You are currently browsing the tag archive for the ‘φρόνημα’ tag.
Στο κατώφλι κάθε αλλαγής είναι δικαιολογημένη η ανησυχία. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Εντούτοις οι επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι ένας ακόμη σταθμός σε μια μακρά διαδρομή ανατροπών και μετασχηματισμών, η οποία άρχισε τυπικά με το Καστελόρριζο τον Απρίλιο 2010 και συνεχίζεται. Μπορούμε να εντοπίσουμε σημάδια λήξης στον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης, αρκετά νωρίτερα: ήδη από το ξεθύμασμα της ολυμπιακής ευωχίας.
Το καλοκαίρι του 2007, οι πυρκαγιές σήμαιναν την κορύφωση της γενικευμένης αθυμίας και τη διάχυση μιας δυσφορίας που έφτανε στο όριο της ασφυξίας. Μεσολάβησε ο εν πολλοίς ανερμήνευτος Δεκέμβρης 2008, και ενάμιση χρόνο αργότερα το Καστελόρριζο σήμανε επισήμως τον βίαιο τερματισμό του κύκλου της δυσφορίας και το άνοιγμα ενός κύκλου αγωνίας, αποδιάρθρωσης και αναδιατάξεων. Οι επικείμενες εκλογές βρίσκονται ιστορικά σε αυτόν κύκλο, το αποτέλεσμά τους όμως θα είναι καταλύτης για βαθύτερους μετασχηματισμούς, απαρχή για τον επόμενο ιστορικό κύκλο.
To 2015 δεν είναι 2010, ούτε καν 2012. Η κρίση έφερε πολύ πόνο σε πολλούς ανθρώπους, έχει σωρεύσει κοινωνικά και οικονομικά ερείπια, αλλά φέρνει και τα σπέρματα μιας νέας διάνοιας: Μια επώδυνα αποκτημένη σύνεση, μια φρονιμάδα, η οποία εκφράζεται σαν οικονομία δυνάμεων, σαν επαναπροσδιορισμός αναγκών και προτεραιοτήτων, σαν βαθύτερη συνείδηση εαυτού. Από ανάγκη και με πόνο, αναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας χωρίς ναρκισσισμό αλλά και χωρίς αυτοϋποτίμηση, μετράμε τις δυνάμεις και τα όριά μας, εντοπίζουμε λανθάνουσες ή υπνώττουσες δυνατότητες.
Αντίρροπα προς την πτώση της κρίσης, εξελίσσεται μια άλλη διαδρομή, ανηφορική, ελικοειδής: προς την πικρή, πλην κερδισμένη, γνώση, την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση, με μέτρο, ευψυχία, φρόνημα, θάρρος. Το θάρρος να αναλάβουμε την ιστορική μας ευθύνη, για να σχεδιάζουμε το μέλλον, να ονειρευόμαστε το μέλλον.
Οσο περισσότερο βυθίζουμε τη «σκέψη μας μέσα στην πάσα ώρα» του Σικελιανού, στις δυνατότητες που ανθίζουν, τόσο πιο δυνατοί και άφοβοι αναδυόμαστε.
Σε αλλεπάλληλες συνομιλίες άκουσα αλλόκοτα τον εαυτό μου να αυτοσχεδιάζει γύρω από δύο μοτίβα: το φρόνημα στο παρόν, και ορόσημα του παρελθόντος.
Πρώτα, το φρόνημα. Η μακρά κρίση βιώνεται σαν χαμένος πόλεμος· αν εντοπίσουμε την πρώτη ρήξη στο 2010, από τότε ώς σήμερα το ρήγμα διαρκώς διευρύνεται, το σκάφος βουλιάζει όλο και πιο βαθιά, σε νερά ανεξερεύνητα, τέτοια που ουδέποτε είχαμε φανταστεί. Και για πολλούς είναι ήδη σαφές ότι δεν θα γυρίσουμε ποτέ στην προ ρήξης εποχή, δεν θα την πλησιάσουμε καν· απλούστατα, διότι έχει συντελεστεί ήδη μια ποιοτική μεταβολή. Ακόμη και αν ανακτηθούν εν μέρει οι ποσοτικές απώλειες ζωτικών δεικτών του κοινωνικού βίου, λ.χ. η τοξική ανεργία, η κοπιαστικά αποκτημένη νέα ισορροπία θα βρίσκεται σε εντελώς άλλη ιστορική πίστα, ο κοινωνικός σχηματισμός θα είναι διαφορετικός, είναι ήδη διαφορετικός.
Στα χρόνια της βίαιης προσαρμογής έχουν ήδη μετασχηματιστεί βαθιά η διοίκηση, το εργασιακό περιβάλλον, οι δικαιικές δομές, η κατανομή του πλούτου, οι ταξικές διαστρωματώσεις. Κινούμαστε σαν υπνοβάτες μέσα σε μια νέα πραγματικότητα, που δεν την αντιλαμβανόμαστε γιατί νομίζουμε ότι ζούμε μέσα στο όνειρο κάποιου άλλου ― αλλά αυτός ο άλλος είμαστε εμείς.
Μέσα σε αυτή την επώδυνη υπνοβασία, με όλο και συχνότερα τινάγματα-επαναφορές στην πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ότι η μεγαλύτερη απώλεια του ακήρυκτου πολέμου είναι το φρόνημα. Υπό πολλές έννοιες: απώλεια αυτοπεποίθησης, απώλεια αυτοεικόνας, καταρρακωμένο ηθικό, σύγχυση ταυτότητας, βύθιση στην ετερονομία, καταφυγή στη φενάκη. Ευλόγως. Για πολλούς Ελληνες η προσαρμογή έχει σημάνει οιονεί έκλειψη μέλλοντος. Μπορεί όμως να αφαιρεθεί το μέλλον, να τελειώσει η ιστορία; Οχι. Σίγουρα όμως η νέα ιστορική περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας δεν θα είναι περίοδος ακμής υπό τους παραδοσιακούς όρους· θα είναι η ουρά της παρακμής ταυτόχρονα με τη σταθεροποίηση σε άλλη στάθμη· δεν λέω χαμηλότερη, άλλη. Και πορεία σε νέες συντεταγμένες. Αυτό είναι το ευνοϊκότερο σενάριο.
Οσο συντομότερα αντιληφθούμε αυτό τον ιστορικό μετασχηματισμό, τόσο συντομότερη θα είναι η επίπονη συνύπαρξη της ουράς του παρακμιακού παρελθόντος μέσα στην αναδυόμενη σταθεροποίηση. Εδώ υπεισέρχεται η μεγάλη σημασία της ανάκτησης του φρονήματος· μάλλον, η κατασκευή νέου φρονήματος, αναβαπτισμένης αυτοεικόνας και ταυτότητας. Ετσι ώστε να εμφανιστεί ξανά ισχυρή η βούληση, η απόφαση και η δράση των κοινωνικών υποκειμένων. Μόνο αν θέλει να σωθεί με τις δικές της δυνάμεις προς τη δική της κατεύθυνση, θα σωθεί η κοινωνία· μόνο αν σκεφτεί τη σωτηρία ως πρωτίστως και αποκλειστικώς δική της υπόθεση, θα αποφασίσει και θα δράσει. Πολύ αδρά, η ανάκτηση-κατασκευή φρονήματος είναι ο αναγκαίος όρος για την επιβίωση, αλλά σημαίνει επίσης και το αναγκαίο κοπιώδες πέρασμα της κοινωνίας από την παθητική ετερονομία σε μια ενεργητική αυτονομία.
Δεύτερος αυτοσχεδιασμός, η βύθιση σε ορόσημα του παρελθόντος. Παραμονή της 25ης Μαρτίου, ας προσπαθήσουμε να δούμε όχι διαζευκτικά, αλλά επάλληλα και παραπληρωματικά, δύο πηγές νοήματος για τον νεότερο ελληνισμό: το Ναυαρίνο και το Μεσολόγγι. Στο πρώτο, η υλική ισχύς των Μεγάλων Δυνάμεων της θάλασσας κατατρόπωσε τη θνήσκουσα αυτοκρατορία και επέτρεψε στην ηττώμενη Επανάσταση να συνεχίσει, έως την ίδρυση του κράτους· κράτους τυπικά ανεξάρτητου, αλλά υπό την κηδεμονία των Δυνάμεων του Ναυαρίνου.
Εντούτοις οι Ελληνες του νεοπαγούς κρατιδίου τοποθέτησαν την κοιτίδα τους αλλού: σε έναν τόπο υλικής ήττας, συμβολικής θυσίας και νικηφόρου μαρτυρίου, στο Μεσολόγγι. Στον τόπο που πέθανε ο ρομαντικός λόρδος Βύρων, τον τόπο που απαθανάτισε ο ρομαντικός κόμης Σολωμός. Ενα ρομαντικό ορόσημο εμπνέει τον ποιητή, που επινοεί τη γλώσσα της ποιήσεώς του και τη γλώσσα του έθνους-κράτους με υλικά και μέθοδο αμιγώς ρομαντικά. Πολύ περισσότερο: μπολιάζει το έθνος με ρομαντισμό, βάζει τους συγκαιρινούς και τους μεταγενέστερους να αναμετριούνται με το υψηλό, ορίζει το αληθές ως διαρκές χρέος, το κοινό και το κύριο ως παντοτινή έγνοια.
Το Ναυαρίνο είναι η πολιτική, και μια νίκη που δεν είναι δική μας. Το Μεσολόγγι είναι το συμβολικό κεφάλαιο, και μια θυσιαστική ήττα που είναι δική μας νικηφόρος, σαν βούληση και σαν απόφαση. Και τα δύο είναι ιστορία. Ποιο ιδρυτικό Ναυαρίνο μπορούμε να περιμένουμε δύο αιώνες αργότερα; Μάλλον συνέβη, και ήταν το πρόγραμμα διάσωσης, aka Μνημόνιο. Απομένει το Μεσολόγγι, υψηλό, επώδυνο, δραματικό, εξίσου ιδρυτικό.
Εικόνα: Eugène Delacroix, La Grèce sur les ruines de Missolonghi. 1826. Musée des Beaux-Arts de Bordeaux
Από όποια αφετηρία κι αν ξεκινήσουμε, αναγνωρίζουμε ότι η πολλαπλώς χρεοκοπημένη Ελλάδα χρειάζεται μια γενναία μεταρρύθμιση για να επιβιώσει και να προχωρήσει. Επανίδρυση του δημοκρατικού κράτους, ανασυγκρότηση της παραγωγικής δομής, αναπροσανατολισμό της παιδείας, ενίσχυση και εμπλουτισμό της εθνικής ταυτότητας. Ο τελικός σκοπός και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία των συνομολογούμενων μεταρρυθμίσεων ασφαλώς διαφέρουν· εξαρτώνται από ιδεολογίες και ταξικές τοποθετήσεις, από τη διαπάλη για κυριαρχία. Εντούτοις, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι σχεδόν όλοι οι Ελληνες, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και κοινωνικής θέσης, επιθυμούν ένα κοινό ελάχιστο: να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους στον τόπο τους, εν ειρήνη, δημοκρατία και ευημερία.
Αυτό το κοινό ελάχιστο μάς οδηγεί να δούμε αφενός ποια είναι η θέση της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον, ποιες οι σχέσεις της με εταίρους, συμμάχους, γείτονες, δανειστές, ποια η θέση της μέσα στο ιστορικό ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα. Αφετέρου, να αναρωτηθούμε για τη θέση του έθνους-κράτους σήμερα σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, ιδίως τη θέση ενός μικρού έθνους-κράτους υπό το βάρος μιας μείζονος οικονομικής αποτυχίας. Διότι άλλη η αντοχή ενός ισχυρού κράτους, ακόμη και στην εποχή της ιστορικής παρακμής του έθνους-κράτους, κι άλλη η αντοχή ενός μικρού κράτους, πολύ περισσότερο μιας Ελλάδας που έχει περάσει από ποικίλα στάδια εξάρτησης και υποτέλειας.
Τα ερωτήματα αυτά υπάρχουν από χρόνια, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’70-’80, όταν μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη άρχισε να διαπερνά τις πολιτικές πρακτικές στον Δυτικό κόσμο, και κυρίως όταν κατακρημνίσθηκε το μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είδαμε σταδιακά την υποχώρηση της ισχύος των κυρίαρχων εθνών-κρατών και την ανάδυση υπερεθνικών κέντρων ισχύος, όπως οι διεθνείς οργανισμοί, και νέων δογμάτων. Στον διεθνή λόγο, ακόμη και σε επίπεδο ΟΗΕ, υπερτονίστηκε η διάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος αντιμετωπίστηκε ως τυραννικό, κάποτε δικαιολογημένα. Αυτή η μετάβαση περιέχει μιαν αντινομία: ο ίδιος ο ΟΗΕ υπάρχει χάρη στην επέκταση της αυτοδιάθεσης των λαών και της κυριαρχίας των κρατών. Ταυτοχρόνως η δράση διεθνών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, βοηθούσης της ραγδαίας χρηματιστικοποίησης, κατευθύνθηκε προς μια αναχαρτογράφηση των οικονομικών συνόρων και σε έναν επαναπροσδιορισμό της διάκρισης ιδιωτικού-δημόσιου στις αδύναμες χώρες όπου επενέβαιναν. Η κυβέρνηση ενός κυρίαρχου κράτους υποκαταστάθηκε από τη διακυβέρνηση, με όρους εταιρικού μάνατζμεντ, και η μέριμνα για πλήρη απασχόληση, για ισοπολιτεία και εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων υποκαταστάθηκε από την εταιρική ευθύνη, τις ατομικές ευκαιρίες και τη φιλανθρωπία.
Η κρίση του 2008 έδειξε τα όρια αυτής της φούσκας ανανοηματοδότησης, και κυρίως έδειξε πώς τα συκοφαντημένα έθνη-κράτη έσπευσαν να καλύψουν με δημόσιο χρήμα τις πελώριες ζημιές που προκάλεσε η ιδιωτική απληστία του χρηματοπιστωτισμού. Εδώ στεκόμαστε τώρα: με το έθνος-κράτος κλονισμένο, με την Ευρώπη σε τροχιά παρακμής ή τουλάχιστον σε αποδρομή ισχύος.
Οι Ελληνες πολίτες, ζαλισμένοι από το σοκ της πτώχευσης, αδυνατούν να βάλουν στη σκέψη τους αυτή τη διεθνή ιστορική διάσταση. Οι περισσότεροι βλέπουν την παγκοσμιοποίηση μόνο στις κατεξοχήν υλικές φανερώσεις της: στα φτηνά κινέζικα προϊόντα και στις μεταναστευτικές ροές. Τα αποδέχονται, τα απορρίπτουν, τα φοβούνται. Με την κρίση είδαν επίσης τον καθοριστικά κυρίαρχο ρόλο των υπερεθνικών οργανισμών, των αγορών, των διεθνών καταναγκασμών. Ωστόσο σαν πολίτες εξακολουθούν να αναφέρονται στο έθνος-κράτος, σε αυτό ψηφίζουν αντιπροσώπους και ηγέτες, από αυτό προσδοκούν δημόσια αγαθά και εγγύηση του δημόσιου χώρου. Αλλωστε η ψήφος τους ή η βούλησή τους ελάχιστα ή καθόλου μπορούν να επηρεάσουν το διεθνές περιβάλλον. Κρίσιμο επίσης: δεν μπορούν να αναγνωριστούν σε μια διεθνική ταυτότητα, ακόμη και στην πιο οικεία ευρωπαϊκή, εγκαταλείποντας την εθνική ταυτότητα.
Ποια εθνική ταυτότητα όμως; Κι αυτή αδυνατισμένη είναι, μπλεγμένη σε ένα κουβάρι παλαιών και καινοφανών ιδεών, νέων υλικών δεδομένων, ρευστών συσχετισμών. Αυτή η αδυναμία, η σύγχυση ταυτότητας, βρίσκεται στην καρδιά του ελληνικού προβλήματος, εφόσον αποδεχτούμε έναν βαθμό ιδιομορφίας του στο πλαίσιο της συνολικής ευρωπαϊκής κρίσης. Διότι η εθνική ταυτοτική σύγχυση συνεπιφέρει μια αποφασιστικής σημασίας πτώση του ηθικού, του συλλογικού φρονήματος, αφενός· η σύγχυση, αφετέρου, υπονομεύει τη συλλογική ενότητα σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, τη συνένωση δυνάμεων την απολύτως αναγκαία εκ της συγκυρίας. Η σύγχυση αδυνατίζει και το φρόνημα και τη βούληση για ενότητα και τις υλικές προϋποθέσεις για αντιμετώπιση της κρίσης.
Ποια εθνική ταυτότητα; Η κρίση διέλυσε την αδιάφορη ισορροπία των αυτονοήτων, των ασύμπτωτων συγκρουόμενων ατομικοτήτων, του νοσηρού κορπορατισμού. Ταυτόχρονα μάς παρακινεί να ξαναβρούμε ταυτότητα, συλλογικότητα, γενική βούληση υπό νέες συνθήκες, με νέες απαιτήσεις. Ο λόγος των πολιτικών ηγετών, όσων δρουν τώρα και όσων θα αναδυθούν στο ταραγμένο εγγύς μέλλον, πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτή την κατεύθυνση. Να ενώνει, να συνθέτει, να συναιρεί, να υπερβαίνει, να απορρίπτει και να ξεδιαλέγει, να επικοινωνεί διαρκώς αμφίδρομα με τους πολίτες, να υποκινεί διαρκώς τις ποικίλες ομαδώσεις τους προς προωθητικές συνθέσεις. Το φρόνημα ενός έθνους, η ηθική δύναμη ενός λαού, η επαναφορά της συλλογικότητας, η ανασυγκρότηση του δημοκρατικού κράτους, είναι τα πολυτιμότερα όπλα για αντιμετώπιση της δεινής δοκιμασίας, για να διασχίσουμε την Ερυθρά Θάλασσα της χρηματοπιστωτικής πατρωνίας και της ολιγαρχικής παγκόσμιας διακυβέρνησης, ακέραιοι και αναγεννημένοι. Πολίτες και πρόσωπα, όχι καταναλωτές και νεοπληβείοι.
ζωγραφική: Πέτρος Ζουμπουλάκης, Αναμονή 1977
Το μέλλον της χώρας προεικονίζεται τούτη τη στιγμή στον τρόπο λειτουργίας του δημόσιου συστήματος υγείας και παιδείας, δηλαδή στον τρόπο που αποδιαρθρώνονται: από μια προηγούμενη σχετικά ημισταθερή κατάσταση, με δομικές αδυναμίες, αλλά ευρισκόμενα σε αδιάφορη ισορροπία, σε μια κατάσταση επιταχυμένης εντροπίας, σε μια ισορροπία ασταθή, όπου όλα τα επιμέρους δομικά στοιχεία ωθούνται σε όλο και χαμηλότερη διαφοροποίηση, όλο και χαλαρότερη οργάνωση και συναρμογή, με όσο το δυνατόν μικρότερη δαπάνη ενέργειας, εντέλει σε διάλυση.
Τα πανεπιστήμια λειτουργούν ήδη με τον μισό προϋπολογισμό, με εξανεμισμένα τα αποθέματά τους από το PSI, και τώρα πιέζονται να λειτουργήσουν ουσιαστικά χωρίς διοικητικό προσωπικό. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι αν σήμερα σε πολλές απαιτητικές σχολές υπολειτουργούν εργαστήρια, βιβλιοθήκες, σπουδαστήρια, γραμματείες, του χρόνου οι σχολές αυτές θα πάψουν να λειτουργούν. Ή όλα τα μαθήματα θα είναι προφορικές παραδόσεις με χρήση μαυροπίνακα, αυτό που συμβαίνει ήδη από φέτος.
Στο σύστημα υγείας οι παθογένειες του παρελθόντος συνεχίζονται μισοκρυμμένες και εξίσου καταστροφικές: οι κοστολογήσεις υλικών και υπηρεσιών εξακολουθούν να είναι σουρεαλιστικές και γεννήτριες διαφθοράς. Ας πούμε, από τη δεκαετία ’90 ένα υπερηχογράφημα αγγείου κοστολογείται από το κράτος 75 ευρώ, και μια αγγειοχειρουργική επέμβαση κοστολογείται 45 ευρώ! Το διαγνωστικό κέντρο, λειτουργώντας με τεχνολόγους, θησαυρίζει ακόπως· ο χειρουργός, με 15-20 χρόνια εκπαίδευσης, εξαναγκάζεται στο by pass, στο φακελάκι.
Η διαχειριστική διαφθορά επιδεινώνεται από τη δημογραφική φθίση και τη θεσμική αγκύλωση: στο ΕΣΥ δεν υπάρχουν αξιόμαχοι γιατροί κάτω των 50 ετών! Το ΕΣΥ θα καταρρεύσει, εκτός των άλλων, από έλλειψη γιατρών. Οσοι μπορούν φεύγουν: όχι μόνο οι τριαντάρηδες νεοειδικευμένοι που μεταφέρουν την εθνική και οικογενειακή υπεραξία στη Γερμανία, αλλά φεύγουν και φτασμένοι πενηντάρηδες, οι κορυφαίοι, αυτοί που θα ετοίμαζαν τους διαδόχους τους, διευθυντές και σολίστ. Εμβρόντητος άκουσα από χείλη συνομηλίκων μου γιατρών, με λαμπρές καριέρες στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, να λένε το ίδιο: Τρέμω στη σκέψη ποιος θα περιθάλψει εμένα σε λίγα χρόνια…
Η δημοκρατία κρίνεται σε δύο κρίσιμα πεδία: στην υγεία και στην παιδεία. Εκεί κρίνεται η ισότητα του παρόντος και μέλλοντος βίου, υλικότατα, απτά. Και στα δύο αυτά πεδία η Ελληνική Δημοκρατία υφίσταται πανωλεθρία. Η κρίση γκρέμισε ένα ήδη αδύναμο οικοδόμημα, υπονομευμένο από ιδιοτελή συμφέροντα, παρασιτισμό, αδράνεια, ανικανότητα, κυνισμό· η πτώχευση τα μεγέθυνε και πρόσθεσε τον πανικό και την εθελοδουλία.
Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις φιλοδοξούν να αυξήσουν την προσφορά, την ώρα που η ζήτηση έχει νεκρώσει, πάνω σε ένα τοξικό υπόστρωμα ύφεσης, ανεργίας και λιτότητας. Είναι παράλογο. Αλλά ας δεχτούμε ότι αρκετές δομικές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες, αρκετές έπρεπε να είχαν γίνει την περασμένη δεκαετία. Γίνεται όμως ακόμη πιο παράλογο όταν τέτοιες ριζικές, επώδυνες αλλαγές, ζητείται να εφαρμοστούν από έμφοβους και ανεπαρκείς ανθρώπους, χωρίς πείρα, χωρίς βούληση, χωρίς σχέδιο.
Είναι φανερό πια, το οσμίζεσαι παντού στη δημόσια σφαίρα, ότι πατάμε το κατώφλι μιας μείζονος αλλαγής ή μιας μείζονος κατάρρευσης. Η πτώχευση ανέδειξε με σφοδρότητα, με τεράστιο κοινωνικό πόνο, το βαθύ πολιτικό πρόβλημα. Η χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει με κυβερνητικές νοοτροπίες κοτζαμπάσηδων, με λεηλάτες ολιγάρχες και συμβατικά γιατροσόφια τεχνοκρατών· και με ανάθεση της ζωής μας σε τρίτους· αυτά οδηγούν σε ιστορική υποβάθμιση, σε κοινωνικό και δημογραφικό μαρασμό, σε απρόβλεπτες ρηγματώσεις.
Απαιτούνται ρηξικέλευθες δράσεις, καινοτόμες ιδέες, τολμηρή ανασυγκρότηση του συλλογικού φαντασιακού πάνω στα νέα αμείλικτα δεδομένα της τοπικής δυσχέρειας και της διεθνούς ανακατάταξης. Απαιτούνται σκληρές αλήθειες και ανάληψη της ευθύνης ενός εκάστου και όλων μαζί.
Αντίπαλος μας πρώτος κατά σειράν είναι η διάχυτη κατάθλιψη, η εδραιωμένη δυσφορία, που εκδηλώνεται ήδη σαν παραίτηση, σαν αυτοκαταστροφική ολίσθηση, και σαν αυτό που ο Φρόιντ ονόμαζε «ψυχολογική αθλιότητα της μάζας». Είναι σαν να μας βαραίνει τα βλέφαρα ακαταμάχητα ο γλυκός ύπνος του ξεπαγιασμένου μες στο χιόνι· αυτόν τον ύπνο-θάνατο αποτινάσσουμε πρώτα.
Ξεπαγώνει ο νους, θερμαίνεται το φρόνημα, πυροδοτείται η βούληση για ζωή. Η ήττα, το πλήγμα, η θανάσιμη απειλή μετουσιώνονται σε δημιουργικές ενορμήσεις, σε ανάπλαση βίου. Αντικρίζουμε κατάματα τη σκληρή πραγματικότητα, κατανοούμε τους τρέχοντες παραλογισμούς, τα σφάλματα, δικά μας ή εκ καταναγκασμού, αναλογιζόμαστε εξαρχής, ριζικά, τους όρους κυριαρχίας, την ελευθερία, την ηθική και ιστορική ευθύνη απέναντι στις νεότερες γενιές. Προ πάντων, ξεπαγώνουμε.
εικον.: John Everett Millais, Ophelia.
Οι περισσότεροι ψηφοφόροι απ’ όσους έδωσαν το ιστορικό 27% στον ΣΥΡΙΖΑ περίμεναν από το συνέδριο ένα μήνυμα συνέγερσης και ελπίδας, σκληρές αλήθειες και δεσμεύσεις επί του πρακτέου, επί του αμείλικτου πραγματικού. Αυτοί οι 1,8 εκατομμύρια εκλογείς, οι μη τυπικά αριστεροί, περίμεναν ένα ενιαίο κόμμα ευρύχωρο και ανοιχτό, εξωστρεφές, όχι για να τους χωρέσει όλους, αλλά για να τους σκεφτεί, και κυρίως για να τους ανοίξει ένα παράθυρο στο μέλλον.
Αυτό συνέβη μόνον εν μέρει. Στο συνέδριο του Φαλήρου ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να συγκροτηθεί ως ενιαίο κόμμα, με ενιαίες καταστατικές αρχές και πολιτικές θέσεις, ανέδειξε και τυπικά πρόεδρο τον de facto ηγέτη Αλέξη Τσίπρα, με απευθείας εκλογή, κήρυξε το τέλος των συνιστωσών. Είναι βήματα αυτά, σημαντικά σε άλλο, ομαλό καιρό, αλλά βήματα μάλλον δειλά υπό την παρούσα ιστορική συγκυρία, δεν είναι βήματα που οδηγούν αποφασιστικά στο ραντεβού με την ιστορία, τη μεγάλη, όχι την κομματική. Ας πούμε: Η αυτοδιάλυση των εναπομεινασών συνιστωσών πήρε πίστωση χρόνου («εύλογο διάστημα»), η απευθείας εκλογή προέδρου συνάντησε αντιστάσεις, στην εκλογή της κεντρικής επιτροπής κατέβηκαν λίστες, η εσωτερική αντιπολίτευση θεσμοθετήθηκε σαν παρουσία, παρότι οι πολιτικές της θέσεις καταψηφίστηκαν. Τέλος, ο χαρισματικός Αλέξης Τσίπρας, παρά τις υποχωρήσεις και τους ισορροπισμούς του, ή μάλλον εξαιτίας τους, εισέπραξε 20% λευκές ψήφους, μισόκαρδης αμφισβήτησης.
Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπερέβη ολοκληρωτικά την εσωστρέφεια. Δεν μίλησε θαρρετά και ανοιχτά στον εξωκομματικό κόσμο, στους ψηφοφόρους και συμπαθούντες, στους προσβλέποντες, δηλαδή στους πολίτες. Η περισσότερη ενέργεια των 3.800 συνέδρων αναλώθηκε στο πώς θα πλασαριστούν καλύτερα στο νέο τοπίο ενδοκομματικής εξουσίας οι διαλυόμενες φράξιες και συνιστώσες. Το κόμμα αναδύθηκε ενιαίο μεν, διστακτικά δε, με δυσπιστία προς την ισχυρή ηγεσία και τις ρεαλιστικές απαντήσεις στο εδώ και τώρα της σφοδρής κρίσης, με αποφυγή του πρωτογενούς, ρηξικέλευθου, συνθετικού λόγου για τον ταραγμένο καιρό, με καταφυγή είτε σε δοξασίες Τρίτης Διεθνούς είτε στον αμυντικό κινηματισμό των δικαιωμάτων.
Υπό μία έννοια, τα ιστορικά στελέχη του Συνασπισμού και των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, προέβησαν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών του συνομοσπονδιακού και κομμουνιστογενούς παρελθόντος, αναγκαίο ίσως, αλλά δεν τόλμησαν να ανοίξουν παράθυρα στο μέλλον, δεν εξέπληξαν. Η τέτοια προσέγγιση προδίδει μια στατική αντίληψη του ρευστού και πολυκίνδυνου παρόντος, τοπικού και γεωπολιτικού. Προδίδει μια ιδεολογική και αμυντική προσέγγιση των καινοφανών πολιτικών προβλημάτων του 2013, με τη χώρα χρεοκοπημένη στα πρόθυρα κατάρρευσης, με την Ευρώπη διαιρεμένη και αδύναμη, με τη Μεσόγειο ασταθή ή φλεγόμενη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιθανόν να πρωτεύσει και να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για να συμβεί αυτό, πρέπει όχι μόνο να κάμψει την καχυποψία όσων δεν τον εψήφισαν πέρυσι και να κερδίσει την ανοχή ή τον σεβασμό τους, αλλά να αναπτερώσει το φρόνημα των πολλών, των φίλων, συμπαθούντων, ουδετέρων. Δηλαδή, των πληγέντων και έμφοβων Ελλήνων πολιτών. Η κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση όλων των Ελλήνων, όχι των αριστερών. Για να το επιτύχει αυτό, δεν αρκούν ο κομματικός πατριωτισμός και οι καλές προθέσεις, απαιτείται υπέρβαση εαυτού, απροκατάληπτη εμβάπτιση στην κοινωνία, συναίσθηση της βαριάς ιστορικής ευθύνης μες στο εργαστήρι του μέλλοντος.
Η πολιτική περιμένει έξω από την υπόγεια αρένα του συνεδρίου· εκεί όπου πάντα βρισκόταν.
To κυπριακό δράμα δεν εκτυλίσσεται μόνον στις πτωχευμένες τράπεζες με τις κουρεμένες καταθέσεις και την ελεγχόμενη εκροή χρήματος· αυτή είναι μια μερική όψη. Πλάι στα στεγνά ATM, μια ολόκληρη κοινωνία αλαφιάζεται μπροστά στο ενδεχόμενο να μην έχει βενζίνη, τρόφιμα και φάρμακα. Και πιο πέρα από τον προφανή τρόμο της θραυσμένης καθημερινότητας, ο κυπριακός ελληνισμός βυθίζεται αίφνης στη ζώνη της γεωπολιτικής αβεβαιότητας: την ώρα της πτώχευσης υπό την πίεση των εταίρων της ευρωζώνης, ο συσχετισμός δυνάμεων και συμμαχιών στη ΝΑ Μεσόγειο ανατρέπεται άρδην. Η Τουρκία απαιτεί μερίδιο στους υπό εξόρυξη υδρογονάνθρακες, ενώ προσεγγίζει Κούρδους και Ισραηλινούς, η Ρωσία αποστασιοποιείται και καραδοκεί, οι ΗΠΑ επισήμως σιωπούν, όσο ο Εκτος Στόλος ελέγχει την περιοχή.
Η Κύπρος φαίνεται να είναι γυμνή και ανυπεράσπιστη, όσο τις μέρες της τουρκικής εισβολής του ’74. Οπως τότε, έτσι και σήμερα, η Ελλάδα είναι αναλόγως αδύναμη και αποδιοργανωμένη. Επιπλέον σήμερα, η Ελλάδα δεν βρίσκεται ενώπιον μιας πολιτικής αλλαγής που ενισχύει τον συλλογικό ψυχισμό, αντιθέτως βρίσκεται σε πτώση, σε μια εν εξελίξει οικονομική και κοινωνική καταστροφή που έχει καταρρακώσει το φρόνημα και τη συλλογική διάνοια. H πτώση διαρκεί τρία χρόνια και συνεχίζεται.
Το σοκ της υπνώττουσας Κύπρου από το Βlitzkrieg του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου μπορεί να περιέχει και τη θεραπεία: οι συζητήσεις στη νήσο είναι περισσότερο ανοιχτές και απενοχοποιημένες, περιέχουν όλα τα σενάρια, διότι το προέχον είναι η σωτηρία με μακρά προοπτική. Και επειδή η πτώση της Κύπρου είναι ακαριαία και απότομη, ενδέχεται και η ανάκαμψή της να είναι ταχύτερη και με τολμηρότερους τρόπους.
Η Κύπρος ίσως είναι το «ατύχημα» που φοβόμασταν στην Ελλάδα· μπορεί όμως και να σημαίνει το πέρας της αδράνειας και της παθητικότητας. Ισως να είναι το αποφασιστικό πλήγμα για να συνειδητοποιήσουμε πόσο επείγει ένα εθνικό σχέδιο ανόρθωσης. Επί τρία χρόνια η χώρα πορεύεται με μόνο σχέδιο τα μνημόνια· αλλά τα μνημόνια σκοπεύουν πρωτίστως στην εξασφάλιση των δανειστών. Τα μνημόνια δεν κομίζουν όραμα για τη χώρα· συμβολικά, κομίζουν έξωθεν πόνο, και ουσιαστικά βρίθουν αντιφάσεων. Υπό αυτή την έννοια, οι ηγέτες, σε όλους τους χώρους, οφείλουν να πάψουν να κρύβονται πίσω από τα μνημόνια των δανειστών, είτε ως άβουλοι εφαρμοστές είτε ως λαύροι ενάντιοι· οφείλουν να αναλάβουν την ιστορική ευθύνη ενός σχεδίου ανάταξης. Ολοι: πολιτικοί οργανισμοί, ακαδημαϊκές δεξαμενές σκέψης, συνδικάτα, κοινότητες, άτυπες συλλογικότητες, πολίτες.
Η επανίδρυση του ελληνικού κράτους δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή θέληση των Γάλλων ή Γερμανών τεχνοκρατών· η επανίδρυση του δημοκρατικού κράτους είναι καθήκον και όρος επιβίωσης των Ελλήνων. Το ίδιο ισχύει για την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού και την επινόηση ενός αναπτυξιακού μοντέλου που θα αξιοποιεί πόρους και ταλέντα. Οποιος αξιώνει δημόσιο λόγο, οφείλει να συμβάλλει με προτάσεις επί των συγκεκριμένων, ανοιχτά, τεκμηριωμένα, χωρίς ταμπού. Μόνο έτσι θα συσπειρωθεί ο καταπτοημένος σήμερα πληθυσμός και θα εκδιπλωθούν οι δυνάμεις του.
Τα ιστορικά ατυχήματα θα πληθαίνουν. Πολλά δεν μπορούμε να τα αποτρέψουμε· μπορούμε όμως να αποτινάξουμε επιτέλους τη σύγχυση, την ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία, την κλάψα. Δεν μπορούμε παρά να αναλάβουμε τις ιστορικές μας ευθύνες.
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί: οι στίχοι του Διονυσίου Σολωμού γράφτηκαν για την Ελλάδα που πάσχιζε να ελευθερωθεί, αλλά ταιριάζουν και στην παρούσα περίσταση για την Κύπρο, που πασχίζει να σωθεί. Δεμένες οι μοίρες όμως της Ελλάδας και της Κύπρου, σε όλο τον εικοστό αιώνα, απ΄ τα πρώτα σκιρτήματα της νήσου για αυτοδιάθεση-ένωση έως τον αντιαποικιοκρατικό αγώνα του1955-60 και την χουντική προδοσία του ‘74 που έφερε την πολεμική καταστροφή και την τουρκική κατοχή. Κοινή η μοίρα και στην πρώτη μεγάλη περιπέτεια του 21ου αιώνα, στην πτώχευση.
Πρώτα η Ελλάδα και πολύ αργότερα η Κύπρος, μετά το σκοτεινό ορόσημο του ‘74, συνδέθηκαν με την ευρωπαϊκή οικογένεια για ασφάλεια και ευημερία. Και εκεί ακριβώς, μέσα στην ευρωπαϊκή αγκαλιά, ίσως και εξαιτίας της, τους βρήκε η μεγάλη ιστορική δοκιμασία. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η παρούσα κρίση στέλνει και τα δύο ελληνικά κράτη στην πικρή κοινή αφετηρία του ‘74: όταν η μεν Κύπρος έστηνε εξαρχής κρατική δομή με πρόσφυγες και ερείπια, φτάνοντας εντέλει στο οικονομικό θαύμα του 2000, η δε Ελλάδα ίδρυε την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και την μεταπολιτευτική ευημερία πάνω στις στάχτες της κυπριακής τραγωδίας. Τώρα, με διαφορά τριών ετών, βρίσκονται πάλι αντάμα, στην ίδια σκολιά οδό.
Οπως και να εξελιχτεί η κατάσταση, η Κύπρος θα βγει βαριά πληγωμένη. Η οικονομία της δεν θα μπορέσει εφεξής να στηριχτεί στον υπερτροφικό τραπεζικό τομέα, όπως έκανε την τελευταία εικοσαετία. Η ύφεση και η ανεργία θα την πλήξουν, αν και ίσως όχι στον ίδιο βαθμό με την Ελλάδα· η οικονομία της θα χρειαστεί να αναπροσανατολιστεί βιαίως. Παρ’ όλ’ αυτά, η εκπαρθένευση μεσοπρόθεσμα θα την ωφελήσει, εφόσον επιπλέον διατηρήσει τον έλεγχο στα αποθέματα υδρογονανθράκων. Και εφόσον διατηρήσει και αξιοποιήσει την εθνική ομοψυχία που επέδειξε τις πρώτες μέρες του σοκ. Αλλωστε το πρώτο εξαγόμενο είναι ότι η υπνώττουσα και εγκληματικά ακηδής ηγεσία σύρθηκε από τον λαό σε ενέργειες και αποφάσεις που έπρεπε να τις είχε προφτάσει πολύ πριν την αποφράδα Παρασκευή.
Τα δύσκολα άρα τώρα αρχίζουν, αλλά τουλάχιστον η Κύπρος δεν είναι το πρώτο πειραματόζωο και ήταν η πρώτη που είπε ένα όχι: το όχι δεν αποτρέπει τη ζημιά, αλλά ενισχύει το πολιτικό φρόνημα του λαού, τον κάνει να νιώθει ότι έχει λόγο για την ύπαρξή του και τον βίο του, όπως το όχι του 2004 στο Σχέδιο Ανάν.
Για την Ελλάδα, το πρώτο πειραματόζωο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το σοκ συνεχίζεται αδιάκοπο από τον Μάιο του 2010. Το πολιτικό φρόνημα βρίσκεται στο ναδίρ, λόγω κόπωσης και φόβου· η ήττα ποτίζει τον πληθυσμό. Στο διαδοχικά τιθέμενο δίλημμα «το Λιγότερο Κακό ή το Χειρότερο» η Ελλάδα επιλέγει διαρκώς το Λιγότερο Κακό, και βυθίζεται διαρκώς στα χειρότερα. Τρία χρόνια τώρα, και ο βυθός δεν έχει φανεί ακόμη. Πολύ περισσότερο, το λυγισμένο φρόνημα δεν επιτρέπει να εκδιπλωθούν οι ναρκωμένες και λανθάνουσες δυνάμεις· κι είναι πολλές. Η ηττοπάθεια, η μεμψιμοιρία, η παράλυση, η αυτοϋποτίμηση, ο γραικυλισμός, η σύγχυση ταυτότητας είναι χειρότερες απ΄όλες τις πτωχεύσεις.
Κι όμως, ξανά ο Σολωμός: «Σε βυθό πέφτει από βυθό, ώσπου δεν ήταν άλλος, / εκείθ’ εβγήκε ανίκητος».
Τις τελευταίες ημέρες, είναι διάχυτη η εντύπωση ότι οι πολιτικοί χειρισμοί της κυβέρνησης στο εργασιακό και κοινωνικό πεδίο της προσφέρουν ελάχιστο πολιτικό όφελος ― μάλλον τη φθείρουν. Οι επιστρατεύσεις στις συγκοινωνίες και την ακτοπλοΐα, ως επίδειξη πυγμής, κατάφεραν προσώρας να αποκαστατήσουν την κανονική ροή σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής ζωής, αλλά την ίδια στιγμή η αμείλικτη υλική πραγματικότητα υπονόμευσε καίρια το μεταδιδόμενο κλίμα ότι αρχίζει το τέλος των θυσιών. Οι μεγάλες περικοπές στις συντάξεις, η η δρομολόγηση χιλιάδων απολύσεων στο δημόσιο, και κυρίως οι διαρροές για την υπερφορολόγηση των ακινήτων, προκαλούν αίσθηση ασφυξίας στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού.
Η διευρυνόμενη ένδεια σημαδεύτηκε από παράλληλα γεγονότα στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, φαινομενικά ασύνδετα, που όμως πυροδοτούν το καθένα με τον τρόπο του μια έντονη φυγοκέντρηση στο κοινωνικό σώμα, στα όρια της εξάρθρωσης και της ανθρωπιστικής κρίσης. Τέτοια γεγονότα με συμβολικό περιεχόμενο ήταν, ας πούμε, η διανομή δωρεάν λαχανικών έξω από το υπουργείο, που οδήγησε σε εικόνες αναγκεμένου όχλου· η επίδειξη ισχύος του νεοναζιστικού μορφώματος στην καρδιά της πρωτεύουσας αλλά και σε τόπους παροχής υπηρεσιών υγείας· τέλος, η συζήτηση που συνόδεψε τη σύλληψη των νεαρών αναρχικών ληστών.
Στα παράλληλα, ασύνδετα γεγονότα, διαβλέπουμε μια ισχυρή ροπή προς συμπεριφορές ακραίες και κυρίως καινοφανείς, αδιανόητες πριν ελάχιστα χρόνια. Για τον προσεκτικό παρατηρητή είναι προφανές ότι η κρίση, με τη φτώχεια και την ανεργία που συνεπιφέρει, οδηγεί σε πρωτόγνωρες ρηγματώσεις του κοινωνικού σώματος· πλήττει σκληρά τον κόσμο των μισθωτών και μικροεπιχειρηματιών, πλήττει τους μικροϊδιοκτήτες και τη μεσαία τάξη, πλήττει ανελέητα τη νεολαία. Σταδιακά, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αισθάνονται ανήμπορα και αποκλεισμένα, εκτοπισμένα, εκτός κοινωνίας και ιστορίας. Ακόμη και όσοι αντέχουν υλικά, αφενός, αισθάνονται πια ασήκωτο το βάρος των υπολοίπων, όσων βουλιάζουν, αφετέρου, δεν βλέπουν φως, δεν έχουν κάτι να πιαστούν. Κατά κάποιο τρόπο, το κεϋνσιανό παράδοξο της φειδούς στην υφεσιακή οικονομία συνυπάρχει με μια παράλυση του ηθικού και του φρονήματος σε κάθε κοινωνική ομάδα.
Ιστορικά, η πολιτική πυγμής δεν μπορεί να συνεχίζεται επί μακρόν· η αυστηρή τιμωρία των απειθών χωρίς παράλληλη επιβράβευση των ευπειθών, κινδυνεύει να φτάσει στο αντίθετο αποτέλεσμα: να απευθύνεται σε μια κοινωνία ανθεκτική στην τιμωρία, αναίσθητη στο φόβο, επιρρεπή στη βαναυσότητα και την ακραία αντίδραση. Αυτό μας δείχνει η αυξανόμενη επιρροή της ακραίας Χρυσής Αυγής: το απωλεσθέν νόημα αναζητείται στη βαναυσότητα και την ένστολη αγέλη. Αυτό δείχνει η απόδραση μέρους της νεολαίας προς τον μηδενισμό και τη βία: δεν βρίσκουν νόημα και αξιακό πλαίσιο, αλλά ούτε και δουλειά.
Για την ανάσχεση της ροπής προς βαναυσοποίηση και μηδενισμό, αυτού του άλογου κύματος, οι λύσεις αναμένονται πρωτίστως από έναν ριζικά ανανεωμένο πολιτικό λόγο και πράξη, από μια νέα γενική διάνοια γαλβανισμένη μες στην οδυνηρή συγκυρία. Αυτή είναι η τεράστια πρόκληση, αμφίπλευρα, προς τους υπάρχοντες σχηματισμούς και τις ηγεσίες τους: θα απαντήσουν ή θα διαλυθούν.
Η αναγγελθείσα αποτυχία της επένδυσης του Κατάρ στον Αστακό προϊδεάζει και για την τύχη της άλλης θορυβώδους εξαγγελίας για μεγάλη επένδυση κεφαλαίων ιδίας προελεύσεως στο Ελληνικό. Κυρίως όμως περιγράφει τον τρόπο πολιτεύεσθαι του νέου ΠΑΣΟΚ, όπως αυτό αυτοορίσθηκε έναντι του παλαιού ή βαθέος εαυτού του. Νά όμως που η προπαγανδιζόμενη από ομιλούσες κεφαλές νέα πολιτική του νέου ΠΑΣΟΚ δεν διαφέρει ουδόλως από την δοκιμασμένη παλαιά: άκρατος, άφρων, αλαζονικός επικοινωνιασμός τότε, το ίδιο και σήμερα.
Με μια κρίσιμη διαφορά: στη δεκαετία του ’80, του ’90, του ’00, η χώρα δεν βρισκόταν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, υπό κηδεμονία και υπό διαρκή απειλή πτώχευσης. Ως εκ τούτου ο ερασιτεχνισμός, οι νεωτεριστικές μονομανίες, η άγνοια ή και περιφρόνηση της πραγματικότητας, τα επικοινωνιακά βεγγαλικά, όσα επιδεικνύουν σήμερα οι κυβερνώντες, είναι ασυγχώρητα, είναι μοιραία. Οι μεταρρυθμίσεις που σκέφτεται η κυβέρνηση, παρότι νεφελώδεις, συχνά έρχονται να καλύψουν υπαρκτές ανάγκες, μα κάποτε έρχονται να καταστρέψουν τις υπάρχουσες δομές, χωρίς ποτέ να βάζουν κάτι άλλο στη θέση τους. Σαν μια παράδοξη πατροκτονία, σαν τελετή αυτοκαταστροφής που βιώνεται σαν τελετή ενηλικίωσης· από ποιον; Πάντως όχι από τον χειμαζόμενο, εξουθενωμένο και έμφοβο λαό.
Αυτή την ασταθή, απρόβλεπτη, χωρίς συνοχή, συχνά αυτοκαταστροφική πολιτική βλέπουν οι κατέχοντες τον πλούτο και την οικονομική ισχύ και ανησυχούν. Δεν ανησυχούν τόσο και με τον ίδιο τρόπο που ανησυχούν οι γονατισμένοι μικρομεσαίοι· ο προσωπικός τους πλούτος είναι ασφαλής. Οι κατέχοντες ανησυχούν διότι η απρόβλεπτη πολιτική μιας ασταθούς ηγεσίας απειλεί να ξεθεμελιώσει το σύνολο σύστημα, άρα απειλεί και τις δικές τους θέσεις στον ελληνικό χώρο, θέσεις προσπορισμού πλούτου, και κυρίως θέσεις ισχύος και κύρους. Το εγχώριο σύστημα έχει λόγους να αισθάνεται απειλούμενο από την επέλαση νέων, ξένων παικτών σε ένα ξέφραγο γήπεδο ευκαιριών, όπως η πτωχευμένη Ελλάδα. Αλλωστε μέγα μέρος των εγχώριων πλουσίων ουδέποτε επεχείρησε ανοιχτά, με όρους διακινδύνευσης, καινοτομίας, υγιούς ανταγωνισμού. Επλούτισαν εγκαθιστώνας ολιγοπώλια, επλούτισαν απομυζώντας και επηρεάζοντας τον μεγάλο εργοδότη και πελάτη, το κράτος· ήσαν το κράτος. Αυτή η επιρροή επί της κρατικής δομής, αυτό το προνομιακό πεδίο άσκησης ισχύος και προσπορισμού πλούτου, απειλείται τώρα σε συνθήκες κρίσης. Υπό την πίεση της διεθνούς κρίσης και ενώπιον των εγχώριων αδιεξόδων το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα μεταχηματίζεται βίαια. Ποιος θα διατηρήσει τις θέσεις και τα κεκτημένα στο αναδυόμενο, άγνωστο ακόμη, τοπίο;
Μέρος των ισχυρών, παρά την ανησυχία και επειδή δεν στηρίζονται αποκλειστικά στην προειρηθείσα προσοδοθηρία, προσβλέπει σε μετριοπαθείς λύσεις· αναζητεί εναλλακτικές λύσεις στην πολιτική ηγεσία, ομαλή διαδοχή, άρα και ομαλότητα στις αναμενόμενες ενέργειές της. Αντιλαμβάνονται επίσης ότι η οικονομική συντριβή της μεσαίας τάξης είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε έννοια ανάκαμψης της χώρας· η ογκούμενη ανεργία δυναμιτίζει την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική ειρήνη. Αλλοι όμως εμμένουν φανατικά στον δραστικό περιορισμό του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ζητούν απολύσεις εκατοντάδων χιλιάδων υπαλλήλων. Η άθροιση 300 ή 400 χιλιάδων απομακρυνόμενων στους ήδη 650 χιλιάδες καταγεγραμμένους και διαρκώς πληθυνόμενους ανέργους, το ένα τέταρτο και πλέον του ενεργού πλυθυσμού, δεν φαίνεται να απασχολεί τους ακραιφνείς υποστηρικτές του νεοθατσερισμού.
Τέτοια νευρικότητα και διχοστασία, που θολώνει τον νου και παρακινεί είτε σε αδράνεια είτε σε ριζοτόμες αλλαγές χωρίς προβλέψεις και οικονόμηση των συνεπειών, χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος των ελίτ που βρίσκονται στα κέντρα αποφάσεων σήμερα.
Αν η κρίση καθιστά ανήσυχους τους ισχυρούς, τους μικρομεσαίους τους πλήττει με σφοδρότητα και τους γεμίζει φόβο και οργή.
Προς το παρόν υπερισχύει ο φόβος ενώπιον του άδηλου, σκοτεινού μέλλοντος· και όλη η ενεργητικότητα διοχετεύεται σε στρατηγικές επιβίωσης, οικονόμησης του βίου, εξασφάλισης της οικογένειας. Ταυτόχρονα όμως σωρεύεται αγανάκτηση, βουβή και ανεκδήλωτη, βαθιά δυσαρέσκεια και δυσπιστία προς το πολιτικό σύστημα, οι οποίες ενδέχεται να εκδηλωθούν και κατά τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Παρότι πολλοί πολίτες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ανάγκη για βαθιές και εκτενείς μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης και της οργάνωσης της παραγωγής, η δυσαρέσκεια συχνά τρέπεται προς αντισυστημικές κατευθύνσεις, με οργισμένη τυφλή απόρριψη των κομμάτων και του κοινοβουλευτισμού. Οι περισσότεροι δεν πείθονται από τους κυβερνητικούς αυτοσχεδιασμούς, πιστεύουν ότι την πορεία πλέον την χαράζει η τρόικα, και επιπλέον δεν έχουν πεισθεί ότι οι θυσίες πιάνουν τόπο και στο βάθος αχνοχαράζει φως ανόρθωσης. Απογοήτευση και ζάρωμα, δυσπιστία και εσωστρέφεια. Το ελατήριο ωστόσο μπορεί να εκτιναχθεί ανά πάσα στιγμή, όσο πιεζόμενο πλησιάζει στο όριο θραύσεως.
Σε μια διεθνή συγκυρία διόλου ευνοϊκή για όλους, με την Ευρώπη σε σύγχυση ταυτότητας και αναπροσανατολισμού έναντι της αναδυόμενης Ασίας, με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες να βαρύνονται ασύμμετρα με το κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με το εθνικό κύρος τρωθέν εξ ιδίων βελών, με τα εθνικά θέματα ανοιχτά και εμάς αδύναμους διαπραγματευτές, με την κοινωνία διχασμένη και αποκαρδιωμένη, γίνεται όλο και πιο φανερή στην Ελλάδα η απουσία ζωηρού συλλογικού φρονήματος αφενός, αλλά και ηγέτιδος τάξεως με πειθώ και όραμα, αφετέρου. Καμία κοινωνική δύναμη, κανένας πολιτικός χώρος, καμιά δεξαμενή προσώπων, δεν φαίνονται τούτη τη στιγμή στον ορίζοντα, ικανά να απαντήσουν σε αυτές τις επείγουσες ιστορικές ζητήσεις, να δώσουν νέο υλικό περιεχόμενο και νόημα στα κενά πεδία της ηγεμονίας και του συλλογικού σχεδίου. Τούτη τη στιγμή.
«Οι παρελάσεις δεν έχουν θέση στα σχολεία. Να καταργηθούν!» Παραμονές 28ης Οκτωβρίου, η φίλη ήταν κατηγορηματική. Εμπιστεύομαι την κρίση της και το ένστικτό της, είναι αισιόδοξη, ρεαλίστρια. Ωστόσο εγώ μόλις το άκουσα, κυριεύθηκα από σκεπτικισμό. Δεν ήμουν βέβαιος για την ποσότητα προόδου· ότι δηλαδή με την κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων θα εξαλειφθούν στρεβλώσεις, θα εξαφανιστεί ο εθνικισμός, θα βλαστήσουν άλλες συνειδήσεις κ.λπ. Συμφωνώ ότι υπάρχει καπηλεία, έχω ακούσει πολλούς δεκάρικους στις σχολικές εορτές· συμφωνώ για την ανία και τη χλεύη που προκαλούν αυτές οι τελετές, καθώς πάντα ισορροπούν στην ακμή του kitsch. Καταλαβαίνω ότι οι έφηβοι με τα τατουάζ και τα σκουλαρίκια περισσότερο αναγνωρίζονται στα μικροσύνολα της παρέας και στις φυλές των γκέιμς παρά στην εθνική κοινότητα. Παρ’ όλ’ αυτά…
Παρ’ όλ’ αυτά, σκέφτομαι: Η διαρκής αποδόμηση των παλαιών κατασκευών, ετοιμόρροπων ή εδραίων, οδηγεί πού; Στη λύτρωση από δεισιδαιμονίες; Στην επιφώτιση; Σε μια κοινωνία ευτυχισμένων απελεύθερων; Δεν ξέρω.
Καταργήθηκε η στολή στα δημόσια σχολεία ― και παρέμεινε στα ακριβά ιδιωτικά. Καταργήθηκαν ο εκκλησιασμός, η πρωινή προσευχή, η έπαρση σημαίας. Εμειναν συνεπτυγμένες οι παρελάσεις (μόνο οι τελειόφοιτοι) και οι γιορτές, χριστουγεννιάτικες, επετειακές, και τώρα αγγλοσαξονικού τύπου τελετές αποφοιτήσεως. Αρα, ο σχολικός βίος έχει συρρικνωθεί δραματικά τις τελευταίες δυο δεκαετίες· το σχολείο δεν διδάσκει φρόνημα, εθνικό ή θρησκευτικό. Κουτσοδιδάσκει ελληνικά και μαθηματικά για τις πανελλήνιες, ναι. Αλλά δεν διαμορφώνει φρόνημα, δεν πλάθει χαρακτήρες· αυτά πλάθονται σε άλλες σφαίρες του δημόσιου: στα μήντια, στην κατανάλωση, στα λάιφστάιλ των γκάτζετ, στα μούλτιπλεξ και τα στάρμπακς, στα mall και τα internet cafe. Και στην επιρροή της πυρηνικής οικογένειας, όση απομένει.
Ο Θεός ξεθεμελιώθηκε τον 19ο αιώνα· το κενό καταλήφθηκε από τον εθνικισμό, τον μαρξισμό, την ψυχανάλυση. Το απόλυτο επεβίωνε με άλλες μορφές. Στον 20ό αιώνα οι δυτικές κοινωνίες γεύτηκαν άλλα απόλυτα: κομμουνισμό, φασισμό, ολοκληρωτικό πόλεμο. Αρχισε να αποδομείται ο εθνικισμός. Στον 21ο αιώνα συνεχίζονται να αποδομούνται όλες οι συλλογικές αναπαραστάσεις, απομυθοποιούνται οι μεγάλες αφηγήσεις. Οι άνθρωποι κινούνται ατομικά και υπερτοπικά, αθροίζονται σε καινοφανείς εφήμερες κοινότητες. Κινούνται. Προς τα πού;
Εδώ εγείρονται αμφιβολίες. Πρώτη: Ο,τι ισχύει για τη Δύση, την ανεξίθρησκη και φιλελεύθερη Ευρώπη λ.χ., δεν ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο. Δηλαδή, ενώ στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης βλέπουμε μια αντιεθνικιστική και αντιθρησκευτική τάση, ενθαρυμένη μάλιστα από την υπερεθνική κυβέρνηση των Βρυξελλών, στον υπόλοιπο κόσμο φουντώνουν ο εθνικισμός και ο φυλετισμός, αφενός, και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός αφετέρου. Η παγκοσμιοποίηση τελείται άνισα και αντίρροπα. Τα δικαιώματα, οι ιδεολογίες, οι νόμοι δεν έχουν οικουμενική ισχύ, ισχύουν μόνο εντός συνόρων· οικουμενική ισχύ έχουν μόνο τα όπλα, όπως έδειξε προσφάτως η εισβολή στο Ιράκ και το Γκουαντάναμο.
Αλλά και εντός των συνόρων του ξεπερασμένου έθνους-κράτους, τι απομένει μετά την αποδόμηση (την θεμιτή, και ενδεχομένως επιβεβλημένη) των μύθων του Ancien Régime; Δεν βλέπω να εξαλείφεται στην Ευρώπη ο ρατσισμός ή ο εθνικισμός· αντιθέτως αναζωπυρώνεται με ακροδεξιές, σεπαρατιστικές ή λαϊκιστικές εκφράσεις, ενώ στις ΗΠΑ φουντώνει ο νεοσυντηρητισμός και ο φονταμενταλισμός των χριστιανικών σεχτών.
Αναρωτιέμαι: Μήπως η ολοσχερής κατάργηση μιας κάποιας εθνικής-συλλογικής αγωγής στο σχολείο (ό,τι έχει απομείνει τέλος πάντων), ελεγχόμενης από το δημοκρατικό κράτος και την πολιτική κοινωνία, αφήνει το πεδίο κενό, πρόσφορο σε κάθε εθνοκάπηλο δεκανέα, στον ανεξέλεγκτο εμπρηστή που θα ανέβει στο βαρέλι ή στο τσατ ρουμ;
Μήπως οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί οι μετανεωτερικοί που είμαστε, έχουν την ανάγκη να αναγνωρίζονται εντός κάποιας κοινότητας με ελάχιστους κοινούς χαρακτήρες; Σκέφτομαι μήπως ο αναθεωρητικός-αποδομητικός ζήλος εναντίον κάθε μεγάλης συνέχουσας αφήγησης αφήνει πίσω της μόνο συντρίμμια. Σκέφτομαι μήπως αυτός ο κοσμικός μεσσιανισμός, απότοκος μιας τελεολογικής αντίληψης της ιστορίας, μιας πίστης στην αέναη προόδο που σαρώνει το παρόν εν ονόματι του μέλλοντος, αντί να μας οδηγεί στον αναπόφευκτο θρίαμβο του Πνεύματος και του Λόγου, μάς παρασύρει σε έναν νεωτερικό σωρό ερειπίων.
Ο δυτικός άνθρωπος συντρίφτηκε στον 20ό αιώνα από αυτές τις μεσσιανικές θύελλες· επέζησε μόνον όταν πορεύτηκε νηφάλια και μετριοπαθώς. Οι δημοκρατίες συγκροτήθηκαν πάνω σε ένα συνέχον αφήγημα περί έθνους, σε μια φαντασιακή κοινότητα ― φαντασιακή αλλά διόλου ανύπαρκτη. Εχει πεθάνει αυτό το αφήγημα; Κι αν ναι, τι έρχεται στη θέση του;
Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27-28.10.2007