Η πόλη ξαναποκτά τον θόρυβο και την τυρβώδη της ροή, ώς το απομεσήμερο· τα μαγαζιά ανοίγουν και υποδέχονται τους λιγοστούς πελάτες, στα καφενεία σταθμεύουν περαστικοί για μια γρήγορη γουλιά καφέ, αράζουν χασομέρηδες για πολλές αργόσυρτες γουλιές, οι τροχονόμοι σπρώχνουν την κίνηση μέχρι να την κόψουν για να περάσει άλλη μια πορεία εργαζόμενων, εύτακτες πορείες συνήθως, μαχητικές αλλά και λίγο μελαγχολικές: οι επιχειρήσεις κλείνουνε, οι δουλειές χάνονται, οι διαμαρτυρίες μένουν και ξεθυμαίνουν σιγά σιγά, σβήνουν μες στην απόγνωση, σε μια τεράστια απορία: Πώς ζουν τις οικογένειές τους αυτοί οι άνθρωποι που ξεμένουν με τετρακόσια ευρώ επίδομα ανεργίας για δώδεκα μήνες, κι ύστερα γλιστρούν στο βάραθρο των μακροχρόνιων ανέργων; Τι συμβαίνει στα παιδιά τους αν αρρωστήσουν; Πώς θα πάνε σχολείο φέτος; Πώς θα θερμάνουν το σπίτι; Τέτοια σκέφτεσαι καθώς, τυχερός και προνομιούχος, ξυρισμένος και βιαστικός, περνάς από έναν παράλληλο δρόμο, για να πας στη δουλειά σου. Εχεις δουλειά ― αυτό είναι ήδη προνόμιο.
Καθώς βραδιάζει, ευλογάς την τύχη σου που έχεις δουλειά· δεν είναι δικαίωμα πια, είναι τύχη. Σαν την καλή υγεία: φροντίζεις την υγεία σου, αλλά δεν μπορείς να αποφύγεις ένα ατύχημα, μια απροσδόκητη ασθένεια. Να ‘χουμε την υγειά μας ― σ’ αυτό προστίθεται πια το “να ‘χουμε τη δουλειά μας”, ένα μεροκάματο. Αλλά κι όταν το ‘χεις εσύ και το στερείται ο διπλανός σου, ο πρώην συνάδελφος, ο γείτονας, ο συγγενής, ο φίλος; Να ένα δυσάρεστο ερώτημα.
Σταδιακά, αισθάνεσαι μια μορφή ενοχής που έχεις ακόμη δουλειά και εξυπηρετείς τις ανάγκες της οικογένειάς σου, χωρίς να έχει κλονιστεί εκ θεμελίων ο βίος. Γιατί γλίτωσες εσύ; Πώς σώθηκες; Και γιατί οι άλλοι γύρω σου βουλιάζουν; Είσαι πιο άξιος άραγε ή πιο τυχερός; Και γιατί ν’ αξίζεις εσύ τέτοια τύχη κι ο άλλος όχι;
Οσο φουντώνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης, τόσο θα θεριεύει η υπόγεια ενοχή. Ενοχή; Ναι, την έχουν περιγράψει δραματικά οι επιζήσαντες των στρατοπέδων εξόντωσης: αισθάνονταν συντετριμμένοι που έζησαν, ενώ άλλοι, οι περισσότεροι, αφανίστηκαν. Υπό αναλογία, σε τούτη την καταστροφή που σιγοκαίει και φουντώνει, οι έχοντες δουλειά, οι έχοντες τρόπο ακόμη να κρατήσουν το σπίτι τους, είναι οι επιζήσαντες που ντρέπονται, καθώς αντικρίζουν γύρω τους αυτούς που γονατίζουν, αυτούς που βουλιάζουν.
Μετά, σε κυκλώνουν κι άλλες ντροπές. Ακούς για ένα ίδρυμα κοινωφελές, ένα σχολείο για παιδιά με νοητική υστέρηση, το ιστορικό Σικιαρίδειο, που κλείνει γιατί το κράτος του έκοψε την επιχορήγηση. Διακόσιες ψυχούλες, και διακόσιες οικογένειες πίσω τους, και δάσκαλοι και θεραπευτές, αφιερωμένοι όλοι στη μάχη της ζωής, μαχητές του χαμόγελου, πετιούνται στον Καιάδα των περικοπών. Το Σικιαρίδειο, ιδρυθέν το 1939, πρόσφερε τις φιλάνθρωπες υπηρεσίες του εν καιρώ πολέμου, κατοχής, πείνας και φτώχειας. Το 2012 η Ελλάδα αποφασίζει ότι δεν μπορεί πλέον να βοηθά τα αδύναμα ή τα πιο άτυχα μέλη της κοινωνίας. Πάλι τα ίδια: Νιώθω σαν να έκοψα εγώ το κονδύλι των 1,5 εκατομμυρίων ευρώ από το Ιδρυμα, σαν να τα καταδικάζω εγώ προσωπικά τα παιδιά αυτά τα υστερούντα να μάθουν να διαβάζουν, να γράφουν, να ζωγραφίζουν, να χαμογελούν. Νιώθω να με κοιτά με παράπονο και επιτίμηση ο ξάδελφος μου ο Λάκης, με σύνδρομο Ντάουν εκ γενετής, ο πάντα γελαστός μες στη δική μου οικογένεια. Νιώθω ένοχος , μέλος μιας κοινωνίας τυχερών που αποστρέφει το βλέμμα της απ’ τους άτυχους, που τους ξεφορτώνεται.
Κυκλωμένος ακόμη από βλέμματα παιδιών, από σβησμένα γέλια και παράπονα, γυρνώ στη νυχτερινή πόλη. Είναι σιγαλή απόψε, μαζεμένη στις έγνοιες της, ίσως στις ενοχές της. Περνώ από τους ίδιους δρόμους τους πρωινούς, της βιάσης και της βιοπάλης. Στα μπαρ του ιστορικού κέντρου, γύρω από εκκλησίες και κατεβασμένα ρολά πτωχευμένων μαγαζιών, τιτιβίζουν λιγοστά πουλιά, νέοι άνθρωποι, ανέπαφοι φαινομενικά από τη διάχυτη κατάθλιψη. Σιγοπίνουν κι ακούνε τζαζ, Night and Day, χωρίς να φωνασκούν, χωρίς να ποζάρουν, σαν κάτι να ‘χει αλλάξει ακόμη και στους κώδικες του μπαρ. Κάτι έχει αλλάξει πράγματι, βαθύ: στους ψίθυρους και στις κινήσεις, στα νεύματα και στις ματιές, ανεπαισθήτως, διακρίνεις συστολή, σπίθες ντροπής, ενοχή ατομική για τη συλλογική κατάντια. Είναι οι τυχεροί εδώ, μα γύρω τους, παντού γύρω, ακούγονται μυριάδες άτυχοι. Αυτό μας κάνει άλλους.
2 Σχόλια
Comments feed for this article
20 Σεπτεμβρίου 2012 στις 1:38 πμ
Βασιλίκα
Lebensweisheitspielerei – Wallace Stevens
Weaker and weaker, the sunlight falls
In the afternoon. The proud and the strong
Have departed.
Those that are left are the unaccomplished,
The finally human,
Natives of a dwindled sphere.
Their indigence is an indigence
That is an indigence of the light,
A stellar pallor that hangs on the threads.
Little by little, the poverty
Of autumnal space becomes
A look, a few words spoken.
Each person completely touches us
With what he is and as he is,
In the stale grandeur of annihilation.
22 Σεπτεμβρίου 2012 στις 8:45 πμ
Maigret
το όνειδος της ευθύνης; (εκείνοι οι άτυχοι πλήρωσαν, εμείς οι τυχεροί όχι, όχι ακόμη)
ας ελπίσουμε ότι οι τυχεροί δεν θα γίνουμε σαν το μετανοητή – δικαστή του Καμύ στην πτώση, κάθε μέρα ενοχές και το βράδυ μετάνοια και λήθη
η ζωή πλέον μοιάζει με εκείνες τις νύχτες που δεν σε πιάνει ύπνος και όλο στριφογυρίζεις στο κρεβάτι και σου ‘ρχονται στο μυαλό τα πάντα και νευριάζεις και σκας, μα πάνω απ’ όλα θέλεις απλά να κοιμηθείς, να ξεχάσεις (chaque jour sa peine) – δύο λοιπόν οι επιλογές των τυχερών: είτε να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι μέσα στη νύχτα, είτε να κλείσουμε τα μάτια ακόμη πιο ερμητικά, τραβώντας το σεντόνι έως το κεφάλι.