You are currently browsing the tag archive for the ‘τραύμα’ tag.
H πιθανότερη εξέλιξη στη διαπραγμάτευση με την τρόικα είναι η ψήφιση των προτεινόμενων μέτρων, μαζί με τον προϋπολογισμό τροποποιημένο. Στα μέτρα περιλαμβάνονται δυσβάστακτα βάρη 2,5-3 δισ. ευρώ επί ενός πληθυσμού κατάκοπου και μιας οικονομίας αφυδατωμένης. Περιλαμβάνονται αύξηση του ΦΠΑ σε φάρμακα, βιβλία, τύπο, τουριστικές υπηρεσίες, παραμεθόριες περιοχές, νησιά, αναστολή συνταξιοδότησης προ των 62 ετών, κατάργηση της προσφάτως ψηφισμένης ρύθμισης για τις 100/72 δόσεις σε ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Η τρόικα υποχρεώνει την ελληνική κυβέρνηση να πει στους πολίτες ότι όλες οι θυσίες της τετραετίας δεν έχουν πιάσει τόπο, δεν αρκούν, απαιτούνται κι άλλες θυσίες, χωρίς ορίζοντα εξόδου. Δυστυχώς, ο πυρήνας και αυτών των μέτρων βρίσκεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και στο Μνημόνιο, αυτά που ψήφισαν αλλά δεν διάβασαν τότε και νυν υπουργοί. Και δυστυχώς, πάλι μια ελληνική κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια νέα φοροεπιδρομή, ουσιαστικά να σβήσει το φως διεξόδου, να σβήσει την προσδοκία ενός τέλους στο μαρτύριο. Σαν να μην πέρασαν τεσσεράμισι χρόνια από την αποφράδα ημέρα του Καστελόριζου.
Περισσότερο και από το υλικό κόστος, αυτό που βαραίνει πια περισσότερο είναι η ψυχική καταστολή, η βίαιη αφαίρεση ενός βιώσιμου, ανεκτού μέλλοντος. Το πρόγραμμα διάσωσης εγκαθίσταται στις συνειδήσεις ως ατελεύτητο σισύφειο μαρτύριο – αυτό συνιστά απειλεί για την κοινωνική συνοχή και κινητοποιεί βίαιες ανανοηματοδοτήσεις. Ποιο νόημα έχουν πια οι λέξεις «μεταρρύθμιση», «ευρωπαϊκό κεκτημένο»;
Στην Κύπρο το bail in βιώθηκε με ανάκληση του τραύματος της εισβολής του ’74. Η συλλογική συνείδηση έτσι δρα, με συσχετισμούς α-τυπικούς, πλην όμως ισχυρούς. Υπό αυτή την έννοια, η παράταση του σισύφειου μαρτύριου και η αφαίρεση της προοπτικής πώς μπορούν να βιωθούν, ποια μορφή συνείδησης θα δημιουργηθεί; Είναι σαν οι δανειστές-εταίροι να ωθούν το λεγόμενο ελληνικό, μα ουσιαστικά ευρωπαϊκό, πρόβλημα σε μια γεωπολιτική μαύρη τρύπα.
To κείμενο των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς είναι ενδεικτικό μιας διάχυτης αγωνίας για το ξεπέρασμα της κρίσης, με πολιτικούς και πνευματικούς όρους. Το μανιφέστο έχει επιμέρους αδύνατα σημεία στη ρητορική του συγκρότηση, τουλάχιστον τέτοια που εγείρουν αντιρρήσεις, αλλά σε γενικές γραμμές περιγράφει καίρια το πρωταρχικό αίτημα: την εθνική ανασυγκρότηση μέσα από τα ερείπια της κρίσης. Επισημαίνεται ορθώς ότι: «η εποχή των Μνημονίων φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Το τραύμα της εθνικής πόλωσης δεν θα σβήσει εύκολα, θα χρειαστεί μάλιστα πολύ κουράγιο και συμφιλιωτική επιμονή απ’ όλες τις πλευρές για να ξεπεραστεί. Ομως η πολιτική δραστηριότητα δεν θα περιορίζεται στην αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο». Συμφωνούμε απολύτως· η πολιτική σκέψη, ήδη τώρα, καλείται να υπερπηδήσει τα διλήμματα του 2010-13, και να υπάρξει δρώσα και λυσιτελής Μετά την Καταστροφή.
Κάποιες παρατηρήσεις εντούτοις. Η αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο δεν ήταν, δεν είναι, στενά ρητορική-ιδεολογική. Η κατάρρευση του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης και η έως καταστροφής υποβάθμιση ευρύτατων στρωμάτων υποδεικνύει ότι η εφαρμογή των Μνημονίων μετασχηματίζει την κοινωνία. Βίαια και ριζικά. Το Μνημόνιο, όπως τουλάχιστον εφαρμόστηκε, με οριζόντιες και τυφλές περικοπές, ανέδειξε νέα ταξικά χάσματα, χώρισε αδρά την κοινωνία σε έχοντες και μη έχοντες, άμβλυνε επικίνδυνα τους δεσμούς συνοχής, φτιάχνει ήδη μια χαμένη γενιά. Αυτή η αντίθεση είναι υλικότατη, δεν είναι ρητορική ή ιδεολογική.
Στο πολιτικό πεδίο επίσης αναδείχθηκε μια σφοδρή κρίση ηγεμονίας, εκφραζόμενη τυπικά με τη συρρίκνωση της συντηρητικής παράταξης και τη συντριβή της κεντροαριστεράς. Οι δεσπόζοντες σχηματισμοί της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας αμφισβητούνται σφοδρά από την παραδοσιακή τους πελατεία. Γνωρίζουμε δε, κατά αναλογία, ότι μετά παρόμοια μνημόνια σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Τουρκία, τα παλαιά ηγεμονικά κόμματα σαρώθηκαν.
Η αντίθεση εκτείνεται και στο πεδίο των ιδεών και της ιντελιγκέντσιας. Πολύ αδρά, οι διανοούμενοι αιφνιδιάστηκαν· η κρίση τους βρήκε βολεμένους και οκνηρούς, σαν φοβισμένους αμήχανους μικροαστούς γύρω από το τζάκι με τα φρόνιμα στερεότυπα.
Το μανιφέστο των 58 επισημαίνει ορθώς, άρα, την ανάγκη συμφιλίωσης και υπέρβασης του τραύματος, χωρίς όμως να υπολογίζει επαρκώς το βάθος των ουλών και τις νέες κοινωνικοπολιτικές σημασίες τους. Ισως γι’ αυτό το λόγο, υποβαθμίζει έως εξαφάνισης ως συνομιλητή τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αριστεράς που εκτινάχθηκε εξαιτίας ακριβώς της αντίθεσης, την οποία εξέφρασε. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι αρκετοί εκ των 58 έχουν περάσει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον πρόδρομό του Συνασπισμό, τον ίδιο που χαρακτηρίζουν τώρα ως νεοκομμουνιστικό και εθνολαϊκιστικό, έναν μάλλον μειωτικό και σίγουρα χρωματισμένο ιδεολογικά χαρακτηρισμό, τέτοιο που δεν επιφυλάσσουν για τη δεξιά παράταξη. Τουναντίον, αναγνωρίζουν ασμένως ως προνομιακό συνομιλητή το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ.
Το κείμενο των 58 είναι εύστοχο κατά την ανίχνευση της διάχυτης αγωνίας και της ανάγκης για υπέρβαση και σύνθεση. Είναι απλουστευτικό ή και εμμονικό κατά την ανίχνευση των υπαρκτών και αναδυόμενων κοινωνικών-πολιτικών δυνάμεων, που θα αναλάβουν το τιτάνιο έργο της εθνικής ανασυγκρότησης. Ακόμη κι αν παραμερίζει ιδρυτικά τη σταλινική αριστερά του 4,5%, μπορεί η κεντροαριστερά των σπαργάνων να αποκλείει τη λαϊκή αριστερά του 27%;
Κάποιος εκ του προχείρου αναλύει τους γονείς των νεαρών αναρχικών ληστών. Οχλος, απόγνωση, σύγχυση, κατάκριση των πάντων, και μια δριμεία ανησυχία όλα τα τυλίγει και περουνιάζει κόκκαλα.
Από την περασμένη Κυριακή η ανησυχία γυρνούσε εναλλάξ σε θλίψη και δύσπνοια, διαρκώς: σκεφτόμουν τα παιδιά και τους γονείς σε αυτόν τον χαλασμό της μεσαίας τάξης, ένιωθα δυσοίωνο το εγγύς μέλλον, έβλεπα κλειστές πύλες μπρος στον κάθε εικοσάχρονο, κι ένιωθα επίσης το μίσος και το χάσμα, τον γκρεμό: «Οτι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. Τί στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. Ζ13)
Ακαριαία ανέτρεξα σ’ ένα γραφτό πριν δύο χρόνια ακριβώς, (και αυτό) που μου το θύμισε κι ένας φίλος. Εγραφα με μια τεράστια απορία: Για τον θυμό των νέων και για τη διακοπή στην επαφή με τους γονείς, με αφορμή όσα αφηγούντο οι γονείς των συλληφθέντων μελών της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς. Αυτό:
«[…] Σε αυτούς τους γονείς και σε αυτά τα παιδιά αναγνώριζα κάτι από τις οικογένειες των φίλων μου, και από τη δική μου οικογένεια, οικογένειες, ας πούμε, κανονικές, συνηθισμένες, μικρομεσαίες οικονομικά, με δύο γονείς που δουλεύουν και λείπουν αρκετά απ’ το σπίτι, με παιδιά που παρακολουθούν βαριεστημένα το σχολείο, που ακούνε ροκ και χιπ-χοπ, παίζουν γκέιμς, σουλατσάρουν σε ίντερνετ καφέ, τυραννιούνται με φροντιστήρια, δίνουν πανελλήνιες, φλερτάρουν, κοιμούνται μέχρι αργά, ξενυχτάνε, ψιλοκαυγαδίζουν με τους γονείς τους, τρώνε μαζί τις Κυριακές, επισκέπτονται τους παππούδες και τους νονούς δις τους έτους κ.ο.κ.
»Και ξάφνου, διαβάζω, η σχέση διακόπτεται, απότομα. Το παιδί αναχωρεί απ’ την εστία, μετακομίζει σε δικό του σπίτι, η επαφή αραιώνει ή χάνεται για μήνες, τα τηλεφωνήματα αραιώνουν, γίνονται με “απόκρυψη”. Αυτή η διακοπή με πάγωσε πιο πολύ απ΄όλα. Γιατί; Πώς; Τι θέλει να πει αυτή η διακοπή, η απόκρυψη, η απόσταση, η ρήξη;
»Μπαίνω στη θέση του ‘διακοπέντος’ γονιού: Τι έκανα στραβά; Τι κάνω λάθος; Μπορεί όλα να είναι λάθος, μπορεί και τίποτε. Είναι θυμός, είναι πλήξη, είναι αίσθηση αποκλεισμού; Τι θυμώνει τον νέο τόσο, που διακόπτει τη σχέση με το σπίτι του και ενώνει το θυμό και το χνώτο του με συνομηλίκους όμοια θυμωμένους; Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι μόνος του, ενάντιο ίσως στον ‘σάπιο’ κόσμο των μεγαλύτερων, των εξουσιών, των συστημάτων που τον ντρεσάρουν και τον αποκλείουν; Ενδεχομένως. Είναι η βία ενδημική πια στους νεότερους, κατοπτρική ενός βίου αποθηριωμένου, βίου ευκαιριών ανταγωνισμού, βίου δυνητικής χλιδής και διαρκούς φενάκης, βίου με είδωλα πλουτισμού και καμία ηθική ευθύνη, βίου ατομοκεντρικού και άπιστου, χωρίς σταθερές, χωρίς αξιακές αναφορές; Κι αυτά ισχύουν.
»Κάτι λείπει όμως για να το καταλάβω ολόκληρο. Πιάνω κομματάκια μόνο, κομματάκια ενός θρυμματισμένου κόσμου, που παράγει απέραντο θυμό, βία, αυτοκαταστροφή, διακοπή σχέσεων και αποκλεισμό. Αυτοτροφοδοτούμενες παρέες οργισμένων νέων, αγέλες υπαρξιακά θυμωμένων, που επιστρέφουν στην κοινωνία τον δηλητηριώδη θυμό που τους έχει προξενήσει. Αμετουσίωτη οργή, χωρίς μετασχηματισμό της, χωρίς διέξοδο για ανακούφιση, για αυτοσυγχώρεση και συγχώρεση του άλλου, χωρίς συμπόνια και έλεος, σαν ένα αρχέγονο τραύμα που διαρκώς πονάει. Αυτό το τραύμα, βουβό και χαίνον, βρίσκεται στο σώμα της κοινωνίας, ακατανόητο και ου φωνητό, αυτό δεν θέλουμε όχι να το ψαύσουμε αλλά ούτε καν να ακούσουμε ότι ίσως υπάρχει. Κι ας πονάει.
»Μακάρι να μας γελάει το ένστικτο, μακάρι να πέφτουμε έξω, μακάρι οι φόβοι να είναι παράλογοι, αλλά αυτά τα σημάδια του θυμού, της ρήξης του κανονικού, της “διακοπής” και της “απόκρυψης”, της υπαρξιακής οργής της αγέλης, είναι σημάδια για πέτρινα, για μολυβένια χρόνια. Μακάρι να πέφτουμε έξω.»
Εξακολουθώ να απορώ· και να εύχομαι, με μεγαλύτερη ένταση, με πυρετό: Μακάρι να πέφτω έξω.
[«Βρισκόμαστε στο χώρο της σιωπής. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ’ αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπόν να μη μιλήσεις. Και τι θα πεις εσύ ο νεκρός, με τόσα χώματα στη γλώσσα;» – Τάκης Σινόπουλος, Ο Χάρτης]