You are currently browsing the tag archive for the ‘Μνημόνιο’ tag.

Πόσο ζυγίζει μια τράπεζα; Πόσο ζυγίζει ένα κράτος; Στη ζυγαριά του Ζαν Κλωντ Τρισέ, τέως προέδρου της ΕΚΤ, τα συμφέροντα των τραπεζών βάραιναν αποφασιστικά περισσότερο από τα συμφέροντα των κρατών και των πολιτών τους. Και με αυτή τη λογική ενήργησε στον χειρισμό της κρίσης σε Ελλάδα και Ιρλανδία, όπως αποκαλύπτουν οι εκβιαστικές επιστολές του προς τις κυβερνήσεις των χωρών, τη διετία 2010-11 («Καθημερινή», χθες και 9.3.2014).

Οι επιστολές επιβεβαιώνουν όσα έχουν υποστηρίξει αναλυτές και πολιτικοί ηγέτες: η Ελλάδα και η Ιρλανδία θυσιάστηκαν για να μην πληγούν οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που είχαν επενδυτικές θέσεις στο ελληνικό κρατικό χρέος και στις ιρλανδικές τράπεζες.

Οι τέτοιες παρεμβάσεις ενός κεντρικού τραπεζίτη, πρακτικά μη ελεγχόμενου πολιτικά και εκτός λογοδοσίας, πρέπει να εξεταστούν πολλαπλώς:

Πρώτον, δείχνουν έναν διευρωπαϊκό οργανισμό, την ΕΚΤ, τυπικά αρμόδιο για το κοινό νόμισμα και την λειτουργία των τραπεζών, να επιβάλλει εξωθεσμικά δημοσιονομική πολιτική και κατ’ επέκτασιν να επηρεάζει αποφασιστικά την ιστορική πορεία των κρατών-μελών του Ευρωσυστήματος.

Δεύτερον, εκ του αποτελέσματος: οι κινήσεις της ΕΚΤ, δειλές ή καθυστερημένες, δεν απέτρεψαν την κρίση· μετακύλησαν το κόστος στα κράτη και έσπρωξαν την Ευρωζώνη σε καθοδική πορεία ύφεσης και αρνητικού πληθωρισμού.

Τρίτον, παρατηρείται μια κρίσιμη μετατόπιση ισχύος στην Ευρώπη: οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επιβάλλουν τη θέλησή τους σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και κυβερνήσεις. Αυτή η τελευταία παρατήρηση ενισχύεται θλιβερά από τις χθεσινές αποκαλύψεις των LuxLeaks για τις μυστικές συμφωνίες του Λουξεμβούργου με 343 πολυεθνικές για φοροαποφυγή στις χώρες καταγωγής τους. Υπεύθυνος του φορολογικού παραδείσου στην καρδιά της Ευρώπης, ο νυν Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ταγμένος, κατά τα άλλα, να πολεμά την φοροδιαφυγή και να προστατεύει τον υγιή ανταγωνισμό στα κυρίαρχα κράτη-μέλη της Ενωσης.

Η κρίση στην Ευρώπη εξελίσσεται ραγδαία σε πολιτική και ηθική, εκτός από οικονομική.

Οι κυβερνητικές ηγεσίες, εντός και εκτός Ελλάδος, διαβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα ολοκληρώνει επιτυχώς το πρόγραμμα σταθεροποίησης, βγαίνει από την επιτήρηση του μνημονίου και θα αναζητήσει χρηματοδότηση από τις αγορές. Φανερά τουλάχιστον, αυτό λέγεται. Ευλόγως. Η ελληνική κυβέρνηση έχει τους δικούς της λόγους: οφείλει να διακηρύξει την επιτυχία της κατά την εκτέλεση του προγράμματος, μήπως και αποκομίσει πολιτικό όφελος. Το Βερολίνο και οι Βρυξέλες υποστηρίζουν σταθερά τον πολιτικό πυρήνα του προγράμματος που οι ίδιοι επινόησαν, άρα έχουν κάθε λόγο να διακηρύσσουν την επιτυχία του. Πολύ περισσότερο υπό την παρούσα συγκυρία: όταν η Ευρώπη περιδινίζεται γύρω από την κρίση της Γαλλίας και της Ιταλίας, των μεγάλων χωρών-πυλώνων, και όχι γύρω από το περιβόητο «ελληνικό πρόβλημα». Οταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαράσσει τη δική της νομισματική πολιτική, προκαλώντας φανερά τη δυσαρέσκεια του Βερολίνου. Και όταν οι γεωπολιτικές αναταράξεις στην ευρωπαϊκή μεθόριο και, κατά κύριο λόγο, στη Μέση Ανατολή, επιβαρύνουν όχι μόνο τη στασιμότητα και την ύφεση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και την ειρήνη στην μείζονα περιοχή.

Το ελληνικό πρόβλημα άρα μπαίνει διακριτικά κάτω από το χαλί των καλών λόγων, για να κερδηθεί χρόνος. Χρόνος για να διευθετηθούν τα προβλήματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, χρόνος για να διεξαχθούν τα κρίσιμα stress tests των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης, χρόνος για να αρχίσουν να αποδίδουν τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης του κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι. Χρόνος επίσης για να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα: οι Ευρωπαίοι βλέπουν ότι η παρούσα δικομματική κυβέρνηση εξασθενεί σταδιακά και ότι είναι πολύ πιθανή, έως την άνοιξη, μια εκλογική αναμέτρηση που μπορεί να οδηγήσει σε άλλο κυβερνητικό σχήμα. Ευλόγως, δεν επιθυμούν να προχωρήσουν σε μακροχρόνιες συμφωνίες στρατηγικού χαρακτήρα με μια κυβέρνηση εν αποδρομή. Το προηγούμενο της επεισοδιακής πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου το φθινόπωρο του 2011 και του σχηματισμού έκτακτης κυβέρνησης τεχνοκρατών, για την ολοκλήρωση του μνημονίου, είναι δύσκολο ή αδύνατον να επαναληφθεί. Το γνωρίζουν. Γνωρίζουν επίσης ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι κρίσιμη για τη σταθερότητα της χώρας και για την επιβαλλόμενη προσπάθειά της να αναδυθεί από το υφεσιακό σπιράλ και την κοινωνική αποσάθρωση.

Με αυτή την οπτική, μια ενδεχόμενη πολιτική στροφή θα μπορούσε να γίνει ανεκτή. Υπό δύο όρους: Ενας, να συνεχιστεί η ομαλή αποπληρωμή των δανείων. Δύο, να μην ανατραπεί βιαίως η ακολουθούμενη πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, δημιουργώντας προηγούμενο «απείθειας». Στον πρώτο όρο συμφωνούν όλοι οι δανειστές. Στον δεύτερο όρο επιμένει με εντονότερο ζήλο η Γερμανία.

Ο πρώτος όρος προϋποθέτει μια ρύθμιση του χρέους· άλλωστε υπάρχει ρητή δέσμευση των εταίρων δανειστών περί αυτού, αν και χωρίς ποιοτικό προσδιορισμό. Η ρύθμιση του χρέους συζητείται πυρετωδώς στο παρασκήνιο και μια τουλάχιστον μορφή του δημοσιοποιείται διαρκώς: πρόκειται για την επιμήκυνση αποπληρωμής και τη σταθεροποίηση των ήδη χαμηλών επιτοκίων. Σε αυτά προστίθενται ως αιτήματα προς συζήτησιν το μορατόριουμ αποπληρωμής τόκων για ένα χρονικό διάστημα, η σύνδεση της αποπληρωμής με μια ρήτρα ανάπτυξης, και το μερικό κούρεμα. Ρύθμιση θα γίνει· κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η παρούσα Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετεί το γιγάντιο χρέος της υπερφορολογώντας τους πολίτες και παράγοντας πλεονάσματα πάνω σε έδαφος ύφεσης, ανεργίας και αποεπένδυσης. Το ζήτημα είναι λοιπόν τι είδους ρύθμιση χρέους θα γίνει ώστε να επιτραπεί στην Ελλάδα να μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης και ανασυγκρότησης της οικονομίας της. Εδώ, υπεισέρχεται ο δεύτερος όρος: πώς θα συνυπάρξουν δημοσιονομική πειθαρχία και ανάπτυξη.

Η καγκελάριος Μέρκελ διακριτικά, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες πιο ανοιχτά, αναγνωρίζουν ότι χρειάζεται επειγόντως ένα αναπτυξιακό σοκ για να αποκολληθεί η οικονομία από το υφεσιακό τέλμα, αφενός, και για να ξαναβρεί συνοχή και δυνάμεις η κοινωνία. Αυτό είναι το κλειδί. Κι εδώ ξαναμπαίνει η πολιτική βούληση και το πολιτικό σχέδιο. Με ποιους πόρους, ποια στρατηγική, προς ποία κατεύθυνση, με ποια ηγεσία, θα επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση της πληγωμένης χώρας;

Η γερμανική πρόταση για ανάπτυξη έως τώρα ήταν η συμμετοχή της κρατικής KfW στη δημιουργία του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου, με έδρα το Λουξεμβούργο. H KfW συμμετέχει με 100 εκατ. ευρώ στο συνολικό κεφάλιο των 700 εκατ. του ταμείου… Αλλοι συμμέτοχοι είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το γαλλικό Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η Ευρωπαϊκή Τραπεζα Επενδύσεων, το Ιδρυμα Ωνάση, ενώ προβέλεπται η εισροή κονδυλίων από τα ελληνικά ΕΣΠΑ. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του ΕΕΤ αναφέρουμε ότι το ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) διαθέτει κεφάλαια 1 δισ. ευρώ και έχει διαθέσει ήδη 700 εκατ. χωρίς να έχει ανασχέσει τη ραγδαία καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αλλοι ουδέτεροι αναλυτές υπολογίζουν ότι για το ελληνικό αναπτυξιακό σοκ απαιτούνται συνολικά κεφάλαια έως 50-60 δισ., σχηματιζόμενα από αρχικές συνεισφορές και μοχλεύσεις κεφαλαίων.

Με λίγα λόγια: Ποιος θα είναι υπεύθυνος για τον στρατηγικό σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός προγράμματος ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα για το άμεσο μέλλον. Και είναι πολιτικό ερώτημα, που απαιτεί πολιτική απάντηση, δημοκρατική λειτουργία, προσήλωση στο εθνικό συμφέρον. Από την απάντηση θα εξαρτηθεί η πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας, είτε προς την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη είτε προς πολλαπλές αποκλίσεις και αποκλεισμούς.

Το μνημόνιο της τρόικας τελειώνει, το ελληνοευρωπαϊκό μνημόνιο αρχίζει. Σύμφωνα με χθεσινό ρεπορτάζ του πρακτορείου Reuters από τις Βρυξέλλες, αυτό που γνωρίζαμε ήδη ότι θα συνέβαινε, δρομολογείται ήδη εσπευσμένως. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτίθεται να καταργήσει την τρόικα, και να αναλάβει η ίδια, με δικές της τεχνικές ομάδες, τους ελέγχους του νέου προγράμματος. Το δε νέο πρόγραμμα-μνημόνιο θα καταρτιστεί από την ελληνική κυβέρνηση, με εξαετή διάρκεια και στόχο την ανάπτυξη και την απαοσχόληση.

Ολα τούτα υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί νέα κεφάλαια, δηλαδή δεν θα υπάρξει το χρηματοδοτικό κενό που περιγράφει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το ΔΝΤ, σύμφωνα με αυτό το σενάριο που διοχετεύει η Κομισιόν, θα φύγει από την Ελλάδα, αλλά θα συνεχίσει να εκταμιεύει τις δόσεις του δικού του μεριδίου, έως τη λήξη της τρέχουσας μνημονιακής δανειοδότησης, αρχές του 2016. Ο έλεγχος του νέου προγράμματος θα διενεργείται από την Κομισιόν ανά εξάμηνο, αντί του τριμηναίου ελέγχου που διενεργεί η τρόικα.

Αλλος όρος: Το ελληνικό εξαετές πρόγραμμα πρέπει να καταρτιστεί από την ελληνική κυβέρνηση έως τον Οκτώβριο του 2014, προκειμένου να συμωνηθεί τον Δεκέμβριο και να αρχίσει να εφαρμόζεται από το 2015. Και οι μεταρρυθμίσεις που θα εμπεριέχει το ελληνικό πρόγραμμα θα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη ρύθμιση, δηλαδή την επιμήκυνση και απομείωση, του χρέους της Ελλάδας προς τις χώρες της ευρωζώνης και τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς ΕFSF και ESM.

Σημαντική λεπτομέρεια: Πηγές της Κομισιόν ανέφεραν ότι θα παρασχεθεί στην ελληνική κυβέρνηση μια πιστωτική γραμμή ασφαλείας, δια παν ενδεχόμενον κατά την εξαετή διάρκεια του νέου μνημονίου, γεγονός που πρέπει να συσχετιστεί με τους ισχυρισμούς του ΔΝΤ για ύπαρξη χρηματοδοτικού κενού μετά το 2015. Δεν είναι γνωστό ποιος μηχανισμός θα παράσχει την πιστωτική γραμμή, αλλά το πιθανότερο θα ήταν να αναλάβει ο ΕFSF συ συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εντούτοις, η ενδεχόμενη χρήση της πιστωτικής γραμμής από την ελληνική κυβέρνηση θα ενεργοποιεί μια ποινή: την στενότερη επιτήρηση από την Κομισιόν.

Υστάτη προϋπόθεση για το «Ελληνικό Μνημόνιο v.2»: Οι ελληνικές τράπεζες δεν θα χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια, και θα περάσουν χωρίς απώλειες τα stress tests στα οποία υποβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έως το φθινόπωρο.

Πρώτες παρατηρήσεις. Οι Βρυξέλλες, υπό τη νέα ηγεσία, επιθυμούν να δώσουν ένα σταθερότερο και πιο νομιμοποιημένο τυπικά σχήμα στην παρέμβασή τους στην Ελλάδα, ύστερα από την κριτική που άσκησαν τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το ΔΝΤ, διαφορετική βεβαίως, αλλά και εν όψει των ισχυρών αντιδράσεων που εκφράζουν σε παρόμοιες επιτηρήσεις οι κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας. Η μεταστροφή ωστόσο δεν σημαίνει χαλαρή επιτήρηση, απεναντίας.

Δεύτερον. Η αβεβαιότητα για την ύπαρξη χρηματοδοτικού κενού παραμένει, όπως αποκαλύπτει η πρόβλεψη για πιστωτική γραμμή.

Τρίτον, το σημαντικότερο πολιτικά: Η ευθύνη σύνταξης σχεδίου μετακυλίεται στην ελληνική κυβέρνηση, και μάλιστα όχι σε μία, εφόσον η διάρκειά του θα είναι 2015-2021. Αλλη κυβέρνηση θα καταρτίσει και συνομολογήσει το σχέδιο και άλλες θα το εφαρμόσουν εν συνεχεία. Περαιτέρω: Θα προλάβει να υπάρξει ολοκληρωμένο, συνεκτικό εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης έως τον Οκτώβριο, δηλαδή σε δύο μήνες; Οταν δεν υπήρξε επί τέσσερα χρόνια; Και με ποια στρατηγική άραγε, ποιες προτεραιότητες, ποιες διαβουλεύσεις, συναινέσεις και συμμαχίες εντός της κοινωνίας;

Το φθινόπωρο προμηνύεται ιδιαιτέρως θερμό.

Ο Ιούλιος είναι ο μήνας των απολογισμών: της ήδη σαραντάχρονης μεταπολίτευσης, αλλά και του ήδη τετράχρονου μνημονίου. Ο πρώτος απολογισμός διεξάγεται εγχωρίως και αυτοδυνάμως· με αποκλίνοντα συμπεράσματα, ανάλογα της πολιτικής προβολής που επιχειρείται στο σήμερα. Δηλαδή, ακόμη και για τα γεγονότα του 1973-74, αλλά και για τα πρώτα μεταπολιτευτικά έτη, παρότι έχει κατακαθίσει ο κουρνιαχτός, οι πραγματολογικές ανασυστάσεις υποκύπτουν σε επιλεκτικές ερμηνείες ή και αποκρύψεις, προκειμένου δια τερατωδών αναγωγών να δοθεί μια δικαιολογία για πράξεις σημερινές.

Φευ, η παρούσα κρίση, ιστορική τομή ανάλογη του ’74 και πολύ πιο επώδυνη μακροπρόθεσμα, δεν είναι ικανή να μας οδηγήσει σε γενναίες αποτιμήσεις, με ευθυκρισία και παρρησία. Διότι, αφενός, ορισμένοι εκ των επιχειρούντων τον απολογισμό δεν δύνανται και δεν επιθυμούν να έχουν την αναγκαία απόσταση, ως οργανικά μέρη της κρινόμενης περιόδου. Αφετέρου, τα σφοδρά αισθήματα που προκαλεί η κρίση αφαιρούν την αναγκαία νηφαλιότητα· όλοι αναζητούν τον υπαίτιο, τον φταίχτη, έναν ή περισσότερους, προσωποποιημένα, και όχι αίτια δομικά, ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά. Ελπίζουμε στο εγγύς μέλλον να δούμε πιο νηφάλια και αμερόληπτα, πιο γόνιμα, την περίοδο 1974-2010· και θα τη δούμε εμείς, εγχωρίως και αυτοδυνάμως, διότι οι ξένοι δεν ενδιαφέρονται.

Αντιθέτως, ο απολογισμός του μνημονίου ενδιαφέρει τους ξένους, εταίρους και δανειστές. Αφενός διότι αυτοί το πρότειναν και το επέβαλαν, άρα τους ενδιαφέρει η πορεία του και η διαπίστωση του αποτέλεσματος. Και το ενδιαφέρον θα διαρκέσει όσο θα διαρκούν τα συμφέροντά τους, ως δανειστών και ως επιτηρητών και επικυρίαρχων. Εξ ου και από το Βερολίνο ή τις Βρυξέλες ακούγονται συχνά αναφορές στην επιτυχία της Ελλάδος: εννοούν ότι πέτυχε το πρόγραμμα διάσωσης που αυτοί σχεδίασαν και εφάρμοσαν. Αλλά για να ολοκληρωθεί η επιτυχία, συνεχίζουν, πρέπει να συνεχιστούν ακούραστα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Παρόμοια είναι η περιγραφή της κυβέρνησης: σαξές στόρι. Η κυβέρνηση εντούτοις δεν αγνοεί τόσο επιδεικτικά την πραγματικότητα που την περιβάλλει: στο κάτω της γραφής, οι εκατομμύρια άνεργοι, ανασφάλιστοι και πενόμενοι είναι δυνητικοί ψηφοφόροι. Δεν αγνοεί επίσης ότι κατά το 2015 η χώρα θα βρεθεί ενώπιον χρηματοδοτικού κενού, ύψους 12,6 δισ. κατά τους υπολογισμούς του ΔΝΤ, ότι το 2016 θα είναι η ώρα μηδέν για το ασφαλιστικό σύστημα, και εν πάση περιπτώσει ακόμη και η ρύθμιση του χρέους δεν είναι ικανή από μόνη της να βάλει τη χώρα σε τροχιά ανάκαμψης.

Ο πραγματικός απολογισμός του τετραετούς μνημονίου γίνεται εξωχωρίως. Τις βαθύτερες αλήθειες για το τι συνέβη και τι συμβαίνει ακόμη τις μαθαίνουμε από τις εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου: Ιούνιος 2013: δόθηκε χρόνος στην Ευρώπη να προετοιμαστεί για να περιορίσει τις επιπτώσεις από την κρίση. Ιούνιος 2014: η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεγάλες περικοπές μισθών δεν βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα, αντιθέτως οδήγησαν σε πτώση την παραγωγικότητα.

Με λιγότερο κομψή γλώσσα ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, πρόσφατα: «Η Ελλάδα σώθηκε, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες ήταν εκτεθειμένες». Ο Μάριο Ντράγκι της ΕΚΤ: «Ορισμένες αποφάσεις είχαν ληφθεί τότε με βάση πληροφορίες ελλιπείς είτε εσφαλμένες είτε παραπλανητικές». Ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, πρόεδρος της Κομισιόν: «Συχνά ξεφύγαμε από το δρόμο μας, έγιναν συσσωρευμένα λάθη κατά τη διαδρομή, αλλά συγχρόνως και τα ίδια τα κράτη είχαν τις δικές τους ευθύνες».

Οι απολογισμοί είναι χρήσιμοι για επαναχάραξη πορείας.

Κατά τη μνημονιακή εποχή παρακολουθήσαμε συχνά κυβερνητικούς παράγοντες να επικαλούνται την πίεση της τρόικας ή τα προαπαιτούμενα μέτρα του προγράμματος, προκειμένου να δικαιολογήσουν νομοθετήματα εξαιρετικά σκληρά ή απλώς παράλογα. Η λογική ήταν γνωστή: εφόσον έχουμε συνυπογράψει μνημόνια και συμβάσεις, πρέπει να τα τηρήσουμε. Το οποίο υπονοούσε ότι δεν επιθυμούσαν οι κυβερνώντες να πάρουν σκληρά ή και άδικα μέτρα, αλλά τους το επέβαλλε η τρόικα.

Πίσω από αυτό το κρυφτούλι, συνέβη και συμβαίνει ακόμη μια τερατώδης νομοθέτηση, πρόχειρη, χαοτική, αντινομική, ιδιοτελής, που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, συντεχνιακά και ατομικά, και απορρυθμίζει τον δημόσιο χώρο, χωρίς να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον.

Αυτή η απόκρυψη και η μη ανάληψη ευθύνης συνεχίζεται αδιάκοπα, τέσσερα χρόνια μετά το μνημόνιο. Με μια διαφορά: τώρα γνωρίζουμε ότι πολλές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν είναι διαταγές της τρόικας ούτε προαπαιτούμενα του μνημονίου, αλλά πολιτικές αποφάσεις της ίδιας της κυβέρνησης. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, λέγεται ότι εγχώρια λόμπι υπέβαλλαν αιτήματά τους απευθείας στην τρόικα παρακάμπτοντας την κυβέρνηση, η οποία υποχρεωνόταν να ακολουθήσει, δηλαδή να υποβάλει στη Βουλή τα κλαδικά αιτήματα ως μνημονιακές υποχρεώσεις…

Ουσιαστικά, μέσα στην κρίση, δια της υπερπαραγωγής νόμων, διαμορφώνεται ένα δικαιικό πλαίσιο και μια κρατική δομή, που αντί να εξορθολογίζουν τις δημόσιες λειτουργίες και να προστατεύουν τους πολίτες, μεγιστοποιούν την αυθαιρεσία των εκάστοτε κυβερνώντων και καταργούν τους κανόνες διαβούλευσης και λογοδοσίας.

Σε αυτή την παράδοση απόκρυψης, προχειρότητας και ιδιοτέλειας, εντάσσονται και δύο πρόφατες νομοθετικές πράξεις της Βουλής. Μία είναι η κατεπείγουσα ψήφιση του χωροταξικού από το θερινό τμήμα της Ολομέλειας. Μέσα σε μία ημέρα οι βουλευτές εκλήθησαν να μελετήσουν και να αποφασίσουν για το χωροταξικό και πολεοδομικό μέλλον της χώρας, π.χ. για το πώς ορίζονται οι ζώνες αμιγούς κατοικίας και πώς οι ζώνες μικτής χρήσης, σε ένα νομοσχέδιο που ελάχιστη σχέση είχε με ό,τι είχε κατατεθεί προς διαβούλευση. Το παιχνίδι με τα προαπαιτούμενα εξελίχθηκε ως εξής: η τρόικα πράγματι είχε απαιτήσει σύμπτυξη των σταδίων έγκρισης χωροθέτησης. Και πράγματι από επτά τα στάδια έγιναν τέσσερα. Ομως: η εγχώρια πονηριά έγκειται ότι στο μέλλον τα Ρυθμιστικά σχέδια θα τροποιούνται κατά το δοκούν με μια απλή υπουργική απόφαση! Ολη η εξουσία στον υπουργό. Ας ωρύονται πολεοδόμοι, χωροτάκτες, τεχνικά επιμελήτηρια και περιβαλλοντικές οργανώσεις.

Σε άλλη περίπτωση, στο δαιδαλώδες πολυνομοσχέδιο για τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος, ένα υψηλής κωδικοποίησης νομικό κείμενο υπερεκατό σελίδων με τρία άρθρα όλα κι όλα, παρεισέφρησε μια υποπαράγραφος φωτιά. Σύμφωνα με την υποπαράγραφο αυτή, αίρεται η δυνατότητα των δικαστικών λειτουργών να ζητούν άρση τηλεφωνικού απορρήτου κατά την έρευνα οικονομικών εγκλημάτων, συγκεκριμένα κατά την έρευνα για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Στα μουλωχτά, χωρίς διαβούλευση, με διαδικασίες εξπρές στα θερινά της Βουλής. Και τι ειρωνία: το νομοσχέδιο αφορούσε την ανακούφιση των πληγέντων της κρίσης. Αλλά αφορούσε και την ανακούφιση των παραγωγών της κρίσης, των πλυντηριούχων μαύρου χρήματος…

Δυστυχώς έχουν δίκιο οι δανειστές για όσα καταμαρτυρούν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, ότι δηλαδή δεν συλλαμβάνει το μαύρο χρήμα και τη φοροδιαφυγή. Με τέτοιο νομοθετικό-απορρυθμιστικό έργο, με τέτοια επίδειξη θράσους εν μέσω κοινωνικών ερειπίων, η κυβερνώσα τάξη δείχνει ότι όχι μόνο ανέχεται την ανομία αλλά και την υποθάλπει.

Η ελληνική κρίση είναι πολιτική, λέγαμε προ ετών. Κατόπιν, προσθέσαμε: η κοινωνία μετασχηματίζεται βαθιά και βίαια, εξαιτίας της κρίσης και με μοχλό την κρίση. Σήμερα, στην ανήσυχη, δυσοίωνη ακινησία μπορούμε να δούμε δια γυμνού οφθαλμού την κρίση σαν κλειστό βρόγχο, σαν αυτοτροφοδοτούμενη λούπα.

Στο πολιτικό πεδίο, η κρίση έχει ταπεινώσει τους διαχειριστές της, όσον αφορά την εκλογική τους νομιμοποίηση, και έχει αναδείξει νέες πολιτικές δυνάμεις. Ο μεγάλος ασθενής είναι προφανώς το Κέντρο, ό,τι κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται Κεντροαριστερά, αλλά και ο συντηρητικός χώρος, η Κεντροδεξιά ή Δεξιά. Στην κρίσιμη στιγμή, το Κέντρο δεν κατόρθωσε να υπερασπιστεί το παραδοσιακό εκλογικό του κοινό· πρόσδωσε τις προσδοκίες του, θεμιτές ή αθέμιτες, έσπασε το υπόρρητο συμβόλαιο. Ο εκλογικός καταποντισμός του και ο ηθικός ξεπεσμός του ήταν αναμενόμενα.

Το ίδιο παθαίνει τώρα και η δεξιά παράταξη, διαχειριζόμενη την κρίση με τρόπο που πλήττει καίρια τους εκλογείς της. Ουσιαστικά, τα δύο μεγάλα κόμματα, που συγκέντρωναν έως και 86% του εκλογικού σώματος, εφάρμοσαν δια του μνημονίου έναν βίαιο μετασχηματισμό της κοινωνίας, πλήττοντας κυρίως τα ποικίλα μεσοστρώματα, τον βασικό αιμοδότη τους. Στις ευρωεκλογές 2014 και τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα συγκέντρωσαν 31%. Στις παρελθούσες εθνικές εκλογές είχαν συγκεντρώσει: 42% το 2012, 77% το 2009, 86% το 2004.

Για να υπάρχει λειτουργούσα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, χρειάζονται ορισμένως υγιείς πολιτικές εκφράσεις όλου του πολιτικού φάσματος. Προς το παρόν, ας δούμε τον τελευταίο οργανισμό που δεν έχει πληγεί από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει εκ σκεδάσεως την λαϊκή εντολή, μετά επιφυλάξεων, να ανασχέσει την πτώση και να εφαρμόσει ένα υλοποιήσιμο σχέδιο εθνικής σωτηρίας, ήτοι σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης.

Η αμφίπλευρη διεύρυνση που εξαγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, και δεδομένης της θρηκόληπτης άρνησης του ΚΚΕ για οποιαδήποτε συνεργασία, κατ’ ουσίαν είναι απόπειρα κατάληψης του κεντρώου χώρου, που αφήνει κενό το διαλυμένο ΠΑΣΟΚ. Αυτό με πολιτικούς όρους.

Με κοινωνικούς όρους, η περαιτέρω διεύρυνση απαιτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει λυσιτελώς τις ανάγκες και τις προσδοκίες ευρύτατων στρωμάτων· να γίνει το συνέχον και συμπεριλαμβάνον πολιτικό υποκείμενο για ποικίλα, απογοητευμένα, θραυσμένα και έμφοβα κοινωνικά υποκείμενα. Πρόκειται για εγχείρημα εξαιρετικά απαιτητικό διανοητικά και ψυχικά, αν συνυπολογισθεί η τελεσθείσα φθορά του δημοκρατικού κράτους και των θεσμών, η ιδεολογική αμηχανία της Αριστεράς διεθνώς μετά το ρήγμα του 1989, και το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη.

Το ερώτημα είναι με ποιους όρους θα διευρυνθεί: με συμμαχίες πολιτικής κορυφής ή με εξάπλωση ριζών στη βάση; Το πρώτο είναι εύκολο και θεαματικό· το δεύτερο είναι δύσκολο και απαιτητικό. To συμβολικό φορτίο των προβεβλημένων προσώπων είναι χρήσιμο, εντούτοις είναι πεπερασμένης αξίας. Όθεν, πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο οι προβεβλημένοι επώνυμοι, αλλά πρωτίστως οι άνθρωποι με «όνομα» και ηθικό βάρος στην κοινότητα, στο μικροπεδίο, στα σπλάχνα της κοινωνίας. Η ιστορική πρόκληση είναι η κατασκευή ενός ρωμαλέου πολιτικού υποκειμένου, ικανού να αντέξει το βάρος ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης και ικανού επίσης να εμπνεύσει στην κοινωνία των πολιτών πίστη για το εθνικό σχέδιο και ένα νέο ήθος στη δημόσια σφαίρα.

Εφόσον η διεύρυνση επιχειρηθεί μόνο με μετεγγραφές στελεχών του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, το όλο εγχείρημα κινδυνεύει να γίνει συνάθροιση δημογερόντων και ανακύκλωση οιονεί τεχνοκρατών του Ancien Régime· και το πολιτικό υποκείμενο να καταλήξει μια ασπόνδυλη συνομοσπονδία ομάδων και οπλαρχηγών, ο καθείς με τη δική του ατζέντα, την ιδιοτέλεια, το χαβά του. Την τέτοια αποτύπωση του κοινωνικού στο πολιτικό, τις διαμεσολαβήσεις και τις στρεβλώσεις του κρατικοκομματικού απαράτ ―ας πούμε τις κυβερνώσες φυλές των αυλικών, των golden boys, των ΔΕΚΟ και των προστατευμένων θυλάκων― τα είδαμε εν δράσει τις δεκαετίες της αμέριμνης ισχυράς Ελλάδος, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.

Ολα τα σημάδια, εσωτερικά και εξωτερικά, δείχνουν ότι το 2014 θα είναι μια χρονιά-καμπή για την ελληνική περιπέτεια. Η τρόικα θα αποχωρήσει πριν από το καλοκαίρι, το μνημόνιο θα κλείσει τον κύκλο του, αλλά η χώρα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται υπό επιτήρησιν, συνομολογημένα, έως ότου φτάσει το χρέος της στο 75% του ΑΕΠ.

Το τέλος του μνημονίου όμως εκτιμάται ότι θα βρει τη χώρα με χρηματοδοτικό κενό, στο μέτρο που δεν θα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές. Αυτό είναι το ένα κομβικό σημείο στη σχέση της χώρας με την Ε.Ε.: Θα δοθεί πρόσθετη χρηματοδότηση; Θα γίνει αναδιάρθρωση του επίσημου χρέους; Θα επιμηκυνθεί περαιτέρω η λήξη του χρέους; Θα συναφθεί μορατόριουμ αποπληρωμής τόκων για ένα διάστημα; Κάτι απ’ όλα ή κάτι παρόμοιο θα πρέπει να συμβεί, εφόσον ουσιαστικά όλοι αναγνωρίζουν ότι το πρόγραμμα έχει αποτύχει στον βασικό του στόχο, δηλαδή να μειώσει το χρέος. Πρόβλημα χρηματοδότησης πιθανόν να εμφανισθεί εντός του έτους και στις τράπεζες, οι οποίες θα χρειασθούν επιπλέον κεφαλαιοποίηση με την καταγραφή όλων των κόκκινων δανείων.

Το άλλο κομβικό σημείο είναι η πολιτική κατάσταση κατά τον χρόνο ολοκλήρωσης του μνημονίου, διότι τότε ακριβώς θα έχουμε διπλή εκλογική αναμέτρηση: για περιφερειακές-δημοτικές αρχές και για Ευρωκοινοβούλιο. Οι κάλπες αυτές τυπικά δεν θα βγάλουν νέα κυβέρνηση, αλλά ασφαλώς θα καθορίσουν την πολιτική επιβίωση της υπάρχουσας. Είναι δε πολύ πιθανόν η αξιωματική αντιπολίτευση να προηγηθεί με διαφορά μεγαλύτερη από όση καταγράφουν τώρα οι δημοσκοπήσεις. Σε τέτοια περίπτωση, αργά ή γρήγορα θα δρομολογηθούν εθνικές εκλογές, πιθανότατα στο τέλος του καλοκαιριού.

Τρίτο κομβικό σημείο, με κρυφή σημασία, κατά τον ίδιο χρόνο, τον Μάιο, θα είναι η λήξη της θητείας του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο κ. Προβόπουλος θα απέλθει, έχοντας ολοκληρώσει την πιο επώδυνη αποστολή κεντρικού τραπεζίτη στη σύγχρονη ιστορία: το άγριο κούρεμα των Ελλήνων ομολογιούχων ― ιδιωτών, ασφαλιστικών ταμείων και κοινωφελών ιδρυμάτων. Ο διάδοχος του θα κληθεί να διαδραματίσει έναν αναλόγως δύσκολο ρόλο, ισορροπώντας ανάμεσα στον τυπικό προϊστάμενό του, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα διευρωπαϊκά συμφέροντα, και στο εθνικό συμφέρον, όπως θα εκφράζεται από την εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας. Ενδεχόμενη δυσαρμονία θα προκαλέσει μείζον πολιτικό πρόβλημα.

Ολα αυτά τα ήδη δύσκολα θα συμβαίνουν σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον επίσης δύσκολο και ρευστό: οι διαδικασίες για την τραπεζική και οικονομική-πολιτική ενοποίηση εντός της Ε.Ε. θα προχωρούν με αποκλίσεις, με κόπο και δισταγμούς, με αναβολές, όπως είδαμε και στη Σύνοδο Κορυφής της 19ης Δεκεμβρίου, καθώς κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη θα κρατούν την αναπνοή της έως τις ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου.

Αναλόγως δύσκολο και ρευστό θα είναι και το εγχώριο περιβάλλον, με μια μείζονα διαφορά: ο χρόνος εδώ είναι πολύ πιο λιγοστός, διότι δεν είναι πια τυπικά πολιτικός, δεν υπάρχει περιθώριο τακτικών καθυστερήσεων· για μέγα μέρος του πληθυσμού είναι χρόνος υπαρξιακός, οι πολίτες κινούνται ήδη στα όρια της επιβίωσης, στο χείλος του αφανισμού. Αυτή η κατεπείγουσα συνθήκη βίου διαμορφώνει απρόβλεπτες συμπεριφορές στο πολιτικό πεδίο. Το 2014 θα το θυμόμαστε διαφορετικά μετά την τρικυμιώδη τριετία του σοκ, σαν κορύφωση και έξοδο ή σαν απαρχή άλλης τρικυμίας.

tasos_pavlopoulos

Παλιότερα, το παρασκήνιο των μεγάλων συμφωνιών έφτανε στο ευρύ κοινό με πολλά χρόνια καθυστέρηση, όταν άνοιγαν κρατικά αρχεία ή όταν κάποιος ηγέτης έγραφε απομνημονεύματα. Στην επιταχυμένη εποχή μας, επιταχύνεται αναλόγως και η εκροή πληροφοριών από το ουσιώδες παρασκήνιο. Ετσι, μετά δύο ή τρία χρόνια, μαθαίνουμε χαρακτηριστικές λεπτομέρειες για το πώς καταρτίσθηκε το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας και των άλλων χρεωμένων χωρών της ευρωζώνης, δηλαδή με ποια λογική και ποιες προτεραιότητες.

Ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας, Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, στο βιβλίο του «El Dilemma», μετέφερε το κλίμα και τις ουσιώδεις λεπτομέρειες πίσω από τις κλειστές πόρτες της Συνόδου G20 των Kαννών, το 2011, όπου παίχτηκε το μέλλον των χωρών του Νότου και το άδοξο τέλος των εκλεγμένων πρωθυπουργών Ελλάδας και Ιταλίας. Ηταν οι μέρες πριν το δεύτερο ελληνικό μνημόνιο και το PSI, όταν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου αποτόλμησε να ζητήσει δημοψήφισμα. Υπό μία έννοια, ο Ελληνας πρωθυπουργός προσπάθησε να δώσει συνέχεια στη δήλωσή του, την άνοιξη του 2010, ότι μπορεί να βάλει «στο τραπέζι το πιστόλι» της στάσης πληρωμών, λίγο προτού πάει στο Καστελόριζο για να ανακοινώσει στον ελληνικό λαό την υπαγωγή στο πρόγραμμα της τρόικας.

Το πιστόλι του Γ. Παπανδρέου υπήρχε πράγματι, δεν ήταν μπλόφα. Την ίδια περίπου εποχή, Μάιο του 2010, ο νομικός Lee Buchheit, διεθνής αυθεντία στην αναδιάρθρωση κρατικών χρεών, δημοσίευσε μια σύντομη μελέτη, στην οποία επεσήμανε ότι το 90% του ελληνικού χρέους διέπετο από το εθνικό δίκαιο και άρα η Ελλάδα μπορούσε να ορίσει τον τρόπο αναδιάρθρωσης του χρέους της από εξαιρετικά ευνοϊκή θέση. Επεσήμανε επίσης από τα 319 δισ. ευρώ του χρέους τον Απρίλιο 2010, τα 240 δισ. ευρίσκοντο σε χαρτοφυλάκια ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες μάλιστα εξήρχοντο από το κραχ του 2008 πληγωμένες και υπερμοχλευμένες. Αυτό ήταν το πιστόλι.

Ολοι γνωρίζουμε τη συνέχεια. Το πιστόλι καταρχάς απασφαλίστηκε, για να ξεφορτωθούν τα ελληνικά junk bonds οι γαλλογερμανικές τράπεζες, και να εξασφαλιστεί η ευρωζώνη από φαινόμενα ντόμινο. Εν συνεχεία το πιστόλι εκπυρσοκρότησε στα χέρια του Γ. Παπανδρέου· καθηρέθη ταπεινωτικά από την πρωθυπουργία, υπό όρους που περιέγραψαν ζοφερά ο Θαπατέρο και άλλοι Ευρωπαϊοι αξιωματούχοι. Κατόπιν, το πιστόλι εκπυρσοκρότησε ως PSI, και τσάκισε τα γόνατα των Ελλήνων ομολογιούχων, ιδιωτών, ασφαλιστικών ταμείων και κοινωφελών οργανισμών. Ηταν πια 2012, δύο χρόνια από τον Απρίλιο 2010. Το PSI το οργάνωσε νομικά ο Lee Buchheit. Τον Μάιο έγιναν εκλογές.

Ολα αυτά τα γνωρίζουμε. Αυτό που έμενε να μάθουμε ακόμη ήταν η εκτίμηση της ίδιας της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ, με καθοριστικό ρόλο στον χειρισμό της ελληνικής κρίσης. Στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής των ηγετών της Ε.Ε. η κ. Μέρκελ, με ειλικρίνεια και σαφήνεια, συνόψισε το ελληνικό δράμα, γιατί έπρεπε να θυσιαστεί η Ελλάδα: «Συζητούσαμε τότε εάν η Ελλάδα θα έπρεπε να βγει από την ευρωζώνη. Νομίζω ότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, στη συνέχεια θα εγκαταλείπαμε όλοι την ευρωζώνη» (εφημερίδα Le Monde, 21 Δεκ. 2013). Είναι ίσως η σημαντικότερη πολιτική περιγραφή της χρονιάς. Η περιγραφή της καγκελαρίου συνοψίζει τι απέγινε το «πιστόλι»· και μάς προσφέρει μια οδυνηρά αποκτηθείσα γνώση για τα όρια και τις δυνατότητες ελιγμών της χώρας, για τα όρια και τις δυνατότητες της ηγεσίας της, για τα όρια της Ευρώπης.

ζωγραφική: Τάσος Παυλόπουλος

Η συνάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού με τη Γερμανίδα καγκελάριο, σήμερα, είναι αναλόγου σημασίας με τη συνάντησή τους τον Αύγουστο του 2012. Με μια διαφορά: στο πρώτο του ταξίδι μετά τις εκλογές, ο Αντώνης Σαμαράς ζήτησε ένα στήριγμα, έναν τρόπο συνύπαρξης τέλος πάντων, αφού πρώτα δήλωσε μετανοημένος για την προτέρα του στάση. Η Ανγκελα Μέρκελ τότε του είχε επισημάνει ότι θα πρέπει να κατανείμει δικαιότερα τα βάρη για να ανακουφίσει τους αδύναμους.

Στην παρούσα συνάντηση, ο Ελληνας πρωθυπουργός προσέρχεται για να ζητήσει πάλι στήριγμα, αφού έχει ήδη εφαρμόσει όσα του είχαν ζητηθεί τότε, τουλάχιστον πολλά, αν όχι όλα. Είναι εξαντλημένος. Στους δεκαπέντε μήνες που μεσολάβησαν από την πρώτη συνάντηση το οριακό πολιτικό κεφάλαιο του κ. Σαμαρά έχει εξαντληθεί, μαζί με την αντοχή του ελληνικού λαού. Η κυβέρνησή του, με οριακή και εύθραυστη πλειοψηφία, στηριζόμενη στο καταρρέον ΠΑΣΟΚ και στον έμφοβο ηγέτη του, δεν δύναται πλέον να εφαρμόσει άλλα μέτρα λιτότητας, περικοπών και υπερφορολόγησης, όπως απαιτεί η τρόικα. Το πρόγραμμα έχει φτάσει τη χώρα στα όριά της, χωρίς να διαφαίνεται έξοδος προς σταθεροποίηση και ανάκαμψη, και αυτό περιγράφεται πια όχι μόνο από ανεξάρτητους οργανισμούς και think tanks, αλλά και από το ΔΝΤ, τον αρχιτέκτονα του προγράμματος. Ακόμη και ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών παραδέχεται ότι υπήρξαν λάθη.

Είναι σαφές ότι ο κ. Σαμαράς θα ζητήσει να του δοθεί όχι μόνο συμπάθεια, αλλά και κάτι υλικό, απτό, ώστε να μπορέσει να χαλαρώσει τη θηλιά που πνίγει τον ελληνικό λαό, και νά πάρει και ο ίδιος μιαν ανάσα. Διότι πολιτικός του χρόνος τελειώνει. Δεν μπορεί να εμφανίζεται ενώπιον των πολιτών και να ζητά θυσίες και αίμα, υποσχόμενος free Wi-Fi. Το έπραξε άπαξ και η αξιοπιστία του κατακρημνίσθηκε.

Οι αμέσως προσεχείς μήνες περιλαμβάνουν σωρεία κρίσιμων αποφάσεων και δράσεων, για τις οποίες απαιτείται πολιτική ισχύς και νομιμοποίηση: προϋπολογισμός, ορισμός του δημοσιονομικού κενού και του κενού χρηματοδότησης, ελληνική προεδρία στην Ε.Ε., σύναψη νέου μνημονίου. Και τον Μάιο, διπλή εκλογική δοκιμασία. Η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αντλήσει ισχύ από το εσωτερικό, στο μέτρο που η εφαρμοζόμενη πολιτική της καταστρέφει τα κοινωνικά στρώματα που εψήφισαν τα δύο κόμματα. Η φοροεπίθεση στη μικροϊδιοκτησία απειλεί με αφανισμό τα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα, υπερβαίνει και το έσχατο όριο αντοχής τους. Οθεν, η απαιτούμενη ισχύς, η ένεση πολιτικού χρόνου, υπό τη μορφή κάποιας ποσοτικής χαλάρωσης, ενός δοσίματος, αναζητείται στον ξένο παράγοντα, στο Βερολίνο.

Ομως οι πολιτικοί χρόνοι Βερολίνου και Αθήνας είναι εν πολλοίς ασύμπτωτοι. Η Γερμανία δεν επείγεται όσο η Ελλάδα. Δεν απειλείται με κατάρρευση· συσκέπτεται για να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού. Δεν γνωρίζουμε καν τι σκέπτεται μεσοπρόθεσμα για την Ελλάδα. Πιθανότατα η τακτικίστρια κ. Μέρκελ θα συγχαρεί τον κ. Σαμαρά και θα του πει «κάνε λιγάκι υπομονή».

To κείμενο των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς είναι ενδεικτικό μιας διάχυτης αγωνίας για το ξεπέρασμα της κρίσης, με πολιτικούς και πνευματικούς όρους. Το μανιφέστο έχει επιμέρους αδύνατα σημεία στη ρητορική του συγκρότηση, τουλάχιστον τέτοια που εγείρουν αντιρρήσεις, αλλά σε γενικές γραμμές περιγράφει καίρια το πρωταρχικό αίτημα: την εθνική ανασυγκρότηση μέσα από τα ερείπια της κρίσης. Επισημαίνεται ορθώς ότι: «η εποχή των Μνημονίων φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Το τραύμα της εθνικής πόλωσης δεν θα σβήσει εύκολα, θα χρειαστεί μάλιστα πολύ κουράγιο και συμφιλιωτική επιμονή απ’ όλες τις πλευρές για να ξεπεραστεί. Ομως η πολιτική δραστηριότητα δεν θα περιορίζεται στην αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο». Συμφωνούμε απολύτως· η πολιτική σκέψη, ήδη τώρα, καλείται να υπερπηδήσει τα διλήμματα του 2010-13, και να υπάρξει δρώσα και λυσιτελής Μετά την Καταστροφή.

Κάποιες παρατηρήσεις εντούτοις. Η αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο δεν ήταν, δεν είναι, στενά ρητορική-ιδεολογική. Η κατάρρευση του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης και η έως καταστροφής υποβάθμιση ευρύτατων στρωμάτων υποδεικνύει ότι η εφαρμογή των Μνημονίων μετασχηματίζει την κοινωνία. Βίαια και ριζικά. Το Μνημόνιο, όπως τουλάχιστον εφαρμόστηκε, με οριζόντιες και τυφλές περικοπές, ανέδειξε νέα ταξικά χάσματα, χώρισε αδρά την κοινωνία σε έχοντες και μη έχοντες, άμβλυνε επικίνδυνα τους δεσμούς συνοχής, φτιάχνει ήδη μια χαμένη γενιά. Αυτή η αντίθεση είναι υλικότατη, δεν είναι ρητορική ή ιδεολογική.

Στο πολιτικό πεδίο επίσης αναδείχθηκε μια σφοδρή κρίση ηγεμονίας, εκφραζόμενη τυπικά με τη συρρίκνωση της συντηρητικής παράταξης και τη συντριβή της κεντροαριστεράς. Οι δεσπόζοντες σχηματισμοί της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας αμφισβητούνται σφοδρά από την παραδοσιακή τους πελατεία. Γνωρίζουμε δε, κατά αναλογία, ότι μετά παρόμοια μνημόνια σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Τουρκία, τα παλαιά ηγεμονικά κόμματα σαρώθηκαν.

Η αντίθεση εκτείνεται και στο πεδίο των ιδεών και της ιντελιγκέντσιας. Πολύ αδρά, οι διανοούμενοι αιφνιδιάστηκαν· η κρίση τους βρήκε βολεμένους και οκνηρούς, σαν φοβισμένους αμήχανους μικροαστούς γύρω από το τζάκι με τα φρόνιμα στερεότυπα.

Το μανιφέστο των 58 επισημαίνει ορθώς, άρα, την ανάγκη συμφιλίωσης και υπέρβασης του τραύματος, χωρίς όμως να υπολογίζει επαρκώς το βάθος των ουλών και τις νέες κοινωνικοπολιτικές σημασίες τους. Ισως γι’ αυτό το λόγο, υποβαθμίζει έως εξαφάνισης ως συνομιλητή τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αριστεράς που εκτινάχθηκε εξαιτίας ακριβώς της αντίθεσης, την οποία εξέφρασε. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι αρκετοί εκ των 58 έχουν περάσει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον πρόδρομό του Συνασπισμό, τον ίδιο που χαρακτηρίζουν τώρα ως νεοκομμουνιστικό και εθνολαϊκιστικό, έναν μάλλον μειωτικό και σίγουρα χρωματισμένο ιδεολογικά χαρακτηρισμό, τέτοιο που δεν επιφυλάσσουν για τη δεξιά παράταξη. Τουναντίον, αναγνωρίζουν ασμένως ως προνομιακό συνομιλητή το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ.

Το κείμενο των 58 είναι εύστοχο κατά την ανίχνευση της διάχυτης αγωνίας και της ανάγκης για υπέρβαση και σύνθεση. Είναι απλουστευτικό ή και εμμονικό κατά την ανίχνευση των υπαρκτών και αναδυόμενων κοινωνικών-πολιτικών δυνάμεων, που θα αναλάβουν το τιτάνιο έργο της εθνικής ανασυγκρότησης. Ακόμη κι αν παραμερίζει ιδρυτικά τη σταλινική αριστερά του 4,5%, μπορεί η κεντροαριστερά των σπαργάνων να αποκλείει τη λαϊκή αριστερά του 27%;

Το μαύρο στις οθόνες της ΕΡΤ ήταν ενδογενές ατύχημα, το οποίο ανεξαρτήτως της αρχικής στόχευσης, εντέλει εκτροχίασε την τρικομματική συνεργασία και γέννησε μια ασθενή κυβέρνηση. Πέραν του εσπευσμένου κυβερνητικού ανασχηματισμού, το ατύχημα ΕΡΤ φαίνεται ότι θα είναι αφετηρία βαθύτερων πολιτικών εξελίξεων. Η αποσκίρτηση της ΔΗΜΑΡ σημαίνει την απαρχή ριζικών διαφορισμών στην κομματική γεωγραφία και, περαιτέρω, στην πολιτική ψυχογεωγραφία.

Οι δυνάμεις που συγκροτούν την παρούσα κυβέρνηση είναι οι δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, για καλό και για κακό. Οι πολιτικές επιλογές ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έφτασαν τη χώρα στο σημείο ρήξης του 2009-10 και οι ίδιοι λίγο-πολύ άνθρωποι διαχειρίζονται το ναυάγιο έκτοτε. Ο παλαιός δικομματισμός συναιρεμένος θα αποτελέσει πιθανότατα τον ένα μεγάλο πόλο στο πολιτικό σκηνικό προσεχώς. Οι ιδεολογικές διαφορές, δυσδιάκριτες ήδη από καιρό, τώρα πλέον έχουν εξαλειφθεί· στη μέλλουσα ρητορική του νέου δεξιού-κεντροδεξιού πόλου η μόνη συνέχουσα ύλη θα είναι ο φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός, στο μέτρο βεβαίως που θα εξακολουθήσει να υπάρχει η ευρωζώνη όπως την ξέρουμε τώρα. Εν πάση περιπτώσει η συναίρεση των δύο πρώην αντιπάλων στην κυβέρνηση εφαρμογής του μνημονίου προοιωνίζεται την ανάδυση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με προσχωρήσεις και τρίτων, νυν αστέγων. Οι αποχωρήσεις φαίνονται λιγότερο πιθανές.

Ιδεολογικά, ο νέος σχηματισμός θα δέχεται διαρκώς πίεση από την ακροδεξιά, ως εκ τούτου, αντανακλαστικά, θα είναι δυσχερής έως αδύνατη η επέκταση προς το κέντρο. Ενδεχομένως να διαμορφωθεί ένας λόγος οιονεί νεοθατσερικός, με λαϊκιστικές και αυταρχικές αποχρώσεις, πάντως ο πολιτικός φιλελευθερισμός συρρικνώνεται διαρκώς.

Ο άλλος πόλος του μεταμνημονιακού-μεταπτωχευτικού δικομματισμού συγκροτείται γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγαλύτερο μέρος της ΔΗΜΑΡ και ένα μέρος του κερματισμένου ΠΑΣΟΚ συγκλίνουν ήδη προς τα εκεί. Κεντρώος χώρος δεν υπάρχει, οποιαδήποτε ανασύστασή του είναι προς τα παρόν καταδικασμένη. Ο αριστερός-κεντροαριστερός πόλος της νέας εποχής έχει να επιλύσει δύσκολα προβλήματα φυσιογνωμίας και λόγου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με απώτατο ορίζοντα τις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές εκλογές στα μέσα του 2014 ― ίσως και νωρίτερα. Κυρίως επείγεται να βρει ιδέες και ζωτικότητα, πρόσωπα και δυνάμεις, ώστε να εμφανιστεί ως επί της ουσίας κυβερνώσα δύναμη.

Κωδικά, τρία είναι τα κρίσιμα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει: Πρώτον, ποια είναι η εθνική συλλογική ταυτότητα, αυτή που θα συνέχει και θα συνεγείρει τους πολίτες επί ελαχίστης βάσεως, και θα τοποθετεί γεωπολιτικά τη χώρα στο ασταθές περιβάλλον της. Δεύτερον, ποιο είναι το παραγωγικό μοντέλο με το οποίο θα ανορθωθεί η χώρα και θα μειωθούν οι στρατιές των ανέργων. Τρίτον, πώς θα επανιδρυθεί το μεταπελατειακό κράτος, με όρους λειτουργικότητας και ανοιχτής κοινωνίας. Σε αυτό το τρίπτυχο εντάσσονται και κρίσιμες απαντήσεις για την ασφάλεια, το μεταναστευτικό, τη δραστική αξιοποίηση της νεολαίας, τις στρατηγικές αντιμετώπισης του δημογραφικού κ.λπ.

Ο νέος αριστερός-κεντροαριστερός πόλος φέρει το βάρος της «μικρής» καταγωγής και της μεγάλης προσδοκίας, πιέζεται αμείλικτα από τον χρόνο και από πρωτόγνωρες ιστορικές προκλήσεις. Η προσδοκία είναι διττή: αφενός υλική ανακούφιση, αφετέρου ηθική-πολιτική αναγέννηση. Αμφότερα δύσκολα, κατεπείγοντα· το δεύτερο ίσως ακόμη περισσότερο.

H δημοσιευθείσα έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την εξέλιξη του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας, του λεγόμενου Μνημονίου, περιέχει στοιχεία και γεγονότα, που σοκάρουν τον Ελληνα πολίτη, ακόμη και τώρα, τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του. Αυτό που σοκάρει δεν είναι φυσικά η εκ των υστέρων διαπίστωση του ΔΝΤ ότι το πρόγραμμα απέτυχε στον βασικό του στόχο, να καταστήσει το χρέος βιώσιμο, και ότι όλες οι προβλέψεις του ταμείου απέκλιναν οικτρά από την πραγματικότητα. Αυτές τις αποτυχίες και τις πρακτικές τους συνέπειες τις βώνουν οδυνηρά εκατομμύρια Ελληνες.
Αυτό που σοκάρει είναι η αποκάλυψη του πολιτικού μηχανισμού κατά τη λήψη των αποφάσεων, οι εκουσίως εσφαλμένες εκτιμήσεις, το ροκάνισμα χρόνου εις βάρος της Ελλάδος και προς όφελος ευρωπαϊκών τραπεζών που διακρατούσαν ελληνικό χρέος, η θυσία εντέλει της Ελλάδας για διαφύλαξη των συμφερόντων άλλων κρατών εταίρων στην ευρωζώνη.

Το ΔΝΤ γνώριζε τι μπορούσε και τι δεν μπορούσε να γίνει, αλλά δεν το έπραξε· παραβίασε τα κριτήριά του και το δικό του πρωτόκολλο διαχείρισης κρίσεων. Το πρόγραμμα απέτυχε. Ψέγει την ευρωζώνη γι΄αυτή την αποτυχία, δηλαδή την Κομισιόν, το Eurogroup, φυσικά τον ηγεμονικό άξονα Βερολίνου-Παρισιού. Γιατί το κάνει τώρα; Διότι, πρώτον, η εκτελεστική διοίκηση του ταμείου είναι υπόλογη στους πολυεθνικούς εταίρους, στις χώρες που συνεισφέρουν χρήματα και απαιτούν λογοδοσία. Η Ευρώπη δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Είναι γνωστές από δημοσιεύματα οι αυξανόμενες προστριβές εντός του Ταμείου και οι αιτιάσεις μεγάλων χωρών, όπως η Βραζιλία, ο Καναδάς, η Ινδία κ.ά., για τους ατυχείς χειρισμούς του ΔΝΤ στις ευρωπαϊκές χώρες. Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ εισήλθε στην ευρωπαϊκή κρίση με καταρρακωμένο το κύρος του από αλλεπάλληλες αποτυχίες στη Ν. Αμερική και την Ασία. Η αποτυχία του γιγάντιου bail out στην Ελλάδα ασφαλώς δεν ενισχύει το κύρος του ιδρύματος που το ενορχήστρωσε.

Οι σφοδρές επικρίσεις του ΔΝΤ κατά της Κομισιόν και της ευρωπαϊκής ηγεσίας απηχούν επίσης την επικριτική στάση του Λευκού Οίκου έναντι του Βερολίνου στη διάρκεια της κρίσης, ιδίως κατά του δόγματος λιτότητας του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η Ευρώπη βάλλεται πανταχόθεν, εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης από συστάσεώς της. Και τρώει τα παιδιά της στην περιφέρεια: Ελλάδα, Κύπρος, Πορτογαλία κ.ο.κ. Η κρίση κατέδειξε όχι μόνο τον ωμό και ακατέργαστο ηγεμονισμό των ισχυρών, αλλά και την αναδίπλωση των εθνών-κρατών εις βάρος της ανάπηρης ομοσπονδίας με το κοινό ασύμμετρο νόμισμα και χωρίς οποιαδήποτε άλλη συνεκτική ύλη. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι η αναδυόμενη τάση παντού.

Στο εσωτερικό. Είναι φανερό ότι οι εγχώριες ηγεσίες δεν μπόρεσαν και δεν θέλησαν να συνδιαμορφώσουν με τους ξένους ένα βιώσιμο σχέδιο διάσωσης, στο μέτρο που οι δομικές μεταρρυθμίσεις θα τους συμπεριελάμβαναν, δηλαδή θα τους παραμέριζαν από την εξουσία. Το ένστικτο τής πάση θυσία αυτοδιάσωσης οδήγησε σε άκριτη υποταγή με ταυτόχρονη απόκρυψη πραγματικότητας και παρελκύσεις. Το ψεύδος ήταν αμφίδρομο: και προς τους ξένους και, κυρίως, προς τους Ελληνες πολίτες. Τρία χρόνια αργότερα, διαπιστώνουμε ότι το μεν ψέμα εξατμίζεται, το δε χρέος και οι δομικές αδυναμίες παραμένουν και θεριεύουν, σε φόντο ερειπίων.

Το σοβαρότερο τραύμα που αφήνει στο κοινωνικό σώμα η συνεχιζόμενη κρίση είναι η ανεργία. Οι περισσότεροι από τους περίπου 1,5 εκατομμύριο άνεργους δεν λαμβάνουν ούτε καν τη μικρή ανακούφιση του επιδόματος ανεργίας, ενώ πολλοί απ’ αυτούς πιθανότατα δεν θα ξαναβρούν δουλειά. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, η απασχόληση δεν θα επανέλθει σε κοινωνικώς ανεκτά επίπεδα πριν περάσουν μία-δύο δεκαετίες, και για να συμβεί αυτό προϋποτίθεται ότι η ελληνική οικονομία θα πορεύεται διαρκώς με σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, άνω του 3% ετησίως.

Παρά την παρούσα απαισιοδοξία, απολύτως θεμιτή εξαιτίας των καταστροφικών συνθηκών, η σταθεροποίηση κάποτε θα επέλθει, πιθανόν μετά το 2014. Και θα ακολουθήσει περίοδος ανάκαμψης και εξισορρόπησης της δραματικής συρρίκνωσης του ΑΕΠ, το οποίο έως τότε μπορεί να έχει απομειωθεί έως και 30%. Με ποιο τρόπο όμως η ανάκαμψη των δεικτών και των αριθμών θα οδηγήσει σε ανακούφιση των κατεστραμμένων Ελλήνων; Διότι ακόμη κι αν κουρευτεί το επίσημο χρέος, ακόμη κι αν εισρεύσουν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές για να τοποθετηθούν σε εγχώρια πεδία ευκαιρίας, η πραγματική οικονομία δεν πρόκειται να ανακάμψει με αναλόγως ταχύ ρυθμό. Και μόνο η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας προσφέρει θέσεις εργασίας, άρα εισόδημα και τόνωση της ζήτησης, άρα αξιοπρέπεια και επανένταξη στους πολίτες.

Σε αυτό το πεδίο όμως, στην πραγματική οικονομία, διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει κανένα μακρόπνοο, ολοκληρωμένο σχέδιο για ανάκαμψη. Το μνημόνιο της τρόικας προβλέπει μια δέσμη μεταρρυθμίσεων, οι οποίες όμως είναι κατά το πλείστον διοικητικής φύσεως, αποσκοπούσες στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, και μάλιστα βασισμένες σε γενικές παραδοχές προερχόμενες από εμπειρίες άλλων χωρών, που είχαν τη δυνατότητα να τυπώσουν χρήμα, να ασκήσουν συναλλαγματική πολιτική, να αυξήσουν τον πληθωρισμό κ.λπ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, κανένα από αυτά τα μακροοικονομικά εργαλεία άσκησης πολτικής δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί· η Ελλάδα, ως μέλος της ευρωζώνης, έχει εκχωρήσει προ πολλού τα εργαλεία αυτά στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τώρα πια δεν μπορεί ούτε εν μέρει να ασκήσει αυτόνομη εθνική δημοσιονομική πολιτική.

Το χειρότερο όμως πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει συνεκτικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, που θα της επιτρέψει να καταλάβει στον διεθνή καταμερισμό εργασίας μια θέση με διάρκεια και αντοχή. Στην πραγματικότητα, τέτοιο σχέδιο δεν υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Η τελευταία στρατηγική σύλληψη των κυβερνωσών ελίτ, μετά το τέλος της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, ήταν η ένταξη στην ΕΟΚ-ΕΕ. Η ένταξη κάλυψε το κενό στρατηγικού σχεδιασμού, και επέτρεψε στις πολιτικές ελίτ να εκμεταλλευθούν τις εισροές κοινοτικών κεφαλαίων για να εδραιώσουν τις πελατειακές τους σχέσεις και να εξασφαλίσουν την αυτοαναπαραγωγή τους. Τα παράπλευρα αποτελέσματα τής υπό άνισους όρους ένταξης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τα ζούμε τώρα: απίσχναση της αγροτικής παραγωγής, αποβιομηχάνιση, υπερτροφικός και δυσλειτουργικός δημόσιος τομέας, τεράστια εξάρτηση από εισαγωγές, προνοιακές δομές που κατέρρευσαν υπό το βάρος της δημοσιονομικής κρίσης.

Στην παρούσα φάση, τρία και πλέον χρόνια από την έναρξη της πτώχευσης, θα περίμενε κανείς ότι θα είχαν γίνει αντιληπτά τουλάχιστον τα στρατηγικά λάθη δεκαετιών. Ομως όχι. Τίποτε δεν δείχνει ότι οι ηγετικές ελίτ έχουν αποκολληθεί διανοητικά από τη φρενίτιδα του «χρηματοπιστωτισμού» της δεκαετίας του 1990 και των αρχών του 2000. Τίποτε δεν δείχνει ότι προσεγγίζεται ή έστω συλλαμβάνεται ένα άλλο σχέδιο για τη μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη της χώρας, προσανατολισμένο στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και βασισμένο στις δυνατότητες των ανθρώπων αυτής της χώρας. Μάλιστα φαίνεται να μην έχουν αντιληφθεί ούτε καν τις βαθύτερες οικονομικές-κοινωνικές δομές του μικρομεσαίου πλήθους εν Ελλάδι, του κατά Κων. Τσουκαλά «πολυσθενούς υποκειμένου», επί του οποίου εν πολλοίς εδράζεται η σύγχρονη Ελλάδα: πώς το νοικοκυριό εξοικονομεί πόρους από πολλές συνδυαζόμενες μικρές πηγές, μισθούς δημοσίου, υπηρεσίες, μικρό αγροτικό κλήρο, ιδιοκατοίκηση κ.λπ. Πρόκειται για ένα μοντέλο εν πολλοίς παν-μεσογειακό, το οποίο με τις αδυναμίες και τα όρια του, βοήθησε τις κοινωνίες να αντέξουν και να επιβιώσουν. Η θεολογική προσήλωση σε δόγματα υπερσυγκέντρωσης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και υπαλληλοποίησης του πληθυσμού εξοντώνει αυτό το πολυσθενές υποκείμενο και εν πολλοίς συνεπιφέρει τη ραγδαία εξαθλίωση της μεσαίας τάξης.

Δυστυχώς στο πηδάλιο του λαβωμένου σκάφους βρίσκονται άνθρωποι που αντιλαμβάνονται ακόμη τον πολίτη ως πελάτη και παρασιτικό ραντιέρη και όχι ως αυτόνομο και ελεύθερο παραγωγό. Αυτό είναι το πνευματικό και ηθικό σύμπαν στο οποίο αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους, άρα και τους άλλους. Αρα ελάχιστα ή τίποτε μπορούμε να περιμένουμε, πέρα από βεγγαλικά και φενακισμό: η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων θα φέρει αύξηση του ΑΕΠ κατά 15% (!) λόγω έντασης του αναταγωνισμού… Ποιος εχέφρων δεν έχει δει τα περασμένα χρόνια τις απελευθερωμένες αγορές τηλεπικοινωνιών, ζύθου, γάλακτος, ακτοπλοΐας να εναρμονίζουν τις τιμές και να τις κρατούν σταθερά αυξανόμενες; Ή το άλλο βεγγαλικό, ότι θα διευκολυνθεί η ίδρυση ΕΠΕ, με κατάργηση του ελαχίστου μετοχικού κεφαλαίου: Μα πρόσφατα νομοθετήθηκε η σύσταση της παρόμοιας Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (ΙΚΕ), με ελάχιστο κεφάλαιο 1 ευρώ, και με θεωρητικά απλούστατη ίδρυση μέσω ΓΕΜΗ. Ομως η επιχειρηματικότητα μπλοκάρει αλλού: ότι π.χ. οι εφορίες δεν είναι διασυνδεδεμένες και ότι μια φορολογική ενημερότητα μπορεί να σημαίνει πολύωρη ή πολυήμερη ταλαιπωρία σε ουρές και ανταλλαγές αρχαϊκών φαξ.

Υπουργοί, γραμματείς και φαρισαίοι ουδέποτε έχουν προσπαθήσει να στήσουν μια μικρή επιχείρηση, μια οποιαδήποτε δουλειά, σε περιβάλλον πραγματικής οικονομίας, in vivo. Ωστε οι συσκέψεις με μάνατζερ πολυεθνικών, για εξασφάλιση 150 (!) θέσεων εργασίας, και οι εξαγγελίες για πελατειακά στάγδην σταζ στους νέους της χαμένης γενιάς, σκορπίζουν πίκρα μάλλον παρά φως.

Unexposed_Iran

Αρκετούς μήνες μετά την πρώτη αποκάλυψη των οικονομολόγων του ΔΝΤ, στη σύνοδο του Τόκυο, ότι οι παραδοχές και οι προβλέψεις για το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας ήταν λανθασμένες, η εγερθείσα συζήτηση συνεχίζεται ενόσω εν παραλλήλω εφαρμόζεται καταλεπτώς το ατελές πρόγραμμα ― με τα γνωστά σε όλους τους Ελληνες οδυνηρά αποτελέσματα. Οι δανειστές της Ελλάδας, που επιβάλλουν τον θανατηφόρο συνδυασμό λιτότητα και ύφεση, δεν αμφισβητούν το «λάθος» του πολλαπλασιαστή ούτε την ακαδημαϊκή επάρκεια του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ. Ομως τα θεωρούν ακριβώς ακαδημαϊκή συζήτηση. Οι πολιτικές τους επιλογές είναι άλλες, είναι ορθές και απαιτούν να εφαρμοστούν, εφόσον έχουν επικυρωθεί άλλωστε από τρεις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις.
Κατά τούτο, οι δανειστές πράττουν ορθά, προς το δικό τους συμφέρον, το ορατό τουλάχιστον. Ο,τι βιώνουμε εμείς ως καταστροφή και ιστορική υποβάθμιση, μπορεί για τους δανειστές να είναι ακριβώς το επιδιωκώμενο: η ορθολογική, αν και βίαιη, προσαρμογή σε αυτό που πράγματι αξίζει να είναι η Ελλάδα, μια χώρα λίγο πάνω από τη Βουλγαρία.

Το ζήτημα είναι, πρώτον, πώς αυτή η πολιτική λιτότητας και ύφεσης βοηθά την Ευρώπη συνολικά να σταθεί στα πόδια της, χωρίς να πυροδοτεί κοινωνικές εκρήξεις και πολιτική αστάθεια. Δεύτερον, πώς αυτή η πολιτική χτίζει μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, με τεράστιες αποκλίσεις και με αλλεπάλληλες παραβιάσεις του κοινοτικού κεκτημένου και του ευρωπαϊκού νομικού-πολιτικού πολιτισμού· άρα μπορεί να πυροδοτήσει κύμα αντιευρωπαϊσμού. Τρίτον, πώς η Ελλάδα αντιμετωπίζει την τρομερή ύφεση που την πλήττει: με ποιές ιδέες, ποια βούληση και ποιο φρόνημα αντιμάχεται την κρίση και προσπαθεί να σταθεί όρθια.

Στα δύο πρώτα ζητήματα, στο ευρωπαϊκό πεδίο, η Ελλάδα δεν μπορεί να αλλάξει τον ρου ή να ανατρέψει συσχετισμούς δύναμης, αλλά μπορεί να πράξει το θεμελιώδες: να θέσει το πρόβλημά της και να προτείνει κοινές λύσεις που θα περιλαμβάνουν την ίδια. Στο τρίτο όμως η ευθύνη και η δράση είναι δικές μας, των Ελλήνων.

Τα τρία χρόνια ύφεσης, με όλο τον πόνο που έχουν προκαλέσει, έχουν προσφέρει και μια πολύτιμη, παρότι επώδυνη, πείρα. Η πτώση έδειξε τις αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου, τις αδυναμίες της διοίκησης και των θεσμών, την ενδημική διαφθορά, τις ενδοταξικές αδικίες· όλα όσα εκαλύπτοντο κάτω από το δάνειο χρήμα και την αμοιβαία εξαχρείωση ελίτ και πελατών. Δεν υπάρχει γυρισμός σε αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο δημόσιου βίου και παρασιτικής οικονομίας.

Αντιμετωπίζουμε ήδη το υπαρκτό πρόβλημα της «χαμένης γενιάς», με όρους όχι μόνο εργασιακούς και οικονομικούς, αλλά και δημογραφικούς, ιστορικούς και εθνικούς. Οι νέοι που μεταναστεύουν και οι νέοι που ενηλικιώνονται στο πουργατόριο της ανεργίας αφαιρούνται πολλαπλασίως από τον εθνικό κορμό, σε βάθος χρόνου και με πολλούς δυσμενείς τρόπους. Επιπλέον, αντιμετωπίζουμε το επίσης υπαρκτό πρόβλημα της πληβειοποίησης της μεσαίας τάξης, με ανάλογους όρους. Μπορούμε να φανταστούμε την Ελλάδα, σαν ευρωπαϊκή, δυτική χώρα, αναπτυσσόμενη και με στοιχειώδη συνοχή, χωρίς νέους ανθρώπους και χωρίς μεσαία τάξη; Χωρίς νέο αίμα και χωρίς ραχοκκαλιά; Αυτό πρέπει να σκεφτούμε, πρώτα απ’ όλα, σε συλλογικό επίπεδο, δηλαδή πολιτικά· αυτή η σκέψη θα ορίσει και το ατομικό. Κανείς δεν θα σωθεί μόνος του ενάντιος σε όλους τους άλλους.

εικόνα: Unexposed, 40 νέες γυναίκες εικαστικοί που ζουν και δημιουργούν στο Ιράν εκθέτουν 70 έργα τους.

Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, από στόματος του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, παρότι γενικόλογες, αφίστανται από τις προεκλογικές εξαγγελίες και των τριών κυβερνητικών κομμάτων. Προφανώς η συναίρεση των τριών προγραμμάτων προς ένα κοινώς αποδεκτό πλαίσιο άμβλυνε τις διαφορές και παραμέρισε υποσχέσεις. Είναι επίσης σαφές ότι η κυβέρνηση Σαμαρά θα προσπαθήσει να δώσει κάποια δείγματα συμμόρφωσης στο πλαίσιο ενεργειών του Μνημονίου, άμεσα, γρήγορα, προτού πάει στο Eurogroup για γενικότερη αξιολόγηση και ανασχεδιασμό. Η πολιτική αστάθεια των τελευταίων μηνών, εξάλλου, εξασθένησε περαιτέρω τον ήδη εξασθενημένο κρατικό μηχανισμό, και εξασθένησε ακόμη περισσότερο την διαπραγματευτική θέση της χώρας, την ώρα μάλιστα που στην Ευρώπη βρίσκεται εξ εξελίξει αναδιάταξη ισχύος και θέσεων.

Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν θέτει στην κορυφή των προτεραιοτήτων της την αναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου, τώρα. Ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας το είπε με σαφηνεια στους Financial Times: στην παρούσα φάση δεν μπορούμε να ζητήσουμε τίποτε. Το εργασιακό και η αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν αποτελούν επίσης προτεραιότητες της κυβέρνησης. Η υγεία, η παιδεία, το περιβάλλον θα περιμένουν κι αυτά.

Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός έδωσε έμφαση στις αποκρατικοποιήσεις. Αυτό είναι το μήνυμα καλής θελήσεως προς την τρόικα, η οποία ήδη καταγράφει την πορεία εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων. Ωστόσο το καλό μήνυμα προς τα έξω δεν είναι το ίδιο καλό προ τα μέσα.
Πρώτον, διότι οι αποκρατικοποιήσεις δεν έχουν κανένα άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των πολιτών, που δοκιμάζονται από την ανεργία και την οικονομική δυσπραγία.
Δεύτερον, διότι πολλές από τις αποκρατικοποιήσεις αφορούν παραγωγικούς τομείς και μονάδες στρατηγικής σημασίας για την εθνική ανάπτυξη, πράγμα που το αναγνώρισε και ο πρωθυπυοργός.
Τρίτον, μένει να υπολογιστεί το προσδοκώμενο οικονομικό όφελος, που πρόκειται να κατευθυνθεί για μείωση του χρέους· μάλιστα σε συγκυρία απαξίωσης των τιμών.

Τέλος, μένει να εκτιμηθεί το ισοζύγιο των στρατηγικών επιλογών: Τι συμφέρει περισσότερο τη χώρα μεσοπρόθεσμα; Η μείωση του χρέους, όπως ζητούν οι πιστωτές, ή η αναπτυξιακή φυγή προς τα εμπρός; Στη δεύτερη περίπτωση, με ποια αναπτυξιακά εργαλεία και ποιους πόρους θα επιχειρηθεί η ανάταξη της βαριά πληγωμένης σήμερα εθνικής οικονομίας, όταν έως το τέλος του 2012 θα έχει απωλεσθεί περίπου το 20% του ΑΕΠ, εν σχέσει με το 2007; Πρόκειται για ερωτήματα, μάλλον για επιλογές στρατηγικής, που μένουν να απαντηθούν.

Αλλα κρίσιμα, τα κρισιμότερα ίσως, ερωτήματα που μένουν να απαντηθούν από τη βούληση και τις ενέργειες της κυβέρνησης: Πώς θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση τη διαφαινόμενη μαζική στάση πληρωμών εκ μέρους των αδυνατούντων πολιτών; Πώς θα εξασφαλιστεί η στοιχειώδης ρευστότητα για μια αγορά που έχει στεγνώσει, όταν πλέον πνίγονται και υγιείς επιχειρήσεις; Και το κυριότερο ίσως: Πώς θα αντιστραφεί η ψυχική διάθεση των πολιτών, που εκτείνεται από την ηττοπάθεια έως την απόγνωση και τον αυτοχειριασμό;

Οπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση καλείται επειγόντως να φανεί πειστική σε δύο διαφορετικά μέτωπα, το εσωτερικό και το εξωτερικό, τον λαό και τους πιστωτές. Να εκπληρώσει τις υποσχέσεις για ανακούφιση των πολιτών, αφενός· να εκπληρώσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις προς τους πιστωτές, αφετέρου. Η πίεση είναι αμφοτερόπλευρη και είναι ασφυκτική.

Το πολιτικό της κεφάλαιο, για να ανταποκριθεί σε αυτή τη διπλή πρόκληση, δεν είναι επαρκές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι πιστωτές χάνουν την υπομονή τους και εστιάζουν μόνο στα ελληνικά λάθη, χαρακτηρίζοντας τη χώρα ειδική περίπτωση, αρνούμενοι πεισματικά να δουν τα δικά τους λάθη κατά τη σχεδίαση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Ο χαρακτηρισμός “ειδική περίπτωση” είναι επικίνδυνος για την Ελλάδα, και η κυβέρνηση πρέπει να τον ανατρέψει, να βάλει τη χώρα στον διευρωπαϊκό σχεδιασμό, ώστε να μπορέσει να ωφεληθεί από τις νέες ρυθμίσεις για το τραπεζικό και το δημόσιο χρέος. Οσο η Ελλάδα παραμένει άφωνη και “ειδική”, εκτός του κοινού ευρωπαϊκού κεκτημένου, θα κινδυνεύει όλο και περισσότερο να βρεθεί ξεγραμμένη, να θυσιαστεί στο βωμό εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων άλλων χωρών. Ο χρόνος παραμονής στον θάλαμο της “ειδικής περίπτωσης” είναι χρόνος χαμένος υπό κάθε έννοια, διότι σε κατάσταση εξαίρεσης δεν δίδεται ριζικότερη λύση για το χρέος, ενόσω η ύφεση και η ανεργία διαλύουν τη χώρα.

Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία βιώνει μια καταστροφή εν προόδω και είναι αποκαρδιωμένη. Εάν αυτό το μαρτύριο της αναμονής εν καταστροφή παραταθεί πέραν του φθινοπώρου, το αποκαμωμένο πλήθος θα αντιδράσει. Σε κάθε περίπτωση, η τριφυής κυβέρνηση σύντομα θα κληθεί να απαντήσει στις εναγώνιες εκκλήσεις της κοινωνίας, με έργα συγκεκριμένα, που θα ανακουφίζουν υλικά και θα αναθεμελιώνουν ένα κράτος δίκαιο και λειτουργικό. Προς τούτο, διαθέτει λίγο χρόνο, λίγους μήνες, και πεπερασμένο πολιτικό κεφάλαιο, όσο της επιτρέπουν οι εγγενείς της αδυναμίες και το ένστικτο κομματικής επιβίωσης των κυβερνητικών συνιστωσών.

Οι Ελληνες ανταποκρίθηκαν στην ιστορική πρόκληση για δεύτερη φορά. Και κατηύθυναν την ψήφο τους πάλι προς αντιμνημονιακή κατεύθυνση, κατά πλειοψηφία. Ταυτόχρονα, εισακούοντας τα εκβιαστικά, ενίοτε τρομοκρατικά, διλήμματα, διέσπειραν την ψήφο τους με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να προκύψει μια κυβέρνηση συνασπισμού ανεκτή από τον ξένο παράγοντα, δηλαδή τους πιστωτές που κρατάνε ακόμη ανοιχτή τη γραμμή πίστωσης. Η πληγωμένη Νέα Δημοκρατία και το μικρό ΠΑΣΟΚ μπορούν πλέον να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Ωστόσο, η αιτία που προκάλεσε τη φθορά τους, το Μνημόνιο, εξακολουθεί να υπάρχει, επώδυνο και καυτό, και αυτό ακριβώς καλούνται να διαχειριστούν. Με μια κρίσιμη μετατόπιση τώρα: προεκλογικά, και υπό την πίεση της προηγούμενης λαϊκής ετυμηγορίας, υποσχέθηκαν ότι θα επαναδιαπραγματευτούν το Μνημόνιο. Αυτή η υπόσχεση θα συνοδεύει τη νέα κυβέρνηση στη συνάντησή της με την τρόικα. Αρα, η βιωσιμότητα της νέας κυβέρνησης θα εξαρτηθεί από τη βούληση της τρόικας, κυρίως από το αν θελήσει το Βερολίνο να χαλαρώσει τα σκληρά μέρα λιτότητας, χρονικά και ποσοτικά. Κατ’ επέκτασιν, από τη χαλάρωση του Μνημονίου, δηλαδή από την αποτροπή της κατάρρευσης και την άμεση ανακούφιση των ανέργων και κατεστραμμένων, εξαρτάται εφεξής το πολιτικό τοπίο. Εξαρτώνται η ηγεσία και η συνοχή της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, εξαρτάται το μέγεθος ή και η ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ, στο μέτρο που θα στηρίξει φιλομνημονιακά μέτρα, εξαρτάται η μεγέθυνση ή συρρίκνωση των Ανεξάρτητων Ελλήνων και των νεοναζί. Το ΚΚΕ, αρνούμενο να μολυνθεί από την Ιστορία, ήδη συνετρίβη. Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ελληνικό και ευρωπαϊκό φαινόμενο: άδραξε τη συγκυρία, εξέφρασε μαζικά την αντιμνημονιακή ορμή, λύγισε και ωρίμασε από την ευθύνη, πολλαπλασίασε το ποσοστό του, είναι ο νικητής, παρότι ή ακριβώς επειδή μένει δεύτερος.

Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα προκαλέσει σπασμούς στα χρηματιστήρια τη Δευτέρα, αλλά οι αγορές δεν θα ξεδιψάσουν· άλλωστε το θήραμα πια είναι η Ισπανία, κατόπιν η Ιταλία κ.ο.κ. Μένει να δούμε την πολιτική αντίδραση των Βρυξελλών, του Βερολίνου, του Παρισιού, του ΔΝΤ. Μένει να δούμε την εξέλιξη της κρίσης στον ευρωπαϊκό Νότο. Μένει να δούμε αν η Ευρώπη έχει την ιστορική διορατικότητα και το σθένος να αναπροσδιορίσει τους στόχους της και να επιπλεύσει στον 21ο αιώνα.

Η αγωνία των Ελλήνων πολιτών θα συνεχιστεί, παρότι τα ΑΤΜ και τα σούπερ μάρκετ δεν θα αδειάσουν και οι κανονιοφόροι δεν θα εμφανιστούν. Τίποτε δεν έχει τελειώσει.

17.06.2012

Οι εκλογές της 6ης Μαϊου διεξάχθηκαν διλημματικά: υπέρ ή κατά του Μνημονίου. Υπέρ του Μνημονίου ετίθεντο αναγκαστικά το ΠΑΣΟΚ που το εισήγαγε και το επέβαλε ως μόνη εναλλακτική λύση έναντι της πτώχευσης, και η Νέα Δημοκρατία που μετεστράφη και ακολούθησε μετά τον Οκτώβριο του 2011. Υπέρ ετέθησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και κάποια μικρότερα κόμματα. Εναντίον του Μνημονίου ετέθησαν όλα τα άλλα κόμματα, αριστερά και δεξιά· και σχηματισμοί που προέκυψαν εξ αποσχίσεως από τα μεγάλα μνημονιακά κόμματα.

Το εκλογικό αποτέλεσμα έδειξε ότι το αντιμνημονιακό ρεύμα κατίσχυσε. Ωστόσο η διασπορά των ψήφων και ο παράλογος εκλογικός νόμος δεν επέτρεψαν τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνασπισμού, υπέρ ή κατά του Μνημονίου. Παρότι άκαρπη, όμως, η διαδικασία των διαβουλεύσεων έδειξε ότι το «μνημονιακό» μέτωπο έχει διαρραγεί: ουδείς τώρα υπερασπίζεται το Μνημόνιο ως έχει, αδιαπραγμάτευτο, ακόμη και όσοι το υπερψήφισαν πριν από λίγες εβδομάδες. Τώρα όλοι συμφωνούν ότι τα βάρη του είναι αβάσταχτα και ότι η χώρα βρίσκεται στο χείλος ανθρωπιστικής κρίσης· πρώτος ο κ. Βενιζέλος, αρχιτέκτων του Μνημονίου 2, το αναγνωρίζει. Αρα όλοι συμφωνούν ότι απαιτείται επανεξέταση ή αναδιαπραγμάτευση ή απαγκίστρωση ή πάγωμα ή ακύρωση. Ολοι συμφωνούν τώρα ότι το Μνημόνιο, με τη δομή, τον τρόπο και την ένταση που εφαρμόστηκε, έφερνε καταστροφή μάλλον ή θεραπεία. Αρα το δίλημμα υπέρ ή κατά του Μνημονίου έχει καταπέσει εν τοις πράγμασι, πολλώ μάλλον που και από τα ευρωπαϊκά κέντρα αρχίζει να πνέει δειλά άνεμος χαλάρωσης.

Εντούτοις, καθώς βαδίζουμε προς επαναληπτικές, απολύτως κρίσιμες, εκλογές, αναδύεται νέο δίλημμα: Υπέρ ή κατά της Ευρώπης; Ηδη στη δημόσια ρητορική διαμορφώνονται αδρά δύο πόλοι, ο φιλοευρωπαϊκός και αντιευρωπαϊκός. Τυπικά, σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους, αντιευρωπαϊστές μπορούν να θεωρηθούν μόνο το ΚΚΕ και οι νεοναζί, και φυσικά όχι με τους ίδιους όρους· το ΚΚΕ ακολουθεί μια πολιτική λογική, οι άλλοι απλώς κρώζουν ανορθολογικά. Ολοι οι άλλοι σχηματισμοί εντάσσουν εαυτούς πολιτισμικά και ιστορικά σε μια ευρωπαϊκή προοπτική, με περισσότερη ή λιγότερη έμφαση, με περισσότερο ή λιγότερο φορμαλισμό. Ευλόγως. Η Ελλάδα είναι Ευρώπη, και η σχέση είναι αμφίδρομη. Η Ελλάδα προϋποθέτει την Ευρώπη κατά την πολιτιστική της γενεαλογία· και η Ευρώπη εμφυσά στην Ελλάδα μια νεοκλασικιστική-ρομαντική ταυτότητα κατά τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους.

Αλλά ακόμη κι αν βρίσκουμε τους ιστορικούς δεσμούς μη επαρκείς, τότε πρέπει να δούμε τους γεωπολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς της μεταπολεμικής περιόδου, και ιδίως της πρόσφατης 30ετίας της ΕΟΚ και της ΕΕ. Η αποβολή της ασθενούς Ελλάδας από την νομισματική ένωση δεν θα έχει μόνο οικονομικό κόστος, αλλά και πολιτικό και γεωπολιτικό. Η αποσυνάγωγος Ελλάδα θα πληρώσει ασφαλώς μέγα κόστος σε ενδεχόμενη ρήξη σχέσεων, ακούσια ή εκούσια. Αλλά κόστος θα πληρώσει και η Ευρώπη, πολιτικό στο σύνολό της, σαν πολιτική ένωση, και οικονομικό σε μεμονωμένες χώρες. Το διαζύγιο δεν συμφέρει κανέναν. Αυτό το αναγνωρίζουν πλέον όλοι, εντός και εκτός συνόρων, πλην ίσως της νυν κυβερνώσας ομάδας στη Γερμανία.

Το δίλημμα άρα υπέρ ή κατά της Ευρώπης, υπέρ ή κατά του ευρώ, που αναμένεται να χρησιμοποιηθεί προεκλογικά, είναι εν πολλοίς κατασκευασμένο και άνευ ουσίας, όπως τα περισσότερα διλήμματα. Η πολιτική είναι δυναμική ρευστών, είναι διαχείριση του πραγματικού, είναι τέχνη του εφικτού· ταυτοχρόνως είναι ιστορία εν τω γεννάσθαι, ποτέ στατική και δεδομένη. Οι αφηγήσεις των πολιτικών κομμάτων από αλλού ξεκινούν και αλλού φτάνουν: το ΠΑΣΟΚ εκραύγαζε εναντίον του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ· η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή έθεσε τη χώρα εκτός ΝΑΤΟ. Κατά τον ίδιο τρόπο, η πέραν του ΚΚΕ αριστερά πορεύτηκε πάντα φιλοευρωπαϊκά, ασκώντας κριτική στις άκαμπτες νεοφιλεύθερες δοξασίες των Βρυξελών, αλλά φτάνοντας να υπερψηφίσει ακόμη και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Το πρόβλημα της συγκεκριμένης αριστεράς είναι ότι είχε υποτιμήσει το ρόλο του έθνους-κράτους και ενός μοντέρνου πατριωτισμού σαν δυνάμει πυλώνες μιας ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας δημοκρατικών ισότιμων κρατών. Αυτό το ανακαλύπτουν διανοούμενοι και πολιτικοί εδώ και σε άλλα κράτη-μέλη, τώρα που η μεγάλη ενιαία Γερμανία και η νομισματική ορθοδοξία δοκιμάζουν τις αντοχές των λαών και των δημοκρατιών. Το δίλημμα άρα δεν είναι μέσα ή έξω απ’ την Ευρώπη, αλλά ν’ αλλάξει η Ελλάδα και ν’ αλλάξει η Ευρώπη. Για την Ελλάδα είναι κατεπείγον.

Ζωγραφική: Στέλιος Φαϊτάκης, 2009.

Oι σημερινές εκλογές δεν γέμισαν χαρτί τους δρόμους και τα γραμματοκιβώτια, οι αφίσες ήταν λίγες, οι ανοιχτές συγκεντρώσεις λιγοστές και ήσυχες, η ζωή πολύ λίγο μετακινήθηκε από τον μελαγχολικό, συγκρατημένο ρυθμό της. Η ζωή έχει άλλάξει έτσι κι αλλιώς, από καιρό, δεν είναι ίδια· κυλάει με απρόοπτους κυματισμούς, γκρεμίζεται, αναπηδά και ξαναπέφτει, γεμάτη ρυτίδες και αναστατώσεις. Δεν ήταν ένα βότσαλο η χρεοκοπία, είναι βροχή από πέτρες ασταμάτητη.

Οι εκλογές είναι μια μικρή ανάπαυλα στη συναισθηματική και διανοητική καταιγίδα. Και επανέλεγχος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: λειτουργεί. Ο λαός ανασυντάσσεται σαν λαός, αφήνει προσώρας τους χαρακτήρες του πλήθους ή του όχλου, και καλείται να εκφράσει τη βούλησή του. Οσο αντιλαμβανόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε ότι κυριαρχούνται από αντιφατικά συναισθήματα, κοντοστέκουν αμφίθυμοι και αμφίβουλοι μπρος την τελετουργία της κάλπης, για πρώτη φορά ίσως ζυγίζουν τόσο βαριά την ψήφο τους, τη νιώθουν ασήκωτη. Ρωτούν συγγενείς, φίλους, νεότερους: Τι να ψηφίσουμε; Στέκουν μπροστά στο παραβάν ανταριασμένοι.

Πίσω όμως από τα έντονα, συχνά βίαια, συναισθήματα, πίσω από την οργή, τον φόβο, την απόγνωση, διακρίνουμε εξίσου έντονα τα λογικά ερωτήματα: Τι κάνουμε από Δευτέρα; Τι πραγματικά περιθώρια θα έχει όποια κυβέρνηση προκύψει, εκ συγκλίσεως ή εξ ανοχής, να εφαρμόσει το Μνημόνιο αυτούσιο και εντός χρονοδιαγράμματος; Τι περιθώρια υπάρχουν για ήπια αναδιαπραγμάτευση, για χρονική παράταση λ.χ.; Και τι περιθώρια υπάρχουν για ριζική αναδιαπραγμάτευση, αυτή που τάζει η αντιμνημονιακή ρητορική;

Κατά την εκτίμησή μας, τα περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης είναι λιγοστά· υπαρκτά μεν, λαμβανομένης υπ’ όψιν της πανευρωπαϊκής ρευστότητας, λιγοστά δε. Η διαφαινόμενη εκλογή Ολάντ στη Γαλλία μπορεί να κάμψει τη δημοσιονομική πειθαρχία του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά δεν θα τη θραύσει και ασφαλώς ό,τι γίνει θα γίνει μεσοπρόθεσμα και σταδιακά. Οι ενδείξεις για κάμψη της γερμανικής ορθοδοξίας υπάρχουν ήδη: εκτός από τον Ολάντ που έθεσε ευθέως θέμα αναθεώρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, το θέτει και η Ιταλία του Μόντι, διακριτικά μα επίμονα, το θέτει η Ισπανία που στενάζει, και βέβαια και οι μικροί εταίροι που τελούν υπό κηδεμονία Μνημονίου. Αλλά η μεταστροφή δεν θα είναι ταχεία.

Αρα η νέα ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται απεγνωσμένα χρόνο, διπλωματικό χρόνο, διαπραγματευτικό χρόνο. Ομως ο χρόνος κατασπαταλήθηκε: και όταν τον είχαμε αρκετό, το 2009-10, και όταν είχε απομείνει λιγοστός, το φθινόπωρο του 2011. Ωστε τώρα η νέα κυβέρνηση, που θα προκύψει υπό το φως νέων ιστορικών δεδομένων, δεν θα διαθέτει διπλωματικό κεφάλαιο και διαπραγματευτικό απόθεμα.

Πολύ περισσότερο που η νέα κυβέρνηση, ακόμη κι αν εξασφαλίσει ψήφους εμπιστοσύνης ή ψήφους ανοχής, θα διαθέτει τυπική μόνον νομιμοποιητική βάση και ισχνό ή ανύπαρκτο πολιτικό κεφάλαιο, ενώ θα έχει μπροστά της τιτάνιο έργο: να εξασφαλίσει πλήρη και κατά προτεραιότητα την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, με την οικονομία βυθιζόμενη σε ύφεση και την κοινωνία έξαλλη και φοβισμένη. Η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου στην παρούσα φάση άρα δεν φαίνεται εφικτή άμεσα και ριζικά. Η πολιτική ωστόσο είναι κατεξοχήν δυναμική κατάσταση· το εργαστήριο Ελλάς ενδεχομένως να τεθεί σε επόμενο στάδιο πειραματισμών, να δοθεί παράταση. Αυτό είναι και το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με όσα έχουν μισοειπωθεί, παρά τις απειλητικές δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Σόιμπλε, ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες.

Εχουμε πει ότι το υπαρκτό και αγωνιώδες ερώτημα, πριν και μετά την κάλπη, δεν είναι πια το αδρό “Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο”. Το ερώτημα είναι: Ποια Ελλάδα και πώς; Κατά τον ίδιο τρόπο δεν υφίσταται πρακτικά το αδρό δίλημμα «φιλοευρωπαϊστές – αντιευρωπαϊστές». Κανείς πολιτικός οργανισμός δεν είναι ρητά και απόλυτα εναντίον της Ευρώπης. Ακόμη και το αντιδυτικό ΚΚΕ, που θεωρεί την ΕΟΚ-ΕΕ φωλεά του καπιταλιστικού Θηρίου, προσφάτως δεν ετάχθη υπέρ της εγκατάλειψης του ευρώ. Κυρίως: οι Ελληνες θεωρούν εαυτούς, ψυχικά και πολιτιστικά, εντός της Ευρώπης, μέρος αναπόσπαστο, και μάλιστα κεντρικό, όχι περιφερειακό. Δικαίως. Η είσοδος στην ΕΟΚ και η είσοδος στην ευρωζώνη υπαγορεύθηκαν από την ιστορική αναγκαιότητα και από τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων εταίρων, όχι από ελεημοσύνη. Η ανάγκη συνύπαρξης είναι αμοιβαία. Οθεν ο χονδροειδής χωρισμός του πολιτικού, άρα και κοινωνικού, σώματος σε φιλο- και αντι-ευρωπαϊστές στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.

Ο νέος πολιτικός χάρτης, που θα προκύψει στη μετεκλογική και μετά τη χρεοκοπία εποχή, δεν θα ορισθεί με βάση τέτοια ιδεολογήματα παλαιάς κοπής. Αυτά πέθαναν τη δεκαετία του ’80. Με τις εκλογές αρχίζει και τυπικά η πολυδιάρρηξη του πολιτικού σώματος της Μεταπολίτευσης. Δυνάμεις, ιδέες, πρόσωπα, ανάγκες, κοινωνικά υποκείμενα θα αναδιαταχθούν. Ελάχιστοι θα αισθανθούν νικητές από το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά ακόμη κι αυτοί θα νιώσουν καυτές τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Οι ηττημένοι θα είναι πολλοί. Οι διασπάσεις, οι μετακινήσεις, οι εξαφανίσεις και οι γεννήσεις θα διαδέχονται η μια την άλλη. Πάνω απ΄όλα, ο εκλογικός συσχετισμός της 6ης Μαίου θα είναι η απαρχή μιας νέας πολιτικής αποτύπωσης των κοινωνικών συσχετισμών, όπως αυτοί διαμορφώνονται βιαίως και διαρκώς την τελευταία διετία των καταστροφών, κι όπως θα συνεχιστούν τα επόμενα δύσκολα χρόνια.

Ας μείνουμε νηφάλιοι και ενσυναίσθητοι εν ιστορία.

Η αυριανή εκλογική αναμέτρηση είναι μια μόνο στιγμή σε μια αλυσίδα ιστορικών τεκτονικών μετατοπίσεων που λαμβάνει χώρα αδιαλείπτως από το 2008. Από τις πρώτες ημέρες του κραχ στη Γουόλ Στριτ έως την απειλή κατάρρευσης στα πιο αδύναμα κράτη.

Η κρίση ―ουσιαστικά, πτώχευση― της χώρας μας ανέδειξε μεμιάς όλες τις αδυναμίες της παραγωγής και τις παθογένειες του κράτους, αλλά έδειξε επίσης την τραγική ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί στοιχειωδώςτα έκτακτα και να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές.

Ετι περαιτέρω, είδαμε ότι οι ελίτ και τα προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού ήσαν πνευματικά ανέτοιμοι και ανίσχυροι να συλλάβουν τη σφοδρότητα και τις νέες ποιότητες της κρίσης. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, ακαδημαϊκοί, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, μάνατζερ, στη συντριπτική πλειονότητα αναλώθηκαν σε επιμέρους αναλύσεις, λιγότερο ή περισσότερο ορθές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνέκλιναν στη συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου διάσωσης.

Ουσιαστικά το μόνο σχέδιο ενώπιον της κρίσης ήταν το Μνημόνιο, καταρτισμένο από ξένους, βάσει έτοιμων γενικών πατρόν. Ακόμη και σήμερα, δυόμισι χρόνια από την πρώτη έκρηξη, η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να εκπονήσει δικό της σχέδιο ανάταξης, στημένο πάνω σε υπαρκτές δυνάμεις και αδυναμίες. Ετσι, όλη η πολιτική ενέργεια παρήχθη ως ρητορική υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου· όχι ως σκέψη και πράξη για κατανόηση και υπέρβαση της κρίσης, και ακολούθως ως πράξη για ανάταξη και αναγέννηση της χώρας με ιστορική προοπτική. Πολλώ μάλλον που το Μνημόνιο δεν εγγυάται, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή του, ότι θα οδηγήσει τη χώρα μακριά από την καταστροφή.

Στην κάλπη θα αποτυπωθούν πολιτικά ο θυμός, ο φόβος, η απόγνωση, οι λαχτάρες του σώματος. Η κάλπη όμως δεν μπορεί να γεννήσει το σχέδιο, την πειθώ, την έμπνευση, τη ζωτικότητα, τον πραγματισμό, που απαιτούνται για τη διάσωση: αυτά παραμένουν κατεπειγόντως ζητούμενα, για εκλογείς και εκλεγμένους.

Οι ελληνικές εκλογές παίρνουν άλλη διάσταση, κυρίως ως προς το πολιτικό μήνυμα που θα στείλουν εκτός συνόρων, αν τις δουμε με φόντο τις ραγδαίες πλέον εξελίξεις στην Ευρώπη. Η ατζέντα φαίνεται να αλλάζει: από τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη λιτότητα, προς μια κατεύθυνση τόνωσης της ανάπτυξης και ανάσχεσης της ύψεσης.

Οι εκλογές στη Γαλλία ήταν το πρώτο σήμα ότι κάτι άλλαζει: όποιος Πρόεδρος κι αν εκλεγεί, είναι προφανές ότι το Παρίσι εφεξής δεν θα ακολουθήσει πειθήνια τη δημοσιονομική ορθοδοξία του Βερολίνου. Πολύ περισσότερο που πιθανότερος Πρόεδρος είναι ο διακριτικά, πλην σαφώς, «ανυπάκουος» Φ. Ολάντ, στηριγμένος και σε αριστερές ψήφους.

Δεύτερο σήμα, το ράγισμα της Ισπανίας. Ο ιβηρικός γίγαντας, βαριά τραυματισμένος από την ανεργία και το κόστος δανεισμού, υποβαθμίστηκε και απειλεί να παρασύρει όλη την ευρωζώνη. Ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών, περιγράφοντας την τεράστια κρίση της χώρας του, εξέπεμψε SOS προς την Ε.Ε.: «Η Ευρωζώνη είναι σαν τον Τιτανικό. Ένας να πνιγεί, θα πνιγούμε όλοι, ακόμα και οι επιβάτες της πρώτης θέσης». Τρίτο σήμα, ο κλονισμός της Ολλανδίας, στον σκληρό πυρήνα του ευρωβορρά. Αλλα σήματα: ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μ. Σουλτς κατηγορεί τον γαλλογερμανικό άξονα για περιφρόνηση των ευρωπαϊκών οργάνων κατά τη σύναψη του δημοσιονομικού συμφώνου και δεν αποκλείει διάλυση της Ε.Ε. Ο βετεράνος Ρομάνο Πρόντι προτείνει άξονα Γαλλίας-Ιταλίας-Ισπανίας. Ο Μάριο Μόντι πιέζει τη Γερμανία να βάλει στην ατζέντα της τον όρο ανάπτυξη.

Ολα κινούνται, όλα πάνε να αλλάξουν. Ωστε το πολιτικό διακύβευμα στο ελληνικό εργαστήριο παύει να είναι η μονοδιάστατη στοίχιση υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου. Το Μνημόνιο ως μοντέλο πιθανόν να πεθάνει σύντομα. Ιστορικό ζητούμενο είναι οι προτάσεις για παραγωγική ανασυγκρότηση και εφικτή, βιώσιμη ανάπτυξη, οι προτάσεις για πολιτική αναγέννηση. Το ερώτημα είναι: Η Ελλάδα θα προλάβει να συμπεριληφθεί σώα στο νέο ευρωπαϊκό τοπίο;

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: