You are currently browsing the tag archive for the ‘Τουρκία’ tag.
Η παρουσία τουρκικών πλοίων στα «οικόπεδα» υδρογονανθράκων της κυπριακής ΑΟΖ, στα νοτιοανατολικά της νήσου, συνιστά έργω αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Φυσικά κατά παράβασιν κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου· αλλά η Τουρκία δεν επικαλείται το δίκαιο, επικαλείται την ισχύ και τα συμφέροντά της. Συνεπής σε αυτή την πάγια στρατηγική, ο τωρινός πρωθυπουργός Αχμετ Νταβούτογλου επικαλείται άλλοτε τις συμφωνίες της Ζυρίχης, από τις οποίες ιδρύθηκε η ενιαία και κυρίαρχη Δημοκρατία της Κύπρου, και άλλοτε την ύπαρξη δύο κρατών, εννοώντας το ψευδοκράτος του Κατεχόμενου Βορρά, το οποίο ανακηρύχθηκε το 1983 παραβιάζοντας τις συμφωνίες της Ζυρίχης και τις αρχές του ΟΗΕ. Σκοπός της Τουρκίας προφανώς είναι η στρατιωτική παρουσία και η επικυριαρχία της στα κατεχόμενα και κατ’ επέκτασιν στη στρατηγική περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.
H υπερθέρμανση στην Κύπρο, λίγο μετά το αδιέξοδο των συνομιλιών για εξεύρεση λύσης, συμβαίνει σε μια εξόχως θερμή συγκυρία για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία έχει καλλιεργήσει μεγάλες προσδοκίες και φιλοδοξίες για ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμο, και έχει ανοίξει το στρατηγικό της παίγνιο σε πολλά πεδία ταυτοχρόνως: στην αποτροπή της εθνικής και κρατικής ολοκλήρωσης των Κούρδων, στην ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ, στην ηγεμονική επιβολή επί του Ισραήλ, αλλά και επί της ομόδοξης Αιγύπτου, στον υπόγειο ανταγωνισμό με το σιιτικό Ιράν. Τέλος, επιδιώκει ως περιφερειακή δύναμη μια ιδιότυπη σχέση με τις μεγάλες δυνάμεις, ιδίως με τις ΗΠΑ, αλλά και με την Ευρώπη και τη Ρωσία.
Η Τουρκία είναι «ανοιχτή» σε πολλά πεδία, προσδοκώντας κέρδη από όλα. Αυτό μπορεί όμως να αποβεί και αχίλλειος πτέρνα του νεο-οθωμανικού δόγματος. Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίση, βαθιά κρίση. Η οικονομική της εξουθένωση όμως δεν πρέπει να την οδηγήσει σε γεωπολιτική υποβάθμιση, διότι η οικονομία ανακάμπτει ανά ιστορικούς κύκλους, η κυριαρχία και ο χώρος δεν ανακτώνται αναλόγως.
Ως εκ τούτου επείγει η Αθήνα να συμπαρασταθεί στη Λευκωσία, κατά την υπεράσπιση του ζωτικού της χώρου, στον οποίο ασφαλώς συμπεριλαμβάνεται η ΑΟΖ και οι υποκείμενοι υδρογονάνθρακες. Αλλωστε αν τα ενεργειακά κοιτάσματα αποδειχθούν για την Κύπρο γεωπολιτική ευλογία ή κατάρα, αυτό θα σηματοδοτήσει εν πολλοίς και το μέλλον των ελλαδικών κοιτασμάτων. Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι οι πολυμερείς συμφωνίες Κύπρου και Ελλάδος με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο έχουν μεγάλη αξία, τέτοια που πυροδότησε την τουρκική προκλητικότητα. Εχει σημασία επίσης να δούμε τις διεθνείς αντιδράσεις: Η Βρετανία, πρώτη, απέτρεψε μια άμεση παρέμβαση της Ε.Ε., ακολουθούμενη από τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Ας μη λησμονούμε άλλωστε ότι βάσει του Σχεδίου Ανάν, η Βρετανία δια των βάσεών της, θα εδικαιούτο ΑΟΖ νοτίως της νήσου. Σε πρώτο χρόνο άρα, η Κύπρος μένει ακάλυπτη από την ευρωπαϊκή της οικογένεια, προς το παρόν τουλάχιστον. Αντιθέτως, κινούνται προς υποστήριξή της, και των δικών τους ζωτικών συμφερόντων ασφαλώς, το Ισραήλ και η Ρωσία.
Εχει σημασία να χρησιμοποιηθούν όλα τα διπλωματικά και νομικά όπλα, από την Κύπρο και την Ελλάδα, για να καταγγείλουν και να ανασχέσουν την επιθετικότητα της Τουρκίας. Ωστόσο θα πρέπει να υπολογίζουμε ότι μεγαλύτερη σημασία έχουν οι συνδυασμένες κινήσεις που, πρωτίστως και κυρίως, θα αποτρέπουν τη δημιουργία τετελεσμένων, και σε δεύτερο χρόνο θα δημιουργούν τις προϋποθέσεις, μέσω συμμαχιών και ισορροπιών, για ευνοϊκότερη τοποθέτηση του ελληνισμού στο ρευστό και κινδυνώδες μωσαϊκό της ΝΑ Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αυτή η διπλωματική και ιστορική συνέχεια πρέπει να είναι πρώτο μέλημα τόσο της παρούσας όσο και κάθε μέλλουσας κυβέρνησης.
Η κρίση που έχει πλήξει την Ελλάδα έχει στρέψει αναγκαστικά την πολιτική δραστηριότητα προς την Ευρώπη. Η προσοχή, η σκέψη, οι σχέσεις, ακόμη και οι βαρηγκόμιες εκεί κατευθύνονται. Εντούτοις η γεωγραφική θέση της Ελλάδος και το ιστορικό υπόστρωμα την τοποθετούν στο νοτιοανατολικό άκρο της ηπείρου, σε επαφή και γειτονία με τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή. Ο,τι συμβαίνει εκεί, μάς αφορά.
Ισως μάλιστα οι αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με τους μη Ευρωπαίους γείτονες αποτελούν ένα συγκριτικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα της χώρας στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία η Ελλάδα παρότι δοιμάζεται από την κρίση, είναι στρατηγικά σταθερή σε μια περιοχή υπό μετασχηματισμό.
Η συνεχιζόμενη και κλιμακούμενη αναταραχή στη Μέση Ανατολή επηρεάζει πολλαπλώς την Ελλάδα, και πολύ αμεσότερα την Κύπρο. Η πάντα επίμων και συχνά απειλητική γείτων Τουρκία παίζει ένα ριψοκίνδυνο διπλωματικό και γεωπολιτικό παιχνίδι στα νότια σύνορά της: επιδιώκει να εξουδετερώσει ταυτοχρόνως τους Κούρδους και το καθεστώς Ασαντ, χρησιμοποιώντας την τζιχαντιστική επέλαση αλλά και ζητώντας στρατηγικά ανταλλάγματα εφόσον αναχαιτίσει τους τζιχαντιστές. Ενα από τα ανταλλάγματα πιθανότατα θα είναι η αυξημένη επιρροή της στην Κύπρο. Η ρήξη των κυπριακών συνομιλιών δεν σημαίνει διόλου ότι η Τουρκία υποχωρεί, το αντίθετο.
Την ίδια ώρα στα Βαλκάνια ο εθνικισμός αναζωπυρώνεται. Η ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας ερεθίζει τη Σερβία, αποσταθεροποιεί την ΠΓΔΜ, επηρεάζει δυνητικά και την Ελλάδα. Επιπλέον, στις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων γίνεται όλο και δημοφιλέστερος ο μαχητικός σουνιτισμός, στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας άτυπης θρησκευτικής ενδοχώρας στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης.
Η Ελλάδα ιστορικά είχε την ευμενή αποδοχή ή τη φιλία πολλών γειτονικών χωρών. Το ίδιο η Κύπρος. Μεταξύ άλλων, Ιράν, Αίγυπτος, Συρία, Λίβανος Ισραήλ, με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους, ήταν και είναι δυνητικοί εταίροι. Ας αναζητηθούν και πάλι.
Oι συνεχιζόμενες μάχες στο Κομπάνι, μεταξύ των Κούρδων υπερασπιστών του και των υπέρτερων δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους, παρακολουθούνται με κομμένη την ανάσα όχι μόνο από τους απανταχού Κούρδους αλλά και από τις μακρινές χώρες της Δύσης: είναι τόσο μεγάλη η γεωπολιτική σημασία των συρράξεων και της ρευστοποίησης της ώς τώρα γνωστής γεωγραφίας.
Ο,τι ξεκίνησε ως ανοχή και επικούρηση στο τζιχαντικό αντάρτικο για ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ, έχει εξελιχθεί στον εφιάλτη του χαλιφάτου. Είναι γνωστή πλέον η πολύμορφη υποστήριξη προς τους τζιχαντιστές του συριακού μετώπου, από τα κεφάλαια της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, από την παροχή οδών πρόσβασης και ανεφοδιασμού εκ μέρους της Τουρκίας, από την ανοχή ή και τις πληροφορίες που πρόσφεραν δυτικές δυνάμεις ― ο καθείς για το δικό του, ξεχωριστό όφελος. Μόνο την υστάτη στιγμή, με συνεννόηση των ηγετών ΗΠΑ και Ρωσίας, απευφεύχθη η στρατιωτική επέμβαση εναντίον της Συρίας, με αφορμή τα χημικά όπλα του καθεστώτος.
Εντούτοις ακόμη και εκείνη η σύγκλιση, που την ακολούθησε η ιστορική προεσέγγιση Ουάσιγκτον-Τεχεράνης, φαίνεται ότι ήλθε αργά. Οι τζιχαντιστές του συριακού μετώπου χειραφετήθηκαν και αυτονομήθηκαν, όπως είχαν πράξει προ δεκαετιών οι μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν: αφού ενισχύθηκαν, σχεδόν συγκροτήθηκαν, από τις ΗΠΑ για να πολεμήσουν την ΕΣΣΔ, αυτοί αυτονομήθηκαν και ίδρυσαν το ισλαμικό κράτος των ταλιμπάν. Αυτό ακριβώς το κράτος το οποίο οι ΗΠΑ ανακήρυξαν μέρος του άξονα του Κακού και έστειλαν στρατεύματά τους να πολεμήσουν τους πρώην προστατευόμενους.
Πρόκειται για το φαινόμενο της ετερογονίας των σκοπών, κατά την φιλοσοφία, ή για το φαινόμενο της υποστροφής, το blowback, κατά την ορολογία των υπηρεσιών πληροφοριών, για το οποίο προειδοποιούσε ο περίφημος Ελληνοαμερικανός πράκτορας της CIA, Γκαστ Αβράκωτος, στο τέλος του βιβλίου «Charlie Wilson’s War: The Extraordinary Story of the Largest Covert Operation in History», στο οποίο περιγράφεται αναλυτικά η επιχείρηση διείσδυσης στους μουτζαχεντίν.
Τώρα, αντιστοίχως, χρηματοδότες, σχεδιαστές και χρήστες των τζιχαντιστών προσπαθούν να ελέγξουν αυτή την παράφρονα μεταβλητή που οι ίδιοι απελευθέρωσαν. Μια υπόθεση όχι ιδιαίτερα εύκολη, στο μέτρο προ πάντων που οι Αμερικανοί και άλλοι Δυτικοί δεν επιθυμούν να εμπλακούν με χερσαίες δυνάμεις, όπως τα περασμένα χρόνια στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ, η μόνη δύναμη που απέμεινε να αντιμετωπίσει τους εμπειροπόλεμους μαχητές του ISIS είναι οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας, πλην όμως είναι ολιγάριθμοι και ανεπαρκώς εξοπλισμένοι. Το σημαντικότερο: κομβικό ρόλο στην καταστολή του ISIS καλείται να παίξει η Τουρκία, η οποία έως και τώρα εξακολουθεί να το διευκολύνει, αποβλέποντας στην εξόντωση των Κούρδων και στην αποτροπή ίδρυσης κουρδικού κράτους στα νότια σύνορά της, αφενός, και στην οριστική συντριβή της Συρίας, αφετέρου.
Η Τουρκία γνωρίζει ιστορικά πώς να επωφελείται από μια επαμφοτερίζουσα ουδετερότητα, και επιπλέον θεωρεί ότι μπορεί να ζητήσει και να λάβει ανταλλάγματα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αυτό πράττει και τώρα, ωθώντας την υπομονή των Δυτικών στα όριά της. Η προκλητική παραβίαση της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι άσχετη με όσα διαδραματίζονται στο μεγάλο θέατρο του πολέμου στη μεθόριο Ιράκ, Συρίας, Τουρκίας. Υπό αυτή την έννοια, η Τουρκία του Ερντογάν ρισκάρει να υποστεί κι αυτή το φαινόμενο της υποστροφής-blowback. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί στενά κάθε εξέλιξη και να είναι προετοιμασμένη για όλα.
Mετά την προεδρική εκλογή και την ανάδειξη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο ανώτατο αξίωμα, έχει γραφεί ότι ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια εδραιώνεται ακόμη περισσότερο, φέρνοντας πια την πολιτειακή δομή στα μέτρα των προσωπικών φιλοδοξιών του. Η απευθείας εκλογή στο προεδρικό αξίωμα έδωσε πρωτοφανή πολιτική ισχύ και κύρος στον Ερντογάν, τέτοια που του επιτρέπουν να συνεχίσει ακάθεκτος την ιδιότυπη μεταμόρφωση του τουρκικού κράτους, με ένα μείγμα αποκεμαλοποίησης και εξισλαμισμού.
Η επιλογή του, «υποτακτικού» και πάντως μη διαθέτοντος αυτόνομη πολιτική υπόσταση, Αχμέτ Νταβούτογλου για τη θέση του πρωθυπουργού είναι ενδεικτική των μακροπρόθεσμων σχεδίων του Ερντογάν. Ο μοναδικός ηγέτης μακροπρόθεσμα θα είναι ο Πρόεδρος, κατά το αμερικανικό μοντέλο, ακόμη κι αν χρειαστεί αλλαγή του ισχύοντος Συντάγματος.
Οπως σημειώνουν γνώστες της τουρκικής πολιτικής σκηνής, ο Ερντογάν μεταφέρει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του σε ένα πεδίο αντιπαράθεσης που είναι ισλαμικό. Ωθεί τον πρώην πανίσχυρο σύμμαχό του και νυν αντίπαλο, τον Φετουλάχ Γκιουλέν, σε θέση αντιπολιτευόμενου, αποκόπτοντάς τον συστηματικά από την κρατική εξουσία· ως εκ τούτου, στερεί από τον ισλαμιστή πνευματικό ηγέτη Γκιουλέν ζωτικό χώρο για να επεκτείνει την επιρροή του. Ο λαϊκός ισλαμισμός, στενά συνυφασμένος με τις πελατειακές-φεουδαρχικές δομές της τουρικής πολιτικής, θα είναι εφεξής προνομιακός χώρος του Ερντογάν. Ακόμη και οι κοσμικοί κεμαλιστές φλερτάρουν πλέον με τη λαϊκή εκδοχή ισλαμισμού, όπως την έχει επιβάλει ο Πρόεδρος.
Η πολιτική ολοκλήρωση του ερντογανισμού δεν μπορεί βέβαια να προχωρήσει ερήμην των εξελίξεων στο εξωτερικό της χώρας. Και η Τουρκία βρίσκεται στην θερμότερη περιοχή του πλανήτη, εκεί όπου το Ισλάμ δεν έχει τα χαρακτηριστικά του νεοοθωμανικού ερντογανισμού, αλλά υπό τη μορφή του ISIS συνιστά την παράφρονα μεταβλητή για το παγκόσμιο σύστημα. H Toυρκία αρχικά υποστήριξε πολλαπλώς τις δυνάμεις των τζιχαντιστών ατάκτων που επετίθεντο στο καθεστώς Ασαντ της Συρίας. Τώρα όμως που οι άτακτοι μεταλλάχθηκαν σε δύναμη που ελέγχει εδάφη, πετρελαιοπηγές, διυλιστήρια και σουνιτικούς πληθυσμούς στο Ιράκ, και πολεμά οτιδήποτε βρίσκει στον δρόμο του, η Τουρκία υποχρεώνεται να αλλάξει στάση. Το κυριότερο, βλέπει να ιδρύεται ένα κράτος Κούρδων στο βόρειο Ιράκ, με την υποστήριξη σύσσωμης της Δύσης, για να αναχαιτίσει τους τζιχαντιστές, το οποίο φαίνεται ότι θα παίξει καταλυτικό ρόλο για τες απελευθερωτικές και αυτονομιστικές επιδιώξεις των Κούρδων σε όλη την περιοχή: Συρία, Ιράν και φυσικά Τουρκία, όπου βρίσκεται πολυπληθές και ισχυρό κουρδικό στοιχείο.
Η ρευστότητα στα νοτιοανατολικά σύνορά της πιθανότατα θα επηρεάσει τη στάση της Τουρκίας και σε άλλα μέτωπα, διμερή και γειτονίας. Οπως ακριβώς μοχλεύεται από τους Κούρδους, πιθανόν να επιχειρήσει να μοχλεύσει αυτονομιστικές τάσεις σε περιοχές των Βαλκανίων με μουσουλμανικές ή τουρκόφωνες μειονότητες. Για αντίβαρο στις έσωθεν και έξωθεν πιέσεις ανατολικά, αλλά και σαν μια εναλλακτική οδό τροφοδότησης του νεοοθωμανικού οράματος του Ερντογάν, προτού ξεφτίσει.
Οι πρώτες ενδείξεις της εκ ρευστότητας αδιαλλαξίας φανερώνονται στην Κύπρο. Η προκλητική τουρκική παρέμβαση στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αφορμή τις εν προόδω γεωτρήσεις για φυσικό άεριο, εντάσσεται σε αυτό το αναμενόμενο πλαίσιο αντιδράσεων. Η Τουρκία του Ερντογάν αναδιπλώνεται τσαλακωμένη στη Μέση Ανατολή, όπου δεν πέτυχε διπλωματικά ή γεωπολιτικά κέρδη, πλην των οικονομικών κερδών που προσπορίζεται η ολιγαρχία της, και στρέφεται επιθετικά προς δυσμάς: τώρα στη Μεσόγειο, κατόπιν ίσως στα Βαλκάνια. Η Τουρκία φαίνεται έτοιμη για θερμά παίγνια.
Aπό τα χρόνια της χούντας, όταν ο δικτάτωρ Ιωαννίδης ετοίμαζε το πραξικόπημα κατά του Προέδρου Μακαρίου, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχε να εκδώσει ρηματική διακοίνωση προς το υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ιούλιο του 2014, ο νυν ΥΠ.ΕΞ. Β. Βενιζέλος το κατάφερε: με ρηματική διακοίνωση επεχείρησε να βάλει στη θέση της μια ευρωβουλευτή! Την Ελένη Θεοχάρους.
Η Κυπρία πολιτικός προκάλεσε την οργή του Ελληνα υπουργού, όταν προ ημερών στο Ευρωκοινοβούλιο απηύθυνε μια αιχμηρή ερώτηση στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, υπό την ιδιότητα του απερχομένου προεδρεύοντος της Ε.Ε. Η κ. Θεοχάρους είπε ότι κατά τη διάρκεια του τελευταίου Συμβουλίου Σύνδεσης Τουρκίας-Ε.Ε., η Τουρκία κατάθεσε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται η Κυπριακή Δημοκρατία, κράτος-μέλος της Ε.Ε., ως εκλιπούσα, δηλαδή νεκρή. Ρώτησε λοιπόν τον κ. Σαμαρά πώς απάντησε η Ε.Ε. και η ελληνική προεδρία και ειδικά ο παραλαβών το έγγραφο Ελληνας ΥΠΕΞ κ. Βενιζέλος. Η κ. Θεοχάρους ανέφερε ακόμη ότι η Τουρκία για να χορηγήσει άδεια εισόδου σε κατόχους κυπριακών διαβατηρίων, δηλαδή σε Ευρωπαίους πολίτες, απαιτεί από αυτούς έγγραφη παραδοχή του όρου «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση Νότιας Κύπρου», αντί του ορθού και διεθνώς παραδεκτού «Κυπριακή Δημοκρατία».
Ο πρωθυπουργός δεν απάντησε. Η Κυπρία ευρωβουλευτής συμπλήρωσε διπλωματικά: «Κατανοώ ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός, τον οποίο εκτιμώ βαθύτατα, βρέθηκε σε δύσκολη θέση λόγω της στάσης του κ. Βενιζέλου, όμως, σε πολύ πιο δύσκολη θέση βρίσκεται η Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία πεισματικά η Τουρκία επιδιώκει να διαλύσει και είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπιστούμε».
Η παρέμβαση της κ. Θεοχάρους έγινε στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου, στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο όπου ο ευρωβουλευτής Μανώλης Γλέζος ρώτησε τον αναλαμβάνοντα προεδρεύοντα της Ε.Ε., Ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι, τι σκοπεύει να κάνει για την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο.
Η αντίδραση του κ. Βενιζέλου προξενεί εντύπωση, ως άτοπη και αδικαιολογήτως σφοδρή. Είναι δυνατόν η ερώτηση ενός ευρωβουλευτή, στο πλαίσιο του Ευρωκοινοβουλίου, να προκαλεί την επίσημη διαμαρτυρία ολόκληρης κυβέρνησης; Ο κ. Βενιζέλος ουσιαστικά κάλεσε τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας να συνετίσει την ευρωβουλευτή, σε πεδίο πέραν της αρμοδιότητάς του. Με την ίδια λογική, οι Ευρωπαίοι υπουργοί Εξωτερικών θα έπρεπε να απευθύνουν ρηματικές διακοινώσεις οσάκις οποιοσδήποτε βουλευτής ή ευρωβουλευτής άλλης χώρας έκανε ενοχλητικές ερωτήσεις στο κοινοβούλιό του.
Το επεισόδιο είναι πολύ σοβαρότερο. Πρώτον, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής καμία απάντηση του κ. Βενιζέλου επί του επίμαχου ερωτήματος. Η Τουρκία ζητά τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, κυρίαρχου κράτους-μέλους της Ε.Ε. και του ΟΗΕ· τι απαντά επ’ αυτού η Ελλάδα; Μάλιστα, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία βρίσκεται εν εξελίξει το λεγόμενο και «σχέδιο Νούλαντ» στο Κυπριακό, το οποίο θέτει υπογείως ζητήματα κυριαρχίας και ιθαγένειας στο υπό συζήτηση συνομοσπονδιακό μόρφωμα. Δεύτερον, η σφοδρή και τουλάχιστον άκομψη αντίδραση του κ. Βενιζέλου εντός του ελληνοκυπριακού άξονος, προκαλεί ανησυχία για τους μέλλοντες διπλωματικούς χειρισμούς του Κυπριακού· πολύ περισότερο όταν αναλόγως άστοχη ορμή έχει επιδειχθεί προσφάτως από τον κλυδωνιζόμενο κομματικά κ. Βενιζέλο τόσο κατά την κρίση της Συρίας όσο και κατά την κρίση της Ουκρανίας. Σε συγκυρία ρευστότητας συνόρων και αποσχιστικών τάσεων, στη Μέση Ανατολή και στη Μαύρη Θάλασσα, με την Τουρκία αναμένουσα το μεγάλο κουρδικό κράτος, ο Ελληνας επικεφαλής της διπλωματίας θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεκτικός και σίγουρα να μη μετατρέπει τα εσωτερικά του προβλήματα σε εξωτερική πολιτική.
Η φραγή που επέβαλε ο Ταγίπ Ερντογάν στο Twitter σημαίνει πολλά περισσότερα από όσα διακρίνονται σε μια πρώτη ανάγνωση. Κατά την άμεση πολιτική ανάγνωση, εμφανίζεται προφανώς ο, μέχρι πρότινος πανίσχυρος, Τούρκος πρωθυπουργός να αντιδρά αυταρχικά, απειλούμενος και εν κινδύνω. Η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του, βεβαίως, δεν προέρχεται από τους σχολιαστές του Twitter, καίτοι είναι πολυάριθμοι – σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, οι Τούρκοι χρήστες ξεπερνούν τα 10 εκατομμύρια. Η αμφισβήτηση του Ερντογάν προήλθε από ισχυρά κέντρα επιρροής εντός της Τουρκίας, κυρίως από τον κύκλο του πρώην συμμάχου του, νεοϊσλαμιστή ηγέτη Φατίχ Γκιουλέν, και κορυφώθηκε στις συγκρούσεις της πλατείας Ταξίμ.
Τα γεγονότα της Ταξίμ σηματοδότησαν το αδιέξοδο του νεοοθωμανικού σχεδίου του Ερντογάν· έδειξαν τη «φούσκα» του τουρκικού αναπτυξιακού θαύματος και πυροδότησαν τη φυγή κεφαλαίων. Κυρίως έδειξαν ότι το πολιτικό-πολιτιστικό σχέδιο ενός κοσμικού, πλην αυταρχικού, Ισλάμ προσκρούει στο πολιτικό-πολιτιστικό προφίλ της ταχέως αναπτυσσόμενης μεσαίας τάξης και της μορφωμένης νεολαίας των αστικών κέντρων. Ο εκσυγχρονισμός των επικοινωνιών και των πανεπιστημίων προσέκρουσε στον πατερναλιστικό νεοοθωμανισμό, με τα έντονα στοιχεία οικογενειοκρατίας και διαπλοκής.
Δεν είναι η πρώτη φορά που στην Τουρκία μπλοκάρεται ένα διεθνές δίκτυο. Το 2007, δικαστήριο είχε απαγορεύσει τη δημοφιλή πλατφόρμα μπλόγκινγκ WordPress κατόπιν προσφυγής του παραθρησκευτικού κήρυκα Adnan Oktar. Λίγο καιρό νωρίτερα, είχε μπλοκαριστεί το YouTube επειδή κάποιο βίντεο θεωρήθηκε ότι προσέβαλλε τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Η βάναυση φραγή του Twitter στην Τουρκία δείχνει ένα από τα παράδοξα της ψηφιακής παγκοσμιοποίησης: από τη μια, η πρωτόγνωρη δυνατότητα ανοιχτής παγκόσμιας επικοινωνίας· από την άλλη, ο διαρκής λυσσαλέος αγώνας κυβερνήσεων και κρατικών υπηρεσιών να ελέγξουν τη ροή των πληροφοριών στα δίκτυα ή να χειραγωγήσουν το περιεχόμενό τους. Οι κινεζικοί διαδικτυακοί περιορισμοί και οι αμερικανικές αποκαλύψεις του Σνόουντεν πρέπει να αναγνωσθούν συμπληρωματικά με τη βαναυσότητα του Ερντογάν.
Το 1974 το θυμόμαστε στην Ελλάδα σαν χρονιά πτώσης της δικτατορίας και επανόδου της δημοκρατίας. Απωθούμε το άλλο μείζον συμβάν του 1974, απότοκο της προδοτικής δράσης της δικτατορίας Ιωαννίδη: το πραξικόπημα κατά του Προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο και τη συνακόλουθη εισβολή τουρκικών στρατευμάτων. Το 1974 είναι η χρονιά μιας μείζονος εθνικής ήττας, η οποία άφησε την Κύπρο διαιρεμένη, με το βόρειο τμήμα υπό στρατιωτική κατοχή· ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος μέλος του ΟΗΕ, η Κυπριακή Δημοκρατία, είχε εν μέρει καταληφθεί από δυνάμεις ξένης χώρας.
Ακολούθησαν πολλές αποφάσεις και ψηφίσματα του ΟΗΕ και πολλές διπλωματικές δράσεις, για να επιτευχθεί η ειρηνική επανένωση και η συγκρότηση ενός κράτους που θα περιλάμβανε τις δύο κοινότητες, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή. Ολες απέβησαν άκαρπες. Τελευταία διεθνής πρωτοβουλία ήταν το Σχέδιο Ανάν, το 2004, το οποίο ετέθη σε δημοψήφισμα και καταψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία από τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ υπερψηφίστηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Δέκα χρόνια μετά την αποτυχία του, το Σχέδιο Ανάν επανέρχεται υπό άλλη ενδυμασία αλλά με την ίδια ουσία. Το κείμενο της κοινής διακήρυξης Αναστασιάδη-Ερογλου, βάσει του οποίου θα ξεκινήσουν συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού, έχει δημοσιευθεί, έχει σχολιασθεί, και έχει προκαλέσει ήδη τους πρώτους τριγμούς στο πολιτικό σύστημα της Λευκωσίας: το συγκυβερνών κόμμα ΔΗΚΟ αποχώρησε από την κυβέρνηση Αναστασιάδη ασκώντας δριμεία κριτική στο κείμενο της κοινής διακήρυξης.
Σε αδρές γραμμές η κοινή διακήρυξη αντλεί στοιχεία τόσο από το απορριφθέν Σχέδιο Ανάν, όσο και από τις διμερείς διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ που τερματίστηκαν πριν από τρία χρόνια. Τα αγκάθια παραμένουν: προβλέπεται η διάλυση της Κυπραικής Δημοκρατίας και η δημιουργία μιας ομοσπονδίας με δύο συνιστώσες κρατικές οντότητες, με δύο κυριαρχίες, με δύο ιθαγένειες, και σταθμισμένη ενίσχυση 4:1 της ψήφου των Τουρκοκυπρίων έναντι των Ελληνοκυπρίων στις ομοσπονδιακές εκλογές. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, σε περίπτωση αδιεξόδου λόγω διαφωνίας, προστρέχουν οι εγγυήτριες δυνάμεις ως διαιτητές, δηλαδή Τουρκία, Βρετανία, Ελλάδα ― πρόσφατα ακούστηκε ότι μπορεί να προστεθεί το ΝΑΤΟ.
Είναι πρόδηλο, σχεδόν βέβαιο, ότι ένα τέτοιο κρατικό μόρφωμα, που υιοθετεί καινοτομίες όπως η διπλή κυριαρχία και διπλή ιθαγένεια και που καταπατά τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, βρίσκεται εκτός ευρωπαϊκού δικαιικού κεκτημένου αλλά και εκτός των αρχών που διέπουν τον ΟΗΕ, και σίγουρα θα αποδειχθεί δυσλειτουργικό και εντέλει μη βιώσιμο. Εμπειροι διεθνολόγοι λένε ότι ανάλογες κατασκευές μπορούμε να συναντήσουμε μόνο σε νεοπαγή μορφώματα που προέκυψαν μετά από πολέμους, όπως στη Βοσνία και το Κόσσοβο, ή στην περίπτωση του Καμερούν· σε καμία περίπτωση όμως δεν σημειώθηκε αυτοδιάλυση κυρίαρχου κράτους, μέλους του ΟΗΕ.
Είναι δίκαιο ασφαλώς να προστατεύεται μία εθνική μειονότητα έναντι της πλειονότητας και να διασφαλίζεται η ισοτιμία των ομόσπονδων μερών, αλλά και παράλογο να καταργείται εντελώς η ισοτιμία των πολιτών και το δημοκρατικό δικαίωμα της πλειοψηφίας να κυβερνά. Επί της ουσίας, προωθείται μια εσωτερική διχοτόμηση, από την οποία οι Ελληνοκύπριοι μόνο απώλειες και ανασφάλεια μπορούν να περιμένουν.
Η ασφυκτική πίεση του διεθνούς παράγοντα, που επιθυμεί μια διευθέτηση στη ΝΑ Μεσόγειο, είναι δεδομένη. Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ εστιάζεται στην ανασυγκρότηση του τουρκοϊσραηλινού άξονα, με υπομόχλια τους υδρογονάνθρακες και την Κύπρο. Οι ενεργειακοί πόροι δεν αφήνουν αδιάφορη και τη Γερμανία, η οποία δια του bail in και του Mνημονίου έδειξε ότι μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τις τύχες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αλλωστε η ρητορική των υποστηρικτών της νέας λύσης εντός της νήσου χρωματίζεται από τον επείγοντα χαρακτήρα και από το πακετάρισμα του πολιτικού με το οικονομικό: αν δεν δοθεί η λύση τώρα, θα χαθούν οι υδρογονάνθρακες. Οι υποστηρικτές του σχεδίου υπολογίζουν ακόμη στην κόπωση και τον φόβο του κυπριακού λαού, μετά το επιθετικό bail in και την βαθιά κρίση που μαστίζει την εγχώρια οικονομία. Υπολογίζουν ότι με τους κατάλληλους χειρισμούς θα καμφθεί το 75,83% που καταψήφισε το σχέδιο Ανάν το 2004· άλλωστε από τουρκοκυπριακής πλευράς έχει δηλωθεί ότι τώρα δημοψήφισμα θα γίνει μόνο αφού διασφαλιστεί μέσω δημοσκοπήσεων ότι το αποτέλεσμα θα είναι θετικό.
Μια καλυμμένη διχοτόμηση της Κύπρου θα έχει ασφαλώς δυσμενέστατες επιπτώσεις και στο ελλαδικό κράτος, του οποίου η γεωπολιτική σημασία θα εξασθενήσει αποφασιστικά, κυρίως έναντι του νευρικού μεγάλου γείτονα. Πολύ περισσότερο, που και τα δύο κράτη σήμερα, η Ελληνική και η Κυπριακή Δημοκρατία, εξασθενημένα από την σφοδρή οικονομική κρίση, στερούνται διπλωματικού κεφαλαίου και συμμαχιών, ενώ το διεθνές περιβάλλον καθίσταται διαρκώς ασταθέστερο.
Αναμένονται βεβαίως πάντα οι αντιδράσεις των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτών. Στην Κύπρο το ΔΗΚΟ, υπό τον Νικόλα Παπαδόπουλο, διαφώνησε ανοιχτά με τις πρωτοβουλίες του Προέδρου Αναστασιάδη και αποχώρησε από την κυβέρνησή του. Το ΑΚΕΛ τηρεί επιφυλακτική στάση, καθώς οι οπαδοί του είναι αποδεδειγμένα εχθρικοί προς το σχέδιο Ανάν, ενώ η ηγεσία είναι βαριά τραυματισμένη από την αποτυχημένη διακυβέρνηση του Προέδρου Χριστόφια. Τα υπόλοιπα «αντι-ανανικά» κόμματα είναι σκόρπια.
Στην Ελλάδα επικρατεί επιφυλακτικότητα. Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε ταχθεί ανοιχτά εναντίον του Σχεδίου Ανάν, τώρα σιωπά· και είναι γνωστό ότι οι σχέσεις του με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη δεν είναι οι καλύτερες. Ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως κρατά πολύ προσεκτική στάση δια του προέδρου του, Αλέξη Τσίπρα· ο οποίος θυμάται τον υπερβάλλοντα φιλοανανικό ζήλο του προδρόμου Συνασπισμού το 2004, και ασφαλώς γνωρίζει ότι τα παρόντα διακυβεύματα είναι απείρως σοβαρότερα. Το ΚΚΕ και οι ΑΝ.ΕΛ. τάσσονται εναντίον της κοινής διακήρυξης. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι κάθε βεβιασμένη κίνηση και κάθε τετελεσμένο στο Κυπριακό μπορεί αίφνης να αποκτήσει εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία στο εσωτερικό μέτωπο, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η λεωφόρος Μακαρίου, ο πιο εμπορικός δρόμος της Λευκωσίας, μια μίνι Φίφθ Αβενιου του Νότου, ας πούμε, το βράδυ είναι σκοτεινή, κανένα φως δεν εκπέμπεται από τις άδειες βιτρίνες. Τη μέρα είναι θλιβερή. Σαν την αθηναϊκή οδό Σταδίου, καθρεφτίζει το πληγωμένο σώμα της κυπριακής οικονομίας. Πίσω από τα αλλεπάλληλα συγχαρητήρια της Ευρώπης για την πρόοδο του μνημονίου, βρίσκονται χιλιάδες κουρεμένοι πολίτες και επιχειρηματίες, που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους και να λειτουργήσουν τις επιχειρήσεις τους. Κι αυτό σε μια χώρα όπου το ιδιωτικό χρέος ήταν πολύ υψηλό, ήδη από τα χρόνια της ανοικοδόμησης μετά την εισβολή του ’74. Σήμερα το ιδιωτικό χρέος είναι περίπου στο 300% του ΑΕΠ ― πανευρωπαϊκό ρεκόρ.
Πίσω από τα κλειστά μαγαζιά με τις πινακίδες «Πωλείται αέρας», βρίσκεται και ένας άλλος ζοφερός δείκτης, η ανεργία. Η Κύπρος δεν είχε ανεργία· το 3-4% προ κρίσης κατέγραφε απλώς τους μετακινούμενους από δουλειά σε δουλειά. Σήμερα πλησιάζει το 18% ― ίσως είναι η ταχύτερη μεταβολή εντός της Ε.Ε.
Σε αυτό το περιβάλλον οικονομικής και κοινωνικής αβεβαιότητας προστίθεται η πολιτική-εθνική αβεβαιότητα. Στα λόμπι των ξενοδοχείων συναντάς πολύ λιγότερους επιχειρηματίες, Ανατολικοευρωπαϊους και Αραβες. Υποκαθίστανται από τεχνοκράτες διπλωματικών αποστολών και sherpas, ανιχνευτές διαθέσεων, διαπραγματευτές: μαζί με το bail in και το Μνημόνιο κατέφθασε η Λύσις του Κυπριακού. Εσπευσμένα, εξπρές, συνοπτικά, πιεστικά, πακεταρισμένη βεβιασμένα με τους υποθαλάσσιους υδρογονάνθρακες, την επαύριον του κουρέματος άρχισε η διαπραγμάτευση του Κυπριακού.
Δέκα χρόνια από το δημοψήφισμα απόρριψης του Σχεδίου Ανάν, νεκρού πλέον υποτίθεται, και τρία χρόνια μετά το ναυάγιο των διμερών διαπραγματεύσεων Χριστόφια-Ταλάτ, το νέο σχέδιο λύσης, όπως προδιαγράφεται με δημιουργικές ασάφειες στην Κοινή Διακήρυξη Αναστασιάδη-Ερογλου, επαναφέρει υπό δυσμενέστερους όρους το «νεκρό» Σχέδιο Ανάν, καταργώντας ουσιαστικά την Κυπριακή Δημοκρατία και προοωθώντας ένα αμφιβόλου βιωσιμότητας μόρφωμα δύο συνιστώντων κυρίαρχων κρατών, δύο ιθαγενειών, και μιας αδύναμης ομοσπονδίας υπό την σκέπην των εγγυητριών δυνάμεων, βασικά της Τουρκίας. Πρόκειται για ένα μη βιώσιμο και λειτουργικό κρατικό μόρφωμα, ρατσιστικό και διχοτομικό, χωρίς ανάλογο στη διεθνή δικαιική και πολιτειακή εμπειρία, που παραβιάζει κατάφωρα το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε μια χώρα-μέλος της Ε.Ε. Αναλογίες μπορούν να βρεθούν μόνο σε αποτυχημένα κράτη ή junk states, συγκαλυμμένα προτεκτοράτα.
Το γεωπολιτικό περιβάλλον έχει αλλάξει άρδην στην ΝΑ Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Είναι προφανές ότι ο απώτερος γεωπολιτικός στόχος είναι η στρατηγική επανασύνδεση Τουρκίας και Ισραήλ, μέσω του ενεργειακού δικτύου, και με σκαλοπάτι-μαξιλάρι την Κύπρο. Τον στόχο φαίνεται να επιδιώκουν ζωηρά οι ΗΠΑ, με την υποστηριστική ανοχή των Βρυξελλών. Σε αυτό το περίπλοκο ρευστό περιβάλλον, Κύπρος και Ελλάδα, λόγω επιτήρησης και οικονομικής δυσπραγίας, δεν διαθέτουν προς στιγμήν το απαραίτητο πολιτικό κεφάλαιο για να διαπραγματευτούν λυσιτελώς. Χρειάζεται χρόνος. Ενδεχόμενη εμπλοκή σε οριστικές λύσεις υπό δυσμενείς όρους, χωρίς δυνατότητες άμεσης απεμπλοκής, μπορεί να αποβεί μοιραία, με ιστορικές συνέπειες για την ακεραιότητα και τη γεωπολιτική σημασία των δύο ελληνικών κρατών. Και οι υδρογονάνθρακες, που προβάλλονται τώρα από τις κυβερνήσεις Αθηνών και Λευκωσίας, ως ελπίδες για μελλοντική ανάκαμψη, μπορεί να αποβούν γεωπολιτική κατάρα, όπως εύστοχα έχουν περιγράψει το ζήτημα οι Ισραηλινοί. Αλλά όπως δείχνει και η χθεσινή αποχώρηση του ΔΗΚΟ από την κυβέρνηση Αναστασιάδη, όλα είναι ανοιχτά, σε Κύπρο και Ελλάδα.
Οποιος έχει περπατήσει τα τελυταία χρόνια την πλατεία Ταξίμ και τη Μεγάλη Οδό του Πέρα, τη σημερινή Ιστικλάλ, έχει εντυπωσιαστεί από τη δημογραφική ρώμη της Τουρκίας, έτσι όπως εκφράζεται στο πιο πολυσύχναστο σημείο της Κωνσταντινούπολης. Παντού και διαρκώς νέοι άνθρωποι, με γοργό βήμα, από τα ξημερώματα έως αργά τη νύχτα. Το νεανικό σφρίγος και το μέγα πλήθος ήταν ό,τι απεκόμισα από την περσινή επίσκεψη. Ηταν η Τουρκία του Ερντογάν.
Στην προηγούμενη επίσκεψη, προ δεκαπενταετίας, η προσοχή μου είχε συγκεντρωθεί στα πανταχού παρόντα πορτρέτα του Κεμάλ Ατατούρκ, ιδίως το γιγάντιο που εδέσποζε στην Ταξίμ, και στην πανταχού παρούσα αστυνομία. Αργότερα έμαθα ότι η αστυνομία επί Ερντογάν τριπλασιάστηκε, αλλά στην Ταξίμ δεν την είδα.
Σε δεκαπέντε χρόνια είχαν αλλάξει πολλά. Η Τουρκία φαινόταν μια χώρα που βρήκε την αυτοπεποίθησή της, και οικοδομούσε μια νέα ταυτότητα, μετακεμαλική και μεταστρατοκρατική. Ποια είναι η νέα; Ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), πρεσβεύουν έναν λαϊκό ισλαμισμό, που δρα ως νέα συνεκτική αφήγηση για το τουρκικό έθνος, 90 χρόνια μετά την ευρεία εκκοσμίκευση και απο-οθωμανοποίηση που επέβαλε δυναμικά ο Κεμάλ. Ο Ερντογάν υποσχέθηκε δικαιοσύνη για τα μικρομεσαία και καθυστερημένα στρώματα, απέναντι στο διεφθαρμένο παλαιό κατεστημένο, με εργαλεία την ισλαμική ευσέβεια και την ηθική της μαντίλας, την κοινωνική-θρησκευτική αλληλεγγύη, την υπακοή στην οικογένεια και την παράδοση.
Παράλληλα, εκτυλίσσεται η οικονομική ανάπτυξη μετά την κρίση του 2001, με κυρίως ωφελημένες τις νέες επιχειρηματικές ελίτ που ανταγωνίζονται το στρατιωτικοοικονομικό κατεστημένο του κεμαλισμού. Κατά τη υπερδεκαετή διαδρομή του, ο Ερντογάν με ευρύτατη εκλογική υποστήριξη, έλεγξε την εξουσία σε όλα τα πεδία, από το στρατό έως τη δικαιοσύνη και τα μήντια, και εξασφάλισε προνομιακές θέσεις για φιλοϊσλαμιστές επιχειρηματίες στην εκτενή τουρκική αγορά και στις αγορές των υπερευξείνειων και αραβικών χωρών.
Η τόση επιτυχία του, ο τόσος ασφυκτικός έλεγχος σε όλη τη δημόσια σφαίρα, ο πληθωρισμός του νεοϊσλαμικού αφηγήματός του, είναι ίσως οι βαθύτερες αιτίες για την σφοδρή αμφισβήτηση που ξέσπασε στο πάρκο Γκεζί, και απλώθηκε στην Ταξίμ και σε πολλές πόλεις. Ο Ερντογάν πίστεψε ότι μπορεί να επιβάλλει το αφήγημά του σαν νέος σουλτάνος, να μεταμορφώσει την συλλογική ψυχή με διατάγματα: να επιταχύνει τον ρυθμό γεννήσεων, να απαγορέψει τα δημόσια φιλιά, να απαγορέψει το αλκοόλ… Η ηθικολογία εκτόπιζε την πολιτική. Και ο λαϊκός ισλαμισμός, μπολιασμένος κρίσιμα με νεοφιλελευθερισμό και αυταρχισμό, εκτόπιζε σταθερά κάθε άλλο χαρακτηριστικό δημοκρατίας δυτικού τύπου. Η Τουρκία πατούσε με το ένα πόδι στη Δύση και το άλλο στη Σαουδική Αραβία.
Η αιφνίδια και σφοδρή εξέγερση εξ αφορμής ενός πάρκου δείχνει ότι κάτω από το success story της γείτονος τρέχουν πολλά κοινωνικά αντιπολιτευτικά ρεύματα, ετερόκλητα και ασύμμετρα. Πίσω από την πρόσοψη του νεοοθωμανικού μεγαλείου λειτουργούν φυγόκεντρες δυνάμεις, εθνοτικές, πνευματικές, πολιτικές. Είναι πολύ πιθανόν η εξέγερση να ξεφουσκώσει σύντομα· εντούτοις το κραταιό νεοϊσλαμικό αφήγημα Ερντογάν θα φέρει μια ρωγμή.
Η πτώχευση της Κύπρου δεν ανοίγει μόνον έναν κύκλο οικονομικού πόνου για τον κυπριακό λαό· συνδυαζόμενη με άλλες κινήσεις στην περιοχή, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας γεωπολιτικής ισορροπίας, στην οποία ο καθόλου ελληνισμός θα βρεθεί υπό πίεσιν. Η μακρά περίοδος οικονομικής δυσπραγίας της Ελλάδος συνοδευόμενη από πολιτική αδυναμία, συμπίπτει με αλλεπάλληλες τουρκικές κινήσεις πολιτικής ολοκλήρωσης εντός και εκτός των συνόρων της.
Η, έστω προσωρινή, διευθέτηση του Κουρδικού και η επαναπροσέγγιση του Ισραήλ, συμβαίνουν μαζί με την οικονομική πτώση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την διπλωματική της εξασθένηση, την ώρα που ετοιμαζόταν να επωφεληθεί από τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Η Τουρκία πρότεινε ήδη, ειρωνικά ίσως, να ενταχθεί η Κύπρος στη ζώνη της λίρας, αλλά η επιστολή Νταβούτογλου προς την ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν διόλου ειρωνική: προτείνει συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων ή διχοτόμηση της νήσου.
Το θερμό πεδίο, οικονομικά και στρατηγικά, είναι ασφαλώς η ανατολική Μεσόγειος, αλλά η κυβέρνηση Ερντογάν πιέζει την Ελλάδα σε όλα τα μέτωπα και με όλους τους τρόπους. Ο Τούρκος πρωθυπουργός επιμένει στην εκλογή μουφτήδων από τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη και χρησιμοποιεί τη Γερμανία ως πρόσθετο μοχλό πίεσης· ευλόγως: ο λόγος του Βερολίνου ακούγεται στην Αθήνα.
Η εκλογή των μουφτήδων περιγράφεται από την Αγκυρα ως αντίτιμο για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια αμοιβαιότητα: η Χάλκη δεν έχει εθνικό βάρος και δεν εγείρει μειονοτική αξίωση, είναι μάλλον αποκλειστική εσωτερική υπόθεση του Πατριαρχείου, από την οποία το ελληνικό κράτος ουδέν όφελος αποκομίζει. Αντιθέτως, η εκλογή μουφτήδων, η απόδοση δικαιοσύνης μέσω σαρίας και τα ισλαμικά κατηχητικά, αντιβαίνουν στον κοσμικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους και στο ανάλογο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Πολύ περισσότερο που μπορεί να λειτουργήσουν ως προηγούμενο για παρόμοιες απαιτήσεις ισλαμικών ομάδων εκτός Θράκης.
Η πίεση της Τουρκίας προς την Ελλάδα φαίνεται ότι θα κλιμακώνεται. Οι γείτονες προασπίζονται τα συμφέροντά τους, όπως πάντα το έκαναν, και πολύ περισσότερο τώρα που διευθετούν σταδιακά μεγάλες εσωτερικές και εξωτερικές εκκρεμότητες. Το θέμα είναι τι κάνει η Ελλάδα, πώς σχεδιάζει μακροπρόθεσμα τις κινήσεις της και πώς ασφαλίζει τις συμμαχίες της στο νέο ασταθές περιβάλλον. Εχει να συνυπολογίσει αρκετές μεταβλητές: πώς θα εξαρτάται επί μακρόν από τους δανειστές· πώς θα ελέγξει την εκμετάλλευση των ενδεχόμενων δικών της υδρογονανθράκων ώστε να μην αποβούν γεωπολιτική κατάρα· πώς θα ασφαλίσει την εθνική και πολιτική συνοχή σε συνθήκες οικονομικής αστάθειας· πώς θα ελέγξει ενδεχόμενες μειονοτικές αξιώσεις σε αυτό το πλαίσιο.
Στην περίπτωση της Κύπρου είδαμε ότι το οικονομικό ατύχημα συμπίπτει με γεωπολιτική αποδυνάμωση ― ίσως και να προέρχεται εξ αυτής. Είναι ένα επώδυνο δίδαγμα: υπενθυμίζει την παράλληλη μοίρα των δύο ελληνικών κρατών, αλλά και την ανάγκη αρραγούς κοινού μετώπου για τα δύσκολα χρόνια που έρχονται.
Οι κλιμακούμενες επιθετικές αξιώσεις της Τουρκίας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων συμπίπτει με την σφοδρή οικονομική κρίση στα δύο ελληνικά κράτη και με τις φυγόκεντρες τάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η οικονομική κρίση γεννά πολιτική αστάθεια σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο, ενώ στην επισφαλή ΝΑ Μεσόγειο επιπλέον διαταράσσονται γεωπολιτικές ισορροπίες παγιωμένες επί πολλά έτη. Η Κύπρος νιώθει αυτή την τεκτονική μετατόπιση σε όλο της το σώμα.
Το κραχ του 2008 και η αλυσιτελής αντιμετώπισή του από την ευρωζώνη σημαίνουν μιαν ιστορική καμπή: η Ευρώπη δεν εγγυάται την οικονομική διάσωση με σταθερά ισοδύναμα κριτήρια, και δεν εγγυάται ότι θα τηρεί ομαλά τις κοινές αποφάσεις, όπως το Σύμφωνο Ανάπτυξης του Ιουνίου 2102 που εθέσπισε η Σύνοδος Κορυφής για τη λειτουργία του ESM.
Ενώπιον της πρώτης μείζονος κρίσης από θεσπίσεώς του, το κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο ραγίζει· οι ισχυροί εταίροι μεριμνούν πρωτίστως και αποκλειστικώς για τα συμφέροντά τους, οι δε αδύναμοι κρίκοι μένουν εκτεθειμένοι όχι μόνο οικονομικά αλλά και ωθούνται να αποκοπούν γεωπολιτικά. Η ευρωζώνη φέρεται σαν να μη δύναται ή να μην επιθυμεί να εγγυηθεί ούτε τα κατάλοιπα εθνικής κυριαρχίας των πτωχευμένων μελών.
Οι αντιδράσεις των πτωχευμένων ή υπό ύφεση κρατών ποικίλουν, αναλόγως των απειλών που δέχονται. Κοινός παρονομαστής ωστόσο είναι η διάχυτη ανησυχία, ο ευρωσκεπτικισμός, το ψυχικό χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί και σε πολιτικό χάσμα, εφόσον δεν γίνουν εγκαίρως αμοιβαίες προσεγγίσεις. Για να αποφευχθεί η ρήξη, χρειάζεται επειγόντως ριζική αλλαγή στο μείγμα εφαρμοζόμενης πολιτικής. Η αστάθεια που επιφέρουν σε Κύπρο και Ελλάδα τα υφεσιογόνα προγράμματα διάσωσης αναιρεί βιαίως τα ιστορικά πλεονεκτήματα που πρόσφερε η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μεσοπρόθεσμα ίσως αναγκάσει τα πληττόμενα κράτη να αναθεωρήσουν στρατηγικούς σχεδιασμούς πολλών δεκαετιών.
To κυπριακό δράμα δεν εκτυλίσσεται μόνον στις πτωχευμένες τράπεζες με τις κουρεμένες καταθέσεις και την ελεγχόμενη εκροή χρήματος· αυτή είναι μια μερική όψη. Πλάι στα στεγνά ATM, μια ολόκληρη κοινωνία αλαφιάζεται μπροστά στο ενδεχόμενο να μην έχει βενζίνη, τρόφιμα και φάρμακα. Και πιο πέρα από τον προφανή τρόμο της θραυσμένης καθημερινότητας, ο κυπριακός ελληνισμός βυθίζεται αίφνης στη ζώνη της γεωπολιτικής αβεβαιότητας: την ώρα της πτώχευσης υπό την πίεση των εταίρων της ευρωζώνης, ο συσχετισμός δυνάμεων και συμμαχιών στη ΝΑ Μεσόγειο ανατρέπεται άρδην. Η Τουρκία απαιτεί μερίδιο στους υπό εξόρυξη υδρογονάνθρακες, ενώ προσεγγίζει Κούρδους και Ισραηλινούς, η Ρωσία αποστασιοποιείται και καραδοκεί, οι ΗΠΑ επισήμως σιωπούν, όσο ο Εκτος Στόλος ελέγχει την περιοχή.
Η Κύπρος φαίνεται να είναι γυμνή και ανυπεράσπιστη, όσο τις μέρες της τουρκικής εισβολής του ’74. Οπως τότε, έτσι και σήμερα, η Ελλάδα είναι αναλόγως αδύναμη και αποδιοργανωμένη. Επιπλέον σήμερα, η Ελλάδα δεν βρίσκεται ενώπιον μιας πολιτικής αλλαγής που ενισχύει τον συλλογικό ψυχισμό, αντιθέτως βρίσκεται σε πτώση, σε μια εν εξελίξει οικονομική και κοινωνική καταστροφή που έχει καταρρακώσει το φρόνημα και τη συλλογική διάνοια. H πτώση διαρκεί τρία χρόνια και συνεχίζεται.
Το σοκ της υπνώττουσας Κύπρου από το Βlitzkrieg του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου μπορεί να περιέχει και τη θεραπεία: οι συζητήσεις στη νήσο είναι περισσότερο ανοιχτές και απενοχοποιημένες, περιέχουν όλα τα σενάρια, διότι το προέχον είναι η σωτηρία με μακρά προοπτική. Και επειδή η πτώση της Κύπρου είναι ακαριαία και απότομη, ενδέχεται και η ανάκαμψή της να είναι ταχύτερη και με τολμηρότερους τρόπους.
Η Κύπρος ίσως είναι το «ατύχημα» που φοβόμασταν στην Ελλάδα· μπορεί όμως και να σημαίνει το πέρας της αδράνειας και της παθητικότητας. Ισως να είναι το αποφασιστικό πλήγμα για να συνειδητοποιήσουμε πόσο επείγει ένα εθνικό σχέδιο ανόρθωσης. Επί τρία χρόνια η χώρα πορεύεται με μόνο σχέδιο τα μνημόνια· αλλά τα μνημόνια σκοπεύουν πρωτίστως στην εξασφάλιση των δανειστών. Τα μνημόνια δεν κομίζουν όραμα για τη χώρα· συμβολικά, κομίζουν έξωθεν πόνο, και ουσιαστικά βρίθουν αντιφάσεων. Υπό αυτή την έννοια, οι ηγέτες, σε όλους τους χώρους, οφείλουν να πάψουν να κρύβονται πίσω από τα μνημόνια των δανειστών, είτε ως άβουλοι εφαρμοστές είτε ως λαύροι ενάντιοι· οφείλουν να αναλάβουν την ιστορική ευθύνη ενός σχεδίου ανάταξης. Ολοι: πολιτικοί οργανισμοί, ακαδημαϊκές δεξαμενές σκέψης, συνδικάτα, κοινότητες, άτυπες συλλογικότητες, πολίτες.
Η επανίδρυση του ελληνικού κράτους δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή θέληση των Γάλλων ή Γερμανών τεχνοκρατών· η επανίδρυση του δημοκρατικού κράτους είναι καθήκον και όρος επιβίωσης των Ελλήνων. Το ίδιο ισχύει για την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού και την επινόηση ενός αναπτυξιακού μοντέλου που θα αξιοποιεί πόρους και ταλέντα. Οποιος αξιώνει δημόσιο λόγο, οφείλει να συμβάλλει με προτάσεις επί των συγκεκριμένων, ανοιχτά, τεκμηριωμένα, χωρίς ταμπού. Μόνο έτσι θα συσπειρωθεί ο καταπτοημένος σήμερα πληθυσμός και θα εκδιπλωθούν οι δυνάμεις του.
Τα ιστορικά ατυχήματα θα πληθαίνουν. Πολλά δεν μπορούμε να τα αποτρέψουμε· μπορούμε όμως να αποτινάξουμε επιτέλους τη σύγχυση, την ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία, την κλάψα. Δεν μπορούμε παρά να αναλάβουμε τις ιστορικές μας ευθύνες.