You are currently browsing the tag archive for the ‘πλήθος’ tag.

grillo-dario-fo

Το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία, πολύμορφο και ασταθές, με νέους και παλαιούς παίκτες, ενδεχομένως προοικονομεί άλλες ισορροπίες μέσα στην Ευρώπη της κρίσης. Το εκλογικό αποτέλεσμα αναδεικνύει πρώτη την Κεντροαριστερά του Μπερσάνι, αλλά σε απόσταση αναπνοής από τη Δεξιά του Μπερλουσκόνι και από τον απρόβλεπτο λαϊκιστή Γκρίλο. Και οι τρεις μπορούν να ισχυρίζονται ότι νίκησαν: Ο Μπερσάνι διότι πιθανόν θα βρεθεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης, αν και μάλλον αδύναμης. Ο Μπερλουσκόνι διότι νεκραναστήθηκε και απειλεί να τιμωρήσει αυτούς που τον ανέτρεψαν. Και φυσικά ο Γκρίλο, που ανέβηκε στην κορυφή από το πουθενά.

Ποιος έχασε; Ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Μόντι είναι ο μεγάλος ηττημένος, όχι τόσο λόγω του χαμηλού σκορ, όσο επειδή εγκατέλειψε τη θέση τού υπεράνω κομματικών παθών τεχνοκράτη και τις υποσχέσεις του, εκτέθηκε στη λαϊκή κρίση και βρέθηκε ελλιπής. Ηττημένη άρα μπορεί να θεωρηθεί εν συνόλω η πολιτική λιτότητας, που εφάρμοσε η διακομματική κυβέρνηση Μόντι, ακολουθώντας τη γραμμή των Βρυξελλών και του Βερολίνου για δημοσιονομική πειθαρχία και περιορισμό των μισθών. Υπό αυτή την έννοια, τραυματίζεται και η πολιτική Μέρκελ, για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη και για εμπέδωση της γερμανικής ηγεμονίας.

Μεγάλος νικητής είναι ο κωμικός Μπέπε Γκρίλο με το Κίνημα Πέντε Αστέρων: το καινοφανές μόρφωμα μεταμοντέρνου λαϊκισμού εν πολλοίς εκφράζει τους ποικίλους Αγανακτισμένους των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίοι πλήττονται από την κρίση και απορρίπτουν βίαια τα παραδοσιακά κόμματα. Οι Γκριλίστι, κινούμενοι εκτός των συμβατικών ΜΜΕ, με χαρακτηριστικά κοινοτισμού grassroots που εκδηλώνονται με δημόσιες συναθροίσεις και έντονη χρήση των διαδικτυακών κοινοτήτων και εργαλείων, υπό μία έννοια είναι η άναρθρη, άγαρμπη, τυφλή, πλην αποτελεσματική, εκδίκηση των άφωνων πολιτών απέναντι στον μαρασμό της αντιπροσώπευσης και την κατίσχυση των αγορών έναντι της πολιτικής. Η δική τους ατελής αντι-πολιτική είναι μια έκφραση του πολιτικού από το πλήθος στην εποχή της μεταδημοκρατίας.

Αν αναζητούσαμε κάποιες αναλογίες, στην Ελλάδα οι Αγανακτισμένοι κινήθηκαν εκλογικά προς τρεις κατευθύνσεις: τους συνταγματικούς ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητους Ελληνες και τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Στην Ιταλία τους απορρόφησε όλους σχεδόν ο αντισυστημικός μη φασίστας Γκρίλο σε μια διαρκή καρναβαλική εκδραμάτιση, και εν μέρει ο παλαιοκομματικός φθαρμένος Μπερλουσκόνι με τους δικούς του θεατρινισμούς.

Ενα χαρακτηριστικό, εκτός του λαϊκισμού, που μοιράζονται, σε διαφορετικό βαθμό, Μπερλουσκόνι και Γκρίλο: η εναντίωση στην ηγεμονία της Γερμανίας και η αφύπνιση της εθνικής υπερηφάνειας. Ο κωμικός επιπλέον διακηρύσσει ανοιχτά τον ευρωσκεπτικισμό του. Αυτό το στοιχείο ίσως έχει τη μεγαλύτερη διευρωπαϊκή επιρροή: η τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Ευρωζώνης, η έβδομη οικονομία του πλανήτη, με 2 τρισ. χρέος και βυθισμένη στη μακρύτερη ύφεση των τελευταίων είκοσι χρόνων, αμφιβάλλει για την κοινή ευρωπαϊκή μοίρα.

Ο σπασμός του μεγάλου ιταλικού λαού, υπό την πίεση της κρίσης, διατυπώνεται τώρα με όρους που μπορούν να αυξήσουν απρόβλεπτα την εντροπία του ήδη ασταθούς ευρωσυστήματος.

balibar POLITIS[1] elefantis

Καθώς κοντεύουμε να κλείσουμε τρία χρόνια βύθισης στην κρίση, και ενώ διανύουμε ήδη την δεύτερη μνημονιακή εποχή, με την τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση, αντιλαμβανόμαστε ότι, παρ’ όλα τα πάθη και τον πόνο, είμαστε τουλάχιστον λίγο σοφότεροι πολιτικά. Μετά το παρατεταμένο σοκ, αντιλαμβανόμαστε ότι ο πρώτος χωρισμός σε φιλομνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, που προσέλαβε εμφυλιακούς χαρακτήρες, έχει λίγο-πολύ ξεθυμάνει. Σήμερα, μέσα από τα σωρευόμενα ερείπια του παλαιού συστήματος διακρίνονται ήδη άλλοι διαχωρισμοί και άλλες συγκρούσεις, στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο.

Στο κοινωνικό πεδίο επανεμφανίζονται οι ταξικοί διαχωρισμοί με πρωτοφανή σφοδρότητα, σχεδόν ξεχασμένη κατά τις πρόσφατες δεκαετίες του ευδαιμονισμού και ενός ιδιότυπα «βολεματικού» κοινωνικού συμβολαίου. Η κρίση ανέστειλε βιαίως τους όποιους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς, τους πελατειακούς έστω, εξοντώνοντας τους αδύναμους και βάζοντας τους μικρομεσαίους σε κατάσταση διαρκούς απειλής. Η τέτοιας έντασης και βάθους υπονόμευση του κοινωνικού συμβολαίου κινητοποιεί αναλόγως σφοδρά τους απειλούμενους: το αμέριμνο πλήθος καταναλωτών/πελατών αναγκάζεται να θυμηθεί την ιδιότητα του πολίτη, να γίνει λαός. Ή να μεταπέσει σε όχλο, έρμαιο της μνησικακίας.

Αυτές οι διαδοχικές μεταπτώσεις μάς φέρνουν ενώπιον νέων διακρίσεων και διαχωρισμών στο πολιτικό πεδίο. Εδώ βλέπουμε, από τις απαρχές ήδη της κρίσης, να φουντώνει η διάκριση σε λαϊκιστές και αντιλαϊκιστές. Πολύ αδρά, οι αντιλαϊκιστές, συνήθως υποστηρικτές ή ανεχόμενοι τα μνημόνια, χαρακτηρίζουν υποτιμητικά λαϊκιστές τους συνήθως πολέμιους των μνημονίων. Υπό τους όρους αυτούς συναθροίζονται γενικευτικά και απλουστευτικά δεξιοί, αριστεροί, ακροαριστεροί, φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι, κομμουνιστές, νεοναζί, εθνικιστές, ακόμη και μετριοπαθείς. Είναι η νέα διαχωριστική γραμμή, μια μαγική, αποτροπαϊκή κορδέλα διαρκώς μετατοπιζόμενη και διαστελλόμενη για να τους χωρίζει όλους σε όλα.

Βεβαίως η συζήτηση περί λαϊκισμού δεν είναι τόσο νέα όσο η εμπειρία ύφεσης και πτώχευσης, όσο η εμπειρία μνημονιακής λιτότητας. Είναι πολύ παλαιότερη. Με μια μεγάλη διαφορά: στο παρελθόν, το φαινόμενο του εγχώριου λαϊκισμού, όπως αυτός εκφράστηκε κυρίως στην πασοκική πρακτική στη δεκαετία ’80, απασχόλησε αριστερούς διανοουμένους και επιστήμονες, μεταξύ άλλων τους Αγγελο Ελεφάντη (Στον αστερισμό του λαϊκισμού, 1991), Αντώνη Λιάκο (1989), Λυριτζή και Σπουρδαλάκη (1990). Σήμερα, αντιθέτως, παλαιοδεξιοί, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, πρώην και νυν πασόκοι, κατηγορούν για λαϊκισμό τους αριστερούς κυρίως, και μια μερίδα της λαϊκής δεξιάς. Παρατηρείται λοιπόν το εξής παράδοξο: οι κυβερνώντες αδιαλλείπτως τις τελευταίες δεκαετίες, θεμελιωτές της λαϊκιστικής διακυβέρνησης και τροφοδότες του πελατειακού κράτους, βγάζουν τους εαυτούς τους έξω από το ιστορικό συνεχές, και κατηγορούν τους αντιπολιτευόμενους επί λαϊκισμώ.

Αλλά ποιον ακριβώς λαϊκισμό; Τον ακροδεξιό, αντιδραστικό, εθνορατσιστικό, εσωστρεφή, μισαλλόδοξο λαϊκισμό του ΛΑΟΣ ή της Χρυσής Αυγής; Ή τον αριστερό λαϊκισμό που ρητορεύει για την απώλεια της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας; O Ετιέν Μπαλιμπάρ ορίζει ακόμη και έναν «θετικό λαϊκισμό», και ο κάθε άλλο παρά λαϊκιστής Ντανιέλ Κον Μπεντίτ βρίσκει σε αυτόν τον «θετικό λαϊκισμό» μια χρήσιμη λειτουργία υπό τις παρούσες συνθήκερς αποπολιτικοποίησης.

Ο λαϊκισμός δεν είναι ένας, ομοούσιος, στατικός και ουσιοκρατικός· ως έκφραση του πολιτικού είναι δυναμικός και διαρκώς ανασημασιοδοτούμενος. Στη σημερινή συγκυρία ερειπίων επιπλέον, μια πολιτική αφήγηση που βασίζεται σε στατικές εννοιολογήσεις κινδυνεύει να αποβεί περισσότερο αντιδραστική από τον καταγγελόμενο εχθρό: εν προκειμένω, η αντιλαϊκιστική ρητορική αλληθωρίζει έναντι της ποικιλόμορφης ζέουσας πραγματικότητας, πετώντας μαζί με τα βρωμόνερα του λαϊκισμού και τον λαό.

Κι εδώ φτάνουμε στον κρίσιμο πυρήνα της συζήτησης: τι σημαίνει σήμερα λαός, λαϊκή κυριαρχία, νομιμοποίηση πηγάζουσα από τη λαϊκή βούληση; Η κρίση κατέδειξε τις αδυναμίες και τον φενακισμό της μεταδημοκρατίας, όσες εκάλυπτοντο ή ελάνθαναν κάτω από την ευμάρεια των δανεικών· κατέδειξε δραματικά τις ανισότητες, τα δημοκρατικά ελλείμματα στην αντιπροσώπευση, ακόμη και την απειλητική υποκατάσταση της ισοπολιτείας από την κυριαρχία ανεξέλεγκτων ελίτ, κατ’ ευφημισμόν αρίστων. Τη στιγμή της ρήξης, οι ελίτ αναδιπλώθηκαν, αλλά όχι για ανανέωσή τους με νέες δυνάμεις και νέες ιδέες, αλλά για να επιβάλουν μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση έναντι μιας πολιτικής κυβέρνησης, δηλαδή για να επιβάλουν ένα κλειστό αυτοαναπαραγόμενο σύστημα εξουσίας, που λογοδοτεί περιορισμένα ή και καθόλου, και να αποκλείσουν ένα ανοιχτό, διαρκώς ανανεούμενο και ανακλητό σύστημα εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την εγχώρια αργκό, το ανοιχτό ονομάζεται λαϊκιστικό, ανατολικό, βαλκάνιο, κοντολογίς κακό· το κλειστό και ελεγχόμενο από αυτοοριζόμενους «άριστους», ονομάζεται αντιλαϊκιστικό, εκσυγχρονιστικό, φιλοευρωπαϊκό κ.ο.κ.

Ας κινηθούμε προς τα εμπρός, πέραν των διαχωρισμών. Το μέγα πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, δεν είναι το δίπολο λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός. Το πρόβλημα είναι η επαναφορά της πολιτικής στο προσκήνιο, δραστικής, και η επαναθεμελίωση της δημοκρατίας.

Διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου των Νικόλα Σεβαστάκη και Γιάννη Σταυρακάκη, «Λαίκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση», εκδ. Νεφέλη.

Την περασμένη Τετάρτη η ελληνική τηλεδημοκρατία έζησε μια κορύφωση: ο νυν συγκυβερνών και πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τερμάτισε λάιβ, στο Δελτίο των Οκτώ. Ο λάλος και πάντα αγέρωχος Β. Βενιζέλος γκρεμίστηκε από το θρονί του ιθαγενούς αγά αφρίζοντας στο παράθυρό του σαν δικολάβος των καφενείων της Ευελπίδων.

Το acting out Βενιζέλου σημειώνεται σε μια φάση κατά την οποία το εγχώριο σύστημα νομής εξουσίας απειλείται και ραγίζει, κάτω από το βάρος των ερειπίων που το ίδιο προκάλεσε. Η μετάθεση της Μεγάλης Υφεσης στις πλάτες σύμπαντος του ελληνικού λαού, πλην των αρχόντων της παρακμής, είναι πλέον δυσχερέστατη έως αδύνατη. Οι λόγοι; Πολλοί. Πρώτα-πρώτα, η ίδια η κρίση αποσυναρμολογεί βίαια το σύστημα διαπλοκής, παραπλάνησης, συγκάλυψης και λεηλασίας· ο καραγκιόζ μπερντές δεν μπορεί να κρύψει την αθλιότητα της πελατειακής αναδιανομής, πόσω μάλλον που τώρα δεν υπάρχει ούτε ψίχουλο για μοιρασιά.

Δεύτερον, το πεδίο λεηλασίας συρρικνώνεται εξωγενώς: οι δανειστές απαιτούν τοκοχρεωλύσια από το χρεοκοπημένο κράτος και παρεμβαίνουν ενεργά στη διοίκησή του. Η συνεπαγόμενη απορρύθμιση του συστήματος επιφέρει ρήξη της ομερτά και των πρωτοκόλλων συνεργασίας των εγχώριων νομέων· τα επιμέρους καρτέλ σπάνε και στρέφονται το ένα εναντίον του άλλου, σε έναν λυσσώδη αγώνα επιβίωσης.

Σταδιακά, οι ξένοι εταίροι-δανειστές στρέφονται εναντίον της ηγετικής ελίτ, την οποία θεωρούν αναποτελεσματικό και αναξιόπιστο συνομιλητή σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση του ευρωπαϊκού προβλήματος. Βεβαίως, οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν κόπτονται υπέρ των συμφερόντων του ελληνικού λαού, αλλά προδήλως προτιμούν έναν πολιτικά νομιμοποιημένο και ορθολογικό συνομιλητή, που θα εκπροσωπεί τα εθνικά συμφέροντα, και όχι τα συμφέροντα μιας ολιγαρχίας, πολύ περισσότερο που τώρα τα ευρωπαϊκά συμφέροντα αφίστανται των συμφερόντων των ντόπιων καρτέλ.

Σε αυτά τα συμφραζόμενα πρέπει να αντιληφθούμε επίσης ότι ούτε η τρόικα είναι συμπαγής και ομοιογενής: στο εσωτερικό της δεν εκπροσωπούνται ταυτόσημα συμφέροντα και δεν προσεγγίζει το ελληνικό πρόβλημα με ίδιες συνταγές και νοοτροπίες. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, λ.χ., από την αρχή φαίνεται να πρότεινε άλλη λύση συνολικά, βασισμένη στα δικά του εργαλεία αντιμέτωπισης κρίσεων χρέους. Αλλη είναι η αντίληψη του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ, Ολιβιέ Μπλανσάρ, και άλλες οι αντιλήψεις των Γερμανών τραπεζιτών και του Γερμανού υπουργού Β. Σόιμπλε. Η αναδιάρθρωση του χρέους, ας πούμε, δεν έγινε βάσει του χρονισμού και του πρωτοκόλλου του ΔΝΤ, αλλά βάσει των γαλλογερμανικών σκοπιμοτήτων, και πάντως εις βάρος της ουσιαστικής ανακούφισης της Ελλάδας.

Ανευ δυνατότητος υποτίμησης του νομίσματος και διόγκωσης του πληθωρισμού, η μόνη εφαρμοσθείσα αγωγή ήταν η πιο επιζήμια: η εσωτερική υποτίμηση. Η οποία μάλιστα εσωτερική υποτίμηση εφαρμοζόμενη ταυτοχρόνως με ευρείες διαρθρωτικές αλλαγές, κατά μια σαδιστική-τιμωρητική αντίληψη, για παραδειγματισμό άλλων αδύναμων Ευρωπαίων, βύθισε τη χώρα στη μεγάλη ύφεση και αποδιοργάνωσε το εγχώριο σύστημα νομής εξουσίας.

Το σοκ, που εξαπολύθηκε την άνοιξη του 2010 επί της αμέριμνης και απροετοίμαστης ελληνικής κοινωνίας, ήταν τέτοιας σφοδρότητας και έκτασης που αιφνιδίασε όχι μόνο τους πολίτες αλλά και τους πολιτικούς που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια ― κι ίσως αυτούς πολύ περισσότερο, δεδομένης της εκ των υστέρων αποδειχθείσας ολιγωρίας και ανικανότητάς τους. Σύντομα το ντούο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου, συνοδευόμενο από το υπόλοιπο παρηκμασμένο ΠΑΣΟΚ, έχασε κάθε έλεγχο. Μετά το πρώτο κύμα αποπροσανατολισμού και προπαγάνδας, το πολιτικό σύστημα άρχισε να κλονίζεται και, από το καλοκαίρι του 2011, να καταρρέει. Η πολιτική (αυτο)εξουδετέρωση του Αντώνη Σαμαρά, δια της εισόδου του στην κυβέρνηση Παπαδήμου και της συνυπογραφής του Μνημονίου ΙΙ, ολοκλήρωσε την αμετάκλητη υπομόνευση των αστικών κομμάτων, όπως εδέσποσαν στις τέσσερις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης.

Την παρακμή του πολιτικού συστήματος διαδέχεται, τώρα πλέον φανερά, η αποσάθρωση των θεσμών και η αποκάλυψη των κρυφών αρμών του συστήματος διαπλοκής και πελατειακής εξαχρείωσης. Το ΔΝΤ και η τρόικα, για τους δικούς τους λόγους, απαιτούν το σπάσιμο των εγχώριων ομάδων-rackets· κι αυτά αμύνονται με κάθε μέσο, ακόμη και επιτιθέμενα στη χώρα, επιχειρώντας πλιάτσικο επί των ερειπίων, όσο μπορούν να δρουν με έναν βαθμό αυτονομίας, σαν τον παλιό καλό καιρό. Τα αλληλοκαρφώματα, τα συμβόλαια, οι ομηρίες, οι αγγελιαφόροι, η κόπρος που απλώνεται στον δημόσιο βίο, είναι τα βίαια επεισόδια ενός πολέμου βασάλων και φύλαρχων, οι οποίοι νιώθουν βαρύ το χέρι της αυτοκρατορίας και καυτή την ανάσα του πλήθους. Στα μήντια θα φανούν κι άλλα.

Μία εβδομάδα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές. Τέσσερις εβδομάδες από τις περασμένες άγονες. Ενας λαός αιωρείται εν θυμώ, εν χώρω και χρόνω: ανάμεσα σε αισθήματα, ψυχανεμίσματα, υλικές ανάγκες και προσδοκίες, ανάμεσα στο πάτριο χώμα και τον ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο, ανάμεσα στο αμετάκλητα απολεσθέν παρελθόν και το άδηλο απειλητικό μέλλον.

Αιωρούμενοι διαρκώς, αναπόσπαστο μέρος του φαινομένου, εντοπίζουμε ωστόσο δύο ρευστά μοτίβα, δύο μεταξύ πολλών άλλων. Ενα: τι διαιρεί και τι συνέχει το αιωρούμενο πλήθος. Δύο: ποια η υπόσταση και η υφή του χρόνου.

Η εκλογή της 17ης Ιουνίου θα επισφραγίσει χειρονομιακά, ποσοτικά, μια μετατόπιση που ήδη έχει συντελεστεί. Πρόκειται για τη μετακίνηση του πλήθους από τον χώρο της σιωπής, του ψίθυρου, του μυκτηρισμού και του αποκλεισμού, στο κεντρικό πεδίο, στην μεγάλη σκηνή, στην πλατεία. Η μετακίνηση μεταμόρφωσε το πλήθος από άφωνο κομπάρσο σε ομιλούντα πρωταγωνιστή: το πλήθος των πλατειών του Ιουνίου 2011 αναποδογύρισε τον τρόπο και τον χρόνο, αντέστρεψε τους ρόλους· με το καρναβαλικό του γέλιο, διόλου αστείο αλλά βαθιά απελευθερωτικό, κλόνισε τις εγκατεστημένες σχέσεις κυριαρχίας. Το καρναβάλι των πλατειών τα περιείχε όλα: και τον σπασμό της απόδρασης και τη λαχτάρα για αυτονομία και τη στερεοτυπικότητα και το kitsch. Ηταν μια ιστορική στιγμή όπου συναιρέθηκε το πρωτόγονο και το ενστικτώδες με το υπερμοντέρνο και τις αδύναμες σπίθες μιας ανεύρετης ουτοπίας.

Υστερα, οι σπίθες έσβησαν. Τα σώματα αποσύρθηκαν. Χωρίς όμως να ξεχάσουν. Στα σώματα είχε εγγραφεί η στάσις και ο έτερος τρόπος: αυτά τα σβησμένα ξαναφούντωσαν στις κάλπες. Το πλήθος κινήθηκε σαν την παλίρροια, φούσκωσε, φύρανε και ξαναφούσκωσε, και θα ξαναφυράνει. Στην παρούσα φάση το πλήθος του καρναβαλιού και της κάλπης αναζητεί τη συνέχουσα ύλη του, μια κοινή δόξα, μια μοιραζόμενη πίστη, ό,τι θα το μεταμορφώσει σε λαό που αποφασίζει τη μοίρα του, ή τουλάχιστον που γνωρίζει γιατί να αφεθεί σ’ αυτήν.

Ποια θα είναι η συνέχουσα ύλη, όταν θα καταγραφούν τα ποσοστά της απόφασης, ώστε η απόφαση να γίνει ιστορική ύλη, βίος και δράση; Θα τη λένε πατρίδα; Πολιτική κοινωνία; Γυμνή επιβίωση; Κάθε ενδεχόμενο είναι ανοιχτό και κάθε ενδεχόμενο οδηγεί σε άλλες καταστάσεις ισορροπίας, άλλες μορφές οργάνωσης βίου.
Γιατί η ενδιάθετη ροπή προς τη συνοχή αντισταθμίζεται διαρκώς από τη ροπή προς τη διαίρεση, προς τον κερματισμό και τις συγκρούσεις των επιμέρους. Το πλήθος συνεχώς νιώθει στο σώμα του φυγόκεντρες, αντίρροπες δυνάμεις. Στοιχειακά: φιλότης και νείκος.

Αυτή τη δυναμική των αντίρροπων να τη δούμε αναπτυσσόμενη σε έναν χρόνο που έχει πυκνώσει τόσο που μας ρουφάει και μας παγώνει, μας επιταχύνει και μας εκσφενδονίζει στο μέλλον, ταυτοχρόνως σαν παρατηρούμενα και σαν παρατηρητές. Ας δούμε τον χρόνο σε πολλαπλές φανερώσεις: Γέρων Χρόνος, Καιρός, Fortuna. Αλλοτε, σαν αρχαίους, μας όριζε η Μοίρα, τώρα οι νεωτερικοί αδράχνουμε την Τύχη απ΄τα μαλλιά. Εντός του χρόνου εκπτύσσονται η παράδοση και το μέλλον αξεχώριστα· εμείς, τα υποκείμενα, πασχίζουμε να μη χάσουμε την παράδοση, αλλά και να αδράξουμε το παρόν, να μη χάσουμε την επαφή με το μέλλον. Στην περίπτωσή μας τα φοβόμαστε όλα: το πρόσφατο παρελθόν των σωρευμένων απωλειών, το δύσθυμο παρόν, το απειλητικό μέλλον. Νομίζουμε ότι κινδυνεύουμε να τα χάσουμε όλα. Αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν χάνεται οριστικά· μάλλον, συμβαίνει μια ρήξη σε ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως γραμμικό χρόνο. Στα χείλη του ρήγματος, αυτό μας φοβίζει: να χάσουμε, να βυθιστούμε στην άγνοια και τη λησμονιά. Ομως όχι, τίποτε δεν πάει χαμένο, ούτε το πιο μικρό, το πιο ασήμαντο. Ολες οι ψυχές δικαιούνται τη χάρη· στη μακρά διάρκεια ορισμένως, αλλά ακόμη και στον περατό ορίζοντα του βίου.

Πόσο επηρεάζουν τη ροή των συμβάντων τέτοιες αυτοπαρατηρήσεις του αιωρούμενου μέσα στο πλήθος, στο κατώφλι μιας λύτρωσης ή μιας καταστροφής; Πολύ λίγο ίσως. Ομως παρηγορούν. Διότι αφενός μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε την κινδυνώδη συγκυρία σαν λάμψη και σαν δυνατότητα, όχι μόνο ως τραύμα. Και αφετέρου διότι επιτρέπουν να δούμε ακόμη και τη συντελούμενη καταστροφή σαν έναρξη αποκατάστασης, σαν επανεκκίνηση, σαν λύτρωση. Να ανοιχτούμε στο μέλλον. Με τα λόγια του Στρίνμπεργκ: «Η κόλαση δεν είναι διόλου αυτό που μας περιμένει ― αλλά αυτή η ζωή εδώ».

εικόνα: Αγγελος, Ρέκβιεμ για τον 20ό αιώνα, των Κατρ. Θωμαδάκη – Μαρίας Κλωνάρη

Η σεισμική αναδιάταξη του εκλογοπολιτικού χάρτη, που συνέβη την περασμένη Κυριακή, οφείλεται ασφαλώς στην αναστάτωση που έχει επιφέρει στο κοινωνικό σώμα μία διετία ρήξεων. Η κρίση και τα αλλεπάλληλα Μνημόνια γκρέμισαν τις ζωές πολλών Ελλήνων και απειλούν τις ζωές πολλών περισσότερων. Η οικονομική-κοινωνική καταστροφή μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού συνοδεύτηκε από την επίγνωση των πολλών δομικών αδυναμιών του κράτους και του παραγωγικού ιστού, οι ρίζες των οποίων πάνε πολύ πίσω.

Μαζί με τον ατομικό πόνο της κρίσης οι Ελληνες αναγκάστηκαν να δουν καθαρά πια την αδικία, τη σπατάλη και τον ανορθολογισμό του ισχύοντος κλεπτοκρατικού συστήματος, το οποίο επιβράβευαν λίγο-πολύ με τις ψήφους τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο φόβος και η απόγνωση επί του ατομικού διοχετεύθηκαν σε μια αντικαθεστωτική συμπεριφορά επί του συλλογικού πεδίου. Με ασαφή απεύθυνση και ισχυρά συναισθηματικά φορτία, στην αρχή. Με πιο έλλογο τρόπο, εν συνεχεία. Εν συνόλω όμως με αγανάκτηση και φόβο, εναλλάξ.

Το πλήθος παρέμενε σιωπηλό, σχεδόν παγωμένο, πριν από κάθε μείζονα εξέλιξη· ακούγαμε τη σιωπή πηχτή και απειλητική. Κατόπιν, το πλήθος αντιδρούσε, διαρκώς από την 5η Μαΐου 2010 έως και τον Φεβρουάριο του 2012, με κλιμακούμενη ένταση και ποικίλα μέσα, με αποκορύφωση το άτυπο πλην μαζικότατο «κίνημα» των Αγανακτισμένων, το περασμένο καλοκαίρι. Το κύμα του πλήθους ορμούσε, έσκαγε και αποσυρόταν, επί περίπου δύο χρόνια. Τυπικά, πάντα ηττημένο. Το τελευταίο κύμα έσκασε στην κάλπη: εκεί το άμορφο πλήθος, και ενίοτε όχλος, έδρασε ως λαός, ως πολιτικό σώμα. Η ψήφος του έσκασε σαν βόμβα διασποράς, κερματίζοντας τον πολιτικό χάρτη και, κυρίως, πλήττοντας καίρια τον πυρήνα του παλαιού καθεστώτος: τα δύο κόμματα που ενέμοντο την εξουσία επί 38 χρόνια.

Το πιο έντονο χαρακτηριστικό αυτής της πολύσημης, πολυδύναμης και δαιμονικά κερματισμένης ψήφου είναι αυτός ο αντικαθεστωτικός χαρακτήρας, η μήνις εναντίον των αξιωματούχων, των προυχόντων, των μάγιστρων της πελατειακότητας και της διαπλοκής. Τους έστειλε στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας.

Από τους προύχοντες του ΠΑΣΟΚ λόγου χάριν, διεσώθησαν εκλογικά μόνο οι κ. Λοβέρδος και Χρυσοχοΐδης, επιθετικά μνημονιακός ο πρώτος, κυνικά «αδιάβαστος» ο δεύτερος. Και οι δύο τα τελευταία προεκλογικά 24ωρα αποδύθηκαν σε ένα ρεσιτάλ εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης πυροδοτώντας τα εύφλεκτα ρεφλέξ της ασφάλειας. Ο κατεπείγων εγκλεισμός μερικών δεκάδων μεταναστών σ’ ένα στρατόπεδο και η φωτογραφική κατάδοση μερικών οροθετικών τοξικομανών του πεζοδρομίου προβλήθηκαν σαν μακρόπνοη πολιτική για το μεταναστευτικό, την ασφάλεια και τη δημόσια υγεία. Στην πραγματικότητα καταπατήθηκαν ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα, ιατρική πρακτική και διεθνή πρωτόκολλα, χωρίς ουσιαστικό και χρονοανθεκτικό αποτέλεσμα. Προσποιήθηκαν ότι θα κάνουν σε μερικές ημέρες ό,τι δεν έκαναν επί δυόμισι χρόνια.

Ακόμη χειρότερα, σε τόσο σοβαρά θέματα έβαλαν την εθνική πολιτική και τον δημόσιο διάλογο να ρυμουλκούνται από την ατζέντα των λούμπεν λαϊκιστών και νεοναζί. Ο άνευ ορίων και όρων διωγμός εξουθενωμένων θυμάτων του δουλεμπορίου και της αρρώστιας υιοθέτησε μια υγειονομική γλώσσα που θυμίζει τρομακτικά τη γλώσσα με την οποία οι Αριοι ναζί έβαλαν στο στόχαστρο Εβραίους, Τσιγγάνους και άλλους υπάνθρωπους, κατά τη διείσδυσή τους στις φοβισμένες μάζες της θνήσκουσας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Είναι τόσο πολλά τα σημασιακά φορτία, τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, τα ρητά και τα υπόρρητα αυτού του ασύλληπτα πυκνού ιστορικού χρόνου… Αδυνατούμε να τα προλάβουμε, πόσω μάλλον να τα αναλύσουμε και να τα αναχωνέψουμε. Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε μια κρίσιμη μετατόπιση του λόγου των καταψηφισθέντων του Ancien Regime προς τα ξενοφοβικά, αρρωστοφοβικά, ρατσιστικά και βίαια παραληρήματα των νεοναζί, που έχει βαρύνουσα σημασία όταν τελείται από παράγοντες του σοσιαλδημοκρατικού, κεντρώου, συντηρητικού ή φιλελεύθερου χώρου. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι ειδικές ζώνες εργασίας για αλλοδαπούς, η διαπόμπευση και η ποινικοποίηση αρρώστων δεν συνάντησαν ιδιαίτερες αντιστάσεις στους κόλπους των δημοκρατικών-φιλελεύθερων κομμάτων.

Η απάντηση του πλήθους που παρέμεινε όχλος, φοβισμένος και έξαλλος ακόμη και στην κάλπη, απέναντι σε αυτά τα σήματα για πογκρόμ και υγειονομική κάθαρση, ήταν να βάλει στο Κοινοβούλιο τους αυθεντικούς εκφραστές του μίσους: τους νεοναζί, κατεξοχήν αντισυστημικούς και εχθρούς της δημοκρατίας, αφιονισμένους λούμπεν. Η εγκαθίδρυση της φαιάς πανώλης είναι η πραγματική υγειονομική βόμβα για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.

Oι σημερινές εκλογές δεν γέμισαν χαρτί τους δρόμους και τα γραμματοκιβώτια, οι αφίσες ήταν λίγες, οι ανοιχτές συγκεντρώσεις λιγοστές και ήσυχες, η ζωή πολύ λίγο μετακινήθηκε από τον μελαγχολικό, συγκρατημένο ρυθμό της. Η ζωή έχει άλλάξει έτσι κι αλλιώς, από καιρό, δεν είναι ίδια· κυλάει με απρόοπτους κυματισμούς, γκρεμίζεται, αναπηδά και ξαναπέφτει, γεμάτη ρυτίδες και αναστατώσεις. Δεν ήταν ένα βότσαλο η χρεοκοπία, είναι βροχή από πέτρες ασταμάτητη.

Οι εκλογές είναι μια μικρή ανάπαυλα στη συναισθηματική και διανοητική καταιγίδα. Και επανέλεγχος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: λειτουργεί. Ο λαός ανασυντάσσεται σαν λαός, αφήνει προσώρας τους χαρακτήρες του πλήθους ή του όχλου, και καλείται να εκφράσει τη βούλησή του. Οσο αντιλαμβανόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε ότι κυριαρχούνται από αντιφατικά συναισθήματα, κοντοστέκουν αμφίθυμοι και αμφίβουλοι μπρος την τελετουργία της κάλπης, για πρώτη φορά ίσως ζυγίζουν τόσο βαριά την ψήφο τους, τη νιώθουν ασήκωτη. Ρωτούν συγγενείς, φίλους, νεότερους: Τι να ψηφίσουμε; Στέκουν μπροστά στο παραβάν ανταριασμένοι.

Πίσω όμως από τα έντονα, συχνά βίαια, συναισθήματα, πίσω από την οργή, τον φόβο, την απόγνωση, διακρίνουμε εξίσου έντονα τα λογικά ερωτήματα: Τι κάνουμε από Δευτέρα; Τι πραγματικά περιθώρια θα έχει όποια κυβέρνηση προκύψει, εκ συγκλίσεως ή εξ ανοχής, να εφαρμόσει το Μνημόνιο αυτούσιο και εντός χρονοδιαγράμματος; Τι περιθώρια υπάρχουν για ήπια αναδιαπραγμάτευση, για χρονική παράταση λ.χ.; Και τι περιθώρια υπάρχουν για ριζική αναδιαπραγμάτευση, αυτή που τάζει η αντιμνημονιακή ρητορική;

Κατά την εκτίμησή μας, τα περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης είναι λιγοστά· υπαρκτά μεν, λαμβανομένης υπ’ όψιν της πανευρωπαϊκής ρευστότητας, λιγοστά δε. Η διαφαινόμενη εκλογή Ολάντ στη Γαλλία μπορεί να κάμψει τη δημοσιονομική πειθαρχία του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά δεν θα τη θραύσει και ασφαλώς ό,τι γίνει θα γίνει μεσοπρόθεσμα και σταδιακά. Οι ενδείξεις για κάμψη της γερμανικής ορθοδοξίας υπάρχουν ήδη: εκτός από τον Ολάντ που έθεσε ευθέως θέμα αναθεώρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, το θέτει και η Ιταλία του Μόντι, διακριτικά μα επίμονα, το θέτει η Ισπανία που στενάζει, και βέβαια και οι μικροί εταίροι που τελούν υπό κηδεμονία Μνημονίου. Αλλά η μεταστροφή δεν θα είναι ταχεία.

Αρα η νέα ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται απεγνωσμένα χρόνο, διπλωματικό χρόνο, διαπραγματευτικό χρόνο. Ομως ο χρόνος κατασπαταλήθηκε: και όταν τον είχαμε αρκετό, το 2009-10, και όταν είχε απομείνει λιγοστός, το φθινόπωρο του 2011. Ωστε τώρα η νέα κυβέρνηση, που θα προκύψει υπό το φως νέων ιστορικών δεδομένων, δεν θα διαθέτει διπλωματικό κεφάλαιο και διαπραγματευτικό απόθεμα.

Πολύ περισσότερο που η νέα κυβέρνηση, ακόμη κι αν εξασφαλίσει ψήφους εμπιστοσύνης ή ψήφους ανοχής, θα διαθέτει τυπική μόνον νομιμοποιητική βάση και ισχνό ή ανύπαρκτο πολιτικό κεφάλαιο, ενώ θα έχει μπροστά της τιτάνιο έργο: να εξασφαλίσει πλήρη και κατά προτεραιότητα την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, με την οικονομία βυθιζόμενη σε ύφεση και την κοινωνία έξαλλη και φοβισμένη. Η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου στην παρούσα φάση άρα δεν φαίνεται εφικτή άμεσα και ριζικά. Η πολιτική ωστόσο είναι κατεξοχήν δυναμική κατάσταση· το εργαστήριο Ελλάς ενδεχομένως να τεθεί σε επόμενο στάδιο πειραματισμών, να δοθεί παράταση. Αυτό είναι και το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με όσα έχουν μισοειπωθεί, παρά τις απειλητικές δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Σόιμπλε, ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες.

Εχουμε πει ότι το υπαρκτό και αγωνιώδες ερώτημα, πριν και μετά την κάλπη, δεν είναι πια το αδρό “Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο”. Το ερώτημα είναι: Ποια Ελλάδα και πώς; Κατά τον ίδιο τρόπο δεν υφίσταται πρακτικά το αδρό δίλημμα «φιλοευρωπαϊστές – αντιευρωπαϊστές». Κανείς πολιτικός οργανισμός δεν είναι ρητά και απόλυτα εναντίον της Ευρώπης. Ακόμη και το αντιδυτικό ΚΚΕ, που θεωρεί την ΕΟΚ-ΕΕ φωλεά του καπιταλιστικού Θηρίου, προσφάτως δεν ετάχθη υπέρ της εγκατάλειψης του ευρώ. Κυρίως: οι Ελληνες θεωρούν εαυτούς, ψυχικά και πολιτιστικά, εντός της Ευρώπης, μέρος αναπόσπαστο, και μάλιστα κεντρικό, όχι περιφερειακό. Δικαίως. Η είσοδος στην ΕΟΚ και η είσοδος στην ευρωζώνη υπαγορεύθηκαν από την ιστορική αναγκαιότητα και από τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων εταίρων, όχι από ελεημοσύνη. Η ανάγκη συνύπαρξης είναι αμοιβαία. Οθεν ο χονδροειδής χωρισμός του πολιτικού, άρα και κοινωνικού, σώματος σε φιλο- και αντι-ευρωπαϊστές στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.

Ο νέος πολιτικός χάρτης, που θα προκύψει στη μετεκλογική και μετά τη χρεοκοπία εποχή, δεν θα ορισθεί με βάση τέτοια ιδεολογήματα παλαιάς κοπής. Αυτά πέθαναν τη δεκαετία του ’80. Με τις εκλογές αρχίζει και τυπικά η πολυδιάρρηξη του πολιτικού σώματος της Μεταπολίτευσης. Δυνάμεις, ιδέες, πρόσωπα, ανάγκες, κοινωνικά υποκείμενα θα αναδιαταχθούν. Ελάχιστοι θα αισθανθούν νικητές από το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά ακόμη κι αυτοί θα νιώσουν καυτές τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Οι ηττημένοι θα είναι πολλοί. Οι διασπάσεις, οι μετακινήσεις, οι εξαφανίσεις και οι γεννήσεις θα διαδέχονται η μια την άλλη. Πάνω απ΄όλα, ο εκλογικός συσχετισμός της 6ης Μαίου θα είναι η απαρχή μιας νέας πολιτικής αποτύπωσης των κοινωνικών συσχετισμών, όπως αυτοί διαμορφώνονται βιαίως και διαρκώς την τελευταία διετία των καταστροφών, κι όπως θα συνεχιστούν τα επόμενα δύσκολα χρόνια.

Ας μείνουμε νηφάλιοι και ενσυναίσθητοι εν ιστορία.

Το δικομματικό σύστημα εξουσίας, που σφράγισε τη μεταπολιτευτική περίοδο, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο της κατάρρευσης, υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας του να τη διαχειριστεί. Η κατάρρευση στοιχειοθετείται αφενός από τις δημοσκοπήσεις της αλαφιασμένης και αμφίβουλης κοινής γνώμης, αλλά και από τη στάση του πολιτικού προσωπικού ελάχιστες εβδομάδες προ των εκλογών.

Ληξιπρόθεσμοι βουλευτές και υπουργοί, οι οποίοι την παρελθούσα διετία νομοθέτησαν το ψαλίδισμα των μελλουσών γενεών, χωρίς να έχουν διαβάσει καν τους νόμους, καταθέτουν στη Βουλή, την υστάτη στιγμή, τροπολογίες χιλιάδων σελίδων για να τακτοποιήσουν εκκρεμότητες της εκλογικής πελατείας. Νυσταγμένοι, βαριεστημένοι, ληγμένοι, νομοθετούν επί των ερειπίων, λίγο προτού βρεθούν στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Παραδόξως δε, εκτιμούν ότι υπάρχει ακόμη εκλογική πελατεία.

Οι ολίγιστοι και δείλαιοι, δια των επαίσχυντων τροπολογιών τους, δείχνουν ακριβώς ποιοι οδηγούν στην κατάρρευση τα αστικά κόμματα, ποιοι καταπατούν τους συνταγματικούς όρκους και τροφοδοτούν το αντικοινοβουλευτικό μένος του απεγνωσμένου πλήθους. Δείχνουν επίσης σε ποιους άνδρες εμπιστευόταν το πλήθος αφρόνως τη μοίρα του: σε φαιδρούς δημοκόπους, άεργους κληρονόμους, πολιτικούς νάνους. Πολλοί απ’ αυτούς τους βρυχώμενους νάνους θα ξεμυτίσουν τις επόμενες μέρες και θα ζητήσουν ανανέωση εντολής, υποσχόμενοι το μόνο που γνωρίζουν: συνέχιση της αμοιβαίας πελατειακής εξαχρείωσης. Θα επισείουν τον κίνδυνο των άκρων και της ακυβερνησίας. Υπάρχει πράγματι το ενδεχόμενο αναρρίχησης των λούμπεν στοιχείων της άκρας δεξιάς, παλαιάς και νέας, στο κοινοβούλιο, αλλά μήπως η συμπεριφορά των κατεστημένων δεξιών, κεντρώων και κεντροαριστερών, δεν απέβη αναλόγως λούμπεν και εντέλει τροφοδότησε τα άκρα;

Η χρεοκοπία είναι πολιτική πρωτίστως. Με ηττημένη την πολιτική και τη χώρα υπό σιδηρά επιτήρηση, οι προτάσεις διακυβέρνησης είναι αναιμικές και ελάχιστα πειστικές, διότι οι φορείς τους κείτονται ξέπνοοι και ηττημένοι, δεν μπορούν να διεκδικήσουν από το πλήθος παρά μόνο τη μοιρολατρία και τον φόβο. Η ψήφος θα είναι τιμωρητική και αντινομική.

Η 15η Ιουνίου συμπύκνωσε μέσα στις λίγες ώρες της όσα κυοφορούσε ο προηγηθείς βαρύς χρόνος, από την ψήφιση του Μνημονίου Ι, ανησυχία, φόβο, φτώχεια, αναδίπλωση, και όσα απελευθέρωσε απότομα το ανατρεπτικό εικοσαήμερο μετά την 25η Μαϊου, με το πλήθος στις πλατείες: αγανάκτηση, οργή, αμφισβήτηση.

Ηδη από τις πρώτες ώρες εμφάνισης του αγανακτισμένου πλήθους, είχαμε επισημάνει: «ο Γ. Παπανδρέου θα τελειώσει πολιτικά στον δρόμο, σύντομα, από ένα ανοργάνωτο, ανώνυμο πλήθος που έχει ελάχιστους ή κανένα ανθρωπολογικό δεσμό με το σύμπαν της Μεταπολίτευσης και του ΠΑΣΟΚ, και με το αφελές ναυάγιο του opengov». Τρεις εβδομάδες αργότερα, σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, ο Γ. Παπανδρέου με ένα ρεσιτάλ παλινωδιών, έφτασε να υποβάλει την παραίτησή του στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ζητώντας κυβέρνηση συνεργασίας, και εν συνεχεία απέσυρε την παραίτησή του και ανήγγειλε ανασχηματισμό, τον οποίο εν συνεχεία μετέθεσε, προκειμένου να απευθυνθεί στην κοινοβουλευτική του ομάδα που τον αμφισβητεί.

Ο Γ. Παπανδρέου φέρεται σαν να έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και με τον πολιτικό χρόνο. Εξ ου και η αποστροφή του προς βουλευτές: «Στηριχτείτε πάνω μου…» Προφανώς έχει χάσει και την εμπιστοσύνη του ξένου παράγοντα. Ουσιαστικά είναι τελειωμένος, με τον τρόπο που εσύρετο βασανιστικά ο Κώστας Καραμανλής τους τελευταίους μήνες της θητείας του. Πεισμωμένος, σαν i-πρίγκηψ και όχι σαν ιστορικό πρόσωπο, ισορροπεί ασταθώς πάνω σε ένα σωρό ερειπίων: ερείπια κυβέρνησης, κόμματος, διοίκησης, οικονομίας και δυστυχώς κοινωνίας.

Στο δρόμο. Οπως διαφαίνεται τα τελευταία 24ωρα, η φιλειρηνική και ακηδεμόνευτη Πλατεία, ρευστός χώρος αυτομόρφωσης και αυτοδιάθεσης, αφού ραντίστηκε με χημικά και απώθησε τους ποικίλης προέλευσης σπάστες, ανασυγκροτήθηκε και προβάλλει πλέον ως ―ισχνή πλην ζωντανή― συμβολική εγγύηση της δημοκρατικής πίστης και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Το εύθραυστο αυτό κύτταρο, με τις αντινομίες και τα όριά του, εκφράζει, αφενός, το ένστικτο αυτοσυντήρησης του πληττόμενου πλήθους· αφετέρου, την υπεράσπιση θεμελιωδών αρχών της δημοκρατίας: το σύνθημα που ενώνει είναι το στοιχειώδες “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία” του 1973, ενώ πυκνώνουν οι αναφορές στην αδελφοσύνη, την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη.

Ειναι παρηγοριά λοιπόν, και ελπίδα για το δυσχερές μέλλον, η διεκδίκηση του παρόντος και η υπεράσπιση του πάτριου χώρου με όρους δημιουργικής, ειρηνικής συνύπαρξης ανομοίων. Υπό μία έννοια, μάλιστα, η αλληλοανοχή και συνύπαρξη του πλήθους στο Βουλευτήριο της Πλατείας δείχνει ότι στη βάση της κοινωνίας επιχειρείται ήδη η περιλάλητη εθνική συνεννόηση, ενόσω στις κορυφές οι επαγγελματίες πολιτικοί δεν τολμούν να βάλουν το κοινό καλό υπεράνω του προσωπικού συμφέροντος και των προνομίων, δεν τολμούν να δράσουν ως ιστορικά πρόσωπα. May the Force be with us.

Οι έρευνες της Public Issue, με το πολιτικό βαρόμετρο Ιουνίου και για τις κοινωνικές συμπεριφορές του πλήθους των Αγανακτισμένων, αποτυπώνει ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες: μια τεκτονική αλλαγή. Η πλειονότης του πλήθους απομακρύνεται ταχύτατα από τα δύο μεγάλα κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία 37 χρόνια, χωρίς να τοποθετείται σε κάποιο άλλο σχήμα. Το ΠΑΣΟΚ καταρρέει, επιστρέφει σε ποσοστά της δεκαετίας ‘70, ενώ η ΝΔ, βαριά λαβωμένη από την περίοδο 2004-9, δεν καταφέρνει να προβάλει ως πειστική εναλλακτική.

Είναι πλέον σαφές ότι ήδη με τις πρώτες εκλογές, όποτε αυτές συμβούν, οι μισοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα εξαφανιστούν. Με δεδομένο μάλιστα το ισχυρό ενδεχόμενο να επαναληφθούν οι εκλογές, ο καταποντισμός του παρόντος πολιτικού προσωπικού είναι βέβαιος. Η πολιτική δυναμική βαίνει απρόβλεπτη, προς την αποδόμηση· διαμορφώνεται πλέον όχι με βάση τη πελατειακή σχέση, που καταρρέει, όχι με προσδοκίες επιδιορθωτικής διαχείρισης ούτε με ιδεολογικούς χαρακτήρες· η πολιτική δυναμική διαμορφώνεται από την άμυνα του πλήθους έναντι της καταστροφής του.

Ο ιστορικά καινοφανής παράγων είναι ακριβώς η κινητοποίηση του πλήθους των Αγανακτισμένων στις πλατείες. Οι κινητοποιήσεις αυτές έχουν παλλαϊκό χαρακτήρα, δεν χειραγωγούνται κομματικά, τυγχάνουν ευρύτατης αποδοχής, συγκεντρώνουν πλειοψηφικά τις παραγωγικές ηλικίες 35-54, δεν προβλέπεται να καμφθούν εύκολα. Το σημαντικότερο: το πλήθος κινητοποιείται όχι με ιδεολογικά ή αμιγώς πολιτικά κίνητρα, αλλά με κίνητρο την υλική και κοινωνική επιβίωσή του. Αυτή η διπλή διαπίστωση, της απαισιοδοξίας για το μέλλον και της αυθόρμητης αντίδρασης, μαζί με την απομάκρυνση από τον παραδοσιακό διπολισμό της Μεταπολίτευσης, καταγράφεται σαφώς στις δύο έρευνες (εδώ και εδώ).

Ο πάνδημος, διαταξικός, διακομματικός χαρακτήρας του πλήθους ίσως είναι πρωτοφανής στην πολιτική ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ακριβώς διότι για πρώτη φορά απειλείται τόσο βίαια με υλική και πολιτική υποβάθμιση το κοινωνικό οικοδόμημα, αποτελούμενο σε συντριπτική πλειονότητα από μικροαστικά και μεσαία στρώματα, μικροϊδιοκτήτες, επιτηδευματίες, μικροεπιχειρηματίες, περίπου ό,τι αποκάλεσε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς «πολυσθενή υποκείμενα» (Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1987).

Το πλήθος των Αγανακτισμένων, όπως και να αυτοναγνωρίζεται σήμερα, είναι βέβαιο ότι γενεαλογείται από τη φουσκοθαλασσιά των λαϊκών στρωμάτων του ‘60 που διεκδικούσαν θέση στον ήλιο, και από τη μικροαστική θάλασσα του ‘74-’81, στην οποία απευθύνθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου ― η θάλασσα των «μη προνομιούχων» που αξίωσαν μικροπρονόμια. Τα προνόμια ήσαν βεβαίως πελατειακά δοσίματα, αλλά όχι μόνον αυτά: ήταν και ένα στοιχειώδες κράτος πρόνοιας, ίσες ευκαιρίες, κοινωνική άνοδος μέσω σπουδών ή επιχειρηματικότητας, τα μπάνια του λαού. Ολα τούτα τώρα επανατίθενται σε μηδενική βάση, απειλώντας το πλήθος με βίαιη επαναφορά στην υλική-κοινωνική συνθήκη του ‘60. Εξ ου και η οργή του διαψευσμένου πλήθους κατά του συνόλου της πολιτικής τάξης της Μεταπολίτευσης.

Mια φήμη από τη Μαδρίτη, την Πουέρτα ντε Σολ: «Κάνουμε ησυχία, για να μην ξυπνήσουμε τους Ελληνες», είπαν οι Indignados. Ψεύδος, αλλά το αναπαρήγαγαν εγχώρια μέσα, και δια της μικροσυκοφάντησης, ξύπνησαν το ήδη ερεθισμένο νεύρο του μουγγού λαού, του μεγάλου άγνωστου. O λαός, αυτός ο άγνωστος, πλημμύρισε τις πλατείες σχεδόν χωρίς συγκεκριμένο κάλεσμα, με την τουϊτερική κοινότητα διστακτική ή και ειρωνική, με το φέισμπουκ χαοτικό, με μεμονωμένα μπλογκ αγνώστου προλεύσεως να προσκαλούν διάσπαρτα. Ουσιαστικά το κάλεσμα έρχεται από την Πουέρτα ντελ Σολ, ως θεαματική αφορμή, και από το δεύτερο τσουνάμι που ανήγγειλε ο Παπακωνσταντίνου ως αναπότρεπτη μοίρα. Η απέραντη μικρομεσαία τάξη, αφού λούφαξε για αυτοσυντήρηση, ξεδιπλώνεται ενώπιον της επελαύνουσας καταστροφής της.

Μικρομεσαίο πλήθος είδα στην πλατεία Συντάγματος. Μέσο όρο Ελληνα, οικεία πρόσωπα και εμφανίσεις, νέοι ±30 στη συντριπτική πλειοψηφία, αλλά και μεγαλύτεροι, περιποιημένοι, με τζελαρισμένα μαλλιά και τσιτωμένα smartphones να βιντεοσκοπούν τους εαυτούς τους βρίζοντας το Κοινοβούλιο και όλο το πολιτικό σύστημα, κάτι μεταξύ χάπενινγκ, αυτοσχέδιας περφόρμανς και χαβαλέ. Χωρίς κεντρική καθοδήγηση, χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς αιτήματα άλλα από “φύγετε!” και «κλέφτες!»

Πλήθος μεγάλο και ανάμικτο, με πολλούς ολοφάνερα πρωτόβγαλτους στην εμπειρία του πεζοδρομίου, μη τυπικά πολιτικοποιημένους: σαν να είχαν μόλις σχολάσει ή να άφησαν το καφενείο και το λάπτοπ οι άνεργοι, και επιδόθηκαν σε άγρια συνθηματολογία, ακραία, σαρωτική, εναντίον του πρωθυπουργού, του αντιπροέδρου και του σύνολου πολιτικού προσωπικού.

Αγρια αντιπολιτικά συνθήματα από απολιτίκ πλήθος; Είναι μια επιπολής περιγραφή, παρακινδυνευμένη. Σίγουρα όμως ο πρωτοφανής παλμός και η μαζικότητα δεν προέρχονται από διάθεση χαβαλέ. Είναι πασίδηλη η αγανάκτηση, τη νιώθεις σωματικά, νιώθεις το θυμό, τον σπασμό αυτοσυντήρησης στο χείλος της καταστροφής που όλοι τη βλέπουν να επελαύνει. Ο χαβαλές άρα είναι φόρμα, δεν είναι κίνητρο.

Στόχος της οργής είναι οι συλλήβδην “κλέφτες” πολιτικοί, και ο ηγέτης πρωθυπουργός, πρώτα απ’ όλα· με συνθήματα, απεικονίσεις και εκφράσεις τέτοιας ωμής αποδοκιμασίας που κανένα τυπικά πολιτικό κίνημα δεν θα διενοείτο να εκφέρει. Υπό μία έννοια, και εφόσον συνεχιστεί αυτή η στάση, ο Γ. Παπανδρέου θα τελειώσει πολιτικά στον δρόμο, σύντομα, από ένα ανοργάνωτο, ανώνυμο πλήθος που έχει ελάχιστους ή κανένα ανθρωπολογικό δεσμό με το σύμπαν της Μεταπολίτευσης και του ΠΑΣΟΚ, και με το αφελές ναυάγιο του opengov.

Αυτή η ιδιότυπη μεταπολιτική του δρόμου και του πλήθους, όπως φάνηκε να αναδύεται στην πλατεία Συντάγματος, εμπεριέχει δυνάμεις δημιουργικής καταστροφής, και δυνάμεις αντιπολιτικές. Η οργή εφόσον μείνει τυφλή και διάχυτη, μπορεί να εκτονωθεί από δημαγωγούς, να χιεραγωγηθεί, να διοχετευθεί προς αλυσιτελείς, σκοτεινές οδούς. Αλλά και όχι.

Η πρόσφατη πείρα από τις πλατείες του Μαγκρέμπ και της Ισπανίας δείχνει ότι μπορεί ταχύτατα να προκύψουν αποτελεσματικές μορφές αυτοοργάνωσης, συντεταγμένος λόγος, ακόμη και ηγετικά πρόσωπα. Το αυθόρμητο δεν είναι χαοτικό, και το χαοτικό δεν είναι μηδενιστικό: από το άμορφο χάος μπορούν να προκύψουν έμμορφα σχήματα, ιδέες, νοήματα· αυτό περιγράφει η Γένεσις, καταγωγικό κείμενο της δυτικής σκέψης.

Οι πολιτικότεροι ημών, οι ντρεσαρισμένοι σε έναν ορισμένο τρόπο πολιτικής σκέψης αριστερορθόδοξο, κορέκτ, εκσυγχρονίζοντα ή νεοφιλελεύθερο, ασφαλώς θα παραξενευτούν απ’ όσα διαδραματίστηκαν την περασμένη Τετάρτη στο Σύνταγμα και τις άλλες πλατείες. Θα είναι σκεπτικιστές, θα εντοπίσουν νεολαϊκισμό, θα ανατριχιάσουν με τη ρητορική του κραυγάζοντος όχλου. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί τη δυναμική του πλήθους, πώς εισβάλλει στη σκηνή και αλλάζει συσχετισμούς, ανατρέπει στερεότυπα, πρωταγωνιστεί. Οταν το βουβό πλήθος αποκτά φωνή, μπορεί να ακουστεί και παράφωνο, τσιριχτό, υστερικό. Ομως έτσι ακούγεται η σιωπηλή πλειοψηφία, όταν αποφασίσει να σπάσει τη σιωπή της. Εχει πολλούς λόγους να τη σπάσει, κι αυτός είναι ο σημαντικότερος: νιώθει ότι απειλείται η ύπαρξή της, η υπόστασή της, η ίδια η ράθυμη πολυτέλεια της σιωπής.

Αφουγκραστήκαμε τη σιωπή μας, το φόβο, την αυτοσυγκράτηση. Κάναμε τα κουμάντα μας με το περίφημο “λίπος”. Τώρα ακούμε κραυγές.

[sneak preview]

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: