You are currently browsing the tag archive for the ‘ποσοτική χαλάρωση’ tag.
Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας είναι φυσικό να στρέφουν το ενδιαφέρον μας στο εσωτερικό, με κίνδυνο να απομονώσουμε τα εγχώρια προβλήματα και τις πιθανές τους λύσεις από το ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Αρκεί εντούτοις μια προσεκτική ανάγνωση του διεθνούς τύπου και των αναλύσεων των μεγάλων οίκων, μαζί με τις πρόσφατες διαπιστώσεις του ΟΟΣΑ και think tanks μέσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να αντιληφθούμε ότι ολόκληρη η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμο σταυροδρόμι.
Καταρχάς οι επίσημες φωνές. Πριν από τρεις μήνες, ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του χαρακτήρισε την ανάκαμψη στην ευρωζώνη «απογοητευτική»: επεσήμανε τις ισχυρές τάσεις αποπληθωρισμού και την αδύναμη ζήτηση και εμμέσως, πλην σαφώς, ζήτησε τόνωση της ζήτησης στην ευρωζώνη. Με λίγα λόγια, ο ΟΟΣΑ καλεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λάβει μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή αυτό που έχει εξαγγείλει ο Μάριο Ντράγκι, βαλλόμενος από την γερμανική ορθοδοξία: αγορά κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, δηλαδή «έκδοση» χρήματος, έως ένα τρισ. ευρώ σε πρώτη φάση.
Η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ αναμένεται προς το τέλος Ιανουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Την κίνηση αυτή οι αγορές την έχουν προεξοφλήσει προς το παρόν, γι΄αυτό δεν βλέπουμε καμία ουσιαστική άνοδο των επιτοκίων στα ομόλογα Ισπανίας και Ιταλίας. Αντιθέτως, η προειδοποίηση Ντράγκι προς Ελλάδα και Κύπρο, ότι θα περιληφθούν στην ποσοτική χαλάρωση μόνο αν υπάγονται σε πρόγραμμα επιτήρησης, δεν προστατεύει τα ελληνικά ομόλογα, εξ ου και τα επιτόκια ξεπέρασαν το 9%.
Αστάθεια άρα παράγεται και από πολλούς εξωγενείς διεθνείς παράγοντες, που παράγουν πολιτική, προωθητική ή ανασταλτική λύσεων. Η πολιτική Ντράγκι κινείται προς μια συμβατική λύση, προς τη νομισματική επέκταση και την τραπεζική ένωση· η πολιτική του Βερολίνου επιμένει αντιθέτως στο μείγμα δημοσιονομικής λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, παρότι αυτό δεν έχει επιτύχει και η Ευρώπη βυθίζεται σε ύφεση και αποπληθωρισμό.
Η απειλή για τη σταθερότητα της Ευρώπης, κατά την εξαετία της κρίσης μετά το 2008, δεν προέρχεται από την αναδυόμενη πολιτική βούληση για αλλαγή στρατηγικής, αλλά από την ακολουθούμενη πρακτική των αναβολών και, ακόμη χειρότερα, από το εφαρμοζόμενο δόγμα λιτότητας. Αυτές τι μέρες, η Task Force για τις επενδύσεις στην ΕΕ, αποτελούμενη από εκπροσώπους της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των κρατών-μελών, δημοσίευσαν την έκθεσή τους για το περίφημο επενδυτικό σχέδιο Γιούνκερ. Διαπιστώνεται και εκεί η παρατεινόμενη κρίση ζήτησης και η συνεπαγόμενη αναστολή επενδύσεων: «Οι εταιρείες και τα νοικοκυριά έχουν αναστείλει τις δαπάνες τους και περιμένουν να δουν τι γίνεται… Η έλλειψη εμπιστοσύνης του ιδιωτικού τομέα προς τη μελλοντική ζήτηση αναστέλλει το μετασχηματισμό των αποταμιευμένων κεφαλαίων σε παραγωγικά κεφάλαια».
Η παραγωγική οικονομία έχει ξεμείνει από ρευστότητα, τα νοικοκυριά το ίδιο, το τραπεζικό σύστημα στέκει παγωμένο και ανολοκλήρωτο, οι κοινωνίες στενάζουν και εξεγείρονται: αυτή η περιγραφή δεν αφορά πια μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο… Ειδικά στην Ελλάδα, πέρα από την εξαετή ύφεση και την οδυνηρή ανεργία, ο επί 21 μήνες συνεχιζόμενος αποπληθωρισμός τινάζει στον αέρα κάθε πρόβλεψη προϋπολογισμού και σχέσης του χρέους προς το ΑΕΠ. Ταυτόχρονα δεν μεταγγίζονται ούτε καν μικρά κεφάλαια σποράς (seed capital) στις νεοφυείς επιχειρήσεις καινοτομίας και έρευνας (1 στις 80 σχετικές αιτήσεις ικανοποιήθηκαν το 2013), πόσο μάλλον κεφάλαια κινήσεως ή ανάπτυξης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Σε αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο πρέπει να δούμε τις ελληνικές εξελίξεις.
Οι κυβερνητικές ηγεσίες, εντός και εκτός Ελλάδος, διαβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα ολοκληρώνει επιτυχώς το πρόγραμμα σταθεροποίησης, βγαίνει από την επιτήρηση του μνημονίου και θα αναζητήσει χρηματοδότηση από τις αγορές. Φανερά τουλάχιστον, αυτό λέγεται. Ευλόγως. Η ελληνική κυβέρνηση έχει τους δικούς της λόγους: οφείλει να διακηρύξει την επιτυχία της κατά την εκτέλεση του προγράμματος, μήπως και αποκομίσει πολιτικό όφελος. Το Βερολίνο και οι Βρυξέλες υποστηρίζουν σταθερά τον πολιτικό πυρήνα του προγράμματος που οι ίδιοι επινόησαν, άρα έχουν κάθε λόγο να διακηρύσσουν την επιτυχία του. Πολύ περισσότερο υπό την παρούσα συγκυρία: όταν η Ευρώπη περιδινίζεται γύρω από την κρίση της Γαλλίας και της Ιταλίας, των μεγάλων χωρών-πυλώνων, και όχι γύρω από το περιβόητο «ελληνικό πρόβλημα». Οταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαράσσει τη δική της νομισματική πολιτική, προκαλώντας φανερά τη δυσαρέσκεια του Βερολίνου. Και όταν οι γεωπολιτικές αναταράξεις στην ευρωπαϊκή μεθόριο και, κατά κύριο λόγο, στη Μέση Ανατολή, επιβαρύνουν όχι μόνο τη στασιμότητα και την ύφεση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και την ειρήνη στην μείζονα περιοχή.
Το ελληνικό πρόβλημα άρα μπαίνει διακριτικά κάτω από το χαλί των καλών λόγων, για να κερδηθεί χρόνος. Χρόνος για να διευθετηθούν τα προβλήματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, χρόνος για να διεξαχθούν τα κρίσιμα stress tests των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης, χρόνος για να αρχίσουν να αποδίδουν τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης του κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι. Χρόνος επίσης για να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα: οι Ευρωπαίοι βλέπουν ότι η παρούσα δικομματική κυβέρνηση εξασθενεί σταδιακά και ότι είναι πολύ πιθανή, έως την άνοιξη, μια εκλογική αναμέτρηση που μπορεί να οδηγήσει σε άλλο κυβερνητικό σχήμα. Ευλόγως, δεν επιθυμούν να προχωρήσουν σε μακροχρόνιες συμφωνίες στρατηγικού χαρακτήρα με μια κυβέρνηση εν αποδρομή. Το προηγούμενο της επεισοδιακής πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου το φθινόπωρο του 2011 και του σχηματισμού έκτακτης κυβέρνησης τεχνοκρατών, για την ολοκλήρωση του μνημονίου, είναι δύσκολο ή αδύνατον να επαναληφθεί. Το γνωρίζουν. Γνωρίζουν επίσης ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι κρίσιμη για τη σταθερότητα της χώρας και για την επιβαλλόμενη προσπάθειά της να αναδυθεί από το υφεσιακό σπιράλ και την κοινωνική αποσάθρωση.
Με αυτή την οπτική, μια ενδεχόμενη πολιτική στροφή θα μπορούσε να γίνει ανεκτή. Υπό δύο όρους: Ενας, να συνεχιστεί η ομαλή αποπληρωμή των δανείων. Δύο, να μην ανατραπεί βιαίως η ακολουθούμενη πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, δημιουργώντας προηγούμενο «απείθειας». Στον πρώτο όρο συμφωνούν όλοι οι δανειστές. Στον δεύτερο όρο επιμένει με εντονότερο ζήλο η Γερμανία.
Ο πρώτος όρος προϋποθέτει μια ρύθμιση του χρέους· άλλωστε υπάρχει ρητή δέσμευση των εταίρων δανειστών περί αυτού, αν και χωρίς ποιοτικό προσδιορισμό. Η ρύθμιση του χρέους συζητείται πυρετωδώς στο παρασκήνιο και μια τουλάχιστον μορφή του δημοσιοποιείται διαρκώς: πρόκειται για την επιμήκυνση αποπληρωμής και τη σταθεροποίηση των ήδη χαμηλών επιτοκίων. Σε αυτά προστίθενται ως αιτήματα προς συζήτησιν το μορατόριουμ αποπληρωμής τόκων για ένα χρονικό διάστημα, η σύνδεση της αποπληρωμής με μια ρήτρα ανάπτυξης, και το μερικό κούρεμα. Ρύθμιση θα γίνει· κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η παρούσα Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετεί το γιγάντιο χρέος της υπερφορολογώντας τους πολίτες και παράγοντας πλεονάσματα πάνω σε έδαφος ύφεσης, ανεργίας και αποεπένδυσης. Το ζήτημα είναι λοιπόν τι είδους ρύθμιση χρέους θα γίνει ώστε να επιτραπεί στην Ελλάδα να μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης και ανασυγκρότησης της οικονομίας της. Εδώ, υπεισέρχεται ο δεύτερος όρος: πώς θα συνυπάρξουν δημοσιονομική πειθαρχία και ανάπτυξη.
Η καγκελάριος Μέρκελ διακριτικά, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες πιο ανοιχτά, αναγνωρίζουν ότι χρειάζεται επειγόντως ένα αναπτυξιακό σοκ για να αποκολληθεί η οικονομία από το υφεσιακό τέλμα, αφενός, και για να ξαναβρεί συνοχή και δυνάμεις η κοινωνία. Αυτό είναι το κλειδί. Κι εδώ ξαναμπαίνει η πολιτική βούληση και το πολιτικό σχέδιο. Με ποιους πόρους, ποια στρατηγική, προς ποία κατεύθυνση, με ποια ηγεσία, θα επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση της πληγωμένης χώρας;
Η γερμανική πρόταση για ανάπτυξη έως τώρα ήταν η συμμετοχή της κρατικής KfW στη δημιουργία του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου, με έδρα το Λουξεμβούργο. H KfW συμμετέχει με 100 εκατ. ευρώ στο συνολικό κεφάλιο των 700 εκατ. του ταμείου… Αλλοι συμμέτοχοι είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το γαλλικό Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η Ευρωπαϊκή Τραπεζα Επενδύσεων, το Ιδρυμα Ωνάση, ενώ προβέλεπται η εισροή κονδυλίων από τα ελληνικά ΕΣΠΑ. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του ΕΕΤ αναφέρουμε ότι το ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) διαθέτει κεφάλαια 1 δισ. ευρώ και έχει διαθέσει ήδη 700 εκατ. χωρίς να έχει ανασχέσει τη ραγδαία καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αλλοι ουδέτεροι αναλυτές υπολογίζουν ότι για το ελληνικό αναπτυξιακό σοκ απαιτούνται συνολικά κεφάλαια έως 50-60 δισ., σχηματιζόμενα από αρχικές συνεισφορές και μοχλεύσεις κεφαλαίων.
Με λίγα λόγια: Ποιος θα είναι υπεύθυνος για τον στρατηγικό σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός προγράμματος ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα για το άμεσο μέλλον. Και είναι πολιτικό ερώτημα, που απαιτεί πολιτική απάντηση, δημοκρατική λειτουργία, προσήλωση στο εθνικό συμφέρον. Από την απάντηση θα εξαρτηθεί η πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας, είτε προς την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη είτε προς πολλαπλές αποκλίσεις και αποκλεισμούς.
Στην Αθήνα συζητάμε για το πού θά καταλήξει η τακτική συνάντηση των Ελλήνων υπουργών με την τρόικα, τούτη τη φορά στο Παρίσι. Δηλαδή, οι δανειστές θα δεχθούν ότι η δημοσιονομική περιστολή και οι συνοδές μεταρρυθμίσεις προχωρούν κατά τα συμφωνηθέντα; Θα δεχθούν μια κάποια προσαρμογή του προγράμματος ενώπιον του σημείου μηδέν που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία;
Ωστόσο, περισσότερο από ποτέ ίσως, η κατάληξη της τέτοιας επιτήρησης-διαπραγμάτευσης δεν εξαρτάται μόνον από την προσέγγιση των δύομερών ούτε από τη σχετική πρόοδο των μεταρρυθμίσεων· η ίδια η φύση της σχέσης Ελλάδας-τρόικας διαμορφώνεται πλέον υπό την σκιά ιστορικών διεργασιών που συγκλονίζουν την Ευρώπη, με τρόπο που δεν έχει ξανασυμβεί από την έναρξη της διεθνούς κρίσης του 2008 και την κρίση χρέους στις χώρες της ευρωπαϊκής επεριφέρειας.
Καταρχάς, το ελληνικό πρόβλημα έχει καταδειχθεί ότι είναι μέρος ενός γενικότερου ευρωπαϊκού προβλήματος· αυτού που ταλανίζει τώρα τους γίγαντες της ευρωζώνης, τη Γαλλία και την Ιταλία. Δεύτερον, η άτεγκτη ορθοδοξία που συνείχε το νεοφιλελεύθερο υβρίδιο με δημοσιονομική λιτότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν απέδωσε· αντιθέτως, ευθύνεται για τη βύθιση της ευρωζώνης σε στασιμότητα, ύφεση, ανεργία και αποπληθωρισμό. Τρίτον, αποδεικνύεται επικίνδυνη ή και ολέθρια η δογματική προσήλωση στην απαραβίαστη αρχιτεκτονική του ευρώ, καθώς και η απαγόρευση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λειτουργεί σαν δανειστής εσχάτης καταφυγής.
Τέταρτον, οι επείγουσες ανάγκες των κρατών της ευρωζώνης προσκρούουν όχι μόνο στην πολιτική ορθοδοξία του Βερολίνου, αλλά στην ίδια την κρατική δομή της Γερμανίας: το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρσλρούης δεν αναγνωρίζει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το δικαίωμα να στηρίζει απευθείας τα κράτη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια κρίσιμων ευρωδιασκέψεων, η καγκελάριος Μέρκελ απέφευγε να πάρει θέση, ενόψει γνωματεύσεων του πανίσχυρου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο ουσιαστικά λειτουργεί υπεράνω του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Δηλαδή, οι Γερμανοί δικαστές της Καρλσρούης ρυθμίζουν ή απορρυθμίζουν την ευρωζώνη κατά τις προβλέψεις και τις ερμηνείες του γερμανικού Συντάγματος.
Με πληθωρισμό στο εφιαλτικό όριο 0%, ήταν αναμενόμενη η αντίδραση του Μάριο Ντράγκι, ο οποίος εξήγγειλε στο Τζάκσον Χόουλ «αντισυμβατικές δράσεις» για ενίσχυση της ενεργού ζήτησης και για αποτροπή του αποπληθωρισμού και της συνεχιζόμενης ύφεσης στην ευρωζώνη. Τα «ανορθόδοξα» Draginomics ακολουθούν με καθυστέρηση την πολιτική της αμερικανικής Fed μετά το 2008 και τα ιαπωνικά Αbenomics μετά το 2012· ουσιαστικά κάνουν την ΕΚΤ δανειστή εσχάτης καταφυγής για όλες τις χώρες του Ευρωσυστήματος. Και για την Ελλάδα.
Για να εφαρμοστεί όμως το εύλογο σχέδιο Ντράγκι, προϋποτίθεται πολιτική ευελιξία και συναίνεση· απαιτείται πρωτίστως να καμφθεί η αντίσταση της ηγεμονεύσας Γερμανίας που υπαγορεύει τη λιτότητα. Πώς θα καμφθεί η Γερμανία; Ο,τι φάνταζε αδύνατον το 2010 ή το 2011, φαίνεται εφικτό το 2014, διότι η εθελοτυφλία και οι αναβολές απειλούν με δυσθεώρητο κόστος την ευρωζώνη, και όχι μόνο οικονομικό. Οι κοινωνικές θυσίες στον βωμό της ανεργίας, η πολιτική αστάθεια που πλήττει τον ευρωπαϊκό πυρήνα, η αιφνίδια γεωπολιτική ρωγμή της Ουκρανίας με το βαρύ οικονομικό κόστος, δεν επιτρέπουν την καθήλωση σε καμία ορθοδοξία.
Σε αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον η διαπραγμάτευση του χρέους και η ρύθμιση των ελλειμμάτων της Ελλάδας παίρνουν άλλο χαρακτήρα: προφανώς το επιδιωκόμενο θα είναι η τόνωση της ζήτησης, της ανάπτυξης, της απασχόλησης. Δυστυχώς, οι μετατοπίσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική είναι συνήθως αργές· ήδη αρχίζουν να συμβαίνουν με τετραετή καθυστέρηση. Αλλά προτιμότερη μια έστω καθυστερημένη αλλαγή, από την αδράνεια και τη συνέχιση της βύθισης.