You are currently browsing the tag archive for the ‘παράδοση’ tag.
Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.
Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.
Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.
Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:
Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.
Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.
Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.
Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.
Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.
Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.
Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.
Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.
φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.
«Προβληματισμός στις τάξεις της αριστεράς για τον Αλέξη, το Άγιο Όρος και τους Ζαπατίστας; Μια λέξη μόνο: Μανταμάδος, 98% ΚΚΕ (κάποτε) και χριστανοί μέχρι το κόκκαλο. Έτσι για το διαλεκτικό υλισμό και την αλητεία της υπερβατικότητας.» Ετσι απάντησε στα σχόλια για την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Αγιο Ορος ο πολιτικός επιστήμων και επιχειρηματίας Γιώργος Παπαναγιώτου ― στο facebook βεβαίως, στον χλοερό λειμώνα του αθεϊσμού και του αντικληρικαλισμού.
Ο αγγλοσπουδασμένος Γ.Π. βεβαίως, εκτός από βρετανικό χιούμορ, διαθέτει ελληνική μνήμη. Και γράμματα γνωρίζει. Μπορεί να θυμάται λόγου χάρη ότι σπουδαίοι ποιητές, που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αντιδραστικοί, συντηρητικοί ή θεούσες, έχουν γράψει αξέχαστες σελίδες που τις διαπερνά μεταφυσικό ή θρησκευτικό ρίγος: Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης, Νίκος Καρούζος, Βύρων Λεοντάρης. Και με το παράδειγμα του Μανταμάδου Λέσβου υποδεικνύεται ακριβώς η αναχώνευση των ποικίλων παραδόσεων στο σώμα του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Εικάζω τέτοια θα ήταν, μεταξύ άλλων, η συζήτηση του κ. Τσίπρα με τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, τον ιερομόναχο που συνέπαιρνε με τον εμπνευσμένο λόγο του τους αμφισβητίες φοιτητές στη δεκαετία του ‘80. Θα ωφελούσε πολλούς δοκησίσοφους η συνακρόαση.
Νομίζω ότι αυτό είναι το πολιτιστικό υπόστρωμα της επίσκεψης Τσίπρα στην αθωνική πολιτεία: αναγνωρίζει την πολυστρωματική και πολυδιάστατη παράδοση που αρδεύει τη σύγχρονη ζωή. Η Εκκλησία είναι ουσιώδες συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής ταυτότητας, απ’ όποια πλευρά κι αν το δεις, με θετικές και αρνητικές αποτιμήσεις. Αρκεί να δεις και να επικοινωνήσεις με τη ζώσα Εκκλησία, το σώμα πιστών, πάντων ημών των βαπτισθέντων, και όχι να τη συρρικνώσεις στα μέτρα της επίσημης διοικούσας Εκκλησίας. Εκκλησία δεν είναι κάποιοι καμαρωτοί αρχιμανδρίτες και ξιπασμένοι δεσπότες· είναι οι ανώνυμοι πιστοί, οι θερμοί, οι χλιαροί, οι σιωπηλοί, οι ταπεινοί λευίτες, οι απόκληροι. Οπως ακριβώς όταν μιλάμε για Δημοκρατία δεν την ταυτίζουμε κατ’ ανάγκην με την τρέχουσα Κυβέρνηση, αλλά με την κοινωνία των πολιτών, τη ζωή και τους θεσμούς της.
Οι πούροι αριστεροί, οι ευλαβείς του ιστορικού υλισμού, οι αντικληρικαλιστές, οι φονταμενταλιστές φιλελεύθεροι, ας μην ανησυχούν άλλωστε: οι χριστιανοί στην Ελλάδα σήμερα είναι μικρή μειοψηφία, με αναλόγως μικρή πολιτική επιρροή· συμβιώνουν ταπεινά εντός της εκκοσμικευμένης κοινωνίας μας με τους άθεους, τους αγνωστικιστές, τους άπιστους, τους ετερόδοξους. Στα γεύματα της Εκκλησίας προσέρχονται όλοι, ανεξαρτήτως φυλής και πίστεως.
Ας δούμε και το πολιτικό υπόστρωμα της επίσκεψης: ως θεσμικό πρόσωπο, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δυνάμει πρωθυπουργός, αποδέχεται την πρόσκληση της Ιεράς Κοινότητας. Και επισκέπτεται την υπερχιλιόχρονη μοναστική πολιτεία, την αρχαιότερη του χριστιανικού κόσμου, όπως πράττουν αδιαλείπτως κορυφαίοι πολιτικοί απ’ όλο τον κόσμο, πνευματικοί ηγέτες, καλλιτέχνες, διανοούμενοι ― όλοι σαν προσκυνητές μιας συνεχούς χιλιετούς παράδοσης. Πολύ περισσότερο, που είναι Ελληνας, και ως Ελληνας δημοκράτης ηγέτης υποχρεούται να είναι συμπεριληπτικός όλων των Ελλήνων, σεβόμενος τις πεποιθήσεις και τις παραδόσεις όλων.
Δεν είναι υποκρισία λοιπόν, είναι πραγματισμός, άνοιγμα και σεβασμός, εκ μέρους ενός δημοκράτη πολιτικού. Ενα βήμα για να φτάσει η δημοκρατική αριστερά του 21ου αιώνα να πει τα λόγια του Πάπα Φραγκίσκου και στη θέση της Εκκλησίας να εννοεί τον εαυτό της: «Προτιμώ μια Εκκλησία μωλωπισμένη, πληγωμένη, βρώμικη επειδή ήταν έξω στους δρόμους, από μια Εκκλησία που είναι ανθυγιεινή διότι παρέμεινε περιορισμένη και προσκολλημένη στην ιδέα της δικής της ασφάλειας» (Εvangelii Gaudium – Η Χαρά του Ευαγγελίου, Νοέμβριος 2013).
Μέσα στη διάχυτη βουβαμάρα εγκλείεται φόβος. Φόβος για το παρόν, φόβος για το μέλλον. Οσα συμβαίνουν, κι όσα δεν συμβαίνουν, τροφοδοτούν διαρκώς αυτό τον φόβο του παρόντος, μια σταθερή δυσφορία, μια αίσθηση ανοικειότητας με την ίδια μας τη ζωή. Διότι απλούστατα δεν γνωρίζουμε πού μάς βγάζει ο δρόμος, δεν έχουμε καμία βεβαιότητα, αισθανόμαστε ανήμποροι να προγραμματίσουμε στοιχειωδώς τον βίο. Αισθανόμαστε να μας πλακώνει ένα ανοίκειο παρόν.
Κοιτάμε λοιπόν διαρκώς προς τα πίσω, στα τετελεσμένα, για να αντλήσουμε ολίγο νόημα, μήπως και με το νόημα του παρελθόντος φωτίσουμε τον ζόφο του παρόντος και φωτίσουμε τη σκολιά οδό προς το μέλλον. Το ξαναδιάβασμα του παρελθόντος μπορεί να είναι προωθητικό· το ίδιο και η επαναπροσέγγιση της παράδοσης, η οικείωσή της στη συγχρονία. Ετσι προχωρούν κοινωνίες και πολιτισμοί ― συναναστροφή με τους νεκρούς το έλεγε ο Ιωάννης Συκουτρής.
Αλλά ― υπάρχει πάντα ένα αλλά. Αλλά στη δική μας περίπτωση, του κλαψιάρη και έμφοβου νου, εμφιλοχωρεί ένας σοβαρός κίνδυνος: η αναψηλάφηση του παρελθόντος να οδηγεί είτε σε απεγνωσμένη εξωράιση και αφελή αγλαϊσμό του είτε σε δαιμονοποίησή του είτε σε βιαστικές έως γελοίες αναθεωρήσεις ― με κοινό παρανομαστή πάντα έναν τερατώδη αναχρονισμό, να προβάλλουμε τους φόβους και τους πόθους μας στο παρελθόν για να του δίνουμε το σχήμα του παρόντος.
Ο αναθεματισμός της Μεταπολίτευσης ως δεξαμενής αρνητικών ρευστών και τοξικών βλαστών, είναι μια τέτοια ατυχής δαιμονοποίηση. Οχι αξιολόγηση, κριτική, αποτίμηση· η Μεταπολίτευση, συμπαγώς και αδιαφοροποίητα, στέλνεται στη χωματερή της ιστορίας. Φυσικά μαζί της θάβουμε τους εαυτούς μας, όπως και όσο υπήρξαμε στη δημόσια σφαίρα.
Το ίδιο και το Πολυτεχνείο: μετά σαράντα χρόνια είναι δύσκολο να καταταγεί στα τρέχοντα ιδεοψυχολογικά σχήματα, αντιστέκεται πεισματικά. Αντί λοιπόν να το κατανοήσουν στο ιστορικό του πλαίσιο και να το ενσωματώσουν σε μια δυναμική αυτογνωσίας, κάποιοι απελπισμένοι αναθεωρητές το μικραίνουν, το χαμηλώνουν, το λοιδωρούν, κυρίως το μεταχρονολογούν, το αναχρονίζουν, για να μπορέσουν υποθέτω να το δουν στο μπόι τους, κι έτσι βολικά χαμηλοαναχρονισμένο να χαρακτηριστεί εργαλειακά ή και καφενειακά ως πηγή των παρόντων δεινών του έθνους κ.λπ. κ.λπ.
Από χθες σε αυτό τον χορό των αναχρονισμών μπήκε ολολύζουσα και η Αποστασία. Του ’65, των Ιουλιανών, των γελοιογράφων και των φαιδρών στιχοπλόκων, ό,τι παρά τη φαιδρότητά του εξέφραζε ένα υπαρκτό δίκτυο συνωμοσιών και εκτροπής. Λίγοι από τους πρωταγωνιστές ζουν πια, οι περισσότεροι γνωρίζουμε το κλίμα της εποχής από τις γελοιογραφίες του Μποστ. Ολα άλλαξαν. Κι όμως η αποσκίρτηση βουλευτών από το κομματικό μαντρί, όπως προσφυώς το ονόμαζε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, επαναφέρεται ως αρχετυπικό σκιάχτρο, ως το Poltergeist που στοιχειώνει την τρέχουσα πρωθυπουργική δημοκρατία.
Είπαμε: ο παγωμένος έμφοβος νους ξαναπλάθει το παρελθόν. Τη θέση του Μποστ παίρνει ο Γκόγια: Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα, τις κουκουβάγιες της ανοησίας και τις νυχτερίδες της αμάθειας.
Πριν από μέρες έπεσα πάνω σ’ ένα βίντεο στο YouTube, εκ παραπομπής Facebook. Κωσταντής Πιστιόλης – ηπειρώτικα και τζαμαρίσματα, ο τίτλος. Ενα ερασιτεχνικό βίντεο γυρισμένο 25 Σεπτεμβρίου στην οικία του ακορντεονίστα Αλέκου Καμπουράκη, όπου είχαν μαζευτεί μουσικοί να τιμήσουν τα γενέθλια του συναδέλφου τους. Κλαρίνο και τραγούδι ο 24χρονος Κωσταντής Πιστιόλης, ακορντεόν ο οικοδεσπότης, κοντραμπάσο ο Πάνος Τσίτσικας, σαντούρια, βιολιά, μαντολίνο, κιθάρες παιδιά απόφοιτοι του Μουσικού Λυκείου Παλλήνης.
Τα 22 λεπτά του κακοφωτισμένου βίντεο αποκαλύπτουν μιαν άλλη Ελλάδα. Εγκαρδιωτική. Δεν είναι μόνο η ποιότητα της μουσικής και των μουσικών, είναι το ήθος και το αίσθημα που αναβλύζει, η δύναμη, η αισιοδοξία, ο αισθητικός και πνευματικός πλούτος. Κι είναι ένα ελπιδοφόρο μπόλιασμα της παράδοσης πάνω στον ίλιγγο του καιρού μας.
Ο Κωσταντής κατάγεται από την Κόνιτσα και έχει βγει από το Λύκειο Παλλήνης· παίζει κλαρίνο, άσκαυλο, τρομπέτα, φλάουτο, ό,τι πνευστό πέσει στα χέρια του. Τον τελευταίο καιρό συμμετέχει στο συγκρότημα του Γιάννη Χαρούλη. Επί σκηνής είναι ένας αρχαίος και υπερμοντέρνος ράστα που παίζει με όλο του το σώμα, χορεύει, τραγουδάει, δονείται σαν ροκ περφόμερ. Αγαπημένα του τραγούδια τα δημώδη ηπειρώτικα «Ξενιτεμένα μου πουλιά», «Ποιος πλούσιος απέθανε», με τις απροσδόκητα πλούσιες αναφορές στη σημερινή συνθήκη: «Ωρέ ξενιτεμένα μου πουλιά, πω πω, στο κόσμο σκορπισμένα. Η ξενιτιά σας χαίρεται, πω πω, τα νιάτα τα γραμμένα», και «Ποιος πλούσιος απέθανε και πήρε βιος γιέ μου μαζί του. Ωρέ πήρε τρεις πήχες σάβανο να ντύσει ο μαύρος το κορμί του».
Η βιρτουοζιτέ του 24χρονου Κονιτσιώτη είναι το προφανές. Το βαθύτερο είναι η αναπάντεχα δημιουργική σχέση αυτών των νέων παιδιών με την παράδοση· πώς κατορθώνουν να την κάνουν δραστική και απολύτως σύγχρονη τέχνη, να την μπολιάζουν με τον ηλεκτρισμό, τα ήθη της ροκ συναυλίας και του κλαμπ, με τη σημερινή ευαισθησία.
Ο νους τρέχει αμέσως στον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τον Γιάννη Αγγελάκα: είναι οι δύο τραγουδοποιοί με την μεγαλύτερη επιρροή και δημοφιλία σήμερα. Και οι δύο αναμιγνύουν διαρκώς τον ηλεκτρισμό με τα παραδοσιακά, το δημώδες με το ροκ, το λαϊκό με το μοντέρνο. Και οι δύο λατρεύονται σε μια ηλικιακή γκάμα που αρχίζει από τους τινέιτζερ και φτάνει στους εξηντάρηδες ― τρεις γενιές!
Είναι και οι δυο πενήντα-κάτι. Και φυσικά δεν είναι όμοιοι καλλιτεχνικά. Ο Θανάσης έκανε καριέρα σχετικά μεγάλος· ξεκίνησε από τα λαϊκά και βαθμιαία ανοίχτηκε στον ηλεκτρικό ήχο, τις πρωτοριακές αναζητήσεις, τις σιωπές. Και πάντα με σύνθετο, δύσκολο στίχο, σμίγοντας αξεδιάλυτα δημώδεις δεκαπεντασύλλαβους με Πεσσόα («Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος, η χαραυγή θα σε ξεκάνει»).
Ο Αγγελάκας ηγείτο της σημαντικότερης ροκ μπάντας: οι Τρύπες προσφέρουν ακόμη και σήμερα ροκ μύηση στους έφηβους. Μαζί με και μετά τις Τρύπες, ο Αγγελάκας, ήδη ροκ σταρ, προσέγγισε ταυτόχρονα το ρεμπέτικο και την πρωτοπορία, κι έκανε μερικά σπουδαία λαϊκά-ποπ τραγούδια. Η «Γιορτή», το «Σιγά μην κλάψω σιγά φοβηθώ, το Σαράβαλο («Ποιος κλαίει μέσα μου και μου λέει / ξύπνα δεν είναι όνειρο το χιόνι που μας καίει / η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει»), είναι ολοκληρωμένες καταγραφές του κόσμου μας, μετουσιωμένες με πολυφωνικά και ροκ τραγουδίσματα, με μπαγλαμάδες και tapes. Εθνικοί ύμνοι.
Αναπόφευκτα ο νους τρέχει στους Mode Plagal, στον τζάζμαν σαξοφωνίστα Θοδωρή Ρέλλο και τον ροκ κιθαρίστα Κλέωνα Αντωνίου, όταν αναδημιούργησαν εμπνευσμένα σε τζαζ πριν από δύο δεκαετίες, «Στης πικροδάφνης τον ανθό», το στοιχειωμένο τραγούδι στο φιλμ Σπιρτόκουτο του Γ. Οικονομίδη, που άνοιξε νέους δρόμους στο ελληνικό σινεμά. Οι Mode Plagal δεν έγιναν ποτέ σταρ, αλλά η επιρροή τους παραμένει ανεπανάληπτη και η παρουσία τους διαρκώς γόνιμη. Πιο πρόσφατα, άλλοι νεότεροι, όπως οι Χαΐνηδες, ή ο Γιάννης Χαρούλης με τα μοναδικά φωνητικά και εκφραστικά προσόντα, συνεχίζουν αυτή την επαναπροσέγγιση της παράδοσης. Και είναι εντυπωσιακά δημοφιλείς.
Γιατί; Προσφέρουν γενεαλογία, γείωση, ρίζες, ταυτότητα. Βακχεία και όνειρο. Υπηρετούν τη βαθύτατη και διαρκή ανάγκη για μια τέχνη λαϊκή και ιστορική, υψηλή και άμεση, δραματική αλλά όχι συναισθηματολογούσα, πικρή αλλά όχι μαύρη, όπου συνυπάρχουν λυτρωτικά η αποδοχή του θανάτου και η δόξα της ζωής. Ο Θανάσης, ο Αγγελάκας, οι Mode Plagal, οι πενηντάρηδες, μαζί με τους εικοσάρηδες Xαρούλη, Πιστιόλη, τα παιδιά της Παλλήνης, προβάλλουν το σκοτεινό παρόν στο φωτεινό μέλλον.
Το βαρύ πυκνό καλοκαίρι του 2013, πολλοί άνθρωποι που συναντώ, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, μεταφέρουν την ίδια αίσθηση: ότι εκμετράται ο χρόνος της παρούσας κρίσης, ότι βαδίζουμε προς μια κορύφωση. Η κορύφωση έχει ποικίλες καταλήξεις, αναλόγως του συνομιλητή, πάντως όλες είναι δραματικές, οδυνηρές και λυτρωτικές συνάμα.
Τριάμισι χρόνια μετά την κατάπληκτη ομολογία πτώχευσης, τριάμισι χρόνια αλεπάλληλων θυσιών των Ελλήνων της μείζονος πλειοψηφίας και αλλεπάλληλων σφαλμάτων και σφαγών, τριάμισι χρόνια συνεχούς καταβύθισης. Δεν πάει άλλο. Ας γίνει κάτι ριζικό, ας είναι επώδυνο, αρκεί να μη συνεχιστεί αυτή η βύθιση, άλλωστε δεν έχουμε πια και πολλά να χάσουμε. Το λένει άνθρωποι υψηλής μορφώσεως, νοικοκύρηδες έως πρόσφατα, που τώρα αγκομαχάνε να τα βγάλουν πέρα, γονατισμένοι από φόρους, περικοπές μισθών, εξανεμισμένα εισοδήματα, με άνεργους συζύγους και παιδιά, με δάνεια και με σχολάζοντα κληρονομικά ακίνητα που κουβαλάνε φόρους και χαράτσια.
Τρία και πλέον χρόνια από το ιστορικό διάγγελμα του Καστελόριζου, όταν και επισήμως έμαθαν ότι η εθνική κυριαρχία αναστέλλεται επ’ αόριστον, οι αμέριμνοι νοικοκύρηδες της απέραντης μεσαίας τάξης έχουν μάθει εν τω μεταξύ ότι η κρατική χρεοκοπία συνεπιφέρει συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας, ιδιωτική πενία, κοινωνική υποβάθμιση έως πληβειοποίησης, πολιτική αστάθεια. Οι περισσότερες σταθερές του βίου γκρεμίστηκαν, για όλους. Για πολλούς, ο βίος εξέπεσε σε γυμνή ζωή, σε γυμνή επιβίωση. Γι’ αυτούς τους πολλούς δεν υπάρχει πια τίποτε να χάσουν, ούτε να φοβηθούν. Αυτή είναι η κορύφωση, η ρήξη, που την αφουγκράζονται να έρχεται πολλοί Ελληνες τούτο το καλοκαίρι.
Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήδη χαμένοι, όσοι ακόμη χάνουν, και κυρίως όσοι ακόμη σκέφτονται και αισθάνονται, παρά τα αλλεπάλληλα κύματα ενοχοποίησης, σύγχυσης και προπαγάνδας, αυτοί οι άνθρωποι είναι σε θέση ακόμη να αρθούν υπεράνω της οργής και του μίσους του ανήμπορου ηττημένου, και να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Φρονώ ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πολλοί. Και είναι το πολυτιμότερο κοίτασμα της ελληνικής γης. Αλλά είναι ασύνδετοι, σκόρπιοι, σαστισμένοι, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν μοιράζονται μια κοινή εικόνα εαυτού και ένα κοινό σχέδιο πορείας. Πορεύονται μόνοι στα τυφλά.
Η χώρα πορεύεται αφεύκτως, βρίσκεται ήδη, σε μια οικονομία πολέμου, χωρίς τον συμβατικό πόλεμο. Είναι ήδη εμπλεγμένη στον πρώτο γεωοικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα, και στο εγγύς μέλλον θα τον δούμε εναργέστερα. Οπως σε κάθε πόλεμο, την πρωταρχική σημασία την έχει το φρόνημα του εμπλεκομένου και το τι καλείται να υπερασπιστεί, δηλαδή το τί είναι, τι θεωρεί ότι είναι. Ακριβώς αυτό έχει κλονιστεί πρώτο, με το ξέσπασμα της κρίσης: η ταυτότητα. Ποιοι είμαστε, ποιοι ήμασταν, ποιοι καλούμαστε να είμαστε. Πώς βλέπουμε τώρα τους εαυτούς μας, μετά τα χαστούκια, τις ήττες και τους εξευτελισμούς. Αντέχουμε; Αυτό συζητείται εντόνως, όλα αυτά τα τριάμισι χρόνια του Γολγοθά, και αυτό αιωρείται ακόμη αναπάντητο στην κορύφωση του δράματος. Είναι η περιλάλητη «αφήγηση», το όραμα, το σχέδιο, η απόφαση και η πράξη της αναγέννησης.
Τολμώ να υποστηρίξω ότι η κοινή αφήγηση, τέλος πάντων η αφήγηση που θα χωράει πολλούς, όχι όλους, αλλά πολλούς, δεν θα προκύψει πρώτη αυτή και μετά η δράση. Δεν θα σχηματισθεί ακεραία και πλήρης, και κατόπιν θα σπεύσουμε προς εφαρμογήν της. Αντιθέτως, η αφήγηση θα ξεκινήσει σαν δράση και λόγος μαζί, και θα εκκινήσει μερική, αποσπασματική, επείγουσα, από πολλές πηγές συμβάλλουσα σε ρυάκια και κοινά ποτάμια· και θα σχηματίζεται βαθμιαία, αλλάζοντας και αυξάνοντας δυναμικά διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων, των δρώντων σκεπτόμενων υποκειμένων. Θα αναδύεται μια νέα γενική διάνοια.
Είμαστε τα πιο προχωρημένα θύματα μιας κρίσης διπλής, εσωτερικής και εξωτερικής. Αυτή η πρωτοπορία είναι πλεονέκτημα και κατάρα μαζί: μας επιτρέπει να πειραματιστούμε και να καινοτομήσουμε στην επίλυση της δικής μας κρίσης, αφενός· να δούμε πώς μπορούμε να σώσουμε τη χώρα και τους εαυτούς μας. Αφετέρου, η έκβαση της δικής καινοτομίας-σωτηρίας εξαρτάται εν πολλοίς από το διεθνές περιβάλλον. Συγκεκριμένα: Δεν μπορούμε πια να περιμένουμε να μας σώσει η Ευρώπη, αλλά και δεν μπορούμε να σωθούμε αγνοοώντας παντελώς τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Ολα θα κρίνονται διαρκώς πάνω στην κόψη του καιρού και στο ζύγισμα οφέλους-ζημίας. Η επίκληση μιας ιδεατής Ευρώπης που είναι μοναδικός προορισμός, ακόμη κι αν έχουμε μετατραπεί σε προτεκτοράτο εξαθλιωμένων νεοπληβείων, εκτός από σφαλερή είναι και δόλια και επικίνδυνη. Το ίδιο σφαλερή και επικίνδυνη μπορεί να είναι η άκριτη αποδοχή ενός δρόμου που οδηγεί σε ευθεία σύγκρουση με την Ευρώπη ή τέλος πάντων με τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις της, κυρίως τη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, η μονοσήμαντα ραγιάδικη ή η τρελοαντάρτικη στάση, με ιδιοτέλεια ή ιδεοληψία, είναι ολέθριες αμφότερες.
Επιστρέφουμε στην ταυτότητα· όχι ουσιοκρατικά, αλλά δυναμικά. Δεν θα αποφασίσουμε τώρα ποιοι ακριβώς είμαστε εφεξής και τι θα παραδώσουμε στα παιδιά μας. Αυτό διαμορφώνεται διαρκώς στο άμεσο μέλλον. Αλλά για να επιζήσουμε σε συνθήκες οικονομίας πολέμου, πρέπει να συμφωνούμε σε κάποιο ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ας είναι τα πιο πρακτικά, τα πρώτα: μια νέα σχέση του επανιδρυμένου κράτους με την εργασία και τη νέα επιχειρηματικότητα, τη μικροαμεσαία κυρίως, τη ραχοκοκκαλιά της εγχώριας οικονομίας. Η ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που τόσο θαυμαστά και απρόσμενα βλάστησε στους δύσκολους καιρούς. Επιστροφή στη γη και στις τέχνες υπό νέους όρους. Και ταυτοχρόνως, υποκάτω: Αποδοχή και ανανέωση της παράδοσης. Σύνδεση με τη διασπορά. Σύνθεση του πατριωτικού αισθήματος με την οικουμενική εξακτίνωση. Τέτοια.
Οι Ελληνες είχαν το οδυνηρό προνόμιο, κατά τους δύο παρελθόντες αιώνες, να βιώσουν μείζονες ιστορικές αλλαγές στον εθνικό και κοινωνικό κορμό, πρώτοι ή σε απόλυτο συγχρονισμό με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οδυνηρό μεν, κατά το μέτρο των καταστροφών και του συνακόλουθου πόνου, προνόμιο δε, κατά το μέτρο που η ιστορική εμπειρία αφομοιώνεται εγκαίρως προς ανασυγκρότηση και ανέλιξη. Σε όλο τον 20ό αιώνα ο ελληνισμός κινείται σε ένα σπιράλ καταστροφών-δημιουργίας: από την πτώχευση του 1893 έως την πτώχευση του 2010-12, με ενδιάμεσους πολυετείς πολέμους, εδαφικές επεκτάσεις, εθνικές απώλειες, διχασμούς, εμφυλίους, κατοχή, λιμό, πτώχευση. Η Ελλάδα ήταν παρούσα σε όλες τις μεγάλες στιγμές, με θυσίες και αναδιπλώσεις.
Την τελευταία 60ετία, σε συγχρονισμό με την Ευρώπη, έζησε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης και επέτυχε εντυπωσιακή άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Στις αρχές του 21ου αιώνα και προ της παρούσας κρίσης, η Ελλάδα συγκατελεγόταν στις 30 πιο ευημερούσες χώρες του κόσμου, με υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης, με αφθονία πτυχιούχων, με μοναδικά καίτοι αναξιοποίητα αποθέματα περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς. Υπό όρους, αυτά τα φυσικά και ανθρωπογενή αποθέματα θα μπορούσαν να είναι ακαταμάχητα πλεονεκτήματα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία των καινοτομιών και του ελεύθερου εμπορίου. Δεν είναι. Διότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις: Λείπει η ηγεσία, λείπει το εθνικό σχέδιο, και απόντων αυτών, έχει κλονιστεί και η εθνική-κοινωνική συνοχή.
Ας μη μακρύνουμε με τα αίτια, τα έχουν πει πολλοί. Μια εβδομάδα προ των κρισιμότατων εκλογών της 17ης Ιουνίου, προέχει να δούμε τι διακινδυνεύεται και ποιες οι ενδεχόμενες τροπές. Κατά τη γνώμη μας, διακινδυνεύονται ακριβώς όσα περιγράψαμε παραπάνω, δηλαδή, ο εθνικός πλούτος, δημόσιος και ιδιωτικός, που ήδη έχει πληγεί αλλά όχι ανεπανόρθωτα, και η κοινωνική συνοχή. Το βάρος του χρέους και η συνεχιζόμενη αποσάθρωση του εθνικού προϊόντος θυμίζουν ευθέως δείκτες πολέμου. Η επαπειλούμενη ρήξη του κοινωνικού ιστού, καθώς την αφουγκραζόμαστε όλο και ευκρινέστερα, μπορεί να συγκριθεί αναλογικά με τις περιόδους του Διχασμού και του Εμφυλίου.
Αρα ο στόχος, στόχος εθνικός, καθολικός, καθήκον ιστορικό, είναι η διάσωση αυτών των αποθεμάτων, άνευ των οποίων υπονομεύεται και το δημοκρατικό πολίτευμα και η εθνική κυριαρχία και η ίδια η σύσταση του ελληνισμού όπως διαμορφώθηκε στους νεότερους χρόνους. Διάσωση πώς; Κωδικά: Ανασυγκρότηση κράτους και ανασυγκρότηση παραγωγικού ιστού. Για να επιτευχθούν, προαπαιτείται πολιτική αναγέννηση: νέα πρόσωπα, νέες οργανώσεις, κουλτούρα, ιδέες.
Δεν πρόκειται για νεολαγνεία, πρόκειται για αδήριτη ιστορική ανάγκη. Η παρούσα παρακμή και τα αδιέξοδα της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας προσομοιάζουν με την κατάσταση των δημοκρατιών στον Μεσοπόλεμο, στα δικά μας χρόνια του ’20-’30, αλλά και στις ασθενείς δημοκρατίες της Ιταλίας το 1919-22, της Γερμανίας το 1919-32, της Γαλλίας όλο το διάστημα έως την πτώση των κυβερνήσεων του Λαϊκού Μετώπου. Κατά παρόμοιο τρόπο, αν και σε διαφορετική συγκυρία, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις δεν αλληλοαναγνωρίζονται και προσπαθούν να εκτοπίσουν η μία την άλλη από τον δημόσιο χώρο, χωρίς να αναγνωρίζουν κοινά ιστορικά καθήκοντα, ενώ ταυτοχρόνως αδυνατούν από μόνες τους να τα αντιμετωπίσουν.
Η δημοκρατία και η χώρα χρειάζονται κατεπειγόντως αναζωογόνηση, την ίδια που χρειάζεται η δοκιμαζόμενη Ε.Ε.: επανεύρεση βασικών αξιών της μεταπολεμικής Ευρώπης. Μπορεί η Ε.Ε. μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ να κλείδωσε την πορεία της πάνω σε νεοφιλελεύθερες δοξασίες προς όφελος της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας και προς ζημίαν των λαών, ωστόσο το μεταπολεμικό θαύμα της Ευρώπης κατορθώθηκε μόνο χάρη στη ζωογόνο βοήθεια της Αμερικής του Ρούζβελτ, στο κεϋνσιανό σχέδιο ανάπτυξης, και στο ισχυρό κράτος πρόνοιας που συνέλαβαν και υλοποίησαν πρώτοι οι Βρετανοί και οι Σκανδιναβοί, και ακολούθως όλοι οι Ευρωπαίοι, από τον Βορρά έως τον Νότο.
Με τη σύλληψη του βρετανικού κράτους πρόνοιας και του Εθνικού Συστήματος Υγείας, από τον Μπέβεριτζ, και την ηγεμονική επίδραση των Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία, οικοδομήθηκε μια στέρεη παράδοση μεταρρυθμίσεων υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιανομής πλούτου. Αυτή η μακρά παράδοση σοσιαλδημοκρατίας, μεταρρυθμίσεων, ισόρροπης συνύπαρξης κεφαλαίου και εργασίας, κρατικής και ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ρυθμισμένων αγορών, εγκαταλείφθηκε. Και συχνά προδόθηκε από τους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες. Η επαναφορά σε αυτή την παράδοση, επανιδρυμένη στο νέο ιστορικό περιβάλλον της παγκοσμιοποιησης, και μπολιασμένη με τις νέες προτεραιότητες οικονόμησης φυσικών πόρων και προστασίας του περιβάλλοντος, είναι το ζητούμενο για την κλονιζόμενη Ευρώπη.
Για την Ελλάδα, τα ζητούμενα είναι αυτά και ακόμη πιο επείγοντα. Στη χώρα μας δοκιμάζεται πλέον η αντοχή του κοινωνικού σώματος, απέναντι στην επελεύνουσα ένδεια, και δοκιμάζονται δεινά οι θεσμοί, ο ίδιος ο οργανωμένος βίος. Υποσυστήματα καταρρέουν και επιδιορθώνονται όπως όπως την τελευταία στιγμή. Μεγάλες περιοχές της Αθήνας βρίσκονται εγκαταλειμμένες, στο κατώφλι της συμμοριοποίησης και τη αστικής δυστοπίας. Το κράτος είναι μουδιασμένο ή ημιπαράλυτο. Ο λαός, απελπισμένος ή φοβισμένος, προς το παρόν παρακολουθεί τις μετατοπίσεις στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας και σιωπά, αναμένει και υπομένει. Οι περισσότεροι, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν, σίγουρα το αισθάνονται: το ποτάμι θα ξεσπάσει.
Υπάρχουν πολλές δυνάμεις, λανθάνουσες, υπνώττουσες, απογοητευμένες, φιμωμένες ― ζωντανές παρ΄όλ΄αυτά. Κάποιες θα σπαταληθούν, θα θυσιαστούν. Οι περισότερες όμως θα είναι παρούσες στο ραντεβού με την ιστορία.
Στο Αγιον Ορος μπαίνεις από θαλάσσης, σαν νησί. Περιπλέεις τη χερσόνησο, συμπαγή ή αραιότερα δάση, βουνοπλαγιές, διάσπαρτα κτίσματα, πύργους, αρσανάδες, ερειπιώνες, κτιριακά συγκροτήματα – από τον ύστερο Μεσαίωνα ώς σήμερα, χίλια συμπαγή χρόνια. Αυτός ο συμπαγής χρόνος σε κάνει να νιώθεις μες στο αγιορείτικο βαπορέτο σαν να προσεγγίζεις τη Βενετία, τη θαλασσινή πολιτεία. Ολα είναι οικεία και μεγάλα, déjà vu.
Στο λιμανάκι της Δάφνης περιμένουν μερικά τζιπ· στις πινακίδες τους διαβάζεις τη μονή προέλευσης. Δάση, δάση, δάση. Η Φύση προετοιμάζει τον προσκυνητή, τον αμύητο, τον περιηγητή, με καστανιές, πλατάνια, κυκλάμινα, βατόμουρα, φτέρες. Συχνά βρέχει.
Για τι τον προετοιμάζει; Το Ορος δεν είναι ένα. Η παράδοσή του δεν είναι μία και ενιαία, είναι πολυσχιδής, πληθωρική, ποικίλη, οι μονές δεν είναι ίδιες, οι σκήτες διαφορετικές, τα κελιά, τα καθίσματα, οι καλύβες, όλα έχουν δικό τους χαρακτήρα. Τον χαρακτήρα των μοναχών που τα εμψυχώνουν κάθε ιστορική στιγμή, συνεχίζοντας την παράδοση. Η ανανεούμενη παράδοση: αυτή είναι ένας πυρήνας. Παράδοση μοναχικού βίου και ησυχασμού· διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους: στη σαββατιάτικη τράπεζα, με το καμπανάκι του ηγούμενου, όλοι γεύονται τα κόλλυβα και σχωρνάνε· το ίδιο, στην κυριακάτικη τράπεζα της πανηγύρεως. Οι απόντες είναι διαρκώς παρόντες, οι ψυχές είναι πάντα ζωντανές.
Και προσευχή, ησυχία, ακολουθίες: ιδού άλλος πυρήνας. Ο εσπερινός στο ναΰδριο του Αγίου Ευσταθίου είναι εμπειρία ησυχίας· τα κείμενα ρέουν σαν νοερά προσευχή και ξεχύνονται από τα παράθυρα στο Αιγαίο Πέλαγος του απογεύματος, το μουρμουρητό των προσευχών σμίγει με τον κυκλικό παφλασμό του κύματος στα βράχια από κάτω. Ο μοναχισμός των κελιών και των καθισμάτων εκπέμπει αμεσότητα και ανθρώπινη θέρμη, είναι η ελληνορθόδοξη εκδοχή χριστιανισμού, με συχώρεση και αλληλοπεριχώρηση, με δόξα ζωής και ήρεμη αποδοχή θανάτου, είναι ο κόσμος του Παπαδιαμάντη και του Πεντζίκη, κόσμος με οικονομία, με αίσθημα και αισθητική: Το γιορτινό στόλισμα του ναϋδρίου είναι φύλλα δάφνης σκορπισμένα σε όλα τα δάπεδα έως το ιερό. Απλό, υψηλό.
Η λειτουργία είναι ο χορός, των ψαλτών και των μοναχών, που τελετουργούν με ακρίβεια και αστείρευτη ζωτικότητα υπό το ημίφως των κεριών· κινούνται ακαταπαύστως σαν κουρδισμένο μπαλέτο, μελανές σκιές στο λυκαυγές. Ψιθυρίσματα, ψαλμωδίες, ευχές, άνθη, θυμίαμα, εικονίσματα· αν υπήρχαν και γραΐδια λαδικά, θα εβλέπαμε ολοζώντανο το Παπαδιαμαντικό Διήγημα. Μα όχι, δεν βλέπω καμιά θεια, μόνο καλόγερους και δεκάδες άρρενες λαϊκούς που έσπευσαν στο πανηγυράκι, παρά θιν’ αλός, με άνορακ και μποτάκια, ευλαβούμενοι και φιλακόλουθοι, ξεμοναχιασμένοι προσκυνητές, περίεργοι και φίλοι μοναχών. Αυτοί οι φίλοι νοικοκυρεύουν το κάθισμα, βοηθάνε στο μαγειρείο, στρώνουν τη λαμπρή τράπεζα: αυτή τη μεγαλειώδη κορύφωση του κοινού βίου. Οίνος, ιχθύς, κατσικίσιο τυρί, σταφύλια, κόλλυβα· σαν να κυλούν φυσικά ώς το τραπέζι απ’ τις πλαγιές, όπου κατηφορίζουν αμπέλια και ελιές.
Το πρωί, τριακόσια μέτρα πάνω απ’ τη θάλασσα, κρεμαστοί, μιλάμε με άλλους φίλους. Μοναχοί σπουδαγμένοι, ταξιδεμένοι, διεθνιστές, με υψηλές πνευματικές και διοικητικές ικανότητες. Νοιάζονται την Ελλάδα τη σημερινή, ρωτούν να μάθουν για την κρίση, για τις αγωνίες των ανθρώπων. Νοιάζονται για το μέλλον της αγιορείτικης πολιτείας: τα προβλήματα ογκώνονται, αλλάζουν, προβλήματα περιβαλλοντικά, διαβίωσης, δημογραφικά, διαχείρισης της κληρονομιάς, διαχείρισης φυσικών πόρων. «Οι καλόγεροι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους», λένε. Αυτοί, οι πιο μορφωμένοι και ικανοί, διπλωμάτες και διορατικοί σαν τον πατριάρχη Φώτιο, είναι οι πιο ανήσυχοι, αναζητούν προσαρμογές και νέες στερεώσεις.
Το Ορος πιέζεται όλο και περισσότερο από τα πλήθη των επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, από ένα αδιάκοπο ρεύμα ιδιότυπου τουρισμού. Οι μοναχοί αφήνουν τον ήσυχο βίο για να εξυπηρετήσουν τα πλήθη, να τους φιλέψουν, να τους ταΐσουν, να τους κοιμήσουν, να υπηρετήσουν τις θρησκευτικές τους ζητήσεις. «Αλλά ο καλόγερος είναι ον ησυχαστικό, γι’ αυτό ήρθε στο Ορος…», λέει ο ιερομόναχος Σ. (Ολοι τρελαίνονται για iPhone 4, σαν παιδιά.)
Σαράντα περίπου χρόνια από την αρχή της αναγέννησης με την αναβίωση των κοινοβίων, δύο μόλις χρόνια από την υπόθεση Βατοπεδίου, που έγινε κοινόβιο τελευταίο, μόλις το 1991, η μεγαλύτερη μοναστική πολιτεία του κόσμου αναστοχάζεται τον εαυτό της, μεταξύ υλικής διαχείρισης και πνευματικής αποστολής.
Βγαίνουμε. Στην Ουρανόπολη συνωθούνται σαλοί, Ρώσοι, Ρουμάνοι, Μακεδόνες, παλαιοελλαδίτες. Γερμανοί τουρίστες φωτογραφίζουν το πλήθος. Στην έξοδο του πάρκινγκ συνωθούνται BMW X7 και Grand Cherokee. Βρέχει.
Γράφαμε την περασμένη εβδομάδα για τον “αγγλοσαξωνικό” τρόπο σκέπτεσθαι των διαχειριστικών-ηγεμονικών ελίτ στην Ελλάδα σήμερα. Και για την δραματική ανεπάρκεια του συγκεκριμένου τεχνικού-εργαλειακού σκέπτεσθαι στις παρούσες μεταιχμιακές συνθήκες: σε μια Ελλάδα ευρισκόμενη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, κατεχόμενη πολιτικά από το Μνημόνιο της τρόικας ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ, σε μια Ευρωπαϊκή Ενωση που αναζητεί εναγωνίως τρόπους επιβίωσης, σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται γεωπολιτικά.
Βλέπεις τηλεόραση βραδινή ζώνη, ακουμπάς με το βλέμμα τις γιγαντοαφίσες των λεωφόρων, μπαίνεις σ’ ένα μαγαζί κινητής τηλεφωνίας, ξεφυλλίζεις περιοδικά, περνάς νύχτα από την Πειραιώς και την Ιερά οδό. Αντικρίζεις τα πολλά πρόσωπα της Ελλάδας σήμερα· στις όψεις της συμφύρονται η ultra νεωτερικότητα και θραύσματα της παράδοσης, το αφελές λαϊκό με το έντεχνο νεολαϊκό, η διεθνοποιημένη ποπ με την εγχώρια σκυλοπόπ, το φθαρμένο παλιό με το αναφομοίωτο νέο. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Στις συζητήσεις με εικαστικούς καλλιτέχνες και κιουρέιτορ επανέρχεται σποραδικά, μα σταθερά, το πρόβλημα της παράδοσης και της ελληνικότητας/εντοπιότητας – ένα είδος crash test, για πολλούς λόγους. Οι απαντήσεις που ακούω άλλοτε είναι ενδιαφέρουσες μες στην αγωνία τους, κι άλλοτε πληκτικές και ανούσιες μες στις βεβαιότητές τους. Εξακολουθώ ν’ ακούω, προσεκτικά και επίμονα, παρότι από καιρό τείνω να καταλήξω ότι οι περισσότεροι κιουρέιτορ δεν έχουν ούτε θεωρητικές ούτε αισθητικές αναζητήσεις, αλλά κυρίως μηρυκαστικές βεβαιότητες και άσβεστη δίψα για διαχείριση πρότζεκτ. Παρόμοια μηρυκαστική προσέγγιση χαρακτηρίζει αρκετούς καλλιτέχνες, των οποίων το έργο αποτελείται μόνο από κόνσεπτ και η υπόστασή τους απαρτίζει ένα διαχειρίσιμο πρότζεκτ.