You are currently browsing the tag archive for the ‘Χρυσή Αυγή’ tag.

Προτού βρεθεί η δημοκρατία πνιγμένη μέσα σε δύσοσμα βίντεο, ας θυμηθούμε τους πολιτικούς χειρισμούς και το σκεπτικό που αναπτύχθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα, από την απειλητική ανάδυση της Χρυσής Αυγής έως τη σοκαριστική βίντεο υποκλοπή. Σε μια πρώτη φάση, οι τραμπουκισμοί, φραστικοί και σωματικοί, μελών ή και βουλευτών της Χ.Α. συνάντησαν τη χλιαρή υποδοχή ή και την ανοχή της πολιτείας και μεγάλου μέρους των πολιτικών δυνάμεων. Δεν υπήρξε ούτε ολομέτωπη πολιτική αποδοκιμασία ούτε άμεση δίωξη για τα μικρά πλην φανερά αδικήματα.

Ακολούθησε η θεωρία των δύο άκρων, σύμφωνα με την οποία η βία είναι μία, ομοούσιος και αδιαίρετος, και προέρχεται αδιακρίτως από τα αυθαιρέτως οριζόμενα άκρα. Στη συγκεκριμένη περίοδο επιχειρήθηκε ακόμη και λεκτική ταύτιση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με παρακρατικούς και πρώην καταδίκους. Ενδεχομένως να προεβλέπετο μια κατάσταση συγκρούσεων μεταξύ της ποικίλης Αριστεράς και των νεοναζί. Αυτό δεν συνέβη. Ισως διότι ακόμη και η εκ φύσεως βίαιη Χ.Α. διείδε μεγαλύτερα οφέλη στη συστημικότητα την οποία κατήγγειλε. Εν τω μεταξύ, η ανοχή των διωκτικών αρχών έναντι άνομων πράξεων της Χ.Α. συνεχιζόταν.

Ο εν ψυχρώ φόνος του Παύλου Φύσσα από χρυσαυγίτη ανέτρεψε την εύθραυστη ισορροπία. Η πολιτεία κινήθηκε εναντίον της Χ.Α. με ταχύτητα και σφοδρότητα. Κατηγορούμενη για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης σχεδόν όλη η ηγεσία της Χ.Α. βρέθηκε προφυλακισμένη και εκτός Βουλής. Το νεοναζιστικό μόρφωμα ριζοτομήθηκε με ποινικά μέτρα, αλλά όχι ακόμη με πολιτικά μέσα.

Εδώ εντοπίζεται η αδυναμία: η μη πολιτική απάντηση σε ένα κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο. Δεν κατανοήθηκαν τα αίτια που οδηγούν στην αποδοχή της νεοναζιστικής βαναυσότητας από μερίδα του ελληνικού λαού. Δεν κατανοούνται οι συμπεριφορές μιας κοινωνίας πληγωμένης, σε κρίση, μιας κοινωνίας που δέχεται και που παράγει κρίση. Κι όταν αδυνατείς ή δεν επιθυμείς να κατανοήσεις την κοινωνία, δεν μπορείς να παράγεις πολιτική.

Από προχθές η Ελληνική Δημοκρατία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα βίντεο κακής ποιότητας. Τα όσα λέγονται στην υποκλαπείσα συνομιλία Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, με τον τρόπο και στο περιβάλλον όπου λέγονται, δεν αφορούν προφανώς μόνον τους συνομιλητές ούτε καν μόνο τους αναφερόμενους. Στο βίντεο διασύρονται η υπαρκτή δημοκρατία και οι θεσμοί της.

Οι λέξεις, οι εκφράσεις, οι χειρονομίες, το όλο πνεύμα προσέγγισης κορυφαίων θεσμικών προσώπων δείχνει την πολιτική λειτουργία σαν διαρκή συναλλαγή εν κρυπτεία, σαν αλυσίδα συνωμοσιών, στην καλύτερη περίπτωση σαν αδιάκοπους τακτικούς ελιγμούς σύμφωνα με ένα δόγμα: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Ποιος είναι ο σκοπός; Οι ψήφοι των αγανακτισμένων, παρασυρθέντων, ακροδεξιών που μετανάστευσαν στη Χρυσή Αυγή – η προφανέστερη εκδοχή. Ας πάμε βαθύτερα: Η εξουσία. Η νομή της εξουσίας, παντί τρόπω, ακόμη και με τίμημα την αλλοίωση της δημοκρατικής ουσίας του κράτους.

Το βίντεο δεν είναι η επιτομή της λεκτικής χυδαιότητας μόνο, είναι και επιτομή του πιο ωμού αμοραλισμού, μια βαλκανομαφιόζικη εκδοχή μακιαβελισμού. Η πολιτική στον κοινοβουλευτισμό διεξάγεται με όρους ιδιοτελούς συμφέροντος, εντοπιότητας, μικρονιτερέσου, θρησκευτικής συνάφειας και συνωμοσιολογίας. Η κατασκευή και δημοσιοποίηση του βίντεο δείχνει, επιπλέον, ότι η πολιτική είναι συνωμοσία, εκβιασμός, εκδίκηση, ολοσχερής εξόντωση του αντιπάλου, είναι μια εκδήλωση ριζικού κακού.

Λέμε συχνά, στερεοτυπικά, ότι η ζωή αντιγράφει την τέχνη. Μερικοί είπαν ήδη ότι το βίντεο θύμιζε σαν κακέκτυπο το πολιτικό σίριαλ «House of cards». Αλλά ποιος είναι εδώ ο Φρανκ Αντεργουντ, ο βουλευτής που στρώνει με αίμα τον δρόμο προς την κορυφή; Κανείς.

Εδώ μόνο το αίμα της δημοκρατίας μένει χυμένο, σκόρπιο, σπαταλημένο. Εδώ, η ζωή αντιγράφει με τον πιο σαρδόνιο τρόπο τις κακότεχνες μυθοπλασίες του και λογοτέχνη Κασιδιάρη, την κακορίζικη αλαζονεία του κάθε ακροδεξιού, την οίηση και την ατιμωρησία ουτιδανών και τυχάρπαστων.

Αφεύκτως, η μνήμη ανασύρει μια ηχογράφηση από το παρελθόν: την υποκλαπείσα συνδιάλεξη των Μένιου Κουτσόγιωργα και Σταύρου Ψυχάρη, η οποία μετεδίδετο από τα ραδιόφωνα την εποχή του σκανδάλου Κοσκωτά. Ηταν σοκ, το ισχυρότερο σοκ που θυμάμαι από εκείνη την ταραγμένη εποχή, ακριβώς διότι η φόρμα συναρτάτο αδιάσπαστα με το περιεχόμενο: ο τότε απειλούμενος υπουργός εν τη απογνώσει του να σώσει τον ραγισμένο θρόνο του, εκφραζόταν με την ίδια ωμή χυδαιότητα που ακούσαμε από το δίδυμο Μπαλτάκου-Κασιδιάρη.

Μερικούς μήνες αργότερα, ο Κουτσόγιωργας έπεφτε ξέπνοος σαν δέντρο μες στο Ειδικό Δικαστήριο: «Δεν δύναμαι, κύριε πρόεδρε…» Σαν ομηρική αναπαράσταση Νεμέσεως.

Η άρση της ασυλίας όλων των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, εφόσον δίνει δεκτό το δικαστικό αίτημα, οδηγεί σε καινοφανή διλήμματα την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Προέχει βεβαίως η θεμελίωση της κατηγορίας για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και τέλεση εγκληματικών πράξεων, που δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται και πάντως θα απαιτήσει χρόνο. Εν πάση περιπτώσει η Δικαιοσύνη καλείται να τεκμηριώσει αν οι κατηγορούμενοι ετέλεσαν εγκληματικές πράξεις και όχι αν οι ιδέες τους, τα σύμβολά τους, τα παραληρήματά τους είναι εγκληματικά και αξιόποινα· η δίκη ιδεών και προθέσεων δεν αρμόζει σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, όσο αποκρουστικές κι αν είναι. Οι ιδέες αντιμετωπίζονται με ιδέες, η πολιτική κακία με πολιτική αρετή. Τα εγκλήματα αντιμετωπίζονται με τον πέλεκυ του νόμου.

Αν η απάντηση στο νεοναζιστικό φαινόμενο εξαντληθεί στην κατασταλτική αντιμετώπιση, χωρίς να ηττηθεί πολιτικά η Χρυσή Αυγή, ενδέχεται να προκύψουν δυσάρεστες περιπλοκές. Λ.χ., να καταγραφούν υψηλά εκλογικά σκορ υπέρ φυλακισμένων υποψηφίων· να ηρωοποιηθούν πολιτικά, άτομα που πράγματι έχουν εμπλακεί σε αξιόποινες πράξεις· να προκληθούν δυσλειτουργίες στην κοινοβουλευτική λειτουργία, τραυματίζοντας περαιτέρω το κύρος των θεσμών.

Οι βεβιασμένες, μετά μακρά ολιγωρία, διώξεις της Χρυσής Αυγής, δια της ετερογονίας των σκοπών, ενδέχεται να καταστήσουν επικίνδυνα γενικευμένο δόγμα το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και να αποβούν επιβλαβείς για την ακεραιότητα της δημοκρατίας. Η συντριπτική πλειονότης των Ελλήνων πολιτών αισθάνεται αποστροφή για το φυλετικό μίσος και την πνευματική βαναυσότητα των θρασύδειλων νεοναζιστών, εντούτοις τα αισθήματα αυτά και τα οποιαδήποτε προσωρινά πολιτικά οφέλη δεν πρέπει να υποκαταστήσουν την πολιτική φρόνηση, τη συνταγματική τάξη, τις δικαιικές αρχές και τον ηθικό πυρήνα της δημοκρατίας. Δημοκρατικοί διώκτες και νεοναζιστές διωκόμενοι δεν συμμερίζονται το ίδιο αξιακό σύστημα. Εν εναντία περιπτώσει, τα πρόσκαιρα τακτικά οφέλη θα είναι μηδαμινά μπρος στις μεσοπρόθεσμες απώλειες.

H διπλή δολοφονία στο Νέο Ηράκλειο επιβαρύνει με φόβο, μεγάλο φόβο, έναν λαό ήδη φοβισμένο και κουρασμένο. Είναι πράξη τρομοκρατική, με την πλήρη σημασία της λέξης, και είναι πράξη χαοτική. Δεν αξίζει καν να υπεισέλθουμε στα πραγματολογικά στοιχεία του ειδεχθούς εγκλήματος, αρκεί μόνο μία λεπτομέρεια: ο δολοφόνος έπληξε τρείς ανθρώπους με 13 βολές σε 7 δευτερόλεπτα. Είναι προφάνες ότι ήταν εκπαιδευμένος και αποφασισμένος να προκαλέσει όσο το δυνατόν περισσότερες απώλειες, να στείλει ένα μήνυμα απόλυτου εκφοβισμού.

Είναι επίσης προφανές ότι οι 13 σφαίρες όχι μόνο αφαίρεσαν ακαριαία δύο ζωές, αλλά πλήττουν σοβαρά το συλλογικό αίσθημα ασφάλειας για την ίδια τη ζωή, το υπέρτατο αγαθό. Στην διάρκεια της ήδη πολύχρονης κρίσης, οι Ελληνες αναγκαστικά επανεκτιμούν αξίες, αγαθά, συνήθειες, συμπεριφορές. Δεν μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον, έχουν χάσει τις βεβαιότητες και τις ρουτίνες. Δεν έχουν αναγκαστεί όμως να επανεκτιμήσουν την αξία της ζωής· αυτή είναι αδιαπράγματευτη. Η ψυχρή μανία της διπλής εκτέλεσης μάς αναγκάζει πλέον να σκεφτούμε και αυτό: σήμερα, το 2013, στην ανεπτυγμένη και δημοκρατική Ελλάδα, η ανθρώπινη ζωή απαξιώνεται έως εκμηδενισμού, έως εξόντωσης.

Δεν γνωρίζουμε προς το παρόν την ταυτότητα και τα κίνητρα των δραστών. Γνωρίζουμε όμως τα άμεσα αποτελέσματα του εγκλήματός τους: τρομοκράτηση των πάντων, μαζικώς και αδιακρίτως, το πρώτο. Δεύτερον, προσφορά αίματος μαρτύρων σε έναν πολιτικό σχηματισμό ο οποίος διώκεται ως εγκληματική οργάνωση, και οι ηγέτες του οποίου συχνά επικαλέστηκαν τη βία ως πρακτική, διαρκώς ρητορεύοντας για αίμα, τιμή και ακονισμένες ξιφολόγχες. Τρίτον, διάχυση μιας τοξικής ατμόσφαιρας εμφύλιας σύγκρουσης και παραστρατιωτικής βίας.

Και μόνο συνεκτιμώντας τις προειρηθείσες επιδράσεις στο συλλογικό θυμικό, η διπλή δολοφονία έχει πολιτική στόχευση. Χωρίς κανένα απολύτως ιδεολογικό άλλοθι, ούτε καν μηδενιστικό. Είναι ψυχρά υπολογισμένο έγκλημα, με σκοπό το χάος.

Η τρομοκρατική δράση των τελευταίων ετών ήταν χαμηλής ή μεσαίας έντασης· καμία εκ των γνωστών οργανώσεων δεν είχε την επιχειρησιακή επάρκεια που επέδειξαν οι άγνωστοι εκτελεστές του Νέου Ηρακλείου. Μόνο η μυστηριώδης Σέχτα εκτέλεσε εν ψυχρώ δύο ανθρώπους, ωστόσο σε συνθήκες πολύ ευκολότερες· μόνο αυτή η οργάνωση-φάντασμα έχει επιδείξει τέτοια ψυχική σκληρότητα, αλλά όχι ανάλογη επιχειρησιακή ικανότητα.

Αρα το ερώτημα πρέπει να διατυπωθεί διαφορετικά: Ποιος ωφελείται; Κανείς. Ούτε καν η Χρυσή Αυγή. Η μαρτυρολογία δεν θα είναι ικανή να ανασχέσει τον φόβο των απλών μελών τους ότι αποτελούν ζωντανούς στόχους για «επαγγελματίες» εκτελεστές. Ποιος ζημιώνεται; Οι πάντες.

Ποιος θα επιθυμούσε την κατατρομοκράτηση των πάντων; Και για ποιο σκοπό; Αυτό είναι το ζωτικό πολιτικό ερώτημα που μάς θέτει το στυγερό έγκλημα. Δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε, μεταξύ άλλων, το ενδεχόμενο να υπάρχει εν εξελίξει κάποιο σχέδιο αποσταθεροποίησης. Ευτυχώς όλοι, πολιτικές δυνάμεις και πολίτες, αντελήφθησαν αυθωρεί την απειλή, και συσπειρώνονται επί ενός ελαχίστου κοινού παρονομαστού: Ο φόβος πρέπει να κατανικηθεί πρώτος. Διότι ο φόβος πνίγει την ελευθερία. Η αποτίναξη του φόβου είναι η λυσιτελέστερη πρώτη απάντηση στις σφαίρες των τρομοκρατών.

Η παρόξυνση της δράσης της Χρυσής Αυγής τις περασμένες εβδομάδες, και η επιχείρηση εξάρθρωσης του εγκληματικού της πυρήνα, είναι το δεύτερο «ατύχημα» που δοκιμάζει τις αντοχές του πολιτικού συστήματος, μετά το καλοκαιρινό «ατύχημα» της ΕΡΤ. Είναι γενετικά διαφορετικά γεγονότα, αλλά και τα δύο ήταν απρόβλεπτα και έδρασαν, δρουν ακόμη, σαν παράδοξοι ελκυστές επί ενός συστήματος εξόχως ασταθούς και εύθραυστου.

Ιδιαίτερα ο φόνος του Παύλου Φύσσα σημασιοδοτήθηκε διεθνώς, από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ως σημείο μηδέν, ως κόκκινη γραμμή, για τις εξελίξεις στην ασταθή Ελλάδα. Η ξεχωριστή σημασία δόθηκε όχι μόνο από τον διεθνή τύπο, αλλά και με σκληρές δηλώσεις από επίσημα χείλη και με κυβερνητικά διαβήματα. Αίφνης, η Ελλάδα, εκτός από πτωχευμένη, κινδύνευε να χαρακτηριστεί και νεοναζιστικός παρίας. Αλλά και στο εσωτερικό, μετά τον πρωτοφανώς δημόσιο φόνο στο Κερατσίνι, το κλίμα μετετράπη άρδην. Η δημοκρατική κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται ότι η απάντηση στις εγκληματικές ροπές των νεοναζιστών πρέπει να είναι και πολιτική, εκτός από δικαστική. Πολύ περισσότερο που ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος του πληθυσμού, στις δημοσκοπικές καταγραφές, δεν πιστεύει ότι η ΧΑ είναι εγκληματική οργάνωση.

Οι εξελίξεις άρα, εκτός και εντός συνόρων, αναγκάζουν την κυβέρνηση να κινηθεί δυναμικά, και ίσως βιαστικά, κατά του εγκληματικού πυρήνα των νεοναζιστών. Οι κινήσεις προς το παρόν διεξάγονται στο πεδίο των αστυνομικών ερευνών και κυρίως στο πεδίο της Δικαιοσύνης. Πρόκειται για επιχειρησιακή αντιμετώπιση των έκνομων δράσεων, από τους μηχανισμούς ασφαλείας και πληροφοριών. Οι πολιτικές απαντήσεις επί της ουσίας παραμένουν υποτονικές. Η θεωρία των δύο άκρων εξακολουθεί να υποστηρίζεται, παρότι τώρα οι συνετότεροι ορθώς εξαιρούν την αξιωματική αντιπολίτευση από το αριστερό άκρο. Είναι φανερό όμως ότι το πολιτικό σύστημα ισορροπεί ασταθώς· η μακρά οικονομική και κοινωνική κρίση έχει οδηγήσει σε κρίση ηγεμονίας και σε κρίση νομιμοποίησης, με ορατό αποτέλεσμα ένα λανθάνον κενό εξουσίας. Η σύλληψη, λ.χ., των ηγετών της ΧΑ συνέβη μόνο μετά την προηγηθείσα απομάκρυνση εννέα ανώτατων αξιωματούχων της ΕΛΑΣ και της ΕΥΠ. Αυτό το ορατό κενό, αυτή η διάχυτη αίσθηση ότι υπάρχουν εν δράσει αυτονομημένοι θύλακες, μη υπηρετούντες το κράτος, προκαλεί επιπλέον ανασφάλεια στον ήδη φοβισμένο και ταλαιπωρημένο υλικά πολίτη.

Η μακρά και επώδυνη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που άρχισε την άνοιξη του 2010, θα συνεχιστεί. Η κρίση ηγεμονίας εντός της συντηρητικής παρατάξεως αλλά και εντός της καθόλου ηγεσίας της χώρας, το κατεστραμμένο κέντρο, η στρατηγική αμηχανία της παλαιάς κεντροαριστεράς, τα δυσβάστακτα φορτία για την καινοφανή αριστερά, ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, όλα οδηγούν αφεύκτως προς ένα σημείο θραύσεως, ένα σημείο υπερθέρμανσης. Ενα ρήγμα. Και προς την ποθητή επανεκκίνηση: με πόνο και ιδρώτα, με ρήξεις και τομές, με μεταρρυθμίσεις βαθιές, ουσιαστικές, άλλες από αυτές που επιβάλλει η τρόικα. «Δεν θα ξεφύγουμε από την παγίδα μιας μακρόχρονης τελμάτωσης χωρίς πατροκτονία», λέει ο μετριοπαθής σοσιαλδημοκράτης Τάσος Γιαννίτσης στο τελευταίο του βιβλίο. Αυτή την πατροκτονία αφουγκράζεται τώρα το παλαιό νοσογόνο σύστημα της διαπλοκής και του παρασιτισμού, αυτήν που υποσχέθηκε βαυκαλιστικά η ανταγωνιστική και εν μέρει αυτονομημένη ακροδεξιά. Αφουγκραζόμαστε.

Οι δαίμονες καιροφυλακτούν. Οι διώξεις κατά των χρυσαυγιτών, που άρχισαν το περασμένο Σάββατο, άλλαξαν προσώρας το πολιτικό κλίμα, αλλά το ξερίζωμα του νεοναζισμού δεν είναι τόσο απλό, υπό τις παρούσες συνθήκες, και σίγουρα δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κατασταλτικές ενέργειες και δικαστικές διώξεις. Η λυσιτελής δράση του κράτους δικαίου ασφαλώς επιβάλλεται και σε κάθε περίπτωση αποτελεί προϋπόθεση. Αλλά οι μακροπρόθεσμες απαντήσεις δεν μπορούν να είναι μόνο στο πεδίο των θεσμών, πρέπει να εκτείνονται διαρκώς και στο πολιτικό, πνευματικό και ηθικό πεδίο.

Η ενδιάθετη ροπή κάθε ναζιστικού μορφώματος είναι η ομογενοποίηση του πλήθους με το αίμα και τον μύθο, και η επιβολή του δια του τρόμου και της βίας. Το αίμα και ο μύθος προσφέρουν μια φαντασιακή ταυτότητα σε ανθρώπους που έχουν χάσει την πίστη τους στη δημοκρατία και στο καθόλου πολιτικό, που αισθάνονται ριγμένοι στις εσχατιές ή και εκτός κοινωνίας, υλικά, οικονομικά, ψυχικά. Η βία, ωμή και διάχυτη, η βαναυσότητα ως διαρκής συμπεριφορά, η αίσθηση του θηρευτή μέσω αγέλης ομοίων, η κατίσχυση επί αδυνάτων, όλα τούτα προβάλλονται επίσης αισθητικοποιημένα και διεσταλμένα, σαγηνευτικά. Απενοχοποιητικά. Προσφέρουν συγκολλητική ύλη για ταύτιση και ενσωμάτωση στην αγέλη του αίματος και της ωμότητας.

Η είσοδος της ΧΑ στο πολιτικό μέινστρημ και στη σκηνή των μήντια έγινε με αυτά ακριβώς τα στοιχεία. Με ένα θέαμα βίας. Με τη βία ως θέαμα. Με χαστούκια, αντισυστημικές βλαστήμιες, στολές και άρβυλα, με υλακές για ξιφολόγχες, με τατουάζ σε μυώνες φουσκωμένους από αναβολικά, με αναγωγή του μπράβου-φουσκωτού-τραμπούκου σε role model για το λάιφστάιλ της κρίσης. Και μόνη η παρατήρηση των σωματότυπων, των ενδυματολογικών σημάνσεων και των συμπεριφορών προσφέρει ευχερή οδό για την κατανόηση του στερεοτυπικού, θραυσματικού, συχνά προγλωσσικού, πλην τυπικά νεοναζιστικού λόγου τους, γεμάτου εθνοφυλετικό μίσος. Συν τα κάπως πιο εντόπια, επειδή ευκόλως αναγνωρίσιμα, χαρακτηριστικά του τσαμπουκά, του αλητόμαγκα, του μισογύνη, του θρασύδειλου, του αγελαίου παρακρατικού, του μεροκαματιάρη της βίας στα πεζοδρόμια και τις γειτονιές. Οι χρυσαυγίτικοι πυρήνες στήθηκαν με πρότυπα τη μαφιόζικη φαμίλια, ως προς τη νομή της λείας και του πλιάτσικου, και τα τάγματα εφόδου για άντληση μυθικής καταγωγής. Ελάχιστοι, πλην του μεσήλικος φυρερίσκου, φαίνεται να γνωρίζουν κάτι περισσότερο για τους γερμανοντυμένους της κατοχής, ως δεξαμενή εγχώριας παράδοσης.

Στον ηγετικό πυρήνα της ΧΑ είναι εύκολο να διακρίνουμε τους «μορφωμένους» από τους επιχειρησιακούς φουσκωτούς. Δύο ή τρεις το πολύ είναι σε θέση να εκφέρουν στοιχειωδώς οργανωμένο λόγο, ακόμη και με τα στερεοτυπικά παραμιλητά της συνωμοσιολογίας και των αρνήσεων της ιστορίας. Σύμφωνα με μαρτυρία, «ιδεολογικό μάθημα» στον πυρήνα Νίκαιας έκανε έφηβος μαθητής Λυκείου· σε άλλη καταγραφή, μπερδεύουν τον μαίανδρο με τη σβάστικα κ.ο.κ. Σε σημείο, που να αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να καταφέρει αυτή η πρώην αντεργκράουντ συμμορία αν διέθετε κάποιους μορφωμένους ρήτορες.

Φαίνεται όμως ότι για την άνοδό τους τον πρώτο ρόλο δεν έπαιξαν τα λόγια, αλλά οι εικόνες των φουσκωτών, των μπράβων με τα ξυρισμένα κρανία και τα αξύριστα μούτρα, τα τατουάζ, τις στολές παραλλαγής, τα στιλέτα και τις σιδερογροθιές. Αυτοί επιβάλλουν την τάξη του αίματος, αυτοί μοιράζουν μεροκάματα και χαρτζιλίκια, δουλίτσες, αυτοί φρονηματίζουν τους διστακτικούς και τους λιπόψυχους. Κι αυτοί ενσαρκώνουν τη φετιχιστική λατρεία της ωμής δύναμης, της στολής, του όπλου. Η βία τους απελεύθερωσε τη μόλις κρυμμένη βαναυσότητα του καφενόβιου περιθωριακού, του περιστασιακού προστάτη, του λούζερ ντεθμεταλά. Και απενοχοποίησε τη λανθάνουσα βαναυσότητα του κατεστραμμένου από την κρίση λαϊκού ανθρώπου, του ανεπανόρθωτα ξεπεσμένου μικροαστού, που είδαν τις ζωές τους μέσα σε ελάχιστα χρόνια να κυλιούνται στην ασημαντότητα, στα ανθρώπινα αναλώσιμα, στη σιωπή.

Δεν υπάρχει γονίδιο ναζιστή. Υπάρχει όμως ένα θέαμα βίας, μια υπόσχεση ωμής δύναμης και ταύτισης μέσω υποταγής, τέτοια που να μπορεί να εκληφθεί ως φαντασιακή διέξοδος από τον αδύναμο, τον κατεστραμμένο, τον απελπισμένο, αυτόν που χάνει την πίστη του στη δικαιοσύνη, την ισότητα και τη μέριμνα της δημοκρατίας. Ας το δούμε κατάματα. Τα φτυσίματα κόμπρας και το «τσοντοκάναλα» των πρωτοπαλίκαρων συνδέονται αφεύκτως με τα μπουνίδια και τα μαχαιρώματα στα σκοτεινά των συνοικιών: αυτό είναι το discours της ΧΑ. Και έχει απήχηση σε ένα μη αμελητέο μέρος πληθυσμού στην Ελληνική Δημοκρατία.

Η χιονοστιβάδα αποκαλύψεων περί την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής δεν περιέχει πολλά νέα. Τα περισσότερα ήσαν γνωστά από καιρό, δημοσιευμένα εδώ και στο εξωτερικό. Η Συνήγορος του Πολίτη παρέδωσε προχθές στον Πρόεδρο της Βουλής έκθεση με 281 διασταυρωμένα περιστατικά ρατσιστικών επιθέσεων εντός 16 μηνών, από τον Ιανουάριο 2012 έως τον Απρίλιο 2013. Το ανησυχητικό είναι ότι στο ίδιο διάστημα η Αστυνομία είχε καταγράψει μόλις 84 περιστατικά. Και το ακόμη πιο ανησυχητικό είναι η ολιγωρία και η αδράνεια, αν όχι η ανοχή και η ενθάρρυνση, μέρους των διωκτικών αρχών απέναντι στις εγκληματικές πράξεις νεοναζιστών.

Το κύμα απομακρύνσεων αξιωματικών και ερευνών σε υπηρεσίες που εξαπέλυσε ο υπουργός Ν. Δένδιας καταδεικνύει ακριβώς το βάθος του ριζώματος και την έκταση της διαπλοκής μεταξύ του νεοναζιστικού μορφώματος και ουκ ολίγων κρατικών λειτουργών.

Πρώτο ερώτημα: Πόσο βαθιά θα φτάσει η έρευνα και η κάθαρση; Θα αποκαλυφθούν και κολασθούν όλες οι έκνομες σχέσεις θυλάκων βαθέος κράτους με νεοναζί; Θα εντοπιστούν οι σχέσεις των νεοναζί με το οργανωμένο έγκλημα, όπως έχουν καταγραφεί στο δικαστικό ρεπορτάζ ήδη από το 2009-10, ταυτόχρονα σχεδόν με την εμφάνιση των «αγανακτισμένων κατοίκων» στον Αγιο Παντελεήμονα, λίγο πριν αναρριχηθούν ως Ελληνική Αυγή στον Δήμο Αθηναίων;

Δεύτερο ερώτημα: Θα εντοπισθούν τα ίχνη του χρήματος από και προς το νεοναζιστικό μόρφωμα; Σε κάθε εγκληματική οργάνωση το κομβικό σημείο είναι το χρήμα και η κυκλοφορία του με δοσίματα και αναθέσεις. Πώς χρηματοδοτήθηκαν τόσα γραφεία, εξαρτύσεις, εξοπλισμός; Οι ελληνικές αρχές, διωκτικές, δικαστικές, οικονομικές, έχουν αποδείξει στο πρόσφατο παρελθόν ότι μπορούν να είναι αποτελεσματικές, εφόσον υπάρχει η εκφρασμένη και διαρκής βούληση της πολιτικής ηγεσίας, αφενός, και εφόσον των ερευνών ηγούνται έντιμοι και αφοσιωμένοι λειτουργοί, αφετέρου, πράγμα που εξαρτάται και πάλι από την πολιτική ηγεσία. Οπως και να το δει κανείς, η εξάρθρωση των ταγμάτων εφόδου είναι ζήτημα πολιτικό.

Χρειάστηκε, δυστυχώς, το αίμα ενός αθώου για να αφυπνισθούν η πολιτεία και η κοινή γνώμη, για να αντιληφθούμε ότι ο κίνδυνος εκφασισμού του δημόσιου βίου είναι υπαρκτός και σοβαρός. Αφυπνισθήκαμε όμως; Και αν ναι, η αφύπνιση θα οδηγήσει σε αποτελεσματικό χειρισμό του κινδύνου;

Η αντιμετώπιση του νεοναζιστικού φαινομένου δεν μπορεί να είναι μονομερώς ποινική ή πολιτική. Απαιτούνται και οι δύο απαντήσεις συγχρόνως και συμπληρωματικά: Οι εγκληματικές πράξεις αντιμετωπίζονται ως τέτοιες, βάσει των υπαρχόντων νόμων, και οι ιδέες, όσες και όπως υπάρχουν, αντιμετωπίζονται πολιτικά, με ιδέες και επιχειρήματα, με αποκάλυψη των ψεμάτων, με αντιπαράθεση των ευγενέστερων ιδεών της δημοκρατίας.

Οι προς αντιμετώπιση ιδέες μπορεί να είναι ιδέες μίσους, θανατολατρίας, τυραννίας, δεν παύουν όμως να είναι ιδέες, και σαν τέτοιες πρέπει να απαντιούνται, με ιδέες. Οχι με προληπτικές απαγορεύσεις, με δίκες προθέσεων, όχι με τα όπλα του τυραννικού και ολοκληρωτικού αντιπάλου, διότι τότε θα είσαι ίδιος με τον σκοτεινό αντίπαλο, δεν θα είσαι ο εαυτός σου. Νόμοι υπάρχουν αρκετοί.

Αλλωστε, η ίδια η συνεπής εφαρμογή των νόμων, προκειμένου να προσδιοριστούν και να τιμωρηθούν οι εγκληματικές πράξεις, είναι έργο διδακτικό, με ιδεολογική σημασία και πολιτικό αποτέλεσμα. Οταν οι εθνοκάπηλοι καταδεικνύονται ως ιδιοτελείς εγκληματίες, με ταπεινά ελατήρια και μεθόδους εκτός δικαιικού πολιτισμού, το συμπέρασμα απομένει στη νοημοσύνη και την ηθική του λαού, του κρίνοντος και εντέλει κυρίαρχου υποκειμένου στη δημοκρατία.

Με αυτές τις σκέψεις οδηγούμαστε σε έναν άλλο προβληματισμό. Είναι ουδέτερο το κράτος; Είναι απλώς ένας ουδέτερος μεσολαβητής μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων; Ή είναι εγγυητής δημοκρατικών ελευθεριών, ισότητας και δικαιωμάτων; Για τη λυσιτελή αντιμετώπιση των εχθρών της δημοκρατίας, θεσμική και πολιτική, μάς ενδιαφέρει το δημοκρατικό κράτος, ο εγγυητής των ελευθεριών. Ο οπαδός του ολοκληρωτισμού και αρνητής της δημοκρατίας προφανώς υποστηρίζει ένα κράτος που εφαρμόζει μονολιθικά το δίκαιο του ισχυρού, τη μία αλήθεια, τη μία δόξα. Αρα, στην παρούσα ιστορική συγκυρία, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, για την αντιμετώπιση του νεοναζιστικού αρνητή της δημοκρατίας, το κράτος δεν μπορεί να είναι ουδέτερος παρατηρητής και διαμεσολαβητής, οφείλει να εγγυάται και να προασπίζει έργω τις δημοκρατικές ελευθερίες και αξίες. Πρακτικά, αυτό θα μπορούσε να εκφραστεί ως εξής: η δημοκρατία δεν μπορεί να επιτρέψει στους αρνητές της να κάνουν τις ιδέες τους πράξεις.

Τούτων λεχθέντων, και με δεδομένη την πλημμύρα πληροφοριών, φημών, γεγονότων, με δεδομένη τη συνθήκη ανάγκης, πενίας και φόβου, που έχει επιφέρει η κρίση, μένει ένας ακόμη προβληματισμός: Μπορούν να φέρουν εις πέρας τούτο το λεπτό και επίπονο έργο οι παρόντες φορείς εξουσίας του δημοκρατικού κράτους; Διαθέτουν το ηθικό έρμα, την πολιτική ευφυΐα και το αίσθημα ιστορικής ευθύνης, για να αντιμετωπίσουν τη νεοναζιστική απειλή νικηφόρα, αλλά και χωρίς να βλάψουν την ουσία της δημοκρατίας, τις θεμελιώδεις ελευθερίες και την πίστη των πολιτών προς αυτές;

Σε αυτό το ακανθώδες ερώτημα, στο ποιος δίνει τη μάχη της δημοκρατίας και της ελευθερίας, οφείλει να απαντήσει σύσσωμη η πολιτική κοινωνία, όλοι οι πολίτες: Και οι αγωνιώντες δημοκράτες, και οι πλανημένοι ψηφοφόροι των νεοναζί, και οι αντιφασίστες του καφενείου, και οι αριστεροί του καναπέ, και οι καιροσκόποι απολιτίκ, και οι α λα καρτ φιλελεύθεροι. Ολοι μας. Κανείς δεν θα σώσει τη δημοκρατία για λογαριασμό μας.

Την Τετάρτη ξύπνησα ασυνήθιστα νωρίς. Λίγο πριν τις επτά, είδα την πρώτη καταγραφή στο τουίτερ. Νεκρός ο 34χρονος Παύλος Φύσσας, αντιφασίστας ράπερ, από μαχαίρι, που το κρατούσαν πιθανότατα χρυσαυγίτες. Στην Αμφιάλη, λίγο μετά το ματς του Ολυμπιακού. Το τουίτερ είναι σιωπηλό πριν τις επτά, και οι έγκυρες πηγές ειδησεογραφίας λιγοστές τόσο νωρίς. Στις 06.54 αναμετέδωσα την είδηση, και λίγο μετά έβλεπα στο YouTube τον Κillah P – Παύλο Φύσσα να τραγουδά «Σιγά μη φοβηθώ» και «Ο Πειραιάς στην πλάτη μου». Στις 10, με όσα στοιχεία υπήρχαν διαθέσιμα, έστειλα στον διευθυντή της εφημερίδας το εν θερμώ σχόλιο που μου ζήτησε.

«H 18η Σεπτεμβρίου 2013 πρέπει να λειτουργήσει αφυπνιστικά για την Ελληνική Δημοκρατία, για τους θεσμούς και τους πολίτες. Η δολοφονία του 34χρονου μουσικού Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι από ακραία στοιχεία είναι η κορύφωση σε ένα κύμα βίαιων εκδηλώσεων των τελευταίων ημερών, που άρχισαν με τον τραυματισμό μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα από φερόμενους ως οπαδούς της Χρυσής Αυγής. Δεν πρόκειται απλώς για επίδειξη ισχύος και κυριαρχίας στον δρόμο, στις συμβολικές γειτονιές της εργατιάς, δεν είναι πόλεμος χουλιγκάνων· πρόκειται για αποσταθεροποίηση του κράτους δικαίου, για έμπρακτη άρνηση της δημοκρατίας, για λογική προέκταση των πολιτικών πρακτικών των αρνητών του Ολοκαυτώματος και των νεκρών του Πολυτεχνείου. Ο φασισμός μπορεί να υπάρχει μόνο παράγοντας βία και σύγκρουση, επιδιώκοντας την ολοσχερή εξόντωση του Εχθρού, του Αλλου· η φυσική απόληξή αυτής της ενδιάθετης ροπής είναι η εξόντωση της δημοκρατίας και η Τελική Λύση. Οι δυνάμεις του συνταγματικού τόξου οφείλουν να εκτιμήσουν αυτή την ιστορική απειλή και να απαντήσουν πολιτικά, απερίφραστα, χωρίς αναγωγές, η δε Ελληνική Δημοκρατία, διά των θεσμικών οργάνων της, οφείλει να δράσει ακαριαία και λυσιτελώς, με κάθε πρόσφορο νόμιμο μέσον. Έχει και η κρίση τις κόκκινες γραμμές της.»

Το κείμενο ήταν έτοιμο από καιρό. Δυστυχώς. Και δυστυχέστατα ο ελλείπων κρίκος ήταν το νεκρό παλικάρι, ο ράπερ του Πειραιά και σωληνουργός του Περάματος.

Ηταν αναμενόμενο. Για όποιον παρακολουθούσε με στοιχειώδη προσοχή τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια την περιθωριακή Χρυσή Αυγή να ανθίζει μες στα ερείπια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και να αναδύεται από τα υπόγεια των νεοναζιστικών συμμοριών στις πλατείες μικροαστικών συνοικιών, και από εκεί στο δημοτικό συμβούλιο Αθηνών και στο Κοινοβούλιο, ο φόνος της 18ης Σεπτεμβρίου ήταν αναμενόμενος. Διότι η βία, η μισαλλοδοξία, το εθνοφυλετικό μίσος, η βαναυσότητα, η περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής παντός ετέρου, είναι χαρακτήρες εγγενείς και αυτοτροφοτοδούμενοι στα νεοναζιστικά μορφώματα. Μιλούν για αίμα, κηρύττουν το αίμα, τρέφονται με αίμα.

Θυμήθηκα τον σπουδαίο ιστορικό και φιλόσοφο Μαρσέλ Γκωσέ, τι λέει στο έργο του «Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών, 1914-1974» (εκδ. Πόλις) όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί ο Μουσολίνι εντείνει τη βίαιη συγκρουσιακή του πορεία, παρότι είναι πλέον απόλυτος κυρίαρχος, και καταλήγει στην καταστροφή του: διότι ο φασισμός πρέπει διαρκώς να κινείται με βία, δεν μπορεί να σταματήσει. Ενας άλλος μελετητής του φασισμού, ο Εμίλιο Τζεντίλε, ονομάζει αυτή την τάση «μύθο της αναζωογονητικής βίας» (Φασισμός, ιστορία και ερμηνεία, εκδ. Ασίνη). Και οι δύο μελετητές βλέπουν στο φασισμό χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας, τη λατρεία της προόδου,της ταχύτητας, της δύναμης, της ορμητικής εισόδου στη μεγάλη ιστορία.

Η ΧΑ παπαγαλίζει συνθήματα και λόγια παρμένα από προπαγανδιστικές φυλλάδες, ελάχιστοι έχουν διαβάσει κάτι παραπάνω, και κανείς προβεβλημένος μέχρι τώρα δεν έχει μπορέσει να εκφέρει ολοκληρωμένο λόγο. Δεν στερούνται τακτικής ωστόσο, στο μέτρο που αντιγράφουν τα χιτλερικά ινδάλμάτα τους: τη χρήση της δημοκρατικής ανοχής, την παραστρατιωτική οργάνωση, τον αφιονισμό εξαθλιωμένων μαζών και την υπόσχεση μιας μυθικής ταυτότητας λαού.

Τα στελέχη της ΧΑ εμπιστεύονται περισσότερο τους μυες των αναβολικών, τα τατουάζ, τις στολές, τις σιδερογροθιές και τα μαχαίρια. Αυτό δεν τους καθιστά ακίνδυνους: ο machismo και η βαναυσότητα που εκπέμπουν βιώνονται και ως λάιφστάιλ, οι οπαδοί τους αισθάνονται σαν να είναι πιτ μπουλ σε ένα πλήθος προβάτων. Σαν πιτ μπουλ μπορεί να τους βλέπει και μέρος του πολιτικού συστήματος και να τους χρησιμοποιεί σαν χρήσιμο φόβητρο. Ομως στην Αμφιάλη το πιτ μπουλ αμολήθηκε ανεξέλεγκτο και κατασπαράζει όλα τα χέρια που το τάιζαν.

Ο εν ψυχρώ φόνος του Παύλου Φύσσα από μέλος της Χρυσής Αυγής ορίζει μια νέα πολιτική περίοδο. Ολες οι πολιτικές δυνάμεις αναγνωρίζουν ότι πρέπει να υπάρξει μία απάντηση. Αλλά ποια μπορεί να είναι η πιο τελέσφορη απάντηση; Δεν είναι εύκολο, παρότι επιθυμητό, να συμφωνήσουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις αμέσως σε μια κοινή απάντηση, με εύρος και βάθος. Διότι, πέρα από οποιονδήποτε καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, είναι πολύ δύσκολο να αναιρεθούν τα αίτια που γεννούν τον φασισμό με διοικητικές πράξεις, με νομοθέτηση, με μόνη την πολιτική βούληση, και μάλιστα σε σύντομο χρόνο. Η πολιτική βούληση είναι αναγκαία αλλά δεν είναι ικανή, απαιτούνται επιπλέον χρόνος, λόγος, ιδέες και κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον.

Τα αίτια της ανόδου του φασισμού και του ναζισμού, λοιπόν. Το ολοκληρωτικό φαινόμενο σφραγίζει τον 20ό αιώνα, η μελέτη συνεχίζεται και θα συνεχίζεται. Είναι πολλά τα αίτια, προσδιορισμένα εκτενέστατα σε έργα ιστορικών, κοινωνιολόγων, φιλοσόφων, πολιτικών επιστημόνων, ψυχαναλυτών, ανθρωπολόγων. Είναι η ανάδειξή του σε πολιτική θρησκεία, είναι μια ροπή σύμφυτη της νεωτερικότητας, είναι η ήττα του φιλελευθερισμού, η υποχώρηση του κέντρου, η ήττα της Αριστεράς, είναι η ύφεση και η φτώχεια. Από τις πολλές εξηγήσεις, στην ελληνική περίπτωση, η πιο φανερή και απτή, αν και όχι η μόνη, είναι η πολύπλευρη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, η Μεγάλη Υφεση και η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.

Η Χρυσή Αυγή ήταν επί πολλά χρόνια μια περιθωριακή ομάδα, πάντα με βίαιες τάσεις και εκδηλώσεις, με ελάχιστη απήχηση και μηδαμινές καταγραφές σε εκλογές. Πώς αναδύθηκε από τα καλτ υπόγεια στην κεντρική σκηνή; Πώς οι σατανιστές σωματοφύλακες, οι λούμπεν με τα άρβυλα, οι αναμεμιγμένοι σε αιματηρά ξεκαθαρίσματα νονών της νύχτας, οι κοινωνικά απόκληροι, οι macho προγλωσσικοί που προσπαθούσαν ματαίως να συλλαβίσουν την καθαρεύουσα του Περικλή Γιαννόπουλου και τον ρομαντισμό του Ιωνος Δραγούμη, μεταλλάχθηκαν σε εθνοπρόσκοπους που βοηθούν γριούλες και σε πολιτικά πρόσωπα με ακροατήρια; Σε ντάρλινγκ τόσων αστυνομικών; Σε κόμμα με εκλογικό σκορ και οικονομική ισχύ; Ιδού τα δύσκολα ερωτήματα, που δεν σηκώνουν εύκολες απαντήσεις

Οι σπόροι βαναυσότητας και βίας ασφαλώς υπήρχαν άφθονοι. Αλλά βλάστησαν στα οικονομικά και πολιτικά ερείπια της κρίσης, σαν τις υποτιμημένες τσουκνίδες που φουντώνουν και σκεπάζουν τον ερειπιώνα. Οι φοβισμένοι, οργισμένοι και συγχυσμένοι άνθρωποι της κρίσης, πληττόμενοι ή απειλούμενοι, ζητούν από τη δημοκρατία ψωμί, προστασία, δικαιοσύνη. Αν η δημοκρατία δεν μπορεί να τα παράσχει, θα στραφούν αλλού, όπου τους υπόσχονται εθνοφυλετικό ψωμί, σιδερένια πυγμή και δωρεάν μίσος για άλλους, πιο αδύναμους ή απλώς άλλους.

Η δημοκρατία οφείλει να απαντήσει επί του υλικού πεδίου, αλλά αυτό θα πάρει χρόνο. Οφείλει, εν τω μεταξύ, να απαντήσει καίρια επί του πολιτικού, με ιδέες, με πειθώ, με πράξεις. Η ηθική της υπεροχή δεν είναι αυτονόητη, χρειάζεται διαρκώς επιβεβαίωση και ενίσχυση. Οι άνθρωποι δεν είναι αυτονοήτως αυτόφωτοι, έλλογοι, πεπαιδευμένοι, ανθεκτικοί στην πενία και την ανασφάλεια. Η δημοκρατία στηρίζεται στη συμπόνια, στην ανοχή, στον πλουραλισμό, στη συνύπαρξη ετέρων, στην προσωπική ολοκλήρωση με ισότητα και αδελφοσύνη: τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι αυτονόητο και διαρκές. Και εν τω μεταξύ φθίνουν.

Η δημοκρατία πρέπει να δείξει σιδηρά πυγμή απέναντι στις εγκληματικές πράξεις των ναζιστών. Αλλά δεν μπορεί να φερθεί ολοκληρωτικά, δηλαδή να προδώσει την ουσία της, διώκοντας προληπτικά ιδέες και δικάζοντας σκέψεις, ακόμη και ναζιστικές. Πρέπει να πείσει διά της υπεροχής της. Μπορεί.

auswitz

Το επταήμερο κύλησε μες στην ανησυχία. Οπως συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια. Πυροβολισμοί στη Ζωοδόχου Πηγής από βαποράκια, λίγη ώρα αφότου πέρασα απ’ εκεί πηγαίνοντας στο σαββατιάτικο απεριτίφ της αντροπαρέας. Ληστεία μετά ξυλοδαρμού για το παιδί μιας φίλης, λίγο παραπάνω στην οδό Ασκληπιού· του πήραν το κινητό και το χαρτζιλίκι, και τον γρονθοκοπούσαν τρεις στα νεφρά και στο κεφάλι. Εγινε το στομάχι κόμπος· ασθμαίνων έκανα ένα μικρό μάθημα αυτοπροστασίας στους γιους που κυκλοφορούν ανά τας Αθήνας. Ανακάλυψα ότι γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα τους έλεγα. Η ανησυχία μου δεν εκόπασε πάντως, φώλιασε.

Λίγες μέρες αργότερα είδα τη φωτογραφία μικρών παιδιών σε νεοναζιστικό κατηχητικό. Κάπου στην Αττική, οι νεοναζί κάνουν «Διάπλαση των παίδων», μαγαρίζοντας ακόμη και τη θερινή παιδική μνήμη απ΄τους πανόδετους τόμους της δημοτικής βιβλιοθήκης Μυκόνου. Στην ηλικία περίπου που ξεφύλλιζα τα «Σας ασπάζομαι, Φαίδων» και τα λιθόγραφα Κλασικά Εικονογραφημένα, Αθλίους, Λόρδο Τζιμ, Σίλας Μάρνερ, Τελευταίο Μοϊκανό, στην ηλικία που κατηχητικό σήμαινε ολίγο Ευαγγέλιο αγάπης, με σαμαρείτιδες και πετεινά, πολλή μπάλα και ελευθερία, στην ίδια περίπου ηλικία αντίκρισα παιδιά να μπολιάζονται στο μίσος και στον φυλετισμό, να παραγεμίζουν τα άγραφα μυαλά τους με δηλητήριο και μισαλλοδοξία. Αυτό ήταν πιο ανησυχητικό κι από τις σφαίρες των ενήλικων ντίλερ, των ληστών και των παράνομων, γιατί ένιωθα την κακία να φεύγει πια από τη σφαίρα του περιθωρίου και να απλώνεται στην κανονικότητα, να καταλαμβάνει το μέινστρημ, να κυριεύει παιδικές ψυχές και λαϊκά νοικοκυριά. Δεν ήταν πια ανησυχία, ήταν εφιάλτης.

Απαντήσεις και παρηγοριά μου έδωσε παραδόξως ένα βιβλίο, που εξιστορεί και εξηγεί το Κακό, όπως ενσαρκώθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, στην καρδιά της Ευρώπης. «Το Αουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου» είναι ό,τι είπε στην 14χρονη Ματίλντ, η ιστορικός Ανέτ Βιβιορκά, απαντώντας στις πιο απλές, στις πιο δύσκολες ερωτήσεις ενός παιδιού. Τι ήταν η Τελική Λύση; Τι είναι γενοκτονία, ολοκαύτωμα, Shoah; Γιατί σκοτώνανε παιδιά; Τι είναι το τατουάζ στο χέρι της Μπερτ; Φταίγανε όλοι οι Γερμανοί; Τι είναι το χρέος της μνήμης;

Το βιβλιαράκι (εκδ. Πόλις) διαβάζεται με μια ανάσα. Μάλλον, με κομμένη την ανάσα. Ακόμη κι αν έχεις διαβάσει τα άπαντα του μεγάλου Πρίμο Λέβι, η ζεστή μητρική ομιλία της Βιβιορκά συμπυκνώνει αλήθειες, εξηγήσεις, απαντήσεις και ανοιχτά ερωτήματα, χωρίς δράμα, αλλά με δύναμη και αμεσότητα μοναδικές. Ετσι όπως θα ήθελε κάθε γονιός να εξηγήσει στο παιδί του τα μεγάλα του κόσμου που πέρασε και του κόσμου που διαρκώς έρχεται.

Στα παιδιά που ακούνε την κατήχηση μίσους, θα διάβαζα σαν αντίδοτο τέτοια βιβλία, σαν της Βιβιορκά. Λόγια εξήγησης και κατανόησης, λόγια συχώρεσης και αλληλοπεριχώρησης, αλλά και λόγια μαχητικά, που αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Να θυμάσαι, για ν’ αγαπάς τη ζωή.
«Ενας ιστορικός, ο Ιγκνατσί Σχίπερ, ο οποίος πέθανε στο στρατόπεδο του Μάιντανεκ, το εξηγεί πολύ καλά: ‘όλα εξαρτώνται από αυτούς που θα μεταφέρουν τη μαρτυρία τους στις μέλλουσες γενιές, από αυτούς που θα γράψουν την ιστορία τούτης της εποχής. Η ιστορία γράφεται, κατά κανόνα, από τους νικητές. Ολα όσα γνωρίζουμε για τους λαούς που εξοντώθηκαν είναι όσα ήθελαν να πουν οι διώκτες τους. Εάν οι διώκτες μας νικήσουν, εάν αυτοί γράψουν την ιστορία τούτου του πολέμου, τότε ο αφανισμός μας θα παρουσιαστεί ως μία από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, και οι μέλλουσες γενιές θα αποτίσουν φόρο τιμής στο θάρρος αυτών των σταυροφόρων. Ο λόγος τους θα είναι Ευαγγέλιο. Μπορούν έτσι να αποφασίσουν να μας σβήσουν από τη μνήμη του κόσμου σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο πολωνικός εβραϊσμός, το γκέτο της Βαρσοβίας, το Μάιντανεκ’»

Αντί για μαθήματα ανησυχίας, θα πείσω τους γιους μου να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Σαν μάθημα μνήμης, και σαν εξήγηση ― δηλαδή σαν αντίδοτο στο μίσος, στον φυλετισμό, στον αφανισμό ανθρώπου από άνθρωπο. Γιατί, όπως σημειώνει με πικρή διαύγεια η Ρίκα Μπενβενίστε στο επίμετρο: «Απεχθάνομαι την ψυχρή αποστασιοποίηση, την απουσία θυμού, θλίψης και απορίας στις επιστημονικές εξηγήσεις. Δεν έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξήγηση. Ομως δεν ξέρω κάτι καλύτερο».

assets_LARGE_t_420_54161582_high

Ο Μαρκ Μαζάουερ την περασμένη Τρίτη αναρώτηθηκε στην ομιλία του για «Μια νέα εποχή των άκρων;» αντηχώντας το γνωστό βιβλίο του Ερικ Χομπσμάουμ. Εσπευσε να απαντήσει με αυτό που μπορεί ως ιστορικός: «Ιστορικές σκέψεις για τα πολιτικά της τρέχουσας κρίσης». Ο Μαζάουερ γνωρίζει καλά τη σύγχρονη ελληνική ιστορία· γνωρίζει εξίσου καλά την ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα. Επιπλέον, παρότι αγαπά την Ελλάδα, μπορεί να τη βλέπει απ’ έξω, με ψυχρό μάτι, να τοποθετεί τον παρόντα ελληνικό κλονισμό μέσα στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο και την ιστορική ροή. Ως εκ τούτου, πραγματεύτηκε την ανάδυση των ακραίων φαινομένων στην Ελλάδα της Μεγάλης Υφεσης χωρίς να πέσει στις παγίδες και τις πολωτικές υπερπλουστεύσεις της εγχώριας συζήτησης.

Με επιχειρήματα και παρρησία, ο διακεκριμένος ιστορικός αποδόμησε το σχήμα των ταυτόσημων δύο άκρων, το οποίο διακονείται πυρετωδώς μετά τις εκλογές, ακόμη και από αναλυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι. Για τον Μαζάουερ το επικίνδυνο άκρο είναι ένα: η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Δεν θεωρεί την εξωκοινοβουλευτική Ακρα Αριστερά αναλόγως επικίνδυνη για τη δημοκρατία· πόσο μάλλον τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και τη σκέψη του αυτή τη θεμελιώνει ιστορικά και πολιτικά, επισημαίνοντας ορθώς ότι η Χ.Α. φενακίζει τους απελπισμένους του παρ’ ημίν Depression με φυλετικό μίσος και εθνικιστική υπεραναπλήρωση· το πιο κοντινό ανάλογο είναι ο γερμανικός ναζισμός.

«Μερικοί λένε ότι όλες οι μορφές ανομίας είναι εξίσου επικίνδυνες. Διαφωνώ!» Αυτή ήταν η απάντηση του Μάζάουερ όταν ερωτάτο αν οι καταλήψεις κτιρίων και οι φοιτητικές ακρότητες απειλούν τη δημοκρατία όσο και η Χρυσή Αυγή. Μερικές χαμένες ώρες διδασκαλίας δεν βάζουν την ελληνική δημοκρατία σε πραγματικό κίνδυνο, σχολίασε. Αντί να αναλίσκεται στις καταλήψεις των αναρχικών στην Αθήνα, οι οποίες έχουν μικρή πολιτική σημασία, η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να κατευθύνει τη δράση της και την προσοχή της στην μεγαλύτερη απειλή που είναι η Χρυσή Αυγή, συμπλήρωσε.

Ο Μαρκ Μαζάουερ ασφαλώς θα κατέπληξε πολλούς με την ανάλυσή του, κυρίως επειδή κατέρριψε τα στερεότυπα περί ταυτόσημων άκρων, και επειδή ανέδειξε με δραματική ένταση την απειλή από το άκρο του αίματος και του φυλετισμού. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Μάζάουερ είναι κομμουνιστής ή ακραίος· μάλλον τα λόγια ενός μετριοπαθούς φιλελεύθερου ακούσαμε, που όμως δεν τυφλώνεται από την μικροπολιτική ωφελιμοθηρία, τον φόβο και τη συλλογική ενοχοποίηση. Το είχε δείξει άλλωστε και στο περίφημο άρθρο του στους New York Times, το καλοκαίρι του 2011 («Το λίκνο της δημοκρατίας κλονίζει την Ευρώπη»), περιγράφοντας τα σφάλματα της ευρωπαϊκής πολιτικής στο ελληνικό πρόβλημα, όταν ο κυρίαρχος λόγος εδώ ήταν η απόλυτη αυτοενοχοποίηση. Λίγους μήνες αργότερα, παρόμοια περιγραφή για Ελλάδα και Ιταλία έκανε ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας (βλ. εδώ, εδώ, εδώ και εδώ) εξ αφορμής των ταυτόχρονων καθαιρέσεων των εκλεγμένων πρωθυπουργών τους (βλ. επίσης σχετική αρθρογραφία του διευθυντή της FAZ Frank Schirrmacher εδώ και εδώ).

Αλλη μια συμβολή του Βρετανού και «Τηνιακού» ιστορικού: Κάλεσε τους Ελληνες να υπερασπιστούν τα θετικά επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης. Πράγματι, η Μεταπολίτευση που ενταφίασε τον εθνικό διχασμό και εδραίωσε τη δημοκρατία, βάλλεται σήμερα αδιακρίτως ως μήτρα διαφθοράς, και βάλλεται κυρίως από τους προαγωγούς της διαφθοράς ή από τους ακροδεξιούς εχθρούς της δημοκρατίας. Βάλλεται επίσης από μια ομάδα ανιστορικώς σκεπτομένων, απόντων από τον δημόσιο βίο, οι οποίοι τώρα αξιώνουν κυριαρχία ως παρθενογεννημένοι.

Περιμέναμε έναν ξένο να μας πει τα στοιχειώδη; Περιμέναμε έναν διανοούμενο, κάτοικο Νέας Υόρκης, να μας δείξει το κοινό και το κύριο; Ναι. Δυστυχώς, οι περισσότεροι ιθαγενείς διανοούμενοι, εξ όσων έχουν δημόσιο λόγο και βήμα, αιφνιδιάστηκαν από την κρίση, και είτε εσιώπησαν γιατί δεν είχαν κάτι να πουν είτε αναλώθηκαν σε ηθικολογίες, κοινοτοπίες και αναμασήματα της απολογητικής της ιθύνουσας τάξης, ενισχυτικά της τύφλωσης και του διχασμού. Ελάχιστοι διείδαν εγκαίρως τις κοινωνικές ρηγματώσεις που έφερνε η αχαλίνωτη ύφεση, ελάχιστοι διέκριναν την άνοδο της φασιστικής απειλής, οι περισσότεροι είδαν ως αντίπαλους τους Αγανακτισμένους και αρνούνταν έως πρόσφατα ότι η ένδεια σαρώνει τον πληθυσμό. Υπάρχει κρυμμένο λίπος, έλεγαν. Αυτή την εθελοτυφλία αντέκρουσε ο Μαζάουερ· μας είπε ότι ο εχθρός δεν είναι το ανύπαρκτο ή ξοδεμένο λίπος των μικρομεσαίων, ο εχθρός δεν είναι ο «ανύπακουος» ή «γονιδιακά άνομος» λαός και η μεταπολίτευσή του, αλλά το αίμα και χώμα των ναζί και η υποκρισία της ιθύνουσας τάξης.

Η παύση των ακροάσεων για τη λίστα Λαγκάρντ ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, που αποφάσισαν προχθές κατά πλειοψηφία οι βουλευτές μέλη της Επιτροπής, γεννά κάποιες σκέψεις για τη λειτουργία της Βουλής και για την ενε γένει λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Οι καταψηφίσαντες τη συνέχιση της έρευνας, με προσωπικές τοποθετήσεις, υποστήριξαν ότι την έρευνα πρέπει να συνεχίσει είτε η Επιτροπή για το πόθεν έσχες, είτε μια άλλη εξεταστική επιτροπή συγκροτημένη ειδικά για το θέμα. Ο καταψηφίσας βουλευτής της Χρυσής Αυγής υποστήριξε ότι η περαιτέρω έρευνα στερείται νοήματος και εν πάση περιπτώσει ας αφεθεί η υπόθεση στην δικαστική οδό. Ο κ. Απ. Κακλαμάνης υπερθεμάτισε: «Υπάρχουν και άλλα θέματα με τα οποία οφείλουμε να ασχοληθούμε».

Το μήνυμα είναι οδυνηρό. Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας είναι αυτή που αποκάλυψε τις αντιφάσεις, τις ασύγγνωστες παραλείψεις και την αδράνεια δύο υπουργών και δύο επικεφαλής ΣΔΟΕ κατά τον χειρισμό της λίστας Λαγκάρντ, επί δύο περίπου χρόνια. Δια του αποκαλυπτικού έργου της Επιτροπής, η Βουλή διεμήνυσε στον ελληνικό λαό ότι κάνει τη δουλειά της και το καθήκον της, σε μια περίοδο κατά την οποία το κύρος του νομοθετικού σώματος βαίνει μειούμενο και οι βουλευτές λετουργούν υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης.

Πράγματι, η χώρα βρίσκεται σε σφοδρή οικονομική κρίση, η οποία συμπαρασύρει τους πολιτικούς θεσμούς, αλλά το ευρέως συνομολογούμενο υπόβαθρο της κρίσης είναι η αδιαφάνεια, η διαφθορά, η επιλεκτική μεταχείριση, η συγκάλυψη, η ολιγωρία, τα οποία επέδειξαν κατά συρροήν κορυφαίοι της πολιτικής πυραμίδας. Οθεν, η διαλεύκανση της υπόθεσης της Λίστας θα βοηθούσε αποφασιστικά στην ανάκτηση του τρωθέντος κύρους των δημοκρατικών θεσμών και στην αποκατάσταση του αισθήματος δικαιοσύνης μεταξύ των πολιτών.

Ο έλεγχος της λίστας καταθετών πιθανόν να μην οδηγούσε σε μεγάλη φοροδιαφυγή, άρα ούτε σε αξιόλογα έσοδα. Η απόκρυψή της όμως και η απολύτως καμία χρήση της έπληξαν σοβαρά τα ηθικά και πολιτικά θεμέλια του συστήματος, του ήδη εξασθενημένου λόγω της κρίσης και λόγω ανάλογων ανορθόδοξων χειρισμών. Διότι συνιστά ανηθικότητα η απώλεια του πρωτοτύπου και απιστία η απόκρυψη της λίστας, που απέφερε καρπούς στα χέρια κυβερνήσεων άλλων χωρών. Στην ελληνική περίπτωση δε, οι καρποί θα ήταν απείρως πολυτιμότεροι, όχι τόσο κατά το υλικό σκέλος, όσο κατά το ηθικό: θα έδιδε το περιζήτητο μήνυμα της ισονομίας και της ισοπολιτείας, σε έναν λαό που δοκιμάζεται αγρίως από την ύφεση, την ανεργία και την ανισότητα.

Λεφτά δεν υπάρχουν, ούτε για πελατειακή εξαχρείωση ούτε, φευ, για ανακούφιση ― το ξέρουν όλοι. Αξιοπρέπεια όμως; Δικαιοσύνη; Υπάρχουν;

balibar POLITIS[1] elefantis

Καθώς κοντεύουμε να κλείσουμε τρία χρόνια βύθισης στην κρίση, και ενώ διανύουμε ήδη την δεύτερη μνημονιακή εποχή, με την τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση, αντιλαμβανόμαστε ότι, παρ’ όλα τα πάθη και τον πόνο, είμαστε τουλάχιστον λίγο σοφότεροι πολιτικά. Μετά το παρατεταμένο σοκ, αντιλαμβανόμαστε ότι ο πρώτος χωρισμός σε φιλομνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, που προσέλαβε εμφυλιακούς χαρακτήρες, έχει λίγο-πολύ ξεθυμάνει. Σήμερα, μέσα από τα σωρευόμενα ερείπια του παλαιού συστήματος διακρίνονται ήδη άλλοι διαχωρισμοί και άλλες συγκρούσεις, στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο.

Στο κοινωνικό πεδίο επανεμφανίζονται οι ταξικοί διαχωρισμοί με πρωτοφανή σφοδρότητα, σχεδόν ξεχασμένη κατά τις πρόσφατες δεκαετίες του ευδαιμονισμού και ενός ιδιότυπα «βολεματικού» κοινωνικού συμβολαίου. Η κρίση ανέστειλε βιαίως τους όποιους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς, τους πελατειακούς έστω, εξοντώνοντας τους αδύναμους και βάζοντας τους μικρομεσαίους σε κατάσταση διαρκούς απειλής. Η τέτοιας έντασης και βάθους υπονόμευση του κοινωνικού συμβολαίου κινητοποιεί αναλόγως σφοδρά τους απειλούμενους: το αμέριμνο πλήθος καταναλωτών/πελατών αναγκάζεται να θυμηθεί την ιδιότητα του πολίτη, να γίνει λαός. Ή να μεταπέσει σε όχλο, έρμαιο της μνησικακίας.

Αυτές οι διαδοχικές μεταπτώσεις μάς φέρνουν ενώπιον νέων διακρίσεων και διαχωρισμών στο πολιτικό πεδίο. Εδώ βλέπουμε, από τις απαρχές ήδη της κρίσης, να φουντώνει η διάκριση σε λαϊκιστές και αντιλαϊκιστές. Πολύ αδρά, οι αντιλαϊκιστές, συνήθως υποστηρικτές ή ανεχόμενοι τα μνημόνια, χαρακτηρίζουν υποτιμητικά λαϊκιστές τους συνήθως πολέμιους των μνημονίων. Υπό τους όρους αυτούς συναθροίζονται γενικευτικά και απλουστευτικά δεξιοί, αριστεροί, ακροαριστεροί, φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι, κομμουνιστές, νεοναζί, εθνικιστές, ακόμη και μετριοπαθείς. Είναι η νέα διαχωριστική γραμμή, μια μαγική, αποτροπαϊκή κορδέλα διαρκώς μετατοπιζόμενη και διαστελλόμενη για να τους χωρίζει όλους σε όλα.

Βεβαίως η συζήτηση περί λαϊκισμού δεν είναι τόσο νέα όσο η εμπειρία ύφεσης και πτώχευσης, όσο η εμπειρία μνημονιακής λιτότητας. Είναι πολύ παλαιότερη. Με μια μεγάλη διαφορά: στο παρελθόν, το φαινόμενο του εγχώριου λαϊκισμού, όπως αυτός εκφράστηκε κυρίως στην πασοκική πρακτική στη δεκαετία ’80, απασχόλησε αριστερούς διανοουμένους και επιστήμονες, μεταξύ άλλων τους Αγγελο Ελεφάντη (Στον αστερισμό του λαϊκισμού, 1991), Αντώνη Λιάκο (1989), Λυριτζή και Σπουρδαλάκη (1990). Σήμερα, αντιθέτως, παλαιοδεξιοί, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, πρώην και νυν πασόκοι, κατηγορούν για λαϊκισμό τους αριστερούς κυρίως, και μια μερίδα της λαϊκής δεξιάς. Παρατηρείται λοιπόν το εξής παράδοξο: οι κυβερνώντες αδιαλλείπτως τις τελευταίες δεκαετίες, θεμελιωτές της λαϊκιστικής διακυβέρνησης και τροφοδότες του πελατειακού κράτους, βγάζουν τους εαυτούς τους έξω από το ιστορικό συνεχές, και κατηγορούν τους αντιπολιτευόμενους επί λαϊκισμώ.

Αλλά ποιον ακριβώς λαϊκισμό; Τον ακροδεξιό, αντιδραστικό, εθνορατσιστικό, εσωστρεφή, μισαλλόδοξο λαϊκισμό του ΛΑΟΣ ή της Χρυσής Αυγής; Ή τον αριστερό λαϊκισμό που ρητορεύει για την απώλεια της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας; O Ετιέν Μπαλιμπάρ ορίζει ακόμη και έναν «θετικό λαϊκισμό», και ο κάθε άλλο παρά λαϊκιστής Ντανιέλ Κον Μπεντίτ βρίσκει σε αυτόν τον «θετικό λαϊκισμό» μια χρήσιμη λειτουργία υπό τις παρούσες συνθήκερς αποπολιτικοποίησης.

Ο λαϊκισμός δεν είναι ένας, ομοούσιος, στατικός και ουσιοκρατικός· ως έκφραση του πολιτικού είναι δυναμικός και διαρκώς ανασημασιοδοτούμενος. Στη σημερινή συγκυρία ερειπίων επιπλέον, μια πολιτική αφήγηση που βασίζεται σε στατικές εννοιολογήσεις κινδυνεύει να αποβεί περισσότερο αντιδραστική από τον καταγγελόμενο εχθρό: εν προκειμένω, η αντιλαϊκιστική ρητορική αλληθωρίζει έναντι της ποικιλόμορφης ζέουσας πραγματικότητας, πετώντας μαζί με τα βρωμόνερα του λαϊκισμού και τον λαό.

Κι εδώ φτάνουμε στον κρίσιμο πυρήνα της συζήτησης: τι σημαίνει σήμερα λαός, λαϊκή κυριαρχία, νομιμοποίηση πηγάζουσα από τη λαϊκή βούληση; Η κρίση κατέδειξε τις αδυναμίες και τον φενακισμό της μεταδημοκρατίας, όσες εκάλυπτοντο ή ελάνθαναν κάτω από την ευμάρεια των δανεικών· κατέδειξε δραματικά τις ανισότητες, τα δημοκρατικά ελλείμματα στην αντιπροσώπευση, ακόμη και την απειλητική υποκατάσταση της ισοπολιτείας από την κυριαρχία ανεξέλεγκτων ελίτ, κατ’ ευφημισμόν αρίστων. Τη στιγμή της ρήξης, οι ελίτ αναδιπλώθηκαν, αλλά όχι για ανανέωσή τους με νέες δυνάμεις και νέες ιδέες, αλλά για να επιβάλουν μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση έναντι μιας πολιτικής κυβέρνησης, δηλαδή για να επιβάλουν ένα κλειστό αυτοαναπαραγόμενο σύστημα εξουσίας, που λογοδοτεί περιορισμένα ή και καθόλου, και να αποκλείσουν ένα ανοιχτό, διαρκώς ανανεούμενο και ανακλητό σύστημα εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την εγχώρια αργκό, το ανοιχτό ονομάζεται λαϊκιστικό, ανατολικό, βαλκάνιο, κοντολογίς κακό· το κλειστό και ελεγχόμενο από αυτοοριζόμενους «άριστους», ονομάζεται αντιλαϊκιστικό, εκσυγχρονιστικό, φιλοευρωπαϊκό κ.ο.κ.

Ας κινηθούμε προς τα εμπρός, πέραν των διαχωρισμών. Το μέγα πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, δεν είναι το δίπολο λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός. Το πρόβλημα είναι η επαναφορά της πολιτικής στο προσκήνιο, δραστικής, και η επαναθεμελίωση της δημοκρατίας.

Διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου των Νικόλα Σεβαστάκη και Γιάννη Σταυρακάκη, «Λαίκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση», εκδ. Νεφέλη.

Στην Ιερά Οδό την περασμένη εβδομάδα προεικονίστηκε δραματικά ένα δυσοίωνο μέλλον. Οι θρησκόληπτοι αφού ματαίωσαν άπαξ την παράσταση του θεατρικού έργου Corpus Christi, βρήκαν πρόθυμους συμπαραστάτες στην υπεράσπιση του ζηλωτισμού τους, τους νεοναζί σατανιστές-αποκρυφιστές, και όλοι μαζί με ντουντούκες, χιτλερικούς χαιρετισμούς και σταυρούς πλάι πλάι, με τα ασύλληπτα υβρεολόγια, τις χειροδικίες και τις παρανομίες νεοναζί βουλευτών, καταδίκασαν τη βλασφημία.

Προφανώς, τα πρώτα απειλούμενα από τους φονταμενταλιστές και τους νεοναζί είναι η δημοκρατία και η ελευθερία της έκφρασης. Αυτά, στο κοσμικό πεδίο. Σε δεύτερη ανάγνωση όμως, στο Χυτήριο φαίνεται ότι απειλείται και η Εκκλησία. Πώς; Το αναφέραμε ήδη: ο σταυρός του μαρτυρίου και της αγάπης του Χριστού βρέθηκε πλάι πλάι με τη σβάστικα του μίσους και του ολοκαυτώματος.

Αυτό είδε ένας φωτισμένος ποιμενάρχης, ο μητροπολίτης Σιατίστης Παύλος, και έσπευσε να διευκρινίσει: «Η Χρυσή Αυγή στην πραγματικότητα είναι “μαύρη νύκτα”. Είναι θλιβερό ότι κάποιοι “χριστιανοί αγωνιστές” ταυτίστηκαν με τη Χρυσή Αυγή για να υπερασπιστούν τον Χριστό. Τον Χριστό που η “χρυσή αυγή” τον διώκει, τον προσβάλλει και τον εξευτελίζει καθημερινά και το πράττει στα πρόσωπα, των προσφύγων, των μεταναστών ακόμα και των παιδιών… Κάθε εναγκαλισμός και χάϊδεμα χριστιανού, και πολύ περισσότερο ιερωμένου, προς την Χρυσή Αυγή δείχνει μπέρδεμα φρικτό και ακύρωση της πίστης».

Ο μητροπολίτης Παύλος αποδοκιμάζει το έργο Corpus Christi και υποστηρίζει ότι η ρηματική καταδίκη του από την Ιερά Σύνοδο ήταν αρκετή. Δεν κινδυνεύει η πίστη από μια παράσταση, αλλά: «Κινδυνεύει από την εκκοσμίκευση της πνευματικής ζωής των χριστιανών, που αντικατέστησαν τον αγιασμό και το μαρτύριο για την πίστη με το λυντσάρισμα των απίστων. Δεν θυμίζει αυτό κάτι από Ιερά Εξέταση και μουσουλμανισμό ή κάνω λάθος; Η απάντηση στη βλασφημία και τον χλευασμό της πίστης είναι η αναπλήρωση της πτώσεως των ταλαίπωρων χλευαστών με το περίσσευμα της δικής μας αγάπης και του δικού μας αγιασμού».

Κάθε Ελληνας πολίτης στον λόγο του Σιατίστης Παύλου αναγνωρίζει έναν δικό του παπά, αναγνωρίζει την καταλλαγή ως δημοκρατία, ακούει το πνεύμα αγάπης και συνύπαρξης. Κι αν είναι χριστιανός και δημοκράτης, δεν ντρέπεται γι΄αυτό. Αντιθέτως, ντρέπεται για τα φονταμενταλιστικά καμώματα του μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, ο οποίος, σύμφωνα με δημοσιογραφική πληροφορία, μετέβη την περασμένη παρασκευή στο Α.Τ. Ομονοίας και κατέθεσε μήνυση κατά της θεατρικής παράστασης Corpus Christi για “κακόβουλη βλασφημία”, συνοδευόμενος από πέντε βουλευτές της Χρυσής Αυγής.

Υπενθυμίζουμε ότι κάποιοι είχαν ζητήσει απαγόρευση της παράστασης με ασφαλιστικά μέτρα, αλλά τα δικαστήρια είχαν απορρίψει το αίτημα. Υπενθυμίζουμε επίσης ότι για «κακόβουλη βλασφημία» συνελήφθη ο ιδιοκτήτης της ιστοσελίδας «Γέρων Παστίτσιος».

Τώρα, μετά τη σύμπραξη Σεραφείμ με τους νεοναζί, καλείται και η Ιεραρχία, η συνήθως ράθυμη και κατ΄οικονομίαν πράττουσα, να λάβει τον λόγο και να μιλήσει με παρρησία προς την εκκλησία, δηλαδή προς το σώμα των βαπτισθέντων, τον λαό, και όχι προς τη μειοψηφία των θρησκόληπτων του μίσους και της αδιαλλαξίας, όχι προς τους ευκαιριακούς συνοδοιπόρους των νεοναζί δημαγωγών. Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, λέει ο αποστόλος Παύλος. Με ποιον συντάσσεται η Ιεραρχία; Με τον ποιμενάρχη της αγάπης ή με τον κήρυκα του μίσους;

Τα διαδραματισθέντα χθες έξω από το θέατρο Χυτήριο πρέπει να προκαλούν ανησυχία και ντροπή σε κάθε Ελληνα πολίτη. Διότι χθες δεν αποδοκιμάστηκε ένα αμφιλεγόμενο έργο, αλλά καταργήθηκε η ελεύθερη έκφραση και δοκιμάστηκε βάναυσα η δημοκρατία.

Στους γνωστούς θρησκόληπτους που καταδιώκουν ασεβείς ταινίες, σκηνοθέτες και βιβλία, χθες προστέθηκαν οι νεοναζί της Χρυσής Συγής, γνωστοί κυρίως ως σατανιστές, δωδεκαθεϊστές και ρατσιστές, οι οποίοι διεύρυναν το ρεπερτόριο μίσους εναντίον των ομοφυλοφίλων, των καλλιτεχνών και του κοσμικού κράτους. Η πολιορκία του θεάτρου από θρησκόληπτους θα ήταν γραφικός αναχρονισμός, αν δεν συνοδευόταν από ξυλοδαρμούς και χυδαία υβρεολόγια κατά δημοσιογράφων και πολιτών, εκ μέρους των νεοναζί, με την ενεργό συμμετοχή και καθοδήγηση τριών βουλευτών της Χρυσής Αυγής σε ποινικώς κολάσιμες πράξεις. Ολα υπό τα παγερώς αδιάφορα βλέμματα της παριστάμενης αστυνομίας, από τα χέρια της οποίας βουλευτής της Χ.Α. απέσπασε βιαίως προσαχθέντα.

Μια διαπίστωση: οι νεοναζί διευρύνουν το πεδίο της εχθροπάθειας και του μίσους. Μετά τους ξένους, χτυπούν γυναίκες, ομοφυλόφιλους, καλλιτέχνες, αριστερούς, Ελληνες, οποιονδήποτε κρίνουν αυτοί ότι δεν είναι 100% Αρειος, υπεραρσενικός και ελληνάρα. Αναμενόμενο. Πρόκειται περί του τυπικού ναζιστικού εφιάλτη, ο οποίος διογκούμενος απολήγει στην κατά Χάννα Αρεντ κοινοτοπία του κακού, όταν δεν θα μπορούμε πια να διακρίνουμε το κακό, διότι θα μας έχει κατακυριεύσει σαν καθολική νεοπλασία.

Ετέρα διαπίστωση: η αστυνομία ολιγωρεί, είτε διότι υπακούει σε συγκεκριμένες οδηγίες της πολιτικής ηγεσίας για επιλεκτική ανοχή, είτε διότι παρακούει και κάνει τα δικά της. Και τα δύο ενδεχόμενα είναι εξαιρετικά επικίνδυνα για την κοινωνική ειρήνη.

Τρίτη διαπίστωση: Το νεοναζιστικό άκρο δεν μπορεί πλέον να παραμένει ακαταδίωκτο συμψηφιζόμενο ρητορικά με κάποιο άλλο άκρο. Ηδη τα περισσότερα κόμματα αφυπνίζονται, νωχελικά έστω. Να αφυπνιστούν και να δράσουν κατά το Σύνταγμα, αμέσως, τώρα, η Κυβέρνηση, η Βουλή και η Δικαιοσύνη. Πριν είναι αργά.

Κοιτούσα το βίντεο από τη συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής στις Θερμοπύλες, ένα συμπύκνωμα kitsch, με την πολιτική έννοια που δίνει στο kitsch του ολοκληρωτισμού o Μίλαν Κούντερα. Ενα ψέμα διεσταλμένο τόσο πολύ, ώστε να περνάει για αλήθεια: βάρβαρη οικειοποίηση των μύθων και των ιστορικών συμβολισμών, λατρεία της ωμής δύναμης, καυχησιές ηρωισμού, χρήση του αρχέγονου και του απόκρυφου, μέλανες χιτώνες και φωτιές δαυλών, ρούνοι και αίμα. Μια απομίμηση του ναζιστικού Θρίαμβου της Θέλησης στη Νυρεμβέργη. Μεταφερμένη, φευ, στις οικουμενικές Θερμοπύλες.

Στα γεγονότα: Μια καλτ ομάδα, κινούμενη μεταξύ αποκρυφισμού και απροκάλυπτου θαυμασμού για τον Χίτλερ, σταθερά αρνούμενη το Ολοκαύτωμα, κινούμενη επί δεκαετίες στο ημίφως, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, φθάνει στο σημείο να αποσπά το διόλου ευκαταφρόνητο 7% των ψήφων, και να επιχειρεί να μονοπωλήσει την ελληνική σημαία και την εθνική συνείδηση υπό όρους μίσους και αίματος.

Στις Θερμοπύλες ο επικεφαλής της ΧΑ, υπό το φως των δαυλών, επετέθη στο Κοινοβούλιο της Ελληνικής Δημοκρατίας: αισθάνονται «σιχασιά» και «αηδία» που βρίσκονται εκεί, διαβεβαίωσε, και απείλησε ότι θα φύγουν από τη Βουλή, για να δώσουν να καταλάβουν τι είναι πράγματι τα τάγματα εφόδου, τι είναι δρόμος, και τι σημαίνει «να ακονίζονται οι ξιφολόγχες στα πεζοδρόμια».

Ας μείνουμε σε αυτό το τελευταίο: Ποιους απειλεί με ακονισμένες ξιφολόγχες ο κ. Μιχαλολιάκος; Τον υπουργό Δημ. Τάξεως Νίκο Δένδια, που απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο υπακατάστασης του κράτους από παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου; Την Βουλή των Ελλήνων απειλεί; Την Ελληνική Δημοκρατία; Ολους όσοι διαφωνούν μαζί του; Απειλεί τους πάντες, ακόμη και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναγνώρισε τη ΧΑ ως νόμιμο κόμμα; Πάντως κάποιους απειλεί, έστω δια της δραματικής υπερβολής, εάν ως δραματική υπερβολή εκλάβουμε τις ακονισμένες ξιφολόγχες, τους πυρσούς και τις κραυγές περί αίματος από αρκετές εκατοντάδες μελανοχίτωνες.

Η δημοκρατία δομικά είναι μεγάθυμη και ανεκτική· χάρη σε αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά της, υπάρχουν νεοναζιστικές σέχτες, οι οποίες ενίοτε μεγεθύνονται, εισβάλλουν στο προσκήνιο και επιτίθενται εντέλει εναντίον της δημοκρατίας που ολιγωρεί, ή και κάνει πως δεν ακούει. Η δημοκρατία όμως οφείλει να αγρυπνά, και να απαντά δυναμικά, αποφασιστικά, όταν απειλείται από δυνάμεις του ολοκληρωτισμού, όποια προβιά κι αν φοράνε. Ιδίως στην Ελλάδα που έχει υποφέρει από τη φονική μανία του ναζισμού, κι έχει πολεμήσει σκληρά εναντίον του.

Η βαθιά κρίση την οποία βιώνουν οι Ελληνες, κρίση οικονομική και κρίση πολιτική, δεν επιτρέπεται να θολώνει τον νου τους και να ξεχνούν τις ιδρυτικές παραδόσεις ελευθερίας και τυραννοκτονίας. Η κρίση μπορεί και πρέπει να ενώσει τους Ελληνες σε μια έσχατη γραμμή αμύνης: εκεί που αρχίζει η ηθική εξαθλίωση, κι εκεί που απειλείται ο πυρήνας της δημοκρατίας. Οι υλακές για ακονισμένες ξιφολόγχες, οι επικλήσεις του αίματος, οι φλόγες των πυρσών, δείχνουν ήδη αυτή τη γραμμή.

Η διανομή τροφίμων από τη Χρυσή Αυγή, στην πλατεία Συντάγματος, μόνο σε όσους επεδείκνυαν ελληνική ταυτότητα και κατεγράφοντο τα στοιχεία του αίματός τους, προσημαίνει την ώρα μηδέν για την ελληνική κοινωνία, την ώρα της ηθικής και ψυχικής της αποσάθρωσης.

Μόνο ντροπή μπορεί να νιώσει ένας Ελληνας, ακόμη και στην πληγωμένη Ελλάδα του 2012, όταν μελανοχίτωνες μοιράζουν μακαρόνια εξετάζοντας το αίμα του πεινώντος. Ντροπή, γιατί αυτή η ωμά ρατσιστική ενέργεια διεξάγεται υπό την σκιά της δημοκρατικής Βουλής των Ελλήνων.

Ντροπή, γιατί η διάκριση αίματος ποδοπατά όλες τις παραδόσεις ελληνικού πολιτισμού, όπως κι αν τις δει κανείς, από τον Ξένιο Δία και την Αθηνά Ξενία των ομόγλωσσων αρχαίων προγόνων έως τον Καππαδόκη Μέγα Βασίλειο τον ελληνοχριστιανό ομόδοξο: «Εάν εύρης εχθρόν που ευρίσκεται εις δυσκολίαν μη προσθέσης εις την οργήν που σε κατέχει την εκδίκησιν, αλλά να τον θρέψης όπως εκείνος έθρεψε τους αδελφούς που τον επώλησαν.» (Μ. Βασίλειος, Εν λιμώ και αυχμώ).

Ντροπή. Και δέος για το τι περιμένει όποιον περιφρονεί ιδρυτικές συνθήκες της ανθρωπιάς: «ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με». Ας μην αναρωτηθεί κανείς μωρός σήμερα: «Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι;» Η απάντηση θα είναι πάντα η ίδια, τρομερή και ισχύουσα: «Εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον» (Ματθ. 25:41-46)

Κόλαση είναι ο κόσμος του αρχέγονου αίματος και της ωμής βίας, τα μακαρόνια του μελανοχίτωνα φουσκωτού. Κι όσοι προσπερνούν τέτοιες ωμότητες, με μικροδικαιολογίες και μουρμουρητά, ας ετοιμαστούν να δείχνουν εφεξής ταυτότητα και αίμα, για να μιλούν, να σκέφτονται, να αναπνέουν.

H προχθεσινή δημοσκόπηση της Public Issue για την Καθημερινή συγκεφαλαιώνει το πολιτικό μωσαϊκό: εννέα κόμματα στη Βουλή, κάμψη της αποχής, απαισιοδοξία για τη χρεοκοπία της χώρας, απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στη μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας. Οι προορισμοί της δημοσκοπικής προτίμησης θα μπορούσαν να μπουν σε τρεις κατηγορίες.

Πρώτη, η κατηγορία των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων: και τα δύο μεγάλα κόμματα μαζί πασχίζουν αθροιζόμενα να συγκεντρώσουν ποσοστό αυτοδυναμίας, δηλαδή ό,τι συγκέντρωναν από μόνα τους στο παρελθόν. Είναι φανερό ότι η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει με μόνιμη καχυποψία τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα επί τριάντα χρόνια και την οδήγησαν στη γνωστή κατάσταση. Αρα ακόμη και η κυβέρνηση συνασπισμού των δύο κομμάτων εξουσίας, που φαίνεται να προωθείται, δεν θα καθησυχάσει την κοινή γνώμη ούτε θα εξασφαλίσει ευρύτερη συναίνεση. Λογικό: οι πολίτες της χρεοκοπημένης χώρας έχουν μνήμη και πικρή πείρα από τις ικανότητες των προσώπων που κυβέρνησαν τα χρόνια του εκτροχιασμού. Η αυτοκριτική στην οποία πολύ όψιμα και πολύ άτολμα καταφεύγει αυτές τις μέρες, εν όψει εκλογών, δεν μπορεί να σώσει το μοιραίο πολιτικό προσωπικό από την κατακραυγή και την εκλογική συντριβή.

Δεύτερος πόλος δημοσκοπικής προτίμησης, η άκρα δεξιά. Ο ΛΑΟΣ διακινδυνεύει πλέον τη θέση του στο κοινοβούλιο, λόγω του ακραίου καιροσκοπισμού του, και λόγω της ορμητικής εισόδου στο ακροδεξιό φάσμα δύο νέων δυνάμεων. Η μία είναι παλιά, καταγραμμένη ήδη στον Δήμο Αθηναίων: η νεοφασιστικής-ρατσιστικής ρητορικής Χρυσή Αυγή. Η άλλη είναι η εθνικιστικής-αντιμνημονιακής ρητορικής κίνηση του βουλευτή Πάνου Καμμένου, διαγραμμένου από τη ΝΔ. Αθροιζόμενη η άκρα δεξιά φτάνει το 11,5%, ποσοστό πρωτοφανές αλλά αναμενόμενο: τα αστικά κόμματα του μεσαίου χώρου δεν μπορούν πλέον να παράγουν πολιτική, αδυνατούν ακόμη και να διαχειριστούν την σφοδρή κοινωνική κρίση και τον φόβο. Σε αυτό το περιβάλλον της παγωμένης μεταδημοκρατίας και απουσίας πολιτικής διεξόδου, η μεσαία τάξη, έμφοβη και πληβειοποιημένη, στρέφεται προς τα άκρα. Ο σκληρός, ωμός λόγος της άκρας δεξιάς σπεκουλάρει πάνω στην ανασφάλεια, την ανεργία και την ξενοφοβία. Και κερδίζει.

Τρίτος προορισμός, η πλειοψηφική, πλην όμως πολυδιασπασμένη, ετερόκλητη και αλληλοαποκλειόμενη αριστερά. Μόνο κοινό χαρακτηριστικό, η ολοφάνερη απροθυμία όλων των αριστερών κομμάτων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πτωχευμένης, εξαρθρωμένης χώρας. Η αντιπολίτευση, λιγότερο ή περισσότερο συνεπής ως προς τον εαυτό της, είναι το προσφιλές πεδίο των κομμάτων της αυτοαναφορικής αριστεράς. Κανένα δεν προβάλλει πειστική πρόταση εξουσίας. Ακόμη και η δημοσκοπική φούσκα της ΔΗΜΑΡ συντηρείται χάρη στην επαμφοτερίζουσα αντιπολίτευσή της, και στη ροή κεντρογενών ψηφοφόρων από το διαλυόμενο ΠΑΣΟΚ.

Με όσα βλέπουμε τώρα: Οι επικείμενες εκλογές θα σαρώσουν παλαιά πρόσωπα, θα φθείρουν παλαιούς σχηματισμούς, θα πολώσουν, αλλά δεν θα αρκέσουν να δώσουν ένα νέο βιώσιμο μπλοκ εξουσίας. Θα χρειαστούν κι άλλες εκλογές.

Κάθε εικοσιτετράωρο κι ένας νεκρός. Στο δρόμο, στο κέντρο, στην πρωτεύουσα. Κι η κοινωνία, σπαραγμένη, φοβισμένη, κατασυγχυσμένη, αποτραβιέται ακόμη βαθύτερα στο καβούκι της, όσο διάφορες ομάδες διεκδικούν σώματα και σορούς. (Μερικές σορούς δεν τις διεκδικεί κανείς, μένουν αταύτιστες στα ψυγεία. Με μια ανορθόγραφη ετικέτα.)

Ο Μανώλης Καντάρης δολοφονήθηκε λίγο προτού γεννηθεί το παιδί του. Ο Γιάννης Καυκάς κρατούσε ένα πανώ και βρέθηκε να χαροπαλεύει. Ο νεαρός από το Μπαγκλαντές έπεσε νεκρός από μαχαιριές αγνώστων. Βία εγκληματική, βία παρακρατική, βία φασιστική. Οι φονιάδες παραμένουν άγνωστοι, κυκλοφορούν ανάμεσά μας· κι είμαστε όλοι υποψήφιοι θύτες και θύματα, όλοι βυθισμένοι σ’ έναν δαιμονικό κύκλο βίας και μίσους, φόβου και μισαλλοδοξίας, εξαθλίωσης και αυτοδικίας. Και παράλογης διεκδίκησης νεκρών: κάθε φατρία διεκδικεί το αίμα ενός αθώου.

Αυτός ο κύκλος αίματος πρέπει να διακοπεί. Τώρα. Με ευθύνη της πολιτικής κοινωνίας και του δημοκρατικού κράτους, όσου έχει απομείνει, με ευθύνη κάθε έμφρονος πολίτη, είτε κατοικεί πέριξ της Πατησίων είτε κατοικεί στο Παγκράτι, στα Εξάρχεια, στους Αμπελόκηπους, στο Μαρούσι. Γιατί η βία απειλεί να γίνει πάνδημη. Γιατί οι νεκροί βαραίνουν όλη την κοινωνία: η βίαιη διακοπή μιας ζωής μάς βαραίνει όλους, η μνήμη τους μας στοιχειώνει. Ο οικογενειάρχης Μανώλης Καντάρης, ο δάσκαλος Γιάννης, ο νεαρός Μπαγκλαντέζος, είναι όλοι πλάσματα του ίδιου Θεού· δεν ανήκουν σε καμιά ναζιστική σέχτα, σε κανέναν αυτόκλητο υπερασπιστή της φυλής και της τάξης.

Στη ματοβαμμένη άσφαλτο της Γ’ Σεπτεμβρίου, της Στρατηγού Καλλάρη, της Πανεπιστημίου, οι Ελληνες πολίτες να ανάψουν κεριά και να μείνουν σιωπηλοί, απειλητικοί, αποφασισμένοι. Να στείλουν μήνυμα προς την εγκληματικά ολιγωρούσα πολιτική ηγεσία, την κουφή, τυφλή και μοιραία, που περιφρουρεί τα προνόμιά της, ότι η πρωτεύουσα έχει μετατραπεί σε slum και η χώρα βυθίζεται στην κατάθλιψη.

Θα περιμέναμε από τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο να τεθούν επικεφαλής σε τέτοιες εκδηλώσεις αισθήματος και αποφασιστικότητας, υπεράσπισης του δημόσιου χώρου και της ζωής. Θα περιμέναμε από τους υπουργούς να σπεύδουν ακαριαία στα νοσοκομεία και στις κηδείες, να παίρνουν, έστω την υστάτη ώρα, το μήνυμα μιας κοινωνίας που βουλιάζει και σπαράσσεται. Δεν το έκαναν. Κρύβονται από την πραγματικότητα, κρύβονται από την κοινωνία, κρύβονται από την Ελλάδα. Εγκατέλειψαν την Κάτω Αθήνα στην εξουσία της Χρυσής Αυγής. Οι τιμηθέντες με την ψήφο του λαού, οι λειτουργοί της δημοκρατίας, οι υπερασπιστές της νομιμότητας, οι εγγυητές της συνταγματικής τάξης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κρύβονται, δειλιάζουν, ψελλίζουν διαχειριστικές ανοησίες, πλασάρονται σε κούρσες διαδοχής, νίπτουν τας χείρας τους.

Η κλεπτοκρατική τάξη που διοίκησε τη χώρα την οδήγησε στη χρεοκοπία και την αναξιοπρέπεια. Εκχώρησε τη σημαία της Επανάστασης και τον Υμνο προς την Ελευθερία στο αυγό του φιδιού. Τώρα παρακολουθεί εξ αποστάσεως τον ευτελισμό της ζωής στο αθηναϊκό slum: εκεί, στον ζόφο, βρισκόμαστε εμείς, οι πολίτες.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.785 hits
Αρέσει σε %d bloggers: