Πού θα φτάσει η κατάσταση; Πού πάμε; Οπου και να σταθείς, αυτή την κουβέντα ακούς. Ενα ερώτημα χωρίς απάντηση, καμία εύκολη τουλάχιστον. Πού πάμε σαν κοινωνία, σαν χώρα, σαν λαός; Το ερώτημα περιέχει αμηχανία και αγωνία, αόριστο φόβο, σαστισμάρα και αδυναμία, αλλά και μια σπίθα θέλησης: αν μπορούμε, ας κάνουμε κάτι, δεν πάει άλλο.

Βαριές κουβέντες πασχαλιάτικα. Αλλά δεν μπορείς να τις προσπεράσεις. Ο τόνος που περιέχεται στο τωρινό «πού πάμε;» πηγαίνει πολύ πέρα από τις συνηθισμένες κουβέντες καφενείου, από τον συνήθη δεκάρικο του ρηχού κυνικού που στολίζει τους πολιτικούς με επίθετα απαξίωσης δηλωτικά. Οχι, ο τόνος διαφέρει. Από τη διάχυτη δυσθυμία, που διαπιστώνεται στο σώμα της εγχώριας μεταδημοκρατίας από το καλοκαίρι του 2007, σήμερα έχουμε φτάσει στην παράλυση. Παράλυτη κυβέρνηση, παράλυτο κράτος, παγωμένη οικονομία, αγωνιώσα ημιπαράλυτη κοινωνία.

Ο βίος συνεχίζεται κανονικά ― σχεδόν. Στα διόδια τα ΙΧ της εξόδου σχηματίζουν ουρές, τα αμνοερίφια παραγγέλθηκαν εγκαίρως και διεθνιστικά, αυγά θα τσουγκρίσουν, οικογένειες θα σμίξουν. Το περίβλημα στέκει όρθιο. Από μέσα όμως συντελείται διαρκώς μια εσωτερική κατάρρευση. Ενας φλοιός μάς συνέχει· η ψίχα φυραίνει αδιάκοπα. Η ψίχα είναι η ψυχή, η συλλογική ψυχή. Που δεν είναι πια ούτε ψυχή ούτε συλλογική.

Φυραίνει η πίστη στο σύστημα και τους θεσμούς, έχει χαθεί οριστικά η πίστη στις ηγεσίες. Ο,τι και να ψηφίσει στις προσεχείς εκλογές ο ερωτών «πού πάμε;», ξέρει ότι απάντηση πειστική δεν θα λάβει. Η ύφεση, οι περικοπές ημερών εργασίας και μισθών, το πολύσημο σοκ του Δεκεμβρίου, θέτουν τα δικά τους σκληρά ερωτήματα, τα οποία κανείς πολιτικός γόνος με pedigree δεν μπορεί να απαντήσει, ούτε καν να αντιμετωπίσει. Ιδού ένα ορατό ερείπιο: η πολιτική ελίτ αιωρείται μέσα στο περίβλημα, στο κενό της κατάρρευσης, αυτονομημένη από το κοινωνικό σώμα, αυτονομημένη από τις ανάγκες και τις αγωνίες της κοινωνίας, κινούμενη μόνο βάσει των δικών της ιδιοτελών αναγκών, κινούμενη αποκλειστικά για την αυτοαναπαραγωγή της. «Και οι άλλοι να ‘ρθουνε, τι θ’ αλλάξει; Ολοι ίδιοι είναι…» Η πικρή ισοπεδωτική απόφανση που ακούμε κάθε μέρα περιέχει παρ’ όλ’ αυτά συμπυκνωμένη την εκτίμηση για όλο το πολιτικό σύστημα: νεποτισμός, αναξιοκρατία, διαφθορά, ανικανότητα. Πικρά, πολύ πικρά όλα αυτά.

Παρόμοια πικρή γνώμη αιωρείται για την οικονομική ελίτ: εν μέρει παρασιτική, εν μέρει υπερεθνική, εν όλω προσοδοθηρική, και σε κάθε περίπτωση ελάχιστα αναπτυξιακή και ριψοκίνδυνη. Η χώρα αντιμετωπίζεται ως πεδίο άντλησης κέρδους και σπανίως ή ποτέ ως δημόσιος χώρος που πρόσφερε ευκαιρίες κερδοφορίας και αξίζει άρα να του επιστραφεί μέρος του κέρδους. Κατάρρευση κι εδώ.

Η γνώση αυτών των ασυμμετριών, λειψή και στρεβλή το συχνότερο, εκβάλλει πάντα στην πίκρα, στον φθόνο, τη μνησικακία, τη μεμψιμοιρία, τη μοιρολατρική αποδοχή της κατάρρευσης. Ηττημένος χωρίς μάχη, ο πολίτης μέμεφεται και ταυτοχρόνως φθονεί τους προνομιούχους κατεδαφιστές, αυτούς που έχουν το προνόμιο να επιζούν ενώ τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Η μνησικακία όμως ή η διάχυτη μικροδιαφθορά δεν σώζει· δεν προσφέρει αυτοπεποίθηση, πίστη, ελπίδα, δύναμη για να αντιστραφεί η διαδικασία της κατάρρευσης. Ετσι, την κατάρρευση πυροδοτεί κάθε πλευρά: η αυτοαναφορική, σχεδόν αυτιστική πολιτική ελίτ, η προσοδοθηρική, σχεδόν μοχθηρή οικονομική ελίτ, η παραλυμένη από φόβο μεσαία τάξη, τα κατώτερα στρώματα εξουθενωμένα προ πολλού από την ανέχεια και την αμάθεια, ακόμη και η νεολαία που βλέπει το μέλλον της διαψευσμένο και μαύρο προτού καν δοθεί της ζωής.

Χωρίς στοιχειώδη αυτογνωσία, χωρίς αυτοπεποίθηση και στρατήγημα, αυτή η πολυσθενής κοινωνία κινείται φυγόκεντρα και αντινομικά, κανιβαλίζεται· κάθε λόμπι, συντεχνία, προσωρινό σύμπηγμα συμφερόντων, κάθε ομάδα επιτίθεται η μία στην άλλη και όλες μαζί στο κουρελιασμένο κράτος, για να εξασφαλίσουν ένα ράκος προνομίου, μια υπόσχεση, έναν διορισμό, μια αύξηση κομίστρου, μια επιδότηση. Δεν κινείται ούτε ατομικιστικά ούτε συλλογικά· κινείται συντεχνιακά, τοπικιστικά και αποσπασματικά, τυφλά και μουγκά, παράγει φθορά. Αυτή η κερματισμένη κοινωνία παράγει κατάρρευση· την κατάρρευσή της.

«Δεν πάει άλλο…» Πράγματι, δεν έχουν μείνει πολλά να γκρεμίσουμε· κάποιες υγιείς εστίες, κάποιοι τελευταίοι πυρήνες απομένουν, από αυτούς αντλούμε όλοι. Δημόσιοι υπάλληλοι που είναι αποτελεσματικοί και έντιμοι, γιατροί που ξενυχτάνε, πυροσβέστες που ρισκάρουν, μαγαζάτορες που δεν καταπατούν το πεζοδρόμιο, καθηγητές που δεν λουφάρουν. Νέοι που σκορπάνε απλόχερα το γέλιο τους στην ανοιξιάτικη εσπέρα.

Να, γι’ αυτούς, τους νέους, χτυπάει πιο δυνατά η καμπάνα της Ανάστασης, αυτοί μπορούν ν’ ακούσουν πιο βαθιά το τραγούδι της Ανοιξης, και να αντιδράσουν, να ανασχέσουν την κατάρρευση, προτού αρχίσουμε να σωρεύουμε χαμένες γενιές, γενιές ηττημένες χωρίς μάχες, ψαλιδισμένες, ξενιτεμένες, διαψευσμένες, στεγνές. Προτού στερέψουμε.

Ας τους επιτρέψουμε τουλάχιστον να πιστέψουν στον εαυτό τους και να ανοιχτούν στον μακρύ χρόνο.