ’ έναν μπουλούκο ίσαμε τεσσάρων ετών συστηματικά ανυπάκουο στις προσταγές του πατέρα και στις ικεσίες της πολυμωρομάνας. Ο μπουλούκος δεν άκουγε τ’ όνομά του (Θεολόγε, μη στα βαθιά! Οχι στο βράχο!), πείραζε τις τις ήσυχες, έυτακτες αδελφούλες του, παραπετούσε τα μπρατσάκια του, που δεν έστεκαν κιόλας στα Michelin φρατζολοχεράκια του, ξεγλιστρούσε ύπουλα σε ζαβολιές και ρίσκα. Σγουρομάλλης, έτοιμος να εκραγεί από πάχος και σκανταλιά, ο Δωδεκανήσιος Θεολόγος. Εξερράγη ο πατέρας με τα μισομαυρισμένα μπράτσα και πόδια, μέλη εργατικού που ηλιοκαίγεται καθώς δουλεύει, και κολυμπά μόνο Κυριακές. Γλίστρησε ο παχουλός θεούλης Σκάνταλος, βούλιαξε, κι ο πατέρας του αφού τον διέσωσε του ‘ριξε δυο παλαμιές στον αφράτο ποπό. Πλάνταξε ο ανυπάκουος, έσκισε όλη την βοτσαλωτή παραλία ο γόος και το παράπονό του. Εκλαιγε έως ότου τον έστρωσαν στο τραπέζι της ταβέρνας, στην παρηγόρια της τηγανιτής πατάτας. Τον κοιτούσα από δίπλα, με σαργούς και παγωμένο κρασί, και καθώς αποκάρωνα, με κοιτούσε κι αυτός απορημένος που τον κοιτούσα κι έπεφτε στους κεφτέδες, με το καπέλο ριγμένο πίσω.

Εγώ βρισκόμουν παραδομένος στο φασκόμηλο: με πήγαινε πίσω, πολύ πίσω, βυθιζόμουν στο άρωμα της Σύρου, η νήσος μοσχομύριζε φασκόμηλο όταν τη συνάντησα στα ’60s, το αφέψημά του δυνατό, αψύ, υπόπικρο, δροσιστικό, πολυθεραπευτικό, πότιζε τους τοίχους μινιόν καφενείων με ονόματα από τον αιγαιακό συναξαριστή, έτσι τα φαντάζομαι πια, η Ωραία Μύκονος, η Μυροβόλος Χίος, η Ανεμόεσσα Τήνος, το Ανδριακόν, παλαιοί οίκοι λουκουμοποιΐας, κότερα, ρυμουλκά και πιλοτίνες, κι όλη η αποβάθρα, περπατημένη από άνδρες κοντομάνικους και γυναίκες κλαρωτές φρεγάδες, μύριζε θυμάρι, ούζο, χταπόδι, Eau de Cologne απ’ τα κουρεία, αρμύρα λιμανίσια, σχοινιά στις δέστρες, ψαρίλα, τσιγάρα άφιλτρα και τσιγάρα βιρτζίνια των ναυτικών.

Ξαναμέθυσα με φασκόμηλο ένα θερινό απόγευμα στη Μύκονο, όταν ο περιβόητος Μίλτος, γυρολόγος-φιλόσοφος εκ Σύρου, λοταριατζής φυστικιών και μυθικών ροφών στους καφενέδες, πλασιέ μαντολάτου στο γήπεδο (δύο η χλέπα!), στρουθίον του ουρανού και αφρόψαρο του πελάγου, με τεράστιες χειλάρες και κοφτερές ατάκες αμφίστομες, σαν Αρχίλοχος και Διογένης μαζί, αυτός ο αρχαϊκός Μίλτος της Κέρου και της Δήλου, «βρέθηκα εδώ για εμπόριο, μάγκες!» δήλωσε μεγαλόπρεπα, κι απίθωσε στην πεζούλα μια κούτα Νουνού γεμάτη δεματάκια φασκόμηλο και μοσχοβόλησε η πλατεία, και τα πρότεινε προς πώληση σε έκθαμβους τουρίστες, την εποχή ανάμεσα στη χίππικη και την γκέι Μύκονο.

Να το καλοκαίρι του δαφνοστεφούς 2004, και μέσα του τόσα καλοκαίρια: Θεολόγος και φασκόμηλο, Εuro και βακχεία αμέριμνων, ανυπακοή και flânerie, μέθη αισθήσεων και δέσμες μνήμης, δοσίματα αδόκητα σε ακτές και εμπορειά, ξερονησίδες και ξωκλήσια, σουλάτσο, αργό ξεκούκισμα του χρόνου, απόνερα πλοίων νυκτερινών, φώτα μεσοπελάγου, φανερώσεις μεταφυσικές στην Παναγιά την Αγγελόχτιστη της Σίφνου, στο τηνιακό Σκυλαντάρ με ημισέληνο αγναντεύοντας τη βεγγαλική Μύκονο, με Περσείδες εφηβικού ρίγους στα ανοιχτά των πρωτοκυκλαδικών οικισμών του Τσούντα, με τον πύρινο δίσκο προβάλλοντα στη θάλασσα της Γυάρου, νύχτα θαυμάτων άγρυπνη στο ντεκ του Κολοκοτρώνη Καρλόβασι-Δωδεκάνησα, πευκώνες καριώτικοι και ταπεινά αρμυρίκια Ντελαγκράτσιας, στον πάγο της Εφταλούς με τις σέξι κορδέλες της Λουλούς εκ Παρισίων, στην υγρή άμμο του Πλατύ Γιαλού με τ’ αποτσίγαρα, όλα τα καλοκαίρια μας παρηγόρησαν, μας έθρεψαν και μας επανεκκίνησαν, κι όσα δεν θυμόμαστε ίσως βαθύτερα αυτά.

Αυτές τις αισθήσεις αναζητάμε πάλι, τώρα, τις λαχταράμε περισσότερο από ποτέ, παραμυθία, ζωτική μνήμη, φαντάσματα ιστορικά, συνέχεια ρωγμών. Αισθήσεις. Οι ψευδαισθήσεις ετελείωσαν.

φωτ.: Στράτος Καλαφάτης. Αθως, work in progress.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.897 hits