Τυλιγμένοι νησιά και ανέμους, σωματικά, φαντασιακά, διασχίζουμε το καλοκαίρι. Βαριά, ανήσυχα, με τα κλιματιστικά να γουργουρίζουν στο άστυ, τα παιδιά να ιδρωκοπάνε στις αλάνες και στα φλερτ του καλοκαιριού (όλα συμβαίνουν εκείνο το Μακρύ Καλοκαίρι), τους μεσήλικες να ανταμώνουν ύστερα από τρεις δεκαετίες και να ζυγίζουν απώλειες και μπάκες, το μελτέμι να σκορπάει τα κυνικά καύματα του Ιουλίου και να μας βάζει στον αγγελοκρουσμένο Αύγουστο.
Νιώθω τα πάντα να γυρνάνε στο Αρχιπέλαγος. Ολα εκεί επιστρέφουν και υπερίπτανται, στριφογυρνούν σε ύπνους ανονείρευτους, η νοσταλγία τα στοιχειώνει. Τι νοσταλγούμε; Δεν ξέρω το παρελθόν και τα φαντάσματα των διπλανών μου· ωστόσο τα νιώθω να ριγούν. Η νοσταλγία νιώθεται, κατασκευάζεται, σαρκώνει την ύλη της.
Ακούω αυτή την ύλη: Κλειστές πλατείες σαν σκηνές θεάτρου, από τις μπούκες τους ξεπροβάλλουν οι έφηβοι προς τον κόσμο· βουτιές ολημερίς, πετσί αργασμένο λουστρίνι, πάνινα παπούτσια· μεταβατικό απομεσήμερο, αφόρητα γλυκό το απόγευμα, αφόρητα μαβί το δειλινό, απλωμένοι στο λιμάνι κάτω από φωτάκια, διασταυρώσεις βλεμμάτων στο quai, άνθρωποι, βλέμματα, αγγίγματα, μυρωδιές μαλλιών, φρέσκα πουκαμισάκια, χνάρια λευκής σάρκας εκεί που δεν χαϊδεύει ο ήλιος, αγόρια, κορίτσια, ραγισμένα μπλουζ από βραχνά μαγνητόφωνα. Ανθρωποι, άνθρωποι, βλέμματα, εικόνες που έχουν εξαχνωθεί και τώρα ευωδιάζουν απατηλά. Η ύλη της νοσταλγίας.
Μεταίχμιο της ύλης, πέρασμα από το χυμώδες μονοκόκκαλο Παλαιό στο πολυσθενές, ασπόνδυλο Σήμερα: η πρωτεϊκή εικόνα του Πιραντέλο, στην παραλία της Σικελίας, όπως την απέδωσαν κινηματογραφικά οι Ταβιάνι στο «Χάος». Η mare nostrum περιμένει, προσκαλεί· οι άνθρωποι φτάνουν ασθμαίνοντες στην ακρογιαλιά·χύνονται στην τελετή του αλμυρού νερού. Τελετή.
Ιδια τελετή δείχνει ο Αβδελιώδης στο θεμελιώδες «Δέντρο που πληγώναμε». Βλέπω ανάμεσά τους τον Χιώτη-Συριανό-Ρουμάνο-Πειραιώτη παππού μου, βλέπω το πάμφωτο Νησί, μια όχεντρα στη δράφη, σκιάδια και τραγιάσκες, ανασηκωμένα πουκάμισα και ντρίλια. Αποϊδρώνουν στην άκρη, η θάλασσα βαθιά, ψυχρή, ανατριχιάζει, προσκαλεί· η άμμος ρύζι. Οι παραγκαιριές τρεμίζουν σταχτιές. Ενα νεύμα. Ορμούν στο αλμυρό νερό, στην τελετή.
Υλη της νοσταλγίας: ό,τι θυμόμαστε, ό,τι ζήσαμε, ό,τι νομίζουμε πως θυμόμαστε, ό,τι έχουμε ανάγκη, τόσο που να το ζούμε ξανά και ξανά. Ενα συνεχές. Κατασκευή; Αδιάφορο.
Να, κάπως έτσι, ψαύουμε το καταγωγικό μας ίχνος στο Αρχιπέλαγος, σε μια υγρή μήτρα, ψυχρό και αλμυρό νερό, ξερολιθιές, απέραντος ουρανός απάνω και παντού, μελτέμια, γλαυκές σιλουέτες τα νησιά τριγύρω, όλα τα νησιά μόνα κι όλα μαζί. Ολοι καταγόμαστε από το Αρχιπέλαγος, είτε γιατί εκεί γεννηθήκαμε είτε γιατί εκεί μεγαλώσαμε είτε γιατί εκεί νιώσαμε τον εαυτό μας ενήλικο, ερωτευμένο, λεύτερο, μονάχο. Στο Αρχιπέλαγος νιώσαμε την ύλη μας και το μέτρο της, τη δίψα της σάρκας και το πέρας της· στα νησιά αντιληφθήκαμε την αναλογία μικρού-μεγάλου, μακρινού-κοντινού, εφήμερου-αιώνιου· στα γυμνά νησιά αναρωτήθηκαμε «γιατί οι άνθρωποι διαλέγουν να ζουν εδώ;», κι ήμασταν γυμνοί σε μια πάλλευκη παραλία. Σε αυτόν τον θάλαμο καταγωγής, επινοημένο ίσως αλλά τόσο ζωντανό, νιώσαμε την έκπληξη της ύπαρξης και σπαρτάρισε το δέρμα όταν μας πρόλαβε άυπνους η αυγή, σε ερωτικό παραδομό. Μια τέτοια νύχτα στα νησιά, με πεφταστέρια, σφραγίζει το σώμα για πάντα. Γίνεται καταγωγή. Αυτή τη νύχτα νοσταλγούμε πάντα.
Τούτο το παραχωμένο θάμβος φανερώνεται όλο και πιο αραιά, καθώς τα χρόνια κάθονται πάνω μας σαν σκόνη· μια αναλαμπή, νύχτες με Περσείδες, νύχτες όπου η βουή του τουρισμού αποσύρεται προσώρας και αφήνει να χυθεί ορμητική η ανάμνηση μέσα στους καλαμιώνες. Μία στιγμή καλότυχη, από Ιούλιο έως Σεπτέμβριο, έρχεται σαν ρεύμα και ταράζει τα μουδιασμένα σώματα. Στη μαλακωσιά μιας ρύμης, αντίκρυ σε αμπέλια και ελιές, με πλάκες φρεσκοασβεστωμένες, το λευκό τους να φεγγίζει στο σούρουπο, μια ρύμη που σου φανερώνει τη Διαμονή. Στο ετοιματζίδικο μπαλκόνι ενός ρουμ, με τις λεμονιές ολόγυρα, και την πόλη απέναντι. Στην θαλασσινή αυλή ολονυχτίς, ανάμεσα στο εγκόσμιο και το θείο, από τη μια το διαρκές βεγγαλικό και από την άλλη ο μεταφυσικός πολυέλαιος, από τη μια το σώμα κι από την άλλη ο φόβος του.
Μια αναλαμπή, ο διακαμός του σαρκίου μας, ιδού: το Αρχιπέλαγος της καταγωγής μας. Η ύλη της νοσταλγίας.
Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30.07.06
11 Σχόλια
Comments feed for this article
31 Ιουλίου 2006 στις 12:20 μμ
dimitris-r
H εισβολή χτες -μέσα από το κείμενο στην «Κ»- στον καφέ μου, ανακάτεψε για λίγο την ύλη της νοσταλγίας, το καϊμάκι δηλαδή της νιότης μας, με την ιλύ που καθιζάνει σαν κατακάθι ενηλικίωσης.
Γλώσσα Μέλπως, γλώσσα Αβδελιώδη, λιάζει την σαυράδα-ψυχή μου στην ξερολιθιά του Ματογιαννιού.
Συστήνω να κολυμπάτε συχνότερα στις κολυμπήθρες της μνήμης σας, στο κοινό όλων μας καταγωγικό ίχνος, στο Αρχιπέλαγος.
Η «από σκοπού αποχαλινωμένη Κυριακή της γραφής» σας, δεν κυνδυνεύει -το ξέρω ήδη- «να ανατραπεί και να βρεθεί απ’ την άλλη μεριά, στην τάξη μιας κλασσικής Δευτέρας».
31 Ιουλίου 2006 στις 5:53 μμ
Καπετάνισσα
Εξαίσιο κείμενο.
Αρμύρα και φως στα δάχτυλά μου.
Καλά, όλους τους ήλιους εσείς τους φοράτε στις λέξεις σας;
Χέρι απλωμένο πάνω απ’ τα πέλαγα.
Τα σέβη μου.
2 Αυγούστου 2006 στις 11:53 πμ
Νίκος Παργινός
Πραγματικά εξαιρετικό κείμενο. Πολλαπλά συγχαρητήρια τόσο για το συγκεκριμένο κείμενο, όσο και για όλο το Blog. Ήδη έχει προστεθεί στα links και του δικού μου ταπεινού blog.
Τα σέβη μου.
Με εκτίμηση,
Νίκος Παργινός
2 Αυγούστου 2006 στις 1:52 μμ
Ρεβέκκα Καμχή
Νίκο με χαρά «ξεφύλλισα» -ποιος θα μας βρει την λέξη για scrolling? το αφήνω σε σένα- το μπλογκ σου.
καλο καλοκαιρι και… keep us posted.
ρεβεκκα
3 Αυγούστου 2006 στις 11:39 πμ
kerasia
«Τυλιγμένοι νησιά και ανέμους…»
Ας μην χάσουμε αυτή την εικόνα.
3 Αυγούστου 2006 στις 9:46 μμ
Αλέξης Σταμάτης
εξαιρετικο κειμενο, γλυκοπιοτο. Θερμά συγχαρητηρια.
4 Αυγούστου 2006 στις 9:46 πμ
Ανώνυμος
Το κείμενο αυτό, μου έκοψε την ανάσα. Πανέμορφο.
6 Αυγούστου 2006 στις 8:07 μμ
Ανώνυμος
Σας διαβάζω και στην Καθημερινή και κάθε φορά αναρωτιέμαι…. Πώς μαθαίνει κανείς να γράφει έτσι κύριε Ξυδάκη; Συγχαρητήρια. Ευχαριστώ.
14 Αυγούστου 2006 στις 12:41 μμ
parafonos
Μια σκιά σας ζήλεψε σήμερα κύριε
και η ζήλια, ιερή θυσία του εγωισμού
είναι το μόνο δώρο που έχω να σας προσφέρω…
16 Αυγούστου 2006 στις 11:35 πμ
just me
Επέστρεψα χθες βράδυ από την Ικαρία, «τυλιγμένη» κι εγώ «νησιά και ανέμους» (παρόλο που, για καλή τύχη του παραθεριστή, άνεμο καριώτικο γεύτηκα ένα μοναδικό βραδάκι). Καθισμένη στο ταρατσάκι του «Απερίχου», στον Άγιο, αγνάντευα τα νησιά στον ορίζοντα και ρώταγα τον Α., που σε μια άλλη ζωή μάλλον υπήρξε θαλασσινός, » ποιο είναι το νησί πίσω από τους Φούρνους, ποιο είναι τ’ αλλο απέναντι, ποιο παραπέρα;». «Η Αμοργός, νομίζω, η Πάτμος, η …» και αίφνης μου’ ρθε στον νου το διαβασμένο από μέρες κείμενό σας, » όλα τα νησιά μόνα κι όλα μαζί», που τα ΄λεγε όλα για το Αρχιπέλαγος. Αυτά τα νησιά, τα μόνα και μαζί, η διαχρονική μαρτυρία της ανθρώπινης περιπέτειας στη μεγάλη αιγαιοπελαγίτικη γειτονιά, με προκαλεί τόσο υπαραξιακό δέος όσο δεν μου προκάλεσαν ποτέ τα ερείπια των ναών και των παλατιών. Το Αρχιπέλαγος, και ίσως μόνο αυτό, είναι η ύλη της ελληνικότητάς μας, αν υπήρξε ποτέ τέτοιο πράγμα (που, αν υπήρξε, ορίζεται από το άθροισμα των βιωμάτων μας και από τη συλλογική μνήμη των γονιδίων μας _από τα κύτταρα που αποθησαύριζαν την ευλογία της θαλασσινής δροσιάς μετά την ανελέητη κάψα_ και όχι από σκοτεινά ιστορικοφανή εθνικιστικά παραληρήματα). Να είστε καλά, συν-αρχιπελαγίτη.
21 Αυγούστου 2006 στις 10:53 μμ
Ladychill
Το κείμενο με μάγεψε…καταπληκτικό..:))