You are currently browsing the tag archive for the ‘Χαυτεία’ tag.

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης
Πέρυσι αισθάνθηκα αύρα παλαιοβαλκάνια να πνέει πάνω από το μαραμένο κέντρο της Αθήνας. Το ξανάνιωσα. Κατήφεια και εσωστρέφεια, εγκατάλειψη, καθυστέρηση, φτώχεια. Ολο το Σάββατο και την Κυριακή περπατούσα πάλι στο κέντρο. Εξάρχεια, Χαυτεία, Στουρνάρη, Κάνιγγος, Βάθη, Ομόνοια, Ακαδημίας, Σόλωνος, Χ. Τρικούπη, Ασκληπιού. Από την Αθηναϊκή Τριλογία έως την πλατεία Βάθη, κι από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας έως την Ιερά Οδό.
Αρκετά μαγαζιά στα Χαυτεία ήταν ανοιχτά την Κυριακή, τα περισσότερα κλειστά. Πολύς κόσμος στους δρόμους, λίγος στα μαγαζιά για ψώνια. Γεμάτοι οι φούρνοι, γεμάτα τα καφενεία με τραπέζια στη λιακάδα. Η πλατεία Ομονοίας έλαμπε, παράξενα ωραία, κυριακάτικη. Στους δρόμους που δεν τους λάμπρυνε ο ήλιος, δυσοίωνη υγρασία τρύπωνε στα κόκαλα: σπασμένα ρείθρα, βρώμικα πεζοδρόμια, κλειστές βιτρίνες σκεπασμένες με αφίσες και γκράφιτι, αραιά και πού κανένα πωλείται ή ενοικιάζεται, σχισμένα, δεν περιμένουν πια αγοραστές και ενοίκους. Πόλη παρατημένη.
Η αγορά στο υπογάστριο του ιστορικού κέντρου έχει χαρακτήρα τριτοκοσμικό, μικρό Κάιρο· τα φτηνοεμπορεύματα απλωμένα στον δρόμο, κινέζικα με χάρτινες ταμπέλες φωνάζουν την τιμή, πέντε ευρώ φούτερ, είκοσι ευρώ παπούτσια, τυρόπιτες, σουβλάκια, φραπέδες όλα ένα ευρώ. Οι κυριακάτικοι πελάτες σε αυτό το παζάρι μιλούν γλώσσες της μετανάστευσης, τη μοναδική ημέρα σχόλης ξοδεύουν φειδωλά τα λιγοστά του μόχθου.
Το βράδυ της Κυριακής, η Ακαδημίας είναι σκοτεινή, έρημη, μόνο τα σινεμά και η Λυρική κρατούν φως και ανθρώπους. Αδεια, σκοτεινά τα Εξάρχεια, η Νεάπολη, μέχρι την Αλεξάνδρας. Στις σκαλωσιές, Βουλής και Κολοκοτρώνη, άστεγοι-στρουθία έχουν καταλάβει τις θέσεις στα μαδέρια της σκαλωσιάς, έστρωσαν το κρεβάτι τους, κλείνουν τα μάτια κι ακούνε τις μουσικές απ’ τα μπαρ.
Η θλίψη αυτής της πτωχευμένης, αχτένιστης, παρατημένης πόλης αντισταθμίζεται από κρυφές χάρες, αυτές που δεν πολυνιώθαμε στους αμέριμνους καιρούς. Πόλη σε μέτρα ανθρώπινα, μια γειτονιά, αγκαλιά, ακόμη και το κέντρο, μικρές πολυκατοικίες, απρόοπτα ξέφωτα όπου προβάλλουν με χάρη και μεγαλείο οι λόφοι, ο Βράχος. Πόλη με κλίμα διαρκώς γλυκύ, θερμή άνοιξη με διαβαθμίσεις. Πόλη διαρκώς αναμμένη – να, αυτό λιγοστεύει τώρα, το φως, ο βόμβος, η κίνηση, αυτοί οι ζωτικοί χυμοί εγκαταλείπουν τις αρτηρίες του κέντρου. Αυτή η εγκατάλειψη πλακώνει το στήθος και πονάει. Πόλη μου παρατημένη.
Τη Δευτέρα η πόλη ξυπνάει άλλη. Το πρωινό την ωθεί, της σταλάζει κουράγιο. Να όμως και η συμφόρηση: στα χαμηλά της Σόλωνος η αριστερή λωρίδα είναι μονίμως κατειλημμένη από σταθμευμένα οχήματα· λεωφορεία και γιώτα-χι ελίσσονται, αργοπορούν, εκνευρίζονται, το ποτάμι φρακάρει στο δέλτα αντί να ανοίγει. Στην Ακαδημίας τα φορτηγά ξεφορτώνουν μέρα μεσημέρι. Στο κέντρο δεν υπάρχει Τροχαία, ποτέ. Δεν χρειάζεται. Μόνο πάνοπλοι φρουροί.
Η Κομνηνών είναι όρυγμα σε πεδίο πολέμου, ο χειρότερος δρόμος των Αθηνών. Από την Αλεξάνδρας και μετά, σε όλα τα φανάρια που αργούν, άνθρωποι συνωστίζονται για μερικά δεκάλεπτα. Καποδιστρίου: Λεωφόρος της Επαιτείας και της Πρέζας. Αθόρυβα, ταπεινά πλησιάζουν τ’ ανοιχτά παράθυρα των οδηγών. Λέει: «Με τα πενήντα λεπτά, κύριε, συμπλήρωσα να πάρω τσιγάρα, είμαι εκατομμυριούχος, υγεία να ’χετε…». Ενας κούριερ ξεπεζεύει σοβαρός, ανοίγει το πορτ μπαγκάζ της βέσπας, στο εσωτερικό του καπακιού τρεις εικόνες προσεκτικά κολλημένες, η μεγάλη του Χριστού, οι μικρές των προστατών αγίων.
Στην Πειραιώς μια γυναίκα: «Ευλογημένος του Θεού να είσαι, καλό δρόμο, υγεία στην οικογένειά σου, όλες τις ευλογίες του Θεού, κύριε».
Η πόλη λειτουργεί μαγικά, με την εγκαρτέρηση των κατοίκων.
Είναι φορές που αναρωτιέσαι; Μα είναι δυνατόν η παραγόμενη πολιτική πράξη να είναι τόσο προβλέψιμα αλυσιτελής, τόσο κοινότοπα ανούσια; Τόσο επιζήμια ή διάφορη για το κοινό συμφέρον; Τόσο δειλή και αναίσθητη στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες; Ειδικά στην παρούσα συγκυρία ιστορικής δυσκολίας.
Το σκέφτηκα αυτές τις μέρες που μαζί με την αναγελλία του δείκτη ανεργίας στο 28%, είχαμε την αναγγελία έργων αστικού εξωραϊσμού στην Πανεπιστημίου, προϋπολογισμού 80 εκατ. ευρώ, και την τελική ανάληψη των δανειακών υποχρεώσεων του Μεγάρου Μουσικής από το κράτος, ύψους 230 εκατ. ευρώ.
Εύλογα αναρωτιέται ο υπερφορολογούμενος ή άνεργος πολίτης: Αυτό το έργο αστικής ανάπλασης φιλοδοξεί να μεταμορφώσει το ιστορικό κέντρο με συνοπτικές διαδικασίες και μηδαμινή κοινωνική νομιμοποίηση. Εστω. Ποια ανάπτυξη όμως θα πυροδοτήσει στο βομβαρδισμενο αθηναϊκό κέντρο, ποια ανακούφιση θα προσφέρει στους άνεργους και στους κατεστραμμένους εμπόρους των φαλιρισμένων καταστημάτων; Γνωρίζουμε ότι οι δημόσιες επενδύσεις είναι ένα από τα βασικά εργαλεία καταπολέμησης της κρίσης, σύμφωνα με την κεϋνσιανή προσέγγιση: δημιουργείται απασχόληση, κυκλοφορεί χρήμα, παράγεται πλούτος. Αλλά η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου και η πολλοστή ανάπλαση της Κοραή και της πολύπαθης Ομόνοιας ή της πλατείας Δικαιοσύνης, με ποιο τρόπο θα ζωντανέψουν τη ρημαγμένη Σταδίου και τα Χαυτεία; Αναρωτιέμαι, δεν έχω απάντηση.
Σκέφτομαι όμως τι μας έλεγαν Αμερικανοί ειδικοί που δούλεψαν για να ζωντανέψουν το ερημωμένο Ντιτρόιτ, την προσέγγιση που υιοθέτησαν: Στις πληγείσες ζώνες να μη μείνει κανένα ισόγειο έρημο, κλειστό, όλα να δοθούν για χρήσεις ακόμη και δωρεάν, να μπουν μέσα έμποροι, βιοτέχνες, νέοι, καλλιτέχνες, να συμβαίνει κάτι διαρκώς, όλα να κινούνται, όλα τα φώτα να ανάβουν, άνθρωποι να μπαινοβγαίνουν· θα ζωντανέψουν οι δρόμοι, κατόπιν θα ζωντανέψουν και οι όροφοι. Κάπως έτσι ζωντάνεψαν και οι πληγείσες γειτονιές του Ανατολικού Βερολίνου, μετά την επανένωση. Η Αμερικανίδα ειδικός τα έλεγε αυτά βλέποντας τα εκατοντάδες κλειστά μαγαζιά στη Σταδίου, στην Πατησίων, στο μαραμένο κέντρο.
Η προγραμματιζόμενη ανάπλαση της Πανεπιστημίου και της Ομόνοιας θα ανάψει φωτίτσες ανάπτυξης και ζωής; Υπάρχουν μες στην στρατηγική των αναπλαστών προβλέψεις και εντοπισμένες πρακτικές αναζωογόνησης της εμπορικής δραστηριότητας, πέρα από τραπεζοκαθίσματα καφενείων και πίστες για περιπατητές; Δεν το γνωρίζω. Γνωρίζουμε πάντως ότι οι όχθες της Πανεπιστημίου στο μεγαλύτερο μέρος τους καλύπτονται από δημόσια κτίρια, που εκ των πραγμάτων δεν προσελκύουν κόσμο, δεν είναι εστίες δράσεως· μόλις πέσει το φως, ο πεζόδρομος θα ερημώνει, ίσως πολύ περισσότερο από σήμερα. Τα φώτα και η κίνηση ήταν, κατά παράδοσιν, στη Σταδίου και στα Χαυτεία.
Η κρίση μάς έκανε πιο επιφυλακτικούς στα μεγάλα λόγια για μεγάλα έργα. Ιεραρχούμε διαφορετικά τις προτεραιότητες, ριζικά διαφορετικά από την ολυμπιακής εποχή της υπεραισιοδοξίας και της καταστροφικής σπατάλης. Διότι επιπλέον τώρα πια ξέρουμε πώς στήθηκε τότε το παραμύθι της ανάπτυξης: με λατρεία τσιμέντου, με διόγκωση των κατασκευαστικών εταιρειών, με διασπάθιση δημόσιων και κοινοτικών πόρων, με υπερδανεισμό και χρηματιστικοποίηση. Σε έργα βιτρίνας χωρίς συνέργειες ανάπτυξης, χωρίς προστιθέμενη αξία, χωρίς αναπτυξιακή πνοή.
Το υπερδανεισμένο Μέγαρο Μουσικής, με δημόσιο χρήμα και ιδιωτική διοίκηση, που δεν καταφέρνει να καλύψει ούτε τα λειτουργικά του έξοδα, είναι μνημείο μιας τέτοιας άφρονος πολιτικής, ένα κενοτάφιο ματαιοδοξίας. Ενα αρκεί. Ας μην το επαναλάβουμε.
Ο Αύγουστος αποδιοργανώνει την πόλη. Την επιβραδύνει, την αραιώνει, την κάνει πιο ανθρώπινη. Ετσι ξέραμε. Τούτο το καλοκαίρι όμως μάς δείχνει την πόλη απάνθρωπη. Η αραίωση του πληθυσμού αποκαλύπτει μεγεθυσμένες, ολοφάνερες, τις ζώνες αθλιότητας στην καρδιά της πρωτεύουσας. Οι άθλιοι των Αθηνών δεν πάνε διακοπές, μένουν πάντα εκεί, αφημένοι στα τελευταία σκαλιά της επιβίωσης. 3ης Σεπτεμβρίου, σε μια εσοχή κτιρίου, πίσω από χαρτόκουτα, ένα τσαρδί ακρωτηριασμένων τοξικομανών· με τα αμαξίδια κινούνται για επαιτεία και δόση. Στα Χαυτεία, μέρα μεσημέρι, δίπλα στο Ταχυδρομείο, δύο τοξικομανείς εξουθενωμένοι κοιμούνται στο πεζοδρόμιο· οι διαβάτες τους παρακάμπτουν αμήχανοι, και από την επόμενη διάβαση στρέφουν το βλέμμα τους να επιβεβαιώσουν αυτό που μόλις είδαν, σαν να μην το πιστεύουν.
Ποιος να το πιστέψει; Τα ζωηρά Χαυτεία, η περιοχή του Εθνικού Θεάτρου, η Γερανίου με τα παλιά τυπογραφεία, η πολύπαθη πλατεία Θεάτρου, οι παρυφές του Ψυρρή, η Πατησίων, η περιοχή Μουσείου, η πλατεία Λαυρίου, η πλατεία Βάθης, περιοχές–ορόσημα για την ιστορική Αθήνα, έχουν μετατραπεί σε θέατρα εξαθλίωσης, πόνου, φόβου, αρρώστιας, δυστυχίας.
Η Αθηναϊκή Τριλογία, το νεοκλασικό σύνολο Ακαδημίας, Πανεπιστημίου, Βιβλιοθήκης, ένα από τα ελάχιστα σημεία όπου η πόλη ανοίγεται και το βλέμμα αναθαρρεί, τελεί μονίμως σε κατάσταση παζαριού σουκ. Η νεοκλασική τριλογία των Χάνσεν αποτελεί απλώς το φόντο για τους Αφρικανούς πλανόδιους που αραδιάζουν την πράματειά τους στο πεζοδρόμιο: φτηνές απομιμήσεις ακριβών ειδών.
Αυτές οι εικόνες θα ’πρεπε να στοιχειώνουν τον ύπνο των κυβερνητών, των πολιτών, όλων· είναι εικόνες μιας πολιτείας που δεν μπορέσαμε να υπερασπιστούμε. Και τώρα η πληθωρισμένη πόλη, εξοιδημένη και φλεγμαίνουσα, εκδικείται τους ξενιστές. Η Ομόνοια των κολασμένων ξεχειλίζει απειλητικά προς το Σύνταγμα, καταλαμβάνει την Πανεπιστημίου, κατακλύζει την Ερμού, έχει κυριεύσει προ πολλού την Πατησίων. Λίγα τετράγωνα μένουν για να κατακλύσει το αμέριμνο, την εγκληματικά αμέριμνη, κεφαλή της Δημοκρατίας, το Κοινοβούλιο, το προεδρικό και το πρωθυπουργικό μέγαρο, τις λαμπρές τράπεζες, το Κολωνάκι, το ήδη ασθμαίνον απ’ την κρίση.
Δεν την αξίζουμε τέτοια πόλη. Δεν μας αξίζει τέτοια εικόνα, τέτοιο καθημερινό βίωμα. Αλλά ίσως αυτή η κατάντια ώς να δείχνει τον βαθμό μηδέν της δημοκρατικής πολιτείας μας, το μη περαιτέρω. Μια πολιτεία που αδυνατεί, (ή, χειρότερα, αδιαφορεί) να υπερασπιστεί την εικόνα και την ουσία της πρωτεύουσάς της, αδυνατεί να ζήσει, αδυνατεί να εξελιχθεί. Αδυνατεί να υπάρχει. Μεσούσης της κρίσεως, παραμονές δημοτικών εκλογών, παραμονές επώδυνων μέτρων, ας δούμε το βάθος της εικόνας: στην ιστορική Αθήνα καθρεφτίζεται ολόκληρος ο σύγχρονος ελληνισμός.