You are currently browsing the tag archive for the ‘παγκοσμιοποίηση’ tag.
Με όλα τα πολιτικά σενάρια εξελισσόμενα, με τη χώρα στη γεωπολιτική μέγγενη δανειστών, εταίρων και γειτόνων, με γενικευμένη αθυμία στο εσωτερικό, με την κοινωνία κατάκοπη και διαιρεμένη ενώπιον ενδεχομένων που απαιτούν πιεστικά αποφάσεις και επειγόντως πράξεις, η σκέψη μας ανατρέχει σε έναν πολιτικό φιλόσοφο ο οποίος ανέλυσε τον καιρό του και ρισκάρισε προβολές στο μέλλον.
«Δεν υπάρχει καμμιά τελειωτική λύση και καμμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει τη βεβαιότητα μιάς ευτυχίας χωρίς κινδύνους.» (Ισχύς και απόφαση, 1991)
Ανατρέχουμε στον Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Μια καίρια επισήμανσή του, μεταξύ πολλών άλλων, για την τύχη του έθνου-κράτους στην πλανητική εποχή, προοικονομεί, 16 χρόνια νωρίτερα, την πρόσφατη ανάλυση του Μαρκ Μαζάουερ (εδώ και εδώ).
«Το ζήτημα δεν είναι αν ‘το έθνος’, γενικά κι αφηρημένα, μπορεί να επιβιώσει ή όχι, αλλά αν τούτο ή εκείνο το υφιστάμενο έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της βιώσιμης πολιτικής μονάδας μέσα στην πλανητική εποχή […] Εθνικά κράτη, τα οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και οικονομική εξάρτηση: Tο αν θα στέρξουν στη μοίρα τους αυτή, ώστε τουλάχιστον με την υποταγή τους σε μιαν ισχυρότερη δύναμη να μην αποκοπούν ολότελα από την πλανητική εξέλιξη, ή αν θα εξεγερθούν εναντίον αυτής της μοίρας, γιατί θεωρούν τον οικουμενισμό των μεγάλων δυνάμεων μέσο επεκτατισμού και εκβιασμού – αυτό δεν θα το αποφασίσει μόνον η ψυχρή λογική του συμφέροντος, αλλά και βαθύρριζα συναισθήματα. Eπίσης, ανοιχτό είναι το ζήτημα αν η εξέγερση εξυπηρετεί καλύτερα τη συντήρηση της παραδοσιακής ταυτότητας από ό,τι την εξυπηρετεί η υποταγή. Γιατί η εξέγερση, αν θέλει να είναι επιτυχής, απαιτεί γρήγορο εκσυγχρονισμό, ενώ η εκούσια υποταγή μπορεί να συνοδεύεται από την ανακαίνιση παραδοσιακών ψευδοπροσόψεων για λόγους ψυχικής υπεραναπλήρωσης και τουριστικής αξιοποίησης (παράδειγμα η σημερινή Eλλάδα).» (4.7.1996, Καθημερινή)
Τα τραγικά γεγονότα των τελευταίων εικοσιτετραώρων στην Ουκρανία και τη Γάζα, με θύματα αμάχους, δυστυχώς δεν είναι τα πρώτα παρόμοια ούτε θα είναι τα τελευταία.
Κατάρριψη επιβατικού αεροσκάφους έχει συμβεί και στο παρελθόν· όπως και τότε, όμως, η ευθύνη του μαζικού φόνου δεν αναλαμβάνεται από κανέναν. Χαρακτηριστικό της τέτοιας ενέργειας είναι ο προκαλούμενος φόβος μιας γενικευμένης απειλής: ένας περιφερειακός πόλεμος μπορεί να προκαλεί θύματα εντελώς άσχετα με την τοπικότητα της σύγκρουσης, και μάλιστα απομακρυσμένα. Αυτή η διασπορά πολέμου χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις συγκρούσεις της παγκοσμιοποίησης, ιδίως από τότε που έγινε λόγος για σύγκρουση πολιτισμών και άξονες του κακού. Η τεχνολογία των όπλων και των επικοινωνιών εξελίσσεται παράλληλα και διαχέεται σε χέρια πολλών ανεξέλεγκτα. Τα θέατρα επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν, την Τσετσενία, το Ιράκ, μεταξύ άλλων, δείχνουν ότι ο έλεγχος του εδάφους δεν είναι πάντα εφικτός ακόμη και από υπέρτερες τεχνικά τακτικές δυνάμεις.
Η εισβολή χερσαίων δυνάμεων του Ισραήλ στη Γάζα είναι μια περίπτωση ανορθόδοξου πολέμου, εφαρμοζόμενου από τακτικό στρατό, τον IDF, τον πιο εμπειρόπολεμου του κόσμου. Ο IDF για να εξουδετερώσει τις τεχνικές του παλαιστινιακού αντάρτικου, τις εφαρμόζει αντεστραμμένες, αξιοποιώντας φυσικά την ασύγκριτη υπεροπλία του. Το δίκτυο μετακινήσεων λ.χ. των Παλαιστινίων μαχητών, από σπίτι σε σπίτι, εξουδετερώθηκε κατεδαφίζοντας τα σπίτια, καταργώντας δηλαδή το διαμορφωμένο έδαφος.
Βέβαια και εδώ, ο πόλεμος δεν είναι ευφυές παίγνιο και πλήγματα ακριβείας ― ποτέ δεν είναι. Το πεδίο περιλαμβάνει αμάχους, πάνω απ’ όλα, γυναικόπαιδα και ανήμπορους, οι οποίοι είναι και τα κατ’ εξοχήν θύματα. Ο ασύμμετρος πόλεμος στην Παλαιστίνη μπορεί να προσφέρει έδαφος στο Ισραήλ, αλλά με τι τίμημα: αίμα αθώων παιδιών βαραίνει τον ισραηλινό λαό, μίσος άσβεστο στις επερχόμενες γενιές, ένα κουβάρι που όλο και μπλέκει. Το κερδισμένο ματωμένο έδαφος δεν μεγαλώνει το Ισραήλ, το μικραίνει.
Η φραγή που επέβαλε ο Ταγίπ Ερντογάν στο Twitter σημαίνει πολλά περισσότερα από όσα διακρίνονται σε μια πρώτη ανάγνωση. Κατά την άμεση πολιτική ανάγνωση, εμφανίζεται προφανώς ο, μέχρι πρότινος πανίσχυρος, Τούρκος πρωθυπουργός να αντιδρά αυταρχικά, απειλούμενος και εν κινδύνω. Η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του, βεβαίως, δεν προέρχεται από τους σχολιαστές του Twitter, καίτοι είναι πολυάριθμοι – σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, οι Τούρκοι χρήστες ξεπερνούν τα 10 εκατομμύρια. Η αμφισβήτηση του Ερντογάν προήλθε από ισχυρά κέντρα επιρροής εντός της Τουρκίας, κυρίως από τον κύκλο του πρώην συμμάχου του, νεοϊσλαμιστή ηγέτη Φατίχ Γκιουλέν, και κορυφώθηκε στις συγκρούσεις της πλατείας Ταξίμ.
Τα γεγονότα της Ταξίμ σηματοδότησαν το αδιέξοδο του νεοοθωμανικού σχεδίου του Ερντογάν· έδειξαν τη «φούσκα» του τουρκικού αναπτυξιακού θαύματος και πυροδότησαν τη φυγή κεφαλαίων. Κυρίως έδειξαν ότι το πολιτικό-πολιτιστικό σχέδιο ενός κοσμικού, πλην αυταρχικού, Ισλάμ προσκρούει στο πολιτικό-πολιτιστικό προφίλ της ταχέως αναπτυσσόμενης μεσαίας τάξης και της μορφωμένης νεολαίας των αστικών κέντρων. Ο εκσυγχρονισμός των επικοινωνιών και των πανεπιστημίων προσέκρουσε στον πατερναλιστικό νεοοθωμανισμό, με τα έντονα στοιχεία οικογενειοκρατίας και διαπλοκής.
Δεν είναι η πρώτη φορά που στην Τουρκία μπλοκάρεται ένα διεθνές δίκτυο. Το 2007, δικαστήριο είχε απαγορεύσει τη δημοφιλή πλατφόρμα μπλόγκινγκ WordPress κατόπιν προσφυγής του παραθρησκευτικού κήρυκα Adnan Oktar. Λίγο καιρό νωρίτερα, είχε μπλοκαριστεί το YouTube επειδή κάποιο βίντεο θεωρήθηκε ότι προσέβαλλε τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Η βάναυση φραγή του Twitter στην Τουρκία δείχνει ένα από τα παράδοξα της ψηφιακής παγκοσμιοποίησης: από τη μια, η πρωτόγνωρη δυνατότητα ανοιχτής παγκόσμιας επικοινωνίας· από την άλλη, ο διαρκής λυσσαλέος αγώνας κυβερνήσεων και κρατικών υπηρεσιών να ελέγξουν τη ροή των πληροφοριών στα δίκτυα ή να χειραγωγήσουν το περιεχόμενό τους. Οι κινεζικοί διαδικτυακοί περιορισμοί και οι αμερικανικές αποκαλύψεις του Σνόουντεν πρέπει να αναγνωσθούν συμπληρωματικά με τη βαναυσότητα του Ερντογάν.
Από όποια αφετηρία κι αν ξεκινήσουμε, αναγνωρίζουμε ότι η πολλαπλώς χρεοκοπημένη Ελλάδα χρειάζεται μια γενναία μεταρρύθμιση για να επιβιώσει και να προχωρήσει. Επανίδρυση του δημοκρατικού κράτους, ανασυγκρότηση της παραγωγικής δομής, αναπροσανατολισμό της παιδείας, ενίσχυση και εμπλουτισμό της εθνικής ταυτότητας. Ο τελικός σκοπός και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία των συνομολογούμενων μεταρρυθμίσεων ασφαλώς διαφέρουν· εξαρτώνται από ιδεολογίες και ταξικές τοποθετήσεις, από τη διαπάλη για κυριαρχία. Εντούτοις, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι σχεδόν όλοι οι Ελληνες, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και κοινωνικής θέσης, επιθυμούν ένα κοινό ελάχιστο: να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους στον τόπο τους, εν ειρήνη, δημοκρατία και ευημερία.
Αυτό το κοινό ελάχιστο μάς οδηγεί να δούμε αφενός ποια είναι η θέση της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον, ποιες οι σχέσεις της με εταίρους, συμμάχους, γείτονες, δανειστές, ποια η θέση της μέσα στο ιστορικό ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα. Αφετέρου, να αναρωτηθούμε για τη θέση του έθνους-κράτους σήμερα σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, ιδίως τη θέση ενός μικρού έθνους-κράτους υπό το βάρος μιας μείζονος οικονομικής αποτυχίας. Διότι άλλη η αντοχή ενός ισχυρού κράτους, ακόμη και στην εποχή της ιστορικής παρακμής του έθνους-κράτους, κι άλλη η αντοχή ενός μικρού κράτους, πολύ περισσότερο μιας Ελλάδας που έχει περάσει από ποικίλα στάδια εξάρτησης και υποτέλειας.
Τα ερωτήματα αυτά υπάρχουν από χρόνια, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’70-’80, όταν μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη άρχισε να διαπερνά τις πολιτικές πρακτικές στον Δυτικό κόσμο, και κυρίως όταν κατακρημνίσθηκε το μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είδαμε σταδιακά την υποχώρηση της ισχύος των κυρίαρχων εθνών-κρατών και την ανάδυση υπερεθνικών κέντρων ισχύος, όπως οι διεθνείς οργανισμοί, και νέων δογμάτων. Στον διεθνή λόγο, ακόμη και σε επίπεδο ΟΗΕ, υπερτονίστηκε η διάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος αντιμετωπίστηκε ως τυραννικό, κάποτε δικαιολογημένα. Αυτή η μετάβαση περιέχει μιαν αντινομία: ο ίδιος ο ΟΗΕ υπάρχει χάρη στην επέκταση της αυτοδιάθεσης των λαών και της κυριαρχίας των κρατών. Ταυτοχρόνως η δράση διεθνών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, βοηθούσης της ραγδαίας χρηματιστικοποίησης, κατευθύνθηκε προς μια αναχαρτογράφηση των οικονομικών συνόρων και σε έναν επαναπροσδιορισμό της διάκρισης ιδιωτικού-δημόσιου στις αδύναμες χώρες όπου επενέβαιναν. Η κυβέρνηση ενός κυρίαρχου κράτους υποκαταστάθηκε από τη διακυβέρνηση, με όρους εταιρικού μάνατζμεντ, και η μέριμνα για πλήρη απασχόληση, για ισοπολιτεία και εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων υποκαταστάθηκε από την εταιρική ευθύνη, τις ατομικές ευκαιρίες και τη φιλανθρωπία.
Η κρίση του 2008 έδειξε τα όρια αυτής της φούσκας ανανοηματοδότησης, και κυρίως έδειξε πώς τα συκοφαντημένα έθνη-κράτη έσπευσαν να καλύψουν με δημόσιο χρήμα τις πελώριες ζημιές που προκάλεσε η ιδιωτική απληστία του χρηματοπιστωτισμού. Εδώ στεκόμαστε τώρα: με το έθνος-κράτος κλονισμένο, με την Ευρώπη σε τροχιά παρακμής ή τουλάχιστον σε αποδρομή ισχύος.
Οι Ελληνες πολίτες, ζαλισμένοι από το σοκ της πτώχευσης, αδυνατούν να βάλουν στη σκέψη τους αυτή τη διεθνή ιστορική διάσταση. Οι περισσότεροι βλέπουν την παγκοσμιοποίηση μόνο στις κατεξοχήν υλικές φανερώσεις της: στα φτηνά κινέζικα προϊόντα και στις μεταναστευτικές ροές. Τα αποδέχονται, τα απορρίπτουν, τα φοβούνται. Με την κρίση είδαν επίσης τον καθοριστικά κυρίαρχο ρόλο των υπερεθνικών οργανισμών, των αγορών, των διεθνών καταναγκασμών. Ωστόσο σαν πολίτες εξακολουθούν να αναφέρονται στο έθνος-κράτος, σε αυτό ψηφίζουν αντιπροσώπους και ηγέτες, από αυτό προσδοκούν δημόσια αγαθά και εγγύηση του δημόσιου χώρου. Αλλωστε η ψήφος τους ή η βούλησή τους ελάχιστα ή καθόλου μπορούν να επηρεάσουν το διεθνές περιβάλλον. Κρίσιμο επίσης: δεν μπορούν να αναγνωριστούν σε μια διεθνική ταυτότητα, ακόμη και στην πιο οικεία ευρωπαϊκή, εγκαταλείποντας την εθνική ταυτότητα.
Ποια εθνική ταυτότητα όμως; Κι αυτή αδυνατισμένη είναι, μπλεγμένη σε ένα κουβάρι παλαιών και καινοφανών ιδεών, νέων υλικών δεδομένων, ρευστών συσχετισμών. Αυτή η αδυναμία, η σύγχυση ταυτότητας, βρίσκεται στην καρδιά του ελληνικού προβλήματος, εφόσον αποδεχτούμε έναν βαθμό ιδιομορφίας του στο πλαίσιο της συνολικής ευρωπαϊκής κρίσης. Διότι η εθνική ταυτοτική σύγχυση συνεπιφέρει μια αποφασιστικής σημασίας πτώση του ηθικού, του συλλογικού φρονήματος, αφενός· η σύγχυση, αφετέρου, υπονομεύει τη συλλογική ενότητα σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, τη συνένωση δυνάμεων την απολύτως αναγκαία εκ της συγκυρίας. Η σύγχυση αδυνατίζει και το φρόνημα και τη βούληση για ενότητα και τις υλικές προϋποθέσεις για αντιμετώπιση της κρίσης.
Ποια εθνική ταυτότητα; Η κρίση διέλυσε την αδιάφορη ισορροπία των αυτονοήτων, των ασύμπτωτων συγκρουόμενων ατομικοτήτων, του νοσηρού κορπορατισμού. Ταυτόχρονα μάς παρακινεί να ξαναβρούμε ταυτότητα, συλλογικότητα, γενική βούληση υπό νέες συνθήκες, με νέες απαιτήσεις. Ο λόγος των πολιτικών ηγετών, όσων δρουν τώρα και όσων θα αναδυθούν στο ταραγμένο εγγύς μέλλον, πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτή την κατεύθυνση. Να ενώνει, να συνθέτει, να συναιρεί, να υπερβαίνει, να απορρίπτει και να ξεδιαλέγει, να επικοινωνεί διαρκώς αμφίδρομα με τους πολίτες, να υποκινεί διαρκώς τις ποικίλες ομαδώσεις τους προς προωθητικές συνθέσεις. Το φρόνημα ενός έθνους, η ηθική δύναμη ενός λαού, η επαναφορά της συλλογικότητας, η ανασυγκρότηση του δημοκρατικού κράτους, είναι τα πολυτιμότερα όπλα για αντιμετώπιση της δεινής δοκιμασίας, για να διασχίσουμε την Ερυθρά Θάλασσα της χρηματοπιστωτικής πατρωνίας και της ολιγαρχικής παγκόσμιας διακυβέρνησης, ακέραιοι και αναγεννημένοι. Πολίτες και πρόσωπα, όχι καταναλωτές και νεοπληβείοι.
ζωγραφική: Πέτρος Ζουμπουλάκης, Αναμονή 1977
Ελα με τη βέσπα, άνοιξαν οι ουρανοί, χαρά Θεού! Το επείγον τηλεφώνημα του Γιώργου με οδήγησε ως το μπαλκόνι, να διαπιστώσω το γλαυκό θάμβος πάνω απ’ τον Λυκαβηττό.
Δεν είχα καλοξυπνήσει, βρισκόμουν ακόμη στην προηγούμενη νύχτα, υπό βροχήν, στη μακριά συζήτηση με τον ομήλικο Χρήστο. Ψαύαμε ολονυχτίς καταγωγικά ίχνη, παγωμένες κουβέντες αμίλητων γερόντων, συναντήσεις με σαλούς και λεβέντες, πλαγιομετωπικές με καθάρματα, σκόρπιους στίχους, μυρωδιές χώματος και σβουνιάς, παρηγοριές εικόνων, μισό αιώνα σαν νερό, με ένδοξες ουλές και νέα τραύματα. Η συνομιλία ξετυλιγόταν ελικοειδώς, άλλοτε πυρετική κι άλλοτε σιγαλόφωνη, με ουσιώδεις παρεκβάσεις, με μόνο σχέδιο τη συνάντηση, την κοινωνία. Κατοπτρική εξομολόγηση στο διάσελο της ηλικίας, καταλύοντες ιχθύν και οίνον.
Από τη βροχερή νύχτα συγκρατώ ένα διαυγές μουρμουρητό, που ανεβαίνει ντροπαλά, σταθερά: Ποιοι είμαστε, ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε, τι ξεχάσαμε, τι χάσαμε, τι αφήσαμε πίσω, τι μπορούμε να γίνουμε. Συνεχώς αυτό. Στον πυρήνα του και σε όλη την υποδόρια έκταση, το ελληνικό πρόβλημα είναι πρόβλημα πολιτικό και διερώτηση ταυτότητας. Τίθεται εν χρόνω· όχι μόνο σαν συνέχεια εκ του παρελθόντος, αλλά κυρίως μες στη δυναμική του παρόντος: πώς αφομοιώνεις και μετουσιώνεις την παράδοση, πώς ισορροπείς στη διεθνή συγκυρία μετασχηματιζόμενος και προσαρμοζόμενος, χωρίς να χάσεις το πρόσωπό σου.
Το έθνος-κράτος τήκεται και μεταμορφώνεται μες στην άνιση ευρωπαϊκή συνομοσπονδία και την παγκοσμιοποίηση, η δημοκρατία αδυνατίζει από τις πολλές διαμεσολαβήσεις και τις παρακάμψεις της γενικής βούλησης, οι αποφασίζοντες για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων δεν λογοδοτούν και δεν ελέγχονται. Η εργασία, η πρόνοια, η κατοικία, η ισότητα, ό,τι περιείχε το κοινωνικό συμβόλαιο από την αυγή των Φώτων έως σήμερα, βρίσκονται στον αέρα, χωρίς το παλαιό περιεχόμενο. Οι αγορές απαιτούν και κερδίζουν χώρο, ελευθερία κινήσεως, χρόνο· οι άνθρωποι της Ευρώπης περιορίζονται σε όλο και μικρότερο χώρο, με όλο και πιο ρηχές προσδοκίες, στριμωγμένοι στην ανάγκη. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει πού θα καταλήξει αυτή η ταυτόχρονη άσκηση φυγόκεντρων δυνάμεων και κεντρομόλου ηγεμονισμού, η διελκυνστίδα μεταξύ άφωνων λαϊκών μαζών και άδηλων κέντρων ισχύος.
Το βλέπουμε καθαρά εδώ στην Ελλάδα, γιατί είμαστε οι πιο στριμωγμένοι απ’ όλους, διαθέτουμε το επώδυνο προνόμιο να προοικονομούμε το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών υπό τους πιο ακραίους όρους. Αυτή η επώδυνη προπόρευση μας κάνει πειραματόζωα και αποσυνάγωγους, μας προκαλεί ταυτοτική σύγχυση και αδυναμία χάραξης πορείας στα αχαρτογράφητα τοπία του αναδυόμενου κόσμου. Εντούτοις η πειραματική, μερική προοικονόμηση του γενικού μέλλοντος μπορεί να αποβεί σχετικό πλεονέκτημα, εφόσον κατορθώσουμε να απαντήσουμε στις προκλήσεις με κάποια επιτυχία, κυρίως αν απαντήσουμε στην πρόκληση του αυτοκαθορισμού, της ταυτότητας. Αν ανασυγκροτήσουμε λυσιτελώς μια ταυτότητα δυναμική, ευλύγιστη και συμπαγή, ικανή να αμβλύνει τις ανισότητες, να απαλείψει δευτερεύουες ή επίπλαστες αντιθέσεις, μια ταυτότητα που να συναιρεί δημιουργικά τις υπαρκτές αντιθέσεις παράγοντας ενέργεια και ώθηση, αντί για διχασμό και κανιβαλισμό.
Για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση δυναμικού αυτοκαθορισμού, χρειάζεται να πορευτούμε στο ραγδαία μεταλασσόμενο διεθνές περιβάλλον με ένα είδος ριζοσπαστικού πραγματισμού. Ούτε δειλιάζοντας ούτε υπνοβατώντας. Ριζοσπαστικά, με την έννοια μιας πολυμήχανης πολιτικής που θα υπερβαίνει τα στερεότυπα του παρελθόντος, χωρίς να αγνοεί τα ουσιώδη διδάγματά του. Και πραγματιστικά, με την έννοια ότι επικεντρώνεται στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, υλικές και πνευματικές· στο ψωμί και στο όνειρο ταυτοχρόνως και ισοβαρώς, στις υλικές και ηθικές προϋποθέσεις του αξιοπρεπούς αυτόνομου βίου.
Για να πετύχουμε, χρειάζεται να γνωρίζουμε και να αισθανόμαστε ποιοι είμαστε· ούτε πιο σπουδαίοι ούτε ασήμαντοι. Χωρίς αυτοϋποτίμηση και επαρχιώτικα συμπλέγματα, χωρίς μειονεξία και δουλοπρέπεια, αλλά και χωρίς πρωτόγονους μηχανισμούς υπεραναπλήρωσης, αναδελφισμού και απομονωτισμού. Στις δύσκολες μέρες μας, περισσεύουν και οι δύο στάσεις παροξυμένες, εκδιπλώνονται συγκρουσιακά και αλληλοαποκλειόμενες. Αδρομερώς, μπορούμε να πούμε ότι πίσω από μια απατηλή πρόσοψη σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής, εκσυγχρονισμού και λαϊκισμού, κρύφτηκε εντέχνως η διαπάλη για την κυριαρχία, μια διαπάλη με βαθύτερα κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά ― τώρα, σαν λεηλασία επί ερειπίων. Η κρίση ρηγμάτωσε στην πρόσοψη, βάθυνε τα χάσματα και αποκαλύπτει εν τω βάθει ραφές και ουλές του ιστορικού σώματος, φωτισμένες επιπλέον απο την καινοφανή ανθρωπολογία της παγκοσμιοποίησης.
Απαντήσεις υπάρχουν. Η ομορφιά υπάρχει, εμείς πρέπει να την ανακαλύπτουμε, να ανασκάπτουμε, είπε ο Χρήστος. Στο βρεγμένο δάσος των Αγράφων, στη γλαυκή διαύγεια της Αττικής, σε αυτή την οικουμενικότητα.
ζωγραφική: Μποκόρος, Φωτισμένη σκιά, 2001
Πριν από λίγες μέρες καταδικάστηκε ο 27χρονος Φίλιππος Λοΐζος σε δεκάμηνη φυλάκιση για καθύβριση θρησκεύματος κατ’ εξακολούθησιν μέσω της σατιρικής ιστοσελίδας του στο Facebook «Γέρων Παστίτσιος». Η δίωξη είχε ξεκινήσει μετά την καταγγελία της «βλασφημίας» από τον φερόμενο ως υπαρχηγό της Χρυσής Αυγής, νυν προφυλακισμένο για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Πώς τα φέρνει ο καιρός και η κρίση: οι αυτόκλητοι υπερασπιστές του θρησκευτικού αισθήματος να κατηγορούνται για εγκληματικές πράξεις, οι δε σατιριστές να φορτώνονται με φυλακίσεις για ειρηνικά τρολαρίσματα στο διαδίκτυο.
Δικαστική υπερθέρμανση, αφενός. Και ογκούμενη δυσανεξία στη σάτιρα, στην ετεροδοξία, στην ελευθεροστομία, αφετέρου. Αυτά είναι τα προφανή της υπόθεσης Παστίτσιου. Ενδιαμέσως μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για πολλαπλασιασμό του κακού γούστου και του εύκολου χάχανου, που προκαλεί την παραπληρωματική εκδήλωση της υποκρισίας, του πουριτανισμού, την αναδίπλωση προς υπερσυντηρητικές αντιμετωπίσεις κάθε ατυπικής συμπεριφοράς, ακόμη και της πιο αβλαβούς.
Λιγότερο αλλά πάντα προφανής στη δίκη και καταδίκη του φαρσέρ-σατιριστή Παστίτσιου είναι η αυξημένη αυστηρότητα σε ό,τι προέρχεται από το διαδίκτυο. Το διαδίκτυο αντιμετωπίζεται, διωκτικά και δικαστικά, σαν φωλιά του Κακού. Μπορούμε να εικάσουμε βάσιμα ότι αν η φάρσα Παστίτσιου διαδραματιζόταν σε έντυπο ή ραδιοτηλεοτπικό μέσο, μάλιστα ευρείας απηχήσεως, θα αντιμετωπιζόταν διαφορετικά· στα ΜΜΕ αναγνωρίζεται η ελευθεροτυπία και η ελευθεροστομία, η σάτιρα, ακόμη και η αθυροστομία. Στο διαδίκτυο των ανωνύμων ή ψευδωνύμων χρηστών δεν αναγνωρίζονται παρόμοια δικαιώματα. Είναι ένα από πολλά σημεία της παράδοξης συνύπαρξης αρχαϊκών θυλάκων και υπερμοντέρνων συμπεριφορών στη δημόσια σφαίρα. Πιθανόν διότι η σύγχρονη μηντιόσφαιρα για μέγα μέρος του πληθυσμού αλλά και των θεσμοφυλάκων δεν έχει αφομοιωθεί κατ’ εύρος και κατά βάθος· παραμένει ένας καινοφανής εισβολέας.
Αυτά όμως συνιστούν εν πολλοίς συμπτώματα μιας υπανάπτυξης στο επίπεδο της κουλτούρας της επικοινωνίας. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκεται στην βαθύτερη ηθική και πολιτική κουλτούρα: της ανοχής, της εμπεδωμένης πίστης στην ελευθερία λόγου, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την προστασία θεσμών, αξιών, ηθών, κυρίως τι και πώς αντιλαμβανόμαστε ως θεσμούς, αξίες και ήθη. Η υπεραντίδραση εναντίον «ασεβών» ή «αντιθρησκευτικών» βιβλίων, ταινιών, θεατρικών παραστάσεων, έργων τέχνης εν γένει, αλλά και δηλώσεων ή παραδειγματικών χειρονομιών, δεν είναι ασφαλώς σημείο των καιρών της κρίσης. Η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος έχει αφορίσει λογοτέχνες στο παρελθόν, τον Λασκαράτο, τον Ροΐδη, τον Καζαντζάκη· κι έχει πρωτοστατήσει στο «Ανάθεμα του Ελευθερίου Βενιζέλου», το 1916 του Διχασμού, με τα λόγια του Αθηνών Θεόκλητου: «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την Βασιλείαν και την πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω».
Στα πρόσφατα χρόνια, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε ζητήσει συγγνώμη για το ανάθεμα του προκατόχου του. Ηταν όμως πια ο καιρός που οι διαμαρτυρόμενοι για το 666 και την ταινία Τελευταίος Πειρασμός του αφορισμένου Καζαντζάκη ήταν απλώς οι ζηλωτές. Η επίσημη διοικούσα Εκκλησία σιωπούσε ή παρότρυνε, αλλά η ζώσα Εκκλησία ήταν αλλού, είχε προχωρήσει, και συμβίωνε ταπεινά και ειρηνικά μες στην εκκοσμικευμένη πολιτεία με τους άπιστους, τους άθεους, τους ετερόδοξους, τους αγνωστικιστές. Αυτή η ζώσα Εκκλησία, το σώμα πιστών, έχει πει προ πολλού το θεολογημένο και γενναίο «ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα»· αυτό το σώμα πιστών (πάντων ημών των βαπτισθέντων), ζώντας την πίστη του ευχαριστιακά δεν έχει ανάγκη να επιστρατεύσει εισαγγελείς και αστυνόμους για να το προστατεύσουν από κακόβουλους, κακόγουστους και απνευμάτιστους σατιριστές.
Στον παρόντα καιρό ωστόσο, τον καιρό της κρίσης, εξακολουθούμε να βλέπουμε ορισμένους αρχιερείς να επανέρχονται ως τιμητές και ρυθμιστές πάσης της κοινωνίας, να φιλοτεχνούν μικρούλια αναθέματα, να φλερτάρουν με ακροδεξιά και νεοναζιστικά μορφώματα, να κρίνουν την καλλιτεχνική ή πνευματική αξία έργων τέχνης, να καταριούνται συνανθρώπους για τα κουσούρια των επιλογών τους. Το ανησυχητικό είναι ότι την τέτοια ροπή προς τον αφορισμό, το ανάθεμα και την κατάρα συμμερίζεται, σιωπηρά έστω, όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και, ηχηρά, κάποιοι δημόσιοι λειτουργοί, επιφορτισμένοι κατά τα άλλα με την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και του ανεξίθρησκου χαρακτήρα του κοσμικού κράτους. Φταίει η κρίση, που όλα τα ξεθεμελιώνει και κάνει τους λαχταρισμένους ανθρώπους να αναζητούν αποκούμπι στον υπερσυντηρητισμό, σε ό,τι κουρελάκι τους παρουσιαστεί σαν παράδοση και αξιακό πλαίσιο; Ναι, ασφαλώς, η οικονομική-κοινωνική κρίση βάθυνε την σύγχυση και την ανασφάλεια που ήδη προϋπήρχαν και ελάνθαναν στο πεδίο των πνευματικών αξιών και των ηθικών συγκροτήσεων. Αλλά δεν δημιούργησε η κρίση τα φαινόμενα.
Επειδή μας περιμένει μακρύ άνυδρο μέλλον, επειδή η οργή και η μισαλλοδοξία πιθανόν να αβγατίσουν, επειδή η υπεραντίδραση και η υπερτιμωρία δεν λύνουν αλλά περιπλέκουν τα υπαρκτά προβλήματα, ελπίζουμε οι δικαστές να πάψουν να ασχολούνται με τις καταγγελίες των φαιά φορούντων για εγκλήματα αθυροστομίας και να ασχολούνται με τα όντως εγκλήματα των λευκών κολάρων. Ευχόμαστε επίσης η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος να ακούσει καθαρότερα τα μηνύματα της ζώσας Εκκλησίας, τα μηνύματα της αλαφιασμένης και πονεμένης κοινωνίας, τα λόγια των δικών της φωτισμένων ιερεών που δεν είναι ελάχιστοι, να ακούσει τέλος έναν άλλο ιερέα, τον Πάπα Φραγκίσκο για τη θέση της μαρτυρούσας Εκκλησίας στην παγκοσμιοποιημένη λατρεία του χρυσού μόσχου: «Προτιμώ μια Εκκλησία μωλωπισμένη, πληγωμένη, βρώμικη επειδή ήταν έξω στους δρόμους, από μια Εκκλησία που είναι ανθυγιεινή διότι παρέμεινε περιορισμένη και προσκολλημένη στην ιδέα της δικής της ασφάλειας» (Εvangelii Gaudium – Η Χαρά του Ευαγγελίου, Νοέμβριος 2013).
Οι αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των αραβικών λαών, με προεξάρχοντα τον αιγυπτιακό λαό, εκτός των γεωπολιτικών και άλλων σημάνσεων, φανερώνουν στα έκπληκτα δυτικά μάτια απροσδόκητους κοινωνικούς και ανθρωπολογικούς τύπους, αλλά και παλιές έννοιες που παίρνουν νέο περιεχόμενο. Οι σποραδικές εξεγέρσεις σε δυτικές χώρες, τα τελευταία χρόνια, ερμηνεύονταν λίγο-πολύ ως αναταράξεις γνωστών υποκειμένων: νέοι, άνεργοι, επισφαλείς εργαζόμενοι, μετανάστες δεύτερης γενιάς ανένταχτοι, αποκλεισμένοι. Οι καινοφανείς κατηγορίες ήταν οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, στα γαλλικά μπανλιέ λ.χ., και το πλήθος των επισφαλών, το και πρεκαριάτο καλούμενο, που βρέθηκε στους δρόμους της Αθήνας τον Δεκέμβρη ’08 αλλά και στους δρόμους του Παρισιού, του Λονδίνου και της Ρώμης την περασμένη χρονιά.
Αν γυρεύαμε τα κοινά στοιχεία των ευρωπαϊκών αναταράξεων, θα εντοπίζαμε, αφενός, τη επαναδιεκδίκηση του φαντασιακού, την αναπλήρωση ενός ελλείμματος ελευθερίας σε συνθήκες πληθωρισμού πολιτιστικών και ψυχαγωγικών ψευδο-δικαιωμάτων· αφετέρου, τη διεκδίκηση των υλικών όρων της ελευθερίας, δηλαδή, τα πραγματικά δικαιώματα στην εργασία και στο κοινωνικό κράτος, δηλαδή, τη διατήρησή τους σε χαρακώματα άμυνας, ακόμη και πριν από το ξέσπασμα της σφοδρής οικονομικής κρίσης. Η μεσαία τάξη της Δύσης πασχίζει να αποτρέψει την υποβάθμιση και τον αφανισμό της, πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το κοινωνικό συμβόλαιο, την υπόσχεση διαρκούς ευημερίας.
Στην πολυσήμαντη πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου συναντιούνται παρόμοια και άλλα υποκείμενα, με παρόμοια αιτήματα. Οπως περιγράφει αδρομερώς ο αυτόπτης Πέτρος Παπακωνσταντίνου, την αντικαθεστωτική εξέγερση πυροδοτούν κυρίως τα αναδυόμενα και συμπιεσμένα μεσοστρώματα μορφωμένων, νέων κυρίως, ενός έθνους 85 εκατομμυρίων σε δημογραφική έκρηξη, με μέσο όρο ηλικίας τα τριάντα. Τα πολυπληθή πληβειακά στρώματα ακολουθούν. Πλάι στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και την Αριστερά, η πιο δυναμική ομάδωση είναι ακριβώς αυτοί οι μορφωμένοι νέοι που ξεκίνησαν το κίνημα της 6ης Απριλίου: το “κογκνιταριάτο”, οι έχοντες τη γνώση, αλλά όχι τον πλούτο και την εξουσία.
Αν ξεπεράσουμε το αρχικό σοκ της Αιγύπτου ―διότι η Δύση αιφνιδιάστηκε ολοσχερώς―, κι αν ξεπεράσουμε τη δυσπιστία μας απέναντι στους νεολογισμούς, το ούτως ειπείν κογκνιταριάτο προστίθεται στο επίσης καινοφανές πρεκαριάτο, έτσι ώστε με νέα εννοιολογικά εργαλεία να ψηλαφήσουμε τα νέα υποκείμενα. Νέα, αλλά και γνώριμα από παλιά: οι νέοι και οι μορφωμένοι πρωτοστατούν πάντα στους αγώνες για ελευθερία, πολύ περισσότερο αν αντιμετωπίζουν καθεστώτα διεφθαρμένα και τυραννικά. Τα πληβειακά στρώματα, και οι κάθε λογής αποκλεισμένοι, ακολουθούν· τα μεσαιοανώτερα στρώματα ακολουθούν, υπό όρους, εφόσον κινδυνεύει η θέση τους, και εν πάση περιπτώσει δεν πρωτοστατούν.
Τι κοινό μοιράζονται οι πρεκάριοι της βόρειας Μεσογείου με τους κογκνιτάριους της Νότιας Μεσογείου; Την ίδια φαντασιακή δίψα· τη δίψα για ελευθερία, δίψα για δικαιοσύνη και ισότητα. Η οποία φαντασιακή δίψα αναζητεί διαρκώς, και βρίσκει, τις υλικές της βάσεις: αναδιανομή του πλούτου, αναθεώρηση των σχέσεων κυριαρχίας. Η καταναλωτική φενάκη και η χίμαιρα της μίας ευκαιρίας δεν πείθουν τους πρεκάριους, που αντικρίζουν μια πραγματικότητα απείρως σκληρότερη και διαφορετική από τον κόσμο της διαφήμισης αλλά και από τον κόσμο των γονιών τους. Η έσχατη πενία, η διαφθορά, ο αυταρχισμός, η κοινωνική καθυστέρηση, οι τρομακτικές ανισότητες, οδηγούν τους κογκνιτάριους στο σημείο έκρηξης.
Τα δίκτυα της παγκοσμιοποίησης μεταφέρουν εικόνες κλειστού πλούτου και ανοιχτής γνώσης· η γνώση δεν μπορεί να κρυφτεί σε φορολογικούς παράδεισους, διαχέεται στη δική της δημοκρατία, με ισοπολιτεία και ισηγορία: αρκεί μια σύνδεση. Και μια συγκυρία: για να μετατραπούν οι φαντασιακές κοινότητες σε κοινωνίες προσώπων, που βάζουν μπροστά τα σώματά τους, προς έναν κοινό σκοπό, την κοινωνική χειραφέτηση. Πρόκειται για τη λανθάνουσα δυνατότητα των παγκοσμοποιημέων δικτύων, των ίδιων που επέτρεψαν την αποθηρίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυτού που γέννησε υπερκέρδη και σφοδρές κρίσεις, εθνικές και διεθνείς. Από τον πυρήνα της κρίσης ξεπροβάλλουν νέοι τρόποι αυτοαναγνώρισης, και νέα πολιτικά υποκείμενα.
Και μάλιστα στην λεγόμενη περιφέρεια. Μα τι είναι περιφέρεια και τι είναι κέντρο; Μαζί με τη θραύση των ανθρωπολογικών και κοινωνιολογικών στερεότυπων, θραύονται και τα γεωπολιτικά και μακροϊστορικά στερεότυπα. Ο 21ος αιώνας φαίνεται να εγκυμονεί νέα σημεία θέασης του κόσμου: οι άνθρωποι βλέπουν από Νότο προς Βορρά, και εξ Ανατολών προς Δυσμάς. Το δυτικό και βόρειο βλέμμα δεν είναι πια το μόνο, το κυρίαρχο.
Αυτή η ανατροπή του δυτικού-λευκού πτολεμαϊσμού, μαζί με την παγκόσμια κοινότητα γνώσης, μαζί με τη δίψα ελευθερίας, μαζί με το διαρκώς επανερχόμενο πρόταγμα ατομικής και συλλογικής αυτοδιάθεσης, είναι το καινοφανές υπόστρωμα του 21ου αιώνα κάτω από τις επιπολής βαριές στοιβάδες υπαρκτών διαψεύσεων και απειλών.