You are currently browsing the tag archive for the ‘πραγματισμός’ tag.
H ομιλία και η συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη ήταν μακροσκελείς και αναλυτικές. Οι προτάσεις του για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, για ανάσχεση της ύφεσης και της ανεργίας, ήταν αρκούντως λεπτομερείς και κοστολογημένες, ενταγμένες σε ένα ενιαίο σχέδιο ανασυγκρότησης. Το σχέδιο Τσίπρα μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε κριτική, καλόπιστα ή κακόπιστα, να ελεγχθεί η ακρίβεια και η αποτελεσματικότητά του, να βρεθεί λίγο ή υπερβολικό, να χαρακτηριστεί παροχολάγνο ή μετριοπαθές, μετακεϋνσιανό ή σοσιαλδημοκρατκό, οτιδήποτε μπορεί να του προσαφθεί. Είναι όμως ένα σχέδιο, αυτοφυές, αυτόχθον, συνταγμένο από Ελληνες και προσανατολισμένο στην ελληνική κοινωνία τού σημερα, στις ανάγκες της και στις δυνατότητες της, στις αντοχές της και στις προσδοκίες της. Είναι το μοναδικό ελληνικό σχέδιο στα τεσσεράμιση χρόνια της δοκιμασίας. Είναι μια αρχή.
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της ομιλίας Τσίπρα είναι η πρόσκληση ευθύνης που απηύθυνε στον ελληνικό λαό, διττά: ευθύνη που είναι έτοιμος να αναλάβει ο ίδιος και η παράταξή του, ευθύνη που οφείλει να αναλάβει ο ελληνικός λαός απέναντι στον εαυτό του, στα παιδιά του, στην πατρίδα του. Εντόπισε ορθώς το έλλειμμα πίστης των Ελλήνων στις δυνάμεις τους, μέσα από το σοκ της κρίσης, την έλλειψη πίστης στη συλλογική δράση, την καχυποψία προς το δημοκρατικό κράτος, την δυσφορία προς την πολιτική, την λιποψυχία. Περιέγραψε έναν δύσβατο δρόμο. Διέγνωσε την πληγή του διχασμού πάνω στο κοινωνικό σώμα και τις τρέχουσες αδυναμίες της δημοκρατίας. Και μίλησε προς όλους τους Ελληνες, ενωτικά και συμπεριληπτικά. Μίλησε για τη χαμένη πίστη.
Κατά την υποκειμενική μου εκτίμηση, αυτά τα μηνύματα, πλήρη ενσυναίσθησης και πραγματισμού, είναι τα στοιχεία που ξεχώρισαν. Είναι μηνύματα που, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να μεταβάλουν την αμυντική και μοιρολατρική στάση σε στάση ενεργητική και δημιουργική. Διότι επιστρέφει στη λησμονημένη ή μισοσκεπασμένη ουσία της πολιτικής στις δημοκρατίες: οι άνθρωποι είναι τα δρώντα υποκείμενα, η βούλησή τους είναι η κινώσα δύναμη, οι ικανότητές τους είναι το πολύτιμο κεφάλαιο. Ασφαλώς ο τεχνοκρατικός πραγματισμός είναι χρήσιμος και απαραίτητος, αλλά χωρίς τη βούληση, το κοινό σχέδιο και τον κοινό σκοπό, χωρίς την πίστη στον συλλογικό εαυτό, καμία παραγωγική μηχανή, καμία οικονομία δεν μπορεί να επανεκκινήσει.
Τα τεχνοκρατικά σχέδια θα χρειαστεί να αλλάξουν, να προσαρμοστούν δυναμικά, θα τεθούν νέες ιεραρχήσεις. Αλλά ο ελληνικός λαός τούτη τη στιγμή έχει μεγαλύτερη ανάγκη την καθαρή πολιτική σκέψη, την ενεργό βούληση, τη στοχοθεσία, το όραμα, πάντα μαζί με την ξεκάθαρη επίγνωση των δυσχερειών και των προκλήσεων. Από αυτή την άποψη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειξε την πιο ουσιαστική ωρίμανση έως τώρα, και μάλιστα γρήγορη ως προς τον χρόνο που του δόθηκε.
Ο Τσίπρας το Σάββατο κατάφερε να διασκεδάσει θεμιτούς φόβους, να καταθησυχάσει τους δικαιολογημένα επιφυλακτικούς, να συμπεριλάβει. Μετά τα πολλά ταξίδια του στην Ευρώπη, μετά τις πολυσυζητημένες επισκέψεις του στο Αγιο Ορος και το Κόμο, έδειξε αυτοπεποίθηση και πραγματισμό. Βέβαια, τα δύσκολα τώρα αρχίζουν: καθώς θα πλησιάζει προς την εξουσία, τα εμπόδια θα πληθαίνουν, η ίδια η εξουσία είναι Κίρκη και σαγήνη. Ο λόγος του θα χρειαστεί να είναι όλο και περισότερο ειλικρινής, διεισδυτικός, σκληρός, αλλά και εμψυχωτικός. Το Σάββατο δεν το είπε, αλλά σύντομα τον φαντάζομαι να λέει: Θα ξεκινήσουμε με μια δίκαιη φτώχεια, με πλήρη αξιοπρέπεια, κι ο δρόμος θα είναι ποτισμένος με ιδρώτα, δάκρυα και αίμα.
Πραγματισμός, ευθύνη, πίστις, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η πίστις.
Συναντάς έναν γνωστό, ανταλλάσσετε χαιρετισμούς, μεσολαβεί μικρή σιωπή, κενός χρόνος· αισθάνεσαι τον δισταγμό, το μετέωρο βήμα, προτού ακουστεί το «πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» Ακούγεται ίδιο με παλιά, τετριμμένο, κοινότοπο, αλλά στον τωρινό καιρό έχει πια άλλο βάρος. Περιέχει αγωνία. Μια αγωνία που σωρεύεται χωρίς να εκτονώνεται, απεναντίας μεταλλάσσεται και πολλαπλασιάζεται. Μια αγωνία που αφορά το μέλλον, μάλιστα το απολύτως κοντινό.
Αρκετούς συμπολίτες η τέτοια αγωνία τους έχει οδηγήσει σε μια παραδοχή: η κρίση δεν είναι περαστική, έχει εγκατασταθεί μόνιμα και έχει αλλάξει ήδη τις υποκείμενες δομές του βίου. Εχουμε αλλάξει ιστορική πίστα και η πιθανότητα επανόδου στην προ κρίσης κατάσταση είναι μηδαμινή, ανύπαρκτη. Η παραδοχή αυτή, παρότι πραγματιστική, δεν παρηγορεί και βέβαια δεν φωτίζει το άδηλο μέλλον. Βοηθά όμως να μετουσιωθεί ο φόβος, να μεταμορφωθεί δυνητικά σε πιο δημιουργικές συμπεριφορές. Ορισμένως διαλύει τις αυταπάτες και αποδυναμώνει την ποικιλόμορφη προπαγάνδα. Δεν παρηγορεί.
Αλλοι πάλι αρνούνται να παραδεχτούν ότι όλα έχουν αλλάξει και ότι δεν θα επανέλθουμε σε μια κατάσταση ίδια ή παρόμοια με την προ κρίσης. Η διάγνωσή τους: η κρίση είναι παροδική, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση είναι δύσκολη, επίπονη, αλλά δεν αποκλείεται, είναι θέμα χρόνου. Αναγνωρίζουν το ζοφερό παρόν όπως και οι πραγματιστές, αλλά βλέπουν διέξοδο πάνω στο ίδιο επίπεδο πραγματικότητας, στην ίδια ιστορική πίστα, στο ίδιο παράδειγμα. Η τέτοια στάση απέναντι στο παρόν είναι παρηγορητική, στο μέτρο που ορίζει το μέλλον ως ανάκαμψη, ως επαναφορά στα πρότερα· σε αυτή την προσέγγιση, ο χρόνος εκτυλίσσεται ελικοειδής επί του ιδίου επιπέδου. Οι συμπολίτες αυτοί δεν βλέπουν ότι έχουμε αλλάξει ιστορική πίστα ― μάλλον: δεν θέλουν να δουν. Κι είναι πολύ περισσότεροι από τους προηγούμενους.
Η δεύτερη στάση είναι πλησιέστερη προς την αυθόρμητη αντίδραση των ανθρώπων ενώπιον μιας αλλαγής, μιας ανατροπής, μιας διάρρηξης της κανονικότητας. Η διάρρηξη εκλαμβάνεται ως παροδική και ανατάξιμη: με πόνο και κόπο ενδεχομένως, αλλά εντέλει θα επανέλθει η κανονική ροή, θα αποκατασταθεί η γραμμική πορεία προς το ολοένα καλύτερο. Αυτό συμβαίνει πράγματι σε αρκετές περιπτώσεις, όχι όμως στην παρούσα περίπτωση, όχι σε ό,τι συντελέσθηκε και συνεχίζει να συντελείται.
Καθώς διανύουμε τον τέταρτο χρόνο της κρίσης ας αναγνωρίσουμε τουλάχιστον αυτό: η κρίση έχει λάβει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η ζωή, ατομική και κοινωνική, στο προβλεπτό μέλλον θα κυλάει με κρίση, σαν κρίση. Κρίση διττά: ως διαταραχή και ρήξη, και ως εξέταση, ζύγισμα, λογάριασμα. Αρνούμενοι να δούμε την κρίση ως νέα μόνιμη κατάσταση αρνούμαστε τη δυνατότητα να κρίνουμε τη νέα κατάσταση, να την εξετάσουμε, να τη ζυγίσουμε, να προσαρμοστούμε, να εξοπλιστούμε με νέα εργαλεία. Μόνο έτσι όμως, με κριτική παραδοχή και γνωστικό εξοπλισμό, με ενσυναίσθηση, θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε τα δυσμενή δεδομένα για να πετύχουμε μια ευνοϊκή νέα ισορροπία.
Η φύση απεχθάνεται το κενό; Μάλλον οι άνθρωποι το φοβούνται, γι’ αυτό επινοούν πληρώματα, γεμίζουν το φοβερό ιστορικό κενό με ελπίδες, το επενδύουν με αυταπάτες. Ουσιαστικά αυτό που ζούμε δεν είναι καν κενό, είναι μετάβαση, μεταίχμιο, μετασχηματισμός, μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας· αυτό μας φοβίζει, όλους. Μια εκδήλωση αυτού του αρχέγονου φόβου, η οδυνηρότερη ίσως, είναι η αίσθηση αδυναμίας να ορίζουμε τις ζωές μας, σαν να μας αρπάζει ένα σιδερένιο χέρι και να μας τινάζει στο μέλλον ενώ ταυτόχρονα το ίδιο αυτό χέρι σβήνει όλα τα φώτα, τους φάρους και τις σταθερές.
O κίνδυνος του μέλλοντος μάς φέρνει ενώπιον του παρελθόντος: όλο το παρελθόν μας αναρριπίζεται μπρος στα μάτια μας, σαν έλλαμψη, γιατί κι αυτό κινδυνεύει μαζί μας. Ο πραγματιστής και ο αισιόδοξος συμμερίζονται το κοινό παρελθόν και τον κοινό κίνδυνο, γι’ αυτό συγκλίνουν, από διαφορετικούς δρόμους, στην κοινή ελπίδα της λύτρωσης· να λυτρωθούν από το χρονικό συνεχές των γεννητόρων της κρίσης, προσδοκώντας ένα ρήγμα που θα τους ξανοίξει σε ένα διαφορετικό μέλλον, ανακουφιστικό, απελευθερωτικό.
Η κρίση είναι η ιστορία· αποκτά νόημα αν τη δούμε μέσα από τα ρήγματα και τα ερείπια της, ιδίως αν τη δουν έτσι τα ανθρώπινα θύματα της κρίσης, τα οποία προσδοκούν μια διάρρηξη, μια ασυνέχεια λυτρωτική, ώστε να ισορροπήσουν στη νέα πίστα. Αυτό, ναι, μπορεί να ονομάζεται ελπίδα.
Fra Angelico, Ευαγγελισμός, 1442-43
Στο επίκεντρο της κυβερνητικής κρίσης βρίσκεται αίφνης η ΔΗΜΑΡ, η αποχωρούσα από το τριμερές κυβερνητικό σχήμα. Η Δημοκρατική Αριστερά βάλλεται ως προάγουσα την αστάθεια και υπαναχωρούσα. Είναι όμως έτσι; Αραγε η ΔΗΜΑΡ προκάλεσε το ατύχημα της μαύρης ΕΡΤ; Η ΔΗΜΑΡ συνήψε τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις του 2010-12; Η ΔΗΜΑΡ ολιγώρησε στις μεταρρυθμίσεις και τις τομές της κρίσιμης τριετίας; Η αλήθεια είναι ότι έχει ευθύνη διακυβέρνησης, αλλά μόνο κατά το τελευταίο έτος και μόνο κατά το ποσοστό που της αναλογεί στο τριμερές σχήμα. Η αλήθεια επίσης είναι ότι η πολιτική συγκυρία και η εξ αυτής απορρέουσα κυβερνητική πρακτική ανάγκασαν τη ΔΗΜΑΡ να μεταθέσει πολλάκις τις δικές της κόκκινες γραμμές, ιδεολογικές και πολιτικές, αυτές ακριβώς που της προσδίδουν διακριτή φυσιογνωμία, άρα και λόγο ύπαρξης.
Το σημαντικότερο: ένα χρόνο μετά τον σχηματισμό τρικομματικής κυβέρνησης, ελάχιστες ή καμία από τις 14 συμφωνημένες προγραμματικές δεσμεύσεις έχουν τηρηθεί· όλες σχεδόν έχουν παραβιαστεί. Και βεβαίως, πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, αλλά είναι επίσης η τέχνη της διαχείρισης των συμβολισμών και της διατήρησης ενός ελάχιστου αναγκαίου ηθικού έρματος, και εντέλει η ανάληψη των δικών σου ευθυνών, όχι των αμαρτιών άλλων.
Ο κ. Κουβέλης διείδε ότι το κόμμα του κινδύνευε να έχει την τύχη του ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη, ο οποίος έσπευσε ασμένως να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου, και εν συνεχεία το μεν κόμμα του εξαερώθηκε, τα δε κορυφαία στελέχη του μετεπήδησαν στη ΝΔ. Το μικρό κεντροαριστερό κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη και των συντρόφων του, κατά πλειοψηφίαν προερχομένων από την αλυσίδα ΚΚΕ-εσωτερικού, Ελληνική Αριστερά, Συνασπισμός, είναι μεν ένα κόμμα-λέσχη συστημικών στελεχών, επιρρεπών στον κυβερνητισμό και σε έναν ιδιότυπο μικρομεγαλισμό, αλλά δεν αντέχει απεριόριστες ποσότητες οπορτουνισμού και απεμπόλησης όλων των αρχών και χαρακτηριστικών του σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα. Υπό μία έννοια, η ΔΗΜΑΡ εξάντλησε τα αποθέματα πραγματισμού που την είχαν οδηγήσει σε συμβίωση με ακροδεξιά και φαύλα στοιχεία, υπεύθυνα εκτός των άλλων για τον ιστορικό εκτροχιασμό της χώρας.
Επιπλέον, ενώπιον των επερχομένων σκληρών μέτρων, αφυπνίστηκε το ένστικτο αυτοσυντήρησης· δεν θα μπορούσαν να τα στηρίξουν ηθικά, η εφαρμογή τους θα τους μετέτρεπε σε πολιτικό ακολούθημα της Ν.Δ. Αφησαν αυτή τη μοίρα ακολουθήματος και αφομοιώσεως στο συγκυβερνών ΠΑΣΟΚ, και ελπίζουν εφεξής να καρπωθούν τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς, πλησιάζοντας περισσότερο το δεξί κέρας του συρριζαϊκού μετώπου. Στο μέτρο που διασκεδαστούν οι εσωτερικές συγκρούσεις, η ΔΗΜΑΡ φαίνεται να αποφεύγει προσώρας το στρατηγικό της αδιέξοδο, με τακτικές απώλειες. Τελικός κριτής για την αποσκίρτηση θα είναι η επόμενη κάλπη.
Το πολιτικό κλίμα περί την Ελλάδα έχει βελτιωθεί στο εξωτερικό. Η συνέχιση της εκροής του πακέτου διάσωσης, μετά την ψήφιση του πολλοστού πακέτου περικοπών και φόρων, αφαίρεσε από την Ελλάδα τον χαρακτηρισμό της συστημικής βόμβας. Προς το παρόν. Εν τω μεταξύ η διπλωματική κινητικότητα του Αλέξη Τσίπρα, μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον, προσεχώς και Βρυξελών, αφενός αποδαιμονοποιεί τον αριστερό ηγέτη στα μάτια των δυτικών ηγετών, αφετέρου δείχνει ότι η Ελλάδα παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης της ευρωζώνης.
Η υποδοχή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και των ΗΠΑ, και από την ηγεσία του ΔΝΤ, ουσιαστικά δείχνει μια πραγματιστική προσέγγιση εκ μέρους των εταίρων και συμμάχων: δείχνει αποδοχή μιας ενδεχόμενης αλλαγής ηγεσίας και επιθυμία για συνέχιση των σχέσεων συνεργασίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Φυσικό άλλωστε: οι διεθνείς σχέσεις δεν κυριαρχούνται από ιδεοληψίες, αλλά από πραγματισμό και διάθεση κατανόησης του άλλου ― ως επί το πλείστον.
Αντιθέτως, η κριτική που δέχεται μέχρι στιγμής ο Αλ. Τσίπρας για τα εξωχωρίως λεγόμενά του, από εγχώριους αναλυτές, δείχνει μάλλον αμηχανία και ιδεοληπτικές αγκυλώσεις ― στο μεγαλύτερο μέρος. Ορισμένοι συντηρητικοί τού προσάπτουν δεξιά στροφή, αλλά ταυτοχρόνως τοποθετούν το κόμμα του εκτός νομιμότητας. Του προσάπτουν επίσης διγλωσσία, χωρίς όμως συγκεκριμένη παραβολή λόγων και επιχειρημάτων, πέραν των στερεοτυπικών. Οι βιαστικές επικρίσεις, προτού καν ολοκληρωθεί η επίσκεψη, δείχνουν μια διττή δυσκολία κατανόησης: αφενός, του ρευστού διεθνούς συσχετισμού, με φόντο την γεωπολιτική ταραχή στη Μεσόγειο και την υφεσιακή πορεία της Ευρώπης· αφετέρου, δυσκολία να γίνει κατανοητή η πολιτική ρευστότητα στο εσωτερικό της χώρας, σύστοιχη της κοινωνικής ρευστότητας.
Πέραν των αριστεροδεξιών στερεοτύπων: Το σοκ της κρίσης και η συνεχιζόμενη ύφεση μετασχηματίζουν βίαια την κοινωνία· οι πολιτικοί οργανισμοί προσπαθούν να παρακολουθήσουν την κοινωνία, να συλλάβουν τις νέες ανάγκες και να επινοήσουν λύσεις. Η ευρεία ανανέωση προσώπων και η είσοδος νεοπαγών σχημάτων στο Κοινοβούλιο είναι ένα μόνον επεισόδιο σε αυτή τη διαδικασία, που θα είναι μακρά, επίπονη και γεμάτη απροσδόκητα. Ο εκφερόμενος λόγος και οι ιδέες για την ανασυγκρότηση της χώρας υπόκεινται διαρκώς σε ανάλογες δυναμικές προσαρμογές· πολύ περισσότερο που δυναμικά αναδιατάσσονται μεγάλες κοινωνικές ομάδες, ιδίως εντός της συντριπτικά κυρίαρχης πληθυσμιακά μικροαστικής μάζας.
Συνοπτικά: οι νέες ιδέες και πρακτικές, και οι πολιτικές εκφράσεις τους, δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί. Οι πολλαπλές επείγουσες ανάγκες πιέζουν αφόρητα· ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται, διαρκώς ξεπερνώντας τις ικανότητες και τις συνήθειες κομμάτων και πολιτικών ανδρών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η σύλληψη του καίριου και του αναδυόμενου, η αναγνώριση του καινοφανούς, η έγκαιρη προσαρμογή, η ευελιξία και ο πραγματισμός, είναι εκ των ων ουκ άνευ για τον πολιτικό άνδρα, σήμερα και για τον καιρό που έρχεται. Μαζί ασφαλώς με την ικανότητά του να αφουγκράζεται τα παρόντα και τα πλησιάζοντα, και να φτιάχνει σχήμα υποδοχής για τα μέλλοντα. Τέτοιες αρετές και πρόσωπα αναζητούνται σήμερα εναγωνίως· ζωογόνα ρεύματα σκέψης και πράξης, σε κάθε χώρο, πέρα από στερεοτυπικές κατατάξεις.
Η αυριανή εκλογική αναμέτρηση είναι μια μόνο στιγμή σε μια αλυσίδα ιστορικών τεκτονικών μετατοπίσεων που λαμβάνει χώρα αδιαλείπτως από το 2008. Από τις πρώτες ημέρες του κραχ στη Γουόλ Στριτ έως την απειλή κατάρρευσης στα πιο αδύναμα κράτη.
Η κρίση ―ουσιαστικά, πτώχευση― της χώρας μας ανέδειξε μεμιάς όλες τις αδυναμίες της παραγωγής και τις παθογένειες του κράτους, αλλά έδειξε επίσης την τραγική ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί στοιχειωδώςτα έκτακτα και να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές.
Ετι περαιτέρω, είδαμε ότι οι ελίτ και τα προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού ήσαν πνευματικά ανέτοιμοι και ανίσχυροι να συλλάβουν τη σφοδρότητα και τις νέες ποιότητες της κρίσης. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, ακαδημαϊκοί, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, μάνατζερ, στη συντριπτική πλειονότητα αναλώθηκαν σε επιμέρους αναλύσεις, λιγότερο ή περισσότερο ορθές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνέκλιναν στη συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου διάσωσης.
Ουσιαστικά το μόνο σχέδιο ενώπιον της κρίσης ήταν το Μνημόνιο, καταρτισμένο από ξένους, βάσει έτοιμων γενικών πατρόν. Ακόμη και σήμερα, δυόμισι χρόνια από την πρώτη έκρηξη, η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να εκπονήσει δικό της σχέδιο ανάταξης, στημένο πάνω σε υπαρκτές δυνάμεις και αδυναμίες. Ετσι, όλη η πολιτική ενέργεια παρήχθη ως ρητορική υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου· όχι ως σκέψη και πράξη για κατανόηση και υπέρβαση της κρίσης, και ακολούθως ως πράξη για ανάταξη και αναγέννηση της χώρας με ιστορική προοπτική. Πολλώ μάλλον που το Μνημόνιο δεν εγγυάται, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή του, ότι θα οδηγήσει τη χώρα μακριά από την καταστροφή.
Στην κάλπη θα αποτυπωθούν πολιτικά ο θυμός, ο φόβος, η απόγνωση, οι λαχτάρες του σώματος. Η κάλπη όμως δεν μπορεί να γεννήσει το σχέδιο, την πειθώ, την έμπνευση, τη ζωτικότητα, τον πραγματισμό, που απαιτούνται για τη διάσωση: αυτά παραμένουν κατεπειγόντως ζητούμενα, για εκλογείς και εκλεγμένους.