Παραμονή Πρωτοχρονιάς συζητούσα με δύο εξαίρετους νέους, τέλος πάντων νεότερους μου, ο ένας κοντά στα 30, ο άλλος κοντά στα 40. Συζητούσαμε σαν φίλοι, πολιτισμένοι και αλληλοεκτιμώμενοι, ανταλλάσσαμε ροκιές και κοπλιμέντα, δίναμε έναν τόνο εορταστικό και φιλάλληλο σε μια χρονιά που ανέτελλε σκυθρωπή όσο να ‘ναι. Και ανακάλυπτα με ευχάριστη έκπληξη ότι, παρ’ όλη την πνευματική έλξη, δεν μοιραζόμασταν τα ίδια στερεότυπα.
Το σημαντικότερο στερεότυπο, γύρω από το οποίο βουΐζαμε σαν διψασμένες μέλισσες, ήταν η οικογένεια. Πολύ αδρά, σχεδόν απλουστευτικά: οι συνομιλητές μου υποστήριζαν ότι η ελληνική οικογένεια είναι καταπιεστική έως ευνουχιστική· εγώ υποστήριζα ότι η μεγαλύτερη καταπίεση που ασκεί η ελληνική οικογένεια είναι το παραχάιδεμα των κανακάρηδων και των πριγκιπέσων, δηλαδή μια αντίστροφη καταπίεση, μια υπερπροσφορά ευκολιών και προστασίας, που πνίγει, μπουκώνει και καθηλώνει. Αλλά ποιος φταίει περισσότερο; Η υπερπροστατευτική και υπερταϊστική Ελληνίδα μάνα, η “σου άφησα σκεπασμένο το φαΐ, αν αργήσεις” και “βάλε το κασκόλ, γύρισε χιονιάς”; Ή ο μαντράχαλος και η μουλάρα των 25-30 χρονών που σιτίζονται από το χαρτζιλίκι των συνταξιούχων γονιών περιμένοντας τη μεγάλη καριέρα και την αναγνώριση των πριγκιπικών προσόντων;
Το θέτω τόσο αδρά, για να φτάσουμε σε μερικές διαπιστώσεις. Ας πούμε, οι γονείς των σημερινών 20-40 ευθύνονται για την απόκρυψη των υλικών δυσχερειών του βίου από τους γόνους τους ― όσοι τουλάχιστον γνώρισαν ένδεια και δυσκολία. Η ανάμνηση της φτώχειας τους οδήγησε να την αποκρύψουν, και να υπερκαλύψουν τα μανάρια με πλησμονή υλικών αγαθών· να τα αναστήσουν σαν πρίγκιπες, με ιδιωτικά σχολεία, ιδιαίτερα, πολυτελή ρούχα και παιχνίδια, ταξίδια, σπουδές εξωτερικού, ακόμη και όταν αυτές οι δαπάνες στράγγιζαν το οικογενειακό βαλάντιο. Οι γονείς είχαν ξεπεράσει την ανέχεια και την ταπεινή καταγωγή, είχαν ενσωματωθεί στο Μεσαίο· οι γόνοι έπρεπε να απογειωθούν στο Ανώτερο, να εκπληρώσουν το όνειρο: κοσμοπολιτισμός, μετασπουδές, εκλέπτυνση. Μια αναδυόμενη αργόσχολη τάξη. Αλλά από πού θα αντλούσαν πόρους αυτοί οι δανδήδες;
Ακόμη και χωρίς την κρίση, και πριν απ’ αυτήν, όλη αυτή η απόκρυψη και το παραχάιδεμα, οι προβολές των γονιών πάνω στους γόνους, η υπεραναπλήρωση, είχαν ήδη οδηγήσει στον φενακισμό και απο ‘κει απευθείας στη ματαίωση. Οι βλαστοί μεγάλωναν τρυφηλοί, υπερενημερωμένοι, ποπ, ευαίσθητοι, και ανυπεράσπιστοι, σε έναν κόσμο αυξανόμενης σκληρότητας, ερημίας και ατομοκεντρισμού. Η κρίση είχε εμφανιστεί, δομική και αμείλικτη, στην εργασία και στις σχέσεις, πολύ πριν από το χρηματοπιστωτικό και εθνικό κραχ. Υπό μία έννοια, η ενδημική αμεριμνησία των πριγκιπικών γόνων και των υπερδανεισμένων οικογενειών τους προοικονομούσε την κατάληξη ενός λαού που ζούσε με δανεικά από το μέλλον, διαρρηγνύοντας τους δεσμούς με το παρελθόν, παραχώνοντας τη μισητή σβουνιά της καταγωγής.
Η οικογένεια πέθανε. Χμμ… Ποια οικογένεια ακριβώς; Η ελληνική, η υπερπροστατευτική… Αυτή που εικονογραφεί γκροτέσκα η ταινία “Κυνόδοντας”. Μα περιγράφει την ελληνική οικογένεια, τη μικροαστική και λαϊκή, τη μεσαία, το σετ ψυχοπαθών που βιαιοπραγούν γύρω από μια πισίνα, σε μια περίκλειστη έπαυλη; Πιστεύω ότι αυτή και άλλες ποπ απεικονίσεις οικογένειας στην πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή αντηχούν μια θεμελιώδη αδυναμία των δημιουργών τους· αδυναμία να αφουγκραστούν το πραγματικό, αδυναμία να αφουγκραστούν το κύριο: την υπερχειλίζουσα πολυσθενή σχέση του μέσα με το έξω, του ενός με τους πολλούς, του ανθρώπου με το πετσί του, με το πρόσωπό του. Αδυναμία να αφουγκραστούν την αγάπη σαν κατόρθωμα, και σαν θεμελιώδη προϋπόθεση του Εγώ κινούμενου προς τον Αλλο. (Κάτι που το είδε και το υποστασίωσε συγκινητικά η έκκεντρη “Στρέλα”.) Ο φερ’ ειπείν Κυνόδοντας, και κάθε Κυνόδοντας, αντλεί την αλήθεια της αφήγησης του από κατασκευές, από άλλες αφηγήσεις, αντλεί από φόρμες και καταλήγει σε φόρμα, κενή περιεχομένου· είναι ένα simulacrum, ομοίωμα που έχει λησμονήσει πια το μακρινό του πρωτότυπο· καθότι δεν μετουσιώνει καμιά πραγματικότητα, απλώς κάνει κόπι-πέιστ τις αναφορές του. Κατά τούτο, μοιάζει με τη διάχυτη στάση των μορφωμένων νέων που μεμψιμοιρούν για την ευνουχιστική οικογένεια, και εννοούν όχι τη δική τους, αλλά την οικογένεια που έχουν δει στις ταινίες του Χάνεκε και του Δόγματος. Ωσάν η ζωή να αντλείται από την τέχνη…
Υλικές προϋποθέσεις, κοινωνικοψυχολογικοί όροι, αισθητικά και φαντασιωσικά συμφραζόμενα. Και η ειρωνεία: η γενιά η πιο ποτισμένη, εκουσίως και ακουσίως, από τον ατομικισμό αποφεύγει την ατομική ευθύνη, την ενηλικίωση λ.χ., και κλαυθμηρίζει για τη βαριά φτερούγα της καταγωγικής οικογένειας. Μα ακριβώς αυτή η ειρωνεία είναι η πιο τρυφερή αντίφαση που τυλίγει τούτη τη γενιά, των αγαπημένων φίλων και των παιδιών μας.
24 Σχόλια
Comments feed for this article
9 Ιανουαρίου 2011 στις 1:59 μμ
Tweets that mention Η βαριά φτερούγα της οικογένειας « βλέμμα -- Topsy.com
[…] This post was mentioned on Twitter by Dimitrios Papadakis. Dimitrios Papadakis said: RT @nikoxy: Η βαριά φτερούγα της οικογένειας: Παραμονή Πρωτοχρονιάς συζητούσα… http://bit.ly/hWxb8a […]
9 Ιανουαρίου 2011 στις 3:28 μμ
Αλέκος Λούντζης
Ωραιότατο κείμενο, οξυδερκείς παρατηρήσεις.
«λίγο παλιός Νικολαΐδης, λίγο Σ(σ)ολωμός, λίγο μεταμοντερνισμός, λίγο Τρίερ, λίγο pop Φρόυντ, κάνα μπάχαλο, λίγο συνασπισμός, λίγο Μαρμαρινός, 2 κουταλιές μαζοχισμός και ένας καθρέφτης χειρός …»
το βάζετε στο φούρνο για 2 ώρες ή 14 χρόνια και είστε εν αναμονή ενός αριστουργήματος
Αλ. Λούντζης
9 Ιανουαρίου 2011 στις 5:17 μμ
Λεωνίδας
κ. Λούντζη συγχαρητήρια!
Περιγράψατε την κυρίαρχη κουλτούρα των εκπαιδευμένων της ελλαδικής κοινωνίας. Συνοπτικά, εύστοχα και, εικάζω, με το μειδίαμα που αρμόζει στο σχολιαζόμενο.
9 Ιανουαρίου 2011 στις 6:03 μμ
Ευάγγελος Βαρελίδης
«Μια Κινέζικη παροιμία λέγει. Αν μου δώσεις ένα ψάρι θα γευματίσω μια φορά, αν με μάθεις να ψαρεύω, θα τρώγω σ’ όλη μου τη Ζωή». Οι ψαράδες είναι ελεύθεροι, αυτεξούσιοι και αξιοπρεπείς, αγαπούν δε Αυτούς που τους έμαθαν να ψαρεύουν!!
Οι μαθημένοι στα Ψάρια, είναι κατασκευασμένοι Ρουφιάνοι, ψεύτες, γλύφτες και πρόθυμοι να πουλήσουν τα πάντα, μισούν δε αφάνταστα αυτούς που τους δίνουν ψάρια.
Αυτή ήταν η παιδεία στην οποία εντέχνως οι Έλληνες γονείς, οδηγήθηκαν να δώσουν στα παιδιά τους.
Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα και όσο δεν την βλέπουμε, θα χειροτερεύει.
Και ένα μικρό ερώτημα για τους δύο προηγούμενους σχολιαστές.
Μα καλά δεν μάθατε τίποτε άλλο στη Ζωή σας εκτός από την επίκριση;
9 Ιανουαρίου 2011 στις 6:17 μμ
Λεωνίδας
Και γιατί πιστεύετε κ. Βαρελίδη ότι το να επικρίνεις σε κάτι σημαίνει ότι μόνον στην επίκριση είσαι μαθημένος;
9 Ιανουαρίου 2011 στις 6:25 μμ
xmmm
μπραβο, οχι να θελω να στενοχωρησω κανενα αλλα ο κυνοδοντας ειναι αυτο ακριβως που δειχνει – ενα simulacrum – που γεννηθηκε ακριβως και στις συνθηκες που δειχνει – στην καλπικη μεγαλοαστικη βαρεμαρα μιας εξοχικης κατοικιας πιθανως στην κιννετα, ξεκομμενη απο ουσιαστικα ερωτημα και περιορισμενης σε και καλα πειραματικη φορμα,οπου ο πειραματισμος εξαντλειται στην φορμα με λογικη designer (sic) punk ρουχου των 500€.
ο κυνοδοντας δεν προβληματιζεται, κανει οτι προβληματιζεται.
Μια ταινια κενη, αλλα οχι περισσοτερο κενη πχ απο τα κατασκευασματα πχ του Νικολαιδη, εφοσον ομως ειναι (στυλιστικα) εξαγωγιμη ας οξεται για αυτο και μονο αξιζουν συγχαρητηρια αλλα ως εκει.
9 Ιανουαρίου 2011 στις 8:34 μμ
Αναστασία Σ.
Δεν διαφωνώ με τις διαπιστώσεις σας περί ελληνκής οικογένειας. Έτσι ακριβώς είναι. Υπερπροστατευτική και υπερταϊστική! Αν όμως δεν ήταν έτσι, τώρα με τόσους άνεργους, υποαπασχολούμενους και υποαμειβόμενους, θα βλέπαμε πιο πολλούς κατοίκους στα παγκάκια, από όσους στα σπίτια. Αυτή η πανταχόθεν βαλλόμενη οικογένεια περιθάλπει αρρώστους, γέρους, φροντίζει μωρά και παιδιά, εκεί που το κράτος σηκώνει τα χέρια ψηλά. Αλίμονό μας αν δεν αντέξει κι αυτή…
9 Ιανουαρίου 2011 στις 8:34 μμ
old boy
H ραδιοφωνική συζήτηση με τους φίλους σας ήταν όχι απλά ενδιαφέρουσα και γόνιμη, αλλά και τόσο διαφορετική από τις συνήθεις ραδιοτηλεοπτικές συζητήσεις. Εξίσου γόνιμη και ενδιαφέρουσα βρίσκω και τη διαφωνία σας. Συμφωνώ σε όσα λέτε και για την συνευθύνη των χαϊδεμένων γόνων και για τη σύνδεση μεταξύ του παραχαϊδέματος και του μεγαλοπιάσματος στην οικογένεια σε αντιδιαστολή με μια σκληρή εργασιακή -και όχι μόνο- πραγματικότητα.
Διαφωνώ ωστόσο στη θέση που δίνετε στον «Κυνόδοντα» μέσα σε όλο αυτό που περιγράφετε. Αντίθετα με όσα λέτε, θεωρώ πως ο «Κυνόδοντας» από την πραγματικότητα των οικογενειών που περιγράφετε αντλεί για να φτιάξει τον διεστραμμένο κόσμο του.
Αν η οικουμενική συνθήκη όλων των οικογενειών είναι ότι οι γονείς προσπαθούν να επεμβαίνουν, ώστε ο έξω κόσμος να επηρεάσει τα παιδιά τους όσο το δυνατόν αργότερα κι όσο το δυνατόν λιγότερο, η συνθήκη της ελληνικής οικογένειας είναι πολύ πιο παρεμβατική από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Ο «Κυνόδοντας» δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τραβά αυτή την συνθήκη ως τα άκρα της. Ως τα τόσο μεγάλα άκρα της που καθίσταται από κάθε έννοια αφύσικη. Κι όταν εσύ, ως θεατής, έρχεσαι αντιμέτωπος με έναν αφύσικα ακραίο κόσμο, έχεις δυο επιλογές: είτε να δεις αυτή την κατάσταση σε αντιδιαστολή με τη νορμάλ δική σου και να επαναπαυθείς, είτε, αντίθετα, να σε βοηθήσει αυτή η υπερβολική κατάσταση να φωτίσεις λίγο καλύτερα τη δική σου.
Παράδειγμα: ο πατέρας σκίζει τα ρούχα του και βάφεται με κόκκινη μπογιά. Παριστάνει ότι του επιτέθηκαν προκειμένου να πουλήσει στα παιδιά του ένα ακόμα παραμύθι. Και αναρωτιέσαι: είναι τελικά τόσο ακραία η σκηνή; Πόσες φορές δεν έχει τύχει γονείς να ορκιστούν κάτι –διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους- προκειμένου να διαφυλάξουν την εικόνα τους ή να προστατεύσουν τα παιδιά τους από μια επικίνδυνη πληροφορία; Αντίστοιχα, πόσο πολύ απέχει το «σε προστατεύω από κάθε επαφή με τον έξω κόσμο», από το «σε προστατεύω από τον έξω κόσμο βρίσκοντάς σου με μέσο δουλειά»; Πόσο πολύ απέχει το «σου φέρνω γυναίκα στο σπίτι να ξεδώσεις», από το «έχω λόγο για το ποιος είναι το ταίρι σου»; Πόσο πολύ απέχει το «σου λέω πως θάλασσα ονομάζεται η πολυθρόνα στο σαλόνι», από το «σου λέω πως η τάδε συμπεριφορά ονομάζεται εντιμότητα ή, αντίθετα, ηλιθιότητα»;
Κι αν θελήσουμε να δούμε κι από άλλη ευρύτερα μεταφορική σκοπιά την ταινία, μας παρουσιάζει τις πρώτες ύλες με τις οποίες ασκείται η εξουσία: εξουσία σημαίνει να ορίζεις τους κανόνες του παιχνιδιού, να ορίζεις την έννοια των λέξεων, να ορίζεις ως που επιτρέπεται να κινηθεί ο εξουσιαζόμενος, να τρομοκρατείς, να παραπλανείς, να επιβραβεύεις, να τιμωρείς, να δημιουργείς συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ αυτών που εξουσιάζεις, να τους επιβάλλεσαι όχι τόσο σωματικά όσο πνευματικά, ώστε να σε υπακούν «με τη θέλησή τους».
9 Ιανουαρίου 2011 στις 9:42 μμ
nikoxy
ολντ μπόι:
Χρειάζεται τέτοια σαδο-αιματηρή αλληγορία για να μιλήσουμε περί ορίων Μέσα-Εξω στην (ελληνική) οικογένεια;
Ας το δούμε ρεαλιστικά, νατουραλιστικά: με τον τρόπο του Οικονομίδη, ας πούμε, ή του Κούτρα (Στρέλα). Τι ΔΕΝ λένε αυτπί στις ταινίες τους, που το λέει καλύτερα ο Κυνόδοντας;
Περί εξουσίας:
Οι μετωνυμίες του Νew Speak και οι αλληγορίες είναι επιτυχείς την πρώτη φορά, καθε πρωτη φορά. Π.χ. στο 1984 του Οργουελ, στο Κουρδιστό Πορτοκάλι των Μπέρτζες-Κιούμπρικ.
Πόσο πρωτότυπο είναι πια το γλωσσικό παιχνίδι του Κυνόδοντα; ΔΕν ξέρω…
Μα και σαν φόρμα, η ταινία μεταγράφει, επιφανειακά ΙΜΗΟ, τη γραφή του Χάνεκε και της ομάδας Δόγμα.
(Επι παρομοίων θεμάτων: Δεν τολμώ να πω Μπέργκμαν, δεν τολμώ να πω Ντράγιερ…)
ΚΙ αν το δούμε σαν δοκίμιο, σαν μη αφηγηματικό σινεμά, όπως υποστήριξε ο Σραόσα, τότε τι να πούμε για τις ταινίες του Γκοντάρ; Του Αντονιόνι; Τον Καθρέφτη του Ταρκόφσκι, που μιλά για μια μητέρα κι έναν πατέρα λ.χ.;
Δεν ξέρω, όσο το σκεφτομαι, τόσο περισσότερο κλίνω ότι ο Κυνόδους είναι μια μεταταινία: ένα mash up από ταινίες που άρεσαν στον σκηνοθετη…
Εξ ου και τολμώ να συμπεράνω τα περί χαμηλής ή ανύπαρκτης μετουσίωσης.
De gustibus βεβαίως…
10 Ιανουαρίου 2011 στις 12:30 πμ
thas
Εγώ πάλι συμφωνώ απολύτως για τον Κούτρα και τη Στρέλλα (η ταινία είναι μαγική και αγαπησιάρικη χωρίς να αντιλαμβάνεσαι απολύτως πώς το καταφέρνει) συμφωνώ επίσης για το πεποιημένο «μετά» του Κυνόδοντα (αλλά η επιχειρηματολογία του sraosha και του old boy δεν ακυρώνονται) και διαφωνώ ότι η ελληνική οικογένεια συνοψίζεται στο «ντύσου θα κρυώσεις». Κάθε άλλο. Δίπλα σ’ αυτά χτίζεται ένας τεράστιος συναισθηματικός εκβιασμός τύπου «αν το μάθει ο πατέρας σου δεν θα αντέξει», η πνιγηρή αίσθηση ότι κινείσαι (και οφείλεις να κινείσαι δια βίου) στον ορίζοντα των προσδοκιών τους. Οι έλληνες γονείς δεν είχαν δική τους ζωή, την αντλούσαν από τα παιδιά τους. Προσδοκίες και ματαιώσεις δικές τους ή δικές σου, όλα μαλλιά-κουβάρια. Πάρε παιδί μου να έχεις τα πάντα (μη σου λείψουν), αλλά δώσε σ’ εμάς τον λόγο εφ’ όλης της ύλης: μην κάνεις παρέα με τα παλιόπαιδα, ξέκοψέ την αυτήν, πάρε τηλέφωνο τους θείους σου, να μην πας σ’ αυτή τη σχολή, μπες στο δημόσιο, άφησε το καλλιτεχνιλίκι, θα μας κάνεις ρεζίλι, ντροπής πράγματα στην ηλικία σου, να δω εγγονάκι και δεν θέλω άλλο τίποτα… Δεν πρόκειται απλώς για μαντράχαλο και γαϊδούρα που βολεύεται αλλά για σταδιακή παγίδευση σε ένα αδιέξοδο σύστημα όπου, επειδή συνήθως εκείνοι έχουν το ακαταλόγιστο κι εσύ την επίγνωση σέρνεσαι δια βίου σε επιλογές αλλότριες, προσπαθώντας να τους κρατήσεις στη ζωή (ή σ’ αυτό που τέλος πάντων προπαγάνδισαν σαν τέτοια). Το πάρε-δώσε με τους γονείς δεν λύνεται με ένα «άντε γεια», είναι άπειρα τα παραδείγματα ανθρώπων που λύνουν διαρκώς τους (άλυτους) αυτούς κόμπους ως τα βαθιά τους γεράματα.
Ωραία κουβέντα έγινε πάντως, να είστε καλά, και του χρόνου.
10 Ιανουαρίου 2011 στις 1:33 πμ
nikoxy
Θας:
καλή χρονιά!
Λες:
«η πνιγηρή αίσθηση ότι κινείσαι (και οφείλεις να κινείσαι δια βίου) στον ορίζοντα των προσδοκιών τους. Οι έλληνες γονείς δεν είχαν δική τους ζωή, την αντλούσαν από τα παιδιά τους. Προσδοκίες και ματαιώσεις δικές τους ή δικές σου, όλα μαλλιά-κουβάρια.»
Περίπου το ίδιο λέω: Προβολές, υπεραναπλήρωση, από το Μεσαίο στο Ανώτερο κ.λπ.
Θα ήθελα όμως να βάλουμε στη συζήτηση (α) την ατομική ευθύνη, (β) το βόλεμα, υλικό αυτό,
ώστε να δούμε και τον συναισθηματικό ευνουχισμό μέσα σε ένα αμφίστομο νταραβέρι:
Γονιός: Σου δίνω-παρέχω και σε καθηλώνω.
Τέκνο: Παίρνω, βολεύομαι, ανταποδίδω με τα δεσμά μου, βλαστημάω την τύχη μου.
Τέλος πάντων… Και στα 25 και στα 30 και στα 30+ και στα 40, με παιδάκια ενδεχομένως, ακόμα τους ευνουχιστικούς γονιούς θα σιχτιρίζουμε για την ανωριμότητα;
Και το εγώ, τι κάνει; Αυτοεγκλωβίζεται αενάως σε δικαιολογίες;
Αλλά μήπως ενηλικίωση σημαίνει απλώς απογαλακτισμός;
Τα σέβη μου, Θας
10 Ιανουαρίου 2011 στις 2:02 μμ
rodia
«Το πάρε-δώσε με τους γονείς δεν λύνεται με ένα «άντε γεια», είναι άπειρα τα παραδείγματα ανθρώπων που λύνουν διαρκώς τους (άλυτους) αυτούς κόμπους ως τα βαθιά τους γεράματα.»
Λύνεται με την αποφυγή της επανάληψης στις επόμενες γενιές. Θέλει και κόπο και.. τρόπο! :)
10 Ιανουαρίου 2011 στις 3:46 πμ
old boy
Ακριβώς αυτή η εμμονή με την οικογένεια που διακρίνει τόσες διαφορετικές μεταξύ τους ελληνικές ταινίες των τελευταίων ετών είναι που, νομίζω, δείχνει ότι στην ελληνική πραγματικότητα υπάρχουν θέματα εκκρεμή, θέματα που ζητούν καλλιτεχνική έκφραση. Θέματα που άλλωστε και το άρθρο και το σχόλιο του Thas θίγουν με εξαιρετικό τρόπο. Υπό αυτή την έννοια θεωρώ πως μικρότερη σημασία έχει το κατά πόσο λένε το ίδιο ή διαφορετικό πράγμα ο Λάνθιμος, ο Κούτρας, ο Οικονομίδης ή ο Τζουμέρκας και μεγαλύτερη το ότι ιντριγκάρονται από το θέμα «οικογένεια» αφενός και ότι το αντιμετωπίζουν με διαφορετική κινηματογραφική γλώσσα αφετέρου.
Θεωρώ πάντως πως ενώ το σινεμά του Χάνεκε είναι γεμάτο χαρακτήρες που είναι τίγκα στο σαδισμό, οι γονείς του «Κυνόδοντα» δεν είναι σαδιστές. Οι γονείς του Κυνόδοντα αγαπάνε τα παιδιά τους και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τα προστατέψουν. Έτσι προτιμώ να διαβάζω την αλληγορία του και για αυτό λέω πως τελικά έχει βάση και στην πραγματικότητα.
Αλλά όλα αυτά καταλήγουν πάντα στο de gustibus. Kαι ευτυχώς που υπάρχει η διαφορά στις εκτιμήσεις και υπήρξε η αρχική διαφωνία στην εκπομπή γιατί οδήγησε και στο άρθρο και στα πολύ ενδιαφέροντα σχόλια που το ακολούθησαν.
10 Ιανουαρίου 2011 στις 4:07 πμ
thas
nikoxy:
Μου ήρθε τώρα ένα ωραίο που άκουσα πρόσφατα, αγνώστου, περί της ελεύθερης βούλησης. Είναι, λέει, (η πίστη στην ελεύθερη βούληση) σαν να πιστεύεις ότι κάποιος μπορεί να φάει ένα πιάτο μακαρόνια α) ενώ δεν πεινάει και β) ενώ δεν υπάρχουν μακαρόνια. Κάπως έτσι και με την ατομική ευθύνη: ναι, υπάρχει ευθύνη ακόμα και σε ένα μπετοναρισμένο ενοχικό εγώ του οποίου στο τέλος ζητάμε τα ρέστα της μη πατρο/μητροκτονίας (ως καθήλωση και ανωριμότητα). Αλλά προσωπικά νιώθω εντελώς αναρμόδιος να την αποδώσω. Τα δικά μου σέβη, φίλε φίλτατε nikoxy.
10 Ιανουαρίου 2011 στις 5:57 πμ
ilias
@To Whom It May Concern : μα δεν είναι παιδί σας ο Λάνθιμος, μη τον μαλώνετε… :)
10 Ιανουαρίου 2011 στις 1:04 μμ
Sraosha
Thas locutus, causa finita. Ας συνεχίσουμε να μιλάμε για σινεμά, αγαπητοί.
Νίκο, κι από δω καλή χρονιά.
10 Ιανουαρίου 2011 στις 1:37 μμ
Tweets that mention Η βαριά φτερούγα της οικογένειας « βλέμμα -- Topsy.com
[…] This post was mentioned on Twitter by Βασίλης. Βασίλης said: RT @Sraosha_: Επίσης, ευχαριστούμε τον Θεό και για τον Θας: https://vlemma.wordpress.com/2011/01/09/fterouga-oikogeneia/#comment-13839 […]
10 Ιανουαρίου 2011 στις 2:02 μμ
gritz
Η οικογένεια ή καλύτερα οι οικογένειες δεν είναι κλειστά συστήματα. Υποσυστήματα της κοινωνίας είναι. Παρακμιακή οικογένεια ως διαδεδομένο και εκτεταμένο φαινόμενο, σημαίνει αξιόλογου μεγέθους παρακμιακή κοινωνική μερίδα.
Εξ ού και η (επιφανειακή) ομοιότητα του «Κυνόδοντα» με την ταινία του Χάνεκε. Άλλη η παρακμή της Βαïμάρης – Μεσοπολέμου (με κορύφωση όσα ακολούθησαν), άλλη της δικής μας ύστερης Μεταπολίτευσης (1985-2009). Αλλά παρακμή και η μέν και η δέ. Η διαφορά είναι ότι ο Χάνεκε την δείχνει ως τέτοια που είναι, ενώ στον Κυνόδοντα η παρακμή αισθητικοποιείται και η αξιολογική κρίση .
Κατά τα άλλα, ίσως αποδειχθεί ότι εδώ είμαστε «ανίατα Μεσοπόλεμος» (Β. Λεοντάρης), ίσως όχι. Το σίγουρο είναι πάντως, ότι υπάρχουν γύρω και άλλου τύπου οικογένειες, εκτός από τις ψυχή και και σώματι αστικές (ή μεσο-αστικές).
10 Ιανουαρίου 2011 στις 2:04 μμ
gritz
…η αξιολογική κρίση χάνεται στην ομίχλη.
10 Ιανουαρίου 2011 στις 5:35 μμ
vasvas
Πολύ ωραία συζήτηση. Συμφωνώ με το thas, και δε νομίζω κ. οικοδεσπότη ότι λέτε το ίδιο. Το βάρος που περιγράφει ο thas και μετουσιώνει (όσο το καταφέρνει) ο Κυνόδοντας σε σαδομαζο παράνοια δεν μπορείς να το διαγράψεις με μια κουβέντα: Απογαλακτιστείτε επιτέλους!
Νομίζω ότι η αντίδρασή σου έχει να κάνει με προτεραιοποιήσεις: Εδώ ο κόσμος καίγεται, και ο Γουντι Άλλεν έκανε 10 ταινίες για τις νευρώσεις του μεσο/μεγαλοαστού στο Μανχάτταν, τα προβλήματα με τις σχέσεις του, τα γκομενικά του, κλπ κλπ. Υπάρχει χρόνος για τόσα υπαρξιακά εν μέσω κρίσης; Γιατί δεν ανασηκώνουν τα μανίκια όλοι αυτοί να δουλέψουν, να δεις πως περνάνε τα υπαρξιακά! :) Δε λέω, δίκιο έχεις κι εσύ….Μόνο που στο συγκεκριμένο θέμα οι κοινωνικές δομές και τα ψυχολογικά τους παρεπόμενα έχουν (φαίνεται) απτό οικονομικό αποτέλεσμα (πέραν του εισοδήματος των ψυχοθεραπευτών) — χαμηλή επιχειρηματικότητα, παραγωγικότητα, προσαρμοστικότητα κλπ κλπ
11 Ιανουαρίου 2011 στις 1:01 πμ
ilias
«Αν υπάρχει χώρος για υπαρξιακά εν μέσω κρίσης?» Μάλιστα. Λοιπόν όπως μου είπε μια φίλη μου : άραγε οι εικοσάρηδες (πάνω -κάτω) που πετάνε μάρμαρα και μπουκάλια στις πορείες και τις εξεγέρσεις, «αυτοί που δεν έχουν αιτήματα» (όπως εννοούν το αίτημα οι «ενήλικοι» , αυτοί δηλαδή που αναμένουν απελπισμένα για συνομιλητές και συνενόχους, αυτοί που γνωρίζουν πως η άσκηση της εξουσίας ξεκινά από αυτόν που «δέχεται» τον άλλο ως συνομιλητή (αλλά πίσω από ένα γραφείο, ή έχοντας βάλει μπροστά του ένα θρανίο) αυτοί λοιπόν που πετάνε -ότι πετάνε- σε ποιον τα πετάνε? Σε κάποιου είδους regime, governance, political authority δηλαδή στο αναμενόμενο ή στους γονείς τους , στην οικογένεια τους? Άντε, στην ευρύτερη οικογένεια. Ας μιλήσουμε λοιπόν για σινεμά. Αν δεν κάνω λάθος -και πιστέψτε με δεν τρελλάθηκα με τον Κυνόδοντα- στην ταινία δεν πρωταγωνιστούν παιδιά, γονείς και υφιστάμενες αλλά ένας φράχτης? Τι λέτε ? Έπαιξε καλά τον ρόλο του? Ο τζάμπα μάγκας φράχτης του Έβρου και οι τζάμπα φράχτες των ΜΑΤ στο Urban War της πόλης αξίζουν για πρόταση καλύτερης ξένης ταινίας στα φετινά όσκαρ στο Χόλλυγουντ?
11 Ιανουαρίου 2011 στις 10:21 πμ
Μύρων Κατσούνας
Όσοι απογαλακτίζονταν γρηγορότερα κατά το πρόσφατο παρελθόν – εάν απογαλακτίζονταν-,κι αντροπατούσαν κάπου ανάμεσα 20 και 30, δηλαδά όσοι όχι μόνο δούλευαν αλλά είχαν και παιδιά να μεγαλώσουν, είχαν στη διάθεσή τους και ισχυρότερα δίκτυα αλληλεγγύης (ευρύτερη οικογένεια, συντοπίτες στο κλεινόν άστυ της εσωτερικής μετανάστευσης κλπ). Σαν αυτά που επιζητείτε εναγωνίως στα κείμενα σας.
11 Ιανουαρίου 2011 στις 6:34 μμ
Ανώνυμος
Aγαπητέ κ. Ξυδάκη
Μήπως όσοι αρνούνται την ευθύνη της ενηλικίωσης (ή έστω κάποιοι από αυτούς) ενδέχεται να αντιστέκονται στον ατομικισμό που αυτή (η ενηλικίωση), ως «πραγματικότητα του ρεαλισμού της απερχόμενης όσο και κυρίαρχης ακόμα γενιάς», προϋποθέτει;
Μήπως η κρυφή απάντηση του σαραντάρη (τριαντάρη, εικοσάρη κ.λπ.) γιου στον «σεβάσμιο» πατέρα του, μέσω της πεισματικής αυτής άρνησης «αποδοχής των ενήλικων ευθυνών» ενδέχεται να είναι: «αρνούμαι να σε διαιωνίσω, τέρμα, σε μένα τελειώνει ο κόσμος σου, ξανακάνε υπερχρεωμένα παιδιά από την αρχή αν προλαβαίνεις, αλλιώς βάλε τους νόμους σου, τη δημοκρατία σου, την οικονομία σου και τα χρέη σου εκεί που ξέρεις και ψόφα επιτέλους, αφού ούτως ή άλλως δεν θα τη γλιτώσεις – ενηλικιώσου και αποδέξου ότι πεθαίνεις μαζί με τις ιδέες, τις πίστεις και τις οφειλές που εσύ αναγνωρίζεις πως έχεις απέναντι στον ίδιο τον εαυτό σου, οι οποίες και δεν θα διαιωνιστούν με μένα μια και δεν τις αναγνωρίζω»;
Μήπως η «ενήλικη» γενιά που αποσύρεται πίστεψε πως θα παραμείνει αθάνατη επειδή «ενηλικιώθηκε»; Μήπως νομίζει ακόμη πως θα τους πληρώνουμε τόκους και μετά θάνατον κι έτσι θα συνεχίσουν να έχουν την ψευδαίσθηση πως ακόμα ζουν και ως κλινικώς νεκροί;
Μήπως, επίσης, αυτή η άρνηση των «νέων» να ενηλικιωθούν (προφανώς υπό την έννοια που θεωρείται η ενηλικίωση από τους υπόλοιπους «ενήλικους», τύπους, ως επί το πλείστον, σαν τον πατέρα του Κυνόδοντα) δεν είναι μεμψίμοιρη δειλία μιας ολόκληρης γενιάς έναντι των «αξιών» της απερχόμενης, αλλά μια τακτική (συνειδητή ή ασυνείδητη, επιτυχής ή ατυχής) που υποκρύπτει την ενδόμυχη στρατηγική τελειωτικής εξόντωσης του αηδιαστικού αντιπάλου/γονιού/αξιακού προτύπου/δυνάστη; Μήπως οι ανώριμοι γιοι, επιθυμούν διακαώς να πεθάνουν οι ώριμοι πατεράδες τους (ενδεχομένως και αυτοί μαζί τους, αλλά ευχαρίστως αποδέχονται το ρίσκο του πειραματισμού) προκειμένου να διακοπεί με κάθε θυσία η συνέχεια; Μήπως, τέλος, οι γονείς, θλίβονται μόνο για τους εαυτούς τους και όχι για τα παιδιά τους, τα οποία και «αγαπούν αμέριστα» όσο αυτά «ενηλικιώνονται» ως συνέχειά τους, αλλιώς – αν δηλαδή δεν «ενηλικιωθούν» ως ομοιώματα των γονιών τους – ευχαρίστως τα καταδίδουν οπουδήποτε ως «απροσάρμοστα» και μήπως αυτός είναι ο συνήθης της πάλης των γενεών «ρυθμός»;
Διότι μπορεί μεν οι γενεές να μη βρίσκονται σε όλες τις περιόδους σε πάλη (αφού η ίδια πολιτισμική τάση μπορεί να αποτελεί όραμα πολλών «συνεργαζόμενων» γενεών) ωστόσο, εκεί που το «εξελικτικό» όραμα αντί να παραμείνει ανεπιστρεπτί στη λήθη, όπου ανήκει και ως οφείλει (και αν θέλει να περιμένει την ανάστασή του κατά τη Δευτέρα Παρουσία) αυτό επιμένει να θέλει να κυριαρχεί εις βάρος μιας γενιάς που δεν το αποδέχεται ως δικό της όραμα εξέλιξης και ενηλικίωσης (αλλά «οφείλει» να ενηλικιωθεί/μεταμορφωθεί ως προς αυτό, μια και οι προηγούμενες γενιές έτσι «ενηλικιώθηκαν» – και εδώ μπαίνει το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης η οποία κάλλιστα δύναται να επιλέγει τον θάνατο έναντι της αναγκαστικής υποδούλωσής της) φυσικό μας φαίνεται να δημιουργείται κάποια στιγμή αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα στις γενιές (η οποία ενδέχεται να διαρκέσει επίσης επί πολλές γενιές, μέχρι να σχηματοποιηθεί το νεογέννητο πολιτισμικό «όραμα»).
Εδώ σύρουν τον γιο για δημόσια εκτέλεση και το άγχος της Ελληνίδας μάνας είναι μην και πάει στην εκτέλεση ο κανακάρης της με ασιδέρωτα ρούχα και πει ο κόσμος για αυτήν, πως δεν ήταν «καλή μάνα» (και όταν λέμε «κόσμος», εννοούμε όλους εκείνους τους «ενήλικους» που έχουν πληρώσει «νόμιμο και χορηγούμενο εισιτήριο» για να παρακολουθούν τις εκτελέσεις που προσφέρει ζωντανά ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΣΤΕ, το απορρυπαντικό ΗΟΜΟ και η Ένωση Στρέιτ Εφέδρων Αξιωματικών Παλαιοχωρίου – του χωριού που έχει υιοθετήσει η φιλανθρωπική οργάνωση της Ελπίδας – όχι αυτής που τραγούδησε το «Σωκράτη εσύ Σούπερ Σταρ», αλλά της άλλης, που τραγουδάει το «Βόηθα με φτωχέ μου να μη σου μοιάσω»).
Μήπως όμως οι απόψεις περί ενηλικίωσης διαφέρουν και δεν οφείλουν όλες να συμμορφώνονται με την όποια «κανονικότητα»; Πώς να ζήσει κάποιος όμως ως ενήλικος όπως ο ίδιος ορίζει την ενηλικίωση, όταν του επιτρέπεται να ενηλικιωθεί μόνο όπως δεν επιθυμεί; Διότι αν δεν τα καταφέρω να ζήσω ως ενήλικος και όπως εννοεί η ελεύθερη βούλησή μου την ενηλικίωση, δεν θα κατηγορήσει κανείς τον πολιτισμό, την επιστήμη ή την κοινή γνώμη, που δεν εκλαμβάνουν ως περίπτωση ενηλίκου τη δική μου, αλλά θα «κατηγορήσουν» εμένα ως ανώριμο, επειδή δεν ενηλικιώνομαι σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά που θεωρούνται ενήλικοι οι γύρω μου…
Αλλά και όσοι δεν επιλέγουν τον από «δειλία μπρος στην ενηλικίωση» θάνατο, αλλά την δημιουργική αντίδραση (αν και η έννοια της «δημι-ουργίας» δεν υφίσταται όταν έχει πάψει να υφίσταται η έννοια του «δήμου»), ενδέχεται να είναι πιο αηδιασμένοι έναντι του ψόφιου προτύπου, από εκείνους που αφήνουν τους εαυτούς τους εκτός του κύκλου της τρέχουσας μορφής ενηλικιώσεως και προτιμούν να τερματίσουν την διαιώνιση αυτής του μορφής, βλάπτοντας ανεπανόρθωτα τους εαυτούς τους (αφού δεν μπορούν να αναπτυχθούν αλλιώς). Και όπως «αποτυγχάνουν» οι μεν, για να δώσουν αυτό το τέλος μη συνέχειας στον «ανύπαρκτο δήμο των γονιών», έτσι θα «επιτύχουν» οι δε, όχι βέβαια αν τον νεκραναστήσουν ή αν καταφέρουν να «επιβιώσουν» παρ’ όλα αυτά από μόνοι τους, αλλά αν καταφέρουν να συστήσουν κάποτε «δήμο» μέσα στον οποίο θα μπορούν να ζουν όλοι ελεύθερα και σύμφωνα με τα δικά του οράματα ο καθένας. Μια και δεν μπορεί να αποτελέσει όραμα μιας κοινωνίας, το ότι κάποιοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καταφέρνουν να επιβιώνουν… Ωστόσο και όσοι «χάνονται» και όσοι «πετυχαίνουν», ενδέχεται να αποτελούν τις όψεις του ίδιου «νομίσματος» αλλαγής κοσμολογικού-ανθρωπολογικού οράματος «ενηλικίωσης», έναντι άλλων που επίσης «χάνονται» ή επίσης «πετυχαίνουν», ως εκπρόσωποι του παλαιού οράματος «ενηλικίωσης» το οποίο όχι μόνο ψοφάει εδώ και κάτι αιώνες, αλλά έχει δηλητηριάσει και ολόκληρο τον πλανήτη που αργοπεθαίνει (από τον οποίο απαγορεύεται όμως το «κάπνισμα»).
Και οι Σπαρτιάτες με τον Λεωνίδα θα μπορούσαν να δώσουν γη και ύδωρ στους Πέρσες και να αποφύγουν τη χρεοκοπία και τον θάνατο, αλλά εκείνοι επέλεξαν να «ενηλικιωθούν» έτσι όπως η ελεύθερη βούλησή τους θεωρούσε την «ενηλικίωση» και όχι έτσι όπως θεωρούσαν την «ενηλικίωση» οι Πέρσες (ή οι Σπαρτιάτες που ήθελαν ως ενήλικοι κι αυτοί, να συνεργαστούν με τους επίσης ενήλικους Πέρσες). Αλλά ούτε και ο Διογένης ενηλικιώθηκε με τον ίδιο τρόπο που ενηλικιώθηκε ο Μεγαλέξανδρος, ούτε η ενηλικίωση του Σωκράτη, ήταν της ίδιας μορφής με την ενηλικίωση του Μέλητου (που ήξερε να κερδίζει δημοκρατικές δίκες, ως εξαίρετος ενήλικος που ήταν…).
Υπέρ ποιας μορφής ενηλικίωσης «οφείλουμε» να είμαστε εμείς;
Πετυχημένος ενήλικος είναι αυτός που καταφέρνει τελικώς να επιβιώσει έναντι του οποιουδήποτε προσωπικού ή συλλογικού τιμήματος;
Μήπως όμως επιμένουμε να νομίζουμε (και να διδάσκουμε) πως ο Θησέας, από ανεύθυνη ανεμελιά της νιότης και υπό την δαιμονική επήρεια της μέθης, λησμόνησε (λειτουργώντας ως ανήλικο) να κατεβάσει τα μαύρα πανιά και να ανεβάσει τα λευκά, με αποτέλεσμα να χάσει «κατά λάθος» ο καημένος ευγενής γόνος τον πολυαγαπημένο βασιλιά – πατέρα του, ενώ εκείνος τα άφησε επίτηδες κατάμαυρα για να ψοφήσει επιτέλους το κουφάλογο ο Αιγαίας (επιλέγοντας αυτή τη μορφή ενηλικίωσης);
Γιατί έτσι όπως μας έρχεται ο μύθος από τα παλιά, κατά τη μητριαρχική ακόμα περίοδο, ο βασιλιάς θυσιαζόταν πάντα στο κλείσιμο κάποιου χρονικού κύκλου, όπως και ο κηφήνας που δουλειά του είναι μόνο να γονιμοποιεί τη Βασίλισσα/Μητέρα/Θεά και να αποτελεί μετά «τροφή» για την υπόλοιπη πλάση. Προκειμένου να γλιτώσουν το κεφάλι τους οι προϊστορικοί βασιλείς (μια και αυτοί σκέφτονταν τελικώς περισσότερο από τους κηφήνες-μέλισσες), σκέφτηκαν κάποια στιγμή πως θα μπορούσε να θυσιάζεται μεν βασιλικό αίμα, αλλά πως αυτό δεν ήταν ανάγκη να είναι το δικό τους, αλλά των γιών-διαδόχων τους. Μ’ έναν σμπάρο, δυο τρυγόνια. Και η «ιερή παράδοση» δεν ανατρέπεται και γλιτώνουμε το κεφάλι μας ενώ παράλληλα ισχυροποιούμε περισσότερο τη θέση μας. Έτσι, άρχισε δειλά – δειλά να κάνει την εμφάνισή του το «ελεύθερο πνεύμα» που αποδεχόμαστε πως διαχωρίζει τον «πολιτισμό» από την «βαρβαρότητα». Ως πρώτο δείγμα, δε, «μη βάρβαρου πολιτισμού», βάλθηκαν οι βασιλείς να γεννούν γιούς και να τους θυσιάζουν στη θέση τους (μόλις αυτοί «ενηλικιώνονταν»). (Μήπως από κάτι τέτοιους κρατάει η σκούφια της εξουσίας (του όλου πολιτικού συστήματος δηλαδή) του υποστρώματος που την εκλέγει και που καθορίζει επίσης τι είναι «ενηλικίωση»);
Αργότερα, προκειμένου με τη σειρά τους οι γιοί-διάδοχοι να σώσουν το δικό τους το κεφάλι (ανάλογη περίοδο ενδεχομένως να διάγουμε και «τώρα»), άρχισαν να επινοούν τρόπους για να ξεπαστρεύουν τους πατεράδες τους (μη κάνοντας αυτά που εκείνοι ανέμεναν από τους γιούς τους), να παντρεύονται τις μανάδες τους και να γίνονται αυτοί βασιλείς, διευρύνοντας τον αναπόφευκτα «στενό» κύκλο της «ενηλικίωσής» τους. …Ώσπου κατάφεραν να επιβληθεί (να ενηλικιωθεί ιστορικά) κάποτε και η πατριαρχία (οι γυναίκες να θεωρούνται από τότε περιουσιακά στοιχεία των ανδρών μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες, ακόμα και στην «πολιτισμένη» Ευρώπη) και να αρχίσουν να κάνουν την «δυναμική» εμφάνισή τους οι αρσενικοί και μοναδικοί ενήλικοι θεοί του αιωνίου κέρδους και του αιωνίου πλούτου, που γονιμοποιούν με το «έτσι θέλω» του υπέροχου πνεύματός τους διαλεχτές (ανήλικες) παρθένες, προκειμένου αυτές να γεννήσουν μονογενείς διαδόχους/γιούς/θεούς, όπως επίσης άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και οι θεοί του καθαρού ορθολογισμού, της καθαρής δικαιοσύνης, της καθαρής επιστήμης και γενικότερα όλων αυτών των «νέο-βάρβαρων» – αλλά «καθαρών» – βασκανιών του σύγχρονου οράματος επιβίωσης.
Ενδέχεται, επομένως, να υπάρχει και αυτή η περίπτωση simulacrum, η οποία και να διαιωνίζεται εδώ και κάμποσες χιλιάδες χρόνια προϊστορικού και ιστορικού χρόνου, ως «ομοίωμα που έχει λησμονήσει πια το μακρινό του πρωτότυπο»…
…Ωστόσο στον Κυνόδοντα, ακόμα και τα παιδιά – φυτά, αντιδρούν… Καταφέρνουν να μπουν έστω μέσα σ’ ένα πορτμπαγκάζ αυτοκινήτου, δίχως να ξέρουν καν «τι είναι αυτό» ή πού θα οδηγηθούν μπαίνοντας σε «αυτό». Εμείς (στο σύνολό μας και όχι όσον αφορά τις δημιουργικές ή αυτοκτονικές εξαιρέσεις του) είμαστε χειρότεροι και πολύ πιο ανώριμοι από τα παιδιά του κυνόδοντα μια και δεν έχουμε φτάσει ακόμα ούτε σε αυτό το σημείο (να σκεφτούμε, δηλαδή, έστω, να μπούμε μέσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του πατέρα-κυνόδοντα, για να δούμε «τι θα γίνει» «μετά», μια και το «πριν» ακόμα και ως φυτά που είμαστε, το έχουμε σκυλοβαρεθεί).
Εμείς «οραματιζόμαστε» να ενηλικιωθούμε εντός του κοινωνικού κήπου μιας κυνικής ασφάλειας, υπακούοντας στους κυνόδοντες δανειστές/γονείς μας (αφού έτσι κάνουν διεθνώς, όλοι οι σοβαροί ενήλικοι κυνόδοντες, έναντι των οποίων προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε και την «αξιοπιστία» μας). Καταγγέλλουμε, μάλιστα, την «ανυπακοή» (σε τι άραγε, αφού κανείς νόμος από αυτούς που υπακούμε, δεν μας «προστατεύει») ως δείγμα ανωριμότητας και άρνησης ενηλικίωσης…
Το ότι το τελευταίο πλάνο, μας δείχνει το πορτμπαγκάζ ερμητικά κλειστό, αυτό δεν σημαίνει πως τα παιδιά «δεν τη γλιτώνουν» και πως επιστρέφουν πίσω στην «πατρική αγκαλιά», αλλά ούτε και το αντίθετο.
Τα παιδιά-φυτά-αμοιβάδες, παραμένουν σε μια κβαντική κατάσταση αβεβαιότητας, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ελευθερίας και υποδούλωσης… Το αν θα ανοίξει το πορτμπαγκάζ και πότε, καθώς και το τι θα μπορούσε να συμβεί «μετά», είναι ωστόσο κάτι που θα μπορούσαν να το σκεφτούν μόνοι τους οι ενήλικοι θεατές του «μετα-μοντέρνου» πολιτισμού μας (οι οποίοι εννοείται πως μπορούν να σκεφτούν κάτι από μόνοι τους δίχως να χρειάζεται διαρκώς να καταναλώνουν μασημένη τροφή, υπό την έννοια που τρέφονται και τα post modern παιδιά του κυνόδοντα).
Σας ευχαριστούμε και καλή χρονιά.
ΥΓ. Ο Κυνόδοντας δεν μας «άρεσε». Όποτε θέλουμε βγαίνουμε από την αίθουσα προβολής του ή πετάμε το dvd στα σκουπίδια. Αλλά δεν νομίζουμε πως ο σκηνοθέτης του τον «ανέθρεψε» επειδή ήθελε να μας κάνει να νοιώσουμε όμορφα ή για να τα οικονομήσει. Αν θα μας υποχρέωναν να βλέπαμε τον Κυνόδοντα δίχως να μπορούμε να δούμε κάτι άλλο πέρα από αυτόν (και αν έτσι μόνο θα αποδεικνύαμε την ωριμότητά μας) τότε ενδεχομένως να είχαμε πρόβλημα μαζί του. Ωστόσο, μετέχουμε, θέλοντας και μη, σε τόσα άλλα αποπνικτικά θεάματα (και που σιχαινόμαστε στην κυριολεξία) ή ακόμα και γεγονότα, προκειμένου να μη μας ξεράσει η κοινωνία ενηλίκων μέσα στην όποιά «ζούμε», που ο Κυνόδοντας μπροστά τους, ενδέχεται κάποιες φορές να μας φαντάζει σαν «όαση δροσιάς». Θα προτιμούσαμε, ωστόσο, να βλέπουμε μια φορά το μήνα τους ρόλους του Κυνόδοντα να επιδίδονται στο έργο τους επί της σκηνής της «ανωριμότητάς» τους, παρά να πηγαίνουμε να στηνόμαστε σαν τα ζώα στις ουρές, προκειμένου να βλέπουμε, θέλουμε δεν θέλουμε, τους ρόλους που παίζουν οι έντιμοι τραπεζοϋπαλληλοι, πίσω από τα γκισέ της «ωριμότητάς» τους, την ώρα που μαζεύουν τα λεφτά του αφεντικού.
24 Φεβρουαρίου 2011 στις 12:46 μμ
Η βαριά φτερούγα της οικογένειας | Γονείς σε Δράση
[…] post by nikoxy var addthis_language = 'en'; Filed under Uncategorized ← Γιάννης […]