You are currently browsing the tag archive for the ‘φόβος’ tag.
Οι Ελληνες έχουν υποφέρει πολλά, τα τελευταία χρόνια. Η πτώχευση, η οικονομική εξασθένηση των νοικοκυριών είναι ασφαλώς το πρώτο που έρχεται στον νου. Αλλά σταδιακά αντιλαμβανόμαστε ότι τα χειρότερα βάσανα ακολουθούν αυτήν τη διαρκή απειλή πενίας. Είναι η ανασφάλεια, η αδυναμία να προγραμματίσεις στοιχειωδώς τον βίο, η αδυναμία να προστατεύσεις τα ευπαθή άτομα του περιβάλλοντός σου, η αίσθηση ότι η αξιοπρέπεια συρρικνώνεται ή στην καλύτερη περίπτωση μετασχηματίζεται, ο φόβος για το μέλλον.
Ο φόβος είναι το χειρότερο μαρτύριο και ο χειρότερος σύμβουλος για ένα πλήθος ανθρώπων που υποφέρουν χωρίς να έχουν καταλάβει ακόμη πού έφταιξαν οι ίδιοι. Ο φόβος τρώει τα σωθικά των ανίσχυρων θυμάτων της κρίσης, παγώνει τον νου, τα βυθίζει στην απελπισία και την αυτοϋποτίμηση, τα βυθίζει στη μοιρολατρία· ο ίδιος φόβος παραλύει τις εναπομένουσες δυνάμεις, δεν τις αφήνει να εκδιπλωθούν για να ανασχέσουν και να ανασυγκροτήσουν. Ο φόβος λοιπόν. Αυτός πρέπει πρώτος να νικηθεί.
Είναι προφανές άρα ότι οι διασπορείς απειλών και προφητειών, οι σπορείς εκφοβισμού, πλήττουν ευθέως, ενσυνείδητα τους ήδη πληγωμένους και έμφοβους συμπολίτες τους, τρομοκρατούν την κοινωνία. Δεν μιλάμε για τον αναλυτή ή τον υπεύθυνο πολιτικό, που καταγράφουν τα πράγματι δυσμενή δεδομένα και εκτιμούν τις δυσκολίες· διότι η πραγματιστική ανάγνωση της δυσχερούς πραγματικότητας είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα για την λυσιτελή αντιμετώπισή της· οδηγεί σε αγώνα, όχι σε πανικό και παραίτηση.
Μιλάμε για τους ανεύθυνους δημαγωγούς, τους τηλευαγγελιστές, τυχάρπαστους λαϊκιστές, κατ’ επάγγελμα αρριβίστες και πρόθυμους για όλα, που απαντούν στην αγωνία των συνανθρώπων τους με τρομολάγνες προφητείες. Ας μην τους ακούμε τέτοιους κήρυκες, ας τους δούμε μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που αγωνίζεται να σταθεί όρθια, και θα τους δούμε τότε περιττούς και ανωφελείς, όπως και τον φόβο που εξαπολύουν.
H ζωή αντιγράφει την τέχνη, η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή, η τέχνη προεικονίζει το μέλλον. Ολα ισχύουν. Το σκέφτομαι όταν βλέπω ταινίες του Κέν Λόουτς, του Μάικ Λι, του Πάολο Σορεντίνο, του Γιάννη Οικονομίδη· αυτοί μου έρχονται στο νου πρόχειρα, κυρίως επειδή πρόσφατα ξαναείδα το Il Divo μαζί με το νέο Grande Belezza του Σορεντίνο και το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να δεις στο Il Divo, τυπικά μια προσωπογραφία του Τζούλιο Αντρεότι, την πυκνή περιγραφή της ιταλικής πολιτικής ζωής στα μολυβένια χρόνια του ’70 και την εκβολή της στον μπερλουσκονισμό. Είναι μια ευτυχής συναίρεση της τέχνης με την πολιτική, της φόρμας με το περιεχόμενο, της ενόρασης του καλλιτέχνη με την διαύγεια του δοκιμιογράφου. Ο Πάολο Σορεντίνο αφηγείται τον σκοτεινό πυρήνα της πολιτικής, της εξουσίας, σκιτσάροντας ταυτοχρόνως μες στις σκιές την ανθρώπινη ψυχή, και δείχνοντας την εξουσία ως κοινοτοπία με τεράστια τονικότητα. Ο Μακιαβέλι κινηματογραφημένος σαν docudrama.
Με άλλη φόρμα στην Grande Belezza, λιγότερο μπαρόκ αλλά αναλόγως φαντασμαγορική και πολυπρισματική, ο Σορεντίνο κινηματογραφεί πλονζέ και κοντρ-πλονζέ, σε ομόκεντρους κύκλους, την ψυχή της Ρώμης, της Ιταλίας, της Ευρώπης. Σήμερα. Την ψυχική πτώση, την ηθική παρακμή, το πνευματικό γήρας, τη μοναξιά, τον ναρκισσισμό, τον εγωτισμό του Ευρωπαίου διανοούμενου, του αστού, του ανέστιου. Η Ευρώπη υψώνεται σαν σωρός ερειπίων προς το μέλλον· στη βάση του σωρού απομένει το μεταφυσικό ρίγος, η αναζήτηση του απολεσθέντος ιερού, μέσα από οράματα και αμφισημίες.
Εδώ ο ιδιοφυής Ναπολιτάνος προεκτείνει τους κινηματογραφικούς διδάχους της italianità, οι οποίοι μέσα απ’ τις «ιταλικές» ταινίες τους έδωσαν αισθητό σχήμα στην ευρωπαϊκότητα, στην ψυχή της Ευρώπης. Ταυτοχρόνως, ανατρέχει και πάλι στους μαέστρους της Αναγέννησης· μετά τον Μακιαβέλι, στον νεοπλατωνικό Μπαλτασάρε Καστιλιόνε. Μα προπάντων ζωγραφίζει την Αιωνία Πόλη, λίκνο της ελληνορωμαϊκής-χριστιανικής Ευρώπης, σαν ενιαίο χώρο ζώντων και νεκρών, όπου η τέχνη είναι πιο δραστική από τους ανθρώπους. Χωρίς να θρηνεί όμως: ο κόσμος αυτός τελειώνει με έναν γδούπο, όχι μ’ έναν λυγμό. Ο Ματέο Ρέντσι χορεύει κάτω από την φωτεινή επιγραφή Martini το ρεμίξ της Ραφαέλα Καρρά.
Στο Μικρό Ψάρι, ο ρεαλιστής Γιάννης Οικονομίδης ακολουθεί τη στέρεη φόρμα του νουάρ, ειδικότερα του μελβιλικού νουάρ, για να φτιάξει μια διαυγή πολαρόιντ της Ελλάδας της διαρκούς κρίσης, της Ευρώπης της κρίσης, της Ευρώπης-κρίσης. Κάτω από το ψυχρό διαυγές φως του αττικού χειμώνα, περιαστικές γειτονιές χωρίς κανένα χαρακτήρα, απαράλλαχτες με τα γαλλικά, ιταλικά, σκοτσέζικα εργατικά προάστια, μια μεσογειακή-βαλκανική suburbiana, ρημαγμένα εργοτάξια, καφενεία φορτηγατζήδων στα ρέλια της Εθνικής οδού, οι ου τόποι ενός ευρωπαϊκού Mid-West.
Διπλές ζωές, κρυμμένες ζωές; Ουτε καν. Γυμνές ζωές. Κενές νοήματος, σαν τα άδεια βλέμματα, σαν τα ασυνάρτητα λόγια. Ολα πουλιούνται, όλα προδίδονται. Οι ήρωες κινούνται σαν ανδρείκελα που τα σπρώχνει βίαια μια μοίρα απανθρωπισμού, που τα καίει η εκδίκηση και η άγρια χαρά της σύγκρουσης, ας είναι και μάταιης, χαμένης από χέρι. Ετσι κινείται αμίλητα ο εκτελεστής Στράτος, το χέρι του δεν το οπλίζει το σχέδιο μιας βούλησης, αλλά το ένστικτο και η ανάγκη, το κακό ως αναπόφευκτο, έως ότου ξεχειλίσει από την αίσθηση του τραγικού.
Στις προηγούμενες ταινίες του (ιδίως, «Σπιρτόκουτο» και «Ψυχή στο στόμα») ο Οικονομίδης προεικόνιζε τη γυμνή ζωή της κρίσης που δεν είχε σκάσει ακόμη, ανασκάπτοντας στα ρείθρα του μέινστρημ, στα χαμηλά της οικογένειας, στο λαϊκό περιθώριο· φιλμάριζε νατουραλιστικά την εξαίρεση και την πρόβαλε στο όλον. Στον καιρό της κρίσης, η εξαίρεση είναι κανόνας. Το Μικρό Ψάρι αποπλέει από αυτό τον κανόνα· μπαίνει πια στα νερά του πιο σκοτεινού pulp, στον ψυχρό κόσμο των διαταραγμένων του Jim Thompson, στον κόσμο των κινηματογραφημένων The Killer Inside Me και Pop. 1280 (Coup de Torchon). Πρόκειται για ατομικές διαδρομές στη δυστοπία, εκτός κοινωνίας· η κοινωνία απλώς ζωγραφίζεται σαν δυσφορικό φόντο.
Σε αυτή τη διαδρομή, η διαυγής σιωπηλή δυστοπία του Οικονομίδη, ένας χορός νεκροζώντανων, συναντά υπογείως, στο πλατωνικό τούνελ της απόδρασης, το ρωμαϊκό κοιμητήριο μορφών, ιδεών και αγαλμάτων του Σορεντίνο, έναν χορό υπερκορεσμένων της παρακμής. Το pulp συναντά απρόσμενα το κάλλος, εφάπτονται, τέμνονται, ανακατεύουν τα χρώματά τους, σκιαγραφούν την Ευρώπη του 21ου αιώνα σαν προσδοκία και σαν φόβο.
Συναντάς έναν γνωστό, ανταλλάσσετε χαιρετισμούς, μεσολαβεί μικρή σιωπή, κενός χρόνος· αισθάνεσαι τον δισταγμό, το μετέωρο βήμα, προτού ακουστεί το «πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» Ακούγεται ίδιο με παλιά, τετριμμένο, κοινότοπο, αλλά στον τωρινό καιρό έχει πια άλλο βάρος. Περιέχει αγωνία. Μια αγωνία που σωρεύεται χωρίς να εκτονώνεται, απεναντίας μεταλλάσσεται και πολλαπλασιάζεται. Μια αγωνία που αφορά το μέλλον, μάλιστα το απολύτως κοντινό.
Αρκετούς συμπολίτες η τέτοια αγωνία τους έχει οδηγήσει σε μια παραδοχή: η κρίση δεν είναι περαστική, έχει εγκατασταθεί μόνιμα και έχει αλλάξει ήδη τις υποκείμενες δομές του βίου. Εχουμε αλλάξει ιστορική πίστα και η πιθανότητα επανόδου στην προ κρίσης κατάσταση είναι μηδαμινή, ανύπαρκτη. Η παραδοχή αυτή, παρότι πραγματιστική, δεν παρηγορεί και βέβαια δεν φωτίζει το άδηλο μέλλον. Βοηθά όμως να μετουσιωθεί ο φόβος, να μεταμορφωθεί δυνητικά σε πιο δημιουργικές συμπεριφορές. Ορισμένως διαλύει τις αυταπάτες και αποδυναμώνει την ποικιλόμορφη προπαγάνδα. Δεν παρηγορεί.
Αλλοι πάλι αρνούνται να παραδεχτούν ότι όλα έχουν αλλάξει και ότι δεν θα επανέλθουμε σε μια κατάσταση ίδια ή παρόμοια με την προ κρίσης. Η διάγνωσή τους: η κρίση είναι παροδική, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση είναι δύσκολη, επίπονη, αλλά δεν αποκλείεται, είναι θέμα χρόνου. Αναγνωρίζουν το ζοφερό παρόν όπως και οι πραγματιστές, αλλά βλέπουν διέξοδο πάνω στο ίδιο επίπεδο πραγματικότητας, στην ίδια ιστορική πίστα, στο ίδιο παράδειγμα. Η τέτοια στάση απέναντι στο παρόν είναι παρηγορητική, στο μέτρο που ορίζει το μέλλον ως ανάκαμψη, ως επαναφορά στα πρότερα· σε αυτή την προσέγγιση, ο χρόνος εκτυλίσσεται ελικοειδής επί του ιδίου επιπέδου. Οι συμπολίτες αυτοί δεν βλέπουν ότι έχουμε αλλάξει ιστορική πίστα ― μάλλον: δεν θέλουν να δουν. Κι είναι πολύ περισσότεροι από τους προηγούμενους.
Η δεύτερη στάση είναι πλησιέστερη προς την αυθόρμητη αντίδραση των ανθρώπων ενώπιον μιας αλλαγής, μιας ανατροπής, μιας διάρρηξης της κανονικότητας. Η διάρρηξη εκλαμβάνεται ως παροδική και ανατάξιμη: με πόνο και κόπο ενδεχομένως, αλλά εντέλει θα επανέλθει η κανονική ροή, θα αποκατασταθεί η γραμμική πορεία προς το ολοένα καλύτερο. Αυτό συμβαίνει πράγματι σε αρκετές περιπτώσεις, όχι όμως στην παρούσα περίπτωση, όχι σε ό,τι συντελέσθηκε και συνεχίζει να συντελείται.
Καθώς διανύουμε τον τέταρτο χρόνο της κρίσης ας αναγνωρίσουμε τουλάχιστον αυτό: η κρίση έχει λάβει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η ζωή, ατομική και κοινωνική, στο προβλεπτό μέλλον θα κυλάει με κρίση, σαν κρίση. Κρίση διττά: ως διαταραχή και ρήξη, και ως εξέταση, ζύγισμα, λογάριασμα. Αρνούμενοι να δούμε την κρίση ως νέα μόνιμη κατάσταση αρνούμαστε τη δυνατότητα να κρίνουμε τη νέα κατάσταση, να την εξετάσουμε, να τη ζυγίσουμε, να προσαρμοστούμε, να εξοπλιστούμε με νέα εργαλεία. Μόνο έτσι όμως, με κριτική παραδοχή και γνωστικό εξοπλισμό, με ενσυναίσθηση, θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε τα δυσμενή δεδομένα για να πετύχουμε μια ευνοϊκή νέα ισορροπία.
Η φύση απεχθάνεται το κενό; Μάλλον οι άνθρωποι το φοβούνται, γι’ αυτό επινοούν πληρώματα, γεμίζουν το φοβερό ιστορικό κενό με ελπίδες, το επενδύουν με αυταπάτες. Ουσιαστικά αυτό που ζούμε δεν είναι καν κενό, είναι μετάβαση, μεταίχμιο, μετασχηματισμός, μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας· αυτό μας φοβίζει, όλους. Μια εκδήλωση αυτού του αρχέγονου φόβου, η οδυνηρότερη ίσως, είναι η αίσθηση αδυναμίας να ορίζουμε τις ζωές μας, σαν να μας αρπάζει ένα σιδερένιο χέρι και να μας τινάζει στο μέλλον ενώ ταυτόχρονα το ίδιο αυτό χέρι σβήνει όλα τα φώτα, τους φάρους και τις σταθερές.
O κίνδυνος του μέλλοντος μάς φέρνει ενώπιον του παρελθόντος: όλο το παρελθόν μας αναρριπίζεται μπρος στα μάτια μας, σαν έλλαμψη, γιατί κι αυτό κινδυνεύει μαζί μας. Ο πραγματιστής και ο αισιόδοξος συμμερίζονται το κοινό παρελθόν και τον κοινό κίνδυνο, γι’ αυτό συγκλίνουν, από διαφορετικούς δρόμους, στην κοινή ελπίδα της λύτρωσης· να λυτρωθούν από το χρονικό συνεχές των γεννητόρων της κρίσης, προσδοκώντας ένα ρήγμα που θα τους ξανοίξει σε ένα διαφορετικό μέλλον, ανακουφιστικό, απελευθερωτικό.
Η κρίση είναι η ιστορία· αποκτά νόημα αν τη δούμε μέσα από τα ρήγματα και τα ερείπια της, ιδίως αν τη δουν έτσι τα ανθρώπινα θύματα της κρίσης, τα οποία προσδοκούν μια διάρρηξη, μια ασυνέχεια λυτρωτική, ώστε να ισορροπήσουν στη νέα πίστα. Αυτό, ναι, μπορεί να ονομάζεται ελπίδα.
Fra Angelico, Ευαγγελισμός, 1442-43
Μέσα στη διάχυτη βουβαμάρα εγκλείεται φόβος. Φόβος για το παρόν, φόβος για το μέλλον. Οσα συμβαίνουν, κι όσα δεν συμβαίνουν, τροφοδοτούν διαρκώς αυτό τον φόβο του παρόντος, μια σταθερή δυσφορία, μια αίσθηση ανοικειότητας με την ίδια μας τη ζωή. Διότι απλούστατα δεν γνωρίζουμε πού μάς βγάζει ο δρόμος, δεν έχουμε καμία βεβαιότητα, αισθανόμαστε ανήμποροι να προγραμματίσουμε στοιχειωδώς τον βίο. Αισθανόμαστε να μας πλακώνει ένα ανοίκειο παρόν.
Κοιτάμε λοιπόν διαρκώς προς τα πίσω, στα τετελεσμένα, για να αντλήσουμε ολίγο νόημα, μήπως και με το νόημα του παρελθόντος φωτίσουμε τον ζόφο του παρόντος και φωτίσουμε τη σκολιά οδό προς το μέλλον. Το ξαναδιάβασμα του παρελθόντος μπορεί να είναι προωθητικό· το ίδιο και η επαναπροσέγγιση της παράδοσης, η οικείωσή της στη συγχρονία. Ετσι προχωρούν κοινωνίες και πολιτισμοί ― συναναστροφή με τους νεκρούς το έλεγε ο Ιωάννης Συκουτρής.
Αλλά ― υπάρχει πάντα ένα αλλά. Αλλά στη δική μας περίπτωση, του κλαψιάρη και έμφοβου νου, εμφιλοχωρεί ένας σοβαρός κίνδυνος: η αναψηλάφηση του παρελθόντος να οδηγεί είτε σε απεγνωσμένη εξωράιση και αφελή αγλαϊσμό του είτε σε δαιμονοποίησή του είτε σε βιαστικές έως γελοίες αναθεωρήσεις ― με κοινό παρανομαστή πάντα έναν τερατώδη αναχρονισμό, να προβάλλουμε τους φόβους και τους πόθους μας στο παρελθόν για να του δίνουμε το σχήμα του παρόντος.
Ο αναθεματισμός της Μεταπολίτευσης ως δεξαμενής αρνητικών ρευστών και τοξικών βλαστών, είναι μια τέτοια ατυχής δαιμονοποίηση. Οχι αξιολόγηση, κριτική, αποτίμηση· η Μεταπολίτευση, συμπαγώς και αδιαφοροποίητα, στέλνεται στη χωματερή της ιστορίας. Φυσικά μαζί της θάβουμε τους εαυτούς μας, όπως και όσο υπήρξαμε στη δημόσια σφαίρα.
Το ίδιο και το Πολυτεχνείο: μετά σαράντα χρόνια είναι δύσκολο να καταταγεί στα τρέχοντα ιδεοψυχολογικά σχήματα, αντιστέκεται πεισματικά. Αντί λοιπόν να το κατανοήσουν στο ιστορικό του πλαίσιο και να το ενσωματώσουν σε μια δυναμική αυτογνωσίας, κάποιοι απελπισμένοι αναθεωρητές το μικραίνουν, το χαμηλώνουν, το λοιδωρούν, κυρίως το μεταχρονολογούν, το αναχρονίζουν, για να μπορέσουν υποθέτω να το δουν στο μπόι τους, κι έτσι βολικά χαμηλοαναχρονισμένο να χαρακτηριστεί εργαλειακά ή και καφενειακά ως πηγή των παρόντων δεινών του έθνους κ.λπ. κ.λπ.
Από χθες σε αυτό τον χορό των αναχρονισμών μπήκε ολολύζουσα και η Αποστασία. Του ’65, των Ιουλιανών, των γελοιογράφων και των φαιδρών στιχοπλόκων, ό,τι παρά τη φαιδρότητά του εξέφραζε ένα υπαρκτό δίκτυο συνωμοσιών και εκτροπής. Λίγοι από τους πρωταγωνιστές ζουν πια, οι περισσότεροι γνωρίζουμε το κλίμα της εποχής από τις γελοιογραφίες του Μποστ. Ολα άλλαξαν. Κι όμως η αποσκίρτηση βουλευτών από το κομματικό μαντρί, όπως προσφυώς το ονόμαζε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, επαναφέρεται ως αρχετυπικό σκιάχτρο, ως το Poltergeist που στοιχειώνει την τρέχουσα πρωθυπουργική δημοκρατία.
Είπαμε: ο παγωμένος έμφοβος νους ξαναπλάθει το παρελθόν. Τη θέση του Μποστ παίρνει ο Γκόγια: Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα, τις κουκουβάγιες της ανοησίας και τις νυχτερίδες της αμάθειας.
Εχουμε κουραστεί να μετράμε απώλειες. Τέσσερα χρόνια τώρα. Απώλειες υλικές, κοινωνικές, πολιτικές. Η ύστατη και ίσως σημαντικότερη απώλεια με την οποία απειλούμαστε είναι η απώλεια ταυτότητας. Οχι ότι θα τη χάσουμε και θα είμαστε το τίποτε, αλλά υπό την έννοια ότι τα σοκ των μεταβολών ήταν και είναι τόσο πολλά, οι μετασχηματισμοί τόσο απότομοι και βίαι οι, που δεν ξέρουμε πια πού στεκόμαστε, πού πατάμε, ποιοι είμαστε μέσα στη δίνη.
Από τις πρώτες μέρες της αναγγελίας της χρεοκοπίας και της επιβολής των μνημονίων οι Ελληνες βίωσαν μια καταιγίδα δημοσιότητας, σχετική με τον χαρακτήρα τους, με αυτή την συχνά ισοπεδωτική γενίκευση που αφορά τον εθνικό χαρακτήρα, τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού συνόλου. Τα εντυπωσιοθηρικά ιδίως μήντια της Βορείου Ευρωπης ανέσυραν πλήθος στερεοτύπων για τον συνοπτικό ανθρωπότυπο του πονηρού, οκνηρού, απείθαρχου, ηδονιστή Ελληνα. Από κοντά, και εγχώριοι θυμόσοφοι.
Το παράδοξο είναι ότι πολλοί Ελληνες συμμερίζονται αυτή την στερεοτυπική περιγραφή τους, για διάφορους λόγους: ίσως επειδή ενσωματώνουν μια ραγιάδικη στάση ζωής, ισχυρό κατάλοιπο υποτελούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας· ίσως επειδή βαυκαλίζονται ότι με την πονηριά ξεγελούν τον κουτόφραγκο· ίσως επειδή νιώθουν διαρκώς σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι ενός εξιδανικευμένου, μυθικού Ευρωπαίου ανθρώπου. Πολλά ίσως. Και μια βεβαιότητα: η πλημμύρα και η ένταση της προπαγάνδας για τον ένοχο Ελληνα ήταν τέτοιες που ακόμη και οι μη στερεοτυπικά κομπλεξικοί λύγισαν, υπέκυψαν, έφτασαν ώς τις εσχατιές της μειονεξίας, της αυτοενοχοποίησης, της αυτοϋποτίμησης· εντέλει της αποπροσωποίησης. Με αυτή την έννοια μιλάμε για απώλεια, για ράγισμα ταυτότητας.
Στο ζενίθ της κρίσης, μετά τέσσερα σχεδόν χρόνια αβεβαιότητας και πόνων, μετά αλλεπάλληλες απώλειες, μέγα πλήθος Ελλήνων στέκεται βουβό, μουδιασμένο, με παγωμένη την ψυχή και το μυαλό. Δεν είναι ακριβώς ήττα, αλλά είναι ασφαλώς μια ορισμένη ηττοπάθεια. Εχουν δοθεί μάχες, αλλά όλες σχεδόν έχουν χαθεί στο συλλογικό πεδίο. Ολες οι μάχες ήταν αμυντικές και όλες ήταν στατικές, σε χαρακώματα και απηρχαιωμένες γραμμές Μαζινό. Εδώ και καιρό πια, ο αγώνας μεταφέρθηκε στο ατομικό πεδίο, στο πεδίο της επιβίωσης, με κυρίαρχες τις πρωταρχικές ενορμήσεις, το ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Και στα δύο πεδία, συλλογικό και ατομικό, επικρατούν ο φόβος, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η σύγχυση, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η απαισιοδοξία. Αλλά και η οργή, το μίσος, η μνησικακία, η μοχθηρία. Στο συλλογικό πεδίο αυτά τα αισθήματα, αυτές οι στάσεις, εκφράζονται με διασταυρούμενα πυρά ασυνεννοησίας, με ιδεοληπτικές καθηλώσεις ασύμπτωτες, με πηχτή κακία, με διαρκώς εντεινόμενη δυσπιστία προς το κράτος, τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα. Με έναν διχασμό να σιγοβράζει· διχασμό ωστόσο που δεν έχει σαφείς πόλους, με διακριτά ιδεολογικά περιγράμματα. Η πολλαπλώς και ατυπικά εκδηλούμενη σύγκρουση δεν μορφοποιείται ακόμη πολιτικά, πλην όμως μπορούμε να διακρίνουμε ευκρινώς πλέον το υλικό της υπόστρωμα: την αναδιανομή πλούτου και τον ανασχηματισμό τάξεων.
Η πολύμορφη μεσαία τάξη, με τις ποικίλες διαστρωματώσεις στο εσωτερικό της, οικονομικές, ιδεολογικές, ανθρωπολογικές, καθώς διαρρυγνύεται βιαίως από την κρίση, σκορπίζεται στα θραύσματά της και σκορπίζει μαζικά δυσφορία, ανοικειότητα, αποξένωση, φόβο. Στο μέτρο που, τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες, η μεσαία τάξη καθόριζε τη συλλογική ψυχή και τη γενική διάνοια, η παρούσα θραύση της καθορίζει το νέο habitus: ένα παγωμένο ρευστό φόβου, καχυποψίας, έχθρας. Αυτά τα υλικά είναι τα πρωτεύοντα περιεχόμενα μες στην υδραργυρική ταυτότητα των ανθρώπων της κρίσης. Και αυτά τα ψυχοτοξικά υλικά οδηγούν στην αδράνεια, το μούδιασμα, το πάγωμα του νου· σε μια δομική απαισιοδοξία, ότι όλα μπορούν να πάνε και χειρότερα, σε μια ενδιάθετη ηττοπάθεια και μοιρολατρία, ότι ο άνθρωπος δεν είναι κύριος της μοίρας του, ανώτερες δυνάμεις την ορίζουν.
Από τη μια, η τρόικα, οι δανειστές, οι ξένοι: το έξω κακό. Από την άλλη, οι ανάξιοι ή αδύναμοι κυβερνήτες, το πολιτικό σύστημα, το ριζικό της φυλής: το έσω κακό. Η οψέποτε σωτηρία δεν θα έρθει από έξω ή από έσω, αλλά εκ των άνω, μ’ ένα θαύμα, έναν Μεσσία. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.
Η ανάγνωσή μας είναι ασφαλώς μερική και στατική· οι άνθρωποι και οι κοινωνίες κινούνται δυναμικά και μη γραμμικά. Ο,τι διαβλέπουμε σήμερα ως ηττοπάθεια, αύριο ίσως αναδυθεί ως αναγεννητική ορμή. Αλλά ας δούμε τουλάχιστον πώς είμαστε, ποιοι είμαστε, εδώ και τώρα.
εικ.: José Antonio Muñoz
H διπλή δολοφονία στο Νέο Ηράκλειο επιβαρύνει με φόβο, μεγάλο φόβο, έναν λαό ήδη φοβισμένο και κουρασμένο. Είναι πράξη τρομοκρατική, με την πλήρη σημασία της λέξης, και είναι πράξη χαοτική. Δεν αξίζει καν να υπεισέλθουμε στα πραγματολογικά στοιχεία του ειδεχθούς εγκλήματος, αρκεί μόνο μία λεπτομέρεια: ο δολοφόνος έπληξε τρείς ανθρώπους με 13 βολές σε 7 δευτερόλεπτα. Είναι προφάνες ότι ήταν εκπαιδευμένος και αποφασισμένος να προκαλέσει όσο το δυνατόν περισσότερες απώλειες, να στείλει ένα μήνυμα απόλυτου εκφοβισμού.
Είναι επίσης προφανές ότι οι 13 σφαίρες όχι μόνο αφαίρεσαν ακαριαία δύο ζωές, αλλά πλήττουν σοβαρά το συλλογικό αίσθημα ασφάλειας για την ίδια τη ζωή, το υπέρτατο αγαθό. Στην διάρκεια της ήδη πολύχρονης κρίσης, οι Ελληνες αναγκαστικά επανεκτιμούν αξίες, αγαθά, συνήθειες, συμπεριφορές. Δεν μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον, έχουν χάσει τις βεβαιότητες και τις ρουτίνες. Δεν έχουν αναγκαστεί όμως να επανεκτιμήσουν την αξία της ζωής· αυτή είναι αδιαπράγματευτη. Η ψυχρή μανία της διπλής εκτέλεσης μάς αναγκάζει πλέον να σκεφτούμε και αυτό: σήμερα, το 2013, στην ανεπτυγμένη και δημοκρατική Ελλάδα, η ανθρώπινη ζωή απαξιώνεται έως εκμηδενισμού, έως εξόντωσης.
Δεν γνωρίζουμε προς το παρόν την ταυτότητα και τα κίνητρα των δραστών. Γνωρίζουμε όμως τα άμεσα αποτελέσματα του εγκλήματός τους: τρομοκράτηση των πάντων, μαζικώς και αδιακρίτως, το πρώτο. Δεύτερον, προσφορά αίματος μαρτύρων σε έναν πολιτικό σχηματισμό ο οποίος διώκεται ως εγκληματική οργάνωση, και οι ηγέτες του οποίου συχνά επικαλέστηκαν τη βία ως πρακτική, διαρκώς ρητορεύοντας για αίμα, τιμή και ακονισμένες ξιφολόγχες. Τρίτον, διάχυση μιας τοξικής ατμόσφαιρας εμφύλιας σύγκρουσης και παραστρατιωτικής βίας.
Και μόνο συνεκτιμώντας τις προειρηθείσες επιδράσεις στο συλλογικό θυμικό, η διπλή δολοφονία έχει πολιτική στόχευση. Χωρίς κανένα απολύτως ιδεολογικό άλλοθι, ούτε καν μηδενιστικό. Είναι ψυχρά υπολογισμένο έγκλημα, με σκοπό το χάος.
Η τρομοκρατική δράση των τελευταίων ετών ήταν χαμηλής ή μεσαίας έντασης· καμία εκ των γνωστών οργανώσεων δεν είχε την επιχειρησιακή επάρκεια που επέδειξαν οι άγνωστοι εκτελεστές του Νέου Ηρακλείου. Μόνο η μυστηριώδης Σέχτα εκτέλεσε εν ψυχρώ δύο ανθρώπους, ωστόσο σε συνθήκες πολύ ευκολότερες· μόνο αυτή η οργάνωση-φάντασμα έχει επιδείξει τέτοια ψυχική σκληρότητα, αλλά όχι ανάλογη επιχειρησιακή ικανότητα.
Αρα το ερώτημα πρέπει να διατυπωθεί διαφορετικά: Ποιος ωφελείται; Κανείς. Ούτε καν η Χρυσή Αυγή. Η μαρτυρολογία δεν θα είναι ικανή να ανασχέσει τον φόβο των απλών μελών τους ότι αποτελούν ζωντανούς στόχους για «επαγγελματίες» εκτελεστές. Ποιος ζημιώνεται; Οι πάντες.
Ποιος θα επιθυμούσε την κατατρομοκράτηση των πάντων; Και για ποιο σκοπό; Αυτό είναι το ζωτικό πολιτικό ερώτημα που μάς θέτει το στυγερό έγκλημα. Δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε, μεταξύ άλλων, το ενδεχόμενο να υπάρχει εν εξελίξει κάποιο σχέδιο αποσταθεροποίησης. Ευτυχώς όλοι, πολιτικές δυνάμεις και πολίτες, αντελήφθησαν αυθωρεί την απειλή, και συσπειρώνονται επί ενός ελαχίστου κοινού παρονομαστού: Ο φόβος πρέπει να κατανικηθεί πρώτος. Διότι ο φόβος πνίγει την ελευθερία. Η αποτίναξη του φόβου είναι η λυσιτελέστερη πρώτη απάντηση στις σφαίρες των τρομοκρατών.
Υποκειμενικό πάντα το βλέμμα σαρώνει το αθηναϊκό κέντρο τις τελευταίες νύχτες του Αυγούστου, τις πρώτες Σεπτεμβρίου. Η πόλη είναι μουδιασμένη ακόμη, άδεια, σαν παρατημένη, ακόμη και τα φώτα φαίνονται λίγα, αδύναμα να φωτίσουν το αστικό κενό, το διαρκώς εκτεινόμενο. Τα καφέ και τα μπαρ ανοιγοκλείνουν διαδοχικά, λειτουργούν σαν μικροεστίες κίνησης, σποραδικά, προσωρινά, οι πιάτσες μετακινούνται, τίποτε όμως δεν μπορεί να ανασχέσει τη βουβή εντροπία που κυριεύει σιγά σιγά το ιστορικό κέντρο.
Στους ήσυχους σκοτεινούς δρόμους αφουγκράζεσαι κάτι να σιγοβράζει. Ισως ο φόβος να αναδεύεται στα σπλάχνα και να ξεδιπλώνεται, να αλλάζει θέση. Ισως να παίρνει τη θέση του η οργή. Ισως να προσπαθεί να βγει μπροστά η ελπίδα. Πϊσω από την ερημία των δρόμων κάτι σαλεύει.
Οταν φωτίζει η μέρα, διακρίνεις κάτι. Ενα χάσμα. Η κρίση αναδεικνύει κρυμμένες χαράδρες, και ανοίγει καινούργιες: ταξικές, πολιτικές, πολιτισμικές, ανθρωπολογικές. Οι αδύναμοι, οι πεπτωκότες, μένουν πίσω, άλλοτε φανερά, και το συχνότερο σιωπηλά: γέροντες αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους τους και να επιζήσουν με τα απομεινάρια σύνταξης, παιδιά που αδυνατύν να συνδράμουν τους γονείς τους, γονείς που δυσκολεύονται να στηρίξουν τα παιδιά τους. Η ταξική χαράδρα είναι η πιο βαθιά και η πιο αποτρόπαιη. Το περιλάλητο λίπος κάηκε, τόσο επιπολής που ήταν, και τώρα σιγοσβήνουν ζωές και αξιοπρέπειες, κοινωνικές αρθρώσεις.
Στη σιγαλιά της νύχτας έως όρθρου βαθέος, στους αθόρυβους πλην πυρακτωμένους δρόμους των δικτύων, ακούγεται υπόκωφη η οργή, η ματαίωση, κοχλάζουν βαριές κουβέντες, ορίζονται διαχωριστικές γραμμές. Ο,τι ελάνθανε μισοκεπασμένο από τη δάνεια ημιχλιδή τα χρόνια του 1990 και του 2000, ό,τι ψευδοενοποιούσε ο φενακισμός της ισχυράς Ελλάδος, τώρα προβάλλει γυμνό και γωνιώδες, τροχισμένο από την σπάνη και την ανάγκη, φλογισμένο από την ανισότητα. Η ανοχή περιορίζεται, ακόμη και η αδιαφορία, το «εντάξει μωρέ, και τι έγινε» τέλειωσε. Η ψευδοευφορία του λάιφστάιλ, ο εξισωτισμός της κατανάλωσης και του ομοιόμορφου στυλ, τελειώνουν με γδούπο και λυγμό. Κάθε κακομοίρης στη μοίρα του.
Και να, μέσα απ’ τα αποκαΐδια του παλιού κόσμου, ένα αναποδογύρισμα. Οι πρώην φλύαροι γελωτοποιοί του λάιφστάιλ, τα ρουλεμάν ολιγαρχών και φυλάρχων, οι παπαγάλοι τοπαρχών και κομματαρχών ξεμυτίζουν σαν αρχάγγελοι της νέας εποχής και της δίκαιης τιμωρίας, σαν τιμητές: κουνάνε το δάχτυλο στον τζίτζικα λαουτζίκο τον εκμαυλισμένο, τον μέγα συνυπεύθυνο, τον ένοχο αμέριμνο. Φταίει ο άρρωστος για την αρρώστια, ο φτωχός για τη φτώχεια. Επιασε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έπιασε· η γιγάντια επιχείρηση ενοχοποίησης και χειραγώγησης θυμικού και λογικού λειτούργησε. Θα ‘λεγες ότι εφαρμοζόταν μάνιουαλ κοινωνικής ψυχολογίας, με οδηγίες βήμα βήμα για τον έλεγχο των μαζών, για τη διάχυση και εμπέδωση ενός new speak και την πειθήνια συμμόρφωση των νεοπληβείων κατά την προσγείωση τους στις πίστες του κάτω κόσμου.
Το σοκ της κρίσης αμβλύνει τη μνήμη. Πολλοί απ’ όσους σήμερα καταριούνται τα λαμόγια, την ασωτία και την ανομία, τω καιρώ εκείνω, της ασωτίας και της γκλαμουριάς, ήσαν συναυτουργοί τους, ιεροφάντες, συνδαιτυμόνες και αυλικοί. Γλεντούσαν στα ίδια μαγαζιά, έπαιρναν δημόσιες θέσεις και κρυφά πέι-ρολ, συμμετείχαν και συναινούσαν. Χαχάνιζαν στα ράδια με μπιτάκια και ποζάριζαν στα γκλόσσυ εξώφυλλα. Ή σιωπούσαν.
Η φρενίτις του χρηματιστηρίου, ο παροξυσμός των εθνικών εργολάβων και των εθνικών προμηθευτών, η θρησκεία του real estate, η επέλαση των ξέκωλων, τα ώπα στα σκυλοβαρελάδικα, τυλίγονταν όλα με αποδοχή, θαυμασμό, συγκατάθεση, ανοχή. Ή ηχηρή σιωπή.
Speak, memory. Εζήσαμε τα χρόνια του ’70 και του ’80 των αρχομένων μετασχηματισμών, θυμόμαστε λόγια μεγάλα μ-λ και ιδεολαγνίες, αυθάδειες και αλαζονίες, κωλοπαιδισμούς. Διαπλεύσαμε ευδαίμονες και μελαγχολικοί μαζί τα χρόνια του ’90, την υπερδιαστολή του φαντασιακού και των προσδοκιών, τη γενικευμένη χυδαιότητα, την αλήθεια ως μια μόνο στιγμή του ψεύδους. Διαβάσαμε εντιτόριαλ και ακκισμούς, δημόσιες καταθέσεις, εζήσαμε στο πλάι και σε κρυμμένα κέντρα, ήμαστε εκεί, όλο τον καιρό, παντού.
Μερικοί, καμπόσοι, δεν σιώπησαν, ούτε το ’80 ούτε το ’90 ούτε το 2000. Και θυμούνται πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις. Ετσι, ώστε η μνήμη να λειτουργεί ανακουφιστικά και δημιουργικά, ηρεμιστικά και διασωστικά. Και αυστηρά και δίκαια «και φοβηθήσονται αι νήσοι από ημέρας πτώσεώς σου». Speak, memory.
Εικον.: Αlack Sinner, του Juan Munoz.
Η απειληθείσα κατάρρευση της κυβέρνησης στην Πορτογαλία, λίγες μόνο ημέρες μετά τον κλονισμό και τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης στην Ελλάδα, δείχνει ότι η έξοδος από την κρίση απέχει πολύ ακόμη στην ευρωζώνη. Και οι δύο λαοί έχουν υπομείνει καρτερικά πολλές θυσίες επί μια τριετία, η Ελλάδα μάλιστα κατέχει το πανευρωπαϊκό μαύρο ρεκόρ στην ανεργία και την ύφεση. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, και οι δύο χώρες θα βγουν από τη δανειακή ομπρέλα του Μνημονίου, αλλά δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα μπορούν να δανειστούν από τις αγορές. Ισως χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα, εκ νέου αναδιάρθρωση χρέους, νέα χρηματοδότηση με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Η δοκιμασία θα συνεχιστεί.
Και όμως, οι πολίτες έχουν υπομείνει πολλά. Σε προχθεσινή έκθεσή της, η Eurobank αναφέρει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή που πέτυχε η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη που έχει πετύχει ποτέ χώρα του ΟΟΣΑ σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Στην έκθεση επισημαίνεται όμως και η παρενέργεια της κολοσσιαίας προσαρμογής: η ανεργία απειλεί την κοινωνική συνοχή, καταστρέφεται φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο.
Θα προσθέταμε: απειλείται πλέον και η εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατικής πολιτείας. Απειλείται η ουσία της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας ελευθέρων κρατών, ο κοινός ευρωπαϊκός χώρος για ισότιμους πολίτες. Η κρίση διόγκωσε την ανισότητα με κάθε έννοια, υλική και πολιτική. Οι πληττόμενοι της κρίσης αποκλείονται σταδιακά από την εργασία, την πρόνοια, τον κοινωνικό χώρο, και αποσύρονται επίσης, εκόντες άκοντες, από το πεδίο της δημοκρατίας. Αποσύρονται στη σιωπή ή στις κραυγές της μνησικακίας και του μίσους.
Πίσω από τους καλούς αριθμούς της δημοσιονομικής προσαρμογής και τους κακούς αριθμούς της ανεργίας βρίσκονται άνθρωποι. Οι άνθρωποι συνιστούν τις πόλεις, τα δημοκρατικά κράτη. Οι αποκλεισμένοι και δυστυχούντες άνθρωποι συνιστούν δυστυχή κράτη, δυστυχείς δημοκρατίες. Αυτή η ιστορική δυστυχία δεν αντιμετωπίζεται με ευχές αριθμών και ξόρκια από μάνιουαλ, με μάντρα και μονολόγιστες προσευχές: μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, λιτότητα, λιτότητα, ανταγωνιστικότητα, ανταγωνιστικότητα. Ποιες μεταρρυθμίσεις, για ποιους; Πόση λιτότητα και από ποιους; Ανταγωνιστικοί έναντι ποίων, με ποιο τίμημα, για ποιο σκοπό;
Οι άνθρωποι δεν ζουν με ευχές, ζητούν εργασία, πραγματική οικονομία, περίθαλψη, αξιοπρέπεια, κι ένα τόσο δα δικαίωμα στο όνειρο για τα παιδιά τους. Δεν τα λαμβάνουν· δέχονται υποσχέσεις εναλλάξ με ενοχοποίηση και φόβο. Ζητούν ειρήνη και σταθερότητα, γιατί παντού γύρω τους βλέπουν πολέμους, επαναστάσεις, εξεγέρσεις, πραξικοπήματα. Η Ελλάδα αίφνης, από μαύρο πρόβατο και παρίας της ευρωζώνης, βρέθηκε μαζί με την εξουθενωμένη Κύπρο να είναι το ανατολικότερο σταθερό άκρο του δυτικού κόσμου· στην άλλη ακτή της Μεσογείου μαίνονται πόλεμοι, κλονίζονται πολυετή καθεστώτα και κοσμοείδωλα.
Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με τεκτονικές μετατοπίσεις και κοινωνικούς σπασμούς, η Ευρώπη δεν έχει πια κανένα περιθώριο να αναβάλλει τις αποφάσεις και να υποκρίνεται ότι η κρίση θεραπεύεται με ημίμετρα και τιμωρητικές αγωγές. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία κουτσά-στραβά θα βγάλουν το καλοκαίρι, ίσως και το χρόνο, ενδεχομένως να φτάσουν ώς τον Μάιο των κρίσιμων ευρωεκλογών και της τελευταίας μνημονιακής δόσης. Κατόπιν, ποιο είναι το σχέδιο;
Η Αθήνα ευωδιάζει άνθη νερατζιάς. Η σκυθρωπή πόλη δωρίζει απλόχερα το πιο εκλεκτό άρωμα της Μεσογείου: νερολί. Γλυκό, μεθυστικό, και ταυτόχρονα λεπτό, μοναδικό. Οι φουντωτές νερατζούλες των γκρίζων πεζοδρομίων σκορπάνε λευκά άνθη σε καπώ και παρμπρίζ, πάνω σε σέλες μοτοσυκλετών, σε φαγωμένα ρείθρα από μάρμαρο πεντελικό στη Ναυαρίνου, σκορπάνε αιθέριο έλαιο που θεραπεύει την ένταση και το άγχος, που διασκεδάζει τον φόβο και την απαισιοδοξία, καταυγάζει τα πρόσωπα και διώχνει τις ρυτίδες.
Η παλέτα: βαθύ πράσινο του φυλλώματος, λευκό των ανθέων και των μπουμπουκιών, λαμπρό πορτοκαλί των πικρών καρπών. Υπό τη σκέπη γλαυκού ουρανού, με ελαφρά ψύχρα το πρωί και ήλιο που ξεπλένει κρίματα. Η Αθήνα δίδεται σε όποιον έχει τις αισθήσεις ανοιχτές.
Ενα ρίγος καθώς διελαύνεις το κέντρο: η ομορφιά της αιθρίας, το άρωμα της ανοίξεως, χύνονται σαν βάλσαμο στην αδυνατισμένη πόλη, στο κουρασμένο σώμα σου. Είναι αρκετά; Είναι ικανά να δυναμώσουν και να γιατρέψουν;
Ιπποκράτους, Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Αθηνάς, Ερμού, Αγιοι Ασώματοι. Το φως, οι νερατζιές… Μπορούν; Ναι, μπορούν, να δυναμώσουν την όραση, να αλλάξουν την προοπτική, ώστε να δούμε τη δυσχέρεια σε ένα ιστορικό συνεχές. Ακούγεται παράδοξο, ίσως και παράλογο, ακούγεται σαν γλυκερός λυρισμός, σαν στερεοτυπική υποδοχή ανοίξεως, μοιρολατρική υποταγή στα τετελεσμένα, μια στιγμή μέθης απ’ το νερολί. Ισως.
Ισως να την αποζητούν αυτή την παρηγοριά το κουρασμένο σώμα κι ο φοβισμένος νους, γιατί την έχουν ανάγκη, μα σίγουρα δεν την επινοούν: τα αρώματα, το φως, ο βόμβος είναι εδώ, γύρω μας, παντού, είναι ύλη, έχουν υπόσταση και σώμα, είναι η ουσία της ζωής. Ιδού: καθώς αφήνεσαι, καθώς οι ύλες τυλίγουν το σώμα και εισχωρούν στον νου, η πόλη φανερώνει τις ιστορικές της ραφές: κάθε δρόμος, ναΐσκος και μνημείο περιέχεται σε ποιήματα, τραγούδια και διηγήσεις, μαζί με ανθρώπους που υπήρξαν εδώ και τραγούδησαν στον καιρό τους τον πόνο και το θαύμα. Να, εδώ που στέκεσαι στο πρωινό Θησείο είναι ο τόπος που έπαιξε ο δερβίσης το νάι το γλυκύ το πράον, νιώθεις ήδη τον ίσκιο του Παπαδιαμάντη, και μερικούς δρόμους παραπάνω ακούς θροΐσματα από τους ίσκιους του Ξενόπουλου, του Μητσάκη, του Ροΐδη. Ολοι εδώ γυρνούν, αιώνια επιστρέφουν, κι εσύ μαζί, μαζί με νυσταγμένους μαγαζάτορες, διαβάτες που κοντοστέκονται με ένα κύπελλο καφέ, σαστισμένοι από τη φωτοχυσία και τα άνθη νερατζιάς που αναβλύζουν απ’ τα βάθη, από παντού και πάντα. Επιφάνεια.
Ενα άρωμα, ένα χρώμα, και μια ριπή ανέμου. Σε μια στιγμή σου φανερώνεται το παν.
Η πτώχευση που βιώνουμε αναδεικνύει συμπεριφορές και χαρακτήρες που σε προηγούμενο χρόνο ελάνθαναν ή καλύπτονταν. Στην επικράτεια της σπάνεως και της γυμνής ύπαρξης, του φόβου και της απελπισίας, οι άνθρωποι εκδιπλώνονται αλλιώς, ατομικά και συλλογικά. Το ζούμε καθημερινά: παλιές παρέες σπάνε, φιλίες δοκιμάζονται, ειρηνικές συμβιώσεις ραγίζουν. Οι συμβάσεις και οι αμοιβαίες παραδοχές απαιτούν κόπο, τον οποίο ελάχιστοι πια είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν. Οι δρόμοι χωρίζουν. Ο καθείς υποφέρει τον πόνο μόνος του, με τον δικό του τρόπο.
Ενας τρόπος είναι ο σκεδασμός του πόνου: σαν κακία προς τον άλλο, τον κάθε άλλον. Το νιώσαμε αυτό διάχυτο τις τελευταίες μέρες με την τραγωδία που ζει ο κυπριακός λαός, μια καταστροφή παρόμοια με την ελληνική, μάλλον και μεγαλύτερη, δεδομένων της χρονικής πύκνωσης, του αιφνιδιασμού και του περιβάλλοντος κατατρομοκράτησης που ζουν ακόμη οι Ελληνες της νήσου, με τον περιορισμό κυκλοφορίας χρήματος και την απειλούμενη στενότητα αγαθών. Πολλοί Ελληνες ένιωσαν συμπόνια, γιατί ήδη γνωρίζουν τι σημαίνει η πτώχευση, η ανεργία, ο αναγκεμός. Ολοι σχεδόν ένιωσαν φόβο, γιατί το «ατύχημα» που όλοι φοβόμασταν είναι ίσως αυτό ακριβώς, η πτώση της Κύπρου· και γιατί υποδορίως συνδέουμε τα παθήματα της Κύπρου με ευρύτερη εθνική καταστροφή. Κάποιοι Ελληνες όμως δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαιρεκακία τους για τα παθήματα των αδελφών τους. Είναι σοκαριστικό, αλλά συμβαίνει.
Γιατί; Οτι οι εγχώριοι οπαδοί τού «ναι σε όλα» επιχαίρουν για το βαρύ τίμημα του ατελέσφορου κυπριακού «όχι», διότι έτσι δικαιώνεται η δική τους στάση, είναι μια κάποια εξήγηση· αλλά παραείναι προφανής και εύκολη, για να μπορεί να εξηγήσει τη χαιρεκακία και τη μισανθρωπία που χύθηκε στον αέρα τη δεδομένη ιστορική στιγμή: Ο,τι έπαθαν οι Κύπριοι, το άξιζαν· ας πρόσεχαν· ας επέλεγαν ικανότερους ηγέτες· ας μην έστηναν πλυντήρια για Ρώσους ολιγάρχες· ας περιμάζευαν τους τραπεζίτες τους. Και τα λοιπά. Πίσω από τον ρηχό πραγματισμό των αιτιάσεων, διακρίνεται μια καταπλήσσουσα μνησικακία, μια φιλέκδικη απονομή «καθαρής» δικαιοσύνης, πολύ παρόμοια άλλωστε με τη ρητορική του Β. Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός περιέγραψε την τιμωρία της Κύπρου ως επαναφορά του αμαρτήσαντος εντός των κανόνων και εξήγησε τα αντιγερμανικά αισθήματα ανά την Ευρώπη ως φθόνο για τον Γερμανό καλό μαθητή.
Ωστε, στη δημόσια σφαίρα, οι καταστροφές ανθρώπων, οικογενειών και λαών, αλλά και οι μείζονες γεωπολιτικές μεταβολές, οι ανακατατάξεις ισχύος, η συντριβή των αδυνάτων, συζητούνται πλέον με όρους αμαρτίας, τιμωρίας, φθόνου, εκδίκησης, μνησικακίας. Ας μείνουμε στη μνησικακία. Αναπόφευκτα, ο νους τρέχει στους στοχαστές της νεωτερικότητας, που είδαν τη μνησικακία να διαπερνά τη συλλογική ψυχή.
Ο Νίτσε την είδε ως δηλητήριο και φλόγα που κατατρώει τον αδύναμο άνθρωπο: «Η μνησικακία, γεννημένη από την αδυναμία, βλάπτει περισσότερο από τον καθένα τον ίδιο τον αδύναμο – σε άλλη περίπτωση, όπου μια πλούσια φύση αποτελεί προϋπόθεση, είναι ένα πλεονάζον συναίσθημα, η τιθάσευση του οποίου είναι σχεδόν η απόδειξη του πλούτου του».
Ο Μαξ Σέλερ αφιέρωσε μία περίφημη πραγματεία στον «Μνησίκακο άνθρωπο»· η μελέτη του έδωσε πλούσιους καρπούς και στην ελληνική σκέψη: θυμάμαι πρόχειρα τον Κωστή Παπαγιώργη, που τον μετέφρασε κιόλας· τον Βασίλη Καραποστόλη που περιέγραψε σε ανύποπτο χρόνο τον νεοελληνικό βίο με τον «χόλο» και τις «προστριβές»· και πιο πρόσφατα, τους Θ. Λίποβατς και Ν. Δεμερτζή που εφάρμοσαν όψεις της σελεριανής μνησικακίας κατά τη μελέτη του πολιτικού βίου.
Για να καταλάβουμε (ή, μάλλον, να αντέξουμε) την περιρρέουσα μνησικακία, ανατρέχουμε στον Σέλερ: «Η μνησίκακη κριτική δεν θέλει αυτό που διατείνεται ότι θέλει, αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να λοιδορεί». Ο Ελλαδίτης, ήδη κατεστραμμένος υλικά και ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου, στην καταστροφή του Κυπρίου βρίσκει μια ευκαιρία να λοιδορήσει, και διά της λοιδορίας να παροχετεύσει το δηλητήριο που έχει μέσα του· νομίζει ότι έτσι, με τη λοιδορία του άλλου, δικαιώνει τη δική του αρρώστια. Πολύ περισσότερο που ο άλλος είναι ο απορριφθείς αδελφός· το έδαφος της μνησικακίας είναι η αδελφοφαγία.
Η κυπριακή πτώχευση ήταν το ατύχημα που πυροδότησε όχι μόνο την εκδίπλωση της μνησικακίας, αλλά και δείχνει επιταχυμένη τη διαδικασία ενδόρρηξης των Ελλήνων. Βουλιάζουμε μες στον φόβο, στην ανημπόρια, στην κακία, στον χειρότερό μας εαυτό.
Οι εικόνες της Ελλάδας που κυκλοφορούν ανά την υφήλιο μέσω των ειδησεογραφικών πρακτορείων παρουσιάζουν μια χώρα κι ένα λαό σε ανθρωπιστική κρίση. Ενα λαό που εκλιπαρεί για ένα μπρόκολο και μια σακούλα πορτοκάλια στο κέντρο της πρωτεύουσας. Μια χώρα όπου ως μόνη παραγωγική δραστηριότητα παρουσιάζεται η συλλογή μεταλλικών απορριμμάτων από Ασιάτες πλανόδιους.
Δεν είναι η αλήθεια. Και δεν είναι ψέμα. Τι είναι, λοιπόν; Είναι όψεις της Ελλάδας, δεν είναι η Ελλάδα. Είναι μια συμβατική αποτύπωση, ένα υποκειμενικό μοντάζ, ένα πανόραμα συντεθειμένο από μερικότητες, το οποίο, ωστόσο, δεν είναι καθολικό. Η συμπαράθεση, η στατική συσσώρευση των μερών, δεν συνθέτει το δυναμικό όλον.
Ως δημοσιογράφοι, γνωρίζουμε ότι η ελκυστικότερη εικόνα πάντα, αλλά συχνά και η ελκυστικότερη αφήγηση, είναι αυτή που παράγει δράμα, συγκίνηση, που ερεθίζει το συναίσθημα, που προκαλεί εύκολες ερμηνείες και συνειρμούς: χέρια υψωμένα προς τα τρόφιμα – συνωστισμός – πείνα – Ελλάδα του χρέους – ανθρωπιστική κρίση. Η μιντιόσφαιρα απαιτεί διαρκώς τέτοιες ομιλούσες, μονοσήμαντες εικόνες· και ρεπορτάζ ή και αναλύσεις ακόμη, που εστιάζουν στο ανθρώπινο δράμα, στην προσωπική μεμονωμένη ιστορία, όχι στη γενικότερη εικόνα και στις πολλές όψεις της ζωής.
Οι Ελληνες δεν ποδοπατούνται για ένα μπρόκολο. Ομως, τα υψωμένα χέρια προς τα μπρόκολα στην πλατεία Βάθη υπήρξαν· δεν τα επινόησε ο φωτογράφος που τα φωτογράφιζε ούτε ο αγροτοπαραγωγός που τα μοίραζε. Και υψώθηκαν από ανάγκη, από την υπαρκτή ένδεια, από φόβο ενώπιον του σκοτεινού μέλλοντος, από το αλαφιασμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης του ανθρώπου της μητρόπολης και από την άπληστη διάθεση του ανθρώπου που συμπεριφέρεται ως μόριο του όχλου.
Ας μην απαρνηθούμε τις εικόνες, ας μην τις υπερερμηνεύσουμε. Ας τις δούμε, όμως, σαν οιωνό για επερχόμενα και σαν ορόσημο: πού βρίσκεται το όριο θραύσεως της αντοχής, της αξιοπρέπειας, της έλλογης συμπεριφοράς. Τα υψωμένα χέρια δείχνουν ότι πλησιάζουμε επικίνδυνα αυτό το όριο.
Τον φετινό χειμώνα θα τον θυμόμαστε από μια εικόνα και μια οσμή: την αιθαλομίχλη να σκεπάζει το λεκανοπέδιο και την οσμή του καμένου ξύλου. Μια έξοχη αισθητικά φωτογραφία που ανέβασε ο Γιάννης Λάριος στο Φέισμπουκ, έδειξε την Αθήνα όπως ήταν το Λονδίνο του smog, στη δεκαετία του ’50, και όπως θα ήταν την εποχή του Καρόλου Ντίκενς και του ορφανού Ολιβερ Τουίστ.
Δεν νομίζω ότι ο κ. Λάριος «πείραξε» ψηφιακά την εικόνα, διότι και άλλες παρόμοιες που ανέβηκαν τις προηγούμενες μέρες, στο ντεμπούτο της αιθαλομίχλης, παρόμοια ζοφερό έδειχναν τον ορίζοντα. Αλλωστε η οσμή καιομένου ξύλου, αισθητή σε μεγάλο μέρος του λεκανοπεδίου, ήταν πιο πειστική από την εικόνα. Σε κάθε περίπτωση, η φωτογραφία της νυκτερινής Αθήνας στεφανωμένης από το λευκό σεντόνι της αιθαλομίχλης είχε μια άγρια ομορφιά, που έθελγε και ταυτόχρονα φόβιζε. Ηταν μια εικόνα αποκαλυπτική για το τι ζούμε: τη σύγχυση και το σοκ.
Η κρίση θέρμανσης, που απασχόλησε και το ειδησεογραφικό δίκτυο Bloomberg, συμπυκνώνει με τον τρόπο του τη σύγχυση που κατατρώει την ελληνική κοινωνία. Το κράτος, χωρίς σοβαρή πρόβλεψη των οικονομικών μεγεθών, χωρίς κατανόηση των αναγκών και των δυνατοτήτων των πολιτών, φορολόγησε εκτάκτως το πετρέλαιο θέρμανσης, ανεβάζοντας την τιμή του κατά 48%. Το αποτέλεσμα: το κράτος δεν έχει εισπράξει ούτε το ένα πέμπτο των προβλεπομένων φόρων, πολλές επιχειρήσεις καυσίμων θα κλείσουν, ο αστικός πληθυσμός στα διαμερίσματα παγώνει με σβηστά καλοριφέρ, οι μαθητές στα σχολεία του Βορρά παγώνουν, οι περισσότεροι καίνε ξύλα και όλοι μαζί αναπνέουμε αιθάλη και φονικά μικροσωματίδια. Επιπλέον φουντώνει η λαθροϋλοτόμηση, όχι μόνο στην ύπαιθρο αλλά και στα περιαστικά δάση.
Αναζητώντας αναλογίες από την ιστορική εμπειρία, μόνο στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου μπορείς να βρεις κάτι παρόμοιο. Και στην ημετέρα Κατοχή. Αλλά πόσες ουσιώδεις διαφορές με το 1941-44: πόσο μεγαλύτερος ο σημερινός πληθυσμός, πόσο πιο απαιτητικός και καλομαθημένος, πόσο πιο ανέτοιμος να αντέξει τη σπάνη, πόσο ανέτοιμος ακόμη και να την αντιληφθεί για να την αντιμετωπίσει. Κυρίως: τότε παρενεβλήθη πόλεμος, ήττα, κατοχή. Τώρα; Ποιος είναι ο πόλεμος, ποιες μάχες δόθηκαν, με ποιους εχθρούς; Μήπως η πτώχευση είναι ένα είδος πολέμου; Αθόρυβος μεν, αναίμακτος ίσως, αλλά αναλόγως καταστροφικός για τις ζωές των ανθρώπων και τις προσδοκίες τους; Εξίσου καταστροφικός για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους όσο και για τον εθνικό και ιδιωτικό πλούτο.
Ασφαλώς δεν είναι ίδιες οι καταστάσεις· η κατοχική εμπειρία, η φρίκη του λιμού και της ανελευθερίας ήταν μοναδική. Και ο εχθρός ήταν ορατός: ο κατακτητής. Τώρα σαν να ζούμε μια εσωτερική κατάκτηση, μια άλωση εκ των έσω: με κύρια χαρακτηριστικά τη σύγχυση και τον φόβο των ανθρώπων, την παράλυση του κράτους, και μια ενδοβεβλημένη ήττα σε πολλά επίπεδα. Ολα αυτά σχηματίζουν την ψυχική αιθαλομίχλη πάνω από τέσσερα εκατομμύρια Ελληνες: τη βλέπουμε, τη μυρίζουμε.
φωτ.: Γιάννης Λάριος
Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι η Ελλλάδα ύστερα από δέκα χρόνια. Αδύνατον. Μετά πέντε χρόνια; Αδύνατον. Σ’ ένα χρόνο; Οικονομικά θα είναι ακόμη χειρότερα από σήμερα, πολιτικά ή κοινωνικά δεν ξέρω, μόνο φοβάμαι για χειρότερα. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είμαστε τα Χριστούγεννα. Πιστεύω ότι θα καθίσουμε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και σε τραπέζια φίλων και θα καταφέρουμε να γελάσουμε, να ευχηθούμε, να τσουγκρίσουμε, χωρίς να μπλέξουμε σε συζητήσεις για την Υφεση και μαυρίσει η ψυχή μας, χωρίς να χαλάσουμε τις καρδιές μας για τα πολιτικά αίτια και τα ελαττώματα του γένους.
Αυτά τα Χριστούγεννα θα τα καταφέρουμε κουτσά-στραβά. Μέχρι τόσο μπορώ να δω το μέλλον, ευχόμενος να μη σκιάσει το τραπέζι καμιά βαριά κουβέντα. Πιο πέρα δεν μπορώ να δω. Δεν πρόκειται για αδυναμία πρόβλεψης, αλλά για κατάρρευση της κανονικότητας: ποτέ δεν μπρούσαμε να προβλέψουμε τη μέλλουσα ζωή, αλλά τουλάχιστον η ζωή κυλούσε μέσα σε μια ροή αναμονών, με κάποιες ευλογοφανείς προσδοκίες, με εύλογες πιθανότητες. Η κρίση διέκοψε την κανονική ροή του βίου και η ύφεση διέλυσε κάθε ορθολογιστική ή έστω ευλογοφανή προσδοκία. Οχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά.
Η μετάπτωση από τη σφαίρα της επιθυμίας, γνήσιας ή επίπλαστης, από τη σφαίρα της αφθονίας και της επάρκειας, πρωτογενούς ή δανεικής, στη σφαίρα της ανάγκης, της σπάνης, δεν μετασχηματίζει μόνο τον υλικό βίο, αλλά και τη σκέψη, το φαντασιακό, τους άυλους, πλην απολύτως ουσιώδεις, όρους της ύπαρξης. Ο βιαίως και αποτόμως χρεοκοπημένος, ο νεόπτωχος, ο νεοπληβείος βρίσκεται σε μια ριζικά καινούργια κατάσταση εντελώς απαράσκευος, χωρίς τα στοιχειώδη νοητικά εργαλεία, χωρίς την ψυχική δομή για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις. Λυγίζει, πανικοβάλλεται, λιποψυχάει.
Σε αυτό το σημείο περίπου βρισκόμαστε τώρα, με ευρεία διαβάθμιση ποσοτική και ποιοτική· δεν είναι εκτεθειμένες όλες οι πληθυσμιακές ομάδες στον ίδιο πόνο. Το γενικό κλίμα εντούτοις είναι αυτό: σύγχυση, πανικός, φόβος. Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο λυγισμένος και δεχόμενος αλλεπάλληλα σοκ, ο ολισθαίνων καθοδικά στην κλίμακα της πτώχευσης και της ανημπόριας, είναι έτοιμος να αποδεχτεί τον τερματισμό του μαρτυρίου έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, ηθικού, πολιτικού· είτε με έκπτωση στην ατομική του αξιοπρέπεια είτε με εκχώρηση κάθε αξίωσης επί του κοινωνικού συμβολαίου, του άλλωστε κουρελιασμένου. Ο λυγισμένος, ο ευρισκόμενος στο κατώφλι της ολοσχερούς ήττας, ο απωλέσας την τιμή και την υπερηφάνειά του, ο λαχταρισμένος για το ψωμί των παιδιών του, είναι πρόθυμος να υποταχθεί, να εγκαταλείψει και την ισότητα και την ελευθερία και φυσικά τη δημοκρατία. Αρκεί να επιζήσει.
Είναι όλα τόσο μαύρα; Οχι. Ασφαλώς το ενδεχόμενο του ζόφου είναι ισχυρό. Αλλά όχι μόνο αυτό. Οι άνθρωποι είναι επιβιωτές που τρέπονται προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις, που αντιδρούν στις ιστορικές προκλήσεις με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, με επινοητικότητα, με πρωτότυπες ανασυνθέσεις της εμπειρίας. Ωστε πλάι στο ενδεχόμενο της παράλυσης και της υποταγής, του απανθρωπισμού, υπάρχουν πάντα και άλλα ενδεχόμενα εξίσου ισχυρά: η εξέγερση, η μεταρρύθμιση, η ταχεία προσαρμογή. Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι οργανισμοί επιδιώκουν αυτοματικά σχεδόν, και επιτυγχάνουν, ομοιοστασία, τη βέλτιστη ισορροπία με δαπάνη της ελάχιστης δυνατής ενέργειας ― αυτό αχνοθυμάμαι από τη θερμοδυναμική εμβίων όντων στις παραδόσεις Βιολογίας πρώτου έτους και το μεταφέρω χοντροκομμένα στον κοινωνικό οργανισμό.
Παρότι δεν μπορείς πια να προδιαγράψεις ούτε καν το αναμενόμενο περίγραμμα του εγγύς μέλλοντος ―έλλογη προσδοκία, παρά πρόβλεψη―, προσαρμόζεσαι. Φέρνεις το μέλλον ακόμη πιο κοντά, συμπυκνώνεις τον χρόνο. Μαθαίνεις να ζεις μέρα τη μέρα, να αντλείς ευχαρίστηση βραχείας διάρκειας, παροντική, σωματική. Επανεκτιμάς απλές χαρές, βλέπεις ξανά τα ουσιώδη, ορίζεις αλλιώς τα στερνά χρειώδη.
Τα δύο δύσκολα χρόνια που πέρασαν έπιανα τον εαυτό μου να ρουφάει άπληστα, σαν παρθένος οργανισμός άμαθος, τον ουρανό, τη λιακάδα, τη θάλασσα, αγκάλιαζα αλλιώς τ’ αμπέλια, τις ελιές, τους άτακτους πευκώνες. Γεύτηκα με πρωτόγνωρη ηδονή ντομάτες ξερικές απ΄το κυκλαδικό μποστάνι και πράσινο λάδι απ΄το «δύστυχο χώμα» του Μανιάτη φίλου μου. Ενιωσα ότι οι φιλίες, οι συγγενείς, οι σχέσεις είναι μονάκριβα δώρα. Σαν τη ζωή. Και με έκπληξη έπιασα και άλλους πολλούς γύρω μου να αντιδρούν έτσι, να ζουν εδώ και τώρα, να απολαμβάνουν το ολίγο, να σέβονται το ελάχιστο. «Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς».
Στην Αθήνα η κυβέρνηση μεταδίδει την αισιοδοξία της για την άρση της διπλωματικής απομόνωσης της χώρας, και ταυτόχρονα βιάζεται να κλείσει τη συμφωνία με την τρόικα, προκειμένου να εκταμιευθεί η δανειακή δόση των 31,5 δισ. ευρώ. Η χρονική πίεση δημιουργεί το δικό της κλίμα, μια αίσθηση επείγοντος, αποσπασμένη από το πραγματικό περιεχόμενο της συμφωνίας: ας επιτέλους κλείσει η διαπράγματευση, κι ας είναι ό,τι να ‘ναι, θα κάνουμε ό,τι πείτε.
Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ χειρότερη. Το εμπροσθοβαρές πακέτο περικοπών και υπερφορολόγησης ―9 δισ. σε μία χρονιά― ουσιαστικά αποσύρει από την αφυδατωμένη αγορά περίπου το 5% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, ένα δυσβάστακτο βάρος για άτομα και επιχειρήσεις. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι διαλυμένοι μηχανισμοί του κράτους θα μπορέσουν να εισπράξουν αυτά τα χρήματα, πολύ περισότερο που τα ζητούν από τις ήδη εξουθενώμενες ομάδες πληθυσμού, μισθωτούς, συνταξιούχους και μικροεπαγγελματίες. Τα μεγάλα εισοδήματα και το μαύρο χρήμα δεν θίγονται ― κι αυτό το επαναλαμβάνουν διαρκώς οι ηγέτες των κρατών και οργανισμών που συμμετέχουν στον ελληνικό δανεισμό.
Η συγκρατημένη αισιοδοξία από την όψιμη συμπάθεια ξένων ηγετών προς την Ελλάδα δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη δεινή θέση της τρικομματικής κυβέρνησης: πιθανότατα θα ψηφίσει τα μέτρα στη Βουλή, αλλά δεν θα μπορέσει να τα εφαρμόσει. Η είσοδος στην κυβέρνηση προσώπων από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ δεν θα της προσφέρει επιπλέον νομιμοποίηση· αντιθέτως, θα της προσθέσει τη ραγδαία φθορά του ΠΑΣΟΚ, και την προσωπική κατάρρευση του αρχηγού του, και την αστάθεια της ΔΗΜΑΡ.
Η πολιτική αστάθεια όμως δεν προέρχεται τόσο από τα κομματικά γραφεία και τις προσωπικές αδυναμίες, όσο από την κατάκοπη κοινωνία. Σύγχυση, φόβος, παραίτηση, απόγνωση, αλλά και βία κυριαρχούν σταδιακά στον δημόσιο χώρο· η έλλογη συμπεριφορά και η συλλογικότητα υποχωρούν. Η έλευση του χειμώνα, με τις αυξημένες υλικές απαιτήσεις, θα επιδεινώσει την απαισιοδοξία. Ηδη σε συνελεύσεις πολυκατοικιών αποφασίζουν να μην προμηθευτούν πετρέλαιο θέρμανσης λόγω αδυναμίας πολλών ενοίκων. Οι δυσλειτουργίες ζωτικών υποσυστημάτων του κράτους, π.χ. στα σχολεία και τα νοσοκομεία, σωρεύονται και πολλαπλασιάζονται. Αναμενόμενο: οι κρατικές λειτουργίες θα απορροφούν περίπου το 35% του ΑΕΠ, έναντι του 42% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη. Κι αυτό το 35% λογαριάζεται πλέον στο συρρικνωμένο ΑΕΠ, που θα φτάσει τα 171 δισ. ευρώ στο τέλος του χρόνου, από τα 210 δισ. του 2007. Με τόσο μεγάλες και τόσο απότομες περικοπές, κανένα κράτος δεν αντέχει.
Το ύστατο πλήγμα που απειλεί τα μικρομεσαία στρώματα είναι η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, που θα προκαλέσει το ενδεχόμενο κύμα πλειστηριασμών για ακίνητα μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων. Οι τράπεζες επιθυμούν να διαγράψουν τα επισφαλή δάνεια δια της τιτλοποίησης και πώλησής τους. Η συνεπαγόμενη απαξίωση της ακίνητης περιουσίας, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγήσή της, θα επιταχύνει τη διαδικασία πληβειοποίησης του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Ανεργία, μείωση εισοδήματος, υπερφορολόγηση, απαξίωση ή κατάσχεση κατοικίας: Οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες είναι απρόβλεπτες.
H προχθεσινή ημέρα, Πέμπτη 6 Ιουνίου, ήταν μια εξαιρετικά φορτισμένη ημέρα, γεμάτη βία, μίσος, τυφλότητα, φόβο. Τραμπουκισμοί από τηλεοράσεως, αυτοδικία, ληστείες και ένοπλες επιθέσεις, απαγωγή ανηλίκου, φόνοι. Και ανεργία ρεκόρ. Και ξεγραμμένοι από τους περισσότερους ξένους αναλυτές. Και καταφρονεμένοι στα μάτια άλλων λαών, φιλελλήνων έως πρόσφατα.
Το ιδιαίτερο χρώμα, όμως, της προχθεσινής μέρας το έδωσε η βία, σε όλες τις αποχρώσεις και εντάσεις. Σχεδόν όλα είχαν ξανασυμβεί, με άλλοτε άλλη ένταση. Τώρα όμως συνέβησαν όλα μεγεθυμένα, αδρά, ωμά. Και επιπλέον συνέρρευσαν πολλά διαφορετικά μέσα στην ίδια κοίτη, συγκροτώντας ένα άθροισμα εκρηκτικό, πολύ μεγαλύτερο από τα μεγέθη των επιμέρους αθροιζομένων.
Το αποτέλεσμα; Ενας μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει ακόμη τέτοια συμβάντα θυμικά, λέγοντας “γεια στα χέρια του”, λιγότερο ή περισσότερο εμφατικά. Αλλοι νιώθουν φρίκη και παγώνουν ανήμποροι. Αλλοι αναζητούν τρόπους ατομικής αυτοάμυνας. Κι άλλοι αντιλαμβάνονται ότι αυτή η τυφλή Πέμπτη ίσως αποτελεί μήτρα για πολλές τέτοιες μέρες που θα ‘ρθουν. Αυτό το τελευταίο, το προαίσθημα ότι τα χειρότερα έπονται, είναι το σήμα κινδύνου που πρέπει να ακούσουμε σαν πολιτική κοινωνία, ώστε να αντιδράσουμε αναλόγως, όσο υπάρχει ακόμη χρόνος για έλλογες αντιδράσεις ελλόγων όντων.
Nα σκεφτούμε βαθιά και καθαρά. Πολλοί συμπολίτες μας υποφέρουν αδίκως, οικογένειες νοικοκυραίων στενάζουν, επιχειρήσεις έντιμων και προκομένων ανθρώπων συνθλίβονται. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η βία και η διάλυση όμως δεν αποτελεί διέξοδο σε καμία περίπτωση. Αντιθέτως, οι θεσμοί και οι αξίες του πολιτικού και νομικού πολιτισμού, η αξιοπρέπεια, η ανθρωπιά, είναι τα πολυτιμότερα αποθέματα, για τα οποία πρέπει να αγωνιστούμε, το μονάκριβο κεφάλαιο για την αναγέννηση που όλοι ονειρευόμαστε. Ανευ αυτών ουδέν. Και ακριβώς επειδή είναι άυλα, αυτά κανείς δεν μπορεί να μας τα πάρει, αν δεν τα παραδώσουμε εμείς βορά στον φόβο και τον κοινωνικό δαρβινισμό.
[…]
Μέσα σε δύο χρόνια, η ελληνική μεσαία τάξη, απέραντη και αδιαφοροποίητη, είδε να καταστρέφεται ανεπανόρθωτα η συνθήκη ευπρεπούς διαβίωσης και να απειλείται η συνθήκη αξιοπρεπούς επιβίωσης. Η κατάσταση ραγδαίας αποπτώχευσης επιδεινώνεται από την απουσία κοινωνικού διχτυού προστασίας και από την ταυτόχρονη αποδυνάμωση του κράτους λόγω δημοσιονομικής αποστράγγισης.
Αυτή η απότομη μετάπτωση των υλικών προϋποθέσεων του βίου δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί ομαλά· το ένστικτο επιβίωσης αφυπνίζεται βίαια και εκβάλλει ορμητικά, ανά πίδακες: σαν αγανάκτηση, σαν τυφλή οργή, σαν φόβος, σαν απόγνωση. Την πολυτέλεια της έλλογης αντίδρασης έχουν πλέον μόνο όσοι διατηρούν την εργασία τους, κάποια υλικά αποθέματα: αυτοί διαπνέονται από φόβο, μήπως χάσουν και αυτά τα λίγα που διαθέτουν. Ως εκ τούτου ο φόβος μετριάζει την οργή και υπαγορεύει μια συμπεριφορά πιο συντηρητική. Οι υπόλοιποι, όσοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε, διότι τα έχουν χάσει όλα, δεν έχουν καν την πολυτέλεια της οργής: παραδίδονται στην απόγνωση.
Η διάκριση θυμικού – λογικής άρα, που ακούγεται τώρα σαν ερμηνευτικό σχήμα του θρυμματισμένου και πολωμένου πολιτικού τοπίου, πρέπει να τεθεί ορθότερα με τέτοιους όρους: φόβος – απόγνωση. Οσοι μπορούν ακόμη να νιώσουν φόβο κι όσοι είναι τόσο απελπισμένοι που δεν φοβούνται τίποτε χειρότερο.
Ισως είναι άκαιρο, αλλά ας το επιχειρήσουμε: Κάτω από το υλικό ρήγμα, το ρήγμα στη βιοτή και στην ύπαρξη, χάσκει κι άλλο ρήγμα πιο σκοτεινό και βαθύ· ρήγμα στην κοινωνική συνοχή, στην αίσθηση του συνανήκειν, ρήγμα πολιτισμικό και ψυχικό. Η ραγδαία επιδεινούμενη ανισότητα καταδεικνύει νέους ταξικούς διαχωρισμούς, με πρωτοφανή ένταση, τέτοια που η νεοελληνική κοινωνία δεν θυμόταν επί σχεδόν μισό αιώνα. Ο διαχωρισμός μάλιστα βιώνεται ψυχικά όχι μόνο βάσει της διάκρισης “έχοντες και μη έχοντες”, αλλά πολύ βαθύτερα, στο πεδίο της γυμνής ύπαρξης: σαν διάκριση μεταξύ αυτών που σώζονται και αυτών που βουλιάζουν. Αυτή η ελλοχεύουσα διάκριση δρα σαν βόμβα διασποράς στο κοινωνικό σώμα, στο μέτρο που θραύει τις συμβατικές κοινωνικές αναπαραστάσεις και μετασχηματίζει βίαια τη συλλογική ψυχή.
Μετά το κατώφλι του φόβου, στην περιοχή της απόγνωσης, αίρονται οι αυτοπεριορισμοί, οι αναστολές, οι ενοχές, οι μετουσιώσεις των αρχέγονων ενορμήσεων, όλα τα σχήματα που παράγουν πολιτισμό. Τώρα ο πολιτισμός, ο δύσθυμος πολιτισμός της πτώχευσης και της χρεοκοπίας του βίου, προσλαμβάνεται σαν πηγή δυστυχίας. Σε κατάσταση αθυμίας, σε υπαρξιακό limbo, όταν η ύπαρξη βιώνεται σαν διαρκές ρήγμα και πτώση, χωρίς προσδοκία φωτός, όλα μπορούν να συμβούν.
Κάπως έτσι μπορεί να αναγνωσθεί η λεγόμενη ακραία πολιτική συμπεριφορά, η ακραία ψήφος λόγου χάριν, η ψήφος εναντίον του συστήματος ― ό,τι κι αν εννοεί σύστημα ο εκλογέας μέσα σε τέτοια θυμική-υπαρξιακή καταιγίδα. Κάπου εκεί θα ανιχνεύσουμε το υλικό υπόστρωμα της πολιτικής αστάθειας: σε ένα κοινωνικό σώμα που το διατρέχουν ηλεκτρικά φορτία φόβου και απόγνωσης.
Ενώπιον αυτής της πολυρηγμάτωσης υπάρξεων και συνειδήσεων, τα καθήκοντα όποιας ηγεσίας αναδυθεί, όποιας κυβέρνησης προκύψει από την εκλογή της 17ης Ιουνίου, είναι τεράστια και πολύμορφα. Το πιο επείγον όμως είναι η άμεση υλική ανακούφιση των απελπισμένων και η ψυχική τους επανασύνδεση με το σώμα των επιπλευσάντων. Αυτή είναι η ουσιώδης επαναδιαπραγμάτευση: η ανάκτηση της ανθρωπιάς. Τα θύματα της κρίσης δεν είναι οι ανάξιοι, οι χειρότεροι, οι απόβλητοι, όπως πιθανότατα αισθάνεται ένας νοικοκύρης οικογενειάρχης που έμεινε άνεργος. Ο κοινωνικός βίος δεν είναι άλογος, δεν είναι αρένα μίσους, δεν είναι το χομπσιανό σύμπαν του bellum omnium contra omnes: αυτό πρέπει πρώτα να αποκατασταθεί.
Αυτή η αποκατάσταση, που τίποτε δεν έχει να κάνει με αποκατάσταση της παλαιάς ερειπωμένης τάξης, είναι δυνητικά έναρξη αναγέννησης. Είναι οι σπίθες μες στη στάχτη.
Oι σημερινές εκλογές δεν γέμισαν χαρτί τους δρόμους και τα γραμματοκιβώτια, οι αφίσες ήταν λίγες, οι ανοιχτές συγκεντρώσεις λιγοστές και ήσυχες, η ζωή πολύ λίγο μετακινήθηκε από τον μελαγχολικό, συγκρατημένο ρυθμό της. Η ζωή έχει άλλάξει έτσι κι αλλιώς, από καιρό, δεν είναι ίδια· κυλάει με απρόοπτους κυματισμούς, γκρεμίζεται, αναπηδά και ξαναπέφτει, γεμάτη ρυτίδες και αναστατώσεις. Δεν ήταν ένα βότσαλο η χρεοκοπία, είναι βροχή από πέτρες ασταμάτητη.
Οι εκλογές είναι μια μικρή ανάπαυλα στη συναισθηματική και διανοητική καταιγίδα. Και επανέλεγχος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: λειτουργεί. Ο λαός ανασυντάσσεται σαν λαός, αφήνει προσώρας τους χαρακτήρες του πλήθους ή του όχλου, και καλείται να εκφράσει τη βούλησή του. Οσο αντιλαμβανόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε ότι κυριαρχούνται από αντιφατικά συναισθήματα, κοντοστέκουν αμφίθυμοι και αμφίβουλοι μπρος την τελετουργία της κάλπης, για πρώτη φορά ίσως ζυγίζουν τόσο βαριά την ψήφο τους, τη νιώθουν ασήκωτη. Ρωτούν συγγενείς, φίλους, νεότερους: Τι να ψηφίσουμε; Στέκουν μπροστά στο παραβάν ανταριασμένοι.
Πίσω όμως από τα έντονα, συχνά βίαια, συναισθήματα, πίσω από την οργή, τον φόβο, την απόγνωση, διακρίνουμε εξίσου έντονα τα λογικά ερωτήματα: Τι κάνουμε από Δευτέρα; Τι πραγματικά περιθώρια θα έχει όποια κυβέρνηση προκύψει, εκ συγκλίσεως ή εξ ανοχής, να εφαρμόσει το Μνημόνιο αυτούσιο και εντός χρονοδιαγράμματος; Τι περιθώρια υπάρχουν για ήπια αναδιαπραγμάτευση, για χρονική παράταση λ.χ.; Και τι περιθώρια υπάρχουν για ριζική αναδιαπραγμάτευση, αυτή που τάζει η αντιμνημονιακή ρητορική;
Κατά την εκτίμησή μας, τα περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης είναι λιγοστά· υπαρκτά μεν, λαμβανομένης υπ’ όψιν της πανευρωπαϊκής ρευστότητας, λιγοστά δε. Η διαφαινόμενη εκλογή Ολάντ στη Γαλλία μπορεί να κάμψει τη δημοσιονομική πειθαρχία του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά δεν θα τη θραύσει και ασφαλώς ό,τι γίνει θα γίνει μεσοπρόθεσμα και σταδιακά. Οι ενδείξεις για κάμψη της γερμανικής ορθοδοξίας υπάρχουν ήδη: εκτός από τον Ολάντ που έθεσε ευθέως θέμα αναθεώρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, το θέτει και η Ιταλία του Μόντι, διακριτικά μα επίμονα, το θέτει η Ισπανία που στενάζει, και βέβαια και οι μικροί εταίροι που τελούν υπό κηδεμονία Μνημονίου. Αλλά η μεταστροφή δεν θα είναι ταχεία.
Αρα η νέα ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται απεγνωσμένα χρόνο, διπλωματικό χρόνο, διαπραγματευτικό χρόνο. Ομως ο χρόνος κατασπαταλήθηκε: και όταν τον είχαμε αρκετό, το 2009-10, και όταν είχε απομείνει λιγοστός, το φθινόπωρο του 2011. Ωστε τώρα η νέα κυβέρνηση, που θα προκύψει υπό το φως νέων ιστορικών δεδομένων, δεν θα διαθέτει διπλωματικό κεφάλαιο και διαπραγματευτικό απόθεμα.
Πολύ περισσότερο που η νέα κυβέρνηση, ακόμη κι αν εξασφαλίσει ψήφους εμπιστοσύνης ή ψήφους ανοχής, θα διαθέτει τυπική μόνον νομιμοποιητική βάση και ισχνό ή ανύπαρκτο πολιτικό κεφάλαιο, ενώ θα έχει μπροστά της τιτάνιο έργο: να εξασφαλίσει πλήρη και κατά προτεραιότητα την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, με την οικονομία βυθιζόμενη σε ύφεση και την κοινωνία έξαλλη και φοβισμένη. Η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου στην παρούσα φάση άρα δεν φαίνεται εφικτή άμεσα και ριζικά. Η πολιτική ωστόσο είναι κατεξοχήν δυναμική κατάσταση· το εργαστήριο Ελλάς ενδεχομένως να τεθεί σε επόμενο στάδιο πειραματισμών, να δοθεί παράταση. Αυτό είναι και το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με όσα έχουν μισοειπωθεί, παρά τις απειλητικές δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Σόιμπλε, ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες.
Εχουμε πει ότι το υπαρκτό και αγωνιώδες ερώτημα, πριν και μετά την κάλπη, δεν είναι πια το αδρό “Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο”. Το ερώτημα είναι: Ποια Ελλάδα και πώς; Κατά τον ίδιο τρόπο δεν υφίσταται πρακτικά το αδρό δίλημμα «φιλοευρωπαϊστές – αντιευρωπαϊστές». Κανείς πολιτικός οργανισμός δεν είναι ρητά και απόλυτα εναντίον της Ευρώπης. Ακόμη και το αντιδυτικό ΚΚΕ, που θεωρεί την ΕΟΚ-ΕΕ φωλεά του καπιταλιστικού Θηρίου, προσφάτως δεν ετάχθη υπέρ της εγκατάλειψης του ευρώ. Κυρίως: οι Ελληνες θεωρούν εαυτούς, ψυχικά και πολιτιστικά, εντός της Ευρώπης, μέρος αναπόσπαστο, και μάλιστα κεντρικό, όχι περιφερειακό. Δικαίως. Η είσοδος στην ΕΟΚ και η είσοδος στην ευρωζώνη υπαγορεύθηκαν από την ιστορική αναγκαιότητα και από τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων εταίρων, όχι από ελεημοσύνη. Η ανάγκη συνύπαρξης είναι αμοιβαία. Οθεν ο χονδροειδής χωρισμός του πολιτικού, άρα και κοινωνικού, σώματος σε φιλο- και αντι-ευρωπαϊστές στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.
Ο νέος πολιτικός χάρτης, που θα προκύψει στη μετεκλογική και μετά τη χρεοκοπία εποχή, δεν θα ορισθεί με βάση τέτοια ιδεολογήματα παλαιάς κοπής. Αυτά πέθαναν τη δεκαετία του ’80. Με τις εκλογές αρχίζει και τυπικά η πολυδιάρρηξη του πολιτικού σώματος της Μεταπολίτευσης. Δυνάμεις, ιδέες, πρόσωπα, ανάγκες, κοινωνικά υποκείμενα θα αναδιαταχθούν. Ελάχιστοι θα αισθανθούν νικητές από το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά ακόμη κι αυτοί θα νιώσουν καυτές τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Οι ηττημένοι θα είναι πολλοί. Οι διασπάσεις, οι μετακινήσεις, οι εξαφανίσεις και οι γεννήσεις θα διαδέχονται η μια την άλλη. Πάνω απ΄όλα, ο εκλογικός συσχετισμός της 6ης Μαίου θα είναι η απαρχή μιας νέας πολιτικής αποτύπωσης των κοινωνικών συσχετισμών, όπως αυτοί διαμορφώνονται βιαίως και διαρκώς την τελευταία διετία των καταστροφών, κι όπως θα συνεχιστούν τα επόμενα δύσκολα χρόνια.
Ας μείνουμε νηφάλιοι και ενσυναίσθητοι εν ιστορία.
Η αυριανή εκλογική αναμέτρηση είναι μια μόνο στιγμή σε μια αλυσίδα ιστορικών τεκτονικών μετατοπίσεων που λαμβάνει χώρα αδιαλείπτως από το 2008. Από τις πρώτες ημέρες του κραχ στη Γουόλ Στριτ έως την απειλή κατάρρευσης στα πιο αδύναμα κράτη.
Η κρίση ―ουσιαστικά, πτώχευση― της χώρας μας ανέδειξε μεμιάς όλες τις αδυναμίες της παραγωγής και τις παθογένειες του κράτους, αλλά έδειξε επίσης την τραγική ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί στοιχειωδώςτα έκτακτα και να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές.
Ετι περαιτέρω, είδαμε ότι οι ελίτ και τα προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού ήσαν πνευματικά ανέτοιμοι και ανίσχυροι να συλλάβουν τη σφοδρότητα και τις νέες ποιότητες της κρίσης. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, ακαδημαϊκοί, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, μάνατζερ, στη συντριπτική πλειονότητα αναλώθηκαν σε επιμέρους αναλύσεις, λιγότερο ή περισσότερο ορθές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνέκλιναν στη συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου διάσωσης.
Ουσιαστικά το μόνο σχέδιο ενώπιον της κρίσης ήταν το Μνημόνιο, καταρτισμένο από ξένους, βάσει έτοιμων γενικών πατρόν. Ακόμη και σήμερα, δυόμισι χρόνια από την πρώτη έκρηξη, η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να εκπονήσει δικό της σχέδιο ανάταξης, στημένο πάνω σε υπαρκτές δυνάμεις και αδυναμίες. Ετσι, όλη η πολιτική ενέργεια παρήχθη ως ρητορική υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου· όχι ως σκέψη και πράξη για κατανόηση και υπέρβαση της κρίσης, και ακολούθως ως πράξη για ανάταξη και αναγέννηση της χώρας με ιστορική προοπτική. Πολλώ μάλλον που το Μνημόνιο δεν εγγυάται, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή του, ότι θα οδηγήσει τη χώρα μακριά από την καταστροφή.
Στην κάλπη θα αποτυπωθούν πολιτικά ο θυμός, ο φόβος, η απόγνωση, οι λαχτάρες του σώματος. Η κάλπη όμως δεν μπορεί να γεννήσει το σχέδιο, την πειθώ, την έμπνευση, τη ζωτικότητα, τον πραγματισμό, που απαιτούνται για τη διάσωση: αυτά παραμένουν κατεπειγόντως ζητούμενα, για εκλογείς και εκλεγμένους.
Δεκατρείς ημέρες προ των εκλογών, η ατζέντα χρωματίζεται, μεταξύ πολλών άλλων, από δύο φόβους: τον φόβο της ακροδεξιάς και τον φόβο της ακυβερνησίας. Και οι δύο φόβοι έχουν πραγματική βάση, αλλά, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, υπερτονίζονται καθυστερημένα και υστερόβουλα, χωρίς να αναδεικνύονται οι γενεσιουργές αιτίες και χωρίς να εντοπίζονται οι συνέπειες στις πραγματικές διαστάσεις.
Ως προς την ακυβερνησία: τα δύο μεγάλα κόμματα που έχουν ακεραία την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας επί 38ετία, άρα και την κύρια ευθύνη για το σημερινό ναυάγιο, ζητούν ψήφο για να ξανακυβερνήσουν, με τα ίδια πρόσωπα, με ίδιες δομές, ίδιες πρακτικές. Ο κατεδαφιστής είναι ο πιο άξιος οικοδόμος, λένε, και ψελλίζουν συμπληρωματικά και μια συγγνώμη. Παράδοξο; Οχι. Δυστυχώς, οι άνθρωποι αυτοί, κατά τεκμήριο ανεπαρκείς και λιπόψυχοι, δεν μπορούν να εννοήσουν τη ζωή τους εκτός εξουσίας. Ακόμη και η νομή των ερειπίων είναι λόγος ύπαρξης γι’ αυτούς.
Ωστε ως ακυβερνησία εννοούν οποιαδήποτε μορφή διακυβέρνησης που δεν θα τους περιλαμβάνει. Δεν μπορούν καν να συλλάβουν ότι η ιστορία, υπό τη μορφή της αδυσώπητης κρίσης, αλέθει τώρα τα πάντα: οικονομικές δομές, διοίκηση, αδρανείς νοοτροπίες, ανθρώπους. Και ασφαλώς θα αλέσει και τους ίδιους, τους περισότερους. Ναι, πράγματι, είναι πιθανή η ακυβερνησία: πιθανότατα η χώρα να μην κυβερνηθεί από τα παρηκμασμένα πρόσωπα που κυβερνούσαν έως τώρα.
Η ανάδυση της νεοναζιστικής πανώλης στην κεντρική σκηνή επίσης οφείλεται εν μέρει στην αβελτηρία, την υστεροβουλία και τον καιροσκοπισμό που επέδειξε το κυβερνών δίπολο πρωτίστως, κατά τη διάρκεια κρίσιμων κοινωνικών και δημογραφικών μετασχηματισμών την περασμένη εικοσαετία. Η εγκατάλειψη ολόκληρων αστικών περιοχών στη φθορά και την παραβατικότητα, η αποχώρηση του δημοκρατικού κράτους από τις θερμές κοινωνικές ζώνες, άφησε τους πολίτες ανυπεράσπιστους και απελπισμένους, πολύ πριν τους αποτελειώσει η οικονομική κρίση. Τα αστικά κόμματα εγκατέλειψαν την πολιτική, εγκατέλειψαν τα μικροαστικά στρώματα στην τύχη τους, και το κενό κατέλαβε ο εξτρεμισμός με μια δημαγωγία που εκμεταλλεύτηκε την έλλειψη ασφάλειας και τον θεμιτό φόβο, για να επιβάλει τον ανορθολογισμό του «αίματος», του «χώματος» και της «τιμής».
Ακόμη χειρότερα: λούμπεν εγκληματικά στοιχεία που πλαισίωσαν τον σκληρό πυρήνα του νεοναζισμού έγιναν ανεκτά στις παρυφές των κρατικών μηχανισμών, προστατεύθηκαν ή και χρησιμοποιήθηκαν ως έμμισθοι. Τα μη λούμπεν στοιχεία της ακροδεξιάς αναδείχθηκαν κοινοβουλευτικά, λευκάνθηκαν δια της λήθης και της αφομοίωσης, υπουργοποιήθηκαν. Τα όρια γκριζάρησαν, καταργήθηκαν. Ωστε ευλόγως αναρωτιέται σήμερα ο έμφοβος μικροαστός των γκετοποιημένων συνοικιών: Εφόσον η ρητορική συντηρητικών και κεντρώων τείνει να ταυτιστεί με των ακροδεξιών, γιατί να μην προτιμήσω τον αρχέτυπο, τον «δεξιό ακτιβιστή», ο οποίος επιπλέον είναι δραστήριος και δραστικός επί του πεδίου, στον δρόμο; Ανάμεσα στη λάιτ υστερική δημαγωγία και την ορίτζιναλ Σιδηρά Χείρα, ο πτωχευμένος έμφοβος θα επιλέξει σίδηρο. Διακινδυνεύοντας κατόπιν να βυθιστεί στο αίμα και το χώμα.
H απόγνωση, και οι αυτοκτονίες απεγνωσμένων ανθρώπων λόγω κρίσης, δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Ούτε η κρίση είναι αποκλειστικά ελληνική, οφειλόμενη σε γονίδια οκνηρών και διεφθαρμένων ιθαγενών. Η κρίση, και η απόγνωση που γεννά, πλήττει τον ευρωπαϊκό Νότο, την περιφέρεια της Ε.Ε. και πλησιάζει απειλητική και προς τις κραταιές χώρες του Βορρά και του πυρήνα. Η κρίση που άρχισε το 2008 είναι πλανητικής κλίμακας, πλήττει μικρές χώρες και χώρες μέλη του G7, κλονίζει την συνοχή των κοινωνιών, δοκιμάζει τους δημοκρατικούς θεσμούς, σαρώνει τα στερεότυπα πολιτικής διαχείρισης και τις εύκολες οικονομικές συνταγές.
Ο αναμφίβολα διεθνής χαρακτήρας της κρίσης εντούτοις δεν απαλύνει τον πόνο, παρότι καταρρίπτει την καθολική ενοχοποίηση των Ελλήνων, που προπαγανδίζουν κακόβουλα οι βασικοί ένοχοι. Διότι ο πόνος των πληττόμενων μικρομεσαίων Ευρωπαίων δεν προέρχεται μόνο από την απομείωση των εισοδημάτων και των υλικών απολαυών, αλλά και από τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την περιστολή του δημόσιου χώρου, και κυρίως διότι οι άνθρωποι φοβούνται πλέον το μέλλον. Οχι μόνο αδυνατούν να ζήσουν αξιοπρεπώς στο παρόν, αλλά πολύ χειρότερα, δεν μπορούν πια να φανταστούν τη ζωή τους στο ορατό μέλλον. Η κρίση υπονομεύει ή και κονιορτοποιεί όλα όσα ήξεραν και όλα όσα σχεδίαζαν. Οι άνθρωποι αδυνατούν να σχεδιάσουν και αδυνατούν να νοηματοδοτήσουν τις ζωές τους, διότι πολλές από τις έννοιες και τα αυτονόητα του «ομαλού» παρελθόντος σωριάζονται τώρα σε ερείπια.
Ενα από τα ακλόνητα αυτονόητα που τροφοδότησε τη μακρά μεταπολεμική περίοδο ειρήνης και ευημερίας στον δυτικό κόσμο ήταν η πίστη στην αιωνία πρόοδο. Βοηθούμενη από μηχανισμούς κατανομής πλούτου και ανοικοδόμησης, όπως η Συμφωνία του Μπρέτον Γουντς και το σχέδιο Μάρσαλ, από την αποφυγή των σφαλμάτων του Μεσοπολέμου, από την συνεχιζόμενη μεταφορά πόρων από τον Τρίτο Κόσμο ακόμη και μετά την πτώση της αποικιοκρατίας, αλλά και από την ιδιόμορφή γεωπολιτική ισορροπία που πρόσφερε το ψυχροπολεμικό δίπολο, η παλαιά δοξασία του Διαφωτισμού, η αωνία ειρήνη και η διαρκής πρόοδος, έγινε κυρίαρχο δόγμα. Δικαιολογημένα. Οι Ευρωπαίοι προ πάντων δεν ήθελαν καν να σκέφτονται ότι θα ξαναζούσαν τη φρίκη δύο γενικευμένων πολέμων και ενός διεθνούς Κραχ μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες. Οι πολιτικοί ηγέτες υποσχέθηκαν τη Μεγάλη Κοινωνία και τη Διαρκή Ευημερία, τη σχεδίασαν, την εφάρμοσαν, και οι λαοί άνθησαν μέσα σε αυτό τον ορίζοντα προσδοκιών της Χρυσής Τριακονταετίας 1945-75 των baby boomers, που ήταν τόσο λαμπερή ώστε δια της αδρανείας κατρακύλησε μια-δυο δεκαετίες ακόμη.
Αυτός ο χρυσός ορίζοντας θάμπωσε προς το τέλος του 20ού αιώνα, με τη λήξη του διπολικού κόσμου και τον βαθύ καίτοι δυσδιάκριτο μετασχηματισμό της οικονομικής δραστηριότητας στις δυτικές χώρες: η Δύση σταδιακά εγκατέλειπε την παραγωγή και παραλλήλως τα δημοκρατικά κράτη εκχωρούσαν μεγάλα μέρη της εξουσίας τους στις λεγόμενες αγορές, στη γιγαντωμένη χρηματοπιστωτική βιομηχανία. Η ευημερία ήταν η πρώτη που επλήγη, ως καθολικό και αναφαίρετο δικαίωμα των υπερδιογκωμένων μεσοστρωμάτων. Μαζί της επλήγη η έννοια της αδιατάρακτης ασφάλειας και, βαθύτερα παρότι λιγότερο εμφανώς, η έννοια της προόδου.
Η κρίση του 2008 πυροδοτήθηκε από το τοξικό χρήμα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αλλά τις φούσκες τροφοδοτούσε εκτός από την απληστία και η αφροσύνη, η τυφλή πίστη, ο φενακισμός: ότι η οικονομική σφαίρα μπορεί να διαστέλλεται αενάως, ότι οι φυσικοί πόροι είναι πρακτικά ανεξάντλητοι, και πάντως απολύτως εμπορεύσιμοι, ότι η τεχνολογία μπορεί να θεραπεύσει μη αναστρέψιμες βλάβες στα οικοσυστήματα, ότι ο πλανήτης αντέχει τη δημογραφική έκρηξη και ότι οι χώρες BRICS δεν θα γεννήσουν δισεκατομμύρια καταναλωτών.
Η οδυνηρή πτώση αυτό πρέπει να διδάξει τώρα εμάς τους Ελληνες του μεταπολεμικού θαύματος: ότι η πρόοδος δεν είναι αδιάκοπη και γραμμική, ες αεί και επ’ άπειρον, πρώτον. Και δεύτερον, ότι η ευημερία δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτή την τυφλή πρόοδο έναντι παντός τιμήματος, δεν μπορεί να ταυτίζεται με την τυφλή κατανάλωση, τη συσσώρευση, την υποδούλωση σε έξυπνα γκάτζετ, την κατασπατάληση φυσικών πόρων. Η δημοκρατία δεν μπορεί να ταυτίζεται με την ιδιωτική χλιδή και τη δημόσια πενία, με τις πολυτελείς μεζονέτες και τα εξαθλιωμένα δημόσια νοσοκοκομεία και σχολεία.
Ο φόβος ενώπιον του μέλλοντος νικιέται με ανανοηματοδότησή του. Και με άλλη προσέγγιση του βίου. Πραγματική φτώχεια είναι η ετερονομία, η αναξιοπρέπεια και η ανελευθερία, όχι η ολιγαρκής οικονόμηση του βίου εν ελευθερία και δικαιοσύνη.