You are currently browsing the tag archive for the ‘χρεοκοπία’ tag.

Η επαπειλούμενη ιδιότυπη χρεοκοπία της Αργεντινής, που τόσο εξάπτει τα πνεύματα στην πτωχή Ελλάδα, προσθέτει τη δική της αστάθεια σε ένα διεθνές σκηνικό ήδη αβέβαιο, σκοτεινό, ασταθές. Η απόφαση του δικαστή της Νέας Υόρκης Τόμας Γκρίεζα, που υποχρεώνει την Δημοκρατία της Αργεντινής να πληρώσει στο κερδοσκοπικό fund NML το 100% της αξίας των αργεντίνικων ομολόγων που διακρατά, κατά προετεραιότητα έναντι των αναδιαρθρωμένων πιστωτών, έβαλε φωτιά στις διεθνείς χρηματαγορές αλλά και κλόνισε τη διακρατική πίστη.

Ο επίμονος δικαστής ανατρέπει πάγιες πρακτικές στην αναδιάρθρωση κρατικών χρεών, γεγονός που οδήγησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εκφράσει την έντονη ανησυχία του για το πώς μελλοντικά θα αναδιαρθώνουν τα χρέη τους τα κυρίαρχα κράτη, σε συμφωνία με τους πιστωτές. Δια της αποφάσεώς του, ο δικαστής ανατρέπει την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών (pari passu), και αυτή την απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δια της σιωπής του την άφησε να περάσει, ούτε την απέρριψε ούτε την ενέκρινε. Παρόμοιες ενστάσεις και ανησυχίες με του ΔΝΤ διατυπώνονται από πολλούς αναλυτές χρηματοπιστωτικών οργανισμών, νομικούς και έγκυρες εφημερίδες: Η Αργεντινή δεν χρεοκοπεί, περιγράφουν, λόγω αρνήσεως ή αδυναμίας πληρωμής, αλλά λόγω δικαστικού εξαναγκασμού, που μπλοκάρει την ροή πληρωμών προς τους αναδιαρθρωμένους πιστωτές, προς όφελος του «γύπα» Πολ Σίνγκερ, αγοραστή αργεντίνικων ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά έναντι ελαχίστου κλάσματος της ονομαστικής αξίας. Το μπλοκάρισμα της εξυπηρέτησης του αναδιαρθρωμένου χρέους δεν αμφισβητεί μόνο την κυριαρχία του κράτους της Αργεντινής, αλλά και την κυριαρχία όλων των κρατών επί των ομολόγων που εκδίδουν.

Γιατί όμως το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε αυτή την απόφαση που θέτει το δόλιο κέρδος υπεράνω της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους και της συμφωνίας του με τους πιστωτές του; Φυσικά δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την τελική έκβαση της υπόθεσης, αλλά μπορούμε να συνδέσουμε την επίδειξη ισχύος του αμερικανού δικαστή, με την επίδειξη ισχύος που κάνουν οι ΗΠΑ τους τελευταίους αρκετούς μήνες επί των μεγάλων ευρωπϊκών τραπεζών: τα πρόστιμα που επιβάλλουν στους αμερικανικούς κλάδους των ευρωπαϊκών οίκων είναι ασύλληπτου μεγέθους, προκαλούν τριγμούς στα οικοδομήματά τους, έχουν πλέον χαρακτηριστικά πολέμου. Οι γαλλικές, γερμανικές και ελβετικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ και υπόκεινται στο αμερικανικό δίκαιο έχουν πληρώσει πολλά δισ. δολάρια. Η οικονομική πίεση είναι πολιτικό όπλο: οι ΗΠΑ υπενθυμίζουν την ισχύ τους σε όποιον αμφισβητεί την επιρροή και τις νουθεσίες τους.

Η Ευρώπη και η απρόθυμη ηγεμονεύουσα Γερμανία αισθάνονται την πίεση περισσότερο και από την Αργεντινή. Δεν τιμωρούνται μόνο οι μεγάλες τράπεζες για τα βρώμικα παιχνίδια τους, η Ευρώπη μοχλεύεται στην Ουκρανία, και πιέζεται να αντιπαρατεθεί με τη Ρωσία, στρατηγικό προμηθευτή ενέργειας και εμπορικό εταίρο. Η κλιμακούμενη αντιπαράθεση περί του ουκρανικό, με τα μέτρα εμπάργκο, θα πλήξει όχι μόνο τη Ρωσία αλλά και τους Ευρωπαίους.

Ετσι, η Ρωσία απομακρύνεται από την Ευρώπη και στρέφεται προς τους εταίρους της των BRICS. Συμφωνεί ενεργειακή προμήθεια με την Κίνα, εδραιώνει τις συνεργασίες της με την Ινδία στην αμυντική βιομηχανία, προσκαλεί την Αργεντινή στη σύνοδο των BRICS τον περασμένο μήνα. Στη σύνοδο αυτή άλλωστε οι πέντε μεγάλες χώρες συμφώνησαν στη δημιουργία της δικής τους αναπτυξιακής τράπεζας, με προίκα 50 δισ. δολ. και συναλλαγματκά διαθέσιμα 100 δισ., μια φιλόδοξη δομή παραπληρωματική και ανταγωνιστική προς το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, παραδοσιακά επηρεαζόμενες από τις ΗΠΑ. Οι BRICS είχαν λάβει υπόσχεση το 2010 στη σύνοδο των G20 για αύξηση των ψήφων τους στο ΔΝΤ κατά 6%, αλλά η υπόσχεση δεν τηρήθηκε.

Στο περιθώριο της συνόδου επίσης ο Κινέζος Πρόεδρος επισκέφθηκε την Αργεντινή και υπέγραψε με την πρόεδρο Κριστίνα Φερνάντες συμφωνίες για παραγωγικές επενδύσεις 7,2 δισ. δολ. και για τόνωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της διψασμένης χώρας, ύψους 11 δισ. Τις ίδιες μέρες εκτυλισσόταν εκ παραλλήλου στη Νέα Υόρκη το θρίλερ του δικαστή Γκρίεζα και του γύπα Σίνγκερ…

Η αστάθεια του μεταψυχροπολεμικού κόσμου πρέπει να εξετάζεται από πολλές γωνίες θέασης: οικονομικά, στρατιωτικά, γεωπολιτικά. Ακόμη και πολιτισμικά. Κυρίως όμως ως αγώνας για κυριαρχία, ή ισορροπία διά αποτροπής μεγέθυνσης του δυνητικού αντιπάλου. Βεβαίως οι μη μετρήσιμες παράπλευρες συνέπειες, οι απρόβλεπτες μεταβλητές, η ετερογονία των σκοπών είναι πάντα παρούσες και ανατρέπουν τους σχεδιασμούς. Το πλήγμα της 11/9 και ο εν συνεχεία πόλεμος σε Ιράκ και Αφγανιστάν σηματοδότησαν μια μείζονα αναταραχή στον πλανήτη, που ντύθηκε με όρους σύγκρουσης πολιτισμών. Εν συνεχεία οι ΗΠΑ απεσύρθησαν από τα πεδία των πολέμων, χωρίς εμφανή κέρδη. Ιδού όμως, η σύγκρουση πολιτισμών συμβαίνει στη Μοσούλη και στην Τρίπολη. Στα εγκαταλειφθέντα πεδία ανοίγονται τώρα ιστορικά ρήγματα πρωτοφανή, μαίνονται ιεροί πόλεμοι, αναχαράσονται σύνορα ύστερα από μισό αιώνα, ιδρύονται χαλιφάτα τζιχαντιστών και εμιράτα φυλάρχων. Η Ευρώπη αποκτά σύνορα με πεδία πολέμων και εθνοτικού χάους, από την Ουκρανία έως τη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή. Υποδέχεται βουβά κύματα μεταναστών και προσφύγων.

Η Ευρώπη… Προς το παρόν είναι η μεγάλη χαμένη, διπλωματικά, πολιτικά και οικονομικά, παρότι δεν ενεπλάκη ευρέως στους πολέμους της περασμένης δεκαετίας, παρότι δεν εγέννησε το κραχ του 2008. Παραμένει πάντα η κατ’ εξοχήν ζώνη ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας στον πλανήτη. Οχι πια όμως αδιάβροχη. Δοκιμάζεται βάναυσα η εσωτερική συνοχή της, δοκιμάζεται το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της, δοκιμάζονται οι προσδοκίες των νεότερων γενεών, δοκιμάζεται η ίδια η υπόσταση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Το Μπουένος Αϊρες, το Κίεβο, η Μοσούλη, η Τρίπολη, η Γάζα, δεν είναι μακριά.

PABST_PANDORAS_BOX

Η σύνθλιψη της πολιτικής, η υποβάθμισή της σε παρακολούθημα μιας ιδιοτελούς οικονομικής ορθοδοξίας, ποτίζει κάθε χαραμάδα της ελληνικής πραγματικότητας σήμερα. Πήρε χρόνια να φθαρεί εντελώς, να φτάσει στο ερείπιο που κατοικούμε τώρα, και η κατεδάφιση συνετελείτο πανευρωπαϊκά και διεθνώς, όχι μόνο στην βαλκανική απόφυση των μασκαράδων που υπεδύοντο τις ιδιοπροσωπείες.

Η οικονομική χρεοκοπία ήταν μια μόνο έκφραση της πολιτικής πτώχευσης, η πιο αισθητή, η πιο οδυνηρή ασφαλώς. Η ηθική εξαχρείωση, η διανοητική αποσάθρωση, η παγωνιά των αισθημάτων ή η γενίκευση των αισθημάτων φθόνου και κανιβαλισμού, προέλαυναν επί χρόνια, κατελάμβαναν κάθε εκατοστό του δημόσιου χώρου, αφαιρούσαν το οξυγόνο, ξυπνούσαν δυσοίωνα προαισθήματα, γέμιζαν ανησυχία· αλλά το σοκ το ένιωσαν όλοι μόνο με την υλική πτώση, με την πτώχευση, μπρος στα ειδεχθή ταξικά βάραθρα. Μόνο τότε αντιληφθήκαμε οι Έλληνες, και όχι όλοι ακόμη, ότι ο συλλογικός βίος εκπίπτει και μαραίνεται, αλλάζει έτσι που μπορεί να μη μας περιλαμβάνει όλους ακέραιους, και μόνο τότε, και όχι όλοι, αντιληφθήκαμε ότι ο ατομικός βίος είναι αξεχώριστος από τον συλλογικό. Αυτή η σχέση ατομικού-συλλογικού είναι η πολιτική, και αυτή η σχέση είχε μαραζώσει πολύ καιρό πριν απ’ την πτώχευση.

Μα το πολιτικό εξακολουθεί να υπάρχει και χωρίς την έλλογη πολιτική· να υπάρχει υλικό και πρωταρχικό, θεμελιώδες και αρχέγονο, να υπάρχει απαιτώντας να εκφραστεί με κάθε τρόπο. Στο άγονο κενό που κατέλιπε η πεπτωκυία έλλογη πολιτική, βλασταίνουν τώρα άλογες φανερώσεις του πολιτικού: η απόγνωση, η μοχθηρία, η ξενηλασία, η μνησικακία, ο κερματισμός, η απάθεια, η βουβαμάρα, η καθολική δυσπιστία. Απάθεια μα και απόλυτη δυσπιστία απέναντι στον κυρίαρχο λόγο, σ’ έναν ποβερταλισμό αναβλύζοντα απευθείας από την κλεπτοκρατία και τον παρασιτισμό, μια πτωχολαγνία που υποδύεται την Μοναδική Εναλλακτική Λύση φορώντας ηθικολογική προβιά, αλλά που στην ουσία είναι μια κυνική και σεχταριστική ιδεολογία, μια κοσμική σαρία: οι αδύναμοι αξίζουν τη μοίρα τους, οι μεσαίοι αξίζουν την τιμωρία τους, και η μοίρα τους και η τιμωρία τους είναι φρικτές, δικαιολογημένες από την Αόρατο Χείρα της αγοράς.

Η σύγχυση, η αλλοφροσύνη, το μαλλιοτράβηγμα, το τρελό πινγκ-πονγκ του μίσους όλων εναντίον όλων, απορρέουν από αυτή την κατάρρευση του πολιτικού Λόγου, από την επικράτηση του ψευδοορθολογικού τζιχάντ και της απόγνωσης των γυμνών ψυχών στη σφαίρα του πολιτικού. Το πραγματικό είναι μια μόνο στιγμή στο γενικευμένο ψεύδος ― η εγελιανή-ντεμπορική αντιστροφή είναι η αβάσταχτη αλήθεια μας.

Η πενία είναι υλική συνθήκη που δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στην ανελευθερία, στη γύμνωση της ύπαρξης· ένας βίος οικονομημένος και όχι άπληστος μπορεί να οδηγεί λυσιτελέστερα στην ελευθερία. Όχι όμως η τρέχουσα οικονομία της δυστυχίας. Η βίαιη άδικη πτώχευση τρελαίνει, αφαιρεί βίαια τον χρόνο, την προσδοκία, το ψηλάφισμα του μέλλοντος: κατ’ επέκτασιν, υποδουλώνει ή αποθηριώνει ή και τα δύο μαζί.

Για την επανεύρεση της ελευθερίας και της αλήθειας, μας χρειάζεται να ξαναβρούμε την πολιτική σαν μια οικονομία της ευτυχίας.

εικόνα: G.W. Pabst, Pandora’s Box

Ε2Α_2012

Οσοι έχουν δουλειά, έχουν και θερινή άδεια. Το ελληνικό καλοκαίρι παρασύρει ήδη σώματα και πνεύματα στην δική του γλυκιά χαύνωση, χαλαρώνει τα τανυσμένα νεύρα, διοχετεύει ευφορία, ακόμη και εγκαρτέρηση και αγάπη, μια θυμόσοφη διάθεση έναντι της σκληρής ζωής. Αν ανατρέξουμε στους ποιητές και τους φιλόσοφους του μεσογειακού κόσμου, θα βρούμε περιγραφές και εξηγήσεις αυτής της ωκεάνειας αίσθησης, της διεύρυνσης των αισθήσεων και της ευρυχωρίας του πνεύματος.

Και πόσο τα χρειαζόμαστε τέτοια αισθήματα… Πώς μας γειώνουν στην ζεστή πέτρα και το δροσερό νερό, σε έναν σμαραγδένιο κολπίσκο κυκλάδος νήσου, κάτω από μια καλαμωτή με τζιτζίκια, την πιο ψηλή ώρα του μεσημεριού ή στο μυστήριο του δειλινού, κάτω από σκιερά δέντρα σε ρίζες βουνών. Ολοι οι Ελληνες και οι παρεπιδημούντες κοινωνούν αυτή την αίσθηση καλοκαιριού.

Και πόσο ανάγκη την έχουμε την καλοσύνη που σταλάζει στις φλέβες το θέρος… Πρώτα απ’ όλα μήπως και αποσυμπιεστεί η οργή, το μίσος που χύνεται από κάθε πλευρά και έχει θολώσει κρίση, νου και βλέμμα. Με τον καθένα μας να ψάχνει έναν φταίχτη απέναντι, έναν άλλο, να ψάχνει το φταίξιμο, την κύρια και πρώτη αιτία του κακού, και να ’ναι τόσος ο πυρετός που παντού γύρω ν’ αντικρίζεις κακό και φταίχτες. Η μεγαλύτερη ζημιά της κρίσης είναι η πανδημία μίσους· πίσω της φωλιάζει η ήττα, σαν βουβή φλεγμονή.

Πώς χρειαζόμαστε χρόνο, έστω τον γρήγορο χρόνο του καλοκαιριού, να μαλακώσει τις ψυχές, να διαυγάσει τις διάνοιες. Κάθε καλοκαίρι απ΄το ’09 και μετά είναι επείγον, κάθε φορά και περισσότερο, και του ’13 πιο επείγον απ’ όλα. Η κρίση είναι η μόνη σταθερά πλέον, και η κορύφωσή της διαρκής. Μία μία οι σταθερές κλονίζονται, ραγίζουνε και σπάνε· η υλική επάρκεια, η κανονικότητα του καθ΄ημέραν βίου, η μέριμνα της κοινωνίας, η προστασία της οικογένειας, η πολιτεία η ίδια κλονισμένη κι αυτή.

Ο πιο ανησυχητικός κλονισμός: ο ηθικός κλονισμός και ο κλονισμός της δημοκρατίας ως ροής· η εγκαθίδρυση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης ως κανονικότητας, η κατάσταση εξαίρεσης ως διαρκής συνθήκη βίου. Καλοκαίρι ’10: χρεοκοπία και μνημόνιο. Καλοκαίρι ’11: πλατείες και διαδηλώσεις. Καλοκαίρι ’12: εκλογές και νέα γεωγραφία, χωρίς ορατή ανάκαμψη. Καλοκαίρι ’13: εξωγενές ατύχημα Κύπρου, ενδογενές ατύχημα ΕΡΤ, η ανάκαμψη μακραίνει ακόμη.

Προσβλέπουμε λοιπόν στο χρόνο του καλοκαιριού: για ανακούφιση των κατάκοπων νεύρων και για νοητική ανασύνταξη. Καταφυγή στο φως και τη θάλασσα, μακριά από την κουρασμένη ασήκωτη πόλη, απ’ τα μελαγχολικά πρωινά και τις πυρετικές νύχτες. Με τα ελάχιστα ― και θα γυρίσουμε πλήρεις, άνευ μίσους. Κρατώντας ένα φτενό κλειδάκι, κληρονομιά του Οδυσσέα Ελύτη:

«Στις Κυκλάδες οι μικρές εκκλησίες αφθονούν και λάμπουν όπως τα βότσαλα. Άλλου πουθενά χριστιανοί δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο ειδωλολάτρες. Και είναι με το μέρος τους ο Θεός».

φωτ.: Κωνσταντίνος Μάνος

kai-aw-trogomen-petres

Τι μάς δείχνει η εν εξελίξει εμπειρία της χρεοκοπημένης Κύπρου; Πολλά. Μας δείχνει καταρχάς πώς αντιδρούν οι αδελφοί Κύπριοι σε ιστορικές στιγμές, αντιμέτωποι με κρίσιμα διλήμματα: αποφασίζουν. Και παρά το μικρό μέγεθος του νεαρού κράτους τους, τολμούν να αναλαμβάνουν τα ρίσκα της εναντίωσης στους μεγάλους. Με όποιο κόστος. Φυσικά: το πανεθνικό και παλλαϊκό κίνημα της αυτοδιάθεσης είναι μνήμη νωπή ακόμη. Οπως νωπή είναι και η ήττα του 1974, η κατοχή του βορείου τμήματος, η προσφυγιά, ο σκληρός αγώνας για ανοικοδόμηση. Η αυτοδιάθεση, δηλαδή η αποτίναξη του αποικιοκρατικού ζυγού, στα χρόνια του ’50, κόστισε κάτι παραπάνω από χαράτσι επί των καταθέσεων: κόστισε αίμα, έφηβοι και παλικάρια απαγχονίζονταν κι ύστερα θάβονταν άκλαφτα σε φυλακισμένα μνήματα. Κάθε οικογένεια στην Κύπρο έχει τέτοιες μνήμες: μια φωτογραφία αγωνιστή, μια φωτογραφία αγνοούμενου, μια φωτογραφία με το χαμένο σπίτι στα κατεχόμενα, φωτογραφίες με ξενιτεμένους στο Λονδίνο, στην Αυστραλία, στην Αμερική.

Παρ’ όλ΄αυτά, αυτοδιάθεση. Αυτό είναι το νόημα του όχι, απέναντι στη σκληρή απόφαση του Eurogroup, η οποία de facto πλήγωσε βαριά την οικονομία της Κύπρου, και μόνο με την ανακοίνωσή της. Μπορεί η εφεξής πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το όχι να είναι αναλόγως ή και περισσότερο επώδυνη, αλλά υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά: η επιλογή θα είναι δική της. Οπως και με το σχέδιο Ανάν, το 2004: δεν ήταν εύκολη απόφαση· όλοι οι μεγάλοι φίλοι πίεζαν αφόρητα τους Κυπρίους να αποφασίσουν για το καλό τους υπέρ ενός υβριδικού μορφώματος με ασαφή κυριαρχία και αμφίβολη βιωσιμότητα. Αυτοί αποφάσισαν όχι. Τους απειλούσαν, αυτούς τους μικρούς και ολίγους, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες πάνω σε ένα διαιρεμένο νησί στη Μεσόγειο, ότι αν αντιταχθούν, θα καταστραφούν. Αντιτάχθηκαν, και δεν καταστράφηκαν.

Αναλόγως τώρα: απειλούνται με μια άλλη καταστροφή, τη χρεοκοπία. Απειλούνται να χάσουν όσα κέρδισαν με σαράντα χρόνια σκληρής δουλειάς, μετά την εθνική τραγωδία του ’74. Αφού εν τω μεταξύ έχουν εκχωρήσει οικειοθελώς στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην ευρωζώνη μέγα μέρος της εθνικής κυριαρχίας, της με αίμα κερδισμένης. Θα πληγωθούν, βαριά ενδεχομένως. Πάντως όχι τόσο βαριά όσο το ’74. Και σίγουρα δεν θα καταστραφούν: αφού δεν τέλειωσαν τότε, με την πολεμική ήττα.

Μαζί με το αναπόφευκτο οικονομικό τραύμα ωστόσο, και ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης, οι Ελληνες της Κύπρου έχουν ένα ηθικό κέρδος, διατηρούν ένα κεκτημένο: την αυτοδιάθεση. Τη δυνατότητα να διαθέτουν εαυτό ως βούλονται. Τη δυνατότητα να επιλέξουν να τερματίσουν οι ίδιοι την ευημερία τους ή και τη ζωή τους, όταν και όπως αυτοί βούλονται, και όχι όπως και όταν τους υποδεικνύεται από φίλους και προστάτες. Αυτή είναι η ουσία της ελευθερίας, από τον καιρό των θουκιδίδειων Μηλίων έως τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης και της απελευθέρωσης των αποικιοκρατούμενων εθνών.

Το όχι δεν οδηγεί σε νίκη· άλλωστε το πεδίο και το είδος της αναμέτρησης έχουν οριστεί από τους άλλους, τους υπέρβαρους εταίρους και δανειστές. Οδηγεί όμως στην επιβεβαίωση της ηθικής υπόστασης, στη συλλογική αυτοναγνώριση, στην εθνική συνοχή. Πρόκειται για μεγέθη μη μετρήσιμα, άυλα, όχι όμως λιγότερο αναγκαία: άνευ αυτών, τι είναι ένας λαός, μια συλλογικότητα ανθρώπων; Ενα πλήθος αλληλοϋποβλεπόμενων ατόμων, όχλος ωφελιμιστών· ασφαλώς ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν οραματίζεται αυτό για τον γερμανικό λαό.

Οι Κύπριοι θα ξαναφτιάξουν το νησί. Οπως ξανάφτιαξαν τις ζωές τους μετά το ’74, όταν ―μάς θυμίζει ο Αριστος Μιχαηλίδης στον «Φιλελεύθερο»― ο Αττίλας κατέφαγε το 65% των ξενοδοχείων, το 87% των υπό ανέγερση ξενοδοχειακών μονάδων, το 40% των σχολικών κτιρίων, το 41% των κτηνοτροφικών μονάδων, το 48% των εξαγωγικών αγροτικών προϊόντων και το 56% των παραλιών.

Δεν ξέρω μόνο αν θα ξαναπούν εύκολα το ομηρικό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: «Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες». Διότι η παρούσα Ελλάς, ως κράτος των Αθηνών, και σε τούτη την περίσταση δεν τους στάθηκε. Θα δούμε. Ακόμη κι έτσι όμως, οφείλομε χάριτες στους Κυπραίους αδελφούς, εμείς οι τρις χρεοκοπημένοι και τρις ενδώσαντες Ελλαδίτες, γιατί μας θύμισαν ότι υπάρχει και το γλυκόπικρο όχι της ψυχής. Και της αυτοδιάθεσης: της Γαλλικής Επανάστασης, του Ρήγα, του Μπολιβάρ, του Γκάντι, του Γρηγόρη Αυξεντίου.

20.03.2013

Η βαριά καταδίκη του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου προκάλεσε δύο ταυτόχρονες αντιδράσεις: επικρότηση της τιμωρίας, αλλά και έκπληξη για την επιβληθείσα ποινή. Επιτέλους, να μπει ένας διεφθαρμένος πολιτικός στη φυλακή. Αλλά ισόβια;

Οι δύο αντιδράσεις δεν είναι αντινομικές· συμπληρωματικές είναι: η μία προέρχεται από τον πολίτη, η άλλη από τον άνθρωπο. Και εν συνεχεία, οι δύο συντίθενται σε έναν πιο περιεκτικό και ευρύ συλλογισμό: η διαφθορά ευθύνεται κυρίως για τη δεινή κρίση που παραλύει τη χώρα και βασανίζει τους ανθρώπους. Διεφθαρμένοι πολιτικοί και επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί αδιαφόρησαν και υπονόμευσαν τις αναγκαίες προσαρμογές της οικονομίας, χρηματίστηκαν για εξοπλισμούς, προμήθειες και έργα του Δημοσίου, συχνά περιττά ή ακατάλληλα, επέβαλαν ομερτά και τρόμο σε όλη την υπόλοιπη διοίκηση, διέχυσαν τη διαφθορά σε όλο το κοινωνικό σώμα ως τρόπο διοικείν και ως κυρίαρχο ήθος.

Η δημοκρατία δεν πρέπει να φέρεται εκδικητικά, αλλά δεν μπορεί να υπομένει επί μακρόν τον ευτελισμό της από ανάξιους λειτουργούς και αιρετούς ηγέτες, διότι αυτοακυρώνεται. Η καταδίκη του πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης σε ισόβια προοικονομεί βαριές ποινές σε αρκετές άλλες δίκες που εκκρεμούν, με κατηγορούμενους ανθρώπους που διαχειρίστηκαν πλημμελώς δημόσιες υποθέσεις. Πολλοί έχουν χάσει τον ύπνο τους. Ορθώς. Πρόκειται για ανθρώπους που πολιτεύθηκαν με τρομερή αλαζονεία, που αισθάνονταν ανέλεγκτοι, υπεράνω κανόνων και νόμων, αιώνιοι νομείς της εξουσίας και όχι υπηρέτες του δημόσιου συμφέροντος. Αλλωστε, κάποιοι εξ αυτών εξακολουθούν να βρίσκονται σε καίριες θέσεις του κράτους, αυτού που οι ίδιοι οδήγησαν στη χρεοκοπία, επιδιδόμενοι στο πλιάτσικο που ακολουθεί κάθε χρεοκοπία και διαχειριζόμενοι την αποικιοποίηση του ερειπιώνα.

Η τιμωρία, άρα, έχει παραδειγματικό χαρακτήρα. Και δρα ενισχυτικά για το δημοκρατικό φρόνημα που τόσο έχει υποφέρει τα τελευταία πολλά χρόνια από την κατά συρροήν παραγραφή αξιόποινων πράξεων πολιτικών προσώπων. Ολα τα μεγάλα σκάνδαλα πέρασαν από τα όργανα της Βουλής και κανένα δεν κατέληξε σε παραδειγματική τιμωρία. Αυτή η σκανδαλώδης απαλλαγή των επίορκων, η ομερτά μεταξύ φυλάρχων και κλεπτοκρατών, υπονόμευε διαρκώς την ισονομία και την ισοπολιτεία, τραυμάτιζε διαρκώς το πολίτευμα, και κλόνισε εντέλει την πίστη των πολιτών στη δημοκρατία. Η οικονομική καταστροφή, η πτώχευση, ήταν η υλική έκφραση της ήδη συντελεσθείσας ηθικής φθοράς.

Πόσο βαθιά θα πάει η τιμωρία των επίορκων; Θα θυσιαστούν μερικοί ήδη ξοφλημένοι και καμένοι, για να εξευμενιστεί το πλήθος, χωρίς να θιγούν οι μεγάλοι υπαίτιοι; Δεν το ξέρουμε. Ελπίζουμε ωστόσο η τιμωρία να μην είναι μαζική και τυφλή, αφενός, αλλά και να μην ξεφουσκώσει, να είναι δίκαιη και παραδειγματική· αφετέρου, να δράσει προωθητικά για την εκ παραλλήλου ανασυγκρότηση των θεσμών και την αναγέννηση της πολιτικής. Η τιμωρία μόνη δεν είναι αρκετή· απαιτείται υπέρβαση και αναδημιουργία.

 

Η κρίση ανοίγει τα μάτια, τουλάχιστον σε όσους θέλουν να τα ανοίξουν, και μας δείχνει με τρομερή διαύγεια όσα από χρόνια συνόδευαν τον δημόσιο βίο και τα προσπερνούσαμε. Ενα κυρίως: τη φθορά της δημοκρατίας, τη δυσφορική μεταδημοκρατία, έτσι όπως την οσμιζόμαστε να μας κυκλώνει από καιρό, και τώρα τη βλέπουμε να αποσαθρώνεται μπρος στα μάτια μας και να μας σκεπάζει με τα σαρίδια και τ’ αποκαΐδια της χαμένης ύλης της.

Από την αρχή της οικονομικής κρίσης, και πολύ νωρίτερα ακόμη, επισημαίναμε όχι μόνο τη διάχυτη δυσφορία για το συστημικό αδιέξοδο και τις βαρύτατες ευθύνες των ηγετικών ελίτ, αλλά και το γεγονός ότι η κρίση είναι κατ’ ουσίαν βαθύτατα πολιτική, ως εκ τούτου οι λύσεις δεν μπορούν παρά να είναι αναλόγως πολιτικές, αναγεννητικές του πολιτεύματος εν γένει, και όχι τεχνικές διαχείρισης του οικονομικού πρόβλήματος. Ωστόσο, τρία χρόνια από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, και αφού εν τω μεταξύ έχουν ήδη μεσολαβήσει δύο μνημόνια, μια επίσημη χρεοκοπία δια της αναδιάρθρωσης χρέους, μια καθαίρεση πρωθυπουργού, μια δικομματική κυβέρνηση υπό τεχνοκράτη πρωθυπουργό, δύο εκλογικές αναμετρήσεις, και μια τρικομματική κυβέρνηση, το ελληνικό πρόβλημα εξακολουθεί να προσεγγίζεται ως οικονομικό και όχι ως πολιτικό.

Δύο από τις πολλές όψεις της πολιτικής παρακμής: η ασύμμετρη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου· και η ηθική απαξίωση της δημοκρατικής λειτουργίας και των πολιτικών προσώπων. Και τα δύο συμπτώματα της φθαρμένης δημοκρατίας διαπερνούν την τρέχουσα ρητορική με πολλούς τρόπους, φανερά ή έμμεσα· και τα δύο συμπτώματα δείχνουν πόσο εξασθενημένα είναι τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους.

Την δυστροφική και στρεβλή σχέση δημόσιου-ιδιωτικού τη διαπιστώνουμε στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι Ελληνες τον χώρο, την ίδια τους την πατρίδα, αλλά και τις λειτουργίες του κράτους. Οσο νοικοκύρηδες είναι στον ιδιωτικό τους χώρο και μαχητικοί υπερασπιστές του, τόσο αδιάφοροι ή και εχθρικοί είναι απέναντι στον κοινόχρηστο δημόσιο χώρο. Η ατομική ιδιοκτησία είναι ιερή, λαμβάνει όλη τη φροντίδα και την ενέργεια· ο δημόσιος χώρος, το κοινό, επαφίεται στη φροντίδα των αιρετών αρχόντων ή στην τύχη του, όταν δεν αντιμετωπίζεται ως λεία. Η αδιάφορη-εχθρική σχέση με τον δημόσιο χώρο, δηλαδή με την υλική έκφραση της δημόσιας σφαίρας, επεκτείνεται αναλόγως και στους άυλους θεσμούς και στις λειτουργίες του δημοκρατικού κράτους: η συμμετοχή δεν εκλαμβάνεται ως ευθύνη και συνεργασία, αλλά ως συναλλαγή. Από αυτή την άποψη, η πελατειακότητα, ένα πολύ πρώιμο χαρακτηριστικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ύστερη ελληνική δημοκρατία, μαζί με άλλα μετανεωτερικά χαρακτηριστικά.

Ενα απ΄αυτά τα μετανεωτερικά στοιχεία είναι η εμμονική ρητορική περί απομείωσης του κράτους, νεοφιλελεύθερης καταγωγής: το κράτος φταίει για όλα τα δεινά, το κράτος πρέπει να μειωθεί έως εξαφανίσεως, λιγότερο κράτος κ.ο.κ. Ενώ είναι απολύτως ορθό και θεμιτό να ζητάμε δίκαιο, ορθολογικό και αποτελεσματικό κράτος, προ πάντων δημοκρατικό, ώστε να εγγυάται την ισότητα, απεναντίας είναι εντελώς ανορθολογικό και ανιστορικό να ζητάμε την εξασθένηση του εργαλείου επειδή ο χρήστης είναι φαύλος ή ανίκανος. Η εξαχρείωση των πολιτικών προσώπων και των κρατικών λειτουργών δεν θα εξαφανιστεί αν εξασθενήσει το κράτος. Αντιθέτως, μόνο ένα λειτουργικό, ισχυρό δημοκρατικό κράτος μπορεί να εγγυηθεί την ισονομία, τη δικαιοσύνη, τον έλεγχο της αυθαιρεσίας και των σφετεριστών της εξουσίας.

Σε αυτό το σημείο εισέρχεται το άλλο σύμπτωμα της εγχώριας μεταδημοκρατίας: η ηθική απαξίωση των πολιτικών προσώπων και των θεσμών. Μια βασική έκφραση, αλλά και αιτία μαζί, είναι η αυτοπροστασία των πολιτικών από τον έλεγχο και την τιμωρία, η περιβόητη ασυλία που έχουν θεσμίσει για τους εαυτούς τους. Αλλη έκφραση είναι η πεισμώδης εθελοτυφλία ενώπιον των φαινομένων διαφθοράς και η κυνική απόρριψη της πολιτικής ευθύνης. «Οποιος έχει στοιχεία, να πάει στον εισαγγελέα!». Με αυτά τα λόγια ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης όρισε προ ετών, επί Ισχυράς Ελλάδος, το πολιτικό πλαίσιο της μη διερεύνησης σκανδάλων και της ατιμωρησίας. Δυστυχώς για τον πρώην πρωθυπουργό και για την ασθενή δημοκρατία, πλειάδα κορυφαίων συνεργατών και υπουργών του ευρέθησαν αργότερα διωκόμενοι ή υπόδικοι για τεράστια σκάνδαλα, από τους Μαντέλη και Τσουκάτο έως τον Τσοχατζόπουλο.

Εκτοτε το σημιτικό πλαίσιο, υπονομευτικό και εξευτελιστικό για την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία, διευρύνθηκε από άλλους ικανούς συνηγόρους: η εντυπωσιακά κυνική διάκριση του «νόμιμου» από το «ηθικό», κατά Γιώργο Βουλγαράκη, παραμένει ισχυρή και δραστική έως σήμερα, όπως επιβεβαίωσε έργω και λόγω ο Βύρων Πολύδωρας, για μία ημέρα Πρόεδρος της Βουλής. Το νόμιμο δικαίωμα του νεποτισμού επικαλέστηκε κι αυτός.

Κανείς όμως εισαγγελέας δεν μπορεί να αποκαταστήσει την χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου. Αντιθέτως, ο κυνισμός, η νομότυπη ανηθικότητα, η αλαζονεία και η απληστία των αιρετών, εντέλει η προδοσία της ηθικής αποστολής του αιρετού και η κατοδολίευση της εντολής, οδήγησαν στο μαζικό μούτζωμα της Βουλής και στα τυφλά γιαουρτώματα.

Η ηθική εξαχρείωση των προσώπων σημαίνει εκχώρηση εξουσίας σε εξωθεσμικά κέντρα, εκτός δημοκρατικού ελέγχου: ο ηθικά επιλήψιμος πολιτικός είναι πολλαπλώς εκβιαζόμενος, ουσιαστικά όμηρος. Η δε δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε αρένα σύγκρουσης οργανωμένων συμφερόντων, όπου κατασπαράζονται όλοι: έντιμοι, Δον Κιχώτες, εισαγγελείς, θεσμοί και ιδέες. Η ηθική και πολιτική χρεοκοπία προηγήθηκε της οικονομικής.

Boni pastoris est tondere pecus, non deglubere (Ο καλός ποιμένας προτιμά να κουρεύει τα πρόβατα και όχι να τα γδέρνει)

Η κρίση αναδεύει τον βυθό και φέρνει στην επιφάνεια πράξεις και μυστικά, που υπό κανονικές συνθήκες θα φανερώνονταν πολλά χρόνια αργότερα. Oι αποκαλύψεις του Παναγιώτη Ρουμελιώτη για το παρασκήνιο των πολιτικών αποφάσεων της κυβέρνησης Παπανδρέου, που οδήγησαν την Ελλάδα στο Μνημόνιο Ι και ακολούθως στη χρεοκοπία και το Μνημόνιο ΙΙ, αφορούν ένα τέτοιο ιστορικό μυστικό.

Τα όσα καταμαρτυρεί εις βάρος του πρώην πρωθυπουργού ο τέως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ, κυκλοφορούσαν ήδη ως ημιβεβαιωμένες πληροφορίες και εγράφοντο σε αναλύσεις και χρονικά της κρίσης. Η προσωπική μαρτυρία όμως του Ελληνα λειτουργού και τεχνοκράτη, που μετείχε στο ΔΝΤ την ώρα των ιστορικών αποφάσεων, δίνει άλλο βάρος και άλλη τροπή στη διερεύνηση της περιόδου 2009-2010. Τώρα μπορούμε βάσιμα να εκτιμήσουμε ότι οι Γ.Α. Παπανδρέου και Γ. Παπακωνσταντίνου χειρίστηκαν την κρίση εξ ολοκλήρου λανθασμένα, ότι δεν διαπραγματεύτηκαν επαρκώς, ότι εντέλει σφράγισαν την μοίρα του ελληνικού λαού δρώντας σαν διανοητικά αιχμάλωτοι, όμηροι φόβων και ιδεοληψιών. Τουλάχιστον.

Ασφαλώς θα αναρωτηθούμε γιατί ο κ. Ρουμελιώτης επιλέγει να μιλήσει τώρα, όταν όλα έχουν κριθεί, όταν η Ελλάδα έχει χάσει πια τις όποιες δυνατότητες είχε να διαπραγματευτεί καλύτερα την τύχη της. Θα αναρωτηθούμε περαιτέρω: Γιατί μιλάει; Γιατί δεν σιωπά και δεν απολαμβάνει τις πλουσιοπάροχες αμοιβές του από το ΔΝΤ και τώρα από την Τράπεζα Πειραιώς; Αντιστοίχως, γιατί δεν σιωπά αιδημόνως ο κ. Παπανδρέου, αλλά απεναντίας γυρνάει σε συνέδρια και αναπτύσσει τη δική του εκδοχή για τον χειρισμό της κρίσης και την ατιμωτική αποπομπή του, αναζητώντας απεγνωσμένα δικαίωση εκ των υστέρων;

Φαίνεται ότι ακόμη και για πρόσωπα ψημένα στην εξουσία και στις μεγάλες αποφάσεις, η ιστορική ευθύνη για την εν εξελίξει εθνική καταστροφή είναι πολύ βαριά, δεν αντέχεται. Γι΄ αυτό μιλούν. Μιλώντας την καταστροφή, την ελαφραίνουν μέσα τους· προσδοκούν, αν όχι δικαίωση, τουλάχιστον ανακούφιση. Πολύ περισσότερο, που δεν υπάρχει Μετά: η καταστροφή έχει συντελεστεί και είναι αμετάκλητη, δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα να επιδιορθώσουν ή να ανασκευάσουν.

Ας μην λησμονούμε ότι ο Π. Ρουμελιώτης ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά και δεν δικάστηκε διότι είχε ήδη εκλεγεί ευρωβουλευτής. Φέρει άρα ένα πολιτικό βάρος, και μια ηθική σκιά, από το μακρινό παρελθόν. Δεν θα ήθελε να φέρει και το στίγμα της ολιγωρίας σε μια ιστορική στιγμή που παίχτηκε το μέλλον γενεών Ελλήνων.

Πολύ επαχθέστερο είναι το ιστορικό και προσωπικό βάρος για τον πρώην πρωθυπουργό, παρότι με τον Π. Ρουμελιώτη μοιράζονται την εμπειρία ανάμιξης στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Το όνομά του και η αποτυχία του βάζουν τέλος στην πολιτική δυναστεία τρών γενεών Παπανδρέου. Η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη: Tι άφησε πίσω του, για ποιο μεγάλο έργο ή πράξη θα τον θυμούνται; Θα τον θυμούνται σαν τον πρωθυπουργό με τις χαριτωμένες ιδέες που οδήγησε τη χώρα του σε επαχθή χρεοκοπία και απώλεια εθνικής κυριαρχίας; Ο Γ.Α. Παπανδρέου βρέθηκε αντιμέτωπος με την Ιστορία, και ηττήθηκε. Στο εξής, η Ελλάδα θα του πέφτει βαριά.

ζωγραφ.: Νικόλαος Γύζης, Αράχνη.

Η αυριανή εκλογική αναμέτρηση είναι μια μόνο στιγμή σε μια αλυσίδα ιστορικών τεκτονικών μετατοπίσεων που λαμβάνει χώρα αδιαλείπτως από το 2008. Από τις πρώτες ημέρες του κραχ στη Γουόλ Στριτ έως την απειλή κατάρρευσης στα πιο αδύναμα κράτη.

Η κρίση ―ουσιαστικά, πτώχευση― της χώρας μας ανέδειξε μεμιάς όλες τις αδυναμίες της παραγωγής και τις παθογένειες του κράτους, αλλά έδειξε επίσης την τραγική ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί στοιχειωδώςτα έκτακτα και να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές.

Ετι περαιτέρω, είδαμε ότι οι ελίτ και τα προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού ήσαν πνευματικά ανέτοιμοι και ανίσχυροι να συλλάβουν τη σφοδρότητα και τις νέες ποιότητες της κρίσης. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, ακαδημαϊκοί, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, μάνατζερ, στη συντριπτική πλειονότητα αναλώθηκαν σε επιμέρους αναλύσεις, λιγότερο ή περισσότερο ορθές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνέκλιναν στη συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου διάσωσης.

Ουσιαστικά το μόνο σχέδιο ενώπιον της κρίσης ήταν το Μνημόνιο, καταρτισμένο από ξένους, βάσει έτοιμων γενικών πατρόν. Ακόμη και σήμερα, δυόμισι χρόνια από την πρώτη έκρηξη, η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να εκπονήσει δικό της σχέδιο ανάταξης, στημένο πάνω σε υπαρκτές δυνάμεις και αδυναμίες. Ετσι, όλη η πολιτική ενέργεια παρήχθη ως ρητορική υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου· όχι ως σκέψη και πράξη για κατανόηση και υπέρβαση της κρίσης, και ακολούθως ως πράξη για ανάταξη και αναγέννηση της χώρας με ιστορική προοπτική. Πολλώ μάλλον που το Μνημόνιο δεν εγγυάται, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή του, ότι θα οδηγήσει τη χώρα μακριά από την καταστροφή.

Στην κάλπη θα αποτυπωθούν πολιτικά ο θυμός, ο φόβος, η απόγνωση, οι λαχτάρες του σώματος. Η κάλπη όμως δεν μπορεί να γεννήσει το σχέδιο, την πειθώ, την έμπνευση, τη ζωτικότητα, τον πραγματισμό, που απαιτούνται για τη διάσωση: αυτά παραμένουν κατεπειγόντως ζητούμενα, για εκλογείς και εκλεγμένους.

Πιο δυσοίωνη και από τη σκληρή λιτότητα που επιβάλλει το Μνημόνιο ΙΙ, είναι η συνεχιζόμενη ύφεση και η απουσία κάθε μέτρου για ανάκαμψη. Η συνταγή της εντεινόμενης εσωτερικής υποτίμησης προς επίτευξιν ανταγωνιστικότητας εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη και μόνη φιλοσοφία των Ευρωπαίων εταίρων για αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, παρότι τα αποτελέσματα από τις υποβοηθούμενες και επιτηρούμενες χώρες δεν είναι ενθαρρυντικά. Στη δεινότερη θέση απ’ όλους βρίσκεται η Ελλάδα. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, αλλά και σύμφωνα με διαρεύσασα έκθεση του ΔΝΤ, η αναδιάρθρωση χρέους και το νέο δάνειο ―ουσιαστικά, μια συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ― δεν θα καταφέρουν να καταστήσουν το χρέος βιώσιμο.

Η αιτία είναι η ύφεση. Και μόνο η πολιτική βούληση μπορεί να την αντιμετωπίσει. Η αγορά και η κοινωνία είναι παγωμένες και απεγνωσμένες· μαζί με τη ρευστότητα έχει χαθεί και το ψυχολογικό απόθεμα, έχουν χαθεί δηλαδή και οι δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις για ανάκαμψη. Οι Ευρωπαίοι εταίροι-δανειστές, και κυρίως η Γερμανία, πρέπει να το κατανοήσουν, εφόσον επιθυμούν να ορθοποδήσει η Ελλάδα, έτσι ώστε να παραμείνει κράτος που θα εξυπηρετεί υποχρεώσεις προς τους πολίτες του και προς τους εταίρους. Διαφορετικά, το ΝΑ θεμέλιο της Ε.Ε. κινδυνεύει να καταρρεύσει, κινδυνεύει να μείνει ένα θραυσμένο κέλυφος, με προσχηματικό πολίτευμα και εξαθλιωμένες μάζες παραδομένες στην πενία και το μίσος.

Η μοίρα της Ελλάδας είναι εν πολλοίς και μοίρα της Ευρώπης. Η Γερμανία μπορεί να επηρεάσει αυτή τη μοίρα προς το καλύτερο. Αρκεί να σκεφτεί ως ιστορική οντότητα, δηλαδή ενθυμούμενη τη δική της μοίρα μες στον 20ό αιώνα: πώς συνετρίβη από τη μοχθηρία των δανειστών της μετά τον Α’ Πόλεμο, και πώς μεγαλούργησε χάρη στη μεγαθυμία των δανειστών μετά τον Β’ Πόλεμο. Η Γερμανία έχει να αποφασίσει αν θα αλλάξει ιστορικό πρόσωπο στον 21ο αιώνα, ή θα ηγεμονεύσει επί ερειπίων.

Μπλέ πλακίδια ιζνίκ, Νικαίας, πλάι στον μεσογειακό αστικό κήπο, σε ένα σπίτι ανοιχτό από παντού, πλάι σε θερμές ζωγραφιές α λά Ματίς και βιβλία, πολλά βιβλία, και με ανθρώπους που αφουγκράζονταν τα βάσανα του χρεωμένου ελληνισμού, τα βάσανά τους. Ο κήπος τύλιγε το ορθάνοιχτο σπίτι, έμπαινε μέσα του, κι η νυχτερινή ψύχρα υπενθύμιζε ότι ακόμη και στην νοτιοανατολική Μεσόγειο ο Οκτώβριος οδηγεί προς τον χειμώνα. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι-αγκαλιά, σπίτι-φυτό, στην καρδιά της Λευκωσίας, σαν αυτά που αποθαύμαζε ο Σεφέρης παλιότερα στην Αμμόχωστο, μια σύναξη Ελλήνων αναζητούσε ειδήσεις απ΄το παρόν και πατήματα για το μέλλον, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου.

Τηλεφωνήματα, τουίτερ, sms ολονύχτια. Εφερναν θραύσματα ειδήσεων και ευχές για τον Δημήτρη, καθώς η συζήτηση φιδοσερνόταν αμφίβουλη ανάμεσα στην επανεκτίμηση του παρελθόντος, το ψηλάφισμα του παρόντος και τις προβολές στο μέλλον. Οι Κυπραίοι ανησυχούσαν για τη μητρόπολη και για τις τράπεζες τους, οι Αθηναίοι τους συμβούλευαν να μην κάνουν ίδια λάθη στο ελληνικό κρατίδιο του Νότου. Ανασαίνοντας Ανατολή, ακούγοντας Βρυξέλες και Αθήνα, νιώσαμε το πολλαπλό μεταίχμιο: ιστορικό, γεωγραφικό, ψυχικό. Νιώσαμε ότι ο ελληνισμός είναι ευρύτερος του κράτους των Αθηνών, είναι, όπως μου έγραφε ο Βρυξελιώτης φίλος, μια μεγάλη διάρκεια της Μεσογείου, που επέζησε κρατών και καταστροφών, υποδουλώσεων και αλλοιώσεων και συμφυρμών. Εκεί στο άκρο της Μεσογείου όπου μιλιέται η ελληνική, μπορείς να νιώσεις βαθύτερα την ιστορία, να σου αποκαλυφθεί παρούσα και συνεχής, δρώσα και επείγουσα. Ζούσαμε πάντα με αυτή τη γλώσσα, σε αυτές τις συντεταγμένες, σε αυτή τη λεκάνη. Θα συνεχίσουμε να ζούμε.

Το τωρινό μεταίχμιο, πολλαπλό, σφοδρό, οξύστομο, μάς καλεί να αναλογιστούμε πώς θα συνεχίσουμε να ζούμε. Μέσα στο ρήγμα, ανάμεσα στις κοφτερές αιχμές του βαρύτατου χρέους και της απειλούμενης απομείωσης της εθνικής κυριαρχίας. Με βάρος και απειλή, φτωχοί και περιορισμένοι. Χωρίς να μπορούμε να διαλέξουμε μεταξύ πλούτου και ελευθερίας ― τα χάνουμε και τα δύο. Ομως όχι όλα κι όχι για πάντα. Αλλά πρόσκαιρα και εν μέρει. Τα είχαμε άφθονα, πληθωρισμένα, και την ειρήνη και την ευμάρεια και την ανεξαρτησία και την ελευθερία, και τα νομίσαμε αυτονόητα από καταβολής, χαρισμένα χωρίς αγώνα, διατηρούμενα χωρίς τίμημα. Σφάλαμε. Η ελευθερία δεν δίδεται.

Ακούγεται, όλο και πυκνότερα: Να έρθει ο ξένος να αναλάβει, να βάλει τάξη, εμείς αποτύχαμε. Δηλαδή, για να σωθεί η απολεσθείσα ευμάρεια, ας θυσιαστεί η ελευθερία· για να γλιτώσουμε από τον φαύλο εαυτό, ας υποδουλωθούμε. Ακούγεται και πυκνώνει.
Η ελευθερία είναι ευθύνη, η βαρύτερη όλων. Και είναι επιλογή. Κανείς δεν σώζεται αν δεν το θέλει, κανείς δεν είναι ελεύθερος χωρίς θυσίες. Απ’ το μεταίχμιο δεν θα βγούμε ίδιοι, η κρίση μάς δοκιμάζει και ήδη μας δείχνει άλλους. Αλλά θα ζήσουμε μες στη μεγάλη μας διάρκεια, είμαστε δεμένοι μαζί της: «O κόσμος / ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας / με τον καιρό και με το χώμα». (Γ. Σεφέρης, Εγκωμη)

H πτώχευση είναι γεγονός. Συντεταγμένη, ελεγχόμενη, υπαγορευμένη, ανά στάδια, αναδιάρθρωση, κούρεμα και επιμήκυνση, όπως και να χαρακτηριστεί, η ουσία παραμένει ίδια. Η Ελλάδα αδυνατεί να εξυπηρετήσει το διαρκώς ογκούμενο χρέος της και οι δανειστές της, εν προκειμένω η τρόικα, κουρεύουν το χρέος και επιβάλλουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις στη χώρα για την αποπληρωμή του υπολοίπου. Οπως και να παρουσιάζει η κυβέρνηση αυτό το «πιστωτικό γεγονός», πρόκειται περί χρεοκοπίας.

Το ερώτημα που αυθορμήτως αναδύεται είναι: Προς τι οι θυσίες και η αιματηρή λιτότητα, από την άνοιξη του 2010 έως σήμερα; Πήγαν χαμένα; Προς τι οι διαβεβαιώσεις περί «τελευταίων» οδυνηρών περικοπών; Πότε έλεγε αλήθεια η κυβέρνηση; Οταν περνούσε το Μνημόνιο, όταν περνούσε το Μεσοπρόθεσμο, όταν εξεβίαζε εκβιαζόμενη, πρίν από κάθε δόση; Οταν πανηγύριζε μετά τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, η οποία τώρα ξαναγράφεται αλλιώς;

Η κυβέρνηση προφανώς δεν μπορεί να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα, διότι δεν αποφασίζει για το μέλλον της χώρας. Απλώς σκύβει το κεφάλι και αποδέχεται ό,τι της υπαγορεύεται. Εχει χάσει τον έλεγχο επί των δημοσιονομικών και επί της οικονομικής ζωής της χώρας, καθώς και επί μεγάλου μέρους της διοικήσεως. Η πολιτική που εφαρμόζει, όση και όπως εφαρμόζεται εντέλει, σπασμωδική, ασυνεχής, αλυσιτελής, προκαλεί το δημόσιο αίσθημα και τις αντοχές των νομοταγών πολιτών, και επιπλέον προκαλεί τη δριμεία κριτική ή και την χλεύη των δανειστών.

Η διατεταγμένη δημοσιονομική πειθαρχία, χωρίς καμία πρόβλεψη διαφυγής προς την ανάπτυξη, βυθίζει τη χώρα στην ύφεση και την ανεργία, καταστρέφει την οικονομία, χωρίς μέχρι στιγμής, να αχνοφαίνεται κάποιο μακροπρόθεσμο, έστω, σχέδιο ανάκαμψης. Τα κονδύλια του ΕΣΠΑ παραμένουν αδρανή, οι δημόσιες επενδύσεις νεκρές. Μια τέτοια παγωμένη, ημιθανής Ελλάδα σε διαρκή ελεγχόμενη χρεοκοπία μπορεί να βοηθά τους θεμιτούς σχεδιασμούς της Γερμανίας, της τρόικας, των Ευρωπαίων, όσων τέλος πάντων προσπαθούν να αποτρέψουν το ανεξέλεγκτο ντόμινο εξ αφορμής του ελληνικού χρέους.
Πόσο όμως θα αντέξει ο ελληνικός λαός με υποδιπλασιασμό του εισοδήματός του, με επικίνδυνη απομείωση βασικών κοινωνικών παροχών, με δραματική πτώση του βιοτικού του επιπέδου; Και για ποια Ελληνική Δημοκρατία θα μιλάμε οσονούπω, μετά την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, σύμφωνα με όσα επισήμως αναγγέλλουν Ευρωπαίοι ηγέτες;

Είναι φανερό ότι οι διαρκείς διασώσεις οδηγούν τη χώρα σε μακροχρόνια ύφεση, τον πληθυσμό σε διαρκή φτώχεια και τη δημοκρατία σε ασφυξία και υποτέλεια. Είναι επίσης φανερό ότι στη μεγάλη σκακιέρα ελάχιστα ή ουδέν μπορεί να πράξει τώρα πλέον η Ελλάδα. Η μόνη δυνατότητα απόκειται στο εθνικό μικροπεδίο: ριζική μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος και απεγκλωβισμός υγιών κοινωνικών δυνάμεων, αυτές είναι οι προϋποθέσεις για οικονομική ανασυγκρότηση.

Οι εξελίξεις τα τελευταία εικοσιτετράωρα επισφραγίζουν την εικόνα του Σαββατοκύριακου της ΔΕΘ, ότι δηλαδή η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών και, κυρίως, έχει χάσει κάθε πρωτοβουλία κινήσεων στο πολιτικό πεδίο. Η κυβέρνηση σύρεται σε σπασμωδικές κινήσεις, ραπιζόμενη διαρκώς από την τρόικα και τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι επισημαίνουν όχι μόνο την ασυνεπή της στάση στην τήρηση των συμφωνημένων, αλλά επιπλέον επιπλήττουν την πανικόβλητη Αθήνα για τους παράλογους και μη αποδοτικούς φόρους που επιβάλλει στους πολίτες, όπως π. χ. το χαράτσι ακινήτων με είσπραξη μέσω ΔΕΗ.

Στο εσωτερικό μέτωπο η κυβέρνηση έχει χάσει το πολυτιμότερο: την εμπιστοσύνη των πολιτών. Κανείς δεν πιστεύει ότι τούτο το κύμα περικοπών θα είναι το τελευταίο, κανείς δεν πιστεύει κανέναν. Η απώλεια εμπιστοσύνης προς την ηγεσία, μαζί με την ύφεση και την ανεργία, σκορπούν παγωνιά στο κοινωνικό σώμα. Ας τελειώνει ο αργός θάνατος: αυτό ακούγεται παντού.

Το χειρότερο όλων δεν είναι ότι στέρεψαν τα νοικοκυριά από την έκτακτη φορολόγηση και την ύφεση, αλλά ότι στερεύουν η πίστη, η εμπιστοσύνη προς τις δυνάμεις της ηγεσίας και η αυτοπεποίθηση, δηλαδή η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της ίδιας της κοινωνίας να ανασχέσει την πτώση και να μπει σε τροχιά ανάκαμψης. Ωστε το βαθύτερο πρόβλημα της χώρας πλέον υπερβαίνει την έγκαιρη εκταμίευση της δόσης, υπερβαίνει τη δημοσιονομική ασθένεια, υπερβαίνει ακόμη και την ύφεση.

Ολα αυτά υπάρχουν, αλλά η ακραία συνέπειά τους είναι ότι η κοινωνία χάνει την εμπιστοσύνη της στον εαυτό της, νιώθει ότι έχουν διαρρηχθεί οι αντοχές της, και βέβαια νιώθει βαθιά διαψευσμένη, προδομένη, από τις πολιτικές ηγεσίες, που ωστόσο η ίδια η κοινωνία επέλεγε επί σειρά ετών. Στα μάτια της κοινής γνώμης, είναι φανερό ότι το παρόν πολιτικό προσωπικό απλούστατα είναι ανεπαρκές, δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί την ιστορική κρίση· οι πολιτικοί μας ήταν φτιαγμένοι και μαθημένοι σε έργα χαμηλής πολιτικής, χαμηλών απαιτήσεων. Οταν ήρθε η ώρα της κρίσης, φάνηκε πόσο ανέτοιμοι και ανεπαρκείς ήταν.

Τούτη η πικρή επίγνωση βεβαίως δεν παρηγορεί. Μάλιστα αυτή η επίγνωση ανεπάρκειας ίσως επιδεινώνει την αίσθηση ανημπόριας και την απόγνωση. Παρ’ όλα αυτά, είμαστε αναγκασμένοι, είμαστε προορισμένοι να επιβιώσουμε. Θα επιβιώσουμε. Με κραδασμούς, με αναστατώσεις, με πόνο, με εκλογές, με τούτη ή την άλλη κυβέρνηση, με νέους ηγέτες, με νέες ιδέες. Σίγουρα με περισσότερη ειλικρίνεια και αυτοκριτική, έτοιμοι για αλλαγές και προσαρμογή.

Πρωταρχικό μέλημα, η διατήρηση της συνοχής και μιας εύτακτης λειτουργίας της κοινωνίας, ανεξαρτήτως υλικών δυσχερειών: αυτό μπορούμε να το εξασφαλίσουμε στους εαυτούς μας. Αλλωστε, δεν είμαστε μόνοι σε αυτή την ιστορική καμπή: όλη η Ευρώπη βρίσκεται στην τροχιά της κρίσης, εμείς όμως είχαμε και πάλι την ατυχία της πρωτιάς.

Ο φοροπανικός δείχνει ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο. Οι αποκεφαλισμοί στελεχών σε ανεξάρτητες αρχές, οι αναξιόπιστες λανθασμένες λίστες φοροφυγάδων και δημόσιων οργανισμών, η δημόσια παραδοχή ότι δεν λειτουργεί ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, όλα τα πρόσφατα σημάδια δείχνουν ότι η πολιτική διοίκηση έχει χάσει κάθε επαφή με το πραγματικό και το πρακτέο. Η αδυναμία αυτή είναι φανερή και στην αλλαγή της κυρίαρχης ρητορικής: από τη συλλογική ενοχοποίηση του “μαζί τα φάγαμε”, σημειώνεται μια σαφής μετατόπιση προς το “για τα δεινά μας φταίνε οι ξένοι δανειστές”.

Στο σημείο που φτάσαμε εντούτοις δεν αρκούν ούτε οι αλλαγές ρητορικής ούτε οι επισημάνσεις των κυβερνητικών αδυναμιών ούτε οι διαγνώσεις επί του Ευρωπαίου Ασθενούς. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο επείγουσα. Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη σε ιστορικό μετασχηματισμό με άγνωστη κατάληξη: από ευρωπαΊκό κράτος, μέλος της ευρωζώνης, στα κορυφαία 30 κράτη παγκοσμίως ως προς το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της, οδεύει ταχύτατα προς τη βαλκανιοποίηση, προς την κατάσταση λ.χ. στην οποία βρέθηκαν οι γείτονες χώρες μετά την κατάρρευση του πρώην ανατολικού μπλοκ, ή στην κατάσταση που βρέθηκε η Σερβία μετά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί σε τέτοια κατάσταση, και μάλιστα χωρίς να έχει υποστεί τις συνέπειες μιας βίαιης πολιτικής αλλαγής ή ενός πολέμου. Υφίσταται όμως, πρώτη αυτή, τις συνέπειες ενός άλλου ιστορικού μετασχηματισμού, αναλόγως βίαιου ως προς τις συνέπειες, απότοκου της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007-08, της ρήξης της ευρωπαϊκής συνοχής και του κλονισμού της Δύσεως.

Η Ελλάδα ζει την εποχή της απόλυτης ρευστότητας, την εποχή της αποδόμησης του μεταπολεμικού ιστορικού μοντέλου: αποδομείται το κράτος πρόνοιας, αποσαθρώνεται ο συνταγματικός χάρτης, μετονομάζονται θεμελιώδεις έννοιες, το έθνος-κράτος έχει ήδη αποδομηθεί, η διακυβέρνηση επιδιώκει να αυτονομηθεί από τα βαρίδια της πολιτικής της νομιμοποίησης και της δέσμευσης από την αντιπροσωπευτικότητα. Ολα τούτα είναι καινοφανή για την μεταπολεμική περίοδο: υπό αναλογία, συνιστούν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης σε σχέση με τις εννοιολογήσεις της περασμένης περιόδου ειρήνης και ευημερίας για τον Ευρωπαίο άνθρωπο. Ωστόσο, ο ταραγμένος 20ός αιώνας έχει δώσει πολλά ανάλογα φαινόμενα εξαιρέσεων, ρηγματώσεων, ανατροπών, ιδίως πριν από τον Β’ Πόλεμο: επαναστάσεις, εμφυλίους, ετοιμόρροπες δημοκρατίες, ποικίλους ολοκληρωτισμούς.

Η διαρκής ρευστότητα, με την οποία καλούμεθα να συμβιώσουμε, συνιστά ανθρωπολογική ρήξη: καλούμεθα να αποδεχθούμε και να αφομοιώσουμε έναν τρόπο ζωής, ατομικό και συλλογικό, ριζικά διαφορετικό απ’ ό,τι γνωρίζαμε, απ’ ό,τι χωράει το αντιληπτικό μας όργανο. Πολύ περισότερο και από τον τρόπο, πιο καταιγιστικός είναι ο χρόνος: Ο ρυθμός αλλαγών ξεπερνά την τρέχουσα ικανότητα πρόσληψης και αφομοίωσης, την ικανότητα προσαρμογής.

Εντούτοις δεν μπορούμε παρά να να επιβιώσουμε. Ενώπιον αυτής της ιστορικής ρηγμάτωσης, προέχει να συγκροτηθεί ένα μέτωπο σωτηρίας. Ασφαλώς και οφείλουμε να αναστοχαστούμε πώς φτάσαμε ως εδώ, τι έφταιξε, ποιες δομές, ποιες πολιτικές πρακτικές, ποιο συλλογικό ήθος, ποιες ατομικές πράξεις ώθησαν το σύνολο προς την καταστροφή, αλλά η απόλυτη προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στον εντοπισμό και την ανάδειξη των υγιών δυνάμεων που λανθάνουν, που μένουν ανεκδήλωτες, βουβές, αναξιοποίητες, καταφρονημένες. Μετά την αγανάκτηση, μετά την ανυπακοή, έρχεται η σειρά της ενεργοποίησης, η σειρά της εθνεγερσίας και της κοινωνικής αναγέννησης. Ο μεγαλύτερος πλούτος που διαθέτει η χώρα, πέρα από τον ευλογημένο τόπο, τις υποδομές, τα ορυκτά, το κλίμα κ.λπ., ο πλούτος που δεν μετριέται σαν ρευστοποιήσιμο asset, είναι οι άνθρωποι. Με όποια κριτήρια κι αν μετρηθεί αυτό το δυναμικό, με κριτήρια ιστορικά ή με κριτήρια τεχνοκρατικά, θα δείξει έναν λαό μορφωμένων, ευέλικτων, εύστροφων ανθρώπων, ικανών να επιβιώνουν και να προκόβουν σε δύσκολα περιβάλλοντα. Δεν μας έκαναν πιο έξυπνους και μορφωμένους οι επιδοτήσεις, το ευρώ και η ΟΝΕ· ίσα ίσα μπορούμε πλέον βάσιμα να εικάσουμε ότι η ψευδής υπόσχεση εξασφαλισμένης ευημερίας με δανεικά σε σκληρό νόμισμα αδρανοποίησε δημιουργικές δυνάμεις και τροφοδότησε τη νωθρότητα και την απληστία. Η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία, εφόσον υπερβούμε την παλαιά σκέψη και τα πρόσωπα που την εξέφρασαν, και εφόσον αφήσουμε ανοιχτό το δρόμο, ανοιχτές τις δυνατότητες, για τους σιωπηλούς και τους νέους.

Το μεταπολιτευτικό σύστημα αποδομείται εξαιτίας ενδογενών μοχλεύσεων και με τη συνδρομή εξωγενών συμβάντων. Οι μοχλευτές στοχεύουν σε μια ορισμένη κατεύθυνση, προς μια ρευστή κατάσταση όπου το αξιακό πλαίσιο, ακόμη και η γλώσσα, μπορούν να αλλάζουν κατά τις επιδιώξεις του μοχλευτή. Εντούτοις στον βίο, ιδίως στον πρακτικό αλλά και στον στοχαστικό, είναι συχνή η ετερογονία των σκοπών: άλλη η αρχική στόχευση, άλλες οι πολλαπλές καταλήξεις. Ο άνθρωπος, ο πολίτης, το πρόσωπο, το συλλογικό υποκείμενο, είναι πάντα η απροσδιόριστη μεταβλητή που ωθεί προς άγνωστες ισορροπίες. Υπό αυτή την έννοια, η κρίση, όσο κι αν φαίνεται καταστροφική στη βραχεία μας όραση, μπορεί να καταλήξει απροσδόκητα δημιουργική, σαν ένα υπέροχο καίτοι ανερμήνευτο φράκταλ, σαν αποκαλυμμένη συμμετρία.

Η προχθεσινή σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πυροδότησε δικαιολογημένα αγωνία σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού, αλλά εντέλει ήταν άλλη μία τελετουργία με επικοινωνιακή σκόπευση, χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, τουλάχιστον περιεχομένο ικανό για διάσωση και αναπροσδιορισμό.

Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου προσήλθε χωρίς φανερές προτάσεις, αντιπροτάσεις, γκάμα επιχειρημάτων, ώστε να πείσει, να προσελκύσει ή, έστω, να ρυμουλκήσει την αντιπολίτευση προς μια μίνιμουμ συναίνεση. Κανείς δεν πείστηκε, κανείς δεν πιέστηκε, πλην του φαιδρού οιωνοσκόπου Γ. Καρατζαφέρη, ο οποίος άλλωστε έχει προσφέρει πλειστάκις την υποστήριξη του ζητώντας μετ΄επιτάσεως συγκυβέρνηση. Ο Αντώνης Σαμαράς έμεινε αμετακίνητος στη θέση του για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, και παρομοίως αντίθετα να συναινέσουν στη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης ήταν τα κόμματα της Αριστεράς. Πώς φτάσαμε στο προαναγγελθέν ναυάγιο της τελετουργίας συναίνεσης;

Στις δύο προηγούμενες εβδομάδες η Ελλάδα έζησε, αφόρητα πυκνά, ένα κύμα βίας, φόβου, κοινωνικών ρηγματώσεων και πολιτικών απειλών. Οι βιαιοπραγίες που συντάραξαν το κοινωνικό σώμα επισκιάστηκαν μόνο από τις απειλές περί πτώχευσης και τις αλλεπάλληλες πιεστικές παρεμβάσεις των εταίρων-δανειστών για αναδιευθέτηση του εσωτερικού πολιτικού τοπίου. Ηταν τέτοια η πίεση πάνω στην υπερχρεωμένη χώρα, που έθεσε εν αμφιβόλω την ίδια την του πολιτεύματος, την λαϊκή κυριαρχία· πολύ περισσότερο που διατυπώθηκαν ταυτοχρόνως προτάσεις για δημοψήφισμα, μέσα και έξω από το ΠΑΣΟΚ, ασύμβατες προς τα ειωθότα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Επιπλέον, προχθές, ο κ. Παπανδρέου, δια του υπουργού Οικονομικών και με δικά του λόγια, επέσεισε ως μόνο επιχείρημα για την εκμαίευση της συναίνεσης, τον υπαρκτό κίνδυνο της χρεοκοπίας και την έξοδο από την ευρωζώνη, όπως έπραξε πριν απ΄αυτόν η επίτροπος Μαρία Δαμανάκη. Η απειλή αυτή είναι υπαρκτή και απαιτεί εθνικό συναγερμό. Δυστυχώς, όμως, για τη χώρα, το ίδιο υπαρκτή είναι και η σαρωτική απονομιμοποίηση της πολιτικής Παπανδρέου, έτσι όπως καταγράφεται στις έρευνες, αλλά και όπως καταγράφεται τα τελευταία εικοσιτετράωρα στις πλατείες της χώρας: την ώρα που ο πρωθυπουργός, αμήχανος και κουρασμένος, εξήγγειλε στην τηλεόραση την αποτυχία της σύσκεψης των αρχηγών, το παρδαλό πλήθος των Αγανακτισμένων χτυπούσε κατσαρόλες στο Σύνταγμα, έξω από τη Βουλή. Αυτοί οι αδέσποτοι Αγανακτισμένοι, απροσδιόριστοι πολιτικά και απρόοπτης δυναμικής, δρουν πλέον ως απρόβλεπτος επιταχυντής επί μιας πραγματικότητας ήδη χαοτικής και ρευστής.

Το πολιτικό πρόβλημα τροφοδοτείται προφανώς από τα ένστικτα αυτοσυντήρησης των κομμάτων: κανείς δεν θέλει να μοιραστεί την ευθύνη με την κυβέρνηση για τις επιλογές της. Αλλωστε η κυβέρνηση υπερψήφισε το Μνημόνιο, τον περασμένο Μάιο, στηριγμένη στη δική της κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και με την επικουρική ψήφο του ΛΑΟΣ και της Ντόρας Μπακογιάννη.

Αλλά το πολιτικό πρόβλημα δεν εξαρτάται πια μόνο από τη στάση των κομμάτων. Ενα χρόνο αργότερα, οι προβλέψεις του Μνημονίου δεν έχουν επιτευχθεί, είτε λόγω κακού υπολογισμού, όπως ομολογεί και η τρόικα, είτε επειδή η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να τηρήσει τους ταχύτατους ρυθμούς μεταρρυθμίσεων. Η οικονομία έχει βυθιστεί στην ύφεση, οι δαπάνες δεν έχουν περιοριστεί αρκετά, τα έσοδα υπολείπονται σημαντικά του στόχου, κι όλα αυτά παρά τις οδυνηρές περικοπές μισθών-συντάξεων, παρά τους βαρείς φόρους. Υφεση, ανεργία και ανασφάλεια παραλύουν τη χώρα, και πάνω σε αυτό το υλικό υπόστρωμα φουντώνουν η ξενοφοβία, η αυτοδικία, η βία: η κρίση είναι κοινωνική. Αυτή η κρίση εκφράζεται, και καταγράφεται πλέον πολλαπλώς, σαν ρήξη του κοινωνικού ιστού, απώλεια εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς, έλλειψη ανοχής.

Κι ακόμη παραπέρα: ζούμε μια ηθική και πνευματική κρίση, κρίση ανθρωπολογικής τάξεως. Τα ερειπιώδη κόμματα με την αμηχανία τους και τη στειρότητά τους εκφράζουν εν πολλοίς μια αναλόγως αμήχανη και στείρα κοινωνία πελατών, γαντζωμένων σε έναν καταρρέοντα κόσμο μικροπρονομίων, θαλασσοδανείων, διορισμών. Εναν κόσμο ετερονομίας και εξαχρείωσης. Το ιταμό ύφος των εταίρων-δανειστών, με το οποίο απευθύνονται στους Ελληνες, βρίσκει έδαφος πάνω στη δική μας ασημαντότητα, στους δικούς μας ασήμαντους ηγέτες, στην εθελόδουλη και οκνηρή μας σκέψη. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, ο Παναγιώτης Κονδύλης προφήτευε πικρά την παρούσα κρίση, με οδύνη για την πατρίδα του, για τη γλώσσα και την ποίησή της: «Η νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στα τελευταία διακόσια χρόνια, κλείνει τον κύκλο της. Ασφαλώς, τα τραγικά και κωμικά της επεισόδια δεν τέλειωσαν ακόμη, όμως χάνεται η ενότητα της προβληματικής της και ο ειδοποιός της χαρακτήρας.» (Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας)

Λαός εκτός ιστορίας; Ναι και όχι. Ναι, στην παρούσα φάση, βρεθήκαμε ουραγοί. Και όχι, όχι εις το διηνεκές, όχι ακόμη και τώρα: Ιn my end is my beginning. Μας το ψιθυρίζει ο Γιάννης Βαρβέρης, μειδιώντας από το επέκεινα καθώς τον αποχαιρετούμε:
«Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.»

(O άνθρωπος μόνος, 2009)

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

Οι δυσοίωνες καταγραφές της προχθεσινής δημοσκόπησης της Public Issue πρέπει να διαβαστούν υπό τη σκιά των εξίσου δυσοίωνων γεγονότων των δύο εβδομάδων. Πρώτα, η περασμένη εβδομάδα του αίματος και της βίας· κι ύστερα, η τρέχουσα εβδομάδα των αδιεξόδων και των εκβιαστικών διλημμάτων εκ μέρους του ξένου παράγοντα.

Στη δημοσκόπηση, ακριβώς επειδή δεν μετριέται η συνήθης ανούσια πρόθεση ψήφου, αντιθέτως ερευνάται η συνολική στάση του κοινωνικού σώματος έναντι των μειζόνων προβλημάτων, καταγράφονται η οξυμένη ανασφάλεια και η βαθιά απαισιοδοξία των πολιτών, η βεβαιότητα της χρεοκοπίας και της μετανάστευσης, μαζί με οργισμένη απόρριψη του πολιτικού συστήματος.

Για όποιον επιθυμεί να διαβάσει ψύχραιμα τα εμπειρικά δεδομένα και να αφουγκραστεί την πραγματικότητα, είναι πρόδηλο ότι η κοινωνία παλινδρομεί πυρετικά μέσα στα αδιέξοδά της και την απουσία προοπτικής. Οι καταγραφείσες απαιτήσεις για βαθιές, ριζικές αλλαγές ή και «επανάσταση», παρ’ όλη την πολυσημία των ερωτημάτων, δείχνουν ότι η κοινωνική δυναμική μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες αποδομήσεις, απρόβλεπτες, μη ελεγχόμενες. Ηδη το χάσμα μεταξύ δημόσιου αισθήματος και πολιτικής διαχείρισης οδηγεί όχι απλώς σε δυσπραγία, αλλά σε συστημική αστάθεια.

Οι δανειστές, διά του Μνημονίου, επιβάλλουν πολλές και βίαιες αλλαγές, τέτοιες που ανασχηματίζουν εκ θεμελίων την κοινωνική δομή, όχι μόνο τη διοίκηση και την οικονομία, και μάλιστα σε εξαιρετικά σύντομο διάστημα. Αυτό το σοκ μετασχηματισμού, εφαρμοσθέν στη Χιλή ή το Περού, σε εντελώς άλλα ιστορικά και γεωπολιτικά συμφραζόμενα, δεν φαίνεται να μπορεί να εφαρμοσθεί σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία του 2011, υπό συνθήκες παγκόσμιας κρίσης. Επιπλέον, δεν το αντέχει το πολίτευμα, η κοινοβουλευτική δημοκρατία: αν δεν μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά της μια κυβέρνηση, πέφτει και προκηρύσσονται εκλογές, ενδεχομένως ξανά και ξανά. Tertium non datur.

Εξ ου και είναι επικίνδυνο αυτό που απαιτούν οι Ευρωπαίοι εταίροι και νυν δανειστές: για να εκταμιευθεί η 5η δόση και να εγκριθεί το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα πρέπει να εξασφαλιστεί η ανεπιφύλακτη συναίνεση της αντιπολίτευσης. Ετσι, όμως, όχι μόνο αμφισβητείται ευθέως η φερεγγυότητα της εκλεγμένης κυβέρνησης, αλλά και η ίδια η υπόσταση της εθνικής κυριαρχίας.

Μα μπορεί ο καταχρεωμένος να μιλάει περί εθνικής κυριαρχίας και αυτοδιάθεσης; Η αποδοχή αυτής της κυνικής, πλην υπαρκτής, ένστασης τινάζει στον αέρα όλη τη νεωτερική αξίωση περί δημοκρατίας, επί της οποίας οικοδομήθηκε ιδεολογικά η Ενωμένη Ευρώπη. Η εθνική κυριαρχία είναι η λίβρα κρέατος που ζητάει ο Σάιλοκ· άνευ αυτής, διολισθαίνουμε στη δουλοπαροικία και την αποικιοκρατία.

Με την ύφεση να εκτοξεύει το έλλειμμα και τις αγορές να γκρεμίζουν τα ομόλογα και το Χρηματιστήριο, με τον υπουργό Οικονομικών να αναζητεί απεγνωσμένα πρόσθετους πόρους από τη φορολόγηση των αναψυκτικών, με την κοινωνία και την εγχώρια αγορά παγωμένες, δεν μένει πια καμιά αμφιβολία ότι η πολιτική του Μνημονίου, όπως την εφάρμοσε η κυβέρνηση όλο τον τελευταίο χρόνο, δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο. Μάλλον τη βυθίζει πιο βαθιά στην ύφεση και στην απόγνωση. Πολύ περισσότερο, η αποτυχία στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης συνοδεύεται από καταφανή πλέον δυσχέρεια της κυβέρνησης να παράγει έργο, να παράγει δηλαδή πολιτικά γεγονότα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου φαίνεται όχι μόνο κατάκοπη, αλλά κυρίως σαστισμένη, άγονη, διασπασμένη, και χωρίς κανένα στρατηγικό εθνικό σχεδιασμό, όχι για μετά το 2012, αλλά ούτε καν για το υπόλοιπο του 2011.

Αυτή η πασίδηλη δυστοκία, που διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα, είναι το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα. Διότι δείχνει, πρώτα απ’ όλα, ότι από το παρόν πολιτικό προσωπικό και υπό τους παρόντες συσχετισμούς και διατάξεις, δεν μπορεί να προκύψει η προωθητική ενέργεια που απαιτείται επειγόντως για να ανακοπεί η ελεύθερη πτώση. Το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διαπραγματευτεί τους όρους επιβίωσης της χώρας, αδυνατεί να εισπράξει έσοδα, αδυνατεί να επιβάλει δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση, αδυνατεί να εμφυσήσει μια αίσθηση δικαιοσύνης στους πολίτες, και φυσικά αδυνατεί να γεννήσει ιδέες και να απελευθερώσει υπνώττουσες ή φυλακισμένες δημιουργικές δυνάμεις.

Ποτέ άλλοτε στα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ήταν τόσο έντονη η αίσθηση της ανημπόριας και της χρεοκοπίας, αλλά και η αίσθηση ότι σαν έθνος ζούμε μια ιστορική καμπή, συγχρονισμένη με μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Ο βίαιος μετασχηματισμός του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας με την είσοδο των ασιατικών γιγάντων, τα πλανητικά μεταναστευτικά ρεύματα, η παγκόσμια οικονομική κρίση, ο οικονομικός και πολιτικός κλονισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, όλα τούτα δρουν ενισχυτικά πάνω στη γηγενή δομική κρίση. Η Ελλάδα κλυδωνίζεται επώδυνα, σ’ έναν κόσμο που αλλάζει.
Και οι Ελληνες είναι αναγκασμένοι να ξαναδούν τους εαυτούς τους. Να τοποθετηθούν διαφορετικά στο διεθνές περιβάλλον. Αλλά πρώτα απ’ όλα, να ξαναδούν διαφορετικά τους εαυτούς τους μέσα στην ίδια τους τη χώρα: να μας φανταστούμε διαφορετικούς σαν πολίτες μιας διαφορετικής χώρας. Στον βίαιο 20ό αιώνα οι Ελληνες επινόησαν εκ νέου τους εαυτούς τους και τη χώρα, τρεις-τέσσερις φορές τουλάχιστον: όταν ξεκίνησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, μετά την Καταστροφή του ‘22, στον πόλεμο του ‘40-’41, μετά τον Εμφύλιο, μετά την πτώση της δικτατορίας και την τραγωδία της Κύπρου. Κάθε φορά κατασκεύαζαν μια ιδέα για το μέλλον, λιγότερο ή περισσότερο συνεκτική, κάθε φορά η ιδέα προσγειωνόταν στην πραγματικότητα, μετά από μία ήττα ή μια ιστορική ανακατάταξη, κάθε φορά είχαν να αντιμετωπίσουν την αλλαγή στάσης του ξένου παράγοντα και τον εσωτερικό διχασμό.

Δυστυχώς, αυτή η τόσο πλούσια ιστορική πείρα δεν εγγυάται την αποφυγή των ίδιων ή άλλων λαθών, κάθε άλλο. Η ιστορία διδάσκει αλλά δεν φρονηματίζει. Ωστόσο, η μακροσκοπική όραση, που αναπόφευκτα φέρει ένας ιστορικός λαός με παράδοση αγώνων και καταστροφών, μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε την παρούσα δυσχέρεια σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, να βγούμε προσώρας από τη δίνη του προβλήματος, ώστε να μπορέσουμε να επινοήσουμε βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες λύσεις.

Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι η πρώτη κίνηση. Η πρόσφατη πικρή πείρα του Μνημονίου διδάσκει, πρώτον, ότι πρέπει να κινηθούμε ταχύτατα για να αντλήσουμε τα όποια οφέλη της αναδιάρθρωσης και, δεύτερον, πρέπει να διαπραγματευτούμε σκληρά, όσο μπορούμε. Η δικαιοσύνη και η ισονομία είναι οι αμέσως επόμενες προτεραιότητες: για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φυγάδευσης κεφαλαίων, για την προστασία των εξουθενωμένων, κυρίως για την εμπέδωση αισθήματος δικαίου και ελπίδας στους καχύποπτους και αποκαρδιωμένους πολίτες. Ο ελληνικός λαός, των μικρομεσαίων επιβιωτών και της μαύρης οικονομίας, δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά ένα κράτος που ανακοινώνει 75 πολίτες με εισόδημα άνω του ενός εκατομμυρίου και 35 χιλιάδες με εισόδημα άνω των 80.000. Μόνο με αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου θα επανακάμψει το τρωθέν κύρος της δημοκρατίας και θα επισκευαστεί το διάτρητο σήμερα δημόσιο ήθος, θα αναστραφεί η τυφλή ανταρσία κατά του αναξιόπιστου και αλλοπρόσαλλου κράτους. Και μόνο έτσι θα καταστεί δυνατή η ελάχιστη αναγκαία συναίνεση για αναθεμελίωση της παιδείας και της παραγωγής, δηλαδή για την μεσοπρόθεσμη αναθεμελίωση της κοινωνίας.

Ποια κυβέρνηση, ποια ηγεσία, είναι σε θέση να πείσει τον κερματισμένο, φοβισμένο και εξοργισμένο λαό, ώστε να πειθαρχήσει και να εργαστεί προς ένα στόχο; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα. Ποια ηγεσία μπορεί να πείσει καταρχάς για το δικό της ήθος, τις αγωνιστικές της προθέσεις, την ανεξαρτησία της; Κυρίως για την πρόθεσή της να δώσει το παράδειγμα αναγέννησης ή να πέσει επί των επάλξεων; Ελάχιστα πρόσωπα από τους υπάρχοντες σχηματισμούς είναι σε θέση να πείσουν και ελάχιστοι θα επιπλεύσουν στο επόμενο διάστημα των αλλεπάλληλων αλλαγών. Νέα πρόσωπα, σε νέους σχηματισμούς, με άλλα πρόσημα και σε άλλες συμμαχίες, θα αναδυθούν, σε μία και δύο και τρεις και πολλές φάσεις. Πιθανόν δεν θα είναι όλοι καλοί ή καλύτεροι, πθανόν και η ίδια η μορφή διακυβέρνησης να αλλάξει, σε σχέση πάντα και με το ρευστό διεθνές περιβάλλον και τους απρόβλεπτους τελεστές. Ωστόσο ο πολιτικός χρόνος έχει πυκνώσει, τόσο πολύ που έχει γίνει αφόρητος: η χώρα χρειάζεται επειγόντως αλλαγή, επανεκκκίνηση. Τώρα.

εικόνα: Λουκία Richards


«Η Ελλάδα παίρνει μέτρα για το έλλειμμα» ― στη γιγαντοοθόνη της Times Square με τις διεθνείς ειδήσεις, στην καρδιά της Νέας Υόρκης, η Ελλάδα πρωταγωνιστεί καθημερινά. Πρωταγωνιστεί, αλλά με μάλλον θλιβερό ρόλο: είναι το μαύρο πρόβατο των αγορών, και ο εύκολος στόχος των hedge funds.

Οι αντιδράσεις είναι ανάμικτες. Οι Ελληνες ανησυχούν για το μέλλον της μακρινής πατρίδας· η ανησυχία τους έχει ιστορικό υπόβαθρο, τώρα αντιλαμβάνονται τα σφάλματα του παρελθόντος, το κόστος της αβελτηρίας, τώρα αντιλαμβάνονται την οικονομική δυσχέρεια σαν δυσχέρεια πολιτική, σαν ηθικό και πολιτικό αδιέξοδο. Οι τραπεζίτες της Νέας Υόρκης είναι εξοργισμένοι με το outing που υπέστη η Goldman Sachs από τους Ευρωπαίους, διότι η Ευρώπη τα ήξερε όλα από την αρχή, μας λέει κορυφαίος Ελληνας επιχειρηματίας με διεθνή κύκλο εργασιών.

Αλλοι Ελληνες, από τους πολλούς που σταδιοδρομούν στη Ν. Υόρκη, γιατροί, πανεπιστημιακοί, διανοοούμενοι, ανησυχούν για την πορεία της γενέτειρας. Προβλέπουν αυξανόμενη έξοδο νέων ανθρώπων από την Ελλάδα, ένα τρίτο κύμα μετανάστευσης· τούτη τη φορά όμως δεν θα είναι φτωχοί ανειδίκευτοι, αλλά οι πιο μορφωμένοι και δημιουργικοί. Και οι ευκαιρίες προκοπής έξω είναι πια λιγοστές, ακόμη και στη χώρα των ευκαιριών, τις ΗΠΑ.

Πράγματι, ό,τι βλέπουν οι πιο ευαίσθητοι Ελληνες εντός των συνόρων της δοκιμαζόμενης χώρας, το βλέπουν με ενάργεια και οι Ελληνες εκτός συνόρων. Η επερχόμενη ύφεση, χωρίς σαφές σχέδιο ανάκαμψης και ανάπτυξης, η σαστισμάρα και η ηττοπάθεια που επικρατούν αυτή τη στιγμή, μπορεί να οδηγήσουν στη θυσία μιας γενιάς. Οι σημερινοί 15άρηδες έως 30ρηδες θα βρουν τα επόμενα χρόνια όλες τις πόρτες κλειστές, θα προσπαθήσουν να εκδιπλώσουν τις δυνάμεις τους σε μια αγορά παγωμένη, σε μια κοινωνία απεγνωσμένη. Θα φύγουν. Ενας νέος ελληνισμός της διασποράς θα εμφανιστεί. Και μια νέα Ελλάδα χωρίς νέους.

Η χρεοκοπία είχε επέλθει προ πολλού· πριν από τις υποβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης και το bullying αγορών και Financial Times. H χρεοκοπία είχε πλήξει τον δημόσιο βίο εν συνόλω, η Ελλάδα είχε χρεοκοπήσει πολιτικά και ηθικά, πολιτιστικά· απλώς δεν τη βλέπαμε, θαμμένη καθώς ήταν κάτω από βουνά υποκρισίας, ανομίας και χλιδοσπατάλης, με δανεικό και μαύρο χρήμα.
Τώρα πληρώνουμε τον μικρομεγαλισμό του ολυμπιακού 2004, τα παχιά λόγια για την ισχυρή Ελλάδα. Τώρα φαίνεται πολλαπλάσια η καμένη και γυμνή Ελλάδα του 2007, η απροστάτευτη από τους ίδιους τους ανθρώπους της· η Ελλάδα των σκανδάλων και της ατιμωρησίας, της “νομιμοφανούς” ηθικής των βουλευτών, των offshore και των Kαγιέν· των επίορκων δημόσιων λειτουργών και της διαβουκολευμένης μάζας. Πληρώνουμε αυτό που ήμασταν: Αφρονες και υβριστικοί.

Θα μείνουμε ίδιοι; Η χρεοκοπία δεν μας το επιτρέπει· η κατάσταση δεν μαζεύεται με μερεμέτια. Η πιο πικρή ώρα μπορεί να είναι η ευκαιρία για έναν σωτήριο μετασχηματισμό, για έναρξη μιας νέας ιστορικής περιόδου. Οχι μόνο για έξοδο από την κρίση και ανάκαμψη, όχι μόνο αυτό, παρότι είναι αναγκαίο και πρώτο. Αλλά για βαθύ, ουσιαστικό μετασχηματισμό, για ανακαίνιση, για επανίδρυση της δημοκρατικής πολιτείας και του δημόσιου βίου.

Είπαμε: η χρεοκοπία δεν είναι μόνο οικονομική, έχει προηγηθεί η πολιτική και ηθική χρεοκοπία, δηλαδή, η αποσάθρωση των θεμελίων. Σε αυτό τον σωρό ερειπίων δεν μπορούμε να χτίσουμε το μέλλον, ακόμη κι αν βρούμε δανεικά από τις αγορές της Ασίας, ακόμη κι αν ξεπουλήσουμε δημόσιες γαίες, ακίνητα, επιχειρήσεις, μνημεία. Πάλι σαθρό θα είναι το οικοδόμημα.
Πιστεύω ότι υπάρχουν οι πνευματικές δυνάμεις στον ευρύτερο ελληνισμό, ότι υπάρχουν αποθέματα ζωτικότητος στο ανθρώπινο δυναμικό πάσης προελεύσεως εντός του ελλαδικού χώρου, γι’ αυτόν τον ιστορικό μετασχηματισμό. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν τόσο πολλές δυνάμεις, τόση ευφυία, τόση γνώση. Δυστυχώς, έως τώρα, οι δυνάμεις αυτές είναι διάσπαρτες, χωρίς σχέδιο και συνοχή, ασυντόνιστες, απογοητευμένες, ακόμη και αντιμαχόμενες και αλληλοεξουδετερούμενες. Τις τελευταίες δύο περίπου δεκαετίες ήμασταν μάρτυρες μιας πρωτοφανούς σπατάλης ταλέντου, ευφυίας, φρονήματος· περιφρόνησης του μέτρου και της αξίας· αποθέωσης της ανηθικότητας και της αρπαγής. Αγγίξαμε το όριο θραύσεως. Σπάσαμε.

Ο υπουργός Οικονομικών θα βρει τελικά δανειστές, έστω με αιματηρά επιτόκια. Αυτό που δεν μπορεί να βρει κανένας υπουργός, όσο άξιος, είναι ένα συμβόλαιο τιμής για ανακαίνιση της χώρας: αυτό πρέπει να το συνομολογήσουμε και να το εφαρμόσουμε όλοι, παραγωγοί, λειτουργοί, έμποροι, δάσκαλοι, διανοούμενοι. Και να υποχρεώσουμε τους όποιους αιρετούς άρχοντες να ακολουθήσουν και να ηγηθούν, να εμπνευστούν και να εμπνεύσουν.

Ας ξεκινήσουμε από τις ηθικές αρχές, από μια αλλαγή βιοσοφικού παραδείγματος: Να αρκούμαστε στην καλή ζωή, να μην κυνηγάμε την καλύτερη. Το είπε πρόσφατα αυτό ο πρόεδρος της Βολιβίας, ο ινδιάνος Εβο Μοράλες, κι έμεινα ώρα πολλή πάνω σε αυτή την “απλοϊκή” κουβέντα: «Επιχειρούμε να σκεφτούμε άλλους τρόπους για να ζούμε και να ζούμε καλά, όχι να ζούμε καλύτερα. Όχι καλύτερη διαβίωση. Η καλύτερη διαβίωση γίνεται πάντα εις βάρος κάποιου άλλου. Η καλύτερη διαβίωση γίνεται με κόστος την καταστροφή του περιβάλλοντος». Ιδού, ο “αφελής” Ινδιάνος θέτει το πρόβλημα της αιωνίας προόδου, της ατελεύτητης συσσώρευσης, της διαρκούς επιδίωξης κέρδους με κάθε τίμημα.

Το «διαρκώς καλύτερα» σε πλανητική κλίμακα έχει τίμημα τον αφανισμό του περιβάλλοντος, την κλιματική αλλαγή, την απειλή κατά της βόσφαιρας. Σε εθνική κλίμακα, το τίμημα είναι ο υπερδανεισμός και η χρεοκοπία. Σε κοινωνική κλίμακα, το τίμημα είναι η εξαφάνιση της αμοιβαιότητας, της συνοχής, της αλληλεγγύης· η επικράτηση των εγωτιστών και των άπληστων στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας.

Η άφρων χλιδοσπατάλη των Ελληναράδων του 21ου αιώνα αποτελεί μια έκφραση της Υβρεως που συμβαίνει σε πλανητική κλίμακα. Η καθήλωση της αγροτικής παραγωγής σε επιζήμιες και περιβαλλοντοκτόνες καλλιέργειες, πλην όμως επιδοτούμενες, είναι μια όψη της Υβρεως. Η διαρκής υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου και η σπατάληση των νέων σε ΑΕΙ σημαίας ευκαιρίας και καφετέριες, είναι άλλη όψη. Η εγκληματική παραμέληση του μεταναστευτικού πληθυσμού, τρίτη. Η ρηχή πολιτική και η αρπαχτή στον τουρισμό, η κατάρρευση του ΕΣΥ, οι διαβρωμένες δημόσιες υπηρεσίες, τα ασάρωτα πεζοδρόμια, η οικοδομική αυθαιρεσία, η επιθετικότητα στον καθημερινό βίο, άλλες όψεις έκπτωσης, όψεις παρακμής. Αυτή η γενικευμένη, εσωτερικευμένη Υβρις, η σπατάλη ως πρόοδος, η απληστία ως αξία και αυτοσκοπός, ο παρασιτισμός ως τρόπος επιβίωσης, αυτά συνιστούν τη χρεοκοπία μας. Και αυτά τα χαρακτηριστικά βίου είναι ασύμβατα με κάθε έννοια δημοκρατικής πολιτείας.

«Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου… Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής» ― λέει ο Καρυωτάκης. Σε αυτό το όριο βρισκόμαστε τώρα, σε ένα δραματικό μεταίχμιο. Θα αφεθούμε να μας παρασύρει η άβυσσος, αυτή που κατασκευάσαμε; Θα βουλιάξουμε στην ήττα και τη μοιρολατρία; Ή θα βαδίσουμε με θάρρος και παρρησία προς μια καινούργια αρχή; Προς έναν μοντέρνο πατριωτισμό, ένυλο, ρεαλιστικό και υπερβατικό μαζί; Ο χρόνος πιέζει.

(Plan B: μια Ελλάδα μπατίρηδων και ηττημένων· γέροντες, χωροφύλακες και φοροεισπράκτορες καπνίζουν σε καφενεία μελαγχολικά.)

Τα μηνύματα από το διεθνές περιβάλλον δεν είναι πια δυσοίωνα, είναι αγγελτήρια καταστροφής. Ο καθείς για τους σκοπούς του, φανερούς ή υπόδηλους, Ευρωπαίοι εταίροι, γραφειοκρατία των Βρυξελών, τράπεζες, hedge funds, οίκοι αξιολόγησης, διεθνής τύπος, επιτίθενται στην Ελλάδα, ανακοινώνουν ότι ήδη επτώχευσε. Κάποιοι προσδοκούν να κερδίσουν από τη δική μας χρεοκοπία· άλλοι τη φοβούνται διότι θα τους επηρεάσει ή θα τους συμπαρασύρει.

Ολα κατασκευάζουν περιβάλον ήττας. Το θέμα όμως πλέον δεν είναι να περιμένουμε τι θα αποφασίσουν οι αγορές για μας, αλλά τι εμείς αποφασίζουμε ότι μπορούμε να κάνουμε. Το θέμα δεν είναι να κλαιγόμαστε, να οικτίρουμε εαυτούς, να ελεεινολογούμε κυβερνήσεις και να αναλύουμε τις συνωμοσίες των διεθνών κερδοσκόπων. Με οικονομολογία και πολιτικολογία καφενείου δεν πρόκειται ποτέ να βγούμε από το τούνελ· το πιθανότερο είναι ότι θα ταφούμε αδρανείς.

Το θέμα τώρα είναι ο χρόνος· πώς εκμεταλλευόμαστε δημιουργικά τον χρόνο, ως κοινωνία. Πώς συνερχόμαστε άμεσα από το σοκ, πώς αποτινάζουμε την παγωνιά του φόβου, και επιστρατεύουμε ψυχρή και ταχεία διάνοια για να βρούμε τον μίτο που θα μας βγάλει από τον λαβύρινθο. Αλλους.

Η παρούσα κρίση, η σφοδρότερη ίσως από τη μεταπολίτευση, δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και πολιτική και ηθική. Τελειώνει ένα μοντέλο οργάνωσης του δημόσιου βίου, ένας τρόπος διαβίωσης. Κατά τούτο, η κρίση είναι ιστορική ευκαιρία. Και πρόκληση: Να αναδείξουμε επιτέλους τις διαφημιζόμενες αρετές μας ― ταχύτητα στις αποφάσεις, ανάληψη ρίσκων, εφευρετικότητα, ικανότητα αλλαγών, μαχητικότητα, αντιστασιακό πνεύμα. Ακριβώς με αυτό το εφευρετικό και αντιστασιακό πνεύμα του επιβιωτή, του ιστορικού ανθρώπου, αυτό που επισημαίνουν στοχαστές όπως ο Νίκος Σβορώνος, αυτό για το οποίο καυχιόμαστε, με αυτό το πνεύμα καλούμαστε σήμερα να αντιμετωπίσουμε τις αγορές, μα κυρίως τους εαυτούς μας, τα πανθομολογούμενα ελαττώματα που έφεραν την κοινωνία μας στο χείλος της κατάρρευσης. Αν μπορούμε. Το στοίχημα σήμερα, επί του χείλους, είναι να επινοήσουμε τους εαυτούς μας και την κοινωνία μας αλλιώς. Η παλαιά Ελλάδα χρεοκόπησε.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: