You are currently browsing the tag archive for the ‘προσδοκίες’ tag.
Aπό το 2010 ώς την αρχή του 2015 αλλάξαμε πολύ. Οχι μόνο ατομικά, αλλά και συλλογικά, σαν κοινωνία. Για πολλούς, η κρίση βιώθηκε σαν καταστροφή· έχασαν τη δουλειά τους, είδαν την επιχείρησή τους ή το επιτήδευμά τους να φθίνει, δεν καταφέρνουν να τα φέρουν βόλτα, αισθάνονται ότι χάνουν την αξιοπρέπειά τους. Για πολλούς περισσότερους η κρίση σήμανε την συρρίκνωση των προσδοκιών και την αδυναμία σχεδιασμού του μέλλοντος, σήμανε την είσοδό τους σε μια περιοχή φόβου και επισφάλειας, ακόμη κι αν διατηρούν τη δουλειά τους, ακόμη κι αν μπορούν να συντηρήσουν κάποιο ευπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Για μια μερίδα, μάλλον την πιο ολιγάριθμη, η κρίση δεν άλλαξε τις ορίζουσες του βίου, αλλά ακόμη κι αυτοί κατά βάθος δεν έχουν μείνει ανέπαφοι συναισθηματικά και διανοητικά.
Ολες αυτές οι ατομικότητες, διαφοροποιημένες ποιοτικά και με διαφορετική ένταση, επηρεαζόμενες από εξωχώριες επιδράσεις, από καχεκτικούς θεσμούς προστασίας και δικαιοσύνης, συνθέτουν στην αυγή του 2015 μια κοινωνία πολύ διαφορετική από την κοινωνία προ του 2010. Πρόκειται καταρχάς για μια κοινωνία που έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό τις αυταπάτες και τα αυτονόητα της προ κρίσης εποχής· ταυτοχρόνως, έχει κλονιστεί το αξιακό σύστημα, έστω αυτό της άκοπης ευμάρειας και της πίστης στην γραμμική πρόοδο, μαζί ωστόσο με θεμιτές προσδοκίες και κανονικότητες, ιστορικά θεμελιωμένες. Το έδαφος τρέμει.
Και πρόκειται επίσης για μια κοινωνία που χαράζεται από καινοφανείς ταξικές τομές: το απέραντο μικρομεσαίο πλήθος διασπάστηκε βίαια και αιφνιδιαστικά, σε πολλών ειδών ομάδες: ολοσχερώς αδύναμους, νεόπτωχους, χρόνια άνεργους, επισφαλείς, μερικώς απασχολούμενους, συντηρούμενους με συντάξεις γονέων, προσωρινά σωζόμενους, διασωθέντες.
Ολες τούτες οι φανερές υλικές αλλαγές, και οι άδηλες ψυχοδιανοητικές μαζί, οδηγούν αναπόδραστα σε έναν καινοφανή ρευστό κοινωνικό σχηματισμό, με νέες ορίζουσες και νέους διαχωρισμούς, ο οποίος αναζητεί σύστοιχες πολιτικές εκφράσεις. Η μετατόπιση είναι φανερή ήδη από τις διπλές εκλογές του 2012, ιδίως τον Μάιο, όταν κονιορτοποιήθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα και άλλαξε όλη η γεωγραφία της Μεταπολίτευσης. Θα ήταν σφάλμα να αποδώσουμε την τέτοιας έκτασης αναδιάταξη μόνο σε οργή, αγανάκτηση ή τιμωρητική διάθεση.
Μια σκέψη για το άμεσο μέλλον. Μάθαμε να λέμε μετά το κραχ του 2008, ότι η πολιτική υπακούει στα κελεύσματα και τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των αγορών. Κάποιοι συγγραφείς το περιγράφουν ως μεταδημοκρατία και, πρόσφατα, ως τυραννία των μεγάλων εταιρειών. Υπάρχει μια επιπλέον διάσταση: η πολιτική έχει μετατραπεί σε διαμάχη ομάδων συμφερόντων, έχει χάσει τον καθολικό και ενοποιητικό της χαρακτήρα. Κάθε ομάδα συμφερόντων, λόμπι ισχυρών ή συντεχνία, διεκδικεί για λογαριασμό της μια προνομιακή μερίδα παροχών του κράτους πρόνοιας ή των κρατικών επενδυτικών πόρων, και κατά τη διεκδίκηση αυτή αποκλείει όχι μόνο κάθε άλλη ομάδα, αλλά, ακόμη χειρότερα, αποκλείει τη δυνατότητα να αρθρωθεί ένας καθολικός πολιτικός λόγος, να διατυπωθούν διεκδικήσεις με οικουμενικό χαρακτήρα, που θα αφορούν ολόκληρη την κοινωνία και όχι μεμονωμένες ομάδες. Ο συντεχνιασμός, τα προνόμια προστατευμένων θυλάκων, τα ολιγοπώλια, η νομή της εξουσίας και των δημόσιων πόρων από αυτοαναπαραγόμενες ελίτ, ο κατακερματισμός εντέλει του κοινωνικού σώματος, είναι αιτίες της κρίσης που θα πρέπει να αρθούν.
Η έξοδος από την κρίση δεν εξαρτάται μόνο από τη ρύθμιση του χρέους· εξαρτάται πρωτίστως από την λυσιτελή πολιτική έκφραση των νέων κοινωνικών υποκειμένων και από την αποτελεσματική σύνθεση των επιμέρους θεμιτών διεκδικήσεων σε μια πανεθνική επιδίωξη, με αξίωση καθολικότητας, με φιλοδοξία διάρκειας και μακράς πνοής.
Το Σαββατοκύριακο ήταν μια αναμονή. Με σημείο κορύφωσης την ενδεκάτη νυκτερινή, στο γύρισμα προς Δευτέρα. Η Αθήνα τυλίχτηκε απ’ τη σιγαλιά, καθώς πολλοί κάτοικοι σκόρπισαν στις παραλίες για ένα μπάνιο. Υπό όρους, η αναμονή θύμιζε το καλοκαίρι του 2004 ― μείον την αμεριμνησία, την αφέλεια εκείνης της εποχής, την ασυγκράτητη αισιοδοξία. Τώρα, ακόμη και η πρόκριση στους 16 του Μουντιάλ ζυγίστηκε και βρέθηκε ελλιπής· τώρα, ο εθνικός ενθουσιασμός δεν αρκεί για να σβήσει τις πολύμορφές πλην βαθιές πληγές στο σώμα της κοινωνίας. Ο,τι έχει παρεμβληθεί τα τελευταία χρόνια σαν κρίση, σαν σοκ, σαν ταπείνωση προσδοκιών, σαν ενδημική δυσπιστία, αυτό τέλος πάντων, μετριάζει και τις πιο απλές χαρές, τις απροσδόκητες, σαν να έχει αφήσει φαρμάκι στο στόμα. Η κρίση μάς έφτιαξε άλλους, μας φτιάχνει άλλους.
Μια αλλαγή: η διαρκής διάθεση για κατάκριση. Μια σοβαροφάνεια, ένας πραγματισμός, μια ξινίλα, μια τεχνοκρατίλα, που πασχίζουν να περάσουν σαν αντικειμενική επιστημονική γνώση, ακόμη κι αν αφορούν ένα παιχνίδι, μια τελετή εκτόνωσης. Το σκεφτόμουνα όση ώρα άκουγα τον τηλεσχολιαστή: επικριτικός, καχύποπτος, στυφός, σκοτεινός παντογνώστης, συγκαταβατικός στην καλύτερη περίπτωση, ακόμη κι όταν ο ιδρώτας μούσκευε το γκαζόν στο 120ό λεπτό. Και πόσες ελληνικούρες και σολοικισμοί, πόσες υπερβολές, για να υποστηριχθεί η διαρκής κατάκριση…
Τη σοβαροφάνεια μπορώ να την καταλάβω: υπερασπίζεται τη σπουδαιότητα της θέσης του. Αλλά προς τι η απαξίωση; Σκέφτομαι ότι η σύγχρονη μιντιοκρατία προσφέρει μια αίσθηση παντοδυναμίας στους λειτουργούς της, ενώ ταυτοχρόνως τους αφαιρεί την ικανότητα συμμετοχής στο κοινό αίσθημα. Οι δημοσιογράφοι συχνά αναπτύσσονται σ’ ένα θερμοκήπιο, όπουν θάλλουν η ορθοφροσύνη, η αυταρέσκεια, η εξουσιολαγνεία, η πολυπραγμοσύνη. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, οι διαπιστευμένοι ή οι αρμόδιοι συμπεριφέρονται, σκέφτονται, μιλούν σαν να είναι αυτό το αντικείμενο της δουλειάς τους. Σαν να είναι προπονητές, εκλέκτορες, σέντερ φορ, υπουργοί, πολιτικοί ηγέτες…
Παράλληλα, τα χρόνια της κρίσης επισώρευσαν ορισμένα νέα στοιχεία στον δημόσιο λόγο: μια ισχυρή ροπή για απόλυτες εκφράσεις, απόλυτες περιγραφές και ερμηνείες, μια μεγάλη ενίσχυση της τάσης για πολιτική ορθοφροσύνη και ηθικολογία, μια υποχώρηση του δαπανώμενου κόπου για κατανόηση και συμπόνια, για υπέρβαση και συγχώρεση. Παντού ένας ατομικισμός που διαιρεί και κατακρίνει. Συχνά, μάλιστα, όσο πιο ταπεινωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο απαιτητικός γίνεται με τους άλλους, πιο επικριτικός. Σαν να ζει μόνος του, σε μια γυάλα, και παρατηρεί τους άλλους, χωρίς επαφές, χωρίς τριβές, χωρίς συγκρούσεις.
Την απάντηση στους σοφιστές την έδωσαν οι ποδοσφαιριστές, οι τυπικά ατομικιστές και σταρ, οι καλοπληρωμένοι. Ιδρωσαν, έλιωσαν, κυνήγησαν, δεν παραδόθηκαν, ξεπέρασαν τους εαυτούς τους. Ηξεραν ότι οι συμπολίτες τους χαιρόντουσαν. Κι όταν ο πρωθυπουργός τους συνεχάρη για την πρόκριση, δεν ζήτησαν πριμ και δώρα. Ζήτησαν ένα σπίτι για την εθνική ομάδα, ένα προπονητικό κέντρο.
Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι η Εθνική, η τροπαιούχος και αγωνίστρια, μένει άστεγη: της κάνουν έξωση από τις αθλητικές εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά. Μαζί με τους εθνικάριους ποδοσφαιριστές άστεγοι μένουν όλοι οι αθλητές της εθνικής ομάδας στίβου, οι νεαροί πρωταθλητές που φιλοξενούνται στους ξενώνες, τα παιδιά που σηκώνουν τα κύπελλα και τα μετάλλια στις διεθνείς διοργανώσεις ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Ο Αγιος Κοσμάς πουλήθηκε μαζί με το Ελληνικό.
Αφεύκτως, θυμόμαστε πάλι το 2004 της μέθης του Euro και των Ολυμπιακών, όταν η Αθήνα ήταν ολόκληρη μια αθλητική εγκατάσταση.
Ο Δημήτρης με είχε προειδοποιήσει: Η Ζωή της Αντέλ είναι πολιτική ταινία. Είχε δίκιο, ως συνήθως. Αλλωστε και η έξοχη προηγούμενη ταινία του Αμπντελατίφ Κεσίς ήταν μια διεισδυτική πολιτική-κοινωνική ματιά, το «Κουσκούς με φρέσκο ψάρι».
Πίσω από τον πρωτεϊκό έρωτα της έφηβης Αντέλ για την ζωγράφο Εμα περιγράφεται το σαλπάρισμά προς τη ζωή· και μέσα από την παθιασμένη σχέση της περιγράφεται η ασύμπτωτη πορεία της προς τον ταξικά άλλο, τον πολιτιστικά, αξιακά, σχεδόν ανθρωπολογικά διαφορετικό. Στον κόσμο της μεσοαστής Εμας ύψιστη αξία είναι η επιτυχία, η ανάδειξη στον δημόσιο χώρο ως μοναδικότητα, η αυτοπραγμάτωση μέσω της τέχνης, μια ντερτεμινιστική πρόοδος· η ύπαρξη έχει νόημα μόνο αν φωλιάζει στο Υψηλό, στο διακεκριμένο, στις sublime κορυφές του αστικού ευρωπαϊκού Κανόνα. Ο επιτυχημένος πρέπει να ζωγραφίζει, να γράφει, να δημοσιεύει, να ξεχωρίζει τα κρασιά, να γεύεται στρείδια, να συναναστρέφεται beautiful πρόσωπα, γκαλερίστες, θεωρητικούς τέχνης, αποδομιστές χίπστερ, να είναι κουλ.
Ο κόσμος της λαϊκής Αντέλ, Γαλλίδας πρώτης γενιάς, γόνου μεταναστών, συγκροτείται πρωτίστως από την ανάγκη, τις αισθήσεις, τα αισθήματα. Η απλή καρδιά της είναι σαν της φλωμπερικής Φελισιτέ· χορταίνει με μακαρόνια και κυμά, με φιλιά, με μια απλή δουλειά, απολαμβάνει σουβλάκι με γύρο, ολοκληρώνεται πνευματικά δουλεύοντας νηπιαγωγός και δασκάλα. Η απλή καρδιά της χορταίνει με αμερικανικό σινεμά, με λικνιστική ρέγκε και γαλλομαγκρεμπιανά υβρίδια· ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι στο ίδιο σκαλί στράτευσης με τον Σαρτρ. Η απλή καρδιά της διψά για ζωή, και δίνεται της ζωής με αφέλεια και λαιμαργία, ανεπιτήδευτα, ζωικά. Ολοκληρωτικά.
Αλλά η ζωή είναι σκύλα. Η σοφιστικέ αστή Εμα, η μορφωμένη, η λιμπερτίνα, η καλλιτέχνις-ήρωας της νεωτερικότητας, θέλει την Αντέλ αλλιώς, άλλη, τη θέλει Υψηλή, ντρεσαρισμένη εντός του Κανόνα. Και η σοφιστικέ καρδιά της δεν περιέχει συγχώρεση· μόνο πρόοδο και επιτυχία.
Στο πρόσωπο της Εμας βλέπω τα εμβρόντητα παιδιά της παρ’ ημίν μεσαίας τάξης, των καλών σχολείων, των πτυχίων, των μεταπτυχιακών, των διδακτορικών· των παιδιών που πίστεψαν, και πιστεύουν ακόμη, ότι η ζωή ξετυλίγεται ντετερμινιστικά διαρκώς προς τα άνω, σκαλί-σκαλί, πτυχίο-πτυχίο, όλο και πιο άυλη, όλο και πιο στυλιζαρισμένη, όλο και πιο συμμορφούμενη στον Κανόνα, με εκλεπτύνσεις του πνεύματος και πειθάρχηση του σώματος, με χτίσιμο ενός μοναδικού εαυτού λάμποντος στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Είναι τα παιδιά της μεσαίας τάξης των πρόσφατων δυο-τριών δεκαετιών, που βρέθηκαν στη ράχη του ευδαιμονιστικού κύματος και γαλουχήθηκαν ως περιούσια και μοναδικά, προνομιούχα πλάσματα με συνεχές οικογενειακό μπακ-απ για την επιμηκυμένη εφηβεία και το τυπικά πλούσιο βιογραφικό.
Η κρίση αιφνιδίασε αυτά τα ευάλωτα ελληνόπαιδα, τα προστατευμένα από την ανάγκη, τα προφυλαγμένα ακόμη κι από τις ίδιες τους τις αισθήσεις και τα αισθήματα, από τις δοκιμασίες του σώματος και της ύλης τους. Τα βρήκε προς το τέλος της μακράς, άληκτης εφηβείας, με τυπικά πλούσιο βιογραφικό· κατά τα άλλα όμως απαράσκευα, υπερφίαλα, ανώριμα, καλοαναπτυγμένα φυτά εσωτερικού χώρου που εκτέθηκαν αίφνης στο ξεροβόρι και στον καύσωνα.
Η δυσχέρεια είχε γίνει αντιληπτή πριν από την κρίση. Ενα-δυο χρόνια μετά την ολυμπιακή φαντασμαγορία του 2004, μιλούσαμε ήδη για τη γενιά των 700 ευρώ· το καλοκαίρι των πυρκαγιών του 2007 μερικοί από τους ήδη ανήσυχους κατέβηκαν στο Σύνταγμα και στάθηκαν βουβοί με μαύρα τι-σερτ. Ηταν τυπικά πολυπροσοντούχοι, αλλά το πολιτικό σύστημα και η παραγωγική δομή της χώρας δεν τους χρειάζονταν, περίσσευαν, θα έπρεπε να συνεχίσουν να ζουν με οικογενειακό επίδομα· οι πόρτες της κοινωνίας ήταν κλειστές. Ηταν ένα αχνό προείκασμα των Αγανακτισμένων του 2011, όταν μαζί με τους μηδέποτε ενταχθέντες νέους κατέβηκαν και οι γονείς τους και οι άνεργοι και όλη η λαχταρισμένη μικρομεσαία Ελλάδα.
Η δυσχέρεια έχει πάρει πλέον χαρακτήρα δημογραφικού σοκ. Η γενιά των 700 ευρώ έγινε γενιά των 476 ευρώ, έγινε γενιά της μετανάστευσης, έγινε χαμένη γενιά. Οι υψηλές προσδοκίες βίου και καταξίωσης των πολυπροσοντούχων style conscious βλαστών της μεσαίας τάξης έχουν πέσει στον καιάδα της πληβειοποίησης.
Ξαναγυρνάμε στην Αντέλ, την απλή καρδιά: στέρεες αιματώδεις αξίες, ο τρόπος που αισθάνεται το σώμα της, τη δουλειά, τις σχέσεις, την ίδια τη ζωή σαν θαύμα. Είναι μια οδός.
Δεν είδα τα σημάδια της κρίσης στους δρόμους της Αθήνας, όπως τα είχα δει στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες, μάς είπε προχθές η Ναόμι Κλάιν. Είναι ίσως αυτή η διαφορά της παλαιάς Ευρώπης από τη νέα Λατινική Αμερική, συμπλήρωσε η διάσημη Καναδέζα συγγραφέας, η βαθύτερα ριζωμένη κοινωνική συνοχή. Ισως επειδή οι μηχανισμοί της οικογένειας διασώζουν τα πληγέντα μέλη, συμπληρώσαμε εμείς. Η Κλάιν βρίσκεται στην Ελλάδα για μια διάλεξη και για τα γυρίσματα μιας ταινίας με θέμα την περιβαλοντική και οικονομική κρίση ανά τον κόσμο. Δεν είχε δει πολλά, γ’ αυτό μιλούσε προσεκτικά και άκουγε εξίσου προσεκτικά τη μικρή νυκτερινή παρέα.
Κατά τη συζήτηση, κάναμε υποθέσεις: Συνηθίζουν οι άνθρωποι στην ανεργία και στην πτώχευση; Μετά το σοκ και τις σφοδρές αντιδράσεις του πρώτου καιρού, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού συμπεριφέρεται σαν να υποτάσσεται στη νέα κατάσταση, να προσαρμόζεται, να το παίρνει απόφαση. Ως εάν η κρίση, αυτή η διαρκής κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, να γίνεται η νέα κανονικότητα.
Από μια άποψη, αυτό συμβαίνει συνήθως μετά μία καταστροφή· η ζωή συνεχίζεται, το ποτάμι κυλάει σε νέα κοίτη. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να βολτάρουν, να απολαμβάνουν ένα τραγούδι, να συγκινούνται με μια χειρονομία, να ερωτεύονται, να κάνουν παιδιά, να αστειεύονται. Φέρνουν τη ζωή στα μέτρα τους, πιο στενόχωρα ίσως, διαφορετικά, αλλά αυτό είναι.
Βέβαια, προσαρμόζονται όσοι μπορούν να προσαρμοστούν: όσοι περισώζουν ακόμη μια δουλειά και κάποιο εισόδημα, έστω μειωμένο. Οσοι δεν έχουν απορριφθεί ολοσχερώς. Διότι, όπως μετά από κάθε καταστροφή, έναν πόλεμο λ.χ., πίσω μένουν πολλά θύματα. Στην περίπτωση της Μεγάλης Υφεσης, που δεν είναι μόνο ελληνική, τα θύματα είναι τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Και οι περισσότεροι νέοι. Αυτοί έχουν πέσει τώρα, κι αυτοί θα μείνουν πίσω, πεσμένοι ή βραδυπορούντες, όταν θα έρθει η σταθεροποίηση και η ανάκαμψη. Γι΄αυτούς η κρίση λειτουργεί σαν ένα αχανές διαρκές πουργατόριο· το νέο περιβάλλον, όταν και όπως διαμορφωθεί, δεν θα τους χωράει όλους, κάποιοι θα περισσεύουν και θα ξεμείνουν σε άλλη βιοτική πίστα, στις παρυφές, στα χαμηλά, κοντά στους sans papier μετανάστες, ένα σκαλί πάνω από τους ανώνυμους των τράνζιτο. Πόσοι; Μισό, ένα, ενάμισι, δύο εκατομμύρια; Αγνωστο.
Οι υπόλοιποι θα προχωρούν, θα ανοίξουν το βήμα· οι περισσότεροι θα ρίξουν ένα βλέμμα πίσω και μετά δεν θα ξανακοιτάξουν. Η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι τόσο απλή, όσο ακούγεται· το κοινωνικό τραύμα δεν επουλώνεται τόσο απλά και τόσο γρήγορα, αφήνοντας απλώς μια αντιαισθητική ουλή. Το τραύμα ενδέχεται να παραμείνει χαίνον. Σε κάθε περίπτωση, θα έχουν χαθεί η όποια συνοχή και η όποια ομοιογένεια του παλαιού σώματος, προ Υφεσης. Θα έχουν αλλάξει οι όροι της συμβίωσης και οι προσδοκίες ― μα ήδη αυτό συμβαίνει για πολλούς. Το σοκ παράγει αφειδώς νέα ανισότητα, βίους κινούμενους σε παράλληλες ασύμπτωτες πίστες.
Η Ναόμι Κλάιν περιέγραψε την κοινωνική μηχανική του σοκ. Ζούμε μια εφαρμοσμένη εκδοχή του.

Λούλα και Τσίπρας.
Η προσεκτική ανάγνωση των δημογραφικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών των εκλογέων του περασμένου καλοκαιριού (π.χ. εδώ και εδώ) και των ευρημάτων πρόσφατων δημοσκοπικών ερευνών (εδώ και εδώ) δείχνει την ελληνική κοινωνία να μετατοπίζεται μαζικά κατά την πολιτική της έκφραση, έστω και στο σχετικά περιορισμένο πλαίσιο που συνθέτουν οι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί.
Οι μετακινήσεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις πολιτικές προτιμήσεις, όσο με τις ραγδαίες ανακατατάξεις στην οικονομική και κοινωνική πυραμίδα. Η ύφεση και η ανεργία δεν είναι απλώς οικονομετρικοί δείκτες, αλλά φαινόμενα που κατεξοχήν και απευθείας επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Τα πολυπληθή στην Ελλάδα μικροαστικά στρώματα ήταν τα πρώτα που ένιωσαν στο πετσί τους τις επιπτώσεις της βαθιάς παρατεταμένης ύφεσης: καταστράφηκαν οικονομικά, κατρακύλησαν ταξικά, υποβαθμίστηκαν οι προσδοκίες τους. Οι νεόπτωχοι, άνεργοι ή ημιαπασχολούμενοι, μαζί με την εργασία και το εισόδημά τους, σε δυόμισι χρόνια έχασαν κάθε δυνατότητα παρέμβασης στο παρόν και κάθε δυνατότητα σχεδιασμού του εγγύς μέλλοντος. Αυτοί ακριβώς, οι πληγέντες και οι αισθανόμενοι προδομένοι, οι συνθέτοντες τον παραγωγικό κορμό της χώρας, μετακινούνται τώρα μαζικά στο πολιτικό φάσμα. Πού πάνε;
Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ άφησε τα μικροαστικά στρώματα και τις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες όχι μόνο χωρίς πολιτική στέγη, αλλά και κοινωνικά υποβαθμισμένα και ψυχικά εξαγριωμένα. Η συντριπτική πλειονότης κινείται προς τον ΣΥΡΙΖΑ: μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες, νέοι, άνεργοι, και όλες οι παραγωγικές ηλικίες. Μόνο οι αγρότες και οι συνταξιούχοι, οι πιο συντηρητικές ομάδες πληθυσμού, δεν μετακινούνται πλειοψηφικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς τη Νέα Δημοκρατία.
Με τις παραγωγικές και κατά τεκμήριο πιο δυναμικές ομάδες να κινούνται πολιτικά εκτός των κομμάτων του κυβερνητικού τόξου, γεννάται εύλογα το ερώτημα: Ποιο εναλλακτικό κυβερνητικό σχήμα μπορεί να εκφράσει τους μετακινούμενους, και να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους για απόκρουση της φτώχειας και στοιχειώδη αξιοπρέπεια; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ;
Το παράδοξο είναι ότι πολλοί απ’ όσους ψήφισαν ή κλίνουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν τον θεωρούν έτοιμο να κυβερνήσει, δηλαδή να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους. Αυτό σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, ο περισσότερο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι έχει συντελεστεί ήδη μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, ότι δεν υπάρχει επιστροφή στα παλιά· άρα απαιτούνται νέα εργαλεία και ριζικά νέο πολιτικό σχέδιο.
Δεύτερον, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αντιπολιτεύεται κυρίως, και λιγότερο να προβάλλει ως επόμενη κυβέρνηση και ως ηγεμονική δύναμη στο πολιτικό πεδίο. Ο πυκνός χρόνος τον αιφνιδίασε. Δεν έχει προλάβει να αντλήσει ψυχοπνευματικές δυνάμεις από το άμορφο πλήθος των απογοητευμένων αλλά πολύτιμων ανένταχτων μονάδων που κινούνται φωτοτακτικά προς αυτόν. Ενώ ήταν τολμηρή και ορθή η διεθνοποιημένη προσέγγιση της κρίσης, οι κινήσεις του στο εσωτερικό στηρίζονται σε εννοιολογήσεις του παλαιού θνήσκοντος κόσμου: παραδοσιακές συμμαχίες με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν κανέναν, τακτικές μανούβρες διεμβόλισης, υψηλή ρητορεία, σε συνδυασμό με αμφίθυμη διγλωσσία και πολυφωνικό βόμβο σε κομβικά ζητήματα υψηλής πολιτικής.
Με τις διαδικασίες βάσης και αιμοδότησης από τη βάση να απαιτούν άλλο χρόνο από τον διατιθέμενο, αναπόφευκτα το βάρος για παραγωγή πολιτικής σύνθεσης πέφτει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την ηγεσία ενός πρώην μικρού κόμματος πολύχρωμης διαμαρτυρίας. Αρα το ερώτημα τίθεται κι έτσι: Μπορούν ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα;
Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι η Ελλλάδα ύστερα από δέκα χρόνια. Αδύνατον. Μετά πέντε χρόνια; Αδύνατον. Σ’ ένα χρόνο; Οικονομικά θα είναι ακόμη χειρότερα από σήμερα, πολιτικά ή κοινωνικά δεν ξέρω, μόνο φοβάμαι για χειρότερα. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είμαστε τα Χριστούγεννα. Πιστεύω ότι θα καθίσουμε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και σε τραπέζια φίλων και θα καταφέρουμε να γελάσουμε, να ευχηθούμε, να τσουγκρίσουμε, χωρίς να μπλέξουμε σε συζητήσεις για την Υφεση και μαυρίσει η ψυχή μας, χωρίς να χαλάσουμε τις καρδιές μας για τα πολιτικά αίτια και τα ελαττώματα του γένους.
Αυτά τα Χριστούγεννα θα τα καταφέρουμε κουτσά-στραβά. Μέχρι τόσο μπορώ να δω το μέλλον, ευχόμενος να μη σκιάσει το τραπέζι καμιά βαριά κουβέντα. Πιο πέρα δεν μπορώ να δω. Δεν πρόκειται για αδυναμία πρόβλεψης, αλλά για κατάρρευση της κανονικότητας: ποτέ δεν μπρούσαμε να προβλέψουμε τη μέλλουσα ζωή, αλλά τουλάχιστον η ζωή κυλούσε μέσα σε μια ροή αναμονών, με κάποιες ευλογοφανείς προσδοκίες, με εύλογες πιθανότητες. Η κρίση διέκοψε την κανονική ροή του βίου και η ύφεση διέλυσε κάθε ορθολογιστική ή έστω ευλογοφανή προσδοκία. Οχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά.
Η μετάπτωση από τη σφαίρα της επιθυμίας, γνήσιας ή επίπλαστης, από τη σφαίρα της αφθονίας και της επάρκειας, πρωτογενούς ή δανεικής, στη σφαίρα της ανάγκης, της σπάνης, δεν μετασχηματίζει μόνο τον υλικό βίο, αλλά και τη σκέψη, το φαντασιακό, τους άυλους, πλην απολύτως ουσιώδεις, όρους της ύπαρξης. Ο βιαίως και αποτόμως χρεοκοπημένος, ο νεόπτωχος, ο νεοπληβείος βρίσκεται σε μια ριζικά καινούργια κατάσταση εντελώς απαράσκευος, χωρίς τα στοιχειώδη νοητικά εργαλεία, χωρίς την ψυχική δομή για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις. Λυγίζει, πανικοβάλλεται, λιποψυχάει.
Σε αυτό το σημείο περίπου βρισκόμαστε τώρα, με ευρεία διαβάθμιση ποσοτική και ποιοτική· δεν είναι εκτεθειμένες όλες οι πληθυσμιακές ομάδες στον ίδιο πόνο. Το γενικό κλίμα εντούτοις είναι αυτό: σύγχυση, πανικός, φόβος. Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο λυγισμένος και δεχόμενος αλλεπάλληλα σοκ, ο ολισθαίνων καθοδικά στην κλίμακα της πτώχευσης και της ανημπόριας, είναι έτοιμος να αποδεχτεί τον τερματισμό του μαρτυρίου έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, ηθικού, πολιτικού· είτε με έκπτωση στην ατομική του αξιοπρέπεια είτε με εκχώρηση κάθε αξίωσης επί του κοινωνικού συμβολαίου, του άλλωστε κουρελιασμένου. Ο λυγισμένος, ο ευρισκόμενος στο κατώφλι της ολοσχερούς ήττας, ο απωλέσας την τιμή και την υπερηφάνειά του, ο λαχταρισμένος για το ψωμί των παιδιών του, είναι πρόθυμος να υποταχθεί, να εγκαταλείψει και την ισότητα και την ελευθερία και φυσικά τη δημοκρατία. Αρκεί να επιζήσει.
Είναι όλα τόσο μαύρα; Οχι. Ασφαλώς το ενδεχόμενο του ζόφου είναι ισχυρό. Αλλά όχι μόνο αυτό. Οι άνθρωποι είναι επιβιωτές που τρέπονται προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις, που αντιδρούν στις ιστορικές προκλήσεις με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, με επινοητικότητα, με πρωτότυπες ανασυνθέσεις της εμπειρίας. Ωστε πλάι στο ενδεχόμενο της παράλυσης και της υποταγής, του απανθρωπισμού, υπάρχουν πάντα και άλλα ενδεχόμενα εξίσου ισχυρά: η εξέγερση, η μεταρρύθμιση, η ταχεία προσαρμογή. Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι οργανισμοί επιδιώκουν αυτοματικά σχεδόν, και επιτυγχάνουν, ομοιοστασία, τη βέλτιστη ισορροπία με δαπάνη της ελάχιστης δυνατής ενέργειας ― αυτό αχνοθυμάμαι από τη θερμοδυναμική εμβίων όντων στις παραδόσεις Βιολογίας πρώτου έτους και το μεταφέρω χοντροκομμένα στον κοινωνικό οργανισμό.
Παρότι δεν μπορείς πια να προδιαγράψεις ούτε καν το αναμενόμενο περίγραμμα του εγγύς μέλλοντος ―έλλογη προσδοκία, παρά πρόβλεψη―, προσαρμόζεσαι. Φέρνεις το μέλλον ακόμη πιο κοντά, συμπυκνώνεις τον χρόνο. Μαθαίνεις να ζεις μέρα τη μέρα, να αντλείς ευχαρίστηση βραχείας διάρκειας, παροντική, σωματική. Επανεκτιμάς απλές χαρές, βλέπεις ξανά τα ουσιώδη, ορίζεις αλλιώς τα στερνά χρειώδη.
Τα δύο δύσκολα χρόνια που πέρασαν έπιανα τον εαυτό μου να ρουφάει άπληστα, σαν παρθένος οργανισμός άμαθος, τον ουρανό, τη λιακάδα, τη θάλασσα, αγκάλιαζα αλλιώς τ’ αμπέλια, τις ελιές, τους άτακτους πευκώνες. Γεύτηκα με πρωτόγνωρη ηδονή ντομάτες ξερικές απ΄το κυκλαδικό μποστάνι και πράσινο λάδι απ΄το «δύστυχο χώμα» του Μανιάτη φίλου μου. Ενιωσα ότι οι φιλίες, οι συγγενείς, οι σχέσεις είναι μονάκριβα δώρα. Σαν τη ζωή. Και με έκπληξη έπιασα και άλλους πολλούς γύρω μου να αντιδρούν έτσι, να ζουν εδώ και τώρα, να απολαμβάνουν το ολίγο, να σέβονται το ελάχιστο. «Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς».
Δεν σχεδιάζω τη ζωή μου, τη ζω! Αυτό απάντησε ο 19χρονος στον πατέρα του όταν ρωτήθηκε πώς σχεδιάζει τις σπουδές του τα προσεχή χρόνια. Αναυδος ο πατέρας, ελαφρώς ζαλισμένος, αποσύρθηκε για περαιτέρω επεξεργασία της συνταρακτικής ατάκας, εκ του Λωτρεαμόν και του dada καταγόμενη. Η επεξεργασία ξεκίνησε με ανάκληση του ξεχασμένου 19άρη που υπήρξε και ο ίδιος. Υπήρξε; Μα ναι, ασφαλώς, και μάλιστα με θράσος ατάκας εφάμιλλο του νυν 19χρονου, με βαριά περιφρόνηση για το σχεδιασμό και το πρόγραμμα, με απόλυτη προσήλωση στο χάζι, τη σχόλη, τη σπατάλη, την κραιπάλη, τον έρωτα, τη ζωή εντέλει. Λούφαξε. Τι να διδάξει; Τι να κανοναρχήσει;
Ξανασκέφτηκε. Οι σημερινοί πατεράδες των μετέφηβων είκοσι-κάτι υπήρξαν ανάλογοι σε εποχές πολύ πιο εύκολες, σε εποχές αισιοδοξίας και ανοιχτού ορίζοντα: δεκαετία ’70, δεκαετία ’80, μεταπολίτευση, αλλαγή, μεταχρονισμένα Γούντστοκ και Μάηδες, πανκ, μετα-αριστερά, τέτοια. Και προ πάντων ευμάρεια: το σύνδρομο της Κατοχής ξεχάστηκε ακριβώς απ΄αυτή τη γενιά, των baby boomers της μεταπολίτευσης.
Η υλική προϋπόθεση της ευμάρειας και η επικρατούσα δόξα της αιώνιας προόδου, μαζί με το άνοιγμα ολόκληρης της κοινωνίας στα πελάγη του καταναλωτισμού και της αισθητικής, μαζί με την αυξανόμενη πλησμονή πληροφορίας και πολιτιστικών αγαθών, αυτά διαμόρφωσαν τη γενιά των σημερινών 50 παρά κάτι, 50 και κάτι, αυτών που σήμερα παράγουν πλούτο (έως τώρα τουλάχιστον…), διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, λαμβάνουν τις αποφάσεις.
Οι 20 παρά κάτι, 20 και κάτι, σκάνε μύτη σε ένα περιβάλλον ριζικά διαφορετικό από το περιβάλλον αισιοδοξίας, αυξανόμενης ευμάρειας και πνευματικής ελευθεριότητας που υποδέχτηκε τους γονείς τους, μια γενιά νωρίτερα. Η ευμάρεια, ναι, υπάρχει, αλλά χωρίς δυναμική πια: δεν είναι υπόσχεση, δεν συνιστά προσδοκία, δεν εξελίσσεται· είναι απλώς ένα στατικό κεκτημένο της προτέρας γενιάς, το οποίο τώρα απειλείται εκ θεμελίων και η ύφεση το κατατρώει. Στο πνευματικό κλίμα: του ’75-’90 η νεολαία ήταν ιερή αγελάδα, αμφισβητούσε τους πάντες και δεν την αμφισβητούσε κανείς, η φοιτητική ιδιότητα ήταν περίπου εύσημο προόδου. Η δίψα για δημοκρατία και ένας λαϊκισμός ιστορικά εξηγήσιμος φούσκωναν τα πανιά της θρασείας νεότητος.
Πώς αντιμετωπίζεται η νεολαία σήμερα με πνευματικούς όρους; Τουλάχιστον η πολιτικά και αισθητικά ανήσυχη νεολαία, αυτή που δίνει τον ζωηρό τόνο της τελευταίας δεκαπενταετίας, η νεολαία των καταλήψεων, των διαδηλώσεων, της αυτοδιαχείρισης, του νεορομαντισμού, ενίοτε και του μηδενισμού. Πώς αντιμετωπίζεται; Πολύ αδρά: σαν αντικοινωνικό στοιχείο. Μυθολογημένος “προοδευτικός” στη μακρά μεταπολίτευση· κουκουλοφόρος σήμερα, στον βίαιο θάνατο της μεταπολίτευσης.
Η υπογεννητική και γερασμένη Ελλάδα του 2010, δημογραφικά φθίνουσα, κυριευμένη από το ήθος της απληστίας και του καταναλωτισμού, ακόμη και τούτη τη στιγμή της βίαιης πτώσης, εσωστρεφής και φοβική πια, απέναντι στους νέους, τα παιδιά της, φέρεται ταυτοχρόνως εχθρικά και υπερπροστατευτικά. Τα παραχάιδεψε, τα έκλεισε σε ένα κουκούλι, χρυσωμένο, γεμάτο ανέσεις και γκάτζετ, τα έκανε να πιστέψουν όλα ότι είναι πριγκιπόπουλα, ότι τα ψυγεία και τις πιστωτικές τις γεμίζει το τζίνι και όχι η εργασία ή ο δανεισμός. Κι ήταν πολύ λιγότερα τα παιδιά αυτής της γενιάς· σπανίζουν πια ακόμη και οι δίτεκνες οικογένειες στη μεσαία τάξη, μοναχοπαίδια είναι τα περισσότερα, κι όλα μεγάλωσαν σαν μοναδικά.
Αυτό όμως το κουκούλι είναι και φυλακή· περιέχει καταναγκασμό, δυσβάστακτα φορτία προσδοκιών, προβολές γονεϊκής ματαιοδοξίας, συμπυκνωμένο το μετακατοχικό σύνδρομο της απληστίας και του υλισμού: τα παιδιά, αυτά τα μοναδικά, τα οιονεί πριγκιπόπουλα, των ιδιωτικών σχολείων και των φροντιστηρίων, του πλέιστέισον και του iPhone, έμαθαν να ζουν σαν τους γονείς τους: υπεράνω των δυνατοτήτων τους, με δανεικά από το μέλλον, χωρίς γείωση στο παρόν. Ιδού το ηθικό και πνευματικό κλίμα που τους παρέχουμε για να ωριμάσουν. Και να το τρομακτικό αντίτιμο που τους ζητάμε έναντι του χρυσωμένου κουκουλιού-φυλακής: Δεν έχουν το δικαίωμα να αποτύχουν, δεν έχουν το περιθώριο να δοκιμάσουν τα δικά τους ατελή φτερά και να πέσουν.
Αυτό το κουκούλι-φυλακή απορρίπτουν τώρα· από αυτή τη χρεοκοπημένη, σαστισμένη και έμφοβη κοινωνία των γονιών τους αποστρέφουν το βλέμμα. Αυτή την ξιπασμένη χώρα που φαλίρισε ηθικά και πνευματικά θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν. Οχι με μίσος, όχι με λυγμό· σιωπηλά, από ανάγκη.
Ο 19χρονος πράγματι ζει τη ζωή του, τη ρουφάει με τα χείλη κολλημένα στη βρύση. Αλλά τη σχεδιάζει κιόλας, υπόγεια, κι ας μη το λέει: ριζικά άλλη απ’ των γονιών του.
Ποια προσμονή φέρνουν οξύτερη οι γιορτές; Πάνω απ’ όλα θα έβαζα τον χρόνο. Τον χρόνο της σχόλης, τον χρόνο των επισκέψεων και των τραπεζωμάτων, τον χρόνο που παγώνει για λίγο και αργοκυλάει και σταλάζει σε καναπέδες και φορτωμένες ροτόντες, σε καφενεία και φωτεινούς πεζοδρόμους, που καθυστερεί γενναιόδωρα ακόμη και σε πολύβουα γραφεία όταν με σηκωμένα μανίκια οι χαρτογιακάδες προσομοιώνουν ένα τσούγκρισμα με το κύπελλο του βιαστικού ουίσκι και ανταλλάσσουν ευχές. Είναι ειλικρινείς. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »