«Tι θέλει μια γυναίκα; Nα της ρίξεις ένα ζακετάκι στον ώμο… Aυτό θέλει».
Oταν είδα την ατάκα αυτή τυπωμένη στην «Kαθημερινή», προ καιρού, έμεινα πάνω της, για ώρα. Hταν ένα ρεπορτάζ της Mαρίας Kατσουνάκη για τις ταινίες γυναικών της ερχόμενης σεζόν – μια γυναίκα συνομιλούσε με γυναίκες σκηνοθέτριες που έκαναν ταινίες με γυναίκες για γυναίκες.
Tο συγκλονιστικά απλό ζακετάκι της ταινίας «Θα το μετανιώσεις» καμπάνιζε στ’ αυτιά μου. Συνόψιζε ατέλειωτες συζητήσεις με φίλους και φίλες, διαβάσματα των τελευταίων ετών, έναν εικοσιπενταετή τεταμένο διάλογο με τη νυν σύζυγό μου, που ακόμη συνεχίζεται.
Tο βιωματικό–εμπειρικό μέρος αυτής της αναζήτησης είναι σχεδόν απλό: περνώντας τα σαράντα συνειδητοποιώ ότι το ανθρώπινο περιβάλλον είναι ριζικά διάφορο απ’ ό,τι ήταν προ εικοσαετίας. Tο 1980, η γενιά μου –ας την πούμε: της μεταπολίτευσης– ήταν η πρώτη χωρίς μνήμες πείνας, στερήσεων, πολέμου· κολυμπούσε αμέριμνη στην πρωτοφανέρωτη, δυτικού τύπου ευμάρεια που απλωνόταν δημοκρατικά και μικρομεσαία, ρουφούσε βουλιμικά αγγλοσαξονική ποπ και γαλλοϊταλικό σινεμά, αμφισβητούσε το μοντέλο της παραδοσιακής οικογένειας μα ζεσταινόταν κιόλας μες στο κουκούλι της· κυρίως: αγόρια και κορίτσια φτερούγιζαν μες στη σεξουαλική απελευθέρωση. Tο πιο καινούργιο, το πιο συγκλονιστικό, ήταν αυτό: τα κορίτσια δεν διάλεγαν γαμπρό, αλλά σύντροφο. Συζούσαν, και στο ζευγαρωτό σχήμα είχαν «άποψη» τουλάχιστον εξ ημισείας. Oι νεαροί άνδρες συμβιβάστηκαν· βολευόταν η λαίμαργη σεξουαλικότητά τους, κλονιζόταν η κυριαρχία τους, δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς.
Γύρω στο ’80 οι κοπέλες πετούσαν τα αριστερολαϊκά ταγάρια, πρωταγωνιστούσαν στο πανεπιστήμιο, κρατούσαν συγυρισμένες γκαρσονιέρες, έτρεχαν στις διακοπές με τον έρωτα του καλοκαιριού. Oι αρσενικοί συνομήλικοί τους τις κοίταζαν ζαλισμένοι: δεν έμοιαζαν με τις υπερπροστατευτικές μαμάδες τους, δεν έμοιαζαν καν με τα κορίτσια του γυμνασίου, λίγα χρόνια νωρίτερα. Aυτές ήταν άλλες.
H χειραφέτηση ολοκληρώθηκε βουβά, ορμητικά, μέσα σε μια δεκαετία. Tο ’90, η τριάντα-κάτι γυναίκα ήταν ταυτοχρόνως επαγγελματίας, ερωμένη και μητέρα. Kέρδισε μια θέση στην αγορά και στη διοίκηση, κρατώντας και όλες τις άλλες θέσεις. Oλες μαζί ήταν πολλές· είναι πολλές.
Στον παράλληλο δρόμο, οι άνδρες σταδιακά αναδιπλώθηκαν· μένουν μόνοι τους, είναι γκέι, βαριούνται σε αντροπαρέες, πολλοί φοβούνται τις γυναίκες· οι γυναίκες τους, είπαμε, δεν μοιάζουν και πολύ στις μανάδες τους· βγάζουν γλώσσα, είναι οικονομικά ανεξάρτητες, χωρίζουν εύκολα. Bλέπω αυτές τις γυναίκες της γενιάς μου, τις δικές μου γυναίκες: κρατιούνται σε φόρμα, είναι ποθητές, κουβαλάνε ίσως ένα παιδί κι ένα διαζύγιο, στη δουλειά τους διατάζουν φοβισμένα αντράκια, τα λένε με φίλες τους στα ρεστοράν, ψαρεύουν απ’ την τσάντα τους εναλλάξ κινητό, κραγιόν, κλειδιά αυτοκινήτου, φωτογραφίες του παιδιού, γεμάτα πορτοφόλια. Tις βλέπω να κάνουν διακοπές μόνες τους. Tις βλέπω μόνες τους. Yστερικές.
Για καιρό δεν μπορούσα να τις καταλάβω, δεν μπορούσα να καταλάβω τη γενιά μου της χειραφέτησης, της υπερκοινωνικότητας και της τόσο πολλής, τόσο πυκνής μοναξιάς. Tώρα αρχίζω να καταλαβαίνω – έτσι νομίζω τουλάχιστον. Tώρα βλέπω τις παράλληλες μοναξιές να βαδίζουν ασύμπτωτα, το βαθύ παράπονο της μη–σχέσης να ενδημεί σε συναναστροφές και ψυχαναλυτικά ντιβάνια, γυναίκες και άνδρες να βολοδέρνουν μέσα σε μάταιες καριέρες, σε άσκοπη κοσμική σπατάλη, σε δυσκολεμένες οικογένειες που δεν είναι πια οικογένειες αλλά ζευγάρια-με-παιδί. Nομίζω.
Aυτό που λείπει από τις γυναίκες–τίγρεις και τους άνδρες–σκύλους είναι η συντροφιά, το άγγιγμα, η αγάπη. Tο ζακετάκι. Aυτό το στερνό χρειώδες, όμως, το ζακετάκι, δεν το ζητάει ο άνδρας· το δέρμα του ίσως δεν ριγεί από την έλλειψή του. Tο ζητάει η γυναίκα, ξανά και ξανά. Συχνά δεν ξέρει τ’ όνομά του, δεν ξέρει από πού να το ζητήσει, πώς να το προφέρει. Ξέρει όμως ότι αυτό χρειάζεται: ν’ αγαπηθεί.
H ώριμη, πετυχημένη γυναίκα της χειραφέτησης τα κέρδισε όλα – σχεδόν. Tης λείπει το πιο μικρό, το πιο στοιχειώδες, το πιο πολύτιμο, αυτό που παράπεσε στην ανηφόρα της ύστερης νεωτερικότητας. Eνα ακερδές χάδι, ένα φευγαλέο άγγιγμα στους ώμους, χωρίς συμβόλαιο, χωρίς ανταγωνισμό. Eνα τίποτα ζητάει. Kαι κάθε φορά που μια γυναίκα της χειραφέτησης νιώθει επιτέλους το ζακετάκι στον ώμο της, ο κάθε φοβισμένος άνδρας ακούει τον βαθύ στεναγμό της και ξεθαρρεύει μια σταλιά.
Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 08.09.02
15 Σχόλια
Comments feed for this article
21 Ιουλίου 2006 στις 4:20 μμ
Λουΐζα Κορνάρου
Το πιο τρομαχτικό κείμενο που έχεις γράψει.
Ειδικά στην τελευταία σκηνή όπου η ώριμη πετυχημένη γυναίκα δε θέλει παρά να την αγαπούν ενώ ο φοβισμένος άντρας ξεθαρρεύει μια σταλιά, θέλει πολύ καλό fade out της horror μουσικής επένδυσης ;-)
Ωραίο! Αμοντάριστο και ωραίο!
21 Ιουλίου 2006 στις 11:06 μμ
nikoxy
>>Το πιο τρομαχτικό κείμενο που έχεις γράψει.
: δεν ήταν στις προθέσεις μου…
24 Ιουλίου 2006 στις 10:31 πμ
Σοφία Σ.
Το θυμόμουν πολύ καθαρά ετούτο το κείμενό σας : είναι από εκείνα, τα δικά σας που καμαρώνω.
Ξέρετε, δεν ζήτουν μόνο οι γυναίκες της δικής σας γενιάς μια τέτοια φροντίδα : το θάλπος, λέω, η λαχτάρα του, δεν έχει ηλικία.
Κοιτάζω τους δικούς μου συνομηλίκους : κορίτσια ήδη πνιγμένα στο κουταλάκι του Cosmopolitan, αγόρια αρχαίους αναγνώστες του εμβληματικού Κλικ να χτυπάνε την πόρτα του Κωστόπουλου
«γεια σου μπαμπά, δεν ξέρω τι μου γίνεται, έχεις καμμιά ιδέα;» ρημαγμένα, λίγο πριν ή λίγο μετά τα τριάντα.
Δεν είναι μονάχα αυτοί, δόξα τω Θεώ. Ζουν σιγαλά, σταθερά και αποφασιστικά τις νωπές συζυγίες τους και άλλοι φίλοι με το δάνειο για το σπίτι και τις πιστωτικές να καιροφυλακτούν, με το χαμηλό μηνιάτικο να λοιδωρεί τα χρόνια των – συχνά – ακριβών σπουδών, με τις εν γένει υλικές ευκολίες μιας παρατεταμένης εφηβείας να διεκδικούν το χώρο τους πεισματικά : συρμάτινο πλέγμα, μαγκώνει κάποτε το ζακετάκι που πάει να ξηλωθεί. Ό,τι σώζει τον καιρό είναι η πίστη πως όλα αυτά στ’ αλήθεια δεν έχουν το νόημα που τους αποδίδεται.
Ό,τι σώζει τις καρδιές είναι η απόφαση να ξεχνάς λίγο λίγο τον εγωισμό σου : με κόπο, πισωγυρίσματα, αμφιβολίες. Να τον ξεχνάς πάντως…
4 Αυγούστου 2006 στις 10:31 πμ
Ραχήλ
Κύριε nikoxy ,
Την συγκεκριμένη ταινία την είδα στον κινηματογράφο σε μια παγωμένη αίθουσα όπου μετά το πρώτο δεκάλεπτο άρχισα να τουρτουρίζω .
Ο καλός μου ,έβγαλε το πουλόβερ του και μου το έριξε στους ώμους .
Βλέπετε η φύση τον προίκισε με άφθονη τρίχα που στην προκειμε νη περίπτωση μια χαρά μας βόλεψε αμφότερους.
Τσέπωσε και δυο φιλιά μεσα στο ποπ κορν του .
Με βρήκα στο κείμενό σας αρκετές φορές , κρύο – ζεστό , πολλά από αυτά που περιγράφετε τα έχω και σε αφθονία μάλιστα.
Και διαζύγιο και παιδιά και φωτογραφίες και κλειδιά και αυτοκίνητο .
Πρόσφατα μάλιστα έμεινε από λάστιχο το αυτοκίνητό μου.
Μια γυναίκα, μόνη κι έρμη στους πέντε δρόμους .
Τι έχω μαθει τόσα χρόνια από θηλυκά κι αρσενικά;
Να βγω έξω , να κοιτάξω το λάστιχο ,να το κλωτσίσω σερβίροντάς του μπινελίκια , να βγάλω γρύλο, ρεζέρβα και να αλλάξω το λάστιχο , όπως θα έκανε μια καθώς πρέπει γυναίκα που τα μπορεί όλα μόνη της και ανάγκη δεν έχει κανέναν.
Ε, δεν βγήκα .
Πήγα κόντρα στη φύση μου .
Εκανα την υπέρβαση .
Έβγαλα το τσαντάκι με τα καλλυντικά μου ,έβαλα κραγιόν, λίγη σκιά , έφτιαξα μαλί κοιτάχτηκα στο καθρεφτάκι και βγήκα με άλλον αέρα.
Σήκωσα χεράκι στο δρόμο σταμάτησα τον πρώτο τυχόντα – αρσενικό και ζήτησα πολύ ευγενικά τη βοήθειά του .
Και σταμάτησε ! Και μου την έδωσε !
Απλόχερα και με το παραπάνω . Τον ευχαρίστησα .
Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης σε απόλυτη ισορροπία.
Το κείμενό σας είναι εξαιρετικό .
Σα να σταμάτησα στη μέση μιας διαδρομής και να ήπια δροσερό νεράκι από πέτρινη βρυσούλα χωμένη σε φυλωσιές .
Thanks …με τόνωσε
28 Νοεμβρίου 2006 στις 2:03 μμ
Miranta
κύριε nikoxy,
εγω αυτο το κείμενο το άκουσα πρώτη φορά να το διαβάζετε το Καλοκαίρι στη Σύρο. αν και εγω δεν ανήκω σε αυτή τη γενιά τη δική σας αφού το ’80 εγώ μόλις γεννιόμουν, αυτό το κείμενο έχει σταθεί στο μυαλό μου απο τότε που σας άκουσα να το διαβάζετε. στην αρχή ίσως τσατίστηκα λίγο χωρίς να ξέρω γιατί. μετά μου φάνηκε τρομαχτικό όπως αναφέρει εδώ και κάποιος άλλος. εν τέλει μου φαίνεται χειροπιαστό, πραγματικό. ισως μια σκέψη τόσο απλή αλλά και ταυτόχρονα τόσο αληθινή…
28 Νοεμβρίου 2006 στις 2:32 μμ
Spinoza
Αυτό το κείμενο το σκεφτόμουν και εγώ αυτές τις μέρες επειδή διάβασα το «Σουέλ» με την ήδη αμφισβητούμενη ηρωίδα Λίτσα Τσίχλη.
Το δίλημμα όμως δεν το έχω αντιμετωπίσει ποτέ. Δεν θα άλλαζα με τίποτε τα χρόνια που πέρασα σπουδάζοντας, εργαζόμενη μάλιστα, δεν αλλάζω την μικρή ικανοποίηση που ένιωσα βάζοντας την υπογραφή στο συμβόλαιο για το σπίτι που αγόρασα μετά από κάποια χρόνια σκληρότατης προσωπικής εργασίας και είμαι σίγουρη πως θα νιώσω την ίδια ικανοποίηση όταν καταφέρω να μετατρέψω το μικρό αχούρι που έχω σε ανώνυμη εταιρεία. Αν πάλι δεν τα καταφέρω, δεν χάλασε κι ο κόσμος.
Δεν νομίζω πως η χειραφέτηση μας στερεί την αγάπη. Πόσες δυστυχισμένες γυναίκες υπήρχαν παλιότερα που δεν είχαν και καμία δυνατότητα να εξέλθουν από ένα δυστυχισμένο γάμο γιατί δεν μπορούσαν να συντηρήσουν τον εαυτό τους και τα παιδιά τους;
Αντίθετα, αυτές που ευτυχούσαν και συνεχίζουν να ευτυχούν είναι όσες έχουν μια σεβαστή αυτοεκτίμηση, όσες γνωρίζουν πως αξίζουν ν’αγαπηθούν και δεν δέχονται να είναι στο περιθώριο της ζωής οποιουδήποτε ανθρώπου.
Οπότε ναι, όσο πιστεύεις ότι σου αξίζει να αγαπηθείς, θα βρίσκεται κάποιος να σε τυλίγει ως ζακετάκι με την αγάπη του και τη στοργή του.Είναι ζήτημα αυτοεκτίμησης και όχι χειραφέτησης.
Ευτυχώς στη ζωή, δεν υπάρχει μόνον ένας τέτοιος άνθρωπος ούτε για τους άντρες, ούτε για τις γυναίκες, υπάρχουν πολλοί που θα ερωτευτουμε και θ’αγαπήσουμε. Είτε στα ενδιάμεσα, είτε μέχρι να βρω όμως αυτόν που κάθε φορά μπορεί να μου δώσει αυτό που θέλω, δεν βρίσκω κακό το να μπορώ να περνώ καλά με τον εαυτό μου. Να μπορώ να τον φροντίζω και να τον κακομαθαίνω εγώ χωρίς να χρειάζεται να κρέμομαι από το μπράτσο ή το πορτοφόλι κανενός που δεν γουστάρω τρελά και παλαβά.
Μπορεί να περάσεις τη ζωή σου κοιτάζοντας τις γλάστρες της αυλής σου, περιμένοντας ένα Μήτσο Αυγουστή να φανεί άντρας και να επληρώσει τις υποσχέσεις του. Μπορείς όμως και να βγεις στην κοινωνία, να μορφωθείς, να διαβάσεις, να δημιουργήσεις, να γνωρίσεις και να ερωτευτείς αρκετούς άντρες, ν’αγαπήσεις και ν’αγαπηθείς με πάθος με ορισμένους από αυτούς, συνεχίζοντας όπως και οι άντρες συνάνθρωποι μια πορεία που δε δέχεται περιορισμούς, όρια και δεσμεύσεις κι ας είναι οι κυρούλες και οι υποτακτικές που γίνονται ηρωίδες σε μυθιστορήματα.
Πάντως αυτό το κείμενο αναδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο, χάρηκα που το έκανε bump η Μιράντα.
28 Νοεμβρίου 2006 στις 4:56 μμ
Miranta
>> δεν βρίσκω κακό το να μπορώ να περνώ καλά με τον εαυτό μου
σιγουρα δεν ειναι κακό αυτό και σίγουρα δεν έχεις άδικο, όμως αναρωτιέμαι αν καμιά φορά κανείς παρασύρεται και φυλακίζεται μέσα σε αυτη την κατάσταση που εσύ ονομάζεις ενδιάμεση και δε συνειδητοποιεί τι άλλο μπορεί να υπάρξει αν δει λίγο πιο έξω απ’αυτήν…
είναι κρίμα να είναι κανείς τόσο νέος αλλά και τόσο φοβισμένος. μου θυμίζει μια ατάκα του παππού Αλεξανδράκη σε παλιότερη σειρα Παπακαλιάτη που έχει παίξει κατ’επανάληψην στην τηλεόραση: «είστε τόσο νέοι και όμως τόσο δυσκίνητοι». Και το ακόμα πιο τραγικό είναι οτι ερμηνεύουμε αυτή τη «δυσκινησία» σαν «ευκινησία».
δεν ξέρω αν φταίνε οι γυναίκες γενικά ή αυτές οι κυρούλες,εξαρτημένες και υποτακτικές που γίνονται ηρωίδες σε μυθιστορήματα, ταινίες και σίριαλ, πάντως οι άντρες είναι σίγουρα φοβισμένοι.νομιζω.
28 Νοεμβρίου 2006 στις 5:04 μμ
Spinoza
Χαίρομαι που δεν βρίσκετε τις απόψεις μου κακές και που μου επιτρέπετε να τις έχω. Κάτι είναι κι αυτό. Από τις δυο μας, η τόσο νέα είστε εσείς, όσο και η φοβισμένη κατά δήλωσίν σας τουλάχιστον, στο προγούμενό σας σχόλιο. :-)
Απομονώσατε μια φράση,η οποία επεξηγείται καλά στην παράγραφο που ακολουθεί και δεν γίνεται να παρερμηνευθεί, για να μου κάνετε μια ανάλυση στο στυλ Cosmopolitan σελίδα 32 για να τελειώσετε μ’ενα κλισέ περί φοβισμένων ανδρών.
Μην το επιχειρήσετε αυτό ξανά απευθυνόμενη σε μένα τουλάχιστον γιατί όλο και κάποιο σήριαλ θα καταφέρω να σας θυμίσω με τον τρόπο που θα σας απαντήσω αν θα σας απαντήσω βέβαια γιατί κάτι τέτοιες ανοησίες και ντε μεκ κοριτσίστικες αφέλειες, στην πραγματικότητα πρέπει κανείς να τις αγνοεί.
28 Νοεμβρίου 2006 στις 5:57 μμ
Miranta
Κριμα που αυτο που εγραψα εγινε κατανοητο με αυτον τον τροπο
δεν πειραζει ομως, κραταω την κοριτσίστικη αφέλεια και ελπίζω να μεγαλώσω και να μάθω :-)
29 Νοεμβρίου 2006 στις 5:19 μμ
Volver
@miranta
μου θυμίσατε τη Σύλβια Πλάθ, μην αφήσετε τίποτα να χαθεί μεγαλώνοντας…
«brave love, dream
not of staunching such strict flame, but come,
lean to my wound; burn on, burn on»
(Sylvia Plath, Firesong)
13 Ιανουαρίου 2007 στις 7:37 μμ
aimilia
Είναι καλοκαίρι του 1991 η 1992 στη Σόφια της Βουλγαρίας όπου έχουμε κάνει στάση με όλο το γκρουπ…
Ξεκόβουμε με τη φίλη συνταξιδιώτισα από τους πολλούς και με τη συντροφιά 2 κυρίων ( ο συνοδός που μου έλαχε νεότερός μου και πολύ ευγενής όπως αποδείχθηκε ) κατευθυνόμαστε σε κεντρικό χοτέλ (μπουζουκομάγαζο με ελληνικά στο υπόγειο!!!)…
Ωραία ατμόσφαιρα, κέφι,ερωτιμός , αλλά αφόρητος κλιματισμός και δεν είχα προβλέψει να εφοδιασθώ με ζακετάκι!!…όταν ο νεαρός κύριος αντιλήφθηκε ότι δυσανασχετούσα έβγαλε απλά το σακκάκι του και μου το πέρασε στους ώμους!!!…πραγματικός τζέντλεμαν!!…ακόμα το θυμάμαι με συγκίνηση!…
νάναι καλά και μάλλον τυχερή αυτή που τον έχει….
30 Μαρτίου 2008 στις 11:10 μμ
Το μέσα σκοτάδι « Shine on, you crazy diamond!
[…] πολλά πράγματα. Έφτανε μόνο ν’ ανεμίσει εκείνο το ζακετάκι για να σκορπίσει το σκοτάδι. Να το ανεμίσει, να το […]
5 Απριλίου 2010 στις 9:44 πμ
MEN 24 - Κ.Κ.Μοίρης » eat life
[…] (μια αιρετικά ορθόδοξη άλλη -ίδια- όψη εδώ) […]
11 Μαΐου 2011 στις 6:37 μμ
Το μέσα σκοτάδι « Νίνα Κουλετάκη
[…] πολλά πράγματα.Έφτανε μόνο ν’ ανεμίσει εκείνο το ζακετάκι για να σκορπίσει το σκοτάδι.Να το ανεμίσει, να το […]
17 Μαΐου 2011 στις 10:12 πμ
Το μέσα σκοτάδι « Νίνα Κουλετάκη
[…] πολλά πράγματα. Έφτανε μόνο ν’ ανεμίσει εκείνο το ζακετάκι για να σκορπίσει το σκοτάδι. Να το ανεμίσει, να το […]