You are currently browsing the tag archive for the ‘ρευστότητα’ tag.
Πολλές όψεις, όχι όλες, του ελληνικού προβλήματος είναι αμιγώς ευρωπαϊκές, πηγάζουν από την κεντρική πολιτική στην ευρωζώνη, γι΄ αυτό άλλωστε εμφανίζονται και στις μεγάλες χώρες του πυρήνα. Τυπικό παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο των μέτρων που επιχειρούν να εφαρμόσουν η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση, συμμορφούμενες στις επιταγές της Επιτροπής. Είναι ο δυσπρόσιτος στόχος του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, ο οποίος προσκρούει όχι μόνο στα συνδικάτα αλλά και σε στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.
Καθ’ όμοιο τρόπο, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς επιχειρεί να απελευθερώσει την αγορά και να ανοίξει επαγγέλματα: να ανοίγουν τα μαγαζιά δεκαπέντε Κυριακές, αντί για πέντε που ισχύει τώρα, και να διευρυνθεί το ωράριο λειτουργίας σε περιοχές με υψηλή τουριστική κίνηση. Επίσης να ανοίξουν τα κλειστά επαγέλματα του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου. Τις μεταρρυθμίσεις απειλούν να καταψηφίσουν οι βουλευτές της αριστερής πτέρυγας των κυβερνώντων σοσιαλιστών.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι χώρες αφενός απειλούνται με κυρώσεις από την Επιτροπή για παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας, αφετέρου, κινδυνεύουν από την πολιτική αστάθεια, λόγω μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα, αναγκασμένη και από το Μνημόνιο, έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει πολλές από τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις. Οι εργασιακές σχέσεις και τα ωράρια έγιναν ευέλικτα, η μερική απασχόληση θεσμοθετήθηκε, τα μαγαζιά ανοίγουν περισσότερες ώρες. Σε κάποιους τομείς η Ελλάδα πρωτοπορεί.
Ποιο το αποτέλεσμα; Το περιέγραψε προχθές η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), στην ετήσια έκθεση που εκπόνησε το θυγατρικό του Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έκθεση, τα νέα για όσους ακόμη έχουν εργασία, δεν είναι ενθαρρυντικά: η μερική απασχόληση διπλασιάστηκε ως προς το 2008, η προσωρινή απασχόληση αυξήθηκε 28% σε ένα χρόνο, το 18% των εργαζόμενων στο εμπόριο δουλεύουν επτά ημέρες την εβδομάδα, οι απλήρωτες υπερωρίες φτάνουν το 63% των περιπτώσεων. Παράλληλα έχει γενικευτεί το φαινόμενο οι εργαζόμενοι να δηλώνονται ως μερικής απασχόλησης και να δουλεύουν πλήρη ωράρια, για να μην καταβάλλονται πλήρεις ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή, μεγάλο μέρος της εργασίας μετατρέπεται σε γκρίζα. Το Ινστιτούτο συμπεραίνει: «Η αγορά εργασίας στον κλάδο του εμπορίου απορρυθμίζεται λόγω μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά κι εξαιτίας δύο αδυναμιών: Οι εργοδότες αδυνατούν να καταβάλουν τους μισθούς και πολύ περισσότερο τις υπερωρίες, και οι μισθωτοί δεν αντιδρούν φοβούμενοι μη χάσουν τη δουλειά τους ή μήπως διακοπεί η λειτουργία της επιχείρησης».
Είναι προφανές ότι η τέτοια επιδείνωση της εργασίας στην Ελλάδα οφείλεται και στη μεγάλη και πολύχρονη ύφεση, σε συνδυασμό με την επί τετραετία δημοσιονομική λιτότητα. Καμία παρόμοια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιβάλλον βαθιάς ύφεσης και λιτότητας. Ωστόσο η ίδια μεταρρυθμιστική συνταγή πάει να εφαρμοστεί στην Ιταλία, που εισέρχεται σε ύφεση, και στη Γαλλία, που βρίσκεται σε στασιμότητα και κάμψη. Με ποιες διαφορετικές προσδοκίες άραγε; Καμία βάσιμη προσδοκία δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όλο το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα σύρεται σε τροχιά απίσχνασης όχι μόνο του κόσμου της εργασίας αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις αγοράς και εργασίας αποσκοπούν στην αύξηση της προσφοράς, ενώ το μέγα πρόβλημα φαίνεται να είναι η αδύναμη ή ανύπαρκτη τόνωση της ζήτησης, εφόσον λείπει η ρευστότητα στα νοικοκυριά. Αναμένεται με αγωνία, η μεγάλη κίνηση του Μ. Ντράγκι, για ποσοτική χαλάρωση στο τέλος Ιανουαρίου, η οποία εκτιμάται ότι θα ελαφρώσει τα κρατικά χρέη και θα απελευθερώσει ρευστό.
Παρότι η τρέχουσα ειδησεογραφία μονοπωλείται από την επίσκεψη της τρόικας και την, όπως πάντα, επώδυνη υπενθύμιση για τις μνημονιακές υποχρεώσεις, τα προαπαιτούμενα και τα ισοδύναμα, η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση έχει αρχίσει να διεξάγεται γύρω από δύο άλλα θέματα, μετατροϊκανά και μεταμνημονιακά: τη ρύθμιση του χρέους και την οικονομική ανασυγκρότηση.
Για τη ρύθμιση του χρέους ακούγονται ήδη πολλές προτάσεις, και όλες συγκλίνουν σε έναν σκοπό: πώς θα διαμορφωθεί ένα ρεαλιστικό τοκοχρεωλύσιο, τέτοιο που θα καταφέρει να το εξυπηρετεί η ελληνική οικονομία, η βαριά πληγωμένη από την εξαετή ύφεση και την φονική ανεργία. Τέτοιο που να μη στερεί από την κοινωνία τους απαραίτητους πόρους για την αναπαραγωγή της και βέβαια για την κατεπείγουσα πια ανασυγκρότηση.
Υπό αυτή την έννοια, ο τρόπος ρύθμισης του χρέους είναι ούτως ειπείν τεχνικό ζήτημα· το αιτούμενο αποτέλεσμα όμως είναι πολιτικό: να μπορέσει η χώρα να επιβιώσει όχι ως αποικία χρέους, με κοινωνική και δημογραφική αφυδάτωση, αλλά να ανακτήσει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης. Η χρονική επιμήκυνση, η σταθεροποίηση των χαμηλών επιτοκίων, η απομείωση των υψηλών επιτοκίων, η απόσυρση χρέους από την ΕΚΤ, το μορατόριουμ πληρωμής τόκων για ένα κρίσιμο διάστημα, όλα τα τέτοια εργαλεία συντείνουν στο ουσιαστικό κούρεμα του χρέους, το καθιστούν εξυπηρετήσιμο χωρίς να κουρεύουν τις δυνατότητες επιβίωσης όπως συμβαίνει τώρα.
Ακόμη όμως και η ευνοϊκότερη ρύθμιση χρέους, δεν είναι αρκετή για την ανάταξη. Πάλι η πολιτική βούληση και το στρατηγικό σχέδιο παίζουν τον πρωταρχικό ρόλο, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Για να ξεκολλήσει η χώρα από το πρωτοφανές υφεσιακό τέλμα απαιτείται ένα αναπτυξιακό σοκ, τέτοιο που καταρχάς μόνο το κράτος μπορεί να προκαλέσει. Για να το προκαλέσει όμως χρειάζεται ρευστότητα, ροή κεφαλαίων, κυρίως από ευρωπαϊκούς πόρους, εφόσον η χώρα και είναι στεγνωμένη και φυσικά δεν διαθέτει δικό της νόμισμα. Αυτή η ρευστότητα μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω των ποικίλων κοινοτικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων (το ΕΣΠΑ είναι ένα από αυτά), της ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πιστώσεων της Ευρωπαϊκής Επενδύσεων. Ακόμη και οι αντιρρήσεις της Γερμανίας θα καμφθούν αν η Ελλάδα έχει πειστικές προτάσεις για την ανασυγκρότησή της.
Εδώ, δύο ερωτήματα. Πρώτον, αν η Ελλάδα έχει πράγματι να προτείνει πολλές και πειστικές προτάσεις άξιες να χρηματοδοτηθούν. Η απάντηση οφείλει να παραχθεί από τους Ελληνες.
Δεύτερον, ποιος είναι ο λυσιτελέστερος τρόπος για την ένεση ρευστότητας και το αναπτυξιακό σοκ. Φαίνεται ότι οι συμβατικοί τρόποι μεταβίβασης ρευστότητας δεν λειτουργούν. Ιδίως στην ελληνική περίπτωση, όπου ίσως πρέπει να λειτουργήσει μια οικονομία πολέμου, η ρευστότητα δεν μπορεί να χάνεται σε περίπλοκους λαβύρινθους, μεταξύ κοινοτικών, εθνικών και τραπεζικών γραφειοκρατιών. Το χρήμα πρέπει να φτάσει γρήγορα και αδιαμεσολάβητα στους παραγωγούς, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, παρακάμπτοντας τις εμπορικές τράπεζες. Η ιδέα ξεκινά από τον Κέινς, που πρότεινε να αποτίθενται χρήματα σε στοές ορυχείων, και τον Φρίντμαν, που φαντάστηκε ελικόπτερα να ρίχνουν χρήματα, και ωριμάζει με τον ‘Helicopter’ Μπεν Μπερνάνκι που μηδένισε τα επιτόκια της Fed. Εφαρμόστηκε εν μέρει από την Αυστραλία. Και με άλλα λόγια υποστηρίζεται από διαφορετικούς μεταξύ τους οικονομολόγους και κεντρικούς τραπεζίτες. Το περασμένο καλοκαίρι η έγκριτη επιθεώρηση Foreign Affairs φιλοξένησε σχετική μελέτη για την άμεση μεταβίβαση ρευστότητας («Print Less but Transfer More: Why Central Banks Should Give Money Directly to the People»).
Απομένει να δούμε, πρώτον, αν είναι έτοιμη η Ευρώπη για τέτοια μεταφορά πόρων. Και κυρίως να δούμε τον ελληνικό πολιτικό σχηματισμό να διαχειρίζεται λυσιτελώς μια τέτοια πρωτόγνωρη ένεση ρευστότητας. Αυτά, ναι, είναι μεταρρυθμίσεις.
Το επόμενο διάστημα η οικονομία και η κοινωνία θα αρχίσουν να αντιλαμβάνονται στην ολότητά του το νέο πλαίσιο που διαμορφώνει ο πολυνόμος. Τις επόμενες ημέρες επίσης θα αρχίσει να εκτυλίσσεται το πλαίσιο των υποχρεώσεων που απομένουν να υλοποιηθούν. Ολα θα είναι διαφορετικά. Είναι από καιρό διαφορετικά.
Με δεδομένο αυτό το διαφορετικό περιβάλλον εκ μεταρρυθμίσεων και απορρυθμίσεων, ας δούμε τις μεγάλες προτεραιότητες της ελληνικής κοινωνίας. Είναι προφανώς η ανεργία, ο πιο ορατός και απτός δείκτης, ένας δείκτης δυστυχίας· μαζί, η ύφεση, και σε στενή συνάφεια με την ύφεση ο αποπληθωρισμός, η αποεπένδυση, η έλλειψη ρευστότητας. Γι’ αυτά τα θεμελιώδη δεν έχει ακουστεί τίποτε ουσιώδες όλα αυτά τα χρόνια της βίαιης προσαρμογής, από τον Μάιο του 2010 έως τον Απρίλιο του 2014, τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ολο το εφαρμοσθέν πρόγραμμα έτεινε προς την περιστολή και τη συρρίκνωση, διά της εσωτερικής υποτίμησης και διά της ταχείας αναδιάρθρωσης της εργασίας και της επιχειρηματικότητας. Και προς τα εκεί εξακολουθεί να τείνει.
Ωστόσο η κρίσιμη, η ζωτικής σημασίας συζήτηση για ένα εθνικό σχέδιο ακάκαμψης, μάλιστα με δυναμική θεραπευτικού σοκ, για σωτηρία της κοινωνίας και της νεολαίας, δεν γίνεται. Πόσο μάλλον μια συζήτηση για δυναμική ανάκαμψη που θα ενσωματώσει μια στρατηγική βιώσιμης ανατοποθέτησης της χώρας στο ευρωπαϊκό και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Καμία συζήτηση, κανένα εθνικό σχέδιο. Μιλάμε για ένα ισχνό προεκλογικό πλεόνασμα, και δεν μιλάμε για την αναχαίτιση της αιμορραγίας, για το πώς επειγόντως θα ανορθωθούν η παραγωγή και η απασχόληση.
Δεν συζητάμε, λ.χ., με ποια ρευστότητα και ποια κεφάλαια θα αιμοδοτηθούν η παραγωγή και η απασχόληση. Η προσδοκία των εισροών από hedge funds φαίνεται να εκπληρώνεται· πράγματι, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια βραχείας τοποθετήσεως αποχωρούν από τις μεγάλες αναδυόμενες αγορές και αναζητούν νέους στόχους. Η Ελλάδα είναι της μόδας τώρα για τέτοια κεφάλαια, στο μέτρο που δεν διαβλέπουν συστημικό ρίσκο και στο μέτρο που εκτιμούν ότι η καθοδική πορεία οδεύει προς το τέλος της. Αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε ανάκαμψη από τέτοια κεφάλαια· αφενός, διότι είναι μόδα, και όπως έρχονται έτσι και θα φύγουν· αφετέρου, δεν επενδύονται σε παραγωγικές δομές, απλώς τοποθετούνται για βραχυπρόθεσμα κέρδη.
Απαιτούνται παραγωγικές επενδύσεις από θεσμικά κεφάλαια, τα οποία θα μοχλεύσουν και θα προσελκύσουν ιδιωτικά. Απαιτείται, μεταξύ άλλων, μια επενδυτική τράπεζα που θα αξιοποιήσει επιτέλους τους όποιους ευρωπαϊκούς πόρους, λ.χ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακά προγράμματα μακράς πνοής προσαρμοσμένα στις ανάγκες απασχόλησης και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας.
Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει να υπάρξει πολιτική βούληση και εν συνεχεία διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους, στη βάση ενός πειστικού σχεδίου ανασυγκρότησης. Τέτοιο σχέδιο μόνο οι Ελληνες μπορούν και πρέπει να συντάξουν· αυτοί γνωρίζουν τι μπορούν και τι χρειάζονται, και αυτοί πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη και τα ρίσκα ― το υποστηρίζουν ήδη ξένοι πολιτικοί, αναλυτές, τεχνοκράτες των Βρυξελών. Αυτή ακριβώς η αναγκαία εξωστρεφής βούληση μάς οδηγεί να δούμε το ελληνικό πρόβλημα στο εσωτερικό: πώς δηλαδή η ταραγμένη κοινωνία, ευρισκόμενη σε βαθύ μετασχηματισμό άνωθεν επιβαλλόμενο, θα μπορέσει να ανασυνταχθεί νοητικά, να αφομοιώσει απώλειες και νέες ισορροπίες, και να διεκδικήσει το μέλλον της.
H ευδιαθεσία που πυροδοτεί το επερχόμενο καλοκαίρι επιβεβαιώνει παλιότερες διαπιστώσεις για βαθμιαία αλλαγή στάσης των πολιτών έναντι της παγιωθείσας νέας κατάστασης. Οι άνθρωποι προσαρμόζουν τις ζωές τους. Εντούτοις η ψυχική προσαρμογή, η οποία άλλωστε αφορά κυρίως όσους δεν έχουν ισοπεδωθεί από την κρίση, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως δείκτης σταθεροποίησης. Η ρητορική περί διαφαινόμενης ανάκαμψης είναι αστήρικτη. Η πραγματική οικονομία, και συνεκδοχικά η κοινωνία, εξακολουθεί να βυθίζεται· τα στοιχεία είναι αμείλικτα: 20% η αποεπένδυση πέρυσι, 7,6% κατ’ ελάχιστον εφέτος, 0,6% ο αποπληθωρισμός. Οι εναπομείνασες επιχειρήσεις στενάζουν χωρίς ρευστότητα. Η ζήτηση νεκρή. Οσο για την ανεργία, κρείττον το σιγάν.
Αναλόγως απατηλή είναι η ευφορία για την επέλαση των hedge funds. Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια αντλούν υπεραποδόσεις από τα ασφαλή πλέον ελληνικά μετά-PSI ομόλογα, και τοποθετούνται βραχυπρόθεσμα σε εγχώρια πεδία ευκαιριών, όχι επειδή έχουν πεισθεί ότι η Ελλάδα ανακάμπτει οσονούπω, αλλά για τον ίδιο λόγο που αγοράζουν το χρέος άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε ύφεση: λόγω της υπερπροσφοράς χρήματος, εξ Ιαπωνίας λ.χ., που αναζητεί κέρδη, ακόμη και με ρίσκα.
Την αληθή εικόνα δίνουν οι εκθέσεις της Κομισιόν, του οίκου Fitch και της δεξαμενής σκέψης Bruegel. Διακρίνουν πολιτική και κοινωνική αστάθεια, προβλέπουν περαιτέρω περικοπές, ύψους 4% του ΑΕΠ, το κρίσιμο διάστημα 2015-16, εκτιμούν ότι η χώρα θα χρειαστεί περαιτέρω οικονομική στήριξη για χρόνο μακρότερο του προβλεφθέντος. Το κυριότερο: γνωρίζουμε ότι οι κερδοσκοπικές ροές κεφαλαίων, όπως αυτές των hedge funds, ελάχιστη ή ουδεμία επίπτωση έχουν επί της πραγματικής οικονομίας, η ανάκαμψη της οποίας και μόνον δίνει θέσεις εργασίας και τονώνει τη ζήτηση.
Ορθώς λοιπόν διαπιστώνεται σταθεροποίηση του ψυχικού κλίματος, αλλά η οικονομική σταθεροποίηση απέχει πολύ ακόμη. Και θα εξακολουθεί να απέχει, εφόσον δεν συμβεί ουσιαστική, βαθιά πολιτική αλλαγή πορείας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Tο ελληνικό κράτος πνίγει κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σύντομη, πικρή ιστορία από την πτωχευμένη Ελλάδα.
Βιομηχανική Περιοχή Κιλκίς. Μια εταιρεία κατασκευής αποστειρωμένων χειρουργικών ραμμάτων, η μόνη στην Ελλάδα, με ιστορία 24 ετών, τον Δεκέμβριο 2010 λαμβάνει έναντι τετραετών οφειλών από το ελληνικό Δημόσιο 1,5 εκατομμύριο ευρώ, σε άτοκα ομόλογα, ρευστοποιήσιμα σταδιακά έως το 2014. Η επιχείρηση παραδίδει τα ομόλογα στις συνεργαζόμενες τράπεζες, προκειμένου να εξοφλήσει ισόποσες οφειλές. Ενα χρόνο αργότερα όμως, Μάρτιο 2013, το Δημόσιο «κουρεύει» μονομερώς τα ομόλογα κατά 53% ονομαστικά, και ουσιαστικά πολύ περισσότερο, έως 90%, καθώς η αποπληρωμή των «κουρεμένων» μετατίθεται για το διάστημα 2032-2042.
Αποτέλεσμα: η καθυστερημένη πληρωμή εξανεμίζεται και η επιχείρηση βρίσκεται πάλι ανοιχτή στα δάνειά της: οι τόκοι μόνο φτάνουν τις 160 χιλιάδες ετησίως, υπερκαλύπτοντας την κερδοφορία της. Ας σημειωθεί ότι, μετά το 2009, όλες οι επιχειρήσεις, και η συγκεκριμένη, ευρίσκονται εκτός τραπεζικού δανεισμού, ενώ οι προμηθευτές πρώτων υλών απαιτούν πλέον εξόφληση άμα τη παραγγελία. Παρ’ όλα αυτά μερικοί αντέχουν, όπως η βιομηχανία της ιστορίας μας, κινούμενοι με οριακή ρευστότητα και στρεφόμενοι εξ ολοκλήρου σχεδόν στις εξαγωγές.
«Θα μπορούσαμε να πούμε ότι χάσαμε 1,5 εκατομμύριο υπέρ πατρίδος», σχολιάζει ο επιχειρηματίας κ. Θέμης Καζαντζίδης. «Και να συνεχίζουμε οριακά, συντηρώντας 30 θέσεις εργασίας, και προσφέροντας φόρους και προστιθέμενη αξία στη χώρα. Αλλά η περιπέτεια δεν έχει τέλος…».
Το Τελωνείο ανακάλυψε ότι είχε δασμολογήσει με χαμηλότερο συντελεστή την εισαγωγή πρώτων υλών. Το Τελωνείο έδωσε λανθασμένο κωδικό στο εισαγόμενο υλικό, έκανε επανέλεγχο και, μη αναγνωρίζοντας το δικό του λάθος, απαιτεί εκ των υστέρων αναδρομικό δασμό και διαφορά ΦΠΑ. Το Πρωτοδικείο καταλογίζει συμπληρωματική καταβολή και πρόστιμα ύψους περ. 190.000 ευρώ. Η επιχείρηση κάνει έφεση. Το υπουργείο Οικονομικών όμως δεν περιμένει για διακανονισμό πληρωμής. Προχωρεί άμεσα στη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρείας και σε κατάσχεση των χρηματικών διαθεσίμων. Μια ακόμη παραγωγική, υγιής επιχείρηση, που παλεύει να επιζήσει, απειλείται άμεσα με θάνατο από ασφυξία τις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες.
Τι ζητάει η «κουρεμένη» έως μηδενός και χρεωμένη από λάθη του κράτους επιχείρηση; Χρόνο. Να δοθεί χρόνος για να γίνει διακανονισμός της οφειλής με όλες τις νόμιμες διαδικασίες· να αποδεσμευθούν οι τραπεζικοί λογαριασμοί. «Η επιμονή σας στην εφαρμογή των μέτρων όχι μόνον θα επιφέρει τον θάνατο της επιχείρησης αλλά και δεν θα εξυπηρετήσει τους εισπρακτικούς στόχους του δημοσίου… Σας ζητούμε να εκτιμήσετε με δικαιοσύνη τα εις βάρος μας αποτελέσματα του PSI… Τα χρήματα τα οποία σήμερα το κράτος απαιτεί, ως οφειλόμενα, είναι ένα πολύ μικρό μέρος μόνον όσων αυτό το ίδιο μάς αποστέρησε, αρνούμενο την πληρωμή των αναγνωρισμένων υποχρεώσεών του», σημειώνει ο επιχειρηματίας Θ. Καζαντζίδης σε επιστολή του προς το Τελωνείο, τη δικαστική υπηρεσία και τον γεν. γραμματέα Δημοσίων Εσόδων Χάρη Θεοχάρη.
Η έκκλησή του περιέχει την αγωνία εκατοντάδων, χιλιάδων Ελλήνων που μάχονται να κρατήσουν όρθιες τις επιχειρήσεις τους μέσα στη Μεγάλη Υφεση· που δεν χρωστούσαν, που ήσαν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, που ασκούσαν και ασκούν παραγωγική δραστηριότητα, που δεν ήσαν ποτέ παρασιτικοί. Αυτοί είναι οι πραγματικοί Ελληνες, η υγιής Ελλάδα. Αυτοί είναι οι πραγματικοί, υπαρκτοί και δρώντες επενδυτές· αυτούς οφείλει να βοηθήσει πρώτους το κράτος. Το υπουργείο Οικονομικών οφείλει μια λύση. Και το υπουργείο Ανάπτυξης ας πάρει ένα μάθημα από τη στενάζουσα πραγματική οικονομία.
Η κοινωνία συνολικά δείχνει να συμμαζεύεται και να πασχίζει να προσαρμοστεί στην τρέχουσα ασταθή ισορροπία· οι μαζικές διαδηλώσεις έχουν πάψει σχεδόν από τον περασμένο Φεβρουάριο. Εν τω μεταξύ όμως η ύφεση και η ανεργία δεν έχουν πάψει, καλπάζουν· τα εισοδήματα έχουν μειωθεί κατά 30% μεσοσταθμικά και οι αποταμιεύσεις εξαντλούνται. Οι αυξημένοι φόροι και οι ανειλημμένες υποχρεώσεις δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από μέγα μέρους του πληθυσμού. Το ψυχικό κλίμα είναι βαρύ. Τώρα, χρειάζεται κατεπειγόντως ένα σημάδι, ένα ξέφωτο, μια βάσιμη ελπίδα, ότι τουλάχιστον δεν θα έλθουν άλλα βάρη.
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε κομβικό σημείο: αφενός, πρέπει να εκτελέσει έναν σκληρό προϋπολογισμό, στον οποίο προβλέπονται έσοδα από πρόσθετους φόρους επί της ακίνητης περιουσίας. Αφετέρου, αδυνατεί να συλλάβει όλη τη γνωστή φορολογητέα ύλη, εγκαίρως, συμμετρικά και ομαλά· η φοροδιαφυγή παλαιού τύπου εξακολουθεί αμείωτη, ενώ ταυτόχρονα η ένδεια οδηγεί σε επινόηση νέων μηχανισμών φοροδιαφυγής. Ταυτοχρόνως, αναγκάζεται να κινητοποιεί μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για να διατηρήσει ομαλή την κοινωνική ζωή· λ.χ. στις απεργίες στο μετρό και στην ακτοπλοΐα.
Η φορολογική εκκρεμότητα και οι επιστρατεύσεις δείχνουν μια αντιφατική στάση, μια εγγενή αντινομία, και υπονομεύουν την αξιοπιστία αλλά και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης. Η υπερφορολόγηση των ακινήτων θα πλήξει ευρύτατα στρώματα, και κυρίως πολίτες που ήταν συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, δηλαδή και πάλι τους μισθωτούς και όσους κινούνται με πλήρη διαφάνεια εντός της φανερής οικονομίας. Γι΄αυτήν την ευρύτατη μεσαία τάξη, η ακίνητη περιουσία είναι στοιχείο ταυτότητας, τους προσδιορίζει κοινωνικά και προσφέρει ασφάλεια· το σπίτι δεν είναι επένδυση αλλά αποκούμπι και καταφύγιο. Στην παρούσα φάση μάλιστα, το ακίνητο αφενός υποτιμάται (όσο διαρκεί η φυσιολογική διόρθωση των τιμών της φούσκας), αφετέρου, δεν προσφέρει έσοδο.
Η επιπλέον φορολόγηση θα οδηγήσει σε μαζική αλλαγή ιδιοκτησίας· σε μετασχηματισμό των μικροϊδιοκτητών σε ακτήμονες. Ο μετασχηματισμός αυτός υπό άλλες συνθήκες ενδέχεται να ήταν εξυγιαντικός, εφόσον υπήρχαν ρυθμοί ανάπτυξης και θέσεις εργασίας, και κυρίως χρόνος προσαρμογής. Στις παρούσες συνθήκες μπορεί να αποβεί καταστροφικός για την κοινωνία, χωρίς κανένα ουσιώδες όφελος για τα δημόσια οικονομικά. Θυμίζουμε ότι βάσει της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας υποτριπλασιάστηκε, αλλά αυτό συνέβη σε διάρκεια τριών δεκαετιών και με εισροή τεράστιων αντισταθμιστικών πόρων. (Και δεν έγινε σωστά.)
Παρομοίως, η χρήση μηχανισμών εκτάκτου ανάγκης έδειξε τα όριά της όταν επιστρατεύτηκαν απλήρωτοι ναυτεργάτες. Ναι μεν να μην αποκοπεί το Αρχιπέλαγος από τον ηπειρωτικό κορμό, αλλά για πόσο θα εκκρεμεί το πρόβλημα βιωσιμότητας της ακτοπλοΐας;
Ενώπιον του σκοτεινού αδιεξόδου, μια πιθανή χαραμάδα: να ρίξουν χρήμα οι τράπεζες στην αγορά με λογικά επιτόκια. Μπορούν. Οχι μόνο λαμβάνουν πάλι ρευστότητα από την ΕΚΤ (και όχι από τον ακριβό μηχανισμό ELA) αλλά επιπλέον μπορούν να αντλήσουν χρήμα από τη διατραπεζική με τις εγγυήσεις του EFSF, στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης. H Εθνική Τράπεζα ανήγγειλε ήδη την πρόθεσή της να ανασχέσει τη βίαιη απομόχλευση των τελευταίων ετών. Ας σπεύσουν πάραυτα, σε ρυθμούς έκτακτης ανάγκης: οι υγιείς επιχειρήσεις έχουν στραγγίξει, το επιτόκιο δανεισμού είναι τραγικό, περίπου 10%. Η κοινωνία ζητεί μεταρρύθμιση, όχι αποσάθρωση.
Το μπαράζ γερμανικών δημοσιευμάτων περί εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ συμβαίνει μερικές ημέρες μετά τις σκοτεινές δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε περί της Ελλάδος ως «ειδικής περιπτώσεως», λίγες ημέρες μετά τη φήμη ότι το ΔΝΤ δεν προτίθεται να συμμετάσχει σε περαιτέρω βοήθεια προς την Ελλάδα, λίγες ημέρες μετά τις αλλεπάλληλες δηλώσεις Γερμανών αξιωματούχων που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο επιμήκυνσης του προγράμματος. Και βέβαια λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την επίσκεψη του κλιμακίου της τρόικας στην Αθήνα, προκειμένου να αξιολογηθεί η πορεία του προγράμματος.
Η γερμανική θύελλα δημοσιευμάτων για επικείμενη GRexit, που την χρονολογούν μάλιστα περί το φθινόπωρο, έρχεται μετά μια μείζονος πολιτικής σημασίας πράξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: την περασμένη Παρασκευή η ΕΚΤ απέκλεισε τις ελληνικές τράπεζες από την παροχή ρευστότητας, μη δεχόμενη ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις, και τις παρέπεμψε για ρευστότητα στον έκτακτο μηχανισμό ELA της Τραπέζης της Ελλάδος. Δηλαδή τις παρέπεμψε σε διπλασιασμένο επιτόκιο, περίπου 3%.
Στην πράξη αυτή η απόφαση της ΕΚΤ σημαίνει στραγγαλισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και ασφυξία του ελληνικού κράτους, το οποίο αντλεί βραχυχρόνια ρευστότητα μέσω των εντόκων γραμματίων που απορροφούν οι τράπεζες. Είναι προφανές ότι η απόφαση της ΕΚΤ, ενός εκ των τριών μερών της τρόικας, είναι καθαρά πολιτική, και διόλου τεχνική. Προοιωνίζεται νέο κύκλο πιέσεων ή εκβιασμών προς την Ελλάδα, ίσως και έναν τρόπο πίεσης, τον πιο επαχθή, για «εθελουσία» έξοδο από το ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βγάζει την Ελλάδα από την πρίζα της ρευστότητας. Στεγνά.
Η ΕΚΤ δεν είναι ένας ουδέτερος τεχνοκρατικός οργανισμός· εκφράζει τους κεντρικούς τραπεζίτες και τις βουλήσεις των ισχυρών κρατών της ευρωζώνης. O λόγος του διοικητή της Bundesbank είναι νόμος στο συμβούλιο της ΕΚΤ. Η τιμωρητική διάθεση της ΕΚΤ, άρα, όπως εκδηλώθηκε με την πρόσφατη απόφασή της, δείχνει ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι-πιστωτές δεν προτίθενται να κουρέψουν περαιτέρω το ελληνικό χρέος, όπως τα περ. 70 δισ. ομόλογα που διακρατά η ΕΚΤ, ούτε να επιμηκύνουν τον δανεισμό με τρίτο μνημόνιο. Προτιμούν μάλλον να οδηγήσουν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, ακόμη κι αν η έξοδος σημαίνει πτώχευσή της και απώλεια πολύ μεγαλύτερων ποσών, ακόμη κι αν η έξοδος σημαίνει βαθύτερη διακινδύνευση της ευρωζώνης.
Αλλωστε με το γερμανικής εμπνεύσεως PSI, μέγα μέρος του επικίνδυνου ελληνικού χρέους εξουδετερώθηκε μέσω υπαγωγής του σε ρήτρα ευρώ, σε καθεστώς βρετανικού δικαίου, και με εμπράγματες εγγυήσεις. Η Γερμανία αγόρασε πολύτιμο χρόνο και τώρα εκτιμά ότι είναι έτοιμη να ακρωτηριάσει την «ειδική περίπτωση» Ελλάδα, για πολιτική αξιοποίηση στο εσωτερικό της και για παραδειγματισμό των υπολοίπων PIIGS.
Φυσικά, οι υπολογισμοί της Γερμανίας και των άλλων σκληρών της ευρωζώνης πιθανότατα θα αποδειχθούν ανεδαφικοί, ίσως και καταστροφικοί για την Ευρώπη, ακόμη και για τους ίδιους. Αυτό όμως ελάχιστα παρηγορεί την Ελλάδα, η οποία επέπρωτο να είναι το πρώτο πρόβατο της αγέλης που πέφτει στον γκρεμό.
Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, από στόματος του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, παρότι γενικόλογες, αφίστανται από τις προεκλογικές εξαγγελίες και των τριών κυβερνητικών κομμάτων. Προφανώς η συναίρεση των τριών προγραμμάτων προς ένα κοινώς αποδεκτό πλαίσιο άμβλυνε τις διαφορές και παραμέρισε υποσχέσεις. Είναι επίσης σαφές ότι η κυβέρνηση Σαμαρά θα προσπαθήσει να δώσει κάποια δείγματα συμμόρφωσης στο πλαίσιο ενεργειών του Μνημονίου, άμεσα, γρήγορα, προτού πάει στο Eurogroup για γενικότερη αξιολόγηση και ανασχεδιασμό. Η πολιτική αστάθεια των τελευταίων μηνών, εξάλλου, εξασθένησε περαιτέρω τον ήδη εξασθενημένο κρατικό μηχανισμό, και εξασθένησε ακόμη περισσότερο την διαπραγματευτική θέση της χώρας, την ώρα μάλιστα που στην Ευρώπη βρίσκεται εξ εξελίξει αναδιάταξη ισχύος και θέσεων.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν θέτει στην κορυφή των προτεραιοτήτων της την αναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου, τώρα. Ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας το είπε με σαφηνεια στους Financial Times: στην παρούσα φάση δεν μπορούμε να ζητήσουμε τίποτε. Το εργασιακό και η αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν αποτελούν επίσης προτεραιότητες της κυβέρνησης. Η υγεία, η παιδεία, το περιβάλλον θα περιμένουν κι αυτά.
Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός έδωσε έμφαση στις αποκρατικοποιήσεις. Αυτό είναι το μήνυμα καλής θελήσεως προς την τρόικα, η οποία ήδη καταγράφει την πορεία εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων. Ωστόσο το καλό μήνυμα προς τα έξω δεν είναι το ίδιο καλό προ τα μέσα.
Πρώτον, διότι οι αποκρατικοποιήσεις δεν έχουν κανένα άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των πολιτών, που δοκιμάζονται από την ανεργία και την οικονομική δυσπραγία.
Δεύτερον, διότι πολλές από τις αποκρατικοποιήσεις αφορούν παραγωγικούς τομείς και μονάδες στρατηγικής σημασίας για την εθνική ανάπτυξη, πράγμα που το αναγνώρισε και ο πρωθυπυοργός.
Τρίτον, μένει να υπολογιστεί το προσδοκώμενο οικονομικό όφελος, που πρόκειται να κατευθυνθεί για μείωση του χρέους· μάλιστα σε συγκυρία απαξίωσης των τιμών.
Τέλος, μένει να εκτιμηθεί το ισοζύγιο των στρατηγικών επιλογών: Τι συμφέρει περισσότερο τη χώρα μεσοπρόθεσμα; Η μείωση του χρέους, όπως ζητούν οι πιστωτές, ή η αναπτυξιακή φυγή προς τα εμπρός; Στη δεύτερη περίπτωση, με ποια αναπτυξιακά εργαλεία και ποιους πόρους θα επιχειρηθεί η ανάταξη της βαριά πληγωμένης σήμερα εθνικής οικονομίας, όταν έως το τέλος του 2012 θα έχει απωλεσθεί περίπου το 20% του ΑΕΠ, εν σχέσει με το 2007; Πρόκειται για ερωτήματα, μάλλον για επιλογές στρατηγικής, που μένουν να απαντηθούν.
Αλλα κρίσιμα, τα κρισιμότερα ίσως, ερωτήματα που μένουν να απαντηθούν από τη βούληση και τις ενέργειες της κυβέρνησης: Πώς θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση τη διαφαινόμενη μαζική στάση πληρωμών εκ μέρους των αδυνατούντων πολιτών; Πώς θα εξασφαλιστεί η στοιχειώδης ρευστότητα για μια αγορά που έχει στεγνώσει, όταν πλέον πνίγονται και υγιείς επιχειρήσεις; Και το κυριότερο ίσως: Πώς θα αντιστραφεί η ψυχική διάθεση των πολιτών, που εκτείνεται από την ηττοπάθεια έως την απόγνωση και τον αυτοχειριασμό;
Οπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση καλείται επειγόντως να φανεί πειστική σε δύο διαφορετικά μέτωπα, το εσωτερικό και το εξωτερικό, τον λαό και τους πιστωτές. Να εκπληρώσει τις υποσχέσεις για ανακούφιση των πολιτών, αφενός· να εκπληρώσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις προς τους πιστωτές, αφετέρου. Η πίεση είναι αμφοτερόπλευρη και είναι ασφυκτική.
Το πολιτικό της κεφάλαιο, για να ανταποκριθεί σε αυτή τη διπλή πρόκληση, δεν είναι επαρκές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι πιστωτές χάνουν την υπομονή τους και εστιάζουν μόνο στα ελληνικά λάθη, χαρακτηρίζοντας τη χώρα ειδική περίπτωση, αρνούμενοι πεισματικά να δουν τα δικά τους λάθη κατά τη σχεδίαση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Ο χαρακτηρισμός “ειδική περίπτωση” είναι επικίνδυνος για την Ελλάδα, και η κυβέρνηση πρέπει να τον ανατρέψει, να βάλει τη χώρα στον διευρωπαϊκό σχεδιασμό, ώστε να μπορέσει να ωφεληθεί από τις νέες ρυθμίσεις για το τραπεζικό και το δημόσιο χρέος. Οσο η Ελλάδα παραμένει άφωνη και “ειδική”, εκτός του κοινού ευρωπαϊκού κεκτημένου, θα κινδυνεύει όλο και περισσότερο να βρεθεί ξεγραμμένη, να θυσιαστεί στο βωμό εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων άλλων χωρών. Ο χρόνος παραμονής στον θάλαμο της “ειδικής περίπτωσης” είναι χρόνος χαμένος υπό κάθε έννοια, διότι σε κατάσταση εξαίρεσης δεν δίδεται ριζικότερη λύση για το χρέος, ενόσω η ύφεση και η ανεργία διαλύουν τη χώρα.
Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία βιώνει μια καταστροφή εν προόδω και είναι αποκαρδιωμένη. Εάν αυτό το μαρτύριο της αναμονής εν καταστροφή παραταθεί πέραν του φθινοπώρου, το αποκαμωμένο πλήθος θα αντιδράσει. Σε κάθε περίπτωση, η τριφυής κυβέρνηση σύντομα θα κληθεί να απαντήσει στις εναγώνιες εκκλήσεις της κοινωνίας, με έργα συγκεκριμένα, που θα ανακουφίζουν υλικά και θα αναθεμελιώνουν ένα κράτος δίκαιο και λειτουργικό. Προς τούτο, διαθέτει λίγο χρόνο, λίγους μήνες, και πεπερασμένο πολιτικό κεφάλαιο, όσο της επιτρέπουν οι εγγενείς της αδυναμίες και το ένστικτο κομματικής επιβίωσης των κυβερνητικών συνιστωσών.
Ενα μήνα προ των εκλογών όλα είναι ρευστά και μεταβαλλόμενα, όπως περίπου η διπολική συμπεριφορά της κοινωνίας: από τη μανία, στην κατάθλιψη. Ενα πέρασμα από γραφεία, μαγαζιά και καφενεία, δυο σύντομες κουβέντες αρκούν για να αντιληφθείς ότι το ποικιλόχρωμο πλήθος, ο κόσμος μας, βαδίζει, δεν βαδίζει καν, στέκεται μες στο σκοτάδι, θρυμματισμένος, αποκαρδιωμένος, τυφλός, έμφοβος.
Οι δημοσκοπήσεις κυνηγούν λαχανιασμένες αυτόν τον τρελαμένο υδράργυρο. Και δείχνουν, με τον τρόπο τους, ότι ο διπολικός μας κόσμος, ο θρυμματισμένος, οδηγεί αναπόδραστα σε ιστορικά πρωτοφανή πολιτική ρευστότητα, τέτοια που έχει να καταγραφεί από το 1950, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου. Η ρευστότητα οδηγεί σε υγροποίηση, σε τήξη του πολιτικού συστήματος που εδέσποσε στην 38ετή Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Τα δύο κόμματα που κυριάρχησαν σε αυτή την περίοδο, συγκεντρώνοντας αθροιστικά το 75%-80% του εκλογικού σώματος, σήμερα καταμετρούνται περί το 38% (Public Issue), με πιθανότητες να καταγραφούν στην κάλπη περίπου στο 40%-50%. Μιλάμε δηλαδή για υποδιπλασιασμό της εκλογικής τους απήχησης μέσα σε δύο χρόνια.
Τα δύο αυτά χρόνια βεβαίως, το 2010-12, συντελείται μείζων ιστορικός μετασχηματισμός της Ελλάδας – και συνεχίζεται. Υπό τους σφοδρούς ανέμους της διεθνούς κρίσης, το μεταπολιτευτικό ιστορικό Παράδειγμα καταρρέει με πάταγο και μεγάλη οδύνη για τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού. Μεταξύ των θυμάτων, τα δύο μεγάλα κόμματα (κατ’ ακρίβειαν, πρώην μεγάλα), τα οποία εναλλάχθηκαν στην εξουσία και τα οποία πολλοί πλέον τα βλέπουν σαν θύτες. Αυτά τα πρώην μεγάλα κόμματα ωστόσο θα κληθούν, κατά πάσα πιθανότητα, μετεκλογικά να στηρίξουν μια κυβέρνηση συνασπισμού. Με ποια νομιμοποίηση και ποιο πολιτικό κεφάλαιο; Ισχνότατα έως ανύπαρκτα. Διότι στη μεν Βουλή μπορεί να εξασφαλίσουν αθροιστικά πλειοψηφία εδρών, αλλά στο εκλογικό σώμα δεν θα διαθέτουν καθαρή πλειοψηφία.
Μια αδύναμη κυβέρνηση συνασπισμού και μια Βουλή με δυσκολίες νομοθέτησης είναι ένα από τα πιθανότερα μετεκλογικά σενάρια, εφόσον δεν παρεμβληθεί κάποιος απροσδιόριστος παράγοντας τις ερχόμενες τριάντα ημέρες, που θα συσπειρώσει τους εκλογείς προς τα πρώην μεγάλα κόμματα. Τις δυσκολίες διακυβέρνησης θα επιτείνει ασφαλώς η ζοφερή πραγματικότητα της χώρας: η ύφεση, η ανεργία, η τήρηση των δυσβάστακτων, πλην ανειλημμένων, δανειακών υποχρεώσεων, η επιβολή νέων μέτρων λιτότητας επί της ακίνητης αγοράς και της εξουθενωμένης κοινωνίας.
Τα κόμματα, παλαιά ή νεοπαγή, πρώην μεγάλα ή πρώην μικρά, δεν έχουν αντιληφθεί τον βαθμό απονομιμοποίησής τους, ούτε τον βαθμό απόγνωσης των εκλογέων – τουλάχιστον αυτό φαίνεται από τη δειλή έως ανύπαρκτη ανανέωση προσώπων και από τις ιδιοτελείς, καιροσκοπικές μεταγραφές. Αλλά και με την τυχοδιωκτική μετατόπιση της ατζέντας που επιχειρούν: αντί να μιλούν ειλικρινά και ρεαλιστικά για την οικονομική καταστροφή και τις δυνατότητες ανάσχεσής της, αντιπαραθέτουν δημαγωγικά την ασφάλεια απέναντι στην εξαθλίωση, υπονομεύοντας εν τοις πράγμασι και την ασφάλεια και την ομοψυχία και την ανάκαμψη και τη δημοκρατία.
Ο κύκλος καταστροφής δεν έχει κλείσει ακόμη.
Ζωγραφική: Μάρω Μιχαλακάκου, Γκαλερί Ιλεάνα Τούντα
Ο φοροπανικός δείχνει ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο. Οι αποκεφαλισμοί στελεχών σε ανεξάρτητες αρχές, οι αναξιόπιστες λανθασμένες λίστες φοροφυγάδων και δημόσιων οργανισμών, η δημόσια παραδοχή ότι δεν λειτουργεί ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, όλα τα πρόσφατα σημάδια δείχνουν ότι η πολιτική διοίκηση έχει χάσει κάθε επαφή με το πραγματικό και το πρακτέο. Η αδυναμία αυτή είναι φανερή και στην αλλαγή της κυρίαρχης ρητορικής: από τη συλλογική ενοχοποίηση του “μαζί τα φάγαμε”, σημειώνεται μια σαφής μετατόπιση προς το “για τα δεινά μας φταίνε οι ξένοι δανειστές”.
Στο σημείο που φτάσαμε εντούτοις δεν αρκούν ούτε οι αλλαγές ρητορικής ούτε οι επισημάνσεις των κυβερνητικών αδυναμιών ούτε οι διαγνώσεις επί του Ευρωπαίου Ασθενούς. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο επείγουσα. Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη σε ιστορικό μετασχηματισμό με άγνωστη κατάληξη: από ευρωπαΊκό κράτος, μέλος της ευρωζώνης, στα κορυφαία 30 κράτη παγκοσμίως ως προς το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της, οδεύει ταχύτατα προς τη βαλκανιοποίηση, προς την κατάσταση λ.χ. στην οποία βρέθηκαν οι γείτονες χώρες μετά την κατάρρευση του πρώην ανατολικού μπλοκ, ή στην κατάσταση που βρέθηκε η Σερβία μετά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί σε τέτοια κατάσταση, και μάλιστα χωρίς να έχει υποστεί τις συνέπειες μιας βίαιης πολιτικής αλλαγής ή ενός πολέμου. Υφίσταται όμως, πρώτη αυτή, τις συνέπειες ενός άλλου ιστορικού μετασχηματισμού, αναλόγως βίαιου ως προς τις συνέπειες, απότοκου της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007-08, της ρήξης της ευρωπαϊκής συνοχής και του κλονισμού της Δύσεως.
Η Ελλάδα ζει την εποχή της απόλυτης ρευστότητας, την εποχή της αποδόμησης του μεταπολεμικού ιστορικού μοντέλου: αποδομείται το κράτος πρόνοιας, αποσαθρώνεται ο συνταγματικός χάρτης, μετονομάζονται θεμελιώδεις έννοιες, το έθνος-κράτος έχει ήδη αποδομηθεί, η διακυβέρνηση επιδιώκει να αυτονομηθεί από τα βαρίδια της πολιτικής της νομιμοποίησης και της δέσμευσης από την αντιπροσωπευτικότητα. Ολα τούτα είναι καινοφανή για την μεταπολεμική περίοδο: υπό αναλογία, συνιστούν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης σε σχέση με τις εννοιολογήσεις της περασμένης περιόδου ειρήνης και ευημερίας για τον Ευρωπαίο άνθρωπο. Ωστόσο, ο ταραγμένος 20ός αιώνας έχει δώσει πολλά ανάλογα φαινόμενα εξαιρέσεων, ρηγματώσεων, ανατροπών, ιδίως πριν από τον Β’ Πόλεμο: επαναστάσεις, εμφυλίους, ετοιμόρροπες δημοκρατίες, ποικίλους ολοκληρωτισμούς.
Η διαρκής ρευστότητα, με την οποία καλούμεθα να συμβιώσουμε, συνιστά ανθρωπολογική ρήξη: καλούμεθα να αποδεχθούμε και να αφομοιώσουμε έναν τρόπο ζωής, ατομικό και συλλογικό, ριζικά διαφορετικό απ’ ό,τι γνωρίζαμε, απ’ ό,τι χωράει το αντιληπτικό μας όργανο. Πολύ περισότερο και από τον τρόπο, πιο καταιγιστικός είναι ο χρόνος: Ο ρυθμός αλλαγών ξεπερνά την τρέχουσα ικανότητα πρόσληψης και αφομοίωσης, την ικανότητα προσαρμογής.
Εντούτοις δεν μπορούμε παρά να να επιβιώσουμε. Ενώπιον αυτής της ιστορικής ρηγμάτωσης, προέχει να συγκροτηθεί ένα μέτωπο σωτηρίας. Ασφαλώς και οφείλουμε να αναστοχαστούμε πώς φτάσαμε ως εδώ, τι έφταιξε, ποιες δομές, ποιες πολιτικές πρακτικές, ποιο συλλογικό ήθος, ποιες ατομικές πράξεις ώθησαν το σύνολο προς την καταστροφή, αλλά η απόλυτη προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στον εντοπισμό και την ανάδειξη των υγιών δυνάμεων που λανθάνουν, που μένουν ανεκδήλωτες, βουβές, αναξιοποίητες, καταφρονημένες. Μετά την αγανάκτηση, μετά την ανυπακοή, έρχεται η σειρά της ενεργοποίησης, η σειρά της εθνεγερσίας και της κοινωνικής αναγέννησης. Ο μεγαλύτερος πλούτος που διαθέτει η χώρα, πέρα από τον ευλογημένο τόπο, τις υποδομές, τα ορυκτά, το κλίμα κ.λπ., ο πλούτος που δεν μετριέται σαν ρευστοποιήσιμο asset, είναι οι άνθρωποι. Με όποια κριτήρια κι αν μετρηθεί αυτό το δυναμικό, με κριτήρια ιστορικά ή με κριτήρια τεχνοκρατικά, θα δείξει έναν λαό μορφωμένων, ευέλικτων, εύστροφων ανθρώπων, ικανών να επιβιώνουν και να προκόβουν σε δύσκολα περιβάλλοντα. Δεν μας έκαναν πιο έξυπνους και μορφωμένους οι επιδοτήσεις, το ευρώ και η ΟΝΕ· ίσα ίσα μπορούμε πλέον βάσιμα να εικάσουμε ότι η ψευδής υπόσχεση εξασφαλισμένης ευημερίας με δανεικά σε σκληρό νόμισμα αδρανοποίησε δημιουργικές δυνάμεις και τροφοδότησε τη νωθρότητα και την απληστία. Η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία, εφόσον υπερβούμε την παλαιά σκέψη και τα πρόσωπα που την εξέφρασαν, και εφόσον αφήσουμε ανοιχτό το δρόμο, ανοιχτές τις δυνατότητες, για τους σιωπηλούς και τους νέους.
Το μεταπολιτευτικό σύστημα αποδομείται εξαιτίας ενδογενών μοχλεύσεων και με τη συνδρομή εξωγενών συμβάντων. Οι μοχλευτές στοχεύουν σε μια ορισμένη κατεύθυνση, προς μια ρευστή κατάσταση όπου το αξιακό πλαίσιο, ακόμη και η γλώσσα, μπορούν να αλλάζουν κατά τις επιδιώξεις του μοχλευτή. Εντούτοις στον βίο, ιδίως στον πρακτικό αλλά και στον στοχαστικό, είναι συχνή η ετερογονία των σκοπών: άλλη η αρχική στόχευση, άλλες οι πολλαπλές καταλήξεις. Ο άνθρωπος, ο πολίτης, το πρόσωπο, το συλλογικό υποκείμενο, είναι πάντα η απροσδιόριστη μεταβλητή που ωθεί προς άγνωστες ισορροπίες. Υπό αυτή την έννοια, η κρίση, όσο κι αν φαίνεται καταστροφική στη βραχεία μας όραση, μπορεί να καταλήξει απροσδόκητα δημιουργική, σαν ένα υπέροχο καίτοι ανερμήνευτο φράκταλ, σαν αποκαλυμμένη συμμετρία.