Το πάρτι στο θωρηκτό Αβέρωφ τροφοδότησε με κουτσομπολιό το σύμπαν ακριβώς από το οποίο προέρχεται ο κόσμος παρομοίων πάρτι: τηλεοπτικές περσόνες, άεργοι, πάρτι-άνιμαλ, νεόπλουτοι, χλιδόφτωχοι, τρακαδόροι, μηντιοπλάσματα, μοντελοβίζιτες. Είναι ένα παράλληλο σύμπαν, αιωρούμενο σε μια πλαϊνή πραγματικότητα, σ’ ένα συννεφάκι, ανέγγιχτο από απειλές χρεοκοπίας, περικοπές συντάξεων, ανεργία, φτώχεια. Ανέγγιχτο; Οχι ακριβώς. Τα πάρτι άνιμαλ δεν θέλουν να ακούνε για ανεργία, όπως ακριβώς δεν θέλουν να ακούνε και για εργασία· εργασία τους είναι οι δημόσιες σχέσεις και η ατομική ευδαιμονία. Η συντριπτική πλειονότητα αυτού του κόσμου είναι ένας περιφερόμενος θίασος διασκεδαστών και τρακαδόρων, που ζει παρασιτικά στις πλάτες των λίγων πλουσίων. Αρα ο κόσμος της εργασίας και των απειλών τους αφορά αντιστρόφως: ο ρόλος τους είναι διαρκώς να απομακρύνονται από αυτή την πηγή δυσφορίας, διαρκώς να υποδύονται ότι δεν υπάρχει ο κόσμος της ανάγκης, διαρκώς να διακηρύσσουν ότι η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή, η ζωή είναι πάρτι. Και παρασιτισμός. Και υποταγή.
Αυτός ο κόσμος αυτοαναπαράγεται στα μήντια και στα πάρτι, σε πρωινομεσημεριανούς θυλάκους και φυλλάδες, σε κίτρινα μπλογκ, σε καφετέριες. Αυτός ο κόσμος της ελαφρότητας και του παρασιτισμού παράγει πρότυπα συμπεριφοράς, στάση ζωής, κοσμοείδωλο. Είναι ο ίδιος κόσμος που αναπαράγεται στα ριάλιτι σόου, στην αναπαράσταση της ζωής ως ριάλιτι. Κι είναι ακριβώς τούτα τα ριάλιτι, και οι περσόνες με καλιαρντά και λευκόξανθο μες μαλλί, που διαπαιδαγωγούν το πλήθος της εργασίας και της ανάγκης, αυτή είναι η κύρια πνευματική τροφή για πάμπολλους πρώην λαίμαργους ημιβολεμένους, τώρα ευρισκόμενους στο κατώφλι της υποβάθμισης, του αποκλεισμού, της απόγνωσης.
Tούτος ο κόσμος των φτωχοσελέμπριτι και των νεόπλουτων έθεσε το ζήτημα του ιερού. Τι επιτρέπεται; Ποιο είναι το όριο; Με ποια πράγματα δεν διασκεδάζουμε; Υπάρχουν πράγματα που δεν παράγουν διασκέδαση, ψυχαγωγία, χαβαλέ;
Οταν η κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να θέτει όρια και να τα αναστοχάζεται δημοκρατικά και ανοιχτά, όταν το δημοκρατικό κράτος δεν θέτει όρους και όρια, δεν προασπίζεται τον δημόσιο χώρο και το κοινό καλό, όταν ο δημόσιος χώρος και το κοινό καλό είναι ασαφή και γκρίζα και ανυπεράσπιστα, με διαρκώς μετακινούμενα όρια, διαρκώς υποκείμενα σε ιδιοτελείς ερμηνείες, τότε ναι, η φυλή των παρασίτων θα θέσει το ζήτημα με τους δικούς της όρους και θα δώσει τις δικές της απαντήσεις.
Απαντήσεις: Σιγά μωρέ, και τι έγινε; Ενα παρτάκι έγινε. Πληρώσανε κιόλας οι άνθρωποι. Αυτά μας μαράνανε; Εδώ ο άλλος έκανε δεξίωση στο Φορ Σίζονς, οι άλλοι κάνουνε δείπνα στα γλυπτά του Παρθενώνα. Ολα επιτρέπονται. Ολα τα δημόσια είναι ιδιωτικά.
Τις προάλλες ένας διοργανωτής ιβέντς παραπονιόταν δημοσίως που το καθυστερημένο κράτος δεν του επέτρεψε να οργανώσει το ντεφιλέ του οίκου μόδας Fendi πάνω στην Ακρόπολη, μεταξύ Πορπυλαίων και Παρθενώνος. Τριακόσια διεθνή σελέμπριτι θα παρευρίσκονταν στο ιβέντ· η χώρα έχασε τόση διεθνή προβολή, και θα ‘παιρνε και μερικά λεφτουδάκια η ψωροκώσταινα.
Είναι το Αβέρωφ ιερό; Οχι, κανένα Αβέρωφ δεν είναι ιερό αφ’ εαυτού. Είναι η Ακρόπολη ιερή; Από μόνη της, όχι. Τίποτε δεν είναι ιερό αφ’ εαυτού. Κάθε φορά οι κοινωνίες επανορίζουν τι είναι ιερό γι’ αυτές ― παγανιστικοί ναοί, τεμένη, συναγωγές, βασιλικές μετά τρούλου, πηγές και γεφύρια, θέατρα, τάφοι. Αλλά σε κάθε ιστορική στιγμή, κάθε κοινωνία έχει ανάγκη το ιερό· γύρω από το ιερό συγκροτείται η κοινωνία και ο πολιτισμός, γύρω από την εννοιοδότησή του, την ένυλη και τη συμβολική του έκφραση.
Το ιερό δεν ορίζεται μονοσήμαντα από τον εκάστοτε κυρίαρχο, τον ηγεμόνα ή το κυρίαρχο γούστο των παλλακίδων του· το ιερό ορίζεται πολύ βαθύτερα συναινετικά, οριζοντίως και καθέτως, δηλαδή δημοκρατικά και διαχρονικά. Διότι το ιερό συνέχει την κοινωνία, ως ελάχιστος κοινός παρονομαστής, πολύ πέραν του τόπου και του αίματος, της εφήμερης συλλογικότητας. Το ιερό συγκροτεί πολιτισμό.
Η Ακρόπολη, ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες, η νεκρόπολη της Δήλου, το Ακρωτήρι, η Κνωσσός, η ντάπια του Μεσολογγίου, το ρουμάνι στο Βαλτέτσι, είναι τέτοιες εκφράσεις του ιερού, συμφωνημένες. Και οι χρήσεις των ένυλων εκφράσεων του ιερού πάλι συμφωνημένες δημοκρατικά πρέπει να είναι ― μόνο έτσι. Δεν μπορεί το νόημά τους και η χρήση τους να επαφίεται στην αγορά, στον υπάλληλο ή στις ορέξεις μιας φυλής παρασίτων.
11 Σχόλια
Comments feed for this article
20 Ιουνίου 2010 στις 10:32 πμ
gerasimos
‘Είναι ένα παράλληλο σύμπαν, αιωρούμενο σε μια πλαϊνή πραγματικότητα, σ’ ένα συννεφάκι, ανέγγιχτο από απειλές χρεοκοπίας, περικοπές συντάξεων, ανεργία, φτώχεια’: θα διαφωνήσω. Νομίζω ότι ο παρτόκοσμος, οι πτωχές πλην ‘εύκολες’ μοντέλες που ζουν για να παντρευτούν τον γιο του εφοπλιστή (ή έστω έναν Κούγια) και οι λοιποί καθημερινοί πρωταγωνιστές του θιάσου της τηλεασημαντότητας περισσότερο σέρνονται σε έναν οχετό αναξιοπρέπειας, αριβισμού, επιδερμικότητας, συμφεροντολογίας παρά αιωρούνται σε κάποιο συννεφάκι…
20 Ιουνίου 2010 στις 11:45 πμ
Ιερό Con-fusion – Δελτίο Ανορθολογισμού #2 « Σουφραζέτα
[…] με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το άρθρο του Ν. Ξυδάκη για το ίδιο θέμα με το οποίο θέτει και την ουσία του […]
20 Ιουνίου 2010 στις 11:37 μμ
E-lawyer
Τα καλιαρντα φανταζομαι τα θεωρεις απλως κακα Ελληνικα ασχετως αν αποτελουν τον κωδικα μιας αποκλεισμενης κοινωνικης ομαδας.
23 Ιουνίου 2010 στις 5:30 μμ
Ανώνυμος
Ως φοιτητής Καλών Τεχνών, σε εκπαιδευτική εκδρομή, βρέθηκα κάποτε στην Ακαντέμια της Βενετίας, μπροστά από έναν Βερονέζε. Δυο ντόπιες καθαρίστριες με στολές σε ξεθωριασμένο μπλε κοβαλτίου, με τις σκούπες και τα φαράσια τους ανά χείρας, ξεκαρδιζόντουσαν με λυγμούς και με τρόπο που μου ήταν τουλάχιστον ενοχλητικός. Εκείνη την ώρα περνούσε από μπροστά μου ένας φύλακας, με πιο επίσημη στολή από των καθαριστριών και στα λίγα αγγλικά που ήξερα, του είπα αν μπορούσε να πει στις καθαρίστριες (οι οποίες εξακολουθούσαν απτόητες τα ξεκαρδίσματα) να μην κάνουν τόση φασαρία. Αφού ο φύλακας με ρώτησε από πού ήμουν, μου απάντησε επί λέξη πως «εμείς, στην Ιταλία, εκφραζόμαστε ελεύθερα μπροστά στους πίνακες. Δεν θεωρούμε την τέχνη κάτι, μπροστά στο οποίο πρέπει να μένουμε βουβοί. Εμείς μπροστά στους πίνακες τραγουδάμε, γελάμε, χορεύουμε…», κι έφυγε αυτάρεσκα. Εκείνη την ώρα, επειδή κατουριόμουν κιόλας, μου ήρθε να κατουρήσω εκεί επί τόπου, μπροστά στον Βερονέζε, για να αποδείξω στον φύλακα, ότι μου λέει βλακείες. Ωστόσο, δεν το έκανα και προσπάθησα να δω τον Βερονέζε μου εν μέσω ξεκαρδισμάτων, συγκρατώντας τόσο τα νεύρα μου, όσο και τα τσίσα μου.
23 Ιουνίου 2010 στις 11:43 μμ
no frost
Θάλεγε κανείς πως δεν χρειάζονται σχόλια για τα αυτονόητα.Όταν π.χ λέμε «αυτός δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο» καταλαβαίνουμε όλοι πολύ καλά τι εννοούμε.
Τώρα αν αξίζει ή όχι κανείς να πιστεύει σε ιερά και όσια ή πρέπει να τα αμφισβητήσει είναι ένα θέμα άξιο σχολίου.Οπότε θα πω δυό λόγια.
1. Πιστεύω πως η εγκεφαλική τάση για αποδόμηση που ήταν πολύ της μόδας πριν κάτι δεκαετίες ακούγεται ανόητη σήμερα. Τότε ήταν ένα εργαλείο αμφισβήτησης στον δογματισμό και τους -ισμούς εκείνεης της εποχής του πολεμικού, ας πούμε μοντερνισμού. Γι’ αυτό και ως αντίβαρο εξισσορόπησης κάτι Derrida και λοιποί γίνανε της μόδας. Το εργαλείο αυτό σήμερα είναι εντελώς σκουριασμένο και άχρηστο γιατί σήμερα ζούμε στον αντίποδα εκείνης της εποχής, με την ρωμαλέα πολιτικοποίηση, με τις δυνατές ομάδες κρούσης διανοητικών ρευμάτων και με έναν φέρελπι καπιταλισμό.
Σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερο απο ποτέ, πρωτογενή σκέψη και νέες συνθέσεις, όχι αποδομήσεις. Χρειαζόμαστε για να το πω καλύτερα, κριτική του καθαρού λόγου, που θάλεγε κι ο Καντ,χρειαζόμαστε διανοητικά οπλα και γερές ιδέες γιατι έχουμε πόλεμο να διεκπεραιώσουμε. Στην γενικευμένη επίθεση του ξέφρενου καπιτελισμού και της παγκοσμιοποίησης που καταργεί ηθικούς φραγμούς,εθνότητες, πιστεύω,συνειδήσεις, πολιτικό και εμπορικό fairplay,κοινωνικό κράτος και κατακτήσεις 2 αιώνων, δημόσιους πόρους, υπηρεσίες και αγαθά χρειαζόμαστε να βρούμε ξεκάθαρες απαντήσεις και εργαλεία για το τι μας ενώνει όχι τι ενδεχομένως να μας διαχώριζε σε άλλες συνθήκες.
2. Στα πλαίσια αυτά, τα ιερά μας και οι αξίες μας είναι σημαντικά ως προωθητικές δυνάμεις.Αν κάποτε Νίκο, οι Αριστεροί δεν είχαν πατρίδα γιατί κάποιοι δικοί μας και κάποιοι γάλλοι κομμουνιστές πήγαιναν και πολεμούσαν για την απελευθέρωση της Ισπανίας, σήμερα Ελληνες και Γάλλοι καπιταλιστές και κερδοσκόποι μπορεί αύριο να κρεμάσουν την Κυβέρνηση της Ισπανίας στο χρέος.
Εμείς έχουμε και Πατρίδα και ιερά και όσια.Αυτή είναι και η αχίλλειος πτέρνα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας που προσπαθεί να επιβάλλει δικά της «πολιτισμικά» αρχέτυπα που δεν πιάνουν τόπο.Ωραίες είναι οι επικοινωνιακές ατζέντες των γκόλντεν μπόυς αλλά κολλάνε στην ..τοπική εφαρμογή.. Άλλωστε το να προσπαθήσει κανείς να «βάλλει τα ιερά και τα σύμβολα» είναι σαν να χτίζει με νερό, αφού τα σύμβολα, σύμφωνα με την ψυχολογία του βάθους, ως αρχετυπικές όντότητες εκπροσωπούν κάποιες συλλογικές ψυχικές δυνάμεις που μόνο να αλλάξουν όχημα μπορούν, όχι όμως και να καταργηθούν.
26 Ιουνίου 2010 στις 1:52 μμ
Ανώνυμος
Κριτική του Καθαρού Λόγου. Προφανώς. Υπάρχει, ωστόσο, κριτική σχολή διανόησης, κριτικό συλλογικό εργαλείο, εγχώριο ή διεθνές, ικανό να επιβεβαιώνει με καθολική εγκυρότητα (που την απαιτεί η κριτική σκέψη) ποια από τις κάθε κρίσεις που κατατίθενται, είναι κριτικά θεμιτή ή δύναται να είναι καθολικώς ή ενδεχομένως εφικτή; Υπάρχει διεθνής οίκος κριτικής αξιολόγησης του δημόσιου λόγου και βίου; (Όχι πως επικαλούμαστε την ανάγκη ύπαρξης μιας τέτοιας ‘κριτικής’ ελίτ, μια και η κριτική σκέψη, δεν εμπεδώνεται μέσω της μίμησης ή της υπακοής της μη κριτικής σκέψης, στην κριτική)
Η κριτική σκέψη και η ανάλογη ελεύθερη βούληση και δράση που αυτή συνιστά, δεν ενδιαφέρεται, όταν διερευνά την έκταση και το βάθος των εννοιών του Λόγου, αν συντρέχουν λόγοι υπακοής μας σε συλλογικές αποφάσεις, οι οποίοι οφείλουν να επηρεάζουν την κριτική μας ικανότητα, όπως απαιτείται στην περίπτωση των δημοκρατικών (ή μη) δικαίων που ορίζουν την τρέχουσα, κοινή πραγματικότητά μας. Και αυτό, γιατί η κριτική σκέψη, αναπτύσσεται πέραν της επικράτειας του δίπολου της έννομης και παράνομης σκέψης (του «καλού» και του «κακού» έτσι όπως το ορίζει ο νόμος). Η κριτική σκέψη δεν υπακούει σε κανένα συλλογικό στερεότυπο ή δίκαιο, παρά εστιάζει στην κοινή δομή της διάνοιας, όπως η ίδια την προσεγγίζει διαρκώς μέσω της κριτικής (φράκταλ) μεθοδολογίας – και αρθρώνει την αυτονόητη ηθική που απορρέει κριτικά, από αυτήν την κοινή δομή. Ο κόσμος της καθολικής κριτικής εγκυρότητας, ο κόσμος της διαρκούς διεύρυνσης, διερεύνησης και διασαφήνισης των ίδιων των εννοιών μέσω των οποίων δυνάμεθα να κατανοούμε τα δεδομένα των αισθήσεων, να συλλογιζόμαστε, να κρίνουμε και να επικοινωνούμε, είναι τελείως διαφορετικός από τον κόσμο της πλειοψηφικής, στερεοτυπικής εγκυρότητας της αντίληψης (και του εξουσιαστικού/τρομοκρατικού συλλογικού συμπλέγματος που αυτή συνεπάγεται) και εκ διαμέτρου αντίθετος με τον κόσμο των ιδεολογικών διόπτρων και δοξασιών, μέσω των οποίων επικοινωνούμε και συναλλασσόμαστε στην τρέχουσα αντιληπτική πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, η πραγματικότητα της οικονομίας, έτσι όπως τη βιώνουμε όλοι μας, απ’ όποια θέση και αν τη βιώνουμε, κρίνεται με τρόπο που υπερκαλύπτει το αίτημα της καθολικής κριτικής εγκυρότητας, ως ανήθικη. Ομοίως, ως ανήθικος, κρίνεται και ο όποιος σοφιστής θελήσει να συνηγορήσει υπέρ του αναφαίρετου «δικαιώματός» του, να έχει άλλη άποψη περί ηθικής. Διότι, απλούστατα, το αναφαίρετο «δικαίωμα» να έχει άλλη άποψη περί ηθικής, δεν το δίνει στον σοφιστή η κριτική επικράτεια της σκέψης, αλλά το τρέχον διεθνές όσο και εγχώριο «πλειοψηφικό» δίκαιο, οι νόμοι της αγοράς και της διαχείρισης της συλλογικής αναρχίας, άγνοιας και ακρισίας.
Η κριτική σκέψη δεν παράγει ούτε δεσμεύεται από το πλειοψηφικό δίκαιο, βάσει του οποίου νομιμοποιούμαστε να επικοινωνούμε. Καταπιάνεται με το ηθικό, δηλαδή με το κριτικώς νόμιμο. Μέσα στα καθήκοντα της κριτικής σκέψης, είναι να αστυνομεύει τη δική της επικράτεια και όχι να επιβάλει ποινές, στην επικράτεια της ακρισίας. Το δίκαιο, αντιθέτως, ορίζει το δικό του νόμιμο, σύμφωνα με τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες της όποιας εξουσίας και «αναγνωρίζει» το ηθικό, ως αυστηρά «προσωπικό», ως μονίμως και αμετακλήτως «αδιάγνωστο» ζήτημα. Τα δικαστήρια δεν δύνανται να βγάζουν ηθικές αποφάσεις ή να παράγουν κρίσεις περί ηθικής ή αισθητικής, παρά υποχρεούνται να παράγουν νόμιμες ρήσεις, που αφορούν την αποδοχή ή την τιμωρία της οποιασδήποτε πράξης. Το δίκαιο αναγνωρίζει μόνο νόμιμες συμβάσεις και αναφέρεται πάντα στο ‘νόμιμο εύρος’ και στη ‘νόμιμη χρήση’ των εννοιών, ενώ αναγνωρίζει μόνο επώνυμα (νόμιμα ή παράνομα) άτομα. Η κριτική σκέψη και η ελεύθερη βούληση εμπνέει και παράγει την ηθική/αισθητική των ανωνύμων προσώπων και διερευνά το πολυδιάστατο και ποιητικό εύρος των εννοιών που η ίδια επινοεί, βάσει των αστείρευτων δυνατοτήτων της.
Πώς να συμφωνήσουμε όμως, ως πολίτες, πως διαθέτουμε την κριτική ικανότητα και την ελεύθερη βούληση να θεσπίσουμε ένα κριτικό και ελεύθερο δίκαιο που δεν δύναται αφ εαυτού του να τιμωρεί πρόσωπα, αλλά μόνο να καταδεικνύει την κριτική και θεραπευτική λύση των πάντων και να επικεντρώνεται στο να εξαλείψει τις αντιληπτικές ανισότητες, αγκυλώσεις και αδιέξοδα που δημιουργούν την ψευδαίσθηση όλων των υπολοίπων αδιεξόδων; Πώς να συμφωνήσουμε σε κάτι τέτοιο, αφού στο μόνο που συμφωνούμε είναι πως είμαστε άτομα με αναφαίρετα (και αντιφατικά κατά πάσα κριτική προσέγγιση) δικαιώματα/υποχρεώσεις (που απαιτεί καταχρηστικά κάθε αγοραίο είδος), θεωρώντας μάλιστα μια τέτοιου είδους υποδούλωση, ως κοινωνική κατάκτηση;
Όλοι επικαλούνται την κριτική σκέψη με πρώτα και καλύτερα τα σχολικά εγχειρίδια. Ωστόσο, όλοι επίσης αδυνατούν ακόμα και να διανοηθούν τη φράση που παπαγαλίζουν.
Τυχαίο; Δε νομίζω…
23 Ιουνίου 2010 στις 11:52 μμ
no frost
Και γενικώς το μόνο πράγμα που έχουν διαχειριστεί μέχρι τώρα εντελώς λανθασμένα τα γκόλντεν μπόις είναι η έννοια του ιερού.Έχουν δημιουργήσει ιδιαίτερα στο Ισλάμ εκατομμύρια εχθρούς.Το λάθος ωστόσο αυτό ήταν αναπόφευκτο αφού το πεδίο της κερδοσκοπίας και οι φορείς του είναι φυσικό να μην μπορούν να καταλάβουν την έννοια του ιερού και τους κανόνες του αφού πρόκειται εξ ορισμού για την βασική αντίθεση των έννοιών ήθος και ηθική που οι μεν έχουν οι δε θεωρούν άχρηστες.
24 Ιουνίου 2010 στις 10:21 πμ
gritz
Το ιερό, εξ ορισμού, έχει να κάνει με τη μεταφυσική (με Θεό ή χωρίς Θεό), η πατρίδα πάλι είναι έννοια που σχετίζεται πιό πολύ με το χρόνο παρά με το χώρο: Πατρίδα είναι κατ εξοχήν τα παιδικά κι εφηβικά μας χρόνια, τα σύμβολα συνοδεύουν, δεν ορίζουν.
Εδώ γίνεται από καιρό χαμός, το ανίερο κοντεύει να γίνει «ιερό» μιά και είιναι απολύτως «νόμιμο», η πατρίδα ονομάζεται πιά τετρακοσάρα μεζονέτα και Τράπεζα στο City.
Έσταξε τώρα και η ουρά του γαιδάρου: Κάνανε πάρτυ οι πλούσιοι χλεχλέδες στον «Αβέρωφ». Ούτως ή άλλως μονίμως πάρτυ έκαναν, παντού, εδώ και πολύ καιρό, κυρίως πάνω στην πλάτη μας.
25 Ιουνίου 2010 στις 3:32 πμ
no frost
@ Θέτεις ένα ενδιαφέρον θέμα. Αν η έννοια της πατρίδας σχετίζεται με τον χρόνο ή τον χώρο. Εγω είχα την εντύπωση πως σχετίζεται και με τα δύο.Και μάλλον είχα κι αντίθετη αίσθηση με σένα. Γιατί αν η Πατρίδα σχετιζόταν περισσότερο με τον χρόνο, τότε θα είχαμε καλύτερη σχέση με τα αξιακά σύμβολα της αρχαιότητας και της εν γένει Ιστορίας μας.
Ωστόσο η πικρή αλήθεια είναι πως μάλλον ένα απομεινάρι ενστίκτου που έχει να κάνει με τον τόπο, την αυλή μας κυρίως αλλά και με το μεγάλο κοτέτσι μας που λέγεται Ελλάδα συνδεόμαστε. Είναι το ένστικτο της επικράτειας της αγέλης που έχουν και τα ζώα. Αντίθετα οι πλέον πολιτισμένοι άνθρωποι συνδέονται χρονικά με την Πατρίδα τους. Εκείνοι, που συμμερίζονται τις θυσίες των ηρώων, την σοφία των αρχαίων,την τέχνη των παλαιών κλπ.
Ο τρόπος που συνδέεται κανείς με ένα πράγμα, έχει πολύ να κάνει με το επίπεδο του είναι του, το στάδιο εξατομίκευσής του (απομάκρυνσης απο την αγέλη), των οικογενειακών συνηθειών, φυλετικών προτιμήσεων και της κοινωνικής θέσης του.
25 Ιουνίου 2010 στις 2:27 μμ
gritz
Άν όντως τα κατάφερε και το μετέτρεψε σε κοτέτσι η «δυναμική» μερίδα συμπολιτών μας, δηλαδή η αγέλη όσων πράττουν ως κοκόροι και κότες, πώς να αισθάνομαι ακόμη αυτό το ανοίκειο ως κάτι το οικείο; Βλέπετε, πατρίδα είναι εξ ορισμού το οικείο. Το «ανήκειν» (και ο πατριωτισμός) γίνεται ιδεολόγημα και φτερό στόν άνεμο άν δεν στηρίζεται σε δύο βάθρα: Σ’ έναν κοινό βιόκοσμο και πεπρωμένο που μοιραζόμαστε, και σε μιά Πολιτεία. Ο πατριωτισμός είναι κυρίως δύο πράγματα, είναι βιωματικός και συνταγματικός.
Και φυσικά ο θίασος διασκεδαστών μπορεί και ζει παρασιτικά στις πλάτες των πλουσίων, εξασφαλίζει το «μέρισμά» του, επειδή οι πλούσιοι παρασιτούν είς βάρος ημών των κοινών θνητών. Αλλά τι κοινό βίωμα να βρεί ο κοινός θνητός με αυτό τον θίασο και (κυρίως) με τους καραγκιοζοπαίχτες, ποιά Πολιτεία και ποιό Σύνταγμα εξασφαλίζει σήμερα για τον κοινό θνητό τόση «ελευθερία, αδελφότητα και ισότητα», όση και για τους καραγκιόζηδες και τους καραγκιοζοπαίχτες;
26 Ιουνίου 2010 στις 1:13 πμ
no frost
@gritz
Το μόνο που μας σώζει είναι να πάμε όσο είναι νωρίς να πιάσουμε θέση στην Ανάβρα Μαγνησίας όπου πάνε όλοι οι απελπισμένοι του κοτετσιού. Σε τελική καλύτερα να χαζεύεις αληθινά κοτέτσια παρα μπαχαλοκότετσα.