Στις συζητήσεις με εικαστικούς καλλιτέχνες και κιουρέιτορ επανέρχεται σποραδικά, μα σταθερά, το πρόβλημα της παράδοσης και της ελληνικότητας/εντοπιότητας – ένα είδος crash test, για πολλούς λόγους. Οι απαντήσεις που ακούω άλλοτε είναι ενδιαφέρουσες μες στην αγωνία τους, κι άλλοτε πληκτικές και ανούσιες μες στις βεβαιότητές τους. Εξακολουθώ ν’ ακούω, προσεκτικά και επίμονα, παρότι από καιρό τείνω να καταλήξω ότι οι περισσότεροι κιουρέιτορ δεν έχουν ούτε θεωρητικές ούτε αισθητικές αναζητήσεις, αλλά κυρίως μηρυκαστικές βεβαιότητες και άσβεστη δίψα για διαχείριση πρότζεκτ. Παρόμοια μηρυκαστική προσέγγιση χαρακτηρίζει αρκετούς καλλιτέχνες, των οποίων το έργο αποτελείται μόνο από κόνσεπτ και η υπόστασή τους απαρτίζει ένα διαχειρίσιμο πρότζεκτ.

Το θέμα μας, υπενθυμίζω, είναι η παράδοση και η εντοπιότητα. Πολλοί της (αυτο)αποκαλούμενης σύγχρονης σκηνής στέκουν αμήχανοι ή δυσανασχετούν απέναντι στα ερωτήματα που υποβάλλουν αυτές οι δύο έννοιες. Συνήθως οι δύο έννοιες ταυτίζονται αδέξια, συχνά τις σκεπάζει η άγνοια των ουσιωδών τους χαρακτήρων, η άγνοια των ιστορικών κινήσεων και των πραγματολογικών στοιχείων. Παρ’ όλ’ αυτά, δίδονται απαντήσεις. Ιδού μία τυπική: Η παράδοση είναι μία και αδιαίρετη, οικουμενική, και δεν μας αφορά εντέλει· εντοπιότητα δεν υπάρχει, η ελληνικότητα έληξε μαζί με τους δημιουργούς της Γενιάς του ’30.

Θα δεχόμουν αυτή την απάντηση, με όλο τον αφοριστικό της χαρακτήρα, αν υποστηριζόταν από γνώση των ιστορικών συμφραζομένων, από την αντίληψη, έστω, ότι η ιστορία αναπτύσσεται με ρήξεις και όχι με συνέχειες και λανθάνουσες μετουσιώσεις, από μια ριζοσπαστική διάθεση επαναπροσδιορισμού. Διακρίνω όμως μόνο τη θεμιτή διάθεση πατροκτονίας: Αμάν πια, με τον Μόραλη και τον Σεφέρη… Τα άλλα δεν τα βλέπω, όχι ως γνώση μα ούτε ως υποψία.

Θα είμαι τώρα αφοριστικός: Η συζήτηση περί παράδοσης και εντοπιότητας διεξάγεται υπό τη σκιά βαθείας αγνοίας των κειμένων και των έργων. (Ποιος υπερμοντέρνος αρνητής της «ακαδημαϊκής» Γενιάς του ’30 έχει διαβάσει μια σελίδα του Στρατή Δούκα ή του Πεντζίκη, έχει ξεφυλλίσει το «Τρίτο Μάτι», έχει βυθιστεί στα χρωματικά πεδία του Νικολάου Λύτρα και του Παπαλουκά, έχει ακούσει τον Σολωμό; Απλούστατα, συγχέουν τον Δούκα με τον Ραγκαβή, τον Πεντζίκη με τον Καραντώνη, και τον Νικόλαο με τον Νικηφόρο…)

Η συζήτηση διεξάγεται υπό το κράτος ιδεοληπτικών σχημάτων και, το κυριότερο ίσως, με τη διάθεση για ηγεμονία στον παρόντα χρόνο, άνευ κριτηρίων, αναφορών και συγκρίσεων. Αρνούμενος την παράδοση ή την εντοπιότητα, αρνούμενος το καταγωγικό πλαίσιο, θέτοντας εαυτόν εκτός ιστορικής κίνησης, ο υπερμοντέρνος του παρόντος κατασκευάζει το καθαρμένο πεδίο της κυριαρχίας του· επινοεί το καθαρό παρόν, χωρίς βαρίδια και δεσμεύσεις. Σε αυτό το άχρονο παρόν, ο υπερμοντέρνος είναι αδιαφιλονίκητος ηγεμών.

Είπαμε: η πατροκτονία είναι θεμιτή και κατανοητή και γόνιμη, εφόσον όμως ο πατροκτόνος γνωρίζει τι σκοτώνει. Στην περίπτωσή μας, ο «υπερμοντέρνος» δεν γνωρίζει καν για τι μιλάει, όχι γιατί το υπερβαίνει. Απλώς σκαρώνει το ανιστόρητο πεδίο της κυριαρχίας του.

Οσο για την εντοπιότητα. Ασφαλώς δεν είναι πανάκεια, ασφαλώς είναι δύσκολη πια η διάγνωσή της στο σημερινό ομογενοποιημένο μωσαϊκό της διάχυτης ποπ, όμως υπάρχει· υπάρχει σαν μια (από πολλές) απάντηση στην ανάγκη αυτοκαθορισμού, σαν διάκριση, σαν μέτρο σύγκρισης, σαν δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού. Δεν είναι όλα τα προϊόντα made in China ή no name· χρειάζεται κι η ταυτότητα, μια απόχρωση τέλος πάντων. Στις παγκοσμιοποιημένες αγορές, αξία έχει το διακριτό και ιδιαίτερο, όχι το μαζικό και ανώνυμο. Το να φέρεις και εντόπιους χαρακτήρες δεν σε κάνει λιγότερο οικουμενικό· τουναντίον. Το Διαδίκτυο μιλάει όλες τις γλώσσες.

Τέλος. Η αβανγκάρντ στον 20ό αιώνα άφησε πίσω της δραματικά επιτεύγματα και άφθονο μεσσιανισμό. Φοβούμαι ότι η σημερινή αβανγκάρντ μοιράζεται μαζί της μόνο τον μεσσιανισμό, και μάλιστα περιορισμένη στην αισθητική σφαίρα, σ’ ένα στυλ, χωρίς καν φόρμα. Το φονικό της ιστορικής αίσθησης φέρνει μαζί το φονικό του πολιτικού περιεχομένου, του νοήματος, της υπόστασης. Ανακαλώ έναν μοντέρνο, τον Τ. Σ. Ελιοτ: «Δεν υπάρχει ποιητής ή άλλος καλλιτέχνης που να έχει από μόνος του το πλήρες του νόημα. Η σπουδαιότητά του, η αξιολόγησή του, είναι η αξιολόγηση της σχέσης που έχει με τους πεθαμένους ποιητές και καλλιτέχνες» (Παράδοση και προσωπικό ταλέντο).

Eνα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 04.06.2006

εικον.: Maurizio Cattelan, La Nona Ora (2000), mixed media, life-size.