Ξημέρωνε. Tα γράμματα κυλούσανε από το promo dvd κι είχαμε μείνει αμίλητοι, ακούνητοι στον καναπέ. Δεν κοιταχτήκαμε καν. «Η ψυχή στο στόμα» μάς είχε αφήσει ξέπνοους, με πόνο, με έγνοια: Ποιοι είμαστε, πόσο αντέχουμε, ποιοι ζουν πλάι μας.

Σαν τότε, όταν τελείωσε το «Σπιρτόκουτο». Η επικοινωνία με τις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη είναι μοναχική. Και αβάσταχτη. Και τριγυρνάνε στο μυαλό σου καιρό πολύ· όχι το βρισίδι, όχι η βία, λεκτική και σωματική, όχι· αλλά ο πόνος, η ερημιά, τα άδεια βλέμματα, τα ημίφωτα διαμερίσματα, η σκοτεινή πόλη, η απόγνωση. Η αλήθεια. Αυτά τριβελίζουν το νου σου.

Ο Τάκης, με ξυρισμένο κρανίο και μουστάκες μηχανόβιου χαρλεά, ξεκινάει την ταινία λέγοντας στον καθρέφτη «Όλα καλά, ρε!» Καθώς το επαναλαμβάνει, ξανά και ξανά, η προτροπή προς εαυτόν γέρνει προς την απειλή. Το ξόρκι αυτό προοικονομεί όλη την εις Αδου κάθοδο που ακολουθεί. Ο Τάκης διαπλέει την ταινία και τη ζωή βουβός, διασχίζει έναν ορυμαγδό βρισιάς και βίας, προπηλακιζόμενος και δερόμενος, μόνο κοιτώντας βαθιά, απορημένος, ανήμπορος, παραδομένος, κρατημένος από τα ύστατα ράκη ανθρωπιάς. Στη δουλειά του, μοντάροντας πολύφωτα, σε μια βιοτεχνία υαλικών σαν του Κουμανταρέα, με τους συναδέλφους του να βιαιοπραγούν λεκτικά και το αφεντικό του να τον χρησιμοποιεί σαν μηχανή απελπισμένης ασέλγειας, στο σπίτι του, με τη γυναίκα του να τον βδελύσσεται και να τον κερατώνει, με το σόι του να τον εκμεταλλεύεται και να τον βουλιάζει, με τους τοκογλύφους να τον λιώνουν.

Ολοι οι θύτες της ταινίας είναι θύματα. Ολοι. Η βία μεταφέρεται από σώμα σε σώμα, σε έναν ατέρμονα ιμάντα. Μα ο Τάκης είναι μονάχα δέκτης βίας, ένα σακί· ανήμπορος να μετακυλίσει τη βία που του αναλογεί. Κινείται στην γκρίζα ζώνη του Musselman (Πρίμο Λέβι, «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν»), στην κατάσταση του ερημωμένου σκλάβου που περιμένει να αποτεφρωθεί στο Αουσβιτς, αφού πρώτα έχει απολέσει κάθε ανθρώπινη ιδιότητα. Ο βουβός Τάκης βλέπει να του αφαιρείται σταδιακά η ανθρώπινη υπόσταση, βουλιάζει, και με όση ανάσα του απομένει γίνεται ο εκτελεστής – του εαυτού του· ούτε καν σαν τον Ξένο του Καμύ, σαν τον φονιά του Κισλόφσκι στο «Ου φονεύσεις», ούτε καν σαν τον Ακατόνε του Παζολίνι, που εκτελούνται από άλλους. Ιδού η σημερινή συνθήκη: Ο άνθρωπος απανθρωπίζεται από τους ομοίους του, από μια κοινωνία εξίσου απελπισμένων και ερημωμένων, που δεν συνομιλούν, μόνο βρίζουν και βιαιοπραγούν, σιχτιρίζουν και καταριούνται, δέρνουν τον διπλανό, τον όμοιο, και δέρνονται από τον αποπάνω, σ’ έναν δαιμονικό κύκλο εξαχρείωσης, σε μπαλέτο θηρίων. Κόλαση είναι οι άλλοι, κόλαση είναι εμείς.

Ολοι βουλιάζουν. Στη νυκτερινή ασφυκτική πόλη της ταινίας –έναν μη τόπο–, στο πνιγηρό διαμέρισμα, μέσα σε οριακή φτώχεια, στις απέραντες δυτικές συνοικίες του κόσμου, υλακτεί ο άνθρωπος της υπερνεωτερικότητας πνιγμένος απ’ την υπερβολή του: «Πούτσο και ξύλο! Πούτσο και ξύλο!» ― αφιονισμένος χούλιγκαν, στρατωνισμένος, λυσσασμένος, χωρίς διαφυγή. Η δουλειά, η εστία, η πλατεία, η ταβέρνα, όλα πια είναι μη τόποι, ανοίκειοι. Οι άνθρωποι προπηλακίζονται ανέστιοι και ξένοι, ξενωμένοι από τον ίδιο τους τον εαυτό. Χωρίς αγάπη, χωρίς πίστη. Ερημοι μες στην έρημο.

Ο Γιάννης Οικονομίδης δεν κάνει ρεαλισμό, νεορεαλισμό ή σκληρότητα· ακτινογραφεί τα σπλάχνα του ανήμπορου και του απελπισμένου, αυτού που βουλιάζει. Κάνει ντοκιμαντέρ στην εσχατιά της ύπαρξης, κινηματογραφεί με την κάμερα χαμηλά, στα ρείθρα. Σε βάζει να στοχαστείς πέραν της ηθικολογίας και του διδακτισμού, πέραν του correct, πέραν του αγοραίου ανθρωπισμού. Και μπαίνει στην τροχιά του Παζολίνι και του Κισλόφσκι, του Μάικ Λι στο ντοστογιεφσκικό «Naked»· συνεχίζει την έκκεντρη παράδοση της «Ευδοκίας» και του «Δέντρου που πληγώναμε», δείχνει ζωντανή την εγχώρια arte povera του Δαμιανού και του Αβδελιώδη, αποδεικνύει ότι η τέχνη υπάρχει δραστική και αφυπνιστική, εναγώνια. Κι αυτή την τέχνη, μες στο βουβό βλέμμα του Τάκη, την κρυμμένη ελπίδα ότι δεν χάθηκαν όλα, την αγκαλιάζουν οι νέοι, την αφουγκράζονται, νιώθουν τη φόρμα και την αγωνία της, μιλούν παθιασμένα στα μπλογκ και τις σποραδικές προβολές. Και θα μιλήσουν πολλοί για την «Ψυχή στο στόμα» στα χρόνια που έρχονται.

(Προβάλλεται στο σινέ «Μικρόκοσμος», από 22 Φεβρουαρίου.)

Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18.02.2007