You are currently browsing the tag archive for the ‘παρακμή’ tag.
Την περασμένη Τετάρτη η ελληνική τηλεδημοκρατία έζησε μια κορύφωση: ο νυν συγκυβερνών και πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τερμάτισε λάιβ, στο Δελτίο των Οκτώ. Ο λάλος και πάντα αγέρωχος Β. Βενιζέλος γκρεμίστηκε από το θρονί του ιθαγενούς αγά αφρίζοντας στο παράθυρό του σαν δικολάβος των καφενείων της Ευελπίδων.
Το acting out Βενιζέλου σημειώνεται σε μια φάση κατά την οποία το εγχώριο σύστημα νομής εξουσίας απειλείται και ραγίζει, κάτω από το βάρος των ερειπίων που το ίδιο προκάλεσε. Η μετάθεση της Μεγάλης Υφεσης στις πλάτες σύμπαντος του ελληνικού λαού, πλην των αρχόντων της παρακμής, είναι πλέον δυσχερέστατη έως αδύνατη. Οι λόγοι; Πολλοί. Πρώτα-πρώτα, η ίδια η κρίση αποσυναρμολογεί βίαια το σύστημα διαπλοκής, παραπλάνησης, συγκάλυψης και λεηλασίας· ο καραγκιόζ μπερντές δεν μπορεί να κρύψει την αθλιότητα της πελατειακής αναδιανομής, πόσω μάλλον που τώρα δεν υπάρχει ούτε ψίχουλο για μοιρασιά.
Δεύτερον, το πεδίο λεηλασίας συρρικνώνεται εξωγενώς: οι δανειστές απαιτούν τοκοχρεωλύσια από το χρεοκοπημένο κράτος και παρεμβαίνουν ενεργά στη διοίκησή του. Η συνεπαγόμενη απορρύθμιση του συστήματος επιφέρει ρήξη της ομερτά και των πρωτοκόλλων συνεργασίας των εγχώριων νομέων· τα επιμέρους καρτέλ σπάνε και στρέφονται το ένα εναντίον του άλλου, σε έναν λυσσώδη αγώνα επιβίωσης.
Σταδιακά, οι ξένοι εταίροι-δανειστές στρέφονται εναντίον της ηγετικής ελίτ, την οποία θεωρούν αναποτελεσματικό και αναξιόπιστο συνομιλητή σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση του ευρωπαϊκού προβλήματος. Βεβαίως, οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν κόπτονται υπέρ των συμφερόντων του ελληνικού λαού, αλλά προδήλως προτιμούν έναν πολιτικά νομιμοποιημένο και ορθολογικό συνομιλητή, που θα εκπροσωπεί τα εθνικά συμφέροντα, και όχι τα συμφέροντα μιας ολιγαρχίας, πολύ περισσότερο που τώρα τα ευρωπαϊκά συμφέροντα αφίστανται των συμφερόντων των ντόπιων καρτέλ.
Σε αυτά τα συμφραζόμενα πρέπει να αντιληφθούμε επίσης ότι ούτε η τρόικα είναι συμπαγής και ομοιογενής: στο εσωτερικό της δεν εκπροσωπούνται ταυτόσημα συμφέροντα και δεν προσεγγίζει το ελληνικό πρόβλημα με ίδιες συνταγές και νοοτροπίες. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, λ.χ., από την αρχή φαίνεται να πρότεινε άλλη λύση συνολικά, βασισμένη στα δικά του εργαλεία αντιμέτωπισης κρίσεων χρέους. Αλλη είναι η αντίληψη του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ, Ολιβιέ Μπλανσάρ, και άλλες οι αντιλήψεις των Γερμανών τραπεζιτών και του Γερμανού υπουργού Β. Σόιμπλε. Η αναδιάρθρωση του χρέους, ας πούμε, δεν έγινε βάσει του χρονισμού και του πρωτοκόλλου του ΔΝΤ, αλλά βάσει των γαλλογερμανικών σκοπιμοτήτων, και πάντως εις βάρος της ουσιαστικής ανακούφισης της Ελλάδας.
Ανευ δυνατότητος υποτίμησης του νομίσματος και διόγκωσης του πληθωρισμού, η μόνη εφαρμοσθείσα αγωγή ήταν η πιο επιζήμια: η εσωτερική υποτίμηση. Η οποία μάλιστα εσωτερική υποτίμηση εφαρμοζόμενη ταυτοχρόνως με ευρείες διαρθρωτικές αλλαγές, κατά μια σαδιστική-τιμωρητική αντίληψη, για παραδειγματισμό άλλων αδύναμων Ευρωπαίων, βύθισε τη χώρα στη μεγάλη ύφεση και αποδιοργάνωσε το εγχώριο σύστημα νομής εξουσίας.
Το σοκ, που εξαπολύθηκε την άνοιξη του 2010 επί της αμέριμνης και απροετοίμαστης ελληνικής κοινωνίας, ήταν τέτοιας σφοδρότητας και έκτασης που αιφνιδίασε όχι μόνο τους πολίτες αλλά και τους πολιτικούς που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια ― κι ίσως αυτούς πολύ περισσότερο, δεδομένης της εκ των υστέρων αποδειχθείσας ολιγωρίας και ανικανότητάς τους. Σύντομα το ντούο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου, συνοδευόμενο από το υπόλοιπο παρηκμασμένο ΠΑΣΟΚ, έχασε κάθε έλεγχο. Μετά το πρώτο κύμα αποπροσανατολισμού και προπαγάνδας, το πολιτικό σύστημα άρχισε να κλονίζεται και, από το καλοκαίρι του 2011, να καταρρέει. Η πολιτική (αυτο)εξουδετέρωση του Αντώνη Σαμαρά, δια της εισόδου του στην κυβέρνηση Παπαδήμου και της συνυπογραφής του Μνημονίου ΙΙ, ολοκλήρωσε την αμετάκλητη υπομόνευση των αστικών κομμάτων, όπως εδέσποσαν στις τέσσερις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης.
Την παρακμή του πολιτικού συστήματος διαδέχεται, τώρα πλέον φανερά, η αποσάθρωση των θεσμών και η αποκάλυψη των κρυφών αρμών του συστήματος διαπλοκής και πελατειακής εξαχρείωσης. Το ΔΝΤ και η τρόικα, για τους δικούς τους λόγους, απαιτούν το σπάσιμο των εγχώριων ομάδων-rackets· κι αυτά αμύνονται με κάθε μέσο, ακόμη και επιτιθέμενα στη χώρα, επιχειρώντας πλιάτσικο επί των ερειπίων, όσο μπορούν να δρουν με έναν βαθμό αυτονομίας, σαν τον παλιό καλό καιρό. Τα αλληλοκαρφώματα, τα συμβόλαια, οι ομηρίες, οι αγγελιαφόροι, η κόπρος που απλώνεται στον δημόσιο βίο, είναι τα βίαια επεισόδια ενός πολέμου βασάλων και φύλαρχων, οι οποίοι νιώθουν βαρύ το χέρι της αυτοκρατορίας και καυτή την ανάσα του πλήθους. Στα μήντια θα φανούν κι άλλα.
H ύφεση και η ανεργία, που τόσο δοκιμάζουν τους Ελληνες, απειλούν πλέον με κοινωνικές ρήξεις και τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κοινωνικοπολιτική κρίση προβάλλει με άλλοτε άλλη σφοδρότητα σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, ακόμη και στην ηγεμονική Γαλλία, όπως φάνηκε με την απόφαση της Πεζώ-Σιτροέν για οκτώ χιλιάδες απολύσεις.
Στη φιλειρηνική Ισπανία η τεράστια ανεργία αντιμετωπίζεται με επιπλέον λιτότητα και πλαστικές σφαίρες κατά των απεργών ανθρακωρύχων στις Αστούριες. Η κλιμάκωση βίας ειδικά στις Αστούριας θυμίζει στους Ισπανούς ότι από εκεί ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος το 1934, και εκεί η φρανκική δικτατορία προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταστείλει βίαια την πρώτη μεταφρανκική γενική απεργία το 1962.
Η οικονομική κρίση του 2008 τώρα δείχνει τις πραγματικές διαστάσεις της και τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις της. Προφανώς δεν ήταν μια κρίση ρευστότητας και προφανώς δεν μπορεί να αντιμεμετωπιστεί με ενέσεις ρευστότητας και δημοσιονομική πειθαρχία. Η καθυστερημένη και δειλή αντιμετώπιση, χωρίς ριζικά νέα στρατηγική, χωρίς ιστορική προοπτική, πυροδοτεί αλυσιδωτές κοινωνικές ρήξεις, με άγνωστη συνέχεια, τόσο στο εσωτερικό των εθνών-κρατών όσο και στους κόλπους της ήδη κλονισμένης Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οι εθνικές και ευρωπαϊκές ηγεσίες φαίνονται αδύναμες να συλλάβουν την ιστορική κρισιμότητα της συγκυρίας, και πιέζουν αλυσιτελώς τους λαούς προς διαρκείς θυσίες και καθολική υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης, χωρίς διέξοδο, χωρίς ελπίδα, χωρίς όραμα για ένα βιώσιμο μέλλον. Χωρίς πειστικό σχέδιο για, κοπιώδη έστω, μετάβαση σε μια νέα κατάσταση ισορροπίας.
Η όλη κατάσταση δείχνει μια Ευρώπη κουρασμένη και παρηκμασμένη, χωρίς προορισμό, που χάνει τον βηματισμό της και υστερεί έναντι των νέων υπερδυνάμεων BRICS. Το κυριότερο: μεταξύ ηγεσιών και λαών ανοίγεται ένα άκρως επικίνδυνο χάσμα, διαρκώς διευρυνόμενο από την αμοιβαία δυσπιστία, την απουσία συνεκτίμησης των κινδύνων, και από μια καινοφανή διαδικασία πληβειοποίησης λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων.
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου. Εγραφε ο Καρυωτάκης το 1928, μετά την καταστροφή. Τι μπορούμε να υποθέσουμε σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, για την εν προόδω καταστροφή; Ας πάρουμε την πιο αισιόδοξη υπόθεση: ότι δεν θα καταστραφούμε περισσότερο. Ακόμη όμως και με αυτή την αισιόδοξη υπόθεση, είναι απολύτως αναγκαίο να καταλάβουμε ποια είναι η παρούσα κατάσταση της χώρας και των ανθρώπων της. Μόνο κατανοώντας τα μεγέθη της πενταετούς ύφεσης και ανεργίας, μόνο κατανοώντας τις τσακισμένες δομές του κράτους και της οικονομίας, μόνο κατανοώντας τις νοοτροπίες και το ήθος της κοινωνίας που εξέθρεψε και υπέστη αυτό το κράτος και αυτή την οικονομία, μόνο τότε θα μπορέσουμε να βγούμε από την κρίση για να ανατάξουμε τα ερείπια και τα ράκη, μόνο τότε θα διαρρήξουμε τον κύκλο της παρακμής και θα αρχίσουμε να αναδυόμαστε. Μόνο αν καταλάβουμε.
Δεν είναι εύκολο. Η κρίση, η δυσχέρεια, η διατάραξη, η επελαύνουσα καταστροφή θολώνουν τον νου. Το πλήθος, σαν ρευστό, παίρνει το σχήμα της κοινωνίας που του δίδεται· συνήθως δεν έχει τη δυνατότητα να το επιλέξει ή να το άλλάξει, αλλά κι όταν ακόμη παρουσιάζεται η τέτοια δυνατότητα, το πλήθος διστάζει, λοξοδρομεί, συχνά επιλέγει να παραμείνει στο οικείο σχήμα του ετερόνομου και του κυριαρχούμενου, του πελάτη και του ραγιά, επιλέγει να δει το ποτήρι μισογεμάτο, να αφεθεί στον γλυκό ύπνο του παγετώνα, να κοιμηθεί υπό την χιόνα, κι ας γίνει η χιών σινδών, σάβανον.
Κάτι τέτοιο παρατηρείται τώρα. Μετά τον αιφνιδιασμό, την αγανάκτηση, την οργή, τον φόβο, την απελπισία, τώρα έρχεται η σειρά μιας πεισμωμένης ψευδαίσθησης, ενός φενακισμού, μιας απεγνωσμένης πεποίθησης ότι κάτι θα συμβεί και θα σωθούμε. Ποιος όμως θα μας σώσει, αν εμείς δεν μπορούμε να αναλάβουμε τη βαριά ευθύνη να σωθούμε; Να αλλάξουμε με τους δικούς μας όρους; Το πολυτιμότερο, καίτοι πικρό, δίδαγμα της κρίσης είναι αυτό. Διότι ήδη έχουμε αλλάξει, ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε, ακόμη κι αν δεν το αποδεχόμαστε, επειδή είναι επώδυνο ή ανησυχητικό, επειδή διαταράσσει ισορροπίες και βολέματα. Η Ελλάδα έχει αλλάξει τα χρόνια της κρίσης, βαθιά, αμετάκλητα· τίποτε δεν είναι ίδιο, τίποτε δεν θα ξαναγίνει ίδιο. Είμαστε κοινωνία σε μετασχηματισμό.
Είμαστε καταρχάς χώρα που έχει χάσει την αξιοπιστία της, είμαστε λαός που προκαλεί την αντιπάθεια ή τον οίκτο. Αυτές οι απώλειες είναι χειρότερες κι από την φτώχεια, αν το ζυγίσουμε, αν βγούμε προσώρας από τα βάσανά μας και δούμε τους εαυτούς μας σε μακρύτερη διάρκεια. Ασφαλώς και παίξαμε το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος σε μια κρίση διεθνή, που δεν τη γεννήσαμε. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία πια, καθώς το δυσμενές ψευδές στερεότυπο εδραιώνεται στα βλέμματα των περισσότερων συνευρωπαίων. Το στερεότυπο θα αλλάξει μόνο αν αλλάξουμε εμείς τη μοίρα μας, αν αλλάξουμε τους όρους του παιχνιδιού.
Η επίγνωση λοιπόν καταρχάς. Η επίγνωση ότι η κοινωνίας μας δεν συνέχεται πλέον με τους δεσμούς της παραδοσιακής οικογένειας, διότι έχει κι αυτή αλλάξει, δεν συνέχεται με τους πελατειακούς δεσμούς, τους εγνωσμένα καταστροφικούς. Δεν συνέχονται καν οι τάξεις με τους δικούς τους εσωτερικούς δεσμούς, διότι εν τω μεταξύ οι παλιές ταξικότητες απέμειναν άδειες χωρίς τις γκρεμισμένες βεβαιότητες, σε περιβάλλον φτώχειας, διότι οι παλιές οριοθετήσεις αναπροσδιορίζονται βίαια, και διότι νέες ταξικότητες αναδύονται, οριζόμενες από τους επισφαλείς εργαζόμενους και τους εργάτες της γνώσης, τους πρεκάριους και τους κογκνιτάριους.
Επίγνωση για τις καινοφανείς δημογραφικές και ανθρωπολογικές διαστρωματώσεις, που θα ορίσει η αποστράγγιση του εθνικού κορμού από τους νέους με υψηλή μόρφωση και δεξιότητες, εφόσον συνεχιστεί η παραγωγική ερήμωση.
Επίγνωση για τις νέες κοινωνικές και ιδεολογικές αποτυπώσεις, όσο θα επελαύνουν ανασφάλεια και έγκλημα στον καθημερινό βίο, με ίχνη ήδη ορατά στο πολιτικό πεδίο: εκρηκτική άνοδος της άκρας δεξιάς. Με αποτυπώσεις βαθύτερες στην συλλογική ψυχή ενός λαού πληγωμένου και συκοφαντημένου: θα νιώθει προδομένος, απομονωμένος, δεν θα τον καταλαβαίνουν και θα αποσύρει τις κεραίες του προς την εσωστρέφεια και τον γλυκύ μαρασμό του ανάδελφου.
Σε φόντο υλικής καταστροφής βίων και ψυχών, τέτοιες σκέψεις γύρω από αναδυόμενες ιδεολογίες και συμπεριφορές μπορεί να ακούγονται σαν άκαιρος σχολαστικισμός. Δεν είναι. Οι ενδεχόμενοι εαυτοί της κρίσης, στρεβλοί, πικραμένοι, τυφλοί, αυτοκαταστροφικοί, είναι εμείς. Αυτό να προλάβουμε.
Οι Ελληνες είχαν το οδυνηρό προνόμιο, κατά τους δύο παρελθόντες αιώνες, να βιώσουν μείζονες ιστορικές αλλαγές στον εθνικό και κοινωνικό κορμό, πρώτοι ή σε απόλυτο συγχρονισμό με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οδυνηρό μεν, κατά το μέτρο των καταστροφών και του συνακόλουθου πόνου, προνόμιο δε, κατά το μέτρο που η ιστορική εμπειρία αφομοιώνεται εγκαίρως προς ανασυγκρότηση και ανέλιξη. Σε όλο τον 20ό αιώνα ο ελληνισμός κινείται σε ένα σπιράλ καταστροφών-δημιουργίας: από την πτώχευση του 1893 έως την πτώχευση του 2010-12, με ενδιάμεσους πολυετείς πολέμους, εδαφικές επεκτάσεις, εθνικές απώλειες, διχασμούς, εμφυλίους, κατοχή, λιμό, πτώχευση. Η Ελλάδα ήταν παρούσα σε όλες τις μεγάλες στιγμές, με θυσίες και αναδιπλώσεις.
Την τελευταία 60ετία, σε συγχρονισμό με την Ευρώπη, έζησε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης και επέτυχε εντυπωσιακή άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Στις αρχές του 21ου αιώνα και προ της παρούσας κρίσης, η Ελλάδα συγκατελεγόταν στις 30 πιο ευημερούσες χώρες του κόσμου, με υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης, με αφθονία πτυχιούχων, με μοναδικά καίτοι αναξιοποίητα αποθέματα περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς. Υπό όρους, αυτά τα φυσικά και ανθρωπογενή αποθέματα θα μπορούσαν να είναι ακαταμάχητα πλεονεκτήματα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία των καινοτομιών και του ελεύθερου εμπορίου. Δεν είναι. Διότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις: Λείπει η ηγεσία, λείπει το εθνικό σχέδιο, και απόντων αυτών, έχει κλονιστεί και η εθνική-κοινωνική συνοχή.
Ας μη μακρύνουμε με τα αίτια, τα έχουν πει πολλοί. Μια εβδομάδα προ των κρισιμότατων εκλογών της 17ης Ιουνίου, προέχει να δούμε τι διακινδυνεύεται και ποιες οι ενδεχόμενες τροπές. Κατά τη γνώμη μας, διακινδυνεύονται ακριβώς όσα περιγράψαμε παραπάνω, δηλαδή, ο εθνικός πλούτος, δημόσιος και ιδιωτικός, που ήδη έχει πληγεί αλλά όχι ανεπανόρθωτα, και η κοινωνική συνοχή. Το βάρος του χρέους και η συνεχιζόμενη αποσάθρωση του εθνικού προϊόντος θυμίζουν ευθέως δείκτες πολέμου. Η επαπειλούμενη ρήξη του κοινωνικού ιστού, καθώς την αφουγκραζόμαστε όλο και ευκρινέστερα, μπορεί να συγκριθεί αναλογικά με τις περιόδους του Διχασμού και του Εμφυλίου.
Αρα ο στόχος, στόχος εθνικός, καθολικός, καθήκον ιστορικό, είναι η διάσωση αυτών των αποθεμάτων, άνευ των οποίων υπονομεύεται και το δημοκρατικό πολίτευμα και η εθνική κυριαρχία και η ίδια η σύσταση του ελληνισμού όπως διαμορφώθηκε στους νεότερους χρόνους. Διάσωση πώς; Κωδικά: Ανασυγκρότηση κράτους και ανασυγκρότηση παραγωγικού ιστού. Για να επιτευχθούν, προαπαιτείται πολιτική αναγέννηση: νέα πρόσωπα, νέες οργανώσεις, κουλτούρα, ιδέες.
Δεν πρόκειται για νεολαγνεία, πρόκειται για αδήριτη ιστορική ανάγκη. Η παρούσα παρακμή και τα αδιέξοδα της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας προσομοιάζουν με την κατάσταση των δημοκρατιών στον Μεσοπόλεμο, στα δικά μας χρόνια του ’20-’30, αλλά και στις ασθενείς δημοκρατίες της Ιταλίας το 1919-22, της Γερμανίας το 1919-32, της Γαλλίας όλο το διάστημα έως την πτώση των κυβερνήσεων του Λαϊκού Μετώπου. Κατά παρόμοιο τρόπο, αν και σε διαφορετική συγκυρία, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις δεν αλληλοαναγνωρίζονται και προσπαθούν να εκτοπίσουν η μία την άλλη από τον δημόσιο χώρο, χωρίς να αναγνωρίζουν κοινά ιστορικά καθήκοντα, ενώ ταυτοχρόνως αδυνατούν από μόνες τους να τα αντιμετωπίσουν.
Η δημοκρατία και η χώρα χρειάζονται κατεπειγόντως αναζωογόνηση, την ίδια που χρειάζεται η δοκιμαζόμενη Ε.Ε.: επανεύρεση βασικών αξιών της μεταπολεμικής Ευρώπης. Μπορεί η Ε.Ε. μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ να κλείδωσε την πορεία της πάνω σε νεοφιλελεύθερες δοξασίες προς όφελος της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας και προς ζημίαν των λαών, ωστόσο το μεταπολεμικό θαύμα της Ευρώπης κατορθώθηκε μόνο χάρη στη ζωογόνο βοήθεια της Αμερικής του Ρούζβελτ, στο κεϋνσιανό σχέδιο ανάπτυξης, και στο ισχυρό κράτος πρόνοιας που συνέλαβαν και υλοποίησαν πρώτοι οι Βρετανοί και οι Σκανδιναβοί, και ακολούθως όλοι οι Ευρωπαίοι, από τον Βορρά έως τον Νότο.
Με τη σύλληψη του βρετανικού κράτους πρόνοιας και του Εθνικού Συστήματος Υγείας, από τον Μπέβεριτζ, και την ηγεμονική επίδραση των Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία, οικοδομήθηκε μια στέρεη παράδοση μεταρρυθμίσεων υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιανομής πλούτου. Αυτή η μακρά παράδοση σοσιαλδημοκρατίας, μεταρρυθμίσεων, ισόρροπης συνύπαρξης κεφαλαίου και εργασίας, κρατικής και ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ρυθμισμένων αγορών, εγκαταλείφθηκε. Και συχνά προδόθηκε από τους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες. Η επαναφορά σε αυτή την παράδοση, επανιδρυμένη στο νέο ιστορικό περιβάλλον της παγκοσμιοποιησης, και μπολιασμένη με τις νέες προτεραιότητες οικονόμησης φυσικών πόρων και προστασίας του περιβάλλοντος, είναι το ζητούμενο για την κλονιζόμενη Ευρώπη.
Για την Ελλάδα, τα ζητούμενα είναι αυτά και ακόμη πιο επείγοντα. Στη χώρα μας δοκιμάζεται πλέον η αντοχή του κοινωνικού σώματος, απέναντι στην επελεύνουσα ένδεια, και δοκιμάζονται δεινά οι θεσμοί, ο ίδιος ο οργανωμένος βίος. Υποσυστήματα καταρρέουν και επιδιορθώνονται όπως όπως την τελευταία στιγμή. Μεγάλες περιοχές της Αθήνας βρίσκονται εγκαταλειμμένες, στο κατώφλι της συμμοριοποίησης και τη αστικής δυστοπίας. Το κράτος είναι μουδιασμένο ή ημιπαράλυτο. Ο λαός, απελπισμένος ή φοβισμένος, προς το παρόν παρακολουθεί τις μετατοπίσεις στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας και σιωπά, αναμένει και υπομένει. Οι περισσότεροι, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν, σίγουρα το αισθάνονται: το ποτάμι θα ξεσπάσει.
Υπάρχουν πολλές δυνάμεις, λανθάνουσες, υπνώττουσες, απογοητευμένες, φιμωμένες ― ζωντανές παρ΄όλ΄αυτά. Κάποιες θα σπαταληθούν, θα θυσιαστούν. Οι περισότερες όμως θα είναι παρούσες στο ραντεβού με την ιστορία.
Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στεγάζεται προσωρινά (για χρόνια) στο μοντερνιστικό κτίριο του Ωδείου Αθηνών, στα γυμνά του υπόγεια. Το ημιτελές κτίριο του Γιάννη Δεσποτόπουλου, μέρος ενός απραγματοποίητου φιλόδοξου συγκροτήματος, στέκεται ατημέλητο αλλά κομψό μες στο παρκάκι, ένα μαρμάρινο δείγμα αττικού Bauhaus, με σταθμευμένα οχήματα μες στην πόρτα του, με έφηβους σκεϊτάδες να ακροβατούν στα πεντελικά του μάρμαρα. Το όλον συνιστά καλλιτεχνικό συμβάν, προτού καν διαβείς την πόρτα. Μια οσμή βαλκάνιας φτώχειας ξεπροβάλλει, αλλά αποκρούεται από την κομψότητα του κτιρίου, την αρχοντιά των πεύκων, την ευγένεια των υπαλλήλων, την εισχώρηση του παρελθόντος μες στο παρόν, το υπεραισιόδοξο ’60-’70 του Ωδείου ξαποσταίνει μες στο ζοφερό 2012. Μια αίσθηση ξεπεσμένου αστισμού, λοιπόν, αλλά όχι παρακμή, μια αιώρηση ανάμεσα στο οικείο και το άγνωστο, ασταθής ισορροπία σε ιστορικό μεταίχμιο· προσλήψεις του υλικού περιβάλλοντος που εκβάλλουν σε μια μεταφυσική σύλληψη του τρέχοντος.
Δεν ξέρω αν μπήκα στο ωδείο-μουσείο με αυτή την αίσθηση, ή αν κατακάθισε εντός μου, αφού είδα στα έγκατά του τον «Ζωγράφο Α.Κ.», ένα ζωγραφικό μυθιστόρημα του Γιώργου Χατζημιχάλη. Διότι και το έργο του Χατζημιχάλη μου μετέδωσε παρόμοιες μεταφυσικές δονήσεις μέσα από εξόχως υλικά σημάδια. Ενας ζωγράφος αφηγείται ζωγραφικά τον βίο, το πνεύμα και την ψυχή ενός επινοημένου προσώπου, εν προκειμένω του Α.Κ., ζωγράφου το επάγγελμα, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924 και πέθανε στα μέσα της δεκαετίας ’80. Ο Α.Κ. βιογραφείται μέσω των έργων του, από το πρώτα του 1939 έως τα τελευταία, των χρόνων του αυτοεγκλεισμού του, στην οικία Πολυλά 51, Κυπριάδου. Εξπρεσιονισμός, ανθρώπινες φιγούρες, αφαίρεση, τοπία, ξανά φιγούρες, κιβούρια, κενά, απουσίες· φουλ χρώμα, ολίγο χρώμα, καθόλου χρώμα, σκοτάδι· ζωγραφική, φωτογραφία, βίντεο, μακέτα. Διάφορα μέσα, διάφορες φόρμες, ένα χέρι όμως, ένα μάτι, και μια ψυχή που τρικυμίζει, επιπλέει, και στο τέλος βυθίζεται στη σιωπή. Στη σιωπή, σαν τον Παρθένη, διδάχο των Ελλήνων ζωγράφων. Στη γειτονιά των μεγάλων ζωγράφων, στην Κυπριάδου, του Κόντογλου και του Παπαλουκά, εκεί όπου ο Πικιώνης εντόπιζε μυστικά ρεύματα δροσιάς να κατεβαίνουν απ’ την Πάρνηθα.
Τα οκτώ χρόνια του εγκλεισμού του ο Α.Κ. ζωγραφίζει λεπτομέρειες του σπιτιού, όταν όλος ο κόσμος συστέλλεται και γίνεται σπίτι: πλακάκια, διακόπτες, ρουμπινέτα, σοβατεπί, δυο φέτες καλοριφέρ, μωσαϊκά, πόμολα, σύρτες, μεντεσέδες, γύψινες ροζέτες, ρωγμές, σκασίματα, κενά. Δεκάδες τετράγωνα πινακίδια, σελίδες τετραδίου, το ένα πλάι στ’ άλλο, φύλλα ημερολογίου. Είναι μια βαθύτατη, λεπταίσθητη ελεγεία για τον αστικό βίο εν Αθήναις, μια καθολικότητα κατορθωμένη με υλικά θραύσματα, βαθιά συγκινητική και ταυτόχρονα κλινικά ακριβής.
Ολα τα υπόλοιπα κεφάλαια, τα έργα, υπάρχουν για να καταλήξουν σε αυτή την αισθητική και πνευματική κορύφωση. Ζωγραφίζοντας, φωτογραφίζοντας, εικονίζοντας, ο Α.Κ. κυνηγάει την ψυχή των ανθρώπων, και τη βρίσκει όταν όλα βουβαίνονται και σιωπούν· όταν έχει στεγνώσει η ζωή, του αποκαλύπτεται η ουσία της τέχνης, και τότε σαν να γνέφει πάλι στη ζωή, δοξάζοντας τα πράγματα.
Ο βίος του Α.Κ. είναι η ζωγραφική στον 20ό αιώνα, οι αναζητήσεις και τα βάσανα των ζωγράφων, που παύουν να είναι αφηγητές του κόσμου και παρηγορητές των ανθρώπων, και γίνονται μοναχοδαρμένοι ήρωες, δημιουργοί των εαυτών τους. Κι είναι ακόμη μια σύνοψη του νεοελληνικού αστικού βίου, ένα τυραννισμένο χρονικό, φόρος τιμής στους δασκάλους των τεχνών, αλλά και φόρος τιμής στους σιωπηλούς ήρωες της ζωής, στους ανώνυμους, πλην όχι απρόσωπους, του ιστορικού πλήθους. Ο Α.Κ. δεν έχει ολόκληρο όνομα, κατάγεται από τους συνοπτικούς ήρωες του Κάφκα και του Καμύ, είναι υπαρξιακός ήρωας αλλά και ιστορικός άνθρωπος: πρωτοεκφράζεται στην αυγή του Δευτέρου Πολέμου, και σβήνει κατά τη δύση του Ψυχρού Πολέμου.
Εντοπίζω την ελληνικότητά του: τόση όση και η οικουμενικότητά του. Υπολογίζω το βάρος αυτού του μυθιστορήματος, του χρονικού, της παραβολής, στη σημερινή ιστορική σύμφραση: μου δείχνει τον Ελληνα του 21ου αιώνα, βασανισμένο, ραγισμένο, άτυχο, αλλά και βαθύ, πλούσιο, ποικίλο. Δεν εξωραΐζει, δεν νοσταλγεί, παρηγορεί κι εγκαρδιώνει, εξημερώνει. Ισως είναι ένα έργο που το γέννησε η κρίση: το άτομο τυρρανισμένο από την ύπαρξη, ζωγραφισμένο στο κάδρο της ιστορικής διάρκειας. Σίγουρα ένα έργο που έτσι είχα ανάγκη να το εισπνεύσω, ζεστό, ψυχρό, οικείο, απόμακρο, αθηναϊκό, οικουμενικό, θραυσμένο, καθολικό, σαν τις ψηφίδες των μωσαϊκών και τις ραγισματιές στα σπίτια μας. Ανάμεσα στην ύλη και τη μεταφυσική της.
Την Αθήνα των τελευταίων κακών χρόνων την ζω πια από τη μυρωδιά. Δριμεία, αψιά, διαπεραστική: η μυρωδιά της αμμωνίας από τα ούρα που ποτίζουν κάθε αρμό και πλάκα, ρείθρα από μάρμαρο πεντελικό και τοίχους γκραφιταρισμένους, εσοχές ρημαγμένων μαγαζιών, εισόδους πολυκατοικιών, νοικοκυρεμένους πεζόδρομους με κομψά μαγαζιά, ακόμη και η άσφαλτος μυρίζει ούρα. Η μυρωδιά τρυπανίζει τον οσφρητικό μου εγκέφαλο αδιαλείπτως πια, την ανακαλώ ακόμη και μακριά απ’ τους στιγματισμένους δρόμους, στις άλλες ζώνες τις άθικτες, με κυκλώνει, με καταδιώκει. Μου θυμίζει διαρκώς πού ζώ, σε ποια τροχιά κυλάνε η πόλη, ο χώρα, οι άνθρωποι, εγώ.
Μπροστά στη βασιλική της Ζωοδόχου Πηγής, επί της οδού Ακαδημίας, έργο του Δημητρίου Ζέζου, 1848, επί οικοπέδου δωρεάς Γ. Γενναδίου, στέκομαι πάντα δυο λεπτά. Μερικά μέτρα παρακάτω πήγαινα φροντιστήριο το νεφελώδες καλοκαίρι 1976. Στα πλαινά του ναού, πέρασα μερικά απ’ τα ωραιότερα, τα πιο ξέγνοιαστα χρόνια, στη Βαβέλ των ώριμων ’80s. Στον πεζόδρομο αγόρασα τα πρώτα ξενόγλωσσσα βιβλία για τα παιδιά μου. Διασχίζω τον νοικοκυρεμένο πεζόδρομο για να πάω στην Μπενάκη, να πιω εσπρέσο στο Taf. Καθώς περνώ βιαστικά, τυλιγμένος σε τέτοιο μνημονικό νέφος, μια αψιά μυρωδιά με στέλνει στο ’80-κάτι πάλι: όταν η φορμόλη από το μάθημα Ανατομίας κολλούσε στον εγκέφαλο. Το ίδιο δάγκωμα. Κι εδώ, μπροστά στη νεοβυζαντινή βασιλική, μπροστά στα κομψά βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους, κι εδώ η μυρωδιά των ούρων με διαπερνά και με γειώνει. Με βάζει ξανά βαθιά μες στο παρόν, σκυθρωπό, ανησυχητικό, δυσοίωνο παρόν, δύσοσμο, παρόν παραίτησης και εγκατάλειψης, δείκτης παρακμής.
Παρηγοριέμαι με μυρωδιά φρεσκοκομμένου εσπρέσο San Pedro, όρθιος στο πεζοδρόμιο. Αργότερα μαθαίνω για πενήντα-τόσα εικαστικά ιβέντς που θα λάβουν χώρα στο Μεταξουργείο. Γκαλερί και καλλιτέχνες επανασχεδιάζουν και οικειοποιούνται την πόλη, στήνουν εκθέσεις σε άδεια κτίρια κ.λ.π. κ.λπ. Το έχω ξανακούσει, το έχω ξαναδεί. Το ξαναφαντάζομαι. Φιλότεχνοι και χίπστερ, μαυροντυμένο κομψό art crowd καταφθάνει στις πύλες του Πουργατόριου περί λύχνων αφάς, μες στο μαγικό φως της δειλινής Αθήνας. Το centro storico είναι τόσο cool, στο Βίλατζ, στο Σόχο, και εδώ. Και εδώ; Σηκώστε τον ποδόγυρό σας…
Στους δρόμους των ιβέντς και των δρώμενων μεσουρανούν η νόσος και ο θάνατος, η ηπατίτιδα και το AIDS, τα πρεζάκια που αφοδεύουν και σουτάρουν στον δρόμο,τα πορνεία για Ασιάτες μετανάστες, οι μικροληστές και οι επαίτες. Μετά το υπογάστριο της πόλης, περνώντας το Δίπυλον, την ιερή πύλη του άστεος, μπαίνεις στην απύλωτη κοιλιά του Θηρίου. Εδώ μυρίζει κόλαση· η μυρωδιά των ούρων από ψηλά στο Σύνταγμα μέχρι εδώ, ενισχύεται και μεταλλάσσεται, παίρνει άλλο νόημα, άλλο απ΄της παρακμής. Εδώ τα ούρα δεν ενοχλούν, δεν μυρίζουν, ούτε λέγουν ούτε κρύπτουν, αλλά σημαίνουν: εδώ, το απευθυσμένο του Πάνω Κόσμου.
Επιστρέφω στον Πάνω Κόσμο. Η αψιά οσμή με κυκλώνει παντού: Κλαυθμώνος – Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, Σανταρόζα – παλαιά δικαστήρια, Σιναία Ακαδημία και Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Σόλωνος, παντού. Οσμή κυκλοδίωκτη, ως αράχνη μ’ εδίπλωνε ακαταπαύστως.
Ξαποσταίνω στη σκιά του Αγίου Διονυσίου, τιμώντας τον Αναστάσιο Ορλάνδο και τον Σπύρο Βασιλείου. Προσπαθώ να αποβάλω από τους οσφρητικούς κάλυκες τα μόρια της εντροπίας, να λυτρωθώ απ’ τη σαβούρα. Δυο πάκις περνούν με καρότσι, γάντια, γάντζο, μαγνήτη, σκαλίζουν τον κάδο. Προσπερνούν. Ενα ζάκι πουλάει σε ράθυμους καφεπότες iPhone 3gs δύο πενηντάρια, έξι κατοστάρικα κάνει, πόσο δίνεις;
Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Η μυρωδιά της θα σε ακολουθεί.
Οι καπνιστές, εξόριστοι στο προαύλιο, ανακαλύπτουν το γλυκό φως του αττικού δειλινού. Ο ήλιος γέρνει πιο νωρίς, καθώς οδεύει προς τη φθινοπωρινή ισημερία, θερμά χρώματα αστράφτουν στους υαλοπίνακες, μενεξελιά, ιώδη, έως τα μπλε της νυκτός.
Αυτό το φως ήταν πάντα παρόν, εθέρμαινε τις ψυχές, ξάνοιγε τη διάθεση. Για μήνες πολλούς, αυτό το σκληρό έτος 2010, δεν το βλέπαμε. Σοκ, κατάπληξη, φόβος, απογοήτευση, απαισιοδοξία, όριζαν τη συμπεριφορά μας. Κατήφεια και σκοτεινιά· τα ιώδη του αττικού δειλινού είχαν προσώρας ηττηθεί. Να όμως, που το φως νικάει και πάλι· έστω προσωρινά ανακόπτει την επέλαση του σκότους, της απαισιοδοξίας και της ηττοπάθειας.
Η κρίση πυροδότησε εκρήξεις απαισιοδοξίας και κασσανδρικών προβλέψεων. Ενίσχυσε επίσης μια προϋπάρχουσα τάση αυτοϋποτίμησης, αυτολοιδωρίας και αυτοοικτιρμού. Υπερεθνικιστές και μεταμοντέρνοι αριστεροί, νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες και εξυπνάκηδες καφενείων, συνέκλιναν μαγικά στη διαρκή μαστίγωση του ποταπού Ελληνα, του οκνηρού, του διεφθαρμένου, του κρατικοδίαιτου, του ημιμαθούς, του οθωμανού, του σοβιετικού, του νεόπλουτου. Αξιος της χαλεπής του τύχης ο Ελληνας, του πρέπει η επιτροπεία και η υποδούλωση…
Στερεοτυπικός, ηθικολογικός, απόλυτος, κενός, ο λόγος αυτός γενικεύει, ισοπεδώνει και απαξιώνει· λόγος εντούτοις που βρίσκει απήχηση σε ένα πλήθος φοβισμένο, έτοιμο να πέσει στη μνησικακία, έτοιμο να σκεδάσει την ευθύνη μακριά από τον εαυτό του, στους άλλους. Ακόμη κι αν αυτοί οι άλλοι, οι Ελληνες, τον περιέχουν; Μα ναι, αυτός που καταφέρεται εναντίον του μίζερου ρωμέικου,ασφαλώς δεν είναι σαν κι αυτούς τους βδελυρούς ρωμιούς, εξαιρείται· από τον άμβωνα της εύκολης, μεγαληγορικής γκρίνιας του, ο νάρκισσος προφήτης κεραυνώνει όλους τους άλλους, πλην του ιδίου· ηδονίζεται με τη μνησικακία που διαχέει, με τη μνησικακία που τον διαποτίζει, με τη μνησικακία που τον κατατρώει εντέλει.
Ναι, η τέτοια υποτίμηση καταντά ίδια με την υπεραναπλήρωση: και οι δύο μηχανισμοί, από διαφορετικούς δρόμους, οδηγούν προς έναν πρωταθλητισμό απώλειας του πραγματικού. Ο μεν υποτιμά το γένος του, την κοινωνία όλη, κασσανδρικός διδάχος και υπέρτερος, για να μείνει ό ίδιος στον αφρό, εκτός κρίσεως, εφόσον όλοι είναι υπερμίζεροι, υπερκακομοίρηδες, έρμαια γονιδιακής τύχης χαλεπής. Ο δε πλειοδοτεί σε μυθικές αρετές και ιδιότητες, λαού μονίμων υπερηρώων και ελληνολεβέντηδων, χρισμένων με μύρα και υπέρτερα γονίδια. Και στις δύο περιπτώσεις ο κόσμος είναι φτωχός: είτε φως είτε σκοτάδι.
Νά όμως που το δειλινό στην Αττική μάς υπενθυμίζει τον πλούτο του ενδιάμεσου χώρου, της άπειρης παλέτας, των αισθημάτων που δεν στομώνονται, της συνείδησης που δεν ποδηγετείται από ηθικολογίες και μνησικακία. Η ελληνική κατάσταση σήμερα είναι σαν την αττική αμφιλύκη: φως και σκοτάδι, αρετές και ελαττώματα, αδυναμίες και υπερβάσεις, πραγματισμός και ελπίδα.
Ναι, οι Ελληνες δεν είναι ήρωες, δεν είναι υπερπροικισμένοι, δεν κατάγονται από Νεφελίμ και Ελοχίμ. Μα και όχι, δεν είναι ραγιάδες, άξεστοι, οκνοί, αναξιόπιστοι, διεφθαρμένοι. Οι δύο ακραίες προσεγγίσεις ανιχνεύονται σε πολλές στιγμές του νεοελληνικού ιστορικού βίου· είναι οι ξενόφοβοι και οι ξενόδουλοι, έτοιμοι οι μεν να κλειστούν στην ψευδοαυτάρκεια και στην αυταρέσκεια, οι δε να δοθούν σύσσωμοι στην εθελοδουλεία και στην υποταγή.
Και οι δύο προσεγγίσεις είναι βουτηγμένες μες στην ίδια βλακεία, και οι δύο οδηγούν στην ετερονομία και την ανελευθερία· και οι δύο τάσεις αναμετρούμενες μεταξύ τους, οδήγησαν σταθερά στον διχασμό και στον εμφύλιο, σε καταστροφές.
Να όμως που μες στην αμφιλύκη του ταραγμένου καιρού, πίσω και υπεράνω των επίορκων, των κλεφτών και των φοροφυγάδων, βλέπουμε τόσους πολλούς εκλεκτούς Ελληνες, στέρεους, ριζωμένους στη ζωή, λάτρεις της ζωής, θεράποντες του υψηλού, βαθείς γνώστες του πραγματικού, διακεκριμένους διεθνώς, και άλλους πολύ περισσότερους, άσημους μα εξίσου σημαντικούς. Βλέπουμε σκέψη, λογιοσύνη, επιστήμη, τέχνη να γεννιούνται διαρκώς, από ώριμους στοχαστές και νεότερους τεχνίτες. Ποιος τους γνωρίζει; Ποιος τους τιμά; Ποιος εμπνέεται από το ζωντανό τους παράδειγμα; Δεν είναι άγνωστοι στον τομέα τους, κάθε άλλο· είναι άγνωστοι όμως στο ευρύ κοινό, αυτό που χλευάζεται και μαστιγώνεται από παλαιές και μεταμοντέρνες κασσάνδρες.
Κι όμως, ο ευάριθμος ελληνισμός, ο δοκιμαζόμενος και λοιδωρούμενος σήμερα, έχει σπουδαία πρόσωπα να επιδείξει: Μαθηματικούς, φυσικούς, βιολόγους, γιατρούς, ιστορικούς, αρχαιολόγους διεθνούς ακτινοβολίας, που τιμούν την καταγωγή τους και επιστρέφουν στην πατρίδα τους γνώση και μαθητές· στο Κέμπριτζ, την Οξφόρδη, το CalTech, το Μπέρκλεϊ, το UCLA, το MIT, το Πρίνστον, την Ecole Normale Superieure, το CERN, την Χαϊδελβέργη, τη Ζυρίχη, την Κρήτη, την Αθήνα. Σε νοσοκομεία, εργαστήρια, σπουδαστήρια, αμφιθέατρα, βιβλιοθήκες, διοικήσεις μεγάλων επιχειρήσεων, διαπρέπουν αθόρυβοι σπουδαίοι Ελληνες, προερχόμενοι από αυτό τον λαό των λοιδωρούμενων ρωμιών, των γραικύλων, των βαλκάνιων και οθωμανών.
Οι άνθρωποι είναι το φως. Αυτό μας κληροδότησαν αρχαίοι διδάχοι, δημιουργοί του θαύματος της δημοκρατικής πολιτείας, κάτω από το ίδιο αττικό και ελλαδικό φως, στην ίδια αμφιλύκη μεταξύ υψηλού και φρικτού, μεταξύ λάμψης και πτώσης. Η παρούσα κατάσταση είναι ασφαλώς μια καμπή, μια παύση, ενδεχομένως παρακμή· εντούτοις μέσα της πάλλουν σπουδαίοι άνθρωποι, που ήταν ίδιοι και πριν από την κρίση, θα είναι ίδιοι και καλύτεροι και μετά την κρίση. Αυτοί, δηλαδή εμείς, θα περάσουμε από το λυκόφως στο λυκαυγές.