You are currently browsing the tag archive for the ‘ΠΑΣΟΚ’ tag.
Ακόμη κι αν δεν ήσουν ποτέ φίλος ή ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ, εφόσον έζησες στην τεσσαρακονταετία του, οφείλεις να το λάβεις σοβαρά υπ’ όψιν, σε οποιονδήποτε απολογισμό ή ανάλυση της συγκεκριμένης περιόδου. Μα πολύ σοβαρά. Για να το πούμε πολύ αδρά: μελετώντας την πορεία και τους μετασχηματισμούς του ΠΑΣΟΚ, μελετούμε την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας, σε μια μακρά περίοδο με μοναδικά ιστορικά χαρακτηριστικά και με πρωτοφανέρωτες εκδιπλώσεις του κοινωνικού σχηματισμού.
Το ΠΑΣΟΚ ταυτίζεται με την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, με την περίοδο μετά την Μεταπολίτευση του 1974. Υπό μία έννοια μάλιστα, την περίοδο 1974-81, έως την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε σαν μεταβατική περίοδο, σαν αργή μετάβαση στην καθαυτή μεταπολίτευση που συντελείται με την ονομασθείσα Αλλαγή του ’81.
Η αλλαγή του ’81 σηματοδοτεί την ανάδυση και επικράτηση της πολιτικής έκφρασης των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων, μια κοινωνική κίνηση που είχε ξεκινήσει δυναμικά στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του ’60, και η οποία ανεκόπη βιαίως από τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα και την επταετή στρατιωτική δικτατορία. Σε εκείνη την περίοδο, που βαφτίστηκε εύστοχα από τον Στρατή Τσίρκα «χαμένη άνοιξη», μπορούμε να εντοπίσουμε ψυχοκοινωνικά τις πηγές της δυναμικής του ΠΑΣΟΚ, από τον Σεπτέμβρη του 1974 έως την πρωτη διακυβέρνηση του 1981-85.
Ισως ακούγεται υπερβολική η σύνδεση του 1981 με τα προδικτατορικά ’60s, αλλά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις ιστορικές περιόδους αποσπασμένες απ’ ό,τι προηγείται. Τα αιτήματα για απελευθέρωση των δυνατοτήτων και των ευκαιριών, στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, είχαν διατυπωθεί από τότε με οξύτητα, αν όχι και με διαύγεια, από τα λαϊκά στρώματα. Ας μη λησμονούμε ότι στο μεταίχμιο, από το ’50 προς το ’60, παρ’ όλους τους ρυθμούς ανάπτυξης, οι προσφερόμενες οδοί ανέλιξης, προσωπικά και κοινωνικά, ήταν πολύ περιορισμένες: αναγκαστική αστυφιλία, μαζική μετανάστευση, ανισότητα, περιορισμένη πρόσβαση στη μέση και ανώτερη εκπαίδευση, φτώχεια, μαζική ανεργία: το 1961 η ανεργία καταγραφόταν στο 27,6%, όσο και στη σημερινή χρεοκοπημένη Ελλάδα.
Η κορύφωση της πανευρωπαϊκής χρυσής τριακονταετίας αρχίζει να συμβαίνει στην Ελλάδα μέσα στο ’60. Η ανάπτυξη της οικοδομής, η γενίκευση της υποχρεωτικής και δωρεάν παιδείας, το τραγούδι, το σινεμά, η εισαγόμενη ευφορία, όλα καταγράφουν τη διόγκωση των προσδοκιών για ευημερία, τη διαμόρφωση μιας νέας διάνοιας, το φούσκωμα του λαϊκού ποταμιού. Το μωσαϊκό της Ενωσης Κέντρου δεν κατόρθωσε να εκφράσει πλήρως και λυσιτελώς αυτό το πολύμορφο κοινωνικό ρεύμα. Επρεπε να περιμένουμε το ’74 και όλη την περίοδο έως το ’81.
Ο σχηματισμός του ΠΑΣΟΚ, το φθινόπωρο του ’74, μου θύμισε φίλος πολιτικός επιστήμων, εμβριθής μελετητής της μεταπολεμικής ιστορίας, συντελέσθηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και με αυτοοργάνωση των μαζών. Από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, είχαν συγκροτηθεί αυθορμήτως περίπου τετρακόσιες επιτροπές πρωτοβουλίας πανελληνίως. Αυτό δεν είχε προηγούμενο σε περίοδο ειρήνης. Ας το πούμε και διαφορετικά: το κοινωνικό ποτάμι που είχε εκτραπεί το ’60-’70, έψαχνε να βρει την κοίτη του έκτοτε· θα την έβρισκε, ούτως ή άλλως, ακόμη κι αν δεν προσφερόταν η πρόσκληση ΠΑΣΟΚ. Οι κοινωνικές δυνάμεις των Ιουλιανών ’65, των χωριατόπαιδων που κατέκλυζαν τα πανεπιστήμια, των νεομικροαστών που αυτοαναγνωρίζονταν στο διαμέρισμα πολυκατοικίας με λουτρό και ηλεκτρικό ψυγείο, των baby boomers που μεγάλωναν με τους Κένεντι, τον Ωνάση, τους Μπιτλς και το Απόλλων 11 στη Σελήνη, όλο αυτό το πλήθος των αυτοδημιούργητων ανοικοδομητών απαιτούσε χώρο, όλο τον κοινωνικό χώρο, με δημοκρατία, ισότητα, ελευθερία λόγου και σκέψης, πολιτικές ελευθερίες. Τα πήρε. Με παλινωδίες, κόπο, παραμορφώσεις, παρανοήσεις, άθλους και αθλιότητες. Πήρε περίπου είκοσι χρόνια.
Ακόμη κι έτσι πάντως, η νέα πολιτική έκφραση, που γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 από την παλαιά θρεπτική ιλύ του ’60, χρειάστηκε επτά χρόνια, ώς το ’81, για να καταστεί ηγεμονική και να ολοκληρώσει τη μεταπολίτευση. Ο,τι συνέβη μετά την πρώτη, ορμητική και ελπιδοφόρα διακυβέρνηση, με προφανή ορόσημα το 1989 και το 2004, και κατάληξη την πτώχευση του 2010, είναι εν πολλοίς μια πορεία αναδιάταξης των δυνάμεων εξουσίας και αναδιανομής του πλούτου, και μια διαδικασία μετασχηματισμού των πλειοψηφικών μικρομεσαίων, σε επίπεδο συνείδησης, αναπαράστασεων και προσδοκιών. To ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία…
H Μεταπολίτευση νοηματοδοτήθηκε ως τέτοια, αρκετά μετά την 24η Ιουλίου 1974, όταν έπεσε η δικτατορία μαζί με την αλωθείσα Κύπρο. Ασφαλώς είναι μια μείζων διαιρετική τομή στο ιστορικό σώμα της νεότερης Ελλάδας, αλλά θα πρέπει να τη δούμε σε στενή συνάφεια με ό,τι προηγήθηκε του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Πρέπει να τη συνδέσουμε με την περίοδο 1963-67, ιδίως με το καλοκαίρι του ΄65, με τις προσδοκίες και της ματαιώσεις που σφραγίζουν την, κατά Τσίρκα, χαμένη άνοιξη. Με πολλούς τρόπους, τον Ιούλιο του ’74, και με τίμημα μια εθνική απώλεια, αποκαθίσταται μια διαθλασμένη συνέχεια με τον Ιούλιο του ΄65. Ο,τι κατεστάλη, διαψεύσθηκε, ματαιώθηκε τότε, αναδύεται πάλι, μετά εννέα έτη· διαφορετικό βεβαίως αλλά εν πάση περιπτώσει δικαιωτικό. Η πολιτειακή αλλαγή, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, οι ελεύθερες εκλογές, ο εν γένει άνεμος ελευθερίας και πολιτικής ανεξιθρησκίας, είναι τα φανερά ιστορικά στοιχεία.
Υπογείως και υπορρήτως όμως, το διάλειμμα δεν ήταν απλώς μια χρονοανωμαλία, μια καθυστέρηση. Στα χρόνια που μεσολάβησαν ώς το ’74 αναδύθηκε εν τω μεταξύ ένα δημόσιο ήθος, μια βαθύτερη γενική συμπεριφορά που διαπότισαν το συλλογικό σώμα, υποκάτω και πέραν της συμβατικής πολιτικής. Μερικά τέτοια φαινόμενα: Η ιδιότυπη απολιτικότητα που καλλιέργησε η στάση των δικτατόρων «αν δεν ανακατεύεσαι (=αντιστέκεσαι) δεν σε πειράζουμε»· η διάχυση πλούτου σε ανερχόμενα μεσοστρώματα και ημετέρους· τα θαλασσοδάνεια, η οικοδομή και η μαζική επέκταση του τουρισμού με μικρομεσαίες επιχειρήσεις·η εμφάνιση μεσοστρωμάτων και η μικροαστικοποίηση των εργατικών στρωμάτων, που άρχισε τη δεκαετία ’60 συνεχίστηκε απρόσκοπτα την επταετία.
Στο πολιτιστικό πεδίο: γέννηση του ελαφρολαϊκού και εδραίωση της μπουζουκοδιασκέδασης και της «παραλίας» ― αυτό να το δούμε σε αντιδιαστολή με τον έντεχνο λαϊκό πολιτισμό του προδικτατορικού ’60, και σαν πρόδρομο της γενικευμένης σκυλοπόπ από το ’80 έως σήμερα. Κομβικό σημείο: Πώς έγινε η πρόσληψη των πολιτικοπνευματικών κινημάτων του ’68 στο κλειστό ελληνοχριστιανικό περιβάλλον της δικτατορίας; Κυρίως αισθητικά, σαν ποπ μουσική και χίππικη εμφάνιση. Η αφομοίωση του ’68 ξεκινά ουσιαστικά με το φοιτητικό κίνημα του ’72-’73 και διαχέεται μαζικά μετά το ’74, και μάλιστα καταρχάς με τις μαοϊκές εκδοχές. Οι ελευθεριακές, ροκ και υπαρξιακές αναζητήσεις αναπτύσσονται λίγα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, αφού πρώτα πρέπει να ανατραπεί η κηδεμονία των κομματικών νεολαιών, χονδρικά το διάστημα 1977-80.
Η Μεταπολίτευση αρχίζει το 1964 και ολοκληρώνεται με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία: η Αλλαγή του 1981 είναι το έσχατο άκρο αυτής της ρωγμώδους συνέχειας. Η επόμενη τομή είναι το 1989, διττά: αφενός διότι κλονίζεται η γραμμική διαδοχή εξουσίας με τρόπο πρωτοφανή, φέρνοντας στο προσκήνιο την ηθική κάθαρση και ενώνοντας επί τούτου τη δεξιά με την αριστερά· αφετέρου, κλονίζεται η κραταιά κεντροαριστερή πλειοψηφία. Αλλά εν τω μεταξύ το γενικευμένο μικρομεσαίο ήθος της έχει διαποτίσει και την δεξιά και την αριστερά. Στο εξής, οι ρήτορες μιμούνται τον Ανδρέα Παπανδρέου, οι κυβερνώντες αναπαράγουν τον κορπορατισμό και το κομματικό απαράτ του ’80, η δημόσια παιδεία παράγει γλώσσα, ήθος και ελίτ στα μέτρα του μικρομεσαίου ευδαιμονισμού. Δομικό χαρακτηριστικό της περιόδου 1980-2010 είναι η ραγδαία άνοδος του ατομικισμού και παρασιτισμού, παρά τις διαρκείς επικλήσεις του λαού και του δημοσίου συμφέροντος.
Το ’89 εντούτοις δεν ήταν μόνο εντόπιο και βρώμικο. Ηταν πρωτίστως μια ιστορική τομή πλανητικών διαστάσεων. Αυτή την αλλαγή υποδείγματος δεν τη βιώσαμε στην ώρα της, απασχολημένοι όντες με πάμπερς και δίκες. Η τομή έγινε σταδιακά αισθητή εκ του μεταναστευτικού ρεύματος και της αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια, κι επίσης επηρέασε βαθιά τη μείζονα Αριστερά, κυρίως παραλυτικά αλλά και ερεθιστικά. Στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον η Ελλάδα αντέδρασε με εσωστρέφεια και ταυτοχρόνως με αυξανόμενη εξάρτηση από την Ε.Ε.: η ένταξη στην ΟΝΕ και την ευρωζώνη είναι στρατηγικές επιλογές σε έναν ρευστό πολυπολικό κόσμο.
Φευ, η αναζητηθείσα προστασία εντός της ευρωζώνης και το ιδεολόγημα της Ισχυρής Ελλάδος, κορυφωμένο φαντασιακά το καλοκαίρι του 2004, κατέρρευσαν με τη διεθνή κρίση του 2008. Το επόμενο ορόσημο είναι το ρήγμα του 2010, η πτώχευση, η διεθνής επιτήρηση, η συρρίκνωση της οικονομίας, και ο έκτοτε βίαιος μετασχηματισμός της κοινωνίας.
Η Μεταπολίτευση τελείωσε τυπικά το 2010, με μια ιστορική ήττα ανάλογη του ’74, χωρίς καν τις προσδοκίες ανασυγκρότησης του τότε.
Το πολιτικό στερέωμα μετασχηματίζεται με εντυπωσιακά ταχύ ρυθμό, σε σχέση με το παρελθόν. Τα πολιτικά γεγονότα είναι πολλά και πυκνά, δείχνουν ώσμωση μεταξύ χώρων, κινητικότητα προσώπων, κερματισμό και ανασύνθεση. Ολα έχουν τη σημασία τους: η πανηγυρική ανάδειξη του Αλέξη Τσίπρα από την Ευρωπαϊκή Αριστερά σε υποψήφιο πρόεδρο της Κομισιόν, η κίνηση των 58 για αναδιάταξη της κεντροαριστεράς, η μεγάλη πλειοψηφία που έλαβε ο Φώτης Κουβέλης επανεκλεγόμενος πρόεδρος μια διχασμένης ΔΗΜΑΡ.
Η σταδιακή αποσάθρωση του ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας του μνημονίου, άφησε κενό χώρο, δηλαδή αδέσποτους εκλογείς και ορφανά κοινωνικά στρώματα. Αυτό τον πληγωμένο και σαστισμένο μικρομεσαίο κόσμο, την πλειονότητα του εκλογικού σώματος, διεκδικούν ο ΣΥΡΙΖΑ, με όρους μιας νέας ηγεμονίας, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, η οποία επανέφερε τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» στη ρητορική της για να διαφοριστεί από την υπό διαμόρφωση Ελιά· και πιο πρόσφατα η Ελιά των 58, με περισσότερα πασοκογενή στοιχεία αυτή, πιο μεταπολιτική και ασαφής ως προς τα κοινωνικά της μηνύματα.
Παρότι όμως οι πολιτικές διεργασίες επιταχύνονται, υστερούν ως προς τις κοινωνικές διεργασίες. Οι πολιτικοί σχηματισμοί κινούνται με εντυπωσιακή βραδύτητα, σε σύγκριση με τις τεκτονικές μετατοπίσεις μέσα στο κοινωνικό σώμα. Δεν καταφέρνουν να στοιχηθούν ευκρινώς με τα νεοπαγή κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που ανέδειξε η κρίση, κυρίως με την οδυνηρά μετασχηματιζόμενη μεσαία τάξη. Ακόμη και ο παλαιότερος και συμπαγέστερος των προειρηθέντων σχηματισμών, ο ΣΥΡΙΖΑ, αναζητεί ακόμη τον προγραμματικό λόγο που θα καταφέρει να συσπειρώσει την εκλογική κρίσιμη μάζα.
Πέρα από τα εκλογικά ποσοστά: το σημαντικότερο σε αυτή την ιστορική μετάβαση είναι πώς θα εκφραστούν πολιτικά οι ανάγκες και οι προσδοκίες των πληγέντων από την κρίση. Πώς θα συγκροτηθεί μια συνολική επίγνωση: αφενός μια συνείδηση για τα εγχώρια και διεθνή αίτια, αφετέρου, το κρισιμότερο, μια συνείδηση των αναγκαίων δράσεων για να αναταχθεί η χώρα με όρους συνοχής και δικαιοσύνης.
Υπό αυτή την έννοια, οι αλλαγές ρητορικής, ιδεών, συμμαχιών, οι μετατοπίσεις και οι ανασυνθέσεις, προοικονομούν μια βαθύτερη αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής, πολύ βαθύτερη από όσο καταγράφηκε στις εκλογές του 2012 και από όσο φαίνεται στις δημοσκοπήσεις. Στο σημείο ζέσεως η πολιτική καλείται να ακολουθήσει την κοινωνία, λαχανιασμένα, σχεδόν πανικόβλητα. Η κοινωνία, με τη σειρά της, είναι πολυδιαιρεμένη, υλικά και βουλητικά· οι γονατισμένοι δεν ελπίζουν τίποτε, είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν το πολιτικό, ακόμη και τις υποσχέσεις στήριξης από την Αριστερά, ακόμη και την αντισυστημική βαναυσότητα της Χρυσής Αυγής. Αλλοι, όχι τόσο απελπισμένοι, θέλουν να εκφραστούν, αλλά ταλαντεύονται άθυμα ανάμεσα σε ριζοσπαστικές, μετριοπαθείς και τυχοδιωκτικές φωνές· κι εδώ όμως ζυγίζει βαριά η δυσπιστία προς την πολιτική, παρότι δεν εγκαταλείπεται το πολιτικό. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, πάνω σε κοινωνικά ερείπια, η πολιτική δεν μπορεί να επιβληθεί εκ των άνω, με παραδοσιακούς τρόπους επιρροής ή χειραγώγησης.
To κείμενο των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς είναι ενδεικτικό μιας διάχυτης αγωνίας για το ξεπέρασμα της κρίσης, με πολιτικούς και πνευματικούς όρους. Το μανιφέστο έχει επιμέρους αδύνατα σημεία στη ρητορική του συγκρότηση, τουλάχιστον τέτοια που εγείρουν αντιρρήσεις, αλλά σε γενικές γραμμές περιγράφει καίρια το πρωταρχικό αίτημα: την εθνική ανασυγκρότηση μέσα από τα ερείπια της κρίσης. Επισημαίνεται ορθώς ότι: «η εποχή των Μνημονίων φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Το τραύμα της εθνικής πόλωσης δεν θα σβήσει εύκολα, θα χρειαστεί μάλιστα πολύ κουράγιο και συμφιλιωτική επιμονή απ’ όλες τις πλευρές για να ξεπεραστεί. Ομως η πολιτική δραστηριότητα δεν θα περιορίζεται στην αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο». Συμφωνούμε απολύτως· η πολιτική σκέψη, ήδη τώρα, καλείται να υπερπηδήσει τα διλήμματα του 2010-13, και να υπάρξει δρώσα και λυσιτελής Μετά την Καταστροφή.
Κάποιες παρατηρήσεις εντούτοις. Η αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο δεν ήταν, δεν είναι, στενά ρητορική-ιδεολογική. Η κατάρρευση του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης και η έως καταστροφής υποβάθμιση ευρύτατων στρωμάτων υποδεικνύει ότι η εφαρμογή των Μνημονίων μετασχηματίζει την κοινωνία. Βίαια και ριζικά. Το Μνημόνιο, όπως τουλάχιστον εφαρμόστηκε, με οριζόντιες και τυφλές περικοπές, ανέδειξε νέα ταξικά χάσματα, χώρισε αδρά την κοινωνία σε έχοντες και μη έχοντες, άμβλυνε επικίνδυνα τους δεσμούς συνοχής, φτιάχνει ήδη μια χαμένη γενιά. Αυτή η αντίθεση είναι υλικότατη, δεν είναι ρητορική ή ιδεολογική.
Στο πολιτικό πεδίο επίσης αναδείχθηκε μια σφοδρή κρίση ηγεμονίας, εκφραζόμενη τυπικά με τη συρρίκνωση της συντηρητικής παράταξης και τη συντριβή της κεντροαριστεράς. Οι δεσπόζοντες σχηματισμοί της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας αμφισβητούνται σφοδρά από την παραδοσιακή τους πελατεία. Γνωρίζουμε δε, κατά αναλογία, ότι μετά παρόμοια μνημόνια σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Τουρκία, τα παλαιά ηγεμονικά κόμματα σαρώθηκαν.
Η αντίθεση εκτείνεται και στο πεδίο των ιδεών και της ιντελιγκέντσιας. Πολύ αδρά, οι διανοούμενοι αιφνιδιάστηκαν· η κρίση τους βρήκε βολεμένους και οκνηρούς, σαν φοβισμένους αμήχανους μικροαστούς γύρω από το τζάκι με τα φρόνιμα στερεότυπα.
Το μανιφέστο των 58 επισημαίνει ορθώς, άρα, την ανάγκη συμφιλίωσης και υπέρβασης του τραύματος, χωρίς όμως να υπολογίζει επαρκώς το βάθος των ουλών και τις νέες κοινωνικοπολιτικές σημασίες τους. Ισως γι’ αυτό το λόγο, υποβαθμίζει έως εξαφάνισης ως συνομιλητή τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αριστεράς που εκτινάχθηκε εξαιτίας ακριβώς της αντίθεσης, την οποία εξέφρασε. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι αρκετοί εκ των 58 έχουν περάσει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον πρόδρομό του Συνασπισμό, τον ίδιο που χαρακτηρίζουν τώρα ως νεοκομμουνιστικό και εθνολαϊκιστικό, έναν μάλλον μειωτικό και σίγουρα χρωματισμένο ιδεολογικά χαρακτηρισμό, τέτοιο που δεν επιφυλάσσουν για τη δεξιά παράταξη. Τουναντίον, αναγνωρίζουν ασμένως ως προνομιακό συνομιλητή το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ.
Το κείμενο των 58 είναι εύστοχο κατά την ανίχνευση της διάχυτης αγωνίας και της ανάγκης για υπέρβαση και σύνθεση. Είναι απλουστευτικό ή και εμμονικό κατά την ανίχνευση των υπαρκτών και αναδυόμενων κοινωνικών-πολιτικών δυνάμεων, που θα αναλάβουν το τιτάνιο έργο της εθνικής ανασυγκρότησης. Ακόμη κι αν παραμερίζει ιδρυτικά τη σταλινική αριστερά του 4,5%, μπορεί η κεντροαριστερά των σπαργάνων να αποκλείει τη λαϊκή αριστερά του 27%;
H 39η επέτειος ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ λειτουργεί σαν πρόβα κηδείας του συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού, αλλά και σαν ευκαιρία ιστορικού απολογισμού σε εθνικό επίπεδο. Οι συνιδρυτές και κληρονόμοι του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, οι λαθρεπιβάτες και οι εκσυγχρονιστές, οι αποσυνάγωγοι και οι αποδράσαντες, έχουν να πουν τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Σε καμία απ’ όσες ακούστηκαν εντούτοις δεν περείχετο αυτοκριτική· περίσσεψαν η αυταρέσκεια, η αμηχανία κι ένας μόλις κρυπτόμενος πανικός για το άδηλο μέλλον, ευνοήτως: το κόμμα συγκροτήθηκε διαχρονικά ως αυτοαναπαραγόμενο απαράτ, ως συμπαγής συντεχνία προεστών, οι οποίοι ενέμοντο όχι μόνο την κυβερνητική εξουσία αλλά κάθε πεδίο του δημόσιου χώρου, από τις ΔΕΚΟ και τα συνδικάτα έως την αυτοδιοίκηση και τις τράπεζες. Ιδου ο πανικός: ο ανθρωπότυπος ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να επιζήσει εκτός εξουσίας. Ούτε μπορεί να παράγει πολιτική. Ως εκ τούτου, τα φρόνιμα, πλην ανιαρά και προβλέψιμα, λόγια του Κ. Σημίτη για ανασύσταση της κεντροαριστεράς με νέες ιδέες όπως το 1974, απευθύνονταν σε μια σάλα γεμάτη ερείπια και στάχτες. Και το κυριότερο: σε μια ριζικά διαφορετική ιστορική συγκυρία από του ’74.
Το ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε ένα μείγμα σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος και λαϊκισμού. Η μαζική δημόσια παιδεία, που είχε ξεκινήσει από τη μεταρρύθμιση Παπανούτσου, το ΕΣΥ, η δειλή αλλά υπαρκτή αναδιανομή εισοδήματος, η διαχείριση ελλειμμάτων και χρέους, ήταν η καθυστερημένη εφαρμογή του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, μετά τις ανώμαλες περιόδους του μετεμφυλίου και της δικτατορίας. Ελλιπώς και αδόμητα. Σημαντικότερες ήταν οι μεταρρυθμίσεις που επηρέασαν το συλλογικό φαντασιακό: η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου. Και βέβαια η μερική ανανέωση των ηγεμονικών ελίτ με νέα πρόσωπα, που εξέφραζαν τα ανερχόμενα μικρομεσαία στρώματα, την ατμομηχανή του ΠΑΣΟΚ.
Η παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη παρέσυρε αφεύκτως και το ΠΑΣΟΚ, ιδίως μετά το ιστορικό ρήγμα του 1989. Η πολιτική του εφεξής τροφοδοτήθηκε από την παραδοσιακή δεξαμενή του λαϊκισμού και του κορπορατισμού, εμπλουτιζόμενη από την ευρωλατρία και έναν εκλεκτικιστικό μπλερισμό. Σοσιαλισμός συν χρηματιστήριο. Τσάροι οικονομίας και τραπεζίτες όμνυαν στους θεούς των αγορών που έφερναν φτηνό χρήμα, και το ΠΑΣΟΚ κέρδισε δύο εκλογές υποσχόμενο ευρωπαράδεισο και κινητοποιώντας τις φυλές των ΔΕΚΟ.
Η πολιτική, ηθική και διανοητική φθορά είχε επέλθει πολύ πριν την μοιραία κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Οι κορυφές είχαν παραδοθεί ή αλωθεί στις δυνάμεις της διαπλοκής προ πολλού, από τη δεκαετία του ’90. Ο πλουτισμός και ο καθεστωτισμός είχαν διαποτίσει τα στελέχη μέχρι μυελού, το μεγάλο κόμμα της μεταπολίτευσης είχε χάσει κάθε ηθικό έρεισμα, και η κατάρρευση του 2009-10 ουσιαστικά έδειξε και τη διανοητική αποσάθρωση.
Αυστηροί, σκληροί, οργισμένοι, απορριπτικοί ― είμαστε με το ΠΑΣΟΚ. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι η 39χρονη ιστορία του είναι εν πολλοίς και η ιστορία μας, η ιστορία της ελληνικής μεταπολίτευσης, οι αντινομίες, τα επιτεύγματα, οι προσδοκίες, οι διαψεύσεις. Και η ώριμη στιγμή για το ξεπέρασμά του.
Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, το 2009, και πολύ περισσότερο από την αναγγελία εισόδου στο πρώτο μνημόνιο, ήταν σαφές ότι η πολιτική γεωγραφία, όπως λίγο πολύ παρέμενε σταθερή από τη δεκαετία ‘80, θα άλλαζε βαθιά και διαρκώς. Σε κανένα κράτος υπό τη δοκιμασία της χρεοκοπίας και των προγραμμάτων του ΔΝΤ το πολιτικό σύστημα δεν παρέμεινε αλώβητο· αντιθέτως, πρόσωπα και δυνάμεις που οδηγούν μια χώρα στην οδυνηρή επιτήρηση είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν από το προσκήνιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Αυτή η τεκτονική μετατόπιση συμβαίνει ήδη και στην Ελλάδα, παρότι δεν έχει ολοκληρωθεί. Το πολιτικό σκηνικό του φθινοπώρου 2009, μετά τις τελευταίες προμνημονιακές εκλογές, παρουσιάζει ελάχιστα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά με το σημερινό. Εν τω μεταξύ, στη διαρρεύσασα τετραετία, έχουν συμβεί πρωτογανή γεγονότα: ο εκλεγμένος πρωθυπουργός του πρώτου μνημονίου απεπέμφθη και ο υπουργός του επί των Οικονομικών σύρεται κατηγορούμενος για κακούργημα. Ενας τραπεζίτης αναγορεύθηκε πρωθυπουργός και υπέγραψε το δεύτερο μνημόνιο. Το κεντροαριστερό κόμμα που σφράγισε τη μεταπολίτευση και έβαλε τη χώρα σε καθεστώς επιτήρησης κατέρρευσε. Ενα ακροδεξιό κόμμα συνήργησε στο μνημόνιο και εξαερώθηκε. Ενα άλλο ακροδεξιό μόρφωμα, με νεοναζιστικούς χαρακτήρες και αντισυστημική ρητορική, εκτοξεύθηκε από το πουθενά και διεκδικεί την τρίτη θέση. Ο ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης, που αντιτάχθηκε στο πρώτο μνημόνιο, υπέγραψε το δεύτερο και το τρίτο και εφάρμοσε πολτική εκ διαμέτρου αντίθετη προς τις διακηρύξεις του, όταν έγινε πρωθυπουργός. Τέλος, ένα μικρό αριστερό κόμμα, κινούμενο ιστορικά μεταξύ 3%-5,5%, απογειώθηκε στη στρατόσφαιρα του 27% και του ουσιαστικού ρυθμιστή των εξελίξεων εφεξής.
Οι αλλαγές δεν σταματούν εδώ. Στο ρευστό παρόν, πέραν της υπό διαμόρφωσιν πολιτικής γεωγραφίας, διακρίνουμε ήδη μείζονες μετασχηματισμούς στο κοινωνικό ανάγλυφο, δηλαδή στην ταξική διάρθρωση, και στις συλλογικές αναπαραστάσεις, στις συμπεριφορές και στις ιδέες. Το υλικό, κοινωνικό και διανοητικό σοκ της χρεοκοπίας και της φτώχιας διαμορφώνει νέες συσσωματώσεις, νέα συλλογικά και ατομικά υποκείμενα, με τέτοια σφοδρότητα και ταχύτητα που δεν είχαμε υποψιαστεί στην Ελλάδα τον τελευταίο μισό αιώνα. Τόσο που, στο πολιτικό επίπεδο, μπορούμε να μιλάμε για νέα δεξιά και νέα αριστερά, σε αντιπαραβολή με την έως πρόσφατα παλαιά δεξιά και αριστερά.
Θα αποτολμήσουμε να περιγράψουμε αδρά μερικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου τοπίου, σε σύγκριση με τους χαρακτήρες του παλαιού.
Η παλαιά δεξιά, επηρεασμένη βαθιά από τον καραμανλισμό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου («σοσιαλμανία» και ευρείες κρατικοποιήσεις), σταδιακά προσέγγισε και τον κεντρώο χώρο, όπως και τον φιλελεύθερο-νεοφιλελεύθερο. Η νεοφιλελεύθερη στροφή, υπό τον αστερισμό του θατσερισμού, επιχειρήθηκε από τον Κων. Μητσοτάκη στο κυβερνητικό διάλειμμα του ‘90. Η κεντρώα στροφή της λαϊκής δεξιάς ολοκληρώθηκε υπό την ηγεσία τον Κώστα Καραμανλή. Ηδη όμως από τη δεκαετία ‘90, η νοοτροπία των στελεχών της δεξιάς επηρεάζεται από τον κυβερνητισμό και τη συμπαγή κομματική οργάνωση του αντιπάλου του, του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004, και ιδίως μετά το 2007, η τυπική δεξιά παρουσιάζεται κουρασμένη, χωρίς νέα πρόσωπα και νέες ιδέες, στηριζόμενη στην περιστασιακή, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ακτινοβολία του ηγέτη της παράταξης.
Η κρίση μεταμορφώνει δραστικά τη δεξιά. Η χρεοκοπία, τα μνημόνια και η συνακόλουθη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και των μικρομεσαίων, απομακρύνουν μεγάλα μέρη της εκλογικής πελατείας. Ταυτόχρονα, οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες, εφαρμοζόμενες από την ξένη επιτροπεία, καθίστανται απεχθείς για τις μάζες. Τα πληγέντα στρώματα, που ακολουθουσαν τη δεξιά, είτε ως πελάτες είτε από οικογενειακή παράδοση, αποκολλώνται ψυχικά και σκορπίζουν. Παρά τη στροφή της πληγείσας ΝΔ προς τον σκληρό λόγο και την απορρόφηση ακροδεξιών από τον ΛΑΟΣ, ένα σημαντικό μέρος ψηφοφόρων καταφεύγει στον οιονεί αντισυστημικό, υπερεθνικιστικό, λαϊκιστικό και βάναυσο λόγο της Χρυσής Αυγής. Υπό αυτή την έννοια, η παλαιά ΝΔ και η νέα ΧΑ είναι όμορες και ανταγωνιστικές εντός του ευρύτερου δεξιού πλαισίου.
Αξιοσημείωτο: η νυν ΝΔ διατηρείται ενιαία μόνον λόγω της συγκολλώσας κυβερνητικής εξουσίας. Κατά τα άλλα, εφόσον η κατάσταση οξύνεται, θα αποκαλύπτονται οι τώρα λανθάνουσες φυγόκεντρες τάσεις: οι σαμαρικοί της σκληρής λαϊκής δεξιάς, οι καραμανλικοί κεντροδεξιοί, οι νεοφιλελεύθεροι, οι ακροδεξιοί.
Στα μήντια, συμβατικά και δικτυακά, η δεξιά εκφράζεται με ισχυρή φωνή κυρίως μέσω των νεοδεξιών, οι οποίοι προέρχονται από μη τυπικούς δεξιούς χώρους· κυρίως από την πρώην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, το ερειπιώδες ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου, φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους των μικροσκοπικών μορφωμάτων, αλλά και αρκετούς πρώην αριστερούς. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φωνής είναι η επιθετική ρητορική της καθολικής ευθύνης ή της συνευθύνης, και ένα κράμα ηθικολογίας και οικονομισμού.
Η αριστερά έχει υποστεί κι αυτή βαθιές μεταμορφώσεις. Η παλαιά ήταν κατά βάσιν ηττοπαθής, περιχαρακωμένη, αναχρονιστική, εκφραζόμενη ως τέτοια από το ΚΚΕ έως και σήμερα. Η σοσιαλδημοκρατία, στην επικρατήσασα ελληνική εκδοχή της, ήταν μαζική, νικήτρια, συμπαγής, λαϊκιστική, πελατειακή και συντεχνιακή, εντέλει διεφθαρμένη. Τώρα πλέον δεν υπάρχει.
Ο τελευταίος, μικρότερος παίκτης της ευρύτερης παλαιάς αριστεράς, ο πρώην Συνασπισμός, είναι αυτός που άλλαξε πιο θεαματικά από οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό. Ο μικρός ΣΥΝ καρδιοχτυπούσε να μπει στη Βουλή, ήταν μια περίπου λέσχη μοιρασμένη ανάμεσα στον δικαιωματισμό και έναν αντιπαγκοσμιοποιητικό κινηματισμό, ταλαντευόμενος επίσης ανάμεσα στον φετιχιστικό ευρωπαϊσμό και τον εγγενή συντηρητισμό της πρωην ΕΑΡ, αφενός, και τις παλαιοαριστερές καθηλώσεις των κουκουεδογενών, αφετέρου. Κοινωνικά και ανθρωπολογικά, η παλαιά αριστερά ήταν συμμαζεμένη και υστερόβουλη, λεηλατημένη πολιτικά αλλά και βολεμένη εντός του κοινωνικού συμβολαίου του ΠΑΣΟΚ. Η περιλάλητη πνευματική ηγεμονία της είναι μάλλον για γέλια.
Η νεά αριστερά όπως την ανέδειξε η τεκτονική κρίση έχει διαφοριστεί σε πολύ σύντομο χρόνο. Είναι επιθετική και αυθάδης, με σχετική αυτοπεποίθηση, είναι ηγεμονική αλλά και σαστισμένη, υπό το βάρος της ιστορικής ευθύνης και με τη διεθνή κοινή γνώμη στραμμένη πάνω της. Η αναδυόμενη μαζική αριστερά φέρει την απόγνωση της κρίσης και της υλικής εξαθλίωσης, υποφέρει και αυτή από τη σύγχυση των καινοφανών προκλήσεων, δεν διαθέτει νέα διανοητικά εργαλεία, αλλά πολιτικά για πρώτη φορά καταφέρνει να είναι πιο ανοιχτά λαϊκή, συχνά και λαϊκιστική. Υπάρχουν κι εδώ πολύς οπορτουνισμός, υστεροβουλία, εξουσιομανία. Ελάχιστες νέες ιδέες. Τα πιο νεανικά της τμήματα είναι τα πιο μοντέρνα, ανοιχτά στη νέα γνώση, τα νέα μέσα και τον κοσμοπολιτισμό· αυτά συμπεριφέρονται πλουραλιστικά επιθετικά στα κοινωνικά δίκτυα, αποκόπτουν εαυτούς από τη σταλινική παράδοση και ταυτόχρονα βδελύσσονται την παλαιά σοσιαλδημοκρατία, ιδίως τον εκσυγχρονισμό που βούλιαξε στη διαφθορα και την χρεοκοπία.
Κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε.
Η αποχώρηση της Δημοκρατικής Αριστεράς από την κυβέρνηση σήμανε αλλαγή πολιτικής του κεντροαριστερού κόμματος: παύει να αναλαμβάνει ευθύνες που δεν μπορεί να τις αντέξει ηθικά, ιδεολογικά αλλά και υλικά. Η απαγκίστρωσή του από τη διακυβέρνηση προκαλεί κλυδωνισμούς στο εσωτερικό του, αλλά ίσως αυτή η αναστάτωση οδηγήσει σε αποσαφήνιση της φυσιογνωμίας του και ουσιαστικότερη σχέση με την εκλογική του βάση, ωφέλιμη εν όψει πολλαπλών ανακατατάξεων. Αν δεν εμπλακεί σε έριδες και πόλωση, η πολιτική πείρα των στελεχών του και, ιδίως, η ιδεολογική τους συγκρότηση, θα είναι η μαγιά για ανασυγκρότηση του χαμένου σοσιαλδημοκρατικού πόλου, στην οποία μάλλον αποκλείεται πια να παίξει ρόλο το ΠΑΣΟΚ.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η ΔΗΜΑΡ θα πλησιάσει προς τον φυσικό της όμορο και ετεροθαλή αδελφό, τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αυτές τις μέρες με το ιδρυτικό του συνέδριο παύει να είναι ιδιότυπη ομοσπονδία συνιστωσών και συγκροτείται ως πολυτασικό μεν, πλην ενιαίο κόμμα, με πρόεδρο μάλιστα αντλούντα ισχύ και νομιμοποίηση απευθείας από το συνέδριο. Δεν είναι λίγοι άλλωστε όσοι υποστηρίζουν ότι η ανάδυση της μεγάλης κεντροαριστεράς δεν μπορεί παρά να συνυπολογίζει σαν πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, μπορούμε να πούμε ότι μόλις τώρα αρχίζει να φαίνεται ο πυρήνας μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης. Εως τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, εκπλαγείς από το εντυπωσιακό εκλογικό του σκορ, δεν είχε κατορθώσει να συνθέσει μια πρόταση διακυβέρνησης, αν όχι ολοκληρωμένη και τολμηρή, τουλάχιστον ρεαλιστική και πειστική. Ηταν διστακτικός διττά: και ως προς την πρόταση εξουσίας και ως προς την άντληση ζωτικότητας και ιδεών από την κοινωνία. Η οργανωτική και κυρίως η πνευματική του δομή δεν προέβλεπαν τέτοιο άλμα μεγέθυνσης, μαζί με τα συνοδά αμφίπλευρα ανοίγματα και τις αυτοϋπερβάσεις.
Το συνέδριο πιθανότατα θα τερματίσει την εσωστρέφεια του μικρού αριστερού κόμματος, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό· το νέο κόμμα πρέπει να απαντά στην κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσείλκυσε ψήφους πολιτικά αστέγων και προσφύγων που εξέφραζαν ταυτοχρόνως οργή, απόγνωση, προσδοκία. Θα πρέπει να διασκεδάσει τον φόβο και την απόγνωση και να ανταποκριθεί στην προσδοκία, στην ελπίδα για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για κοινωνική δικαιοσύνη, για μεταρρύθμιση του κράτους: αυτά άλλωστε εμπεριέχονται ιστορικά στο πρόγραμμα και της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Κάποιες από τις εξυγιαντικές του πελατειακού κράτους μεταρρυθμίσεις, λ.χ., που ζητούνται από την τρόικα, θα μπορούσαν να είναι μέρος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ· και σίγουρα μπορεί να διεκδικήσει να είναι αυτός ο κατεξοχήν φορέας αλλαγής και μεταρρυθμίσεων.
Υπό μία έννοια, πρόκειται για την παραγωγή ενός μοντέρνου ουσιώδους λαϊκισμού ανάλογου προς τον Ομπάμα του 2008, ριζικά διάφορου από το ελληνικό ’80, με αναφορές στις εθνικές, δημοκρατικές και κοινοτικές παραδόσεις, αλλά και με τολμηρές απαντήσεις στους παρόντες καταναγκασμούς της μόνιμης κρίσης και της «μη υπάρχουσας εναλλακτικής». Ναι, υπάρχει ζωή χωρίς κρίση ― αυτό.
Μπορεί να τα συλλάβει, να τα πιστέψει και να τα αναπτύξει αυτά ο νέος ΣΥΡΙΖΑ με τους όποιους συμμάχους του; Θα δούμε σύντομα, ο καιρός δεν περιμένει. Πάντως αυτά περιμένει το χειμαζόμενο πλήθος: τόλμη, ηθική ακεραιότητα, συνθέσεις, υπερβάσεις, ειλικρίνεια, παρρησία. Αυτή είναι η ιστορική πρόκληση, και η ευθύνη.
Στο επίκεντρο της κυβερνητικής κρίσης βρίσκεται αίφνης η ΔΗΜΑΡ, η αποχωρούσα από το τριμερές κυβερνητικό σχήμα. Η Δημοκρατική Αριστερά βάλλεται ως προάγουσα την αστάθεια και υπαναχωρούσα. Είναι όμως έτσι; Αραγε η ΔΗΜΑΡ προκάλεσε το ατύχημα της μαύρης ΕΡΤ; Η ΔΗΜΑΡ συνήψε τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις του 2010-12; Η ΔΗΜΑΡ ολιγώρησε στις μεταρρυθμίσεις και τις τομές της κρίσιμης τριετίας; Η αλήθεια είναι ότι έχει ευθύνη διακυβέρνησης, αλλά μόνο κατά το τελευταίο έτος και μόνο κατά το ποσοστό που της αναλογεί στο τριμερές σχήμα. Η αλήθεια επίσης είναι ότι η πολιτική συγκυρία και η εξ αυτής απορρέουσα κυβερνητική πρακτική ανάγκασαν τη ΔΗΜΑΡ να μεταθέσει πολλάκις τις δικές της κόκκινες γραμμές, ιδεολογικές και πολιτικές, αυτές ακριβώς που της προσδίδουν διακριτή φυσιογνωμία, άρα και λόγο ύπαρξης.
Το σημαντικότερο: ένα χρόνο μετά τον σχηματισμό τρικομματικής κυβέρνησης, ελάχιστες ή καμία από τις 14 συμφωνημένες προγραμματικές δεσμεύσεις έχουν τηρηθεί· όλες σχεδόν έχουν παραβιαστεί. Και βεβαίως, πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, αλλά είναι επίσης η τέχνη της διαχείρισης των συμβολισμών και της διατήρησης ενός ελάχιστου αναγκαίου ηθικού έρματος, και εντέλει η ανάληψη των δικών σου ευθυνών, όχι των αμαρτιών άλλων.
Ο κ. Κουβέλης διείδε ότι το κόμμα του κινδύνευε να έχει την τύχη του ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη, ο οποίος έσπευσε ασμένως να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου, και εν συνεχεία το μεν κόμμα του εξαερώθηκε, τα δε κορυφαία στελέχη του μετεπήδησαν στη ΝΔ. Το μικρό κεντροαριστερό κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη και των συντρόφων του, κατά πλειοψηφίαν προερχομένων από την αλυσίδα ΚΚΕ-εσωτερικού, Ελληνική Αριστερά, Συνασπισμός, είναι μεν ένα κόμμα-λέσχη συστημικών στελεχών, επιρρεπών στον κυβερνητισμό και σε έναν ιδιότυπο μικρομεγαλισμό, αλλά δεν αντέχει απεριόριστες ποσότητες οπορτουνισμού και απεμπόλησης όλων των αρχών και χαρακτηριστικών του σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα. Υπό μία έννοια, η ΔΗΜΑΡ εξάντλησε τα αποθέματα πραγματισμού που την είχαν οδηγήσει σε συμβίωση με ακροδεξιά και φαύλα στοιχεία, υπεύθυνα εκτός των άλλων για τον ιστορικό εκτροχιασμό της χώρας.
Επιπλέον, ενώπιον των επερχομένων σκληρών μέτρων, αφυπνίστηκε το ένστικτο αυτοσυντήρησης· δεν θα μπορούσαν να τα στηρίξουν ηθικά, η εφαρμογή τους θα τους μετέτρεπε σε πολιτικό ακολούθημα της Ν.Δ. Αφησαν αυτή τη μοίρα ακολουθήματος και αφομοιώσεως στο συγκυβερνών ΠΑΣΟΚ, και ελπίζουν εφεξής να καρπωθούν τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς, πλησιάζοντας περισσότερο το δεξί κέρας του συρριζαϊκού μετώπου. Στο μέτρο που διασκεδαστούν οι εσωτερικές συγκρούσεις, η ΔΗΜΑΡ φαίνεται να αποφεύγει προσώρας το στρατηγικό της αδιέξοδο, με τακτικές απώλειες. Τελικός κριτής για την αποσκίρτηση θα είναι η επόμενη κάλπη.
Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που διχάζει την τρικομματική κυβέρνηση είναι η απαρχή μιας νέας πολιτικής περιόδου, κατά την οποία ο κάθε κυβερνητικός εταίρος θα κοιτάει περισσότερο πώς θα διασφαλίσει την ύπαρξή του. Ιδεολογικές διαφορές υπάρχουν πράγματι ανάμεσα στα κόμματα, ακόμη και εντός των κομμάτων. Και το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο είναι ιδεολογικό διακύβευμα. Ωστόσο ο επείγων πραγματισμός που διατρέχει την ιστορική περίοδο της Μεγάλης Υφεσης παραμερίζει συνήθως τις ιδεολογίες· πρώτη, και συχνά αποκλειστική, μέριμνα των εγκαθιδρυμένων πολιτικών σχηματισμών είναι η επιβίωσή τους.
Ως εκ τούτου, η διαφαινόμενη διαφοροποίηση των κυβερνητικών κομμάτων στο αντιρατσιστικό αντηχεί βαθύτερες ανησυχίες τους για το μέλλον. Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αφενός ανησυχεί για την διαρκή πίεση που δέχεται εκ δεξιών, και για τις διαρροές προς τα άκρα του πολιτικού φάσματος. Πλευροκοπείται από τα εθνικιστικά και λαϊκιστικά άκρα, με μόλις κρυπτόμενο τον νεοναζιστικό χαρακτήρα, και αισθάνεται ότι δεν έχει περιθώρια ελιγμών προς το κέντρο. Το ΠΑΣΟΚ ασφυκτιά και συρρικνώνεται ραγδαία· πολύ περισσότερο που ο κ. Βενιζέλος υπό μία έννοια είναι όμηρος του κ. Σαμαρά, λόγω της υπόθεσης Λαγκάρντ. Η ΔΗΜΑΡ βλέπει με ανησυχία να ρυμουλκείται συνεχώς προς μια πολιτική πολύ μακριά από τις παλαιές εξαγγελίες της, που την κάνει να χάνει όχι μόνο το αριστερό χρώμα αλλά και το κεντρώο.
Στο φόντο όλοι σκέφτονται τις διπλές εκλογές εντός του 2014, τις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές. Στο φόντο επίσης όλοι παρακολουθούν την εξέλιξη της πραγματικής οικονομίας, συναρτημένη με τις αργές μα σταθερές μετατοπίσεις στην Ευρώπη: Θα ανασχεθεί η ανεργία; Θα σταματήσει η ύφεση και σε ποιο επίπεδο; Θα αναδιαρθρωθεί περαιτέρω το χρέος; Τι θα κάνει η Γερμανία μετά τις εκλογές της;
Το 2014 είναι ορόσημο και από άλλη άποψη: είναι η χρονιά που ολοκλήρωνεται τυπικά το Μνημόνιο, τον Μάιο. Τότε θα δοθεί στην Ελλάδα η τελευταία δόση της δανειακής σύμβασης. Μετά την τελευταία δόση, θα πρέπει να έχουμε πλεονασματικό προϋπολογισμό, ώστε να αποπληρώνουμε τους τόκους του χρέους, ήτοι 80 δισ. περίπου έως το 2020, εάν δεν μειωθούν περαιτέρω. Το μέγα πρόβλημα όμως, οικονομικό και πολιτικό, είναι το διαπιστούμενο χρηματοδοτικό κενό για την περίοδο 2014-16. Η Κομισιόν και το ΔΝΤ έχουν επισημάνει αυτό το κενό, το οποίο θα καλυφθεί είτε με τη γενναία αναδιάρθρωση του χρέους που ζητά το ΔΝΤ είτε με νέο Μνημόνιο και νέα μέτρα λιτότητας.
Η όποια εξέλιξη άρα θα προκύψει από την πολιτική, από τις αποφάσεις και τις δράσεις των δανειστών αφενός, από τις ανατοποθετήσεις των εγχώριων δυνάμεων, αφετέρου. Γι’ αυτό η διαφοροποίηση που ανέκυψε επί του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου είναι πολύ πιο σοβαρή σε βάθος χρόνου, από το υπαρκτό ιδεολογικό περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Οι πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίστηκαν το πτωχευμένο κράτος μετά τις εκλογές, και με δεδομένη την πολύ κακή κατάσταση της πραγματικής οικονομίας, γνωρίζουν ότι το κλίμα θα πολωθεί όσο πλησιάζουμε σε εκλογές και θα υπάρξει φθορά για τους κυβερνώντες. Ολοι κάνουν τους λογαριασμούς τους.
Ποιος έφερε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ελλάδα για διάσωση; Τη συζήτηση ανατροφοδότησε απρόσμενα ο Ανδρέας Λοβέρδος, που ισχυρίστηκε ότι η εισήγηση ετοιμάστηκε από άτυπο όργανο υπό τον Γιώργο Παπανδρέου. Ο κ. Παπανδρέου του απάντησε ότι όλοι οι υπουργοί ψήφισαν υπέρ του προγράμματος της τρόικας, αποφεύγοντας να διαψεύσει την ύπαρξη άτυπου οργάνου. Κι εμείς θυμόμαστε τι δήλωνε εν θερμώ ο πρώην υπουργός ένα χρόνο νωρίτερα, όταν οι οικονομικοί εισαγγελείς ερευνούσαν τα αμφισβητηθέντα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το έλλειμμα: «Οποιος επιχειρήσει να πειράξει τον κ. Παπανδρέου θα μετατρέψει την χώρα σε μια χώρα όπου υπάρχει μακελειό».
Η αναμόχλευση των αποφράδων ημερών του Μαΐου 2010 συμβαίνει λίγους μήνες μετά τις άλλες αιτιάσεις κατά του Γ. Παπανδρέου από τον Παν. Ρουμελιώτη. Την ίδια χρονική στιγμή, η γαλλική εφημερίδα Le Monde χαρακτηρίζει τον Ελληνα πρώην πρωθυπουργό παρία της πολιτικής και περιφερόμενο κονφερανσιέ-ομιλητή, ενώ ταυτόχρονα υπενθυμίζει τις δύο ιστορικές κορυφώσεις του: το Καστελόριζο του Μνημονίου και την πρόταση για δημοψήφισμα, λίγο πριν αποπεμφθεί.
Είναι προφανές ότι ο κ. Λοβέρδος επιθυμεί διακαώς να διαφοριστεί από τον καμένο πολιτικά Γ. Παπανδρέου, όπως άλλωστε το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου αποκήρυξε ακαριαία τον καμένο Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Είναι προφανές ότι τότε κανείς δεν ήξερε, δεν διάβασε, δεν επιθυμούσε. Διότι κανείς δεν θέλει να ακολουθήσει τον πρώην πρωθυπουργό και τον πρώην υπουργό Οικονομικών στον μοναχικό δρόμο του πολιτικού παρία ή του εξιλαστήριου θύματος.
Εντούτοις η πικρή αλήθεια είναι ότι σύσσωμο το όλον ΠΑΣΟΚ, προεστοί, λαϊκιστές, εκσυγχρονιστές, αλεξιπτωτιστές και κηπουροί συμφώνησαν στη συγκεκριμένη διάσωση της χρεοκοπημένης Ελλάδας από την τρόικα, υπό τους συγκεκριμένους όρους: εσωτερική υποτίμηση, περικοπές εισοδημάτων και υπερφορολόγηση, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, μεταρρυθμίσεις. Τα έκαναν όλα, αδιαμαρτύρητα, εκτός από τις μεταρρυθμίσεις.
Τρία χρόνια αργότερα και μετά τρεις κυβερνήσεις, το ΔΝΤ, αφενός, διαπιστώνει ότι το πρόγραμμά του απέτυχε λόγω λανθασμένων παραδοχών και εκτιμήσεων· αφετέρου, ανακοινώνει την έκθεσή του για την Ελλάδα, με την οποία την καλεί να συνεχίσει να εφαρμόζει το αποτυχόν πρόγραμμα. Βεβαίως θέτει νέες παραδοχές: ζητεί νέα μέτρα 3,9 δισ., το 2015-16, ευθύς μόλις εφαρμοστούν τα μέτρα 13,5 δισ. του 2013-14· προβλέπει χρηματοδοτικό κενό 9,6 δισ. για την ίδια περίοδο· διαπιστώνει ότι οι τιμές δεν πέφτουν, παρά την πτώση των μισθών, εκτιμά επίσης ότι οι εξαγωγές και άλλα οικονομικά μεγέθη κινδυνεύουν να καμφθούν λόγω της διεθνούς στασιμότητας. Τι προτείνει; Ιδιωτικοποιήσεις. Και εφόσον οι ιδιωτικοποιήσεις δεν προχωρήσουν εντός του 2013 από το ΤΑΙΠΕΔ, να τις αναλάβουν ξένοι διαχειριστές.
Είναι προφανές γιατί ο κ. Λοβέρδος και άλλοι σαν αυτόν επιθυμούν τόσο διακαώς να διαχωρίσουν τη θέση τους από το δίδυμο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου των κηπουρών, των Τιτανικών, των πιστολιών και των διεφθαρμένων «μαζί τα φάγαμε». Αλλά είναι αργά πια: ό,τι αναδυθεί εφεξής, με δάκρυα, πόνο και ιδρώτα, δεν θα περιέχει κανέναν από το Ancien Regime.
Η πρωτοφανής κρίση που πλήττει την Ελλάδα, ακόμη κι ενταγμένη στο διεθνές περιβάλλον κρίσης, καταδεικνύει εγχώριες αδυναμίες και ασθένειες του πολιτικού συστήματος, του δημόσιου βίου, της παραγωγικής δομής. Σχεδόν όλοι κάνουν λόγο για το τέλος της μεταπολίτευσης· πολλοί μάλιστα σπεύδουν να εντοπίσουν όλες τις πηγές της κρίσης στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και στις νοοτροπίες που αναπτύχθηκαν. Κάποιοι φτάνουν να υποστηρίζουν ότι όλη η μεταπολίτευση ήταν ένα τεράστιο και διαρκές σφάλμα· ο τρόπος που έζησαν και πολιτεύθηκαν οι Ελληνες οδηγούσε αναπόδραστα στην παρούσα καταστροφή.
Ηταν όλη η μεταπολίτευση ένα λάθος; Πήραμε τη ζωή μας λάθος; Υπάρχει καταφανής ανάγκη για αυτοκριτική και αναχώνευση των όσων ζήσαμε μετά το 1974. Η ανάλυση και κατανόηση είναι το πρώτο βήμα για ανάκαμψη και υπέρβαση της κρίσης. Χρειάζεται όμως προσοχή: η σφοδρότητα των συμβαινόντων θολώνει την κρίση· ο πόνος, η οργή, η κατάπληξη μπορεί να οδηγούν σε βιαστικά συμπεράσματα, σε ισοπεδωτικές κρίσεις, σε μαζικές απορρίψεις. Αναλύοντας τα τερατώδη λάθη της μεταπολίτευσης μπορεί να οδηγηθούμε σε άλλα τερατώδη λάθη, αναλόγως μοιραία.
Ενα πρώτο λάθος σε αυτή την σαρωτική κριτική της μεταπολίτευσης είναι η αυθαίρετη και αδιαφοροποίητη περιοδολόγηση: η πτώση της δικτατορίας είναι αναμφίβολα ένα πολιτικό ορόσημο, αλλά οι κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες δεν ξεκίνησαν αιφνιδίως το 1974 ούτε διακόπηκε όλη η ζωή το 1967. Πολλές κοινωνικές διεργασίες που είχαν αρχίσει στη δεκαετία του ’60 έχασαν την ορμή τους με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, αλλά δεν εξαφανίστηκαν· άλλαξαν κοίτη και δυναμική. Εξάλλου μέσα στην επταετία εμφανίζονται καινοφανείς συμπεριφορές, αναδύονται νέες κοινωνικές ομάδες ευνοημένων, αρχίζει να εμπεδώνονται νέες τάσεις καταναλωτισμού και διασκέδασης. Η χώρα μπορεί να υπέφερε από έλλειψη πολτικών ελευθεριών, αλλά δεν ήταν στεγανή στα μηνύματα της διεθνοποιημένης ποπ κουλτούρας, ούτε καν στο πνεύμα αμφισβήτησης του Μάη ’68 και των χίππις.
Υπό αυτή την έννοια, πολιτισμικά και κοινωνικά η «χαμένη άνοιξη» του ’60 προβάλλει μέσα στην επταετία 1967-74: τα λαϊκά-εργατικά στρώματα συνεχίζουν να μικροαστικοποιούνται, η ανοικοδόμηση και η αστυφιλία εντείνονται, η κοινωνική κινητικότητα συνεχίζεται απρόσκοπτα. Η δωρεάν παιδεία, η επέκταση της μέσης εκπαίδευσης και τα πανεπιστήμια προσφέρουν στα παιδιά των ασθενέστερων στρωμάτων όχι μόνο μόρφωση και επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και τα ασφαλή μέσα για κοινωνική-οικονομική άνοδο. Και ακριβώς αυτή η πληθυσμιακή ομάδα με τα ρευστά κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι απρόβλεπτοι φοιτητές, θα διαδραματίσουν ρόλο καταλύτη στις πολιτικές εξελίξεις όταν η χούντα θα έχει πια κουραστεί.
Οι φοιτητές, περιβεβλημένοι την αίγλη της αντιδικτατορικής αντίστασης και του Πολυτεχνείου, θα πρωταγωνιστήσουν και τα πρώτα χρόνια μεταπολιτευτικά χρόνια: από τις τάξεις τους θα αντλήσουν νέο αίμα τα αριστερά κόμματα, τα οποία επανέρχονται στο προσκήνιο της νομιότητας αποδεκατισμένα και γερασμένα, έχοντας χάσει επαφή τόσο με την μεταλασσόμενη ελληνική κοινωνία, όσο και με τα νέα πολιτιστιτικά ρεύματα του ’60-’70. Μαζί τους οι ποικίλης προέλευσης και νοοτροπίας αντιστασιακοί.
Από αυτές τις δεξαμενές, και από τη δεξαμενή του προδικτατορικού ανδρεϊκού Κέντρου, θα αντλήσει στελέχη και ιδεολογία το ΠΑΣΟΚ, συγκροτούμενο γύρω από τη χαρισματική και ριψοκίνδυνη προσωπικότητα του αρχηγού του Ανδρέα Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε το προειρηθέν συνεχές, από το ’60 ώς το ’80, συμπεριλαμβάνοντας στους κόλπους του νοοτροπίες, συμπεριφορές, ιδέες και ήθη υπό διαμόρφωσιν, αλλά κυρίως τις πυρακτωμένες προσδοκίες των διευρυνόμενων και ανερχόμενων μικρομεσαίων. Το ΠΑΣΟΚ τους έδωσε όνομα, πρόσωπο και χώρο.
Το μικρομεσαίο πλήθος διεκδίκησε πρωταγωνιστική θέση στην κοινωνία με το σφρίγος του, με την ενισχυμένη οικονομική και επαγγελματική του θέση, και με την πανεπιστημιακή μόρφωσή του. Η συμβατικά ονομαζόμενη γενιά του Πολυτεχνείου και η αμέσως επόμενη γενιά της Μεταπολίτευσης απαρτίζονται εν πολλοίς από άτομα με πτυχίο ανώτατης σχολής. Εχουν από πολύ νωρίς εμπειρίες πολιτικών αναμετρήσεων, εξουσίας και διοίκησης. Αναπόφευκτα, αρκετοί απ’ αυτούς θα εισέλθουν στις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ και θα τις ανανεώσουν εν μέρει. Μαζί τους θα κουβαλήσουν και τις αποσκευές της καταγωγής τους, μικροαστικής ή αγροτικής-επαρχιακής, τις πολιτιστικές αναζητήσεις τους, το γούστο τους. Ολα αυτά κυμαίνονται: από τη δημώδη και λαϊκή παράδοση, αμετουσίωτη ή περασμένη από τις επεξεργασίες της Γενιάς του ’30 και της ηττημένης μεταπολεμικής Αριστεράς, έως τα ελαφρολαϊκά και τα ντίσκο της χούντας, έως τη ροκ κουλτούρα που βαθμαία προβάλλει ηγεμονική στους νεότερους.
Μετά τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, και ιδίως μετά το άλλο μεταπολιτευτικό ορόσημο, το βρώμικο ’89, που συμπίπτει με την ιστορική πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όλα τα προηγούμενα ρευστά, ταξικά, ιδεολογικά, πολιτιστικά, συγκροτούνται σε μια νέα δυναμική. Το μικρομεσαίο πλήθος οργανώνεται σε συντεχνίες, με την παρότρυνση του ΠΑΣΟΚ και προς όφελός του: από εκεί και από το υπερτροφοδοτούμενο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, το ΠΑΣΟΚ αντλεί στελέχη, νομιμοποίηση και ισχύ. Η Ευρώπη προσφέρει αφειδώς οικονομικούς πόρους για συνοχή και σύγκλιση. Η Νέα Δημοκρατία αντιγράφει το ΠΑΣΟΚ.
Το τελευταίο ορόσημο πριν την παρούσα πτώση, είναι η κορύφωση της φενάκης, από τα τέλη της δεκαετίας ’90, με την έκρηξη του Χρηματιστηρίου έως την ένταξη στην ευρωζώνη το 2002 και το καλοκαίρι της ολυμπιακή και ποδοσφαιρικής μέθης. Το 2004 το κύμα, που φούσκωνε από τη δεκαετία του ’60, έσκαγε αυτάρεσκα στον κόλπο της Ισχυράς Ελλάδος, δαφνοστεφούς και ευρωπαίας.
Εξι χρόνια αργότερα, το μικρομεσαίο πλήθος, πληβειοποιημένο και διαψευσμένο, έκαιγε την Αθήνα. Είχε περάσει μισός αιώνας.
«Απαγορεύεται να σου μιλάω». Στίχοι: Ντέλλα Ρουφογάλη. Μουσική: Χάρης Παμφίλης. Πρώτη εκτέλεση: Τόλης Βοσκόπουλος. Φωτ.: Η Ντέλλα με τον τότε σύζυγό της, υποστρατηγό Μιχάλη Ρουφογάλη, διοικητή της ΚΥΠ επί δικτατορίας.
Ο λαός έκανε την υπέρβασή του: υπερέβη τον πόνο, υπερέβη την ανάγκη και την φτώχεια, υπερέβη ακόμη και το φόβο. Κατένειμε την ψήφο του έτσι, ώστε να μπορεί να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση εκ συνασπισμού δύο κομμάτων. Αυτά τα δύο κόμματα, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, διεκπεραίωσαν από κοινού το Δεύτερο Μνημόνιο, ενώ το ΠΑΣΟΚ μόνο του διαπραγματεύτηκε και τα δύο μνημόνια. Η λαϊκή εντολή άρα είναι σαφής: τα κόμματα αυτά καλούνται να συνεχίσουν το έργο τους, σύμφωνα με όσα έχουν πράξει, αλλά και σύμφωνα με όσα έχουν υποσχεθεί. Στις υποσχέσεις περιλαμβάνεται η χαλάρωση των μνημονιακών όρων, προς άμεση ανακούφιση της ταλαιπωρημένης κοινωνίας και προς ενίσχυση της καταρρέουσας οικονομίας.
Κατόπιν τούτων η παρελκυστική τακτική της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ μόνο επώδυνη κατάπληξη, και οργή, μπορεί να γεννήσει στον οποιοδήποτε πολίτη, ανεξαρτήτως του τι ψηφισε. Το ΠΑΣΟΚ, αυτοδυνάμως και αυτοβούλως, οδήγησε τη χώρα στη σκολιά οδό των μνημονίων, στη μόνη εναλλακτική οδό, καθώς υποστήριζε. Με ποιο ηθικό δικαίωμα αρνείται να συνεχίσει την δική του πολιτική, αρνείται να αναλάβει τις ιστορικές του ευθύνες; Η Νέα Δημοκρατία, τουλάχιστον, μέσα από παλινωδίες και σύγχυση, αναλαμβάνει την ευθύνη που της αναλογεί, παρότι κι αυτή δοκιμάζεται επικίνδυνα έως θραύσεως από φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό της.
Δυστυχώς το ΠΑΣΟΚ συμπεριφέρεται ακόμη και τούτη την κρίσμη ώρα ως ιδιοτελής νομέας της κρατικής εξουσίας, θέτοντας όρους σε αντιπάλους και εταίρους προκειμένου να προφυλαχθεί από το περαιτέρω πολιτικό κόστος. Η πολύχρονη έκθεσή του στην εξουσία φαίνεται το έχει διαβρώσει, έχει εξουδετερώσει κάθε άλλο αντανακλαστικό πλην του ενστίκτου επιβίωσης και του εξουσιοτροπισμού. Τώρα όμως η τέτοια συμπεριφορά καταλήγει υβριστική.
Ο άλλος δυνάμει κυβερνητικός εταίρος, η ΔΗΜΑΡ, είναι αντιμέτωπος με την αμφίσημη στάση του. «Η ΔΗΜΑΡ ανάλογα και με τη δύναμη που θα λάβει από την κάλπη, θα στηρίξει είτε τον ένα είτε τον άλλο πόλο» είχε ανακοινώσει στο Twitter, τρεις ημέρες προ των εκλογών. Τώρα είναι αναγκασμένη να στηρίξει τον πόλο ΝΔ.
Το πολιτικό ζητούμενο ωστόσο παραμένει η χαλάρωση του μνημονίου, και δι’ αυτής η ανακούφιση των πολιτών, ενδεχομένως και η ελπίδα. Η χαλάρωση όμως εξαρτάται κυρίως από τους πιστωτές. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να διαπραγματευτεί, να περιγράψει το δραματικό αδιέξοδο, να προσπαθήσει να πείσει. Να κερδίσει χρόνο. Να περισώσει τη συνέχεια του κράτους και τη συνοχή της κοινωνίας. Αυτή η ελάχιστη ατζέντα είναι το μέγιστο που μπορεί να επιτύχει. Ακόμη όμως και για τούτα τα ελάχιστα, απαιτείται γενναιότητα και υπέρβαση, αυτοθυσία. Μπορούν; Οι κυβερνητικοί εταίροι καλούνται να το αποδείξουν στο πεδίο της ζώσας ιστορίας.
Οι Ελληνες ανταποκρίθηκαν στην ιστορική πρόκληση για δεύτερη φορά. Και κατηύθυναν την ψήφο τους πάλι προς αντιμνημονιακή κατεύθυνση, κατά πλειοψηφία. Ταυτόχρονα, εισακούοντας τα εκβιαστικά, ενίοτε τρομοκρατικά, διλήμματα, διέσπειραν την ψήφο τους με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να προκύψει μια κυβέρνηση συνασπισμού ανεκτή από τον ξένο παράγοντα, δηλαδή τους πιστωτές που κρατάνε ακόμη ανοιχτή τη γραμμή πίστωσης. Η πληγωμένη Νέα Δημοκρατία και το μικρό ΠΑΣΟΚ μπορούν πλέον να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Ωστόσο, η αιτία που προκάλεσε τη φθορά τους, το Μνημόνιο, εξακολουθεί να υπάρχει, επώδυνο και καυτό, και αυτό ακριβώς καλούνται να διαχειριστούν. Με μια κρίσιμη μετατόπιση τώρα: προεκλογικά, και υπό την πίεση της προηγούμενης λαϊκής ετυμηγορίας, υποσχέθηκαν ότι θα επαναδιαπραγματευτούν το Μνημόνιο. Αυτή η υπόσχεση θα συνοδεύει τη νέα κυβέρνηση στη συνάντησή της με την τρόικα. Αρα, η βιωσιμότητα της νέας κυβέρνησης θα εξαρτηθεί από τη βούληση της τρόικας, κυρίως από το αν θελήσει το Βερολίνο να χαλαρώσει τα σκληρά μέρα λιτότητας, χρονικά και ποσοτικά. Κατ’ επέκτασιν, από τη χαλάρωση του Μνημονίου, δηλαδή από την αποτροπή της κατάρρευσης και την άμεση ανακούφιση των ανέργων και κατεστραμμένων, εξαρτάται εφεξής το πολιτικό τοπίο. Εξαρτώνται η ηγεσία και η συνοχή της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, εξαρτάται το μέγεθος ή και η ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ, στο μέτρο που θα στηρίξει φιλομνημονιακά μέτρα, εξαρτάται η μεγέθυνση ή συρρίκνωση των Ανεξάρτητων Ελλήνων και των νεοναζί. Το ΚΚΕ, αρνούμενο να μολυνθεί από την Ιστορία, ήδη συνετρίβη. Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ελληνικό και ευρωπαϊκό φαινόμενο: άδραξε τη συγκυρία, εξέφρασε μαζικά την αντιμνημονιακή ορμή, λύγισε και ωρίμασε από την ευθύνη, πολλαπλασίασε το ποσοστό του, είναι ο νικητής, παρότι ή ακριβώς επειδή μένει δεύτερος.
Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα προκαλέσει σπασμούς στα χρηματιστήρια τη Δευτέρα, αλλά οι αγορές δεν θα ξεδιψάσουν· άλλωστε το θήραμα πια είναι η Ισπανία, κατόπιν η Ιταλία κ.ο.κ. Μένει να δούμε την πολιτική αντίδραση των Βρυξελλών, του Βερολίνου, του Παρισιού, του ΔΝΤ. Μένει να δούμε την εξέλιξη της κρίσης στον ευρωπαϊκό Νότο. Μένει να δούμε αν η Ευρώπη έχει την ιστορική διορατικότητα και το σθένος να αναπροσδιορίσει τους στόχους της και να επιπλεύσει στον 21ο αιώνα.
Η αγωνία των Ελλήνων πολιτών θα συνεχιστεί, παρότι τα ΑΤΜ και τα σούπερ μάρκετ δεν θα αδειάσουν και οι κανονιοφόροι δεν θα εμφανιστούν. Τίποτε δεν έχει τελειώσει.
17.06.2012
Ενα μήνα προ των εκλογών όλα είναι ρευστά και μεταβαλλόμενα, όπως περίπου η διπολική συμπεριφορά της κοινωνίας: από τη μανία, στην κατάθλιψη. Ενα πέρασμα από γραφεία, μαγαζιά και καφενεία, δυο σύντομες κουβέντες αρκούν για να αντιληφθείς ότι το ποικιλόχρωμο πλήθος, ο κόσμος μας, βαδίζει, δεν βαδίζει καν, στέκεται μες στο σκοτάδι, θρυμματισμένος, αποκαρδιωμένος, τυφλός, έμφοβος.
Οι δημοσκοπήσεις κυνηγούν λαχανιασμένες αυτόν τον τρελαμένο υδράργυρο. Και δείχνουν, με τον τρόπο τους, ότι ο διπολικός μας κόσμος, ο θρυμματισμένος, οδηγεί αναπόδραστα σε ιστορικά πρωτοφανή πολιτική ρευστότητα, τέτοια που έχει να καταγραφεί από το 1950, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου. Η ρευστότητα οδηγεί σε υγροποίηση, σε τήξη του πολιτικού συστήματος που εδέσποσε στην 38ετή Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Τα δύο κόμματα που κυριάρχησαν σε αυτή την περίοδο, συγκεντρώνοντας αθροιστικά το 75%-80% του εκλογικού σώματος, σήμερα καταμετρούνται περί το 38% (Public Issue), με πιθανότητες να καταγραφούν στην κάλπη περίπου στο 40%-50%. Μιλάμε δηλαδή για υποδιπλασιασμό της εκλογικής τους απήχησης μέσα σε δύο χρόνια.
Τα δύο αυτά χρόνια βεβαίως, το 2010-12, συντελείται μείζων ιστορικός μετασχηματισμός της Ελλάδας – και συνεχίζεται. Υπό τους σφοδρούς ανέμους της διεθνούς κρίσης, το μεταπολιτευτικό ιστορικό Παράδειγμα καταρρέει με πάταγο και μεγάλη οδύνη για τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού. Μεταξύ των θυμάτων, τα δύο μεγάλα κόμματα (κατ’ ακρίβειαν, πρώην μεγάλα), τα οποία εναλλάχθηκαν στην εξουσία και τα οποία πολλοί πλέον τα βλέπουν σαν θύτες. Αυτά τα πρώην μεγάλα κόμματα ωστόσο θα κληθούν, κατά πάσα πιθανότητα, μετεκλογικά να στηρίξουν μια κυβέρνηση συνασπισμού. Με ποια νομιμοποίηση και ποιο πολιτικό κεφάλαιο; Ισχνότατα έως ανύπαρκτα. Διότι στη μεν Βουλή μπορεί να εξασφαλίσουν αθροιστικά πλειοψηφία εδρών, αλλά στο εκλογικό σώμα δεν θα διαθέτουν καθαρή πλειοψηφία.
Μια αδύναμη κυβέρνηση συνασπισμού και μια Βουλή με δυσκολίες νομοθέτησης είναι ένα από τα πιθανότερα μετεκλογικά σενάρια, εφόσον δεν παρεμβληθεί κάποιος απροσδιόριστος παράγοντας τις ερχόμενες τριάντα ημέρες, που θα συσπειρώσει τους εκλογείς προς τα πρώην μεγάλα κόμματα. Τις δυσκολίες διακυβέρνησης θα επιτείνει ασφαλώς η ζοφερή πραγματικότητα της χώρας: η ύφεση, η ανεργία, η τήρηση των δυσβάστακτων, πλην ανειλημμένων, δανειακών υποχρεώσεων, η επιβολή νέων μέτρων λιτότητας επί της ακίνητης αγοράς και της εξουθενωμένης κοινωνίας.
Τα κόμματα, παλαιά ή νεοπαγή, πρώην μεγάλα ή πρώην μικρά, δεν έχουν αντιληφθεί τον βαθμό απονομιμοποίησής τους, ούτε τον βαθμό απόγνωσης των εκλογέων – τουλάχιστον αυτό φαίνεται από τη δειλή έως ανύπαρκτη ανανέωση προσώπων και από τις ιδιοτελείς, καιροσκοπικές μεταγραφές. Αλλά και με την τυχοδιωκτική μετατόπιση της ατζέντας που επιχειρούν: αντί να μιλούν ειλικρινά και ρεαλιστικά για την οικονομική καταστροφή και τις δυνατότητες ανάσχεσής της, αντιπαραθέτουν δημαγωγικά την ασφάλεια απέναντι στην εξαθλίωση, υπονομεύοντας εν τοις πράγμασι και την ασφάλεια και την ομοψυχία και την ανάκαμψη και τη δημοκρατία.
Ο κύκλος καταστροφής δεν έχει κλείσει ακόμη.
Ζωγραφική: Μάρω Μιχαλακάκου, Γκαλερί Ιλεάνα Τούντα
H προχθεσινή δημοσκόπηση της Public Issue για την Καθημερινή συγκεφαλαιώνει το πολιτικό μωσαϊκό: εννέα κόμματα στη Βουλή, κάμψη της αποχής, απαισιοδοξία για τη χρεοκοπία της χώρας, απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στη μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας. Οι προορισμοί της δημοσκοπικής προτίμησης θα μπορούσαν να μπουν σε τρεις κατηγορίες.
Πρώτη, η κατηγορία των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων: και τα δύο μεγάλα κόμματα μαζί πασχίζουν αθροιζόμενα να συγκεντρώσουν ποσοστό αυτοδυναμίας, δηλαδή ό,τι συγκέντρωναν από μόνα τους στο παρελθόν. Είναι φανερό ότι η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει με μόνιμη καχυποψία τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα επί τριάντα χρόνια και την οδήγησαν στη γνωστή κατάσταση. Αρα ακόμη και η κυβέρνηση συνασπισμού των δύο κομμάτων εξουσίας, που φαίνεται να προωθείται, δεν θα καθησυχάσει την κοινή γνώμη ούτε θα εξασφαλίσει ευρύτερη συναίνεση. Λογικό: οι πολίτες της χρεοκοπημένης χώρας έχουν μνήμη και πικρή πείρα από τις ικανότητες των προσώπων που κυβέρνησαν τα χρόνια του εκτροχιασμού. Η αυτοκριτική στην οποία πολύ όψιμα και πολύ άτολμα καταφεύγει αυτές τις μέρες, εν όψει εκλογών, δεν μπορεί να σώσει το μοιραίο πολιτικό προσωπικό από την κατακραυγή και την εκλογική συντριβή.
Δεύτερος πόλος δημοσκοπικής προτίμησης, η άκρα δεξιά. Ο ΛΑΟΣ διακινδυνεύει πλέον τη θέση του στο κοινοβούλιο, λόγω του ακραίου καιροσκοπισμού του, και λόγω της ορμητικής εισόδου στο ακροδεξιό φάσμα δύο νέων δυνάμεων. Η μία είναι παλιά, καταγραμμένη ήδη στον Δήμο Αθηναίων: η νεοφασιστικής-ρατσιστικής ρητορικής Χρυσή Αυγή. Η άλλη είναι η εθνικιστικής-αντιμνημονιακής ρητορικής κίνηση του βουλευτή Πάνου Καμμένου, διαγραμμένου από τη ΝΔ. Αθροιζόμενη η άκρα δεξιά φτάνει το 11,5%, ποσοστό πρωτοφανές αλλά αναμενόμενο: τα αστικά κόμματα του μεσαίου χώρου δεν μπορούν πλέον να παράγουν πολιτική, αδυνατούν ακόμη και να διαχειριστούν την σφοδρή κοινωνική κρίση και τον φόβο. Σε αυτό το περιβάλλον της παγωμένης μεταδημοκρατίας και απουσίας πολιτικής διεξόδου, η μεσαία τάξη, έμφοβη και πληβειοποιημένη, στρέφεται προς τα άκρα. Ο σκληρός, ωμός λόγος της άκρας δεξιάς σπεκουλάρει πάνω στην ανασφάλεια, την ανεργία και την ξενοφοβία. Και κερδίζει.
Τρίτος προορισμός, η πλειοψηφική, πλην όμως πολυδιασπασμένη, ετερόκλητη και αλληλοαποκλειόμενη αριστερά. Μόνο κοινό χαρακτηριστικό, η ολοφάνερη απροθυμία όλων των αριστερών κομμάτων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πτωχευμένης, εξαρθρωμένης χώρας. Η αντιπολίτευση, λιγότερο ή περισσότερο συνεπής ως προς τον εαυτό της, είναι το προσφιλές πεδίο των κομμάτων της αυτοαναφορικής αριστεράς. Κανένα δεν προβάλλει πειστική πρόταση εξουσίας. Ακόμη και η δημοσκοπική φούσκα της ΔΗΜΑΡ συντηρείται χάρη στην επαμφοτερίζουσα αντιπολίτευσή της, και στη ροή κεντρογενών ψηφοφόρων από το διαλυόμενο ΠΑΣΟΚ.
Με όσα βλέπουμε τώρα: Οι επικείμενες εκλογές θα σαρώσουν παλαιά πρόσωπα, θα φθείρουν παλαιούς σχηματισμούς, θα πολώσουν, αλλά δεν θα αρκέσουν να δώσουν ένα νέο βιώσιμο μπλοκ εξουσίας. Θα χρειαστούν κι άλλες εκλογές.
Aλλος με χειροπέδες προφυλακισμένος για χρέη προς το Δημόσιο, άλλος πουλάει το σπίτι του για να μην πάει φυλακή, άλλος λουφάζει και περιμένει τη σειρά του. Το λάιφστάιλ πέθανε, λένε. Δεν πέθανε τώρα, διορθώνω. Εχει πεθάνει από καιρό, τώρα εξαπολύθηκε η δυσωδία των πτωμάτων του.
Η εγχώρια βιοτεχνία του λαϊφστάιλ, εκδότες, μοντελίστ, δημοσιογράφοι, μοντέλες, γλάστρες, τηλεπερσόνες, πάρτι άνιμαλ, ντίλερ, κοθώνια, θύματα, γεννήθηκε στη δεκαετία του ’80 και άνθησε όσο κυκλοφορούσε ορμητική η δίψα της ανόδου, ο θαυμασμός για την αρπαχτή, και άφθονο μαύρο χρήμα. Εξέπνευσε όταν μαράθηκαν όλα αυτά. Παρήγαγε αέρα. Ηταν μια φούσκα, Η φούσκα, που μέσα της όμως περιείχε τον τοξικό αέρα του θράσους, του κυνισμού, την υπόσχεση της επιτυχίας, κι εντέλει τον αέρα της ματαίωσης και της διάψευσης.
Εξέφρασε το ήθος του μαύρου χρήματος, του χρήματος της αρπαχτής και του χρηματιστηρίου, δηλαδή τα χρυσά χρόνια του πρώτου ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα χρόνια του εκσυγχρονισμού και της ολυμπιακής ευφορίας. Εντουτοις η αναμφίλεκτη επιρροή του εφαρμοζόταν ενδοφλέβια στα λαϊκά πλήθη, στους πελάτες: σε αυτά το Κλικ και οι επίγονοι έκαναν ενέσεις μαγκιάς και σεξισμού. Τα λαϊκά παιδιά από τις δυτικές συνοικίες και τη διψαλέα επαρχία ρουφούσαν συνταγές ανόδου διατυπωμένες σε καλιαρντο-ποπ, τα λαϊκά παιδιά κατανάλωναν τα εγχειρίδια της καλής κατανάλωσης και πείθονταν ότι δεν ζούσαν στο Μπουρνάζι αλλά στη Σάντα Μόνικα ή στο Μανχάταν. Κι αυτά τα διαβουκολευμένα πλήθη προσγειώνονταν άτσαλα από τον κόσμο του Κλικ στον κόσμο του σκληρού μεροκάματου, κι από κει στον κόσμο της πικρής χρεοκοπίας.
Τώρα όλοι μυρίζουν τη δυσωδία των πτωμάτων. Στην 25ετία της τροχιάς τους όμως πολύ λίγοι διείδαν τη σχέση αυτού του αισθητικού και πενυματικού σκουπιδιού με την σαθρή κοινωνία που εξέφραζε. Οι εκδότες και σκουπιδογεννήτριες εκαλούντο στα τηλεπάνελ να σχολιάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική σκηνή, εκαλούντο ως τιμητές της ελληνικής κοινωνίας, είχαν και έχουν στενές σχέσεις με κορυφαίους πολιτικούς, νυν και πρώην υπουργούς, έπαιρναν υπερδάνεια από τις «κουτές» τράπεζες, άντλησαν δισεκατομμύρια δρχ. από το Χρηματιστήριο, μπαινόβγαιναν στις επαύλεις του μεγάλου χρήματος, έκαναν μπίζνες και κολεγιές. Οι ισχυροί τούς χρησιμοποιούσαν, σαν διασκεδαστές, σαν πλυντήρια, σαν βαποράκια, σαν παπαγάλους. Αλλά και συναγελάζονταν, έπιναν και γελούσαν μαζί· διότι είχαν κοινό το έθος και την κουλτούρα. Μεγαλοπαράγοντες και φτωχοδιάβολοι μοιράζονταν τον ίδιο πολιτιστικό ορίζοντα, είχαν ίδιες αισθητικές ααναζητήσεις, ίδιες πνευματικές ανησυχίες. Αργά τη νύχτα, μετά το Μέγαρο των χορηγιών, μετά τα ακριβά ρεστωράν, όλοι κατέληγαν στον Μαζωνάκη και την Πέγκυ Ζήνα. Ολοι.
Ολοι, οι ίδιοι, συνωστίζονταν στα αριθμημένα και στα VIP των γηπέδων, γαύροι και βάζελοι, χειροκροτητές προέδρων και συνδαιτημόνες λαμογιών, περιστοιχισμένοι από μπράβους και νονούς. Ολοι, οι ίδιοι, έκαναν ρεζερβέ στα στέκια της Μυκόνου, κι αργότερα έχτιζαν φαραωνικές επαύλεις αυθαίρετες στις αλωθείσες Κυκλάδες. Οι ίδιοι που πηδούσαν από κότερο σε κότερο.
Την είχε καταλάβει ο Τσουκάτος τούτη τη γενετική σχέση, είχε δει ότι κι ο Γιώργος Παπανδρέου προτιμούσε το Κλικ για συνεντεύξεις περί αειφορίας και free μαριχουάνας, εξ ου και συμβούλευσε τον εκσυγχρονιστή Σημίτη να συνάξει το ΠΑΣΟΚ στο μοδάτο Βαρελάδικο ― όπερ και έπραξε ο καλβινιστής πρωθυπουργός. Ας είναι.
[edit: O K. Σημίτης την τελευταία του ουσιαστική συνέντευξη πριν τις εκλογές 2000 και την πρώτη μετεκλογική την παραχώρησε στο Nitro. Στο ίδιο έδωσε συνέντευξη και ο Κώστας Μητσοτάκης]
Ας ξύσουμε τη φτενή χρυσομπογιά, που γράφει κλικ, μαξ, φλας, νίτρο, φρι πρες, σταρ, δεν ξέρω γω τι. Ο τσίγκος, από κάτω, είναι χτυπημένος με τατουάζ «ΠΑΣΟΚ for ever», «χρήμα über alles», «σκυλοπόπ», «κλεπτοκρατία». H βιοτεχνία μεταποιούσε φτηνά υλικά και τα πουλούσε σαν Greek Dream. Η κλεπτοκρατία χρειαζόταν όργανα ιδεολογικής κυριαρχίας πολυδύναμα, πέρα από την επίσημη προπαγάνδα. Το λάιφστάιλ ήταν αυτό ακριβώς το όργανο υπόγειας, αθέατης, διαβρωτικής προπαγάνδας, όργανο εκμαυλισμού και κυριαρχίας: πλάσαρε την παράγκα για παλατάκι, κι ο φτωχοδιάβολος μες στην παράγκα χόρταινε την απληστία του με ηδονοβλεψία και ψευδαίσθηση: μπορούσε να ξοδέψει τρία μηνιάτικα ή ένα διακοποδάνειο για μια βδομάδα στη Μύκονο, να κολυμπήσει πλάι στα σελέμπριτι και να ψωνίσει Gavalas.
Πολλοί βιοτέχνες του λάιφστάιλ κυκλοφορούν ακόμη στα μήντια, ξεπουπουλιασμένοι, κυνηγώντας το μεροκάματο του κλόουν με το πλατινένιο ρινοδιάφραγμα, άλλοι ξεπλένονται ως δημοσιογράφοι αφού ξέπλυναν χρήμα, άλλοι υποδύονται τους ξινούς τιμητές και τις Αντουανέτες. Οι περισσότεροι ξέπεσαν. Η παράγκα κατέρρευσε, τα σελέμπριτι θρηνούν στο Μεταγωγών και στα πρωτοδικεία, ξεπουλάνε Ντόλτσε ε Καμπάνα, Καγιέν, Λέξους και σπίτια.Οι μαικήνες τους κάνουν ότι δεν τους ξέρουν, δεν σηκώνουν τα τηλέφωνα. Μαζί με την παράγκα όμως καταρρέει και η χώρα που τους ανέχθηκε, τους έθρεψε, τους μιμήθηκε και τους θαύμασε.
[ edit 2: 16 Μαΐου 2010 γράφαμε στην Καθημερινή κάτι παρόμοιο, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος: Lifestyle, η ζωή ήταν δανεική… ]
[ edit 3: Στις 22 Απριλίου 2001, στην Καθημερινή, Από το lifestyle στην άποψη ― βερεσέ ]
Η χθεσινή δημοσκόπηση της Public Issue καταγράφει με αριθμούς ό,τι ήδη αντιλαμβάνεται κάθε Ελληνας που ζει σε αυτή τη δοκιμαζόμενη χώρα: Οτι, δηλαδή, το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ οδεύει προς τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, μαζί με τον πρόεδρό του, με ποσοστά επιπέδου 1974. Εφόσον μάλιστα εκφραστεί και εκλογικά η απαξίωση του ΠΑΣΟΚ, τότε 5 από τους 7 παρόντες βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα δουν την πολτική τους καριέρα να τερματίζεται οριστικά.
Μεγαλύτερη συμπαγής ομάδα παραμένουν οι απέχοντες και αποδοκιμάζοντες: ένας στους τρεις ερωτώμενους. Αυτή την πλειοψηφική ομάδα μπορούμε να υποθέσουμε ότι την απαρτίζουν οι πλέον απελπισμένοι, όσοι έχουν χάσει κάθε ελπίδα για αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Η απόγνωση όμως εντοπίζεται και σε άλλες συμπεριφορές του δημοσκοπούμενου σώματος: στη χαμηλότατη ελπίδα για βελτίωση της οικονομίας από τον πρωθυπουργό Λ. Παπαδήμο (ένας στους δύο δεν εμπιστεύεται), στην αμφίθυμη στάση έναντι των εκλογών (ένας στους δύο επιθυμεί εκλογές), στην υψηλότατη δυσαρέσκεια από τη λειτουργία της νέας κυβέρνησης (8 στους 10).
Δύο ακόμη δημοσκοπικά ευρήματα με σημασία: ένα, η πρωτοφανής δημοσκοπική έκρηξη των κομμάτων της Αριστεράς, που υπερβαίνουν αθροιστικά το 40%, ποσοστό διαμαρτυρίας ασφαλώς, το οποίο όμως όσο κι αν συρρικνωθεί στην κάλπη, καταδεικνύει ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Δύο, ο αυξανόμενος ευρωσκεπτικισμός: αισθητή η άνοδος μετά τον εκβιασμό των Καννών.
Συνολικά, οι Ελληνες φαίνονται κατάκοποι, απογοητευμένοι, απορριπτικοί για το Μνημόνιο, εξοργισμένοι με το ΠΑΣΟΚ, δύσπιστοι προς το πολιτικό σύστημα και τις μεταμορφώσεις του. Ελάχιστοι πιστεύουν ότι μπορεί να επιτευχθεί ανάσχεση της πτώσης, πόσω μάλλον ανάταξη, με το φθαρμένο, ηττημένο και απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό και τους κίβδηλους συσχετισμούς δυνάμεων που καταγράφονται στην παρούσα Βουλή. Από αυτή τη σκοπιά, θα είχε πλέον ενδιαφέρον μια έρευνα για τις κοινωνικές προτεραιότητες και τις ιδεολογικές ζητήσεις σε περιβάλλον εκτάκτου ανάγκης.
Η κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, που συμφωνήθηκε χθες, έδωσε τέλος στην αγωνία των τελευταίων ημερών: δεν πάμε στην Ανατολή και στη δραχμή, τουλάχιστον όχι τώρα. Τα διεθνή ΜΜΕ ήδη ταξιδεύουν για Ιταλία, στον κυρίως όγκο της χιονοστιβάδας ευρωπαϊκού χρέους. Μένουμε μόνοι, ενώπιον της δανειακής σύμβασης, για την οποία ξέρουμε ελάχιστα, με μια εξαρθρωμένη χώρα κι ένα κουρασμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο με την ψυχή στα δόντια θα παλέψει να υπάρξει υπό επιτροπεία, μέσα σε μια κοινωνία όλο και πιο φτωχή, όλο και πιο καχύποπτη. Θα προσπαθήσει να κυρώσει τη συμφωνία και τα παρελκόμενά της, να αποσπάσει την περίφημη 6η δόση, να συντάξει προϋπολογισμό και να οδηγήσει της χώρα σε εκλογές.
Η χθεσινή μέρα εσήμανε το τέλος της κυβέρνησης Παπανδρέου, αλλά όχι και το τέλος του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Το εφτάψυχο ΠΑΣΟΚ αντί να πτοηθεί από το χάος που προκάλεσε εντός και εκτός συνόρων το δημοψήφισμα του γνησίως χαοτικού αρχηγού του, το εκμεταλλεύτηκε και επέζησε. Ακριβώς στο οριακό σημείο, στο σημείο θραύσεως της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του, όταν θα έπρεπε να κυρώσει επαχθείς όρους του δευτέρου Μνημονίου και να λάβει νέο κύκλο επώδυνων μέτρων, απέσεισε μέρος της ευθύνης του και το εναπόθεσε στους ώμους της Νέας Δημοκρατίας. Ο Αντώνης Σαμαράς, δεχόμενος αφόρητες πιέσεις για την αντιμνημονιακή του στάση, εντός και εκτός Ελλάδος, υπέκυψε και συναίνεσε για μια μεταβατική κυβέρνηση. Δεν μπόρεσε να αγνοήσει τον διάχυτο φόβο του κόσμου για άτακτη χρεοκοπία. και δεν μπόρεσε, καθώς φαίνεται, να επιβάλει την αρχική του ελάχιστη ατζέντα, που θα περιόριζε τη φθορά του και θα έφερνε γρήγορη κάλπη.
Το κλίμα που διαμορφώθηκε μετά την νύχτα των Καννών ήταν τρομοκρατικό: Μέρκελ-Σαρκοζί απείλησαν ουσιαστικά με αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την Ε.Ε., κάτι που για τους κατάκοπους και ήδη φοβισμένους Ελληνες ισοδυναμεί με πολιτισμική κατάρρευση, πλάι στην ήδη βιωμένη φτώχεια και πληβειοποίηση. Η εθνική ταπείνωση των Καννών πυροδότησε μνήμες υπανάπτυξης και υποτέλειας, αλλά κι έναν ζωώδη φόβο: ο αποσυνάγωγος των αγορών μετατρέπεται σε παρία της Ευρώπης. Στην επώδυνη υλική εμπειρία του 2010-11 και την ανασφάλεια για το μέλλον προστέθηκε το λαβωμένο φαντασιακό. Θα τις θυμόμαστε αυτές τις ώρες, ιδίως τη νύχτα των Καννών.
Το δεύτερο Μνημόνιο φιλοδοξεί να ρυθμίσει τον οικονομικό-πολιτικό βίο σε βάθος δεκαετίας. Σύμφωνα με όσα είδαμε από το πρώτο Μνημόνιο, το σοκ θα συνεχιστεί και η κοινωνία θα συνεχίσει να αντιδρά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεν γνωρίζουμε πώς και πόσο θα ισχύσει το Μνημόνιο, πώς θα επιζήσει το ευρώ, πόσο θ΄ αντέξουν Ιταλία και Ισπανία. Για την Ελλάδα πάντως ξέρουμε ότι από σήμερα αρχίζει το τέλος των μεγάλων αστικών κομμάτων και της κυριαρχίας τους, όπως την ξέραμε από το ’74. Καθώς θα μετασχηματίζεται η κοινωνία του Μνημονίου και θα τήκονται τα υπάρχοντα μεσοστρώματα, θα αναδύονται νέα κοινωνικά υποκείμενα, με νέα αυτοσυνείδηση, νέες ανάγκες, που θα αναζητούν άλλους φορείς πολιτικής έκφρασης. Ούτε καλύτερους ούτε χειρότερους, απλώς άλλους.
Η χθεσινή συνεδρίαση της Βουλής κράτησε ξάγρυπνους Ελληνες και ξένους, αλλά το τελικό εξαγόμενο δεν ανακούφισε τους μεν ούτε φώτισε τους δε. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ και ο Γιώργος Παπανδρέου κατάφεραν να ανανήψουν από την κατάσταση σοκ που βρέθηκαν τη μαύρη νύχτα των Καννών. Με λαμπρή τακτική και αλλεπάλληλα διλήμματα ο κ. Παπανδρέου πρόσφερε μια εναλλακτική εξουσίας στο κόμμα του, ενώ ταυτοχρόνως η κρίση αποδυνάμωσε τακτικά τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος ενώπιον του αδυσώπητου διλήμματος «συναίνεση ή άτακτη χρεοκοπία» υπερέβη σε πρώτο βαθμό την αντιμνημονιακή στρατηγική του, απέσπασε συγχαρητήρια από τον Πρόεδρο Ομπάμα και τους Ευρωπαίους, και εντέλει βρέθηκε σε αδιέξοδο μονόδρομο, χωρίς εκλογές.
Ωστόσο για την κοινωνία και τη χώρα η αβεβαιότητα συνεχίζεται. Η τακτική νίκη του κ. Παπανδρέου δεν είναι νίκη της Ελλάδας. Το δεύτερο Μνημόνιο θα περιέχει νέα σκληρά μέτρα λιτότητας επί ενός πληθυσμού εξουθενωμένου, τα οποία σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη εκχώρηση κυριαρχίας, θα φουντώσουν την ήδη τεράστια λαϊκή δυσαρέσκεια. Η παραμονή στην εξουσία των ίδιων προσώπων, που συνδέονται στο συλλογικό αίσθημα με την ανθρωποβόρο ύφεση και με την εικόνα ταπείνωσης των Καννών, δεν αποσυμπιέζει, αντιθέτως ερεθίζει. Δηλαδή, υπονομεύει την πιο απαραίτητη προϋπόθεση για ανάνηψη: την εθνική ενότητα έναντι του κινδύνου, κάτι που φάνηκε να αναδύεται τη νύχτα της 3ης Νοεμβρίου.
Επιπλέον, το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ λαϊκής βούλησης και διακυβέρνησης μπορεί να αποβεί μοιραίο για τη σύνολη πολιτική σκηνή και για την κοινωνική ομαλότητα. Χωρίς ανανέωση, χωρίς εναλλαγή, χωρίς δικλίδες εκτόνωσης, το πολιτικό σύστημα κινδυνεύει άμεσα με καθολική απαξίωση. Ασφαλώς όλα ενδέχεται να ανατραπούν, όπως ανατράπηκαν έως τώρα, αλλά η τακτική, όσο λαμπρή, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη στρατηγική, τη θανάσιμα αναγκαία τούτη τη στιγμή. Και για στρατηγική ανάταξης δεν ακούσαμε τίποτε χθες το βράδυ στη Βουλή.
Είχαμε την αίσθηση ότι η κυβέρνηση απουσιάζει, ότι ο πρωθυπουργός έχει σιγήσει, ότι οι υπουργοί αδρανούν, περιμένοντας την κουρά και τους καβαφικούς βάρβαρους.
Λάθος. Την περασμένη Κυριακή, ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε δις, με άρθρο ιστορίας ΠΑΣΟΚ και με συνέντευξη, ενώ κορυφαίοι υπουργοί επιδόθηκαν σε ένα νέο είδος επικοινωνίας: τη συλλογική αρθρογραφία. Το άρθρο των τριών υπουργών, Αννας Διαμαντοπούλου, Ανδρ. Λοβέρδου, Γ. Ραγκούση συγκέντρωσε το ενδιαφέρον, εις βάρος του πρωθυπουργού, και δικαιολογημένα: δείχνει όχι μόνο το ήθος των καιρών, αλλά και το σχήμα των πραγμάτων που έρχονται – ή τουλάχιστον την προσδοκία επιβίωσης του πολιτικού προσωπικού.
Το συλλογικό άρθρο παρουσιάζει ενδιαφέρον ως συμβάν, ως φόρμα και από τις συμπαραδηλώσεις του, πολύ περισσότερο από το περιεχόμενό του. Ως συμβάν: τρεις εν ενεργεία υπουργοί, και όχι ένας, απευθύνονται στο πανελλήνιο, σε συγκυρία κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος. Αρα ομάδωση, πόλος εξουσίας, εν όψει ρήξεων και μετασχηματισμών. Οι τρεις αρθρογράφοι έχουν διαφορετική πολιτική και κομματική καταγωγή. Η κ. Διαμαντοπούλου ενηλικιώθηκε και ωρίμασε στο κόμμα και το κράτος, όλη η ζωή της είναι κομματική και κυβερνητική. Το ίδιο και ο κ. Ραγκούσης, σε πολύ χαμηλότερες θέσεις ωστόσο, έως ότου ο Γ. Παπανδρέου τον εκτόξευσε στην κυβερνητική κορυφή. Ο κ. Λοβέρδος έχει επιδείξει αξιοθαύμαστες ικανότητες, προσαρμογής στον καιρό και αλλαγής συμμάχων, πάντα με τον εκάστοτε νικητή. Παρ’ όλες τις διαφορές, οι κομματοθρεμμένοι και κρατικοδίατοι συγκλίνουν. Γιατί; Τους οδηγεί το ένστικτο επιβίωσης. Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση και κράτος πεθαίνει, κι αυτοί δεν θέλουν να πεθάνουν μαζί του. Απαγκιστρώνονται από το βυθιζόμενο σκάφος, αποποιούμενοι ευθύνες, στρέφοντας τον προβολέα εκτός παιδιάς. Με τη φόρμα του άρθρου…
Η φόρμα του άρθρου υποδηλώνει παρατηρητή των γεγονότων, και όχι αυτουργό και υπεύθυνο. Διαπιστώσεις, περιγραφή, ανάλυση, εντοπισμός και καυτηριασμός των κακώς κειμένων, εντοπισμός υπευθύνων, έκκληση προς τους αιρετούς άρχοντες – αυτό είναι το άρθρο. Ο αρθρογράφος ευθύνεται μόνο για τις τρέχουσες παρατηρήσεις και επισημάνσεις του, δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για το πώς φτάσαμε ώς εδώ, ποιος διαμόρφωσε τη δομή εξαχρείωσης, τον συντεχνιασμό και την ανομία. Ο αρθρογράφος δεν είναι ηγέτης, είναι παρατηρητής. Εξ ου και οι παρατηρήσεις του μπορούν να αποφεύγουν το οδυνηρό βάθος, την ανασκαφή της Μεταπολίτευσης, το πώς και το ποιοι έχτισαν τον συντεχνιασμό και την ανομία: ποιοι εξέθρεψαν τις φυλές των ΔΕΚΟ, ποιοι διόριζαν τους εαυτούς και τους συγγενείς τους σε χρυσοπληρωμένες αργομισθίες, ποιοι εξασφάλισαν συντάξεις από φαλιρισμένες ΔΕΚΟ, ποιοι αναρριχήθηκαν στα κομματικά οφίτσια και άλωσαν το κράτος, ποιοι δεν βρέθηκαν ποτέ στα ανταγωνιστικά έμπεδα της ελεύθερης αγοράς.
Ακόμη κι έτσι, όμως, χωρίς ανασκαφή, οι αρθρογράφοι περιέγραψαν το κόμμα τους, το κόμμα-βασίλισσα και τους κλώνους-κηφήνες. Κατά τούτο ήσαν ειλικρινείς αυτοπροσωπογραφούμενοι.