You are currently browsing the tag archive for the ‘πτώχευση’ tag.

H Μεταπολίτευση νοηματοδοτήθηκε ως τέτοια, αρκετά μετά την 24η Ιουλίου 1974, όταν έπεσε η δικτατορία μαζί με την αλωθείσα Κύπρο. Ασφαλώς είναι μια μείζων διαιρετική τομή στο ιστορικό σώμα της νεότερης Ελλάδας, αλλά θα πρέπει να τη δούμε σε στενή συνάφεια με ό,τι προηγήθηκε του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Πρέπει να τη συνδέσουμε με την περίοδο 1963-67, ιδίως με το καλοκαίρι του ΄65, με τις προσδοκίες και της ματαιώσεις που σφραγίζουν την, κατά Τσίρκα, χαμένη άνοιξη. Με πολλούς τρόπους, τον Ιούλιο του ’74, και με τίμημα μια εθνική απώλεια, αποκαθίσταται μια διαθλασμένη συνέχεια με τον Ιούλιο του ΄65. Ο,τι κατεστάλη, διαψεύσθηκε, ματαιώθηκε τότε, αναδύεται πάλι, μετά εννέα έτη· διαφορετικό βεβαίως αλλά εν πάση περιπτώσει δικαιωτικό. Η πολιτειακή αλλαγή, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, οι ελεύθερες εκλογές, ο εν γένει άνεμος ελευθερίας και πολιτικής ανεξιθρησκίας, είναι τα φανερά ιστορικά στοιχεία.

Υπογείως και υπορρήτως όμως, το διάλειμμα δεν ήταν απλώς μια χρονοανωμαλία, μια καθυστέρηση. Στα χρόνια που μεσολάβησαν ώς το ’74 αναδύθηκε εν τω μεταξύ ένα δημόσιο ήθος, μια βαθύτερη γενική συμπεριφορά που διαπότισαν το συλλογικό σώμα, υποκάτω και πέραν της συμβατικής πολιτικής. Μερικά τέτοια φαινόμενα: Η ιδιότυπη απολιτικότητα που καλλιέργησε η στάση των δικτατόρων «αν δεν ανακατεύεσαι (=αντιστέκεσαι) δεν σε πειράζουμε»· η διάχυση πλούτου σε ανερχόμενα μεσοστρώματα και ημετέρους· τα θαλασσοδάνεια, η οικοδομή και η μαζική επέκταση του τουρισμού με μικρομεσαίες επιχειρήσεις·η εμφάνιση μεσοστρωμάτων και η μικροαστικοποίηση των εργατικών στρωμάτων, που άρχισε τη δεκαετία ’60 συνεχίστηκε απρόσκοπτα την επταετία.

Στο πολιτιστικό πεδίο: γέννηση του ελαφρολαϊκού και εδραίωση της μπουζουκοδιασκέδασης και της «παραλίας» ― αυτό να το δούμε σε αντιδιαστολή με τον έντεχνο λαϊκό πολιτισμό του προδικτατορικού ’60, και σαν πρόδρομο της γενικευμένης σκυλοπόπ από το ’80 έως σήμερα. Κομβικό σημείο: Πώς έγινε η πρόσληψη των πολιτικοπνευματικών κινημάτων του ’68 στο κλειστό ελληνοχριστιανικό περιβάλλον της δικτατορίας; Κυρίως αισθητικά, σαν ποπ μουσική και χίππικη εμφάνιση. Η αφομοίωση του ’68 ξεκινά ουσιαστικά με το φοιτητικό κίνημα του ’72-’73 και διαχέεται μαζικά μετά το ’74, και μάλιστα καταρχάς με τις μαοϊκές εκδοχές. Οι ελευθεριακές, ροκ και υπαρξιακές αναζητήσεις αναπτύσσονται λίγα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, αφού πρώτα πρέπει να ανατραπεί η κηδεμονία των κομματικών νεολαιών, χονδρικά το διάστημα 1977-80.

Η Μεταπολίτευση αρχίζει το 1964 και ολοκληρώνεται με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία: η Αλλαγή του 1981 είναι το έσχατο άκρο αυτής της ρωγμώδους συνέχειας. Η επόμενη τομή είναι το 1989, διττά: αφενός διότι κλονίζεται η γραμμική διαδοχή εξουσίας με τρόπο πρωτοφανή, φέρνοντας στο προσκήνιο την ηθική κάθαρση και ενώνοντας επί τούτου τη δεξιά με την αριστερά· αφετέρου, κλονίζεται η κραταιά κεντροαριστερή πλειοψηφία. Αλλά εν τω μεταξύ το γενικευμένο μικρομεσαίο ήθος της έχει διαποτίσει και την δεξιά και την αριστερά. Στο εξής, οι ρήτορες μιμούνται τον Ανδρέα Παπανδρέου, οι κυβερνώντες αναπαράγουν τον κορπορατισμό και το κομματικό απαράτ του ’80, η δημόσια παιδεία παράγει γλώσσα, ήθος και ελίτ στα μέτρα του μικρομεσαίου ευδαιμονισμού. Δομικό χαρακτηριστικό της περιόδου 1980-2010 είναι η ραγδαία άνοδος του ατομικισμού και παρασιτισμού, παρά τις διαρκείς επικλήσεις του λαού και του δημοσίου συμφέροντος.

Το ’89 εντούτοις δεν ήταν μόνο εντόπιο και βρώμικο. Ηταν πρωτίστως μια ιστορική τομή πλανητικών διαστάσεων. Αυτή την αλλαγή υποδείγματος δεν τη βιώσαμε στην ώρα της, απασχολημένοι όντες με πάμπερς και δίκες. Η τομή έγινε σταδιακά αισθητή εκ του μεταναστευτικού ρεύματος και της αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια, κι επίσης επηρέασε βαθιά τη μείζονα Αριστερά, κυρίως παραλυτικά αλλά και ερεθιστικά. Στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον η Ελλάδα αντέδρασε με εσωστρέφεια και ταυτοχρόνως με αυξανόμενη εξάρτηση από την Ε.Ε.: η ένταξη στην ΟΝΕ και την ευρωζώνη είναι στρατηγικές επιλογές σε έναν ρευστό πολυπολικό κόσμο.

Φευ, η αναζητηθείσα προστασία εντός της ευρωζώνης και το ιδεολόγημα της Ισχυρής Ελλάδος, κορυφωμένο φαντασιακά το καλοκαίρι του 2004, κατέρρευσαν με τη διεθνή κρίση του 2008. Το επόμενο ορόσημο είναι το ρήγμα του 2010, η πτώχευση, η διεθνής επιτήρηση, η συρρίκνωση της οικονομίας, και ο έκτοτε βίαιος μετασχηματισμός της κοινωνίας.

Η Μεταπολίτευση τελείωσε τυπικά το 2010, με μια ιστορική ήττα ανάλογη του ’74, χωρίς καν τις προσδοκίες ανασυγκρότησης του τότε.

PABST_PANDORAS_BOX

Η σύνθλιψη της πολιτικής, η υποβάθμισή της σε παρακολούθημα μιας ιδιοτελούς οικονομικής ορθοδοξίας, ποτίζει κάθε χαραμάδα της ελληνικής πραγματικότητας σήμερα. Πήρε χρόνια να φθαρεί εντελώς, να φτάσει στο ερείπιο που κατοικούμε τώρα, και η κατεδάφιση συνετελείτο πανευρωπαϊκά και διεθνώς, όχι μόνο στην βαλκανική απόφυση των μασκαράδων που υπεδύοντο τις ιδιοπροσωπείες.

Η οικονομική χρεοκοπία ήταν μια μόνο έκφραση της πολιτικής πτώχευσης, η πιο αισθητή, η πιο οδυνηρή ασφαλώς. Η ηθική εξαχρείωση, η διανοητική αποσάθρωση, η παγωνιά των αισθημάτων ή η γενίκευση των αισθημάτων φθόνου και κανιβαλισμού, προέλαυναν επί χρόνια, κατελάμβαναν κάθε εκατοστό του δημόσιου χώρου, αφαιρούσαν το οξυγόνο, ξυπνούσαν δυσοίωνα προαισθήματα, γέμιζαν ανησυχία· αλλά το σοκ το ένιωσαν όλοι μόνο με την υλική πτώση, με την πτώχευση, μπρος στα ειδεχθή ταξικά βάραθρα. Μόνο τότε αντιληφθήκαμε οι Έλληνες, και όχι όλοι ακόμη, ότι ο συλλογικός βίος εκπίπτει και μαραίνεται, αλλάζει έτσι που μπορεί να μη μας περιλαμβάνει όλους ακέραιους, και μόνο τότε, και όχι όλοι, αντιληφθήκαμε ότι ο ατομικός βίος είναι αξεχώριστος από τον συλλογικό. Αυτή η σχέση ατομικού-συλλογικού είναι η πολιτική, και αυτή η σχέση είχε μαραζώσει πολύ καιρό πριν απ’ την πτώχευση.

Μα το πολιτικό εξακολουθεί να υπάρχει και χωρίς την έλλογη πολιτική· να υπάρχει υλικό και πρωταρχικό, θεμελιώδες και αρχέγονο, να υπάρχει απαιτώντας να εκφραστεί με κάθε τρόπο. Στο άγονο κενό που κατέλιπε η πεπτωκυία έλλογη πολιτική, βλασταίνουν τώρα άλογες φανερώσεις του πολιτικού: η απόγνωση, η μοχθηρία, η ξενηλασία, η μνησικακία, ο κερματισμός, η απάθεια, η βουβαμάρα, η καθολική δυσπιστία. Απάθεια μα και απόλυτη δυσπιστία απέναντι στον κυρίαρχο λόγο, σ’ έναν ποβερταλισμό αναβλύζοντα απευθείας από την κλεπτοκρατία και τον παρασιτισμό, μια πτωχολαγνία που υποδύεται την Μοναδική Εναλλακτική Λύση φορώντας ηθικολογική προβιά, αλλά που στην ουσία είναι μια κυνική και σεχταριστική ιδεολογία, μια κοσμική σαρία: οι αδύναμοι αξίζουν τη μοίρα τους, οι μεσαίοι αξίζουν την τιμωρία τους, και η μοίρα τους και η τιμωρία τους είναι φρικτές, δικαιολογημένες από την Αόρατο Χείρα της αγοράς.

Η σύγχυση, η αλλοφροσύνη, το μαλλιοτράβηγμα, το τρελό πινγκ-πονγκ του μίσους όλων εναντίον όλων, απορρέουν από αυτή την κατάρρευση του πολιτικού Λόγου, από την επικράτηση του ψευδοορθολογικού τζιχάντ και της απόγνωσης των γυμνών ψυχών στη σφαίρα του πολιτικού. Το πραγματικό είναι μια μόνο στιγμή στο γενικευμένο ψεύδος ― η εγελιανή-ντεμπορική αντιστροφή είναι η αβάσταχτη αλήθεια μας.

Η πενία είναι υλική συνθήκη που δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στην ανελευθερία, στη γύμνωση της ύπαρξης· ένας βίος οικονομημένος και όχι άπληστος μπορεί να οδηγεί λυσιτελέστερα στην ελευθερία. Όχι όμως η τρέχουσα οικονομία της δυστυχίας. Η βίαιη άδικη πτώχευση τρελαίνει, αφαιρεί βίαια τον χρόνο, την προσδοκία, το ψηλάφισμα του μέλλοντος: κατ’ επέκτασιν, υποδουλώνει ή αποθηριώνει ή και τα δύο μαζί.

Για την επανεύρεση της ελευθερίας και της αλήθειας, μας χρειάζεται να ξαναβρούμε την πολιτική σαν μια οικονομία της ευτυχίας.

εικόνα: G.W. Pabst, Pandora’s Box

VISKADOURAKIS
Το βαρύ πυκνό καλοκαίρι του 2013, πολλοί άνθρωποι που συναντώ, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, μεταφέρουν την ίδια αίσθηση: ότι εκμετράται ο χρόνος της παρούσας κρίσης, ότι βαδίζουμε προς μια κορύφωση. Η κορύφωση έχει ποικίλες καταλήξεις, αναλόγως του συνομιλητή, πάντως όλες είναι δραματικές, οδυνηρές και λυτρωτικές συνάμα.

Τριάμισι χρόνια μετά την κατάπληκτη ομολογία πτώχευσης, τριάμισι χρόνια αλεπάλληλων θυσιών των Ελλήνων της μείζονος πλειοψηφίας και αλλεπάλληλων σφαλμάτων και σφαγών, τριάμισι χρόνια συνεχούς καταβύθισης. Δεν πάει άλλο. Ας γίνει κάτι ριζικό, ας είναι επώδυνο, αρκεί να μη συνεχιστεί αυτή η βύθιση, άλλωστε δεν έχουμε πια και πολλά να χάσουμε. Το λένει άνθρωποι υψηλής μορφώσεως, νοικοκύρηδες έως πρόσφατα, που τώρα αγκομαχάνε να τα βγάλουν πέρα, γονατισμένοι από φόρους, περικοπές μισθών, εξανεμισμένα εισοδήματα, με άνεργους συζύγους και παιδιά, με δάνεια και με σχολάζοντα κληρονομικά ακίνητα που κουβαλάνε φόρους και χαράτσια.

Τρία και πλέον χρόνια από το ιστορικό διάγγελμα του Καστελόριζου, όταν και επισήμως έμαθαν ότι η εθνική κυριαρχία αναστέλλεται επ’ αόριστον, οι αμέριμνοι νοικοκύρηδες της απέραντης μεσαίας τάξης έχουν μάθει εν τω μεταξύ ότι η κρατική χρεοκοπία συνεπιφέρει συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας, ιδιωτική πενία, κοινωνική υποβάθμιση έως πληβειοποίησης, πολιτική αστάθεια. Οι περισσότερες σταθερές του βίου γκρεμίστηκαν, για όλους. Για πολλούς, ο βίος εξέπεσε σε γυμνή ζωή, σε γυμνή επιβίωση. Γι’ αυτούς τους πολλούς δεν υπάρχει πια τίποτε να χάσουν, ούτε να φοβηθούν. Αυτή είναι η κορύφωση, η ρήξη, που την αφουγκράζονται να έρχεται πολλοί Ελληνες τούτο το καλοκαίρι.

Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήδη χαμένοι, όσοι ακόμη χάνουν, και κυρίως όσοι ακόμη σκέφτονται και αισθάνονται, παρά τα αλλεπάλληλα κύματα ενοχοποίησης, σύγχυσης και προπαγάνδας, αυτοί οι άνθρωποι είναι σε θέση ακόμη να αρθούν υπεράνω της οργής και του μίσους του ανήμπορου ηττημένου, και να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Φρονώ ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πολλοί. Και είναι το πολυτιμότερο κοίτασμα της ελληνικής γης. Αλλά είναι ασύνδετοι, σκόρπιοι, σαστισμένοι, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν μοιράζονται μια κοινή εικόνα εαυτού και ένα κοινό σχέδιο πορείας. Πορεύονται μόνοι στα τυφλά.

Η χώρα πορεύεται αφεύκτως, βρίσκεται ήδη, σε μια οικονομία πολέμου, χωρίς τον συμβατικό πόλεμο. Είναι ήδη εμπλεγμένη στον πρώτο γεωοικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα, και στο εγγύς μέλλον θα τον δούμε εναργέστερα. Οπως σε κάθε πόλεμο, την πρωταρχική σημασία την έχει το φρόνημα του εμπλεκομένου και το τι καλείται να υπερασπιστεί, δηλαδή το τί είναι, τι θεωρεί ότι είναι. Ακριβώς αυτό έχει κλονιστεί πρώτο, με το ξέσπασμα της κρίσης: η ταυτότητα. Ποιοι είμαστε, ποιοι ήμασταν, ποιοι καλούμαστε να είμαστε. Πώς βλέπουμε τώρα τους εαυτούς μας, μετά τα χαστούκια, τις ήττες και τους εξευτελισμούς. Αντέχουμε; Αυτό συζητείται εντόνως, όλα αυτά τα τριάμισι χρόνια του Γολγοθά, και αυτό αιωρείται ακόμη αναπάντητο στην κορύφωση του δράματος. Είναι η περιλάλητη «αφήγηση», το όραμα, το σχέδιο, η απόφαση και η πράξη της αναγέννησης.

Τολμώ να υποστηρίξω ότι η κοινή αφήγηση, τέλος πάντων η αφήγηση που θα χωράει πολλούς, όχι όλους, αλλά πολλούς, δεν θα προκύψει πρώτη αυτή και μετά η δράση. Δεν θα σχηματισθεί ακεραία και πλήρης, και κατόπιν θα σπεύσουμε προς εφαρμογήν της. Αντιθέτως, η αφήγηση θα ξεκινήσει σαν δράση και λόγος μαζί, και θα εκκινήσει μερική, αποσπασματική, επείγουσα, από πολλές πηγές συμβάλλουσα σε ρυάκια και κοινά ποτάμια· και θα σχηματίζεται βαθμιαία, αλλάζοντας και αυξάνοντας δυναμικά διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων, των δρώντων σκεπτόμενων υποκειμένων. Θα αναδύεται μια νέα γενική διάνοια.

Είμαστε τα πιο προχωρημένα θύματα μιας κρίσης διπλής, εσωτερικής και εξωτερικής. Αυτή η πρωτοπορία είναι πλεονέκτημα και κατάρα μαζί: μας επιτρέπει να πειραματιστούμε και να καινοτομήσουμε στην επίλυση της δικής μας κρίσης, αφενός· να δούμε πώς μπορούμε να σώσουμε τη χώρα και τους εαυτούς μας. Αφετέρου, η έκβαση της δικής καινοτομίας-σωτηρίας εξαρτάται εν πολλοίς από το διεθνές περιβάλλον. Συγκεκριμένα: Δεν μπορούμε πια να περιμένουμε να μας σώσει η Ευρώπη, αλλά και δεν μπορούμε να σωθούμε αγνοοώντας παντελώς τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Ολα θα κρίνονται διαρκώς πάνω στην κόψη του καιρού και στο ζύγισμα οφέλους-ζημίας. Η επίκληση μιας ιδεατής Ευρώπης που είναι μοναδικός προορισμός, ακόμη κι αν έχουμε μετατραπεί σε προτεκτοράτο εξαθλιωμένων νεοπληβείων, εκτός από σφαλερή είναι και δόλια και επικίνδυνη. Το ίδιο σφαλερή και επικίνδυνη μπορεί να είναι η άκριτη αποδοχή ενός δρόμου που οδηγεί σε ευθεία σύγκρουση με την Ευρώπη ή τέλος πάντων με τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις της, κυρίως τη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, η μονοσήμαντα ραγιάδικη ή η τρελοαντάρτικη στάση, με ιδιοτέλεια ή ιδεοληψία, είναι ολέθριες αμφότερες.

Επιστρέφουμε στην ταυτότητα· όχι ουσιοκρατικά, αλλά δυναμικά. Δεν θα αποφασίσουμε τώρα ποιοι ακριβώς είμαστε εφεξής και τι θα παραδώσουμε στα παιδιά μας. Αυτό διαμορφώνεται διαρκώς στο άμεσο μέλλον. Αλλά για να επιζήσουμε σε συνθήκες οικονομίας πολέμου, πρέπει να συμφωνούμε σε κάποιο ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ας είναι τα πιο πρακτικά, τα πρώτα: μια νέα σχέση του επανιδρυμένου κράτους με την εργασία και τη νέα επιχειρηματικότητα, τη μικροαμεσαία κυρίως, τη ραχοκοκκαλιά της εγχώριας οικονομίας. Η ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που τόσο θαυμαστά και απρόσμενα βλάστησε στους δύσκολους καιρούς. Επιστροφή στη γη και στις τέχνες υπό νέους όρους. Και ταυτοχρόνως, υποκάτω: Αποδοχή και ανανέωση της παράδοσης. Σύνδεση με τη διασπορά. Σύνθεση του πατριωτικού αισθήματος με την οικουμενική εξακτίνωση. Τέτοια.

Η πτώχευση της Κύπρου δεν ανοίγει μόνον έναν κύκλο οικονομικού πόνου για τον κυπριακό λαό· συνδυαζόμενη με άλλες κινήσεις στην περιοχή, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας γεωπολιτικής ισορροπίας, στην οποία ο καθόλου ελληνισμός θα βρεθεί υπό πίεσιν. Η μακρά περίοδος οικονομικής δυσπραγίας της Ελλάδος συνοδευόμενη από πολιτική αδυναμία, συμπίπτει με αλλεπάλληλες τουρκικές κινήσεις πολιτικής ολοκλήρωσης εντός και εκτός των συνόρων της.

Η, έστω προσωρινή, διευθέτηση του Κουρδικού και η επαναπροσέγγιση του Ισραήλ, συμβαίνουν μαζί με την οικονομική πτώση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την διπλωματική της εξασθένηση, την ώρα που ετοιμαζόταν να επωφεληθεί από τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Η Τουρκία πρότεινε ήδη, ειρωνικά ίσως, να ενταχθεί η Κύπρος στη ζώνη της λίρας, αλλά η επιστολή Νταβούτογλου προς την ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν διόλου ειρωνική: προτείνει συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων ή διχοτόμηση της νήσου.

Το θερμό πεδίο, οικονομικά και στρατηγικά, είναι ασφαλώς η ανατολική Μεσόγειος, αλλά η κυβέρνηση Ερντογάν πιέζει την Ελλάδα σε όλα τα μέτωπα και με όλους τους τρόπους. Ο Τούρκος πρωθυπουργός επιμένει στην εκλογή μουφτήδων από τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη και χρησιμοποιεί τη Γερμανία ως πρόσθετο μοχλό πίεσης· ευλόγως: ο λόγος του Βερολίνου ακούγεται στην Αθήνα.

Η εκλογή των μουφτήδων περιγράφεται από την Αγκυρα ως αντίτιμο για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια αμοιβαιότητα: η Χάλκη δεν έχει εθνικό βάρος και δεν εγείρει μειονοτική αξίωση, είναι μάλλον αποκλειστική εσωτερική υπόθεση του Πατριαρχείου, από την οποία το ελληνικό κράτος ουδέν όφελος αποκομίζει. Αντιθέτως, η εκλογή μουφτήδων, η απόδοση δικαιοσύνης μέσω σαρίας και τα ισλαμικά κατηχητικά, αντιβαίνουν στον κοσμικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους και στο ανάλογο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Πολύ περισσότερο που μπορεί να λειτουργήσουν ως προηγούμενο για παρόμοιες απαιτήσεις ισλαμικών ομάδων εκτός Θράκης.

Η πίεση της Τουρκίας προς την Ελλάδα φαίνεται ότι θα κλιμακώνεται. Οι γείτονες προασπίζονται τα συμφέροντά τους, όπως πάντα το έκαναν, και πολύ περισσότερο τώρα που διευθετούν σταδιακά μεγάλες εσωτερικές και εξωτερικές εκκρεμότητες. Το θέμα είναι τι κάνει η Ελλάδα, πώς σχεδιάζει μακροπρόθεσμα τις κινήσεις της και πώς ασφαλίζει τις συμμαχίες της στο νέο ασταθές περιβάλλον. Εχει να συνυπολογίσει αρκετές μεταβλητές: πώς θα εξαρτάται επί μακρόν από τους δανειστές· πώς θα ελέγξει την εκμετάλλευση των ενδεχόμενων δικών της υδρογονανθράκων ώστε να μην αποβούν γεωπολιτική κατάρα· πώς θα ασφαλίσει την εθνική και πολιτική συνοχή σε συνθήκες οικονομικής αστάθειας· πώς θα ελέγξει ενδεχόμενες μειονοτικές αξιώσεις σε αυτό το πλαίσιο.

Στην περίπτωση της Κύπρου είδαμε ότι το οικονομικό ατύχημα συμπίπτει με γεωπολιτική αποδυνάμωση ― ίσως και να προέρχεται εξ αυτής. Είναι ένα επώδυνο δίδαγμα: υπενθυμίζει την παράλληλη μοίρα των δύο ελληνικών κρατών, αλλά και την ανάγκη αρραγούς κοινού μετώπου για τα δύσκολα χρόνια που έρχονται.

To κυπριακό δράμα δεν εκτυλίσσεται μόνον στις πτωχευμένες τράπεζες με τις κουρεμένες καταθέσεις και την ελεγχόμενη εκροή χρήματος· αυτή είναι μια μερική όψη. Πλάι στα στεγνά ATM, μια ολόκληρη κοινωνία αλαφιάζεται μπροστά στο ενδεχόμενο να μην έχει βενζίνη, τρόφιμα και φάρμακα. Και πιο πέρα από τον προφανή τρόμο της θραυσμένης καθημερινότητας, ο κυπριακός ελληνισμός βυθίζεται αίφνης στη ζώνη της γεωπολιτικής αβεβαιότητας: την ώρα της πτώχευσης υπό την πίεση των εταίρων της ευρωζώνης, ο συσχετισμός δυνάμεων και συμμαχιών στη ΝΑ Μεσόγειο ανατρέπεται άρδην. Η Τουρκία απαιτεί μερίδιο στους υπό εξόρυξη υδρογονάνθρακες, ενώ προσεγγίζει Κούρδους και Ισραηλινούς, η Ρωσία αποστασιοποιείται και καραδοκεί, οι ΗΠΑ επισήμως σιωπούν, όσο ο Εκτος Στόλος ελέγχει την περιοχή.

Η Κύπρος φαίνεται να είναι γυμνή και ανυπεράσπιστη, όσο τις μέρες της τουρκικής εισβολής του ’74. Οπως τότε, έτσι και σήμερα, η Ελλάδα είναι αναλόγως αδύναμη και αποδιοργανωμένη. Επιπλέον σήμερα, η Ελλάδα δεν βρίσκεται ενώπιον μιας πολιτικής αλλαγής που ενισχύει τον συλλογικό ψυχισμό, αντιθέτως βρίσκεται σε πτώση, σε μια εν εξελίξει οικονομική και κοινωνική καταστροφή που έχει καταρρακώσει το φρόνημα και τη συλλογική διάνοια. H πτώση διαρκεί τρία χρόνια και συνεχίζεται.
Το σοκ της υπνώττουσας Κύπρου από το Βlitzkrieg του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου μπορεί να περιέχει και τη θεραπεία: οι συζητήσεις στη νήσο είναι περισσότερο ανοιχτές και απενοχοποιημένες, περιέχουν όλα τα σενάρια, διότι το προέχον είναι η σωτηρία με μακρά προοπτική. Και επειδή η πτώση της Κύπρου είναι ακαριαία και απότομη, ενδέχεται και η ανάκαμψή της να είναι ταχύτερη και με τολμηρότερους τρόπους.

Η Κύπρος ίσως είναι το «ατύχημα» που φοβόμασταν στην Ελλάδα· μπορεί όμως και να σημαίνει το πέρας της αδράνειας και της παθητικότητας. Ισως να είναι το αποφασιστικό πλήγμα για να συνειδητοποιήσουμε πόσο επείγει ένα εθνικό σχέδιο ανόρθωσης. Επί τρία χρόνια η χώρα πορεύεται με μόνο σχέδιο τα μνημόνια· αλλά τα μνημόνια σκοπεύουν πρωτίστως στην εξασφάλιση των δανειστών. Τα μνημόνια δεν κομίζουν όραμα για τη χώρα· συμβολικά, κομίζουν έξωθεν πόνο, και ουσιαστικά βρίθουν αντιφάσεων. Υπό αυτή την έννοια, οι ηγέτες, σε όλους τους χώρους, οφείλουν να πάψουν να κρύβονται πίσω από τα μνημόνια των δανειστών, είτε ως άβουλοι εφαρμοστές είτε ως λαύροι ενάντιοι· οφείλουν να αναλάβουν την ιστορική ευθύνη ενός σχεδίου ανάταξης. Ολοι: πολιτικοί οργανισμοί, ακαδημαϊκές δεξαμενές σκέψης, συνδικάτα, κοινότητες, άτυπες συλλογικότητες, πολίτες.

Η επανίδρυση του ελληνικού κράτους δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή θέληση των Γάλλων ή Γερμανών τεχνοκρατών· η επανίδρυση του δημοκρατικού κράτους είναι καθήκον και όρος επιβίωσης των Ελλήνων. Το ίδιο ισχύει για την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού και την επινόηση ενός αναπτυξιακού μοντέλου που θα αξιοποιεί πόρους και ταλέντα. Οποιος αξιώνει δημόσιο λόγο, οφείλει να συμβάλλει με προτάσεις επί των συγκεκριμένων, ανοιχτά, τεκμηριωμένα, χωρίς ταμπού. Μόνο έτσι θα συσπειρωθεί ο καταπτοημένος σήμερα πληθυσμός και θα εκδιπλωθούν οι δυνάμεις του.

Τα ιστορικά ατυχήματα θα πληθαίνουν. Πολλά δεν μπορούμε να τα αποτρέψουμε· μπορούμε όμως να αποτινάξουμε επιτέλους τη σύγχυση, την ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία, την κλάψα. Δεν μπορούμε παρά να αναλάβουμε τις ιστορικές μας ευθύνες.

Η τρέχουσα περιπέτεια της Κύπρου επαναβεβαιώνει την αρχή: οι συμμαχίες είναι δυναμικές, αναπροσδιορίζονται ανά πάσα στιγμή βάσει ιδίων συμφερόντων. Ο Δ. Χριστόφιας και ο Ν. Αναστασιάδης έσφαλαν αντιδιαμετρικά. Ο μεν υπερεκτίμησε τον ρωσικό παράγοντα, ο δε υποεκτίμησε το κόστος της άνευ όρων συμμόρφωσης. Αμφότεροι υποτίμησαν την ιστορική ευθύνη έναντι του λαού που τους εψήφισε. Ολοι έσφαλαν στην εκτίμηση του ραγδαία αυξανόμενου εκγερμανισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ιδίως της ευρωζώνης όπου η Γερμανία επιβάλλει ωμά στους αδύναμους εταίρους το δικό της μίγμα πολιτικών πρακτικών, ακόμη και μονόδρομους επιβίωσης. Αυτό περιέγραψε παγωμένος από τρόμο ο υπουργός Οικονομικών της Μάλτας, που καθόταν ανάμεσα στον Γερμανό και τον Κύπριο ομόλογό του την κρίσιμη Παρασκευή. Αυτό περίπου ψέλισαν οι υπουργοί της Ισπανίας και του Λουξεμβούργου.

Εν όσω η άλλοτε ισχυρή Γαλλία θα σιωπά και η Ιταλία θα παραμένει ακέφαλη, η Γερμανία θα επιβάλλει τη βούλησή της και το εθνικό της συμφέρον ως ad hoc ευρωπαϊκό κανόνα. Οι θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της ισονομίας και της σύγκλισης ερμηνεύονται τώρα αποκλειστικά υπό το πρίσμα της οικονομικής ισχύος.

Η τριετής διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη μάς δείχνει επίσης μια κρίσιμη μετατόπιση εξουσίας στην Ευρώπη: η Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο έχουν υποκατασταθεί από το Eurogroup, την ΕΚΤ και το Βερολίνο. Ακόμη και από το ΔΝΤ. Οι μεγάλες αποφάσεις δεν λαμβάνονται πλέον από εκλεγμένα ή λογοδοτούντα διακρατικά όργανα. Οι κ. Ολι Ρεν, Μπαρόζο, Βαν Ρομπάι είναι σχεδόν γραφικές φιγούρες, εκπροσωπούν την αυτοαναπαραγωγή των χρυσοπληρωμένων fonctionaires των Βρυξελών, αλλά ελάχιστα τις ιστορικές αρχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και δημοκρατίας· και τρέμουν μπροστά στη γερμανική ηγεσία.

Η κατατρόπωση της μικροσκοπικής Κύπρου ωστόσο μακροπρόθεσμα δεν είναι νίκη της Γερμανίας. Είναι ρωγμή στην ευρωζώνη και μια ακόμη αφορμή για ευρωσκεπτικισμό και αντιγερμανικά αισθήματα.

Δεν είν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί: οι στίχοι του Διονυσίου Σολωμού γράφτηκαν για την Ελλάδα που πάσχιζε να ελευθερωθεί, αλλά ταιριάζουν και στην παρούσα περίσταση για την Κύπρο, που πασχίζει να σωθεί. Δεμένες οι μοίρες όμως της Ελλάδας και της Κύπρου, σε όλο τον εικοστό αιώνα, απ΄ τα πρώτα σκιρτήματα της νήσου για αυτοδιάθεση-ένωση έως τον αντιαποικιοκρατικό αγώνα του1955-60 και την χουντική προδοσία του ‘74 που έφερε την πολεμική καταστροφή και την τουρκική κατοχή. Κοινή η μοίρα και στην πρώτη μεγάλη περιπέτεια του 21ου αιώνα, στην πτώχευση.

Πρώτα η Ελλάδα και πολύ αργότερα η Κύπρος, μετά το σκοτεινό ορόσημο του ‘74, συνδέθηκαν με την ευρωπαϊκή οικογένεια για ασφάλεια και ευημερία. Και εκεί ακριβώς, μέσα στην ευρωπαϊκή αγκαλιά, ίσως και εξαιτίας της, τους βρήκε η μεγάλη ιστορική δοκιμασία. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η παρούσα κρίση στέλνει και τα δύο ελληνικά κράτη στην πικρή κοινή αφετηρία του ‘74: όταν η μεν Κύπρος έστηνε εξαρχής κρατική δομή με πρόσφυγες και ερείπια, φτάνοντας εντέλει στο οικονομικό θαύμα του 2000, η δε Ελλάδα ίδρυε την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και την μεταπολιτευτική ευημερία πάνω στις στάχτες της κυπριακής τραγωδίας. Τώρα, με διαφορά τριών ετών, βρίσκονται πάλι αντάμα, στην ίδια σκολιά οδό.

Οπως και να εξελιχτεί η κατάσταση, η Κύπρος θα βγει βαριά πληγωμένη. Η οικονομία της δεν θα μπορέσει εφεξής να στηριχτεί στον υπερτροφικό τραπεζικό τομέα, όπως έκανε την τελευταία εικοσαετία. Η ύφεση και η ανεργία θα την πλήξουν, αν και ίσως όχι στον ίδιο βαθμό με την Ελλάδα· η οικονομία της θα χρειαστεί να αναπροσανατολιστεί βιαίως. Παρ’ όλ’ αυτά, η εκπαρθένευση μεσοπρόθεσμα θα την ωφελήσει, εφόσον επιπλέον διατηρήσει τον έλεγχο στα αποθέματα υδρογονανθράκων. Και εφόσον διατηρήσει και αξιοποιήσει την εθνική ομοψυχία που επέδειξε τις πρώτες μέρες του σοκ. Αλλωστε το πρώτο εξαγόμενο είναι ότι η υπνώττουσα και εγκληματικά ακηδής ηγεσία σύρθηκε από τον λαό σε ενέργειες και αποφάσεις που έπρεπε να τις είχε προφτάσει πολύ πριν την αποφράδα Παρασκευή.
Τα δύσκολα άρα τώρα αρχίζουν, αλλά τουλάχιστον η Κύπρος δεν είναι το πρώτο πειραματόζωο και ήταν η πρώτη που είπε ένα όχι: το όχι δεν αποτρέπει τη ζημιά, αλλά ενισχύει το πολιτικό φρόνημα του λαού, τον κάνει να νιώθει ότι έχει λόγο για την ύπαρξή του και τον βίο του, όπως το όχι του 2004 στο Σχέδιο Ανάν.

Για την Ελλάδα, το πρώτο πειραματόζωο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το σοκ συνεχίζεται αδιάκοπο από τον Μάιο του 2010. Το πολιτικό φρόνημα βρίσκεται στο ναδίρ, λόγω κόπωσης και φόβου· η ήττα ποτίζει τον πληθυσμό. Στο διαδοχικά τιθέμενο δίλημμα «το Λιγότερο Κακό ή το Χειρότερο» η Ελλάδα επιλέγει διαρκώς το Λιγότερο Κακό, και βυθίζεται διαρκώς στα χειρότερα. Τρία χρόνια τώρα, και ο βυθός δεν έχει φανεί ακόμη. Πολύ περισσότερο, το λυγισμένο φρόνημα δεν επιτρέπει να εκδιπλωθούν οι ναρκωμένες και λανθάνουσες δυνάμεις· κι είναι πολλές. Η ηττοπάθεια, η μεμψιμοιρία, η παράλυση, η αυτοϋποτίμηση, ο γραικυλισμός, η σύγχυση ταυτότητας είναι χειρότερες απ΄όλες τις πτωχεύσεις.

Κι όμως, ξανά ο Σολωμός: «Σε βυθό πέφτει από βυθό, ώσπου δεν ήταν άλλος, / εκείθ’ εβγήκε ανίκητος».

Boni pastoris est tondere pecus, non deglubere (Ο καλός ποιμένας προτιμά να κουρεύει τα πρόβατα και όχι να τα γδέρνει)

Η κρίση αναδεύει τον βυθό και φέρνει στην επιφάνεια πράξεις και μυστικά, που υπό κανονικές συνθήκες θα φανερώνονταν πολλά χρόνια αργότερα. Oι αποκαλύψεις του Παναγιώτη Ρουμελιώτη για το παρασκήνιο των πολιτικών αποφάσεων της κυβέρνησης Παπανδρέου, που οδήγησαν την Ελλάδα στο Μνημόνιο Ι και ακολούθως στη χρεοκοπία και το Μνημόνιο ΙΙ, αφορούν ένα τέτοιο ιστορικό μυστικό.

Τα όσα καταμαρτυρεί εις βάρος του πρώην πρωθυπουργού ο τέως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ, κυκλοφορούσαν ήδη ως ημιβεβαιωμένες πληροφορίες και εγράφοντο σε αναλύσεις και χρονικά της κρίσης. Η προσωπική μαρτυρία όμως του Ελληνα λειτουργού και τεχνοκράτη, που μετείχε στο ΔΝΤ την ώρα των ιστορικών αποφάσεων, δίνει άλλο βάρος και άλλη τροπή στη διερεύνηση της περιόδου 2009-2010. Τώρα μπορούμε βάσιμα να εκτιμήσουμε ότι οι Γ.Α. Παπανδρέου και Γ. Παπακωνσταντίνου χειρίστηκαν την κρίση εξ ολοκλήρου λανθασμένα, ότι δεν διαπραγματεύτηκαν επαρκώς, ότι εντέλει σφράγισαν την μοίρα του ελληνικού λαού δρώντας σαν διανοητικά αιχμάλωτοι, όμηροι φόβων και ιδεοληψιών. Τουλάχιστον.

Ασφαλώς θα αναρωτηθούμε γιατί ο κ. Ρουμελιώτης επιλέγει να μιλήσει τώρα, όταν όλα έχουν κριθεί, όταν η Ελλάδα έχει χάσει πια τις όποιες δυνατότητες είχε να διαπραγματευτεί καλύτερα την τύχη της. Θα αναρωτηθούμε περαιτέρω: Γιατί μιλάει; Γιατί δεν σιωπά και δεν απολαμβάνει τις πλουσιοπάροχες αμοιβές του από το ΔΝΤ και τώρα από την Τράπεζα Πειραιώς; Αντιστοίχως, γιατί δεν σιωπά αιδημόνως ο κ. Παπανδρέου, αλλά απεναντίας γυρνάει σε συνέδρια και αναπτύσσει τη δική του εκδοχή για τον χειρισμό της κρίσης και την ατιμωτική αποπομπή του, αναζητώντας απεγνωσμένα δικαίωση εκ των υστέρων;

Φαίνεται ότι ακόμη και για πρόσωπα ψημένα στην εξουσία και στις μεγάλες αποφάσεις, η ιστορική ευθύνη για την εν εξελίξει εθνική καταστροφή είναι πολύ βαριά, δεν αντέχεται. Γι΄ αυτό μιλούν. Μιλώντας την καταστροφή, την ελαφραίνουν μέσα τους· προσδοκούν, αν όχι δικαίωση, τουλάχιστον ανακούφιση. Πολύ περισσότερο, που δεν υπάρχει Μετά: η καταστροφή έχει συντελεστεί και είναι αμετάκλητη, δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα να επιδιορθώσουν ή να ανασκευάσουν.

Ας μην λησμονούμε ότι ο Π. Ρουμελιώτης ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά και δεν δικάστηκε διότι είχε ήδη εκλεγεί ευρωβουλευτής. Φέρει άρα ένα πολιτικό βάρος, και μια ηθική σκιά, από το μακρινό παρελθόν. Δεν θα ήθελε να φέρει και το στίγμα της ολιγωρίας σε μια ιστορική στιγμή που παίχτηκε το μέλλον γενεών Ελλήνων.

Πολύ επαχθέστερο είναι το ιστορικό και προσωπικό βάρος για τον πρώην πρωθυπουργό, παρότι με τον Π. Ρουμελιώτη μοιράζονται την εμπειρία ανάμιξης στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Το όνομά του και η αποτυχία του βάζουν τέλος στην πολιτική δυναστεία τρών γενεών Παπανδρέου. Η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη: Tι άφησε πίσω του, για ποιο μεγάλο έργο ή πράξη θα τον θυμούνται; Θα τον θυμούνται σαν τον πρωθυπουργό με τις χαριτωμένες ιδέες που οδήγησε τη χώρα του σε επαχθή χρεοκοπία και απώλεια εθνικής κυριαρχίας; Ο Γ.Α. Παπανδρέου βρέθηκε αντιμέτωπος με την Ιστορία, και ηττήθηκε. Στο εξής, η Ελλάδα θα του πέφτει βαριά.

ζωγραφ.: Νικόλαος Γύζης, Αράχνη.

Πρίν από τέσσερα χρόνια σε μια μυθοπλασία στημένη στο μέλλον* περιέγραφα την Αθήνα ξεχειλισμένη από Ασιάτες, φτώχεια, βία, τοξική τεχνολογία, προορατικούς μαθηματικούς και στοιχήματα μέλλοντος. Δεν είχε ξεσπάσει ο Δεκέμβρης, το αθηναϊκό κέντρο δεν ήταν τόσο slum ακόμη και κανείς στην Ευρώπη δεν μιλούσε για κρίση χρέους. Αλλά η Ελλάδα ήδη αγκομαχούσε, δύσθυμη και στείρα· είχε φάει το ολυμπιακό κεφάλαιο, είχε κατακάψει δάση και ανθρώπους, και κυλιότανε στο τέλμα, ανίκανη να σηκώσει το κεφάλι και να οσμιστεί το μέλλον.

Ούτε καν το παρόν. Από το βαρύ καλοκαίρι του ’07 έως τον αβάσταχτο χειμώνα  του ’11 δεν οσμιζόμασταν ούτε το παρόν. Ηταν τόσος ο φόβος που τρύπωνε κάτω απ΄το δέρμα, μέσα στη σάρκα και πότιζε τον νου, που αποστρέφαμε το βλέμμα από το ζοφερό παρόν, μουρμουρίζοντας τάντρες και ξόρκια να διαλυθεί το κακό όνειρο και να ξυπνήσουμε στο γνώριμο ζεστό παρελθόν, ας ήταν και το ’07 ή το ’04 και ό,τι να’ ναι, φτάνει να μην είναι αυτό το αβέβαιο, κλονισμένο, ρηγματωμένο Τώρα, το κάθε μήνα και πιο αβέβαιο, πιο ζοφερό.

Από το καλοκαίρι 2007 της δυστοπικής μυθοπλασίας, ξαναπερπάτησα πολλές φορές τους πρωταγωνιστικούς αστικούς τόπους, πλασμένους από 40χρονη διαβίωση και 30χρονα διαβάσματα. Είχαν ήδη μεταμορφωθεί στο διάβα των δεκαετιών, αλλά αυτή η κρίσιμη τετραετία σφραγίστηκε πάνω στην πόλη όχι με τσιμέντο και χάλυβα, με γυαλί, με φόρμα, αλλά με αύρα, αύρα σωμάτων και ψυχών, με vibes φυλών και βλεμμάτων, και με δονήσεις ανάγκης, φτώχειας,φόβου, βίας, ερημιάς.

Είδα ας πούμε το κέντρο και τις γειτονιές να μελαχρινεύουν, να παίρνουν το σκούρο χρώμα των Ασιατών και το μαύρο των Αφρικανών. Οι λευκόδερμες φυλές συρρικνώθηκαν, τους απώθησε η φτώχεια του τόπου υποδοχής, και τους ξανάστειλε στην φτώχεια της πατρίδας τους. Πάνε οι Βαλκάνιοι και οι Ευρωπαίοι. Στα φανάρια, στους αυτοκινητόδρομους, κάτω απ΄τις γέφυρες, στα σοκάκια, στα πεζοδρόμια ων καφενείων, παντού τώρα βλέπω Ινδοασιάτες, μελαχρινούς, σιωπηλούς σχεδόν πάντα, με κάρβουνα μάτια, καθαρίζουν παρμπρίζ για δέκα σέντς, πουλάνε σκουπίδια made in China σε πτωχευμένους οδηγούς και βουβούς οδοιπόρους, γνέφουν ότι πεινάνε και ζητιανεύουν μικροκέρματα. Πάντα αμίλητοι. Μιλούν μονάχα με τα μάτια κάρβουνα.

[Μόνο τον Ισλαμ τον ράφτη της γειτονιάς μου ακούω να με ρωτάει πάντα γελαστά: Πώς θα πάει Ελλάδα αφεντικό; Και φέτος δύσκολα;]

Ο βιότοπος των φαναριών έχει αλλάξει ριζικά. Εχει γίνει απόκοσμος, όλοι κινούνται μαλακά, συρτά, σαν παγωμένοι, οι οδηγοί δεν κοιτούν, ούτε καν εχθρικά, ζαρώνουν στις θέσεις τους, και έχουν ασφαλισμένες πόρτες, οι πωλητές δεν πλησιάζουν και πολύ.

Στον βιότοπο του κυριακάτικου παζαριού στο Γκάζι, κάτω από μολυβένιο ουρανό, μυριάδες μικροβομβούντες διακινούν τόννους μικροσαβούρας, στραβοπατημένα παπούτσια και μικροσκοπικά πουκάμισα, ξεχαρβαλωμένα ράδια.· δεν διακρίνω συλλέκτες και χασομέρηδες αγοραστές, ο ένας παρίας ψωνίζει σαβούρα από τον άλλο παρία. Από τα βάθη της Πειραιώς πλησιάζει αχός και κρότος εξατμίσεων, μια μικροαγέλη Χαρλεάδων με νεοναζί κράνη διασχίζει το σύμπαν της σαβούρας κι ανηφορίζει προς την Ομόνοια. Σε μια στάση λεωφορείου περιμένουν καμιά διακοσαριά άνθρωποι.

Ανάμεσα στους κυρίαρχους μελαχρινούς slumdogs ξεφυτρώνουν και ανοιχτόχρωμοι. Ολο και συχνότερα. Πλησιάζουν ακόμη πιο διακριτικά και μιλάνε ιθαγενή ελληνικά, πουλάνε χαρτομάντηλα. Δεν κοιτούν κατάματα, απομακρύνονται γρήγορα. Οι ομόγλωσσοι στα τραπεζάκια κοιτούν με γυάλινο μάτι, δεν τους βλέπουν, δεν θέλουν να βλέπουν τίποτε. Ο καφές φαρμακώνει. Ενας χιλιαστής ψυχάκιας σχολιάζει μεγαλόφωνα: «Πίνετε τον καφέ σας ξένοιαστοι και κάνετε πως δεν βλέπετε! Δεν υπάρχουν αθώοι! Ερχεται, φτάνει, έφτασε!» Ο λήρος του στέλνει κρύα κύματα στα τραπεζάκια.

Κάθε μυθοπλασία περιέχει θραύσματα ξεχασμένης εμπειρίας, ξεφτίδια όνειρα, ανασυρμένες διηγήσεις, μισοχωνεμένα διαβάσματα. Περιέχει και πρόθεση, βούληση, σχέδιο, κατασκευή. Μα στον πυρήνα πάλλει πάντα μια προεικόνιση του μέλλοντος, ακούσια, σαν επίκληση ή σαν εξορκισμός του. Νόμιζα ότι πρόβαλλα το παρόν όταν ζωγράφιζα αποτροπαϊκά μια Αθήνα σκούρα ινδοευρωπαϊκή με ανδρόγυνα, μάντεις και ψυχεδέλεια, νόμιζα ότι ξόρκιζα το μέλλον σαν πιθανότητα. Εκανα λάθος. Το μέλλον είχε εισβάλει από τότε στο παρόν και ανέβλυζε από μόνο του, θρασύ, ζοφερό, παντοδύναμο.

Με τον ίδιο τρόπο περιμένω πάλι μια νέα φανέρωση.

εικ.: José Muñoz, Ma tristesse
* To «Να θυμάσαι. The Athens Syndrome» περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Οικοεγκλήματα. 14 διηγήματα», εκδ. Κέδρος 2008

H πτώχευση είναι γεγονός. Συντεταγμένη, ελεγχόμενη, υπαγορευμένη, ανά στάδια, αναδιάρθρωση, κούρεμα και επιμήκυνση, όπως και να χαρακτηριστεί, η ουσία παραμένει ίδια. Η Ελλάδα αδυνατεί να εξυπηρετήσει το διαρκώς ογκούμενο χρέος της και οι δανειστές της, εν προκειμένω η τρόικα, κουρεύουν το χρέος και επιβάλλουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις στη χώρα για την αποπληρωμή του υπολοίπου. Οπως και να παρουσιάζει η κυβέρνηση αυτό το «πιστωτικό γεγονός», πρόκειται περί χρεοκοπίας.

Το ερώτημα που αυθορμήτως αναδύεται είναι: Προς τι οι θυσίες και η αιματηρή λιτότητα, από την άνοιξη του 2010 έως σήμερα; Πήγαν χαμένα; Προς τι οι διαβεβαιώσεις περί «τελευταίων» οδυνηρών περικοπών; Πότε έλεγε αλήθεια η κυβέρνηση; Οταν περνούσε το Μνημόνιο, όταν περνούσε το Μεσοπρόθεσμο, όταν εξεβίαζε εκβιαζόμενη, πρίν από κάθε δόση; Οταν πανηγύριζε μετά τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, η οποία τώρα ξαναγράφεται αλλιώς;

Η κυβέρνηση προφανώς δεν μπορεί να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα, διότι δεν αποφασίζει για το μέλλον της χώρας. Απλώς σκύβει το κεφάλι και αποδέχεται ό,τι της υπαγορεύεται. Εχει χάσει τον έλεγχο επί των δημοσιονομικών και επί της οικονομικής ζωής της χώρας, καθώς και επί μεγάλου μέρους της διοικήσεως. Η πολιτική που εφαρμόζει, όση και όπως εφαρμόζεται εντέλει, σπασμωδική, ασυνεχής, αλυσιτελής, προκαλεί το δημόσιο αίσθημα και τις αντοχές των νομοταγών πολιτών, και επιπλέον προκαλεί τη δριμεία κριτική ή και την χλεύη των δανειστών.

Η διατεταγμένη δημοσιονομική πειθαρχία, χωρίς καμία πρόβλεψη διαφυγής προς την ανάπτυξη, βυθίζει τη χώρα στην ύφεση και την ανεργία, καταστρέφει την οικονομία, χωρίς μέχρι στιγμής, να αχνοφαίνεται κάποιο μακροπρόθεσμο, έστω, σχέδιο ανάκαμψης. Τα κονδύλια του ΕΣΠΑ παραμένουν αδρανή, οι δημόσιες επενδύσεις νεκρές. Μια τέτοια παγωμένη, ημιθανής Ελλάδα σε διαρκή ελεγχόμενη χρεοκοπία μπορεί να βοηθά τους θεμιτούς σχεδιασμούς της Γερμανίας, της τρόικας, των Ευρωπαίων, όσων τέλος πάντων προσπαθούν να αποτρέψουν το ανεξέλεγκτο ντόμινο εξ αφορμής του ελληνικού χρέους.
Πόσο όμως θα αντέξει ο ελληνικός λαός με υποδιπλασιασμό του εισοδήματός του, με επικίνδυνη απομείωση βασικών κοινωνικών παροχών, με δραματική πτώση του βιοτικού του επιπέδου; Και για ποια Ελληνική Δημοκρατία θα μιλάμε οσονούπω, μετά την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, σύμφωνα με όσα επισήμως αναγγέλλουν Ευρωπαίοι ηγέτες;

Είναι φανερό ότι οι διαρκείς διασώσεις οδηγούν τη χώρα σε μακροχρόνια ύφεση, τον πληθυσμό σε διαρκή φτώχεια και τη δημοκρατία σε ασφυξία και υποτέλεια. Είναι επίσης φανερό ότι στη μεγάλη σκακιέρα ελάχιστα ή ουδέν μπορεί να πράξει τώρα πλέον η Ελλάδα. Η μόνη δυνατότητα απόκειται στο εθνικό μικροπεδίο: ριζική μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος και απεγκλωβισμός υγιών κοινωνικών δυνάμεων, αυτές είναι οι προϋποθέσεις για οικονομική ανασυγκρότηση.

Από σήμερα η χώρα δοκιμάζεται με ορό αληθείας. Μόνο που κανείς δεν μπορεί μετά βεβαιότητος να απαντήσει στο πιλατικό ερώτημα «τι εστίν αλήθεια». Στο σημείο που έφτασε η χώρα, κάθε λύση, κάθε διέξοδος είναι οδυνηρή κι αυτό το συνειδητοποιούν όλο και περισσότεροι Ελληνες. Το επίπεδο διαβίωσης των περασμένων δύο δεκαετιών δεν θα διατηρηθεί ως έχει, τα εισοδήματα θα συρρικνωθούν αισθητά, η ανεργία θα αυξηθεί και δεν θα υποχωρήσει. Η δεκαπενταετία κρίσης που είχε προβλέψει ο εκλιπών Ιταλός οικονομολόγος Τομάσο Πάντοα Σιόπα, σύμβουλος του πρωθυπουργού, πιθανόν να επιμηκυνθεί. Ο πρώην πρόεδρος της Bundesbank Aξελ Βέμπερ εκτίμησε ότι η κρίση χρέους θα ταλανίζει την Ελλάδα για την επόμενη τριακονταετία. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν η πορεία του χρέους μακροπρόθεσμα θα επηρεάζει λιγότερο έντονα την πραγματική οικονομία, το βέβαιο είναι ότι η ζωή αλλάζει. Εχει άλλάξει. Προς τα κάτω.

Ακόμη και στα «κάτω», εντούτοις, η ζωή συνεχίζεται. Και ίσως όχι χειρότερα από τα «πάνω». Διότι το παλαιό «υψηλό» ήταν απατηλό, ασύμμετρο ως προς τις πραγματικές υλικές δυνατότητες, ταιριαστό μόνο στην απληστία και τη ματαιοδοξία, συμβατό με το ψέμα που καταδυνάστευε βίους, ήθος, κοσμαντίληψη. Ζούσαμε σε έναν κόσμο αντεστραμμένο, όπου η αλήθεια ήταν μια στιγμή μόνο του ψεύτικου, του γενικευμένου ψεύδους. Εξ ου και η σφοδρή ματαίωση, η κατάπληξη, η συντριβή.

Καταφεύγουμε αναγκαστικά σε ηθική, ούτε καν γνωσιολογική, περιγραφή του συμβεβηκότος, διότι τόσο μόνο μπορούμε τώρα, διότι βρισκόμαστε βαθιά μέσα του, μες στη δίνη αλλεπάληλων συμβάντων που κλονίζουν βεβαιότητες και στερεότυπα. Οσο ζαλισμένοι και να είμαστε όμως, όσο τρομαγμένοι, έχουμε τη δυνατότητα και το αναπόδραστο καθήκον να στοχαστούμε την κατάστασή μας χωρίς τη μεμψιμοιρία, τον αυτοοικτιρμό και την αυτολοιδορία που ξεχειλίζουν ήδη από το πληγωμένο θυμικό. Με αυτοκριτική, με έλεγχο του εαυτού, με διόρθωση, ναι, αλλά όχι με αδιέξοδη ενοχοποίηση εαυτών και αλλήλων. Αλλο η κρίση, η δίκη και η απόφαση, άλλο η ενοχή και η δαιμονοποίηση.

Επίγνωση, βύθιση στο παρόν, στην πάσα ώρα. Οτι ο κλονισμός έπληξε πρώτη την Ελλάδα από τον ελληνορωμαΊκό και χριστιανικό πυρήνα της Ευρώπης, νυν κυβερνώμενο από τον Μαμμωνά και τα swaps, μπορεί να μετατραπεί από ατύχημα σε ευκαιρία. Μας δίδεται, πρώτα σ’ εμάς, μια ιστορική ευκαιρία, ανεξαρτήτως της συνδρομής και των Plan B των ταραγμένων εταίρων: η ευκαιρία να αναστοχαστούμε πρώτοι απ’ όλους, εμείς οι λυγισμένοι, τρόπους ανάταξης και μετασχηματισμού, σ’ έναν αιώνα που επελαύνει ήδη με απειλές τραπεζοκρατίας, χρεοκρατίας, άδηλου νεοδεσποτισμού, εκβιαζόμενων δημοκρατιών, εξισωτισμού προς τα κάτω, γενικευμένης μισαλλοδοξίας.  Υπό όρους, η πτώχευση, μπορεί να αποβεί ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τη δημοκρατία, την ανάπτυξη, την πρόοδο, την ταυτότητα, την ελευθερία ― την ουσία τους, σ’ έναν ανορθωμένο κόσμο όπου το ψευδές θα είναι μία μόνο στιγμή του αληθούς.

εικόνα: Πένη Μονογιού

Βαρύ καλοκαίρι, υγρό, με απρόσμενα γυρίσματα του καιρού. Κι η νύχτα διαρκεί περισσότερο, ξαφνικά αρχίζουν να ψάλλουν το εωθινό τα πουλιά του λόφου, και νιώθεις ότι μέρα πυκνή ξημέρωσε πάλι. Νύχτες μακριές, πηχτές, σε πλατείες και υπαίθρια μπαρ, με θερμές συζητήσεις, αντεγκλήσεις φίλων, ερεθισμένα νεύρα. Στους δρόμους αραιή κυκλοφορία, διστακτικά ΙΧ, ανά διαστήματα πολυπρόσωπα περίπολα μοτοσικλετιστών αστυνομίας. Κι όταν συνεδριάζει κρίσιμα η Βουλή, χιλιάδες άνδρες ασφαλίζουν γύρω-τριγύρω τους οίκους της δημοκρατίας, προστατεύουν τους αιρετούς από αγανακτισμένους πολίτες. Δυσοίωνη εικόνα, θλιβερή, στην πολιτική αργκό αποκαλείται “έλλειμμα πολιτικής νομιμοποίησης”.

Θα το λέγαμε και δυσαρμονία μεταξύ λαού και κυβερνώσας τάξης. Aσύμπτωτοι βίοι, παράλληλες πραγματικότητες, άνω και κάτω κόσμος. Οπως και να το ονομάσεις, το πραγματικό παραμένει έτσι: η Ελλάδα χωρίζεται σε όσους θα σωθούν, με απώλειες έστω, και σε όσους θα βουλιάζουν. Τη διαίρεση, υλική και ψυχική, τη νιώθεις πια, την αισθάνεσαι, δεν χρειάζεται να τη συλλογιστείς. Είναι απότοκο της δυσχέρειας κι είναι απότοκο της ανισότητας και της αδικίας: οι πληττόμενοι ελευθεροεπαγγελαμτίες στραβοκοιτάνε τους συνταξιούχους των ΔΕΚΟ, ακόμη και τους ψαλιδισμένες δημοσίους υπαλλήλους, ενδόμυχα φθονούν τους γιατρούς της παρέας ή τους δικαστές, τους μεν γιατί τους υποψιάζονται για μαύρα και φακελάκια, τους δε γιατί δεν θα τους κουνήσει κανένας.

Η αυξανόμενη δυσχέρεια του βίου φέρνει μεμψιμοιρία, ματαίωση, φθόνο, μοχθηρία. Η ευημερία, πραγματική ή επίπλαστη, όσο μοιραζόταν παντού κι άφηνε τα ψίχουλά της εδώ κι εκεί, σκέπαζε τις αντινομίες, κοίμιζε τη σκέψη και τα αισθήματα. Τώρα που αποσύρεται ατάκτως, αφήνει ακάλυπτο το ερεθισμένο νεύρο της μνησικακίας, πικρό το στόμα.

Ακούς διηγήσεις δυσχέρειας, στο όριο της αδυναμίας, από επαγγελματίες και εμπόρους· ακούς διπλανούς που χάσαν τη δουλειά τους, που έχουν παιδιά 25 και 30 χρονών χωρίς καμιά προοπτική εργασίας· γνωστούς που βάζουν πωλητήριο ανάγκης σ’ ένα κληρονομημένο σπίτι και αγοραστή δεν βρίσκουν. Σφίγγεσαι. Κι ύστερα μαζεύεσαι προς τα έσω, βάζεις ασπίδα το χοντρό πετσί, να μη σ΄αγγίξει το κακό του άλλου. Ετσι διαρκώς, μια παλινδρόμηση μέσα-έξω, αυτή η παλινδρόμηση παράγει θλίψη, ψιλή ψιλή, διαπεραστική.

Αγωνιάς για τα παιδιά, τους νέους, κι ύστερα ζηλεύεις τα νιάτα, την αντοχή τους στο χρόνο. Τριγυρνάς σε άλλες γειτονιές, σε άλλους κόσμους, με ανθρώπους ανέγγιχτους, περνούν διαμέσου της δυσχέρειας, «και όσοι έχουν, δεν είναι φτωχοί, καταλαβαίνετε, πιέζονται, είναι άσχημα για όλους», λέει μια συμπαθέστατη κυρία με ξενική προφορά, ανησυχούμε από κοινού για τα παιδιά που ξενιτεύονται στο Amherst College, με ροζέ σαμπάνια στο χέρι, η αττική νυχτιά είναι θερμή και υγρή, στα πόδια μας απλώνεται η πόλη σαγηνευτική, δυσοίωνη. Παράλληλες πόλεις, ασύμπτωτες, αντιθετικές.

Σε κήπους αθηναϊκούς, πυρωμένες πλατείες, τραπεζάκια καφεστιατορίων, σπιτικές αυλές, φιλόξενα λίβινγκ ρουμ, Ελληνόπουλα σαστισμένα, ανήσυχα, προσπαθούν να μετρήσουν τη δυσκολία και να οχυρωθούν απέναντί της. Οι παρέες ανασυντίθενται περιοδικά, με πείσμα, σε ζουρ φιξ που πυκνώνουν, για να κουβεντιάσουν από κοινού και να ψαύσουν το ολισθηρό παρόν. Αθροίζουν συμφωνίες, πληροφορίες, κουτσομπολιά, φήμες, σκορπάνε καταδίκες, ρισκάρουν βραχύβιες προβλέψεις, επικοινωνούν ενδιαμέσως με μέιλ, φέισμπουκ και τουίτερ. Διαρκώς επικοινωνούν, και διαρκώς πηγαινοέρχονται γύρω από τις ίδιες δοξασίες, φωτοτακτισμός γύρω από το φωτεινό μετέωρο της πτώχευσης, αυτό ορίζει τον βηματισμό, τη διάθεση, τον βίο.

Σκεφτόμαστε το πλήθος τέσσερις εβδομάδες στους δρόμους, με σκαμπανεβάσματα, με μούτζες, καραναβάλι που κουράζεται, ελπίδες που λιγοστεύουν, ματαίωση που φουντώνει. Εριξαν μια κυβέρνηση για λίγες ώρες, αμέσως σχηματίστηκε άλλη να εφαρμόσει τα ίδια. Ούτε ένα ψίχουλο δεν κέρδισε το πλήθος. Θ΄αφήσουν τις πλατείες ηττημένοι; Πού θα παροχετευθεί όλος τούτος ο θυμός, αν αποδειχθεί ατελέσφορη και τούτη η τελετουργία; Θα στραφεί προς τα μέσα, παλίνδρομα, θα φαρμακώνει το μέσα, θα γίνει τοξική ματαίωση, απόγνωση, μίσος τυφλό. Κουφό κράτος, τυφλή διοίκηση, ανυπεράσπιστη κοινωνία με φωνή που δεν εισακούεται.

Eίτε να φέρεσαι καλά στους ανθρώπους είτε να τους συντρίβεις, αν τους αφήσεις με ελαφρές πληγές θα σηκωθούν σε εκδίκηση ― αναλαμπή από τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι. Το κράτος θα συντρίψει το λαό του; Διαβάζει Μακιαβέλι τη νύχτα ο δικός μας; Αν ναι, θα διάβασε κι αυτό: Ο ηγεμών θα πρέπει να εμπνέει φόβο, έτσι ώστε αν δεν κερδίσει την αγάπη, να αποφύγει το μίσος.

Στις παρυφές της πλατείας τα μπαρ ξενυχτούν και τζιράρουν, οκτώ ευρώ το ποτό.

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

Ακόμη κι αν υπερψηφιστεί στη Βουλή το Μεσοπρόθεσμο, τις επόμενες ημέρες, η κυβέρνηση θα δυσκολευτεί αφάνταστα να το εφαρμόσει. Διότι δεν θα καταφέρει συγκεντρώσει φέτος τα 6,4 δισ. που απαιτεί η τρόικα: οι λογαριασμοί της κυβέρνησης είναι ερασιτεχνικοί και μνημεία προχειρότητας. Το ένα μετά το άλλο τα μέτρα φοροείσπραξης καταπίπτουν ανεφάρμοστα ή μένουν ημιτελή, μακριά από τους προβλεπόμενους στόχους. Το Μεσοπρόθεσμο είναι κοινωνικά ανεδαφικό: Το ποσόν που προβλέπεται να αντληθεί με έκτακτους φόρους και περικοπές από μικρομεσαίους, μισθωτούς και συνταξιούχους, όχι μόνο εξουθενώνει τους ήδη εξαντλημένους οικονομικά, αλλά επιπλέον πυροδοτεί την ανυπακοή και την οργή των έντιμων, που πληρώνουν αγογγύστως κάθε υποχρέωσή τους προς το κράτος.

Και το ύστατο σφάλμα: η κυβέρνηση με τις παλινωδίες της και τα ψέματα σε σειρά μέτρων (επιστροφή φόρου από αποδείξεις δαπανών, όριο αφορολογήτου, κλίμακα έκτακτης εισφοράς, φόρος ακίνητης περιουσίας κ.λπ.) έκαψε το πενιχρό πολιτικό κεφάλαιο που της εξασφάλιζε ο τρικυμιώδης ανασχηματισμός και η ψήφος εμπιστοσύνης. Είναι πρωτοφανές: ακόμη και ο πιο κακόπιστος ή ο πιο απαισιόδοξος υπολόγιζε ότι η κυβέρνηση θα έβγαζε το καλοκαίρι, δεδομένης της κόπωσης του κόσμου από τις πολυήμερες διαμαρτυρίες, αλλά και μιας ελάχιστης πίστωσης χρόνου που θα εδίδετο στο νέο κυβερνητικό σχήμα. Δυστυχώς για τη χώρα, η ανοχή διήρκεσε μερικά εικοσιτεράωρα, έως τη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης Πέμπτης. Ο πρωθυπουργός υπεβλήθη πάλι σε οδυνηρό τεστ αντοχής εκβιασμού, και επέστρεψε ηττημένος και άδειος, ο δε υπουργός Οικονομικών Β. Βενιζέλος ομολόγησε με παρρησία την τραγική αδυναμία της κυβερνήσεως των Αθηνών να ασκήσει οποιαδήποτε δική της πολιτική: «Ήμασταν υποχρεωμένοι να βρούμε λύσεις αποδεκτές από τους εταίρους… Οι εταίροι δεν νοιάζονται για την ηθική ισορροπία των μέτρων…»

Είναι εντυπωσιακές πράγματι οι παλινωδίες, τα ψέματα και η προχειρότητα κατά την κατάρτιση ενός δεύτερου, αιματηρότερου προγράμματος φοροεισπρακτικών μέτρων, του οποίου την ανάγκη ύπαρξης μάλιστα αρνιόταν έως πρόσφατα ο απομακρυνθείς υπουργός Οικονομικών. Ο τεχνοκράτης Γ. Παπακωνσταντίνου ουδέποτε άσκησε αυτοκριτική για την αποτυχία του Μνημονίου Ι, της συνταγής του και της εκτέλεσής του· έκανε λόγο μόνο για αστοχίες, αστοχίες στην είσπραξη εσόδων, αστοχίες στη μείωση των δαπανών, αστοχίες στον υπολογισμό της ύφεσης. Και επιβραβεύθηκε από τον πρωθυπουργό, δια της μεταθέσεώς του στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ο αντικαταστάτης του κ. Βενιζέλος, σαφώς πιο πολιτικό πρόσωπο, με στοιχειώδη αίσθηση της σφοδρής ανησυχίας που διαπερνά την κοινωνία, ευθύς ως ανέλαβε, επιχείρησε να βεβαιώσει τους πολίτες ότι συμμερίζεται την ανησυχία και σέβεται τις θυσίες τους. Η ευγλωττία του ανδρός όμως δεν αρκεί. Οι Ευρωπαίοι εταίροι-δανειστές, ευρισκόμενοι σε δεινή αμηχανία ενώπιον της συστημικής κρίσης στην ευρωζώνη, σπεύδουν να ασκήσουν τη μόνη πολιτική που γνωρίζουν: αγορά χρόνου και ασφυκτική πίεση στο πειραματόζωο Ελλάς, τον πιο αδύνατο λίθο στο ήδη κλονισμένο οικοδόμημα του ευρώ.

Ωστε το πρόβλημα πλέον δεν είναι αν μπορεί η κυβέρνηση να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μια βιώσιμη πολιτική εξόδου από την κρίση, αλλά αν είναι σε θέση να επιβιώσει η ίδια εφαρμόζοντας υπαγορευμένες ανεδαφικές πολιτικές, που οδηγούν σε ασφυξία την ελληνική κοινωνία. Το ανεδαφικό της ασφυκτικής πολιτικής που υπαγορεύει η τρόικα στην χρεοκοπημένη Ελλάδα, επισημαίνουν πλέον όχι οι συνήθεις αντιρρησίες του εσωτερικού, αλλά κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες, οικονομολόγοι και διεθνείς οργανισμοί: Ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, ο νομπελίστας Αμάρτυα Σεν, ακόμη και ο ΟΗΕ, επισημαίνουν, ο καθείς με τον τρόπο του, τους κινδύνους εθνικής και κοινωνικής αποσάθρωσης σε δοκιμαζόμενες χώρες σαν την Ελλάδα.

Είναι πασίδηλο ότι η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει δεύτερο και τρίτο και τέταρτο μνημόνιο, με δανεισμό που διαρκώς θα διογκώνει το χρέος, και με ύφεση που θα βουλιάζει όλο και βαθύτερα τη χώρα. Είναι επίσης φανερό ότι η οποιαδήποτε διέξοδος από τον κλειστό βρόχο της λιτότητας-ύφεσης δεν μπορεί να προκύψει μόνο με ελληνική πρωτοβουλία. Χρειάζεται οπωσδήποτε και η συμβολή της Ευρώπης. Οι εν συγχύσει και αγκυλώσει Ευρωπαίοι ηγέτες όμως, δεν είναι σε θέση ακόμη να σκεφτούν ριζικά, πολιτικά, επί του πυρήνα της συστημικής κρίσης, που άρχισε το 2008 με το κραχ των τραπεζικών τοξικών και εξακολουθεί σήμερα υπό τη μορφή των εθνικών χρεών. Οι Ευρωπαίοι διέσωσαν τις τράπεζες, αλλά δυσκολεύονται να σώσουν αναλόγως αποτελεσματικά τα κράτη· αγοράζουν χρόνο και μεταθέτουν τις λύσεις, αναβάλλουν τις ριζοσπαστικές αποφάσεις, ξορκίζουν το πρόβλημα, δεν τολμούν.

Η ελληνική περίπτωση είναι πεδίο δοκιμής για τους εταίρους, και πεδίο δεινής δοκιμασίας για τους Ελληνες. Φαίνεται επίσης ότι είναι πεδίο δοκιμασίας για τη δημοκρατία και την πολιτική κουλτούρα, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης. Η καταγραφόμενη δυσαρμονία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής τάξης, το έλλειμμα νομιμοποίησης, η αποτυχία των τεχνοκρατών, η κατίσχυση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, η προδοσία των πολιτικών, η κρίση αντιπροσώπευσης, η ανάδυση νέων επιθετικών εθνικισμών, η επέλαση των στερεοτύπων μίσους, δεν αφορούν πια μόνο την εξασθενημένη και πολλαπλώς βαλλόμενη Ελλάδα· αφορούν όλη την Ευρώπη. Η τύχη της Ελλάδας, η έκβαση της δοκιμασίας της, είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινής ευρωπαϊκής μοίρας. Είμαστε περισσότερο Ευρωπαίοι από ποτέ.

Το κίνημα των Indignados της Ισπανίας, σαν έκφραση και σαν δυναμική, προβληματίζει ήδη τους Ελληνες. Η ανεργία, η ύφεση, η διαφθορά, η ανικανότητα των κυβερνώντων, το έλλειμμα δικαιοσύνης, υπάρχουν και εδώ, με την ίδια ή σφοδρότερη ένταση. Πώς αντιδρά εδώ η κοινωνία, πώς αντιδρά στην Ισπανία; Ο καθείς με τον τρόπο του και με την παράδοσή του.

Στη μεταφρανκική περίοδο, οι Ισπανοί δεν έχουν παράδοση άγριων απεργιών και συγκρουσιακών διαδηλώσεων, όπως οι γείτονες τους Γάλλοι και Ιταλοί. Μετά σαράντα χρόνια σιδηράς και σταθερής δικτατορίας, που επεβλήθη ύστερα από έναν τρομακτικό εμφύλιο, η ισπανική βασιλευομένη δημοκρατία διήγε βίο συγκρατημένο, ίσως και μελαγχολικό, με απόλυτη κυριαρχία ενός παντοδύναμου δικομματικού συστήματος. Αυτό το σύστημα, που οδήγησε τη χώρα σε βαθιά οικονομική και ηθική κρίση, αμφισβητείται τώρα από τις νεότερες γενιές, οι οποίες δεν έχουν αναμνήσεις δικτατορίας, φοβικά σύνδρομα και πολιτική μελαγχολία. Εξ ου και η αντίδραση των νεαρών Indignados είναι μεν σφοδρή, αλλά είναι αχρωμάτιστη κομματικά, είναι καθολική, και είναι δυναμική, αλλά όχι τυπικά βίαιη. Φαίνεται ότι Indignados δεν θεωρούν παράδοσή τους τη μοναχική βία των αυτονομιστικών κινημάτων, της ΕΤΑ λ.χ. Αντιθέτως, στις πλατείες φαίνεται να επανεμφανίζεται η παράδοση κοινοτισμού και αυτοδιεύθυνσης, από τον καιρό της δημοκρατίας του 1936.

Η δική μας παράδοση διεκδικήσεων είναι πιο συγκρουσιακή, πλησιέστερη στην ιταλική και γαλλική παράδοση. Δεν είναι καλύτερη ή χειρότερη, είναι ιστορικά άλλη. Αλλωστε και στις δύο διαφορετικές περιπτώσεις, την ισπανική και την ελληνική, το αποτέλεσμα της διακυβέρνησης είναι κοινό: κρίση και χρεοκοπία. Το κίνημα των Indignados ωστόσο φέρνει την ισπανική κοινωνία σε συγχρονισμό με παρόμοιες εκδηλώσεις διεθνώς ― κυρίως με το άτυπο αιγυπτιακό κίνημα του κογκνιταριάτου, που οδήγησε στην πλατεία Ταχρίρ, αλλά και με άλλα άτυπες κινήσεις στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο, που αναζητούν εναγωνίως αναστήλωση των θεμελίων της δημοκρατίας: Ελευθερία και Δικαιοσύνη.

Το κοινό στοιχείο είναι παραδόξως καινοφανές: οι νέοι εξεγείρονται με παρόμοια αιτήματα και παρόμοιους τρόπους, τόσο στη φτωχή, τριτοκοσμική Αίγυπτο, όσο και στην ευρωπαϊκή, βιομηχανική Ισπανία. Ζητούν ηθική επανάσταση και αξιοπρεπή διαβίωση. Και οργανώνουν τα κινήματά τους αντιιεραρχικά, με εναλλαγές αντιπροσώπων, με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με μέριμνα για αυτοοργάνωση και αυτάρκη επιμελητεία. Εφαρμόζουν στην πράξη, επιτόπου και ακαριαία, μορφές αυτοδιεύθυνσης, σκαρώνουν την κοινωνία της επαγγελίας. Εδώ και τώρα.

Από αυτή την αναδυόμενη παράδοση δυναμικής αλλά μη βίαιης διεκδίκησης θα βλαστήσουν πιθανότατα νέοι ηγέτες, νέες ιδέες, νέες προτάσεις οργάνωσης του δημόσιου χώρου, νέα νοηματοδότηση του κοινού καλού και του λαού, μια επανηθικοποίηση του βίου. Τα χρειαζόμαστε όλα επειγόντως.

Η πολλαπλή πίεση προς τα ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού και η ύφεση που διαρκώς βαθαίνει, προκαλούν αγωνία, σύγχυση, εντάσεις. Η ελληνική κοινωνία, είναι πασίδηλο, περνά μεταιχμιακή φάση, με πολλή οδύνη για πολλούς, και άγνωστη κατάληξη για όλους. Είναι επίσης πασίδηλο ότι σε αυτό το μεταίχμιο διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται, είτε για να επιπλεύσουν είτε για να αποκτήσουν καλύτερες θέσεις στο νέο τοπίο που θα προκύψει, θέσεις νομής ισχύος και πλούτου. Το φανερό διακύβευμα, σε πρώτη ανάγνωση, είναι υλικό: ποιοι θα ξεπέσουν οικονομικά-κοινωνικά, ποιοι θα διατηρήσουν το status τους, ποιοι θα ενισχυθούν. Στον πυρήνα του κοινωνικού ανταγωνισμού, διαρκώς σιγοκαίνε φωτιές: η πάλη για ηγεμονία, αφενός· και μια αυξανόμενη ροπή προς διχασμό του κοινωνικού σώματος, αφετέρου, μια άτυπη σχάση, πολυμετωπική και πολυσθενής. Ατυπος εμφύλιος.

Το Μνημόνιο ήταν η αφορμή, ο πυροκροτητής. Από καιρό, από χρόνια, από τα χρόνια ήδη του «εκσυγχρονισμού», τέλη του 20ού, αρχές του 21ου αι., διαφαίνονταν οι πρώτες ραγισματιές στο ελλαδικό κοινωνικό σώμα. Ο ίδιος ο εκσυγχρονισμός σαν αίτημα πολύ σύντομα φάνηκε ότι δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι καθολικός: δεν μπορoύσε να αφορά όλο το κοινωνικό σώμα, ούτε καν το κήρυττε με ιδιαίτερη ζέση. Η πρώτη ραγισματιά συνέβη με το στρίμωγμα του επενδυτή λαού στο κάγκελο του Χρηματιστηρίου ― αλλά την είδαν πολύ λίγοι, διότι το Zeitgeist επέβαλε λατρεία των αγορών, λατρεία της κερδοσκοπίας και της σπατάλης, θαυμασμό της μίζας. Η ιστορική του φιλοδοξία εξαντλήθηκε με την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη ― καταφεύγοντας σε μαγειρέματα του χρέους και των δημοσιονομικών στοιχείων από την Goldman Sachs, φευ! Οταν δε το κράτος, ρυμουλκούμενο από προσωπικές φιλοδοξίες και διαπλεκόμενα συμφέροντα, ανέλαβε και τη διοργάνωση των πολυδάπανων Ολυμπιακών, εξατμίστηκε κάθε ίχνος της πρωθητικής ικμάδας του εκσυγχρονισμού: εφεξής, το κράτος τροφοδοτούσε αμήχανο μια τελετή υπεραναπλήρωσης.

Η μέθη του συλλογικού φαντασιακού, κατά το αλησμόνητο καλοκαίρι 2004, έφερε τον ύπνο και την αδράνεια, έδειξε μεγεθυμένες τις αδυναμίες και τα κενά. Aλλά η αδράνεια, η ευθυνοφοβία, η αναβλητικότητα, οι υπεκφυγές ξεχείλιζαν. Σχεδόν τρομακτικά. Τρία καλοκαίρια αργότερα, όταν οι πυρκαγιές κατέκαιγαν ανθρώπους και βεβαιότητες, εξεπέμφθη το πρώτο SOS: το πλοίο έπλεε ακυβέρνητο, διασπασμένο, χωρίς φρόνημα. Ο Δεκέμβρης ’08 επιβεβαίωσε και βάθυνε το ρήγμα. Τρομακτικά. Και πάλι η αδράνεια ενίκησε· οι υπεκφυγές επικράτησαν, κι ήταν τόσο ισχυρή η εθελοτυφλία ώστε ακόμη κι όταν εκέσκηψε η κρίση, οι διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια της εθνικής οικονομίας και των καταθέσεων υπερίσχυσαν της ανησυχίας, απέτρεψαν τη λήψη μέτρων…

Η κρίση διέλυσε τη φενάκη του ενός και ομοούσιου λαού των μη προνομιούχων, της δεκαετίας ΄80, διέλυσε τις μονολιθικές βεβαιότητες με τη λήξη του Ψυχρύ Πολέμου, το ’90, διέλυσε τον ατομικιστικό και καταναλωτικό παραδαρμό του 2000. Τη στιγμή της κρίσης, ο λαός αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ενιαίος και ομοούσιος, ότι υπάρχουν ισχυροί και ασθενείς, σύννομοι και άνομοι, ορθόφρονες και λαϊκιστές, ηθικοί και νόμιμοι, συντεχνίες και κλειστά ισνάφια, κοπρίτες και υπεράριθμοι. Οταν δεν το αντιλαμβάνεται, του το υπενθυμίζουν, του το διατυμπανίζουν, με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο. Το νιώθει στο πετσί του, στην υλική του ταπείνωση, στην απομείωση της προσδοκίας, στο φόβο που τρώει τα σωθικά τα αμέριμνα, τα αδρανή.

Οι λαοί είναι πολλοί… Και νιώθουν ένοχοι όλοι. Δυσφορούν. Οργίζονται, μετακυλίουν την οργή, αλληλοϋποβλέπονται. Βαθιά μέσα τους, τα κέρματα λαού νιώθουν να φουσκώνει η ήττα αλλά και η επίνοια: για να μην αφανιστούν πρέπει να κινηθούν, να παλέψουν, να σκεφτούν τους εαυτούς τους εξαρχής, ριζοτομικά, να δράσουν. Δεν είναι εύκολο: στο πεδίο ανταγωνίζονται πολλές ομάδες, αλλά οι περισσότερες απ’ αυτές είναι γυμνές: χωρίς ένυλο οπλισμό, αλλά κυρίως χωρίς ιδέες, χωρίς συνείδηση χώρου και εαυτού, χωρίς ηγέτες. Αυτές οι ομάδες, ασθενείς οι περισσότερες, συχνότατα έχουν κοινά συμφέροντα, αλλά δεν το ξέρουν ή αδυνατούν να συναντηθούν. Αν μείνουν διάσπαρτες, θα ηττηθούν. Αυτή την αδυναμία τους γνωρίζουν άλλες ομάδες ολιγάριθμες, οι οποίες κατέχουν υπέρτερα μέσα, και επιπλέον δρουν πιο συντονισμένα έναντι του κερματισμένου πλήθους, του “εχθρού λαού” που τείνει προς την οχλοκρατία. Εξ ου και η αναμέτρηση έχει μεταφερθεί, υπόγεια αλλά σταθερά, στο πεδίο της ψυχολογίας, των εντυπώσεων, της ηγεμονίας επί του φαντασιακού. Η κυριάρχηση του ενός ή του άλλου πιθανότατα δεν θα προκύψει από μια τυπική σύγκρουση, αλλά στο πεδίο της πειθούς και της χειραγώγησης, με την επιβολή ενός επικρατούντος ρευστού δόγματος τάξεως και την εσωτερίκευση του φόβου.

Κανείς δεν γνωρίζει με τι θα μοιάζει η Ελλάδα σε λίγα χρόνια. Η κρίση που μας πλήττει τώρα φαίνεται να είναι οικονομική και πολιτική· πολύ σύντομα θα φανεί και σαν κρίση κοινωνική και ανθρωπολογική. Η αναμενόμενη ύφεση ―για δύο,τρία, πέντε, περισσότερα χρόνια;― όταν και όπως αποδράμει, θα αφήσει πίσω της μια Ελλάδα διαφορετική, τέτοια που αδυνατούμε να φανταστούμε τώρα. Θα ΄ναι μια δεκαετία δακρύων.

Η μετανάστευση των νεότερων και πιο ευέλικτων ομάδων του πληθυσμού, ίσως είναι το πρώτο φαινόμενο που θα εκδηλωθεί αλυσιδωτά μετά την αναμενόμενη ανεργία και την ύφεση. Η μετανάστευση αυτή πολύ λίγο θα μοιάζει με τη μετανάστευση της δεκαετίας 1910 ή της δεκαετίας 1960· τότε τη χώρα εγκατέλειπαν αγρότες και εργάτες, τώρα θα φύγουν επιστήμονες, στελέχη, μορφωμένοι. Οι συνέπειες μιας τέτοιας μετανάστευσης, που πλήττει ήδη χώρες με παρόμοια προβλήματα, όπως η Ιρλανδία, θα είναι δημογραφική αλλοίωση: όπως μετά έναν πόλεμο, θα παρατηρηθεί “λειψανδρία” στην κρίσιμη ηλικιακή ζώνη 20-35.

Αυτή ακριβώς η γενιά είναι πιθανότερο να θυσιαστεί στο βωμό της ύφεσης. Ποια θα είναι η τύχη μιας χώρας απαρφανισμένης και στραγγισμένης, όταν επιτέλους θα τελειώσει η δεκαετία των δακρύων; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Δεν χωρούν προβλέψεις. Η Ελλάδα τούτη τη στιγμή είναι το πιο προχωρημένο πεδίο πειραματισμού στην δυτικό κόσμο, ένα εργαστήριο κοινωνικής μηχανικής. Θα αντέξει το σοκ της μαζικής φτώχειας και της βίαιης πειθάρχησης μια δυτική μεσαιοστρωματική κοινωνία; Θα μπορέσει να αυτοαναπαραχθούν τα μεσαία στρώματα μέσα στη μέγγενη της πτώχευσης και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης; Ή θα ζήσουμε διαδικασίες πληβειοποίησης και βιαιότατης αναδιανομής του πλούτου; Θα εξακολουθήσει εν ισχύι το κοινωνικό συμβόλαιο του μεταπολέμου, με την τοπική ιδιομορφία του έστω; Θα αντέξουν οι θεσμοί και ο συνταγματικός χάρτης υπό τούτη την ιδιότυπη μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης, που ανομιμοποιεί ραγδαία το τρέχον πολιτικό σύστημα;

Τις απαντήσεις σε αυτά τα πρωτοφανή ερωτήματα είμαστε υποχρεωμένοι να τις δώσουμε εμείς, οι Ελληνες, να τις ανακαλύψουμε ή τις επινοήσουμε. Είναι η ιστορική μας μοίρα. Στους νεότερους χρόνους πορευτήκαμε πάντα υπό την σκιάν της Ακροπόλεως, με το δυσβάστακτο βάρος αυτής της κληρονομημένης σκιάς. Οταν χρειαζόμασταν ιδέες και απαντήσεις, σπανίως κοιτάζαμε προς τους εαυτούς μας, κοιτάζαμε πάντα προς την Ευρώπη. Τώρα, η Ευρώπη κοιτάζει προς εμάς. Οι απαντήσεις, οι ιδέες, θα είναι πρωταρχικά δικές μας, γιατί η βόμβα έσκασε πρώτα στα δικά μας χέρια.

Ασφαλώς, θα αναζητήσουμε συμμάχους παντού, ιδίως στους λαούς που θα ακολουθήσουν, πιθανόν συντομότατα, τον δικό μας χορό του ζόφου. Και σύμμαχοι θα βρεθούν, αργά ή γρήγορα, γιατί το ντόμινο, που άρχισε από την Ιρλανδία και την ισλανδία, συνέχισε στη Βαλτική, πήγε στην Ουγγαρία, συνέχισε προς τη Ρουμανία, ήρθε με νέο ντύμα και σφοδρότητα στην Ελλάδα, ήδη απειλεί όλο τον Μεσογειακό Νότο και την ίδια την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αλλά το ότι θα υπάρξουν συμμαχίες στο μέλλον και ότι και άλλοι λαοί θα υποφέρουν σαν κι εμάς, δεν μας απαλλάσσει ούτε από την οδυνηρή επίγνωση του τι πρέπει να περιμένουμε ούτε από την κατεπείγουσα υποχρέωση να οργανώσουμε στρατηγικές και τακτικές επιβίωσης. Ωστε όταν θα μετρηθούμε, να βρούμε πολύ περισσότερους αυτούς που σώθηκαν, από αυτούς που βούλιαξαν.

Σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης το πολυτιμότερο κεφάλαιο που πρέπει να διαφυλαχθεί είναι το φρόνημα. Είναι το αναντικατάστατο κεφάλαιο, και υπό όρους το πιο ακαταμάχητο όπλο. Το πνεύμα· η διάνοια· το ψυχικό σθένος. Να παραμείνουμε διαυγείς και αναλυτικοί, να μπορούμε διαρκώς να αναστοχαζόμαστε τη θέση μας, το περιβάλλον, τις δυνατότητες. Να είμαστε διαρκώς έτοιμοι να διαφυλάσσουμε το κοινωνικό συμβόλαιο, τους θεμελιώδεις κοινωνικούς δεσμούς, τον συλλογικό βίο.

Εφόσον διασώσουμε το φρόνημα, πρέπει να οργανώσουμε εκ βάθρων και να τελειοποιήσουμε νέες τακτικές στην καθημερινή ζωή. Η ζωή θα είναι βίαια διαφορετική, άρα κι εμείς θα είμαστε διαφορετικοί. Ο φιλόσοφος Μισέλ ντε Σερτώ, που πρώτος στοχάστηκε τις πρακτικές της καθημερινής ζωής στην ώριμη νεωτερικότητα, λέει:

«Μοναδικός τόπος της τακτικής είναι ο τόπος του άλλου. […] H τακτική, επειδή δεν έχει τόπο, εξαρτάται από το χρόνο, επαγρυπνώντας για να ‘πιάσει στον αέρα’ τις δυνατότητες κέρδους. Ό,τι κερδίζει, δεν το φυλάει. Πρέπει διαρκώς να παίζει με τα συμβαίνοντα για να τα μετατρέψει σε ‘ευκαιρίες’. Πρέπει αδιάκοπα ο αδύνατος να αντλεί οφέλη από δυνάμεις που του είναι ξένες.» (μεταφρ.: Κική Καψαμπέλη)

Τόπος της τακτικής για ατομική επιβίωση είναι ο άλλος. Ατομική και συλλογική επιβίωση έχουν κοινό τόπο τον άλλο. Στο άξενο περιβάλλον που ανοίγεται μπρος μας, πρωταρχική έγνοια ας είναι η διάσωση του κοινού τόπου· όπλο μας ας είναι η μήτις, η πολύτροπη νόηση, η διαρκής μετατόπιση, ο ελιγμός, το τέχνασμα και η προσποίηση, το δώρο και το αντίδωρο, η κατίσχυση του αδύνατου επί του δυνατού, η αδιάκοπη εύρεση του περάσματος παρά τα εμπόδια, η νίκη επί της απορίας.

Δίκτυα αλληλεγγύης, δίκτυα τοπικά και υπερεθνικά, αραχνωτές μοριακότητες, δίκτυα αόρατα και φανερά, κοινότητες μοιράσματος, τελετές δώρων. Δίκτυα μοιραζόμενης και πολλαπλασιαζόμενης ευφυΐας· δίκτυα διασποράς αγαθών και ενίσχυσης φρονήματος. Ολα τούτα τα σκόρπια, τα σχεδόν ακατανόητα θραύσματα τώρα, ας είναι σπέρματα για ένα σωτήριο αντιπαράδειγμα, που θα μας κρατήσει όρθιους τα χρόνια του ζόφου, να μη βουλιάξουμε. Με την μήτιν προς τον πόρο: Αν ορθώσουμε το ανάστημα του αντιπαραδείγματος, αν εφαρμόσουμε τολμηρές τακτικές επιβίωσης, ο χρόνος θα είναι στο πλευρό μας, θα τον διαπλεύσουμε. Και μάλλον δεν έχουμε άλλη επιλογή:

Οι απειλές είναι τόσο καινοφανείς, τόσο υπερμοντέρνες, τόσο τρομακτικές, ώστε είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε υπερμοντέρνοι, ριζοσπάστες, καινοτόμοι. Μόνο ως πολυμήχανοι παρτιζάνοι μπορούμε να ελπίζουμε: ότι θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε, και ότι μέσα από τον μακρύ ζοφερό πόρο, θα φανεί σώος ο κοινός τόπος, άλλος, και εμείς, άλλοι.

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

buzz it!

H ελληνική κρίση: Συνομιλία με την Ann Cahill, υπεύθυνη ευρωπαϊκών θεμάτων της ιρλανδικής εφημερίδας Irish Examiner.

The Greek tragedy is not just a tale of a country going broke, of corruption, or when living beyond one’s means finally catches up with a nation, warns Nikos Ksidakis.
It marks a fundamental challenge to our democracies, where power decisively shifts from states to markets and corporations in which ordinary people will have no say.

He does not believe that the Greek people will be able to bear the conditions they will be forced to live under as tax increases and wage cuts bite this year.

He also believes that the measures imposed by the eurozone and the IMF in exchange for the €110 billion bail-out will not be enough to cut the budget deficit of 13.4% of GDP and the country’s massive borrowings.

As a result, he says, more cuts will be required, but these will be undeliverable and the government will not survive. Even now there is a push from business for an election, and he believes this will happen in the autumn.

In the meantime the Greek people are going through all the emotional states of grief as their economy collapses. Now they are in shock as the austerity measures cut public servants’ salaries in half, pensions are decimated and taxes soar.

Mr Ksidakis said: «Nobody can imagine the effect. Most Greek people have become used to a middle class life with a house and money to spend and a mortgage. Now they will not be able to service their loans and mortgage and the future is looking very, very bad, and it’s a shock.»

The demonstrations of the last few weeks have been an expression of terrible, unbelievable anger that is not just aimed at the government, but against all political systems and everyone involved. It is no longer just the radicals that are angry but ordinary people, and this has turned them into a furious mob, railing against a political system that has betrayed everybody.
Ολόκληρο το άρθρο

Θυμός-λύπη, απάθεια-κατάπληξη, αγωνία-παραίτηση, μανία-κατάθλιψη, όλα τα δίπολα περιγράφουν την παρούσα Ελλάδα. Κυρίως κατάπληξη και παγωνιά, κατάπληκτος μετεωρισμός. Σαν να έχει πέσει βόμβα ψυχοτρονίων και ζούμε διεσταλμένα το απειροελάχιστο διάστημα ανάμεσα στη λάμψη και την έκρηξη: το βλέμμα μας συλλαμβάνει αισθητικά την ωραία λάμψη κλάσματα δευτερολέπτου πριν μας τυφλώσει, πριν ακούσουμε τον κρότο, πριν η έκρηξη μάς σαρώσει.

Σε αυτό το dt ξετυλίγεται ο πρότερος βίος, ο έκλυτος και αμέριμνος βίος ο δανεικός, και μαζί προεικονίζονται θραύσματα από τον βίο εφεξής, εικόνες παρόντος, εικόνες μέλλοντος. Παρελθόν, παρόν και μέλλον μαζί, κράμα: Γιατί το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα.

Είπαμε, λέμε από καιρό, ότι το πολιτικό σύστημα έχει γκρεμιστεί, ότι ο λαός το ανέχθηκε και το υπέμεινε, το ψήφιζε, και συχνά συναλλάχθηκε μαζί του σε αναδιανομές δανεικού ή κλοπιμαίου πλούτου, σε διαδικασία αμοιβαίας εξαχρείωσης. Από φούσκα σε φούσκα και από αναβολή σε αναβολή, φορτώνοντας τα βάρη στις μέλλουσες γενεές, ρημάζοντας τη γη, τα ποτάμια, τις θάλασσες και τους οικισμούς, το ήθος της κοινότητας και τις συλλογικές συμπεριφορές.

Το ‘χουμε πει από καιρό, σαν ψυχανέμισμα κραδασμών και φόβων, σαν σύλληψη της αγωνίας που διέτρεχε το κοινωνικό σώμα, ακόμη και σε στιγμές κραιπάλης. Τα λέγαμε τον καιρό της μέθης του εκσυγχρονισμού που έμεινε μισερός και μίζερος, ιδεοληπτικός και πτωχαλαζών, και βούλιαξε εντέλει στα θολόνερα του χρηματιστηρίου («οι αγορές μάς ψηφίζουν!») και της ολυμπιακής φενάκης. Το λέγαμε πάνω στα αποκαϊδια των πυρκαγιών του θέρους ’07: η δύσθυμη μεταδημοκρατία πρηζόταν και ξεχείλιζε με σκάνδαλα ηλίθιων και ανήθικων. Δεν σταματήσαμε λεπτό ν’ ακούμε την τρομερή βοή των πλησιαζόντων· δυστοπικά οράματα τρύπωναν στα πληκτρολόγια, μελαγχολία στοίχειωνε τις οθόνες. Ημασταν πληκτικοί, προβλέψιμες κασσάνδρες.

Ο σκοτεινός Δεκέμβρης ‘08 ήταν ο πιο φανερός σπασμός. Κι όμως ελάχιστοι έστερξαν να τον αφουγκραστούν, να ερμηνεύσουν τις φλόγες των δεκαεξάρηδων, την ηλεκτρική εκκένωση του “Νo Future”. Είπαν ότι δεν σημαίνει τίποτε, ότι καλά βαδίζουμε και χωρίς δεκαεξάρηδες, χωρίς ανυπάκουους εφήβους, ότι η λύση είναι περισσότερη τάξη, περισσότερα δάνεια, με άλλο υπουργό θα είμαστε καλύτερα.

Ηρθαν οι άλλοι υπουργοί. Οι παλιοί βυθίστηκαν στην καταφρόνια. (Και παρ’ όλ’ αυτά κυκλοφορούν αντρόπιαστοι, πάνε στην ταβέρνα, ίσως και να ΄χουν σιγουρέψει τις καταθέσεις τους έξω.) Οι καινούργιοι εξελέγησαν θριαμβευτικά από τον λαό, με σύνθημα “τα λεφτά υπάρχουν”: αυτό το τελευταίο ψέμα ο λαός ήθελε απεγνωσμένα να το πιστέψει. Ο πρωθυπουργός έφερε αμέσως αρχιτέκτονες, έταξε πράσινη αντάπτυξη, μοίρασε μπλάκμπερι. Δυο-τρεις μήνες αργότερα, μιλούσε για κερδοσκόπους και Τιτανικούς, για απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Προχθές μίλησε για Ιθάκη, κάπου στο απώτερο μέλλον. Θα μιλάει κι αύριο και μεθαύριο, θα εκφωνεί κείμενα άδεια, άψαχνα λόγια. Κανείς δεν ακούει πια.

«Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε. / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ. / Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. / Το θέμα είναι τώρα τι λες» (Μαν. Αναγνωστάκης, Στόχος 1970).

Τώρα τι λες… Τις λες εσύ, μαστροπέ λαέ, πιερότε αφηγητή, θύμα και θύτη. Ο κρότος της βόμβας έφτασε, δες τα ερείπια, κι ετοιμάσου να σηκωθείς μέσα στον κουρνιαχτό. Σήκω, άκου τον Νικία τι λέει στους αποκαρδιωμένους, ηττημένους Αθηναίους στη Σικελία: «ἄνδρες γὰρ πόλις, καὶ οὐ τείχη οὐδὲ νῆες ἀνδρῶν κεναί». Οι άνθρωποι είναι η χώρα, η πόλις, η δημοκρατία, η κοινότητα. Οι άνδρες ελεύθεροι, όχι ανδράποδα, παρίες και δούλοι. Εχει τέτοιους άνδρες και γυναίκες η Ελλάδα σήμερα, η Ελλάδα μετά την αποπληξία και την πτώση;

Εχει. Οι καλύτεροι Ελληνες δεν έχουν μιλήσει ακόμη. Εμειναν σιωπηλοί για πολύ καιρό, παραμερίστηκαν από τους ανάξιους, τσαλαπατήθηκαν από τους αριβίστες και τους χαμερπείς, πικράθηκαν κι αποσύρθηκαν. Τώρα αλληλοαναγνωρίζονται από κοινά σημάδια: ποιος αγωνιά, ποιος νοιάζεται, ποιος είναι έτοιμος να δράσει κι όχι να σιχτιρίσει, ποιος είναι ετοιμοπόλεμος. Νέες ιδέες, νέα πρόσωπα, νέες και αναβαπτισμένες συλλογικότητες, ρήξεις με τους αγύρτες και τους ριψάσπιδες.

Είμαστε υπερμοντέρνοι, στο έδαφός μας δοκιμάζονται σχήματα του μέλλοντος, δυστοπίες και ουτοπίες, η αυτονομία και η ετερονομία. Η Ελλάδα τούτη τη στιγμή ζει την έκρηξη της υπερνεωτερικότητας, την τήξη του παλιού κόσμου. Η μοίρα το ‘φερε, δυο φορές σε δύο χρόνια, η Ελλάδα να εικονίζει το μέλλον: τον χειμώνα του ’08 και την άνοιξη του ’10. Για καλό και για κακό, είμαστε υπόδειγμα μετασχηματισμών. Είμαστε εικόνα από το μέλλον.

Και η ευτυχία θα είναι η εκδίκησή μας (φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη)

Τα πρώτα σημάδια της ύφεσης είναι οι γνωστοί και οι φίλοι που μένουν χωρίς δουλειά, άνθρωποι επαγγελματίες, έμπειροι, πετυχημένοι, στα σαράντα ή στα πενήντα, με οικογενειακές υποχρεώσεις, με δάνεια να τρέχουν, με παιδιά να σπουδάζουν, με στρωμένη ζωή. Η Μ., στέλεχος διαφημιστικής, απολύθηκε προ πενταμήνου κι ακόμη να βρει δουλειά· ο Ν., έμπειρος δημοσιογράφος, έμεινε χωρίς δουλειά ενώ και η σύζυγός του βρισκόταν ήδη εκτός εργασίας όλο τον τελευταίο χρόνο· η Ε., με την οποία προ ημερών σχολιάζαμε τα εγχώρια μήντια, πήγε στο γραφείο της την περασμένη Δευτέρα και της είπαν ότι δεν τη χρειάζονται πια· η Ι., διαζευγμένη μητέρα ενός φοιτητή στο εξωτερικό, απολύθηκε λόγω περικοπών· του freelance Κ. του πρότειναν μείωση αμοιβής κατά 60%! Και τα λοιπά και τα λοιπά…

Ξαφνικά, τις τελευταίες μέρες τέτοια είναι τα νέα που ακούω, αυτά σκεπάζουν καθετί άλλο, στάχτες και ρουκέτες. Ξαφνικά; Πόσο ξαφνικά; Το περιμέναμε: αυτό είναι η ύφεση. Ανθρωποι χάνουν τη δουλειά τους, ζωές ανατρέπονται, ζωές τσαλακώνονται, η φτώχεια πλησιάζει με βήμα ταχύ. Λίγο πριν την εγκατάσταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στα υπουργεία, λίγο πριν την έλευση τρίτου και σφοδρότερου κύματος περικοπών υπό την κωδική ονομασία αποπληθωρισμός.

Ολες οι περιπτώσεις ανθρώπων που μαθαίνω ότι χάνουν τη δουλειά τους προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα. Αραγε κι αυτοί ευθύνονται για τα ελλείμματα και το υψηλό κόστος του Δημοσίου; Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι εργαζομενοι πάντα υπό πίεση, υπό διαρκή κρίση και υπό ανταγωνισμό, ευθύνονται για τη χαμηλή παραγωγικότητα; Οχι. Απλώς η παγωνιά και η αβεβαιότητα στην αγορά και στις επιχειρήσεις, η πτώση της κατανάλωσης, η αναδίπλωση όλων, βρίσκουν διέξοδο χτυπώντας τον ευκολότερο στόχο: τους εργαζόμενους. Οι σαραντάρηδες και οι πενηντάρηδες βγαίνουν από το κάδρο· στους δε νέους δεν επιτρέπεται καν να μπουν στο κάδρο: ένας στους τρεις νέους έως 24 ετών βρίσκεται εκτός εργασίας· στη δε ηλικιακή ομάδα 25-34, στην πολυπληθέστερη και πιο δυναμική ομάδα που εισέρχεται στην εργασία, η ανεργία εκτοξεύτηκε από 2,6% πέρυσι, στο 14,6% φέτος ― 12 ποσοστιαίες μονάδες, πενταπλάσιοι άνεργοι…

Ωστε το μείζον κοινωνικό πρόβλημα που αναδύεται, η πιο απτή και δραματική επίπτωση της επελαύνουσας ύφεσης είναι η ανεργία. Και η απειλή φτώχειας που φέρνει μαζί της, η υποβάθμιση του ατομικού και οικογενειακού βίου, ο βίαιος κλονισμός της κανονικότητας, ο συνοδός ψυχισμός ήττας και ματαίωσης, αδυναμίας, απόγνωσης.

Πώς θα ελπίσουμε σε ανάκαμψη με τόσους συμπολίτες, τόσους συνανθρώπους ματαιωμένους και απεγνωσμένους; Πώς θα προστατεύσουμε την κοινωνική συνοχή, πώς θα αποτρέψουμε τις πικρές αντιδράσεις πικραμένων και αδικημένων ανθρώπων; Ανθρώπων που θεωρούν εαυτούς αδικημένους και πεταμένους;

Αυτό πρέπει πρώτα απ’ όλα να απαντήσουμε, κράτος, θεσμοί, κοινωνικές οργανώσεις, πολίτες: Πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε αρμονικά, συντεταγμένα, φτωχότεροι μεν, αλλά όχι ηττημένοι και απελπισμένοι, με διαρκή θρήνο και παραίτηση, με διαρκή κατάπληξη και αδράνεια. Πώς θα μπορέσουμε να διασώσουμε τα θεμέλια του κράτους δικαίου και του κράτους πρόνοιας, χτισμένα με κόπο και αίμα, πώς θα εξαφανίσουμε την παραοικονομία και τη διαφθορά, πώς θα αξιοποιήσουμε, την υστάτη έστω ώρα, τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και τις λανθάνουσες αναπτυξιακές δυνατότητες.

Το ζήτημα τώρα είναι να διασώσουμε τον συλλογικό βίο και τις αξίες του. Λ.χ. να σώσουμε τους πιο άτυχους συμπολίτες μας από την ήττα και την καταφρόνια, γιατί η μοίρα τους είναι και δική μας μοίρα, γιατί η μοίρα που χτύπησε τώρα αυτούς είναι κοινή μοίρα. Ο κανιβαλικός ατομικισμός, ο ηθικός σχετικισμός, ο χυδαίος υλισμός του μαύρου χρήματος μάς έφεραν σε αυτό τον γκρεμό· θα τα αποτινάξουμε. Κοινότητα, κοινωνία, σημαίνουν συμμετοχή, συμπάθεια, ενσυναίσθηση ― αυτή είναι η βαθύτερη ουσία του δημοκρατικού βίου, του έλλογου βίου, του οργανικού βίου.

Τα καινοφανή προβλήματα δεν απαιτούν μόνο νέα νοητικά εργαλεία, απαιτούν και επαναφορά κάποιων παλαιών αξιών, λησμονημένων, υποβαθμισμένων ή συκοφαντημένων. Πρώτο βήμα για τη σωτηρία είναι η εν τω βάθει κατανόηση του τοπίου, των μηχανισμών, των διαδικασιών που μάς εφεραν ως εδώ· η κατανόηση μπορεί να μάς οδηγήσει σε ανάκτηση ταυτότητας, συλλογικής αυτοεικόνισης, να αναγνωρίσουμε ποιοι είμαστε. Για να διαμορφώσουμε νέα συνείδηση. Και να φύγουμε προς τα εμπρός, να δράσουμε, να ανακαινιστούμε. Ολοι μαζί, εν κοινωνία.

buzz it!

Του Αγίου Γεωργίου ανήμερα, 2010. Ο Ελληνας πρωθυπουργός από το Καστελόριζο, από την εσχατιά της ελληνικής επικράτειας, ανακοίνωσε την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το πιστόλι που ο ίδιος είχε βάλει στο τραπέζι εκπυρσοκρότησε.

Η επυρσοκρότηση μπορεί να καταλήξει σε αυτοχειριασμό ή αυτοτραυματισμό, θα το νιώσουμε· μπορεί όμως να εκληφθεί και σαν πιστολιά του αφέτη, σαν σινιάλο για εκκίνηση. Βεβαίως μπορεί να σημαίνει και τα δύο: ο πυροβολών αφέτης τραυματίζεται καίρια και οι δρομείς ξεχύνονται στην κούρσα.

Ποια είναι η κούρσα; Ποιοι οι δρομείς; Ποιο το τέρμα και ποιο το έπαθλο; Κούρσα είναι η Ζωή Μετά Το ΔΝΤ, μετά την πτώχευση. Δρομείς, οι Ελληνες, όλοι ή σχεδόν όλοι. Τέρμα και έπαθλο η διάσωση της κοινωνίας και της χώρας.

Είπαμε, σύμφωνα με ένα σενάριο, ο αφέτης αυτοτραυματίζεται, εξουδετερώνεται. Πράγματι, το πολιτικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα σε αυτό το σημείο, παρότι προσπαθεί ακόμη να διατηρήσει κάποια εξουσία, υπό το φως των ραγδαίων εξελίξεων φαίνεται να εξουδετερώνεται: εφεξής χάνει τον έλεγχο των κινήσεων, χάνει τη δυνατότητα πολιτικών πρωτοβουλιών, και πολύ σύντομα, καθώς ο πολιτικός χρόνος πια έχει πυκνώσει πρωτόγνωρα, θα χάσει την ανοχή του κοινωνικού σώματος, θα χάσει και τα τελευταία ίχνη πολιτικής νομιμοποίησης.

Οι δρομείς έχουν φύγει μπροστά, σε κούρσα αντοχής, σε Μαραθώνιο, σε μια κούρσα που απαιτεί όχι μόνο φυσική αντοχή, αλλά και στρατηγική, σχέδιο, τακτική, σθένος ― σθένος και πίστη προπάντων. Οι δρομείς είμαστε όλοι εμείς, όλοι όσοι παραμένουμε σε τροχιά ζωής με αξιοπρέπεια και δημιουργικότητα, αλληλέγγυοι και μοντέρνοι, με συναίσθηση ιστορίας, με υπερηφάνεια για την κοινότητα, με έγνοια για την πατρίδα, με ευθύνη για τις επερχόμενες γενιές: αυτά μάς ενώνουν, αυτά που λησμονήσαμε και υποτιμήσαμε και χλευάσαμε. Μόνο αυτά μπορούν να μας κρατήσουν ζωντανούς, να μάς εμπνεύσουν και πάλι για μια καινούργια αρχή. Αυτά είχαμε, αυτά έχουμε: αυτή η πατρίδα δεν πουλιέται, δεν χάνεται.

ζωγραφική: Πέρης Ιερεμιάδης, 2006

buzz it!

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: