Η ζωή είναι σαπουνόπερα

H Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου μεσουρανεί τούτη τη στιγμή στο μηντιακό στερέωμα. Δικαίως: είναι το όνειρο κάθε αφηγητή.

Το χτένισμά της, το ντύσιμό της, το φέρσιμό της, ο αέρας της, τα υψιπετή οράματά της, όσα λέει και όσα υπονοεί, όσα έχει ζήσει και όσα την διατρέχουν, όσα αποπνέει και όσα εμπνέει, όλα μαζί συνθέτουν την τυπική ηρωίδα του νεοελληνικού success story. Είναι ή πρωταγωνίστρια μιας οικουμενικής soap opera με εξελληνισμένο interface – έτσι, μικτά, γιατί οι σαπουνόπερες έχουν τη δική τους υπερτοπική γλώσσα.

Είναι μηντιαστέρι, γιατί μόνο εκεί, στον ολόφωτο χώρο της διαρκούς δημοσιότητας και της διηνεκούς εξουσίας αναπνέει, θάλλει, εκτείνεται – με αυτή τη σειρά. Μα δεν είναι μηντιαστέρι σαν τον οποιονδήποτε τραγουδιστή ή μπαλαδόρο· η λάμψη της δεν πηγάζει από ένα ταλέντο ή από ένα ωραίο παρουσιαστικό, πηγάζει από την άμετρη φιλοδοξία, από την ασίγαστη δίψα για εξουσία, στερεώνεται πάνω στην εξουσία και το χρήμα, κι αυτά είναι οι πιο σίγουροι δρόμοι για να κερδίσεις μια θέση στον επίγειο ουρανό και να παραμείνεις εκεί. Έτσι κρίνουμε τουλάχιστον από τα ισχύοντα τώρα· ο καιρός θα δείξει πόσο ανθεκτικά είναι τούτα τα υλικά, της επίγειας δόξας.

Για να καταλάβει ένας μεσαίος άνθρωπος την πορεία της ΓΔΑ προς τ’ αστέρια, πρέπει να καμωθεί ότι δεν είναι μεσαίος, να μη σκέφτεται μεσαία, μα να αδράξει από μέσα του ό,τι καταχωνιάζει από ντροπή ή φόβο, και να τα προβάλει έξω, εκεί, όπου διαδραματίζεται ο κατάφωτος βίος των δημόσιων προσώπων, ο τόσο φανερός μα και τόσο ακατανόητος. Κοντολογίς, πρέπει να συλλογιστεί για τα βαθύτερα κίνητρα των ανθρώπων που κερδίζουν τον πλούτο και την ισχύ. Σε τούτη την αναστοχαστική διαδρομή, όπου ο μεσαίος κάνει προσομοίωση του ισχυρού, καλοί βοηθοί μπορεί να είναι οι στοχαστές της Αναγέννησης και του μπαρόκ, όσοι μίλησαν σοφά για την εξουσία, τις αυλές, τα διπλωματικά φερσίματα, τη σχέση του ιδιωτικού με το δημόσιο, τη σχέση του χρήματος με την ισχύ, την τέχνη να διαπλέεις τον καιρό – είναι οι ίδιοι που έχει η ΓΔΑ στο προσκεφάλι της: ο Νικολό Μακιαβέλι, ο Μπαλτασάρ Καστιλιόνε, ο Μπαλτάσαρ Γκρασιάν. Τους υπενθυμίζουμε ως θεμελιώδη βιβλιογραφία, μα εμείς θα επικεντρωθούμε στα σημεία, στα φλύαρα επιφαινόμενα· άλλωστε στη ράχη ενός ευχάριστου αφηγήματος συνομιλούμε, όχι πάνω σε μια διατριβή.

Θα γυρνούσα λοιπόν από τον Νικολό Μακιαβέλι στον Νίκο Φώσκολο ή και στον Νίκο Τσιφόρο… Θα μας βοηθούσαν να καταλάβουμε καλύτερα το φαινόμενο Γιάννα, λόγω εντοπιότητος. Ο Φώσκολος, ας πούμε, έχει ζωγραφίσει καλύτερα από οποιονδήποτε σύγχρονό του τον αγώνα για χρήμα και εξουσία, την πάλη του πτωχού έντιμου με τον κυνικό πλούσιο, τη σύγκρουση του Κούρκουλου με τον Μούτσιο, της Άντζελας Ζήλια με την Μπεάτα Ασημακοπούλου, την επικράτηση της τιμής και του αγνού έρωτα. Με οξυδέρκεια, το εγχώριο μελό της ανοικοδόμησης ανατρέπει τους ισχυρούς, για να βάλει στη θέση του επικρατούντος το Μίζερο Ιδανικό. Με αυτή την αποσκευή, από το ’60 έως σήμερα, πορεύθηκε ο ελληνισμός: η φτωχή κοπέλα θα κερδίσει τον έρωτα και το χρήμα, αν πιστεύει. Αυτή είναι η επικρατούσα εκδοχή ελληνικού ρεαλισμού, ιδίως τώρα, στην τρανς εποχή των ριάλιτι και των γλαστρών.

Αυτό τον ρεαλισμό η Γιάννα τον οικειοποιείται και, κυρίως, τον ανατρέπει. Καταρχάς δεν είναι φτωχή· κανείς δεν λέει καν ότι ΉΤΑΝ φτωχή, πολύ φτωχή τουλάχιστον. Αντιθέτως, οι σύγχρονοι αγιοπροσωπογράφοι της, ισχυρίζονται από κατάγεται από μεγαλοαστική οικογένεια του Ηρακλείου Κρήτης… Ήδη το μοτίβο της φτωχής κοπέλας έχει υπονομευθεί.

Η Γιάννα οικειοποιείται μέρος μόνο του φωσκολικού μοτίβου, αυτό που περιγράφει την άνοδο και το πείσμα. Οι υπόλοιπες πτυχές δεν την αφορούν. Κρατά ίσως μερικά ρετάλια ελληνορθοδοξίας, εξύμνησης της οικογένειας, των γιων, του άντρα-στεφάνι-στο-κεφάλι-μου κ.λπ., αλλά αυτά δεν είναι τα δεσπόζοντα χρώματα στην τοιχογραφία της «Σκάλα για τ’ αστέρια». Δεσπόζουν το χρυσό, η πορφύρα, τα δαμασκηνό, μαζί με πινελιές λευκού και μαύρου· όλα clean cut, χωρίς θολούρες και επικαλύψεις· τόσο clean και μεγαλοπρεπή όλα, που εκβάλλουν στο kitsch nouveaux.

Στο σημείο που η ΓΔΑ υπερβαίνει τον εγχώριο Φώσκολο, μπαίνει στον αστερισμό της Μπάρμπαρα Κάρτλαντ· εκεί όπου η σαπουνόπερα διεκδικεί την global δικαίωσή της, εκεί όπου το τεξανο-καλιφορνέζικο μοντέλο επιβάλλεται σε όλον τον πλανήτη σαν το Απόλυτο και Μόνο Lifestyle. Η ρήξη αυτή με τον εγχώριο πτωχοπροδρομισμό συνέβη στο Φανάρι, όταν η Γιάννα γνώρισε τον Θόδωρο… Από εκείνο το σημείο, η έως τότε ζωηρή Κρητικοπούλα δικηγόρος με την κομητική πολιτική καριέρα, αφήνει τα επίγεια του πλούτου moderato και σαλπάρει για τα παλάτια και το διεθνές τζετ σετ. Vivace e largo.

Αυτή η σκηνή, που σμίγουν η Σταχτοπούτα με τον Πρίγκιπα, είναι κοινή σε όλες τις σαπουνόπερες και τα μελό, από το Χόλιγουντ και την Κλακ Φιλμ έως το Μπόλιγουντ. Όλα τελειώνουν με έναν γκλάμορους γάμο.

Όλα; Στην περίπτωση της ΓΔΑ τότε αρχίζουν Μετά τον γάμο και τα πατριαρχικά βαφτίσια, συνεχίζεται η πολιτική καριέρα. Όχι από εκεί που είχε διακοπεί, αλλά από ένα σημείο όπου δεν χρειάζεται ούτε να εκτεθεί στη δημόσια ψήφο, ούτε να συγκρουστεί ως δεξιά Νεοδημοκράτισσα με τους καθεστωτικούς του Πασόκ, ούτε να ελέγχεται από επιτροπές και γραφειοκράτες. Η μόνη ευκαιρία για διεθνές γκλάμουρ και power game στο περιφερειακό κρατίδιο ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.

Μετά την άκαρπη διεκδίκηση των Ολυμπιακών του 1996, η διεκδίκηση είχε ατονήσει. Η ΓΔΑ είχε την ευκαιρία της. Αδρά αμειβόμενοι αγγελιαφόροι, κορυφαίοι εντός του καθεστώτος, έχτισαν το σκηνικό της ανάληψης του Ολυμπιακού Οράματος, γενικός μάνατζερ του οποίου θα ήταν η ΓΔΑ. Η διεκδίκηση λέγεται ότι είναι υπόθεση πιασίματος και καλοπιάσματος των Αθανάτων. Αυτά θέλουν χρήμα ζεστό, cash, αόρατο. Η ΓΔΑ τη διεξήγαγε επιδέξια και αποτελεσματικά. Καμιά πόρτα δεν θα έμενε κλειστή, εμπόδιο για τ’ αστέρια… Το Μέγα Πανελλήνιο είδε μόνο το φίνις: τη βουτιά στην πισίνα…

Λίγο αργότερα την υποδεχόταν Θριαμβεύτρια και Πρωταθλήτρια ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο Ζάππειο – σφιγμένος λιγάκι, αλλά τι μπορούσε να κάνει…. Η πρέσβειρα ήταν πια γενικός μάνατζερ της εθνικής υπόθεσης, θα έφτιαχνε τα μπέιζμπολ γήπεδα και τα γκάτζετ που θα έβαζαν την Ελλάδα στον 21ο αιώνα.

Όσο κι αν δυσφορούσε ο μετριοπαθής πρωθυπουργός, η ΓΔΑ ήταν και είναι Ο Εκσυγχρονισμός, ο γνησιότερος, ο πιο προπέτης, ο πιο λυσιτελής… Εκσυγχρονισμός κεφαλαίων, τζακιών, προσώπων, clan, εργολάβων. Κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Η Γιάννα με την κόμμωση Δαρείου και τις χρυσές πανκ αλυσίδες είναι το par excellence πρόσωπο του εκσυγχρονισμού, συμπυκνώνει όλες τις αξίες του υπερεικοσαετούς πασοκικού καθεστώτος, ως αυτοδημιούργητη που αναρριχήθηκε στα ψηλά, μα επιπλέον έχει ακατάλυτους δεσμούς με τα παλιά τζάκια, με την Ελλάδα του ’50. Όλα σε ένα.

Και διαθέτει ακριβώς την πολιτική κουλτούρα του clan των κολλητών: στην τηλεόραση αποκαλεί τον πρωθυπουργό «ο Σημίτης», εκφράζεται συγκαταβατικά για τις ικανότητές του λέγοντας: Είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο συνεργάζομαι· και διευκρινίζει πάντα ότι αυτή δεν ζήτησε τίποτε, ο πρωθυπουργός της ζήτησε τα πάντα. Εξυπακούεται ότι για τις υποθέσεις της, που είναι αυτονοήτως εθνικές, μιλά μόνο με τον πρωθυπουργό, με «τον Σημίτη»· ποτέ με δευτεροκλασάτο υπουργό.

Μόνο δύναμη και χρήμα; Όχι. Η Γιάννα είναι ευφυής, ικανή, άμεση, γοητευτική. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι η ενσάρκωση της δύναμης της θελήσεως. Θέλει, θέλει, θέλει. Και μπορεί. Προσηλώνεται στον στόχο σαν αίλουρος θηρευτής και ακούει τα σημάδια του καιρού για να τελέσει το άλμα· δεν σπαταλά δυνάμεις για δευτερεύοντα θηράματα.

Είναι όμως και θύμα της δικής της παγίδας, σαν γυναίκα με «ανδρικά» προσόντα: σαν γυναίκα δέχεται τις επιθέσεις και την ειρωνεία της ανδρικής εξουσίας, υπονοούμενα για πρακτικές που δεν θα χαρακτήριζαν αρνητικά κανέναν άνδρα ανάλογο.

Μαζί με τη θέληση, η αυθυποβολή: προτού πείσει τους άλλους, έχει πείσει τον εαυτό της ότι μπορεί να πετύχει τα πάντα. Ο συνδυασμός τους την κάνει ακατανίκητη.

Τι φοβάται αυτή η γυναίκα με το στυλ άντρα;

Ομολογημένα φοβάται τον φθόνο. Δηλαδή, φοβάται μη τη ματιάσουν και χάσει αυτά που κατέκτησε. Ιστορικά, οι πλούσιοι και ισχυροί αποτρέπουν τον φθόνο εξευμενίζοντας το πλήθος με ευεργεσίες, δωρεές, συμμετοχή στα κοινά,, αναδιανομή του πλούτου τους.

Η Γιάννα το κάνει αυτό her way, λίγο ανιστόρητα ακόμη και λαίμαργα, μα δείχνει ότι μαθαίνει. Εξορκίζει τον φθόνο επικαλούμενη διαρκώς τον άντρα της, την οικογένειά της, την πατρίδα, τη θρησκείαΖ επικαλείται αποτροπαϊκούς κοινούς τόπους, αυτά που έχουν και οι μεσαίοι, οι άλλοι, για να μοιραστεί κάτι μαζί τους, αλλά και για να ξαναβάλει στο προσκήνιο την περσόνα της τρυφερής γυναίκας, της ευάλωτης. Η οικογένειά της είναι και η συναισθηματική της ασπίδα, η πιο πολύτιμη, σε έναν ρευστό κόσμο κολάκων, δούλων και πληρωμένων.

Φοβάται τα γηρατειά και την ασθένεια· η όποια ομορφιά δεν διαρκεί για πάντα. Φυσικά φοβάται τον θάνατο, όπως όλοι…

Φοβάται τη φτώχεια, αλλά αυτή φαίνεται να την έχει νικήσει οριστικά. Τρέμει ενώπιον της ενδεχόμενης ασημαντότητας, της απώλειας της εξουσίας. Το πιο ισχυρό αφροδισιακό είναι ακριβώς και το πιο δύσκολο: η εξουσία απαιτεί συνεχές τάισμα· χρειάζεται χρήμα, payroll για κόλακες, αυλικούς, διαμεσολαβητές, κλακαδόρους εθελοντές. Χρειάζεται επίσης ελιγμούς, συμμαχίες, τακτικές υποχωρήσεις, συναλλαγή με ποταπούς και επικίνδυνους αντιπάλους. Ο άνθρωπος που θέλει να γίνει Ηγεμών, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ας πούμε, θα τα κάνει όλα.

Τι μπορεί να περιμένει από το μέλλον; Όταν θα τα έχει όλα; Θα θέλει τα πιο πολλά από τα όλα…

Φαντάζομαι ότι θα θέλει να την αγαπούν. Όχι να τη λατρεύουν, όχι να υποτάσσονται, όχι να σκύβουν μπροστά της. Απλά και μόνο, να την αγαπούν. Η αγάπη όμως δεν αγοράζεται, δεν επιβάλλεται. Η ΓΔΑ θα έχει τη λατρεία μιας εκτενούς αυλής, γιατί με αυτούς τους όρους πορεύεται τώρα, εν μέθη και ευωχία. Το άλλο είναι τόσο απλό, τόσο σκανδαλωδώς ακερδές και γυμνό, τόσο ανεξαγόραστο, που είναι σκοτεινό, μακρινό, απρόσιτο. Μεταφυσικό. Για όλους. Ιδίως για την τόσο σιδηρά, τόσο προφανή, τόσο ενδιαφέρουσα Γιάννα.

περιοδικό View, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Φεβρουάριος 2003