You are currently browsing the tag archive for the ‘υπουργείο Πολιτισμού’ tag.
Η ανασκαφή στον τάφο της Αμφίπολης έφερε στο φως πολύτιμα ευρήματα αλλά και μια νοσηρή νοοτροπία, σε ό,τι αφορά την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της αρχαιολογίας. Η ανασύσταση του παρελθόντος έχει ασφαλώς ισχυρές συμβολικές προεκτάσεις κατά τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης και της εθνικής ταυτότητας. Είναι γνωστές οι χρήσεις και οι καταχρήσεις της ιστορίας, η σκοπούμενη σύμφυρση μυθικών και ιστορικών αφηγήσεων, η υπερερμηνεία ή και η διαστρέβλωση των πραγματολογικών στοιχείων, ακόμη και η απόκρυψή ή η αλλοίωση τεκμηρίων, για πολιτικούς και εθνικιστικούς σκοπούς.
Δεν εστιάζουμε όμως σε αυτό το πεδίο το βλέμμα μας. Η επικοινωνιακή κωμικοτραγωδία της Αμφίπολης ανέδειξε και τέτοια στοιχεία, δηλαδή καλλιέργεια προσδοκιών για λαϊκή κατανάλωση, υπεραναπλήρωση, μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας. Αλλά έδειξε επίσης και κυρίως την υπερσυγκεντρωτική, αραχνιασμένη και αδιαφανή λειτουργία της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, αυτής που ουσιαστικά παρέκαμψε την επιστημονική συζήτηση και διόρισε εξωϋπηρεσιακό «εκπρόσωπο τάφου». Μιλάμε για την κυρία Λίνα Μενδώνη, μόνιμη γενική γραμματέα του υπουργείου, από τα τέλη της δεκατίας ’90 έως σήμερα, με ένα διάλειμμα κατά τη θητεία του Χρ. Ζαχόπουλου.
Η κ. Μενδώνη, αρχαιολόγος η ίδια, έχει καταφέρει να φαίνεται απαραίτητη στους εκάστοτε υπουργούς Πολιτισμού, ελάχιστοι εκ των οποίων φθάνουν ενήμεροι για το έργο του του υπουργείου ή δεν προλαβαίνουν να ενημερωθούν. Αλλωστε το ΥΠΠΟ δεν θεωρείται πρωτοκλασάτο παραγωγικό υπουργείο, με δυνατότητες άσκησης ηχηρής πολιτικής και εξυπηρέτησης μεγάλων πελατειακών δικτύων· δεν έχει καν σοβαρό προϋπολογισμό. Μόνη δύναμή του ήταν η εποπτεία του αθλητισμού κα κυρίως τα παχυλά έσοδα από τον ΟΠΑΠ, που μοιράζονταν εκτός κωδικών εθνικού προϋπολογισμού, απευθείας από τα υπουργικό γραφείο. Αλλά με την ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ, χάθηκαν και αυτοί οι ειδικοί λογαριασμοί.
Στο υπουργείο έχει απομείνει η διαχείριση του εθνικού συμβολικού κεφαλαίου: της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης τέχνης. Βέβαια και η διαχείριση των εσόδων από τη λειτουργία, την αξιοποίηση και τις πωλήσεις των μνημείων και μουσείων, με ό,τι περίπου ασχολείται το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ). Και η διαχείριση των ΕΣΠΑ, κεντρικά και περιφερειακά, ύψους περίπου 750 εκατ. ευρώ ― πεδίο διόλου ευκαταφρόνητο, παρότι δεν υπάρχει ολοκληρωμένο τομεακό πρόγραμμα. Ειδικά στο ΕΣΠΑ Αττικής, είδαμε εντάξεις πολυδάπανων έργων από αστείους ή πάμπλουτους ιδιωτικούς φορείς.
Το ΤΑΠΑ και τα κοινοτικά προγράμματα (τώρα ΕΣΠΑ, από του χρόνου ΣΕΣ) είναι τα χρηματοδοτικά και αναπτυξιακά εργαλεία του υπουργείου-μπουτίκ. Αλλά και τα εργαλεία για πελατειακές εξυπηρετήσεις. Μέσω του ΤΑΠΑ εξασφαλίζεται σταθερή ρευστότητα χρήματος, με λαμπρές προοπτικές αύξησης, δεδομένης της σταθερά αυξητικής πορείας του τουρισμού και της διαχρονικής ελκυστικότητας του ελληνικού πολιτιστικού προϊόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο περίφημο μέιλ που απέστειλε ο υπουργός Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης προς την τρόικα, εκτιμάται ότι τα έσοδα του υπουργείου, από πωλητέα, εισιτήρια χώρων-μουσείων και ηλεκτρονικά εισιτήρια, μπορούν να πολλαπλασιαστούν: από περίπου 50 εκατ. ευρώ σήμερα, να φτάσουν τα 400 εκατ. ευρώ. Η εκτίμηση στηρίζεται στις σχετικές αναπτυξιακές μελέτες της McKinsey και του ΙΟΒΕ.
Τι έχει γίνει κατά τα παρελθόντα προ κρίσης έτη για την ανάπτυξη του ΤΑΠΑ; Πολύ λίγα επί της ουσίας: Γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, μικροσυντεχνιασμός και πελατειακά δίκτυα το καθήλωναν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, που τόσο πολύ συζητείται· ιδίως για τα προβλήματα φύλαξης και ωραρίων επίσκεψης την τουριστική περίοδο. Υπεύθυνοι για τη φύλαξη και το ωράριο είναι οι κατά τόπους αρχιφύλακες, οι οποίοι διευκολύνουν και γκρουπ επισκεπτών πέραν των τυπικών ωραρίων, με ανάλογα φιλοδωρήματα. Οι αρχιφύλακες λοιπόν είναι οι μόνοι υπάλληλοι που δεν ορίζονται από διευθυντές και κατά την υπηρεσιακή ιεραρχία, αλλά απευθείας από τον υπουργό! Το ΤΑΠΑ είναι υπεύθυνο και για την έκδοση του επιστημονικού Αρχαιολογικού Δελτίου, στο οποίο παρουσιάζονται τα ευρήματα των αρχαιολόγων: το Δελτίο έχει να εκδοθεί από το 2004-05…
Τι έγινε τα χρόνια των μεταρρυθμίσεων του μνημονίου; Το καλοκαίρι άρχισε να εφαρμόζεται ο νέος Οργανισμός του υπουργείου, ο οποίος συγχωνεύει και καταργεί διευθύνσεις και εφορείες αρχαιοτήτων, καταργεί 500 κενές οργανικές θέσεις, καταργεί τα τμήματα εκθέσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα μουσεία κ.λπ. ― γενικά συμπτύσσει και συρρικνώνει. Μεγάλο θύμα του νέου Οργανισμού είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η παλαιότερη επιστημονική υπηρεσία του ελληνικού κράτους. Ολοι οι επιφανείς αρχαιολόγοι έχουν ξεσηκωθεί εναντίον αυτής της αποδόμησης, όπως κατεδείχθη και σε εκτενή έρευνα της «Κ» (16.11.2014). Γιατί; Ο αυστηρός επιστήμων και σεβαστός απ’ όλους γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Ακαδημίας Αθηνών, Βασ. Πετράκος, έφτασε να πει στην Καθημερινή: «Η αρχαιολογία έχει ορισμένα ‘’φιλέτα’’, τα οποία κάποιοι θέλουν να εκμεταλλευτούν, να τα περάσουν σε ιδιώτες».
Ενα πιθανό μοντέλο ιδιωτικοποίησης είναι το Μουσείο Ακροπόλεως, προικισμένο όχι μόνο με κτίριο και όνομα, αλλά και με ευέλικτο αυτοτελή οργανισμό, που δεν δηλώνει ούτε μοιράζεται τους πόρους του και έχει στελεχωθεί πελατειακά. Ή ημιδιαφανείς αναθέσεις έργων-φιλέτων με τη μέθοδο του outsourcing.
Διεθνώς αναγνωρισμένοι αρχαιολόγοι και έμπειρα στελέχη του υπουργείου επισημαίνουν ότι η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να αποδώσει μεγάλο πλούτο, να βοηθήσει τον τουρισμό και το εθνικό εισόδημα, και ταυτόχρονα να διαφυλαχθεί και αναπτυχθεί όπως του αρμόζει. Αναγκαία προϋπόθεση: το αυστηρό, διαφανές πλαίσιο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για προστασία του δημόσιου συμφέροντος και αποδοτικότητα. Υποδεικνύουν επίσης ότι λόγω των πρόσφατων αλλοπρόσαλλων μεταθέσεων εφόρων και διευθυντών κινδυνεύουν να μην ολοκληρωθούν ομαλά τα ώριμα έργα ΕΣΠΑ, ενώ δεν υπάρχει συντονισμένη στρατηγική για ένταξη νέων έργων στο καινούργιο ΣΕΣ 2014-2020.
Η πολιτιστική κληρονομιά είναι ανεκτίμητο συμβολικό κεφάλαιο, αλλά και πηγή πλούτου. Εχει κακοπάθει, από πελατειακά δίκτυα, ολιγωρία, ιδιοτέλεια, συντεχνιασμό. Το μνημόνιο ήρθε τελευταίο.
Αν γυρέψουμε να βρούμε μια παραδειγματική ιστορία σπατάλης και αστόχαστης πολιτικής, που να εμπεριέχει τα περισσότερα συμπτώματα της malaise grecque, της ελληνικής νόσου του 1990 και 2000, αρκεί ένα πέρασμα από τη Βασιλίσσης Σοφίας. Αρκεί μια ματιά στο Μέγαρο Μουσικής: καταρχάς σε ό,τι είναι ορατό και υπέργειο, στο απροσδιορίστου αρχιτεκτονικής ταυτότητας κτίριο-μνημείο με τα τεράστια μπανερ στην πρόσοψη. Ενα ογκώδες, επιβλητικό, μάλλον βλοσυρό τοπόσημο, πλάι στις καθαρές μοντερνιστικές γραμμές του Γκρόπιους επί της Αμερικανικής Πρεσβείας.
Ενα κτίριο εξωστρεφές και ενδοστρεφές ταυτόχρονα, δημόσιο και ιδιωτικό, αμφίσημο, όπως ακριβώς ήταν και το Μέγαρο ως οργανισμός. Ιδιωτικά γούστα με δημόσιο χρήμα· ανοιχτό κατ’ ανάγκην και κατά σύμβασιν, αλλά επιλεκτικό, ημίκλειστο, κατ΄ουσίαν. Το όραμα, η ενεργητικότητα και το καπρίτσιο ενός ανθρώπου, ενός ντιλετάντε, που καλλιμάχεια εσίκχαινε πάντα τα δημόσια, εκδήλως τη δημοσιότητα, κυρίως δε τον δημόσιο έλεγχο και τη λογοδοσία, πλην όμως δεν έχθαιρε το δημόσιο χρήμα, απεναντίας το θεωρούσε αυτοδικαίως κτήμα, εργαλείο και μέσο του πεφωτισμένου για την διαπαιδαγώγηση των μαζών, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν.
Το Μέγαρο, ως δοχείο όπερας και υψηλού πολιτισμού, ήταν η κλίση και η κλήση του Χρήστου Λαμπράκη, η αποστολή και το έργο του. Και χτίστηκε, στη διάρκεια πολλών δεκαετιών, για να υπηρετήσει αυτό το όραμά του. Ηταν ανιδιοτελής, κατά τεκμήριον, και αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις και την επιρροή του για τον σκοπό του: έναν ναό για την όπερα και την κλασική μουσική.
Η Αθήνα πράγματι χρειαζόταν ένα υψηλών προδιαγραφών κτίριο για να στεγάσει τις παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, μεταξύ άλλων. Ωστόσο το Μέγαρο δεν σχεδιάσθηκε με τους δημόσιους καλλιτεχνικούς οργανισμούς κατά νου· στην πράξη, και παρά τη συμβατική του υποχρέωση, το Μέγαρο δεν φάνηκε ποτέ φιλόξενο ή φιλικό προς την ΕΛΣ και την ΚΟΑ. Ο Οργανισμός του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, εντελώς ανεξάρτητος και αδέσμευτος, σχεδίαζε και υλοποιούσε τη δική του πολιτική πολιτισμού, εντελώς αποκομμένη από οποιονδήποτε εθνικό σχεδιασμό και ανάγκη. Ετσι, η ΕΛΣ παρέμεινε στο νοίκι, στο ταπεινό θέατρο Ολύμπια της οδού Ακαδημίας, ενώ η ΚΟΑ έκανε πρόβες στα υπόγεια του Ωδείου Αθηνών, επίσης με νοίκι.
Η διοίκηση του Μεγάρου, παρά την απόλυτη εξάρτηση από το ελληνικό Δημόσιο για το κτιριακό του πρόγραμμα και την παχυλή ετήσια επιχορήγηση, σχεδίαζε και δρούσε ως ανεξάρτητο πριγκιπάτο. Ορθώς, μέχρι ένα σημείο: ποιος υπουργός Πολιτισμού και ποια κρατική γραφειοκρατία θα μπορούσαν να συντηρήσουν με συνέπεια και συνέχεια μια πολιτική για το Μέγαρο; Από την άλλη, η ιδιωτική διοίκηση του κρατικοδίαιτου ΟΜΜΑ επολιτεύετο βάσει των πεποιθήσεων και εντέλει του προσωπικού γούστου της, και όχι βάσει κοινώς αποδεκτών κριτηρίων και κανόνων. Καλό γούστο ομολογουμένως, και ακριβό: προσανατολισμένο κυρίως στις μετακλήσεις αστέρων και διάσημων συνόλων, και σε ολίγες πολυδάπανες παραγωγές.
Το ζενίθ του Μεγάρου συνέπεσε με τη μέθη της ισχυράς Ελλάδος και τη χρηματοπιστωτική φούσκα· σχετικά εύκολα η διοίκησή του προσείλκυσε μεγάλες χορηγίες από τις τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες· στην πραγματικότητα, σάρωνε τις εταιρικές χορηγίες και άφηνε ψίχουλα για όλους τους υπόλοιπους.
Είπαμε: το Μέγαρο ήταν χρήσιμο, υπό άλλους όρους λειτουργίας ενδεχομένως. Οχι όμως και η δεύτερη φάση του, η εξωφρενική κτιριακή επέκτασή του υπογείως, καμουφλαρισμένη ως συνεδριακό κέντρο για απορροφηθούν κοινοτικοί πόροι και δανεισμός από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Για να γίνει αυτή η επέκταση, με αισθητική μεταξύ ταφικού μνημείου και ξενοδοχείου του Ντουμπάι, απαιτήθηκε ένας υπέρογκος δανεισμός από το ελληνικό δημόσιο, ύψους 245 εκατ. ευρώ. Δύο διαδοχικές κυβερνήσεις της ισχυράς Ελλάδος έσπευσαν να συνδράμουν, το 2003, με φόντο τους Ολυμπιακούς,και το 2007, λίγο πριν από τη χρεοκοπία.
Σήμερα, η πτωχευμένη Ελλάς αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα δάνεια, και το άλλοτε ευκλεές, σνομπ Μέγαρο αδυνατεί να πληρώσει μισθούς. Σήμερα η Αθήνα διαθέτει δύο μεγάλες σύγχρονες σκηνές όπερας στη Β. Σοφίας, που αδυνατεί να συντηρήσει· και σε λίγο χρόνο άλλη μία υπέρλαμπρη στο Φάληρο, με την υπογραφή Ρέντσο Πιάνο, η οποία όμως δεν δαπανά δημόσιο χρήμα.
Και τώρα; Τώρα κινδυνεύει να χαθεί όποιο συμβολικό κεφάλαιο σωρεύθηκε επί δύο δεκαετίες, και να απαξιωθεί όλο το συγκρότημα, εφόσον δεν βρεθεί ένα μοντέλο βιώσιμο και λειτουργικό, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Τουλάχιστον, ας διδαχθούμε πικρά για την απληστία και την ξιπασιά, ιδιωτική και δημόσια.