You are currently browsing the tag archive for the ‘μισανθρωπία’ tag.
Το έχουμε γράψει από καιρό, από το ξέσπασμα της κρίσης που μας ακολουθεί ακόμη, ότι μια βαρύνουσα επίπτωση, μισοκρυμμένη τότε, ήταν η ψυχική διαίρεση του κοινωνικού σώματος, η ολοένα και βαθύτερη σύγχυση, ο μιθριδατισμός στον πόνο του άλλου, η αδυναμία ή και άρνηση κατανόησης της διαφορετικής γνώμης, της άλλης στάσης.
Γίναμε μια κοινωνία απειλούμενων ατόμων. Η εύκολη οδός για τον πληττόμενο, τον απειλούμενο, τον φοβισμένο, είναι η οδός της ατομικής διάσωσης παντί τρόπω ― μα πόσο συζητήσιμη είναι η ευκολία της οδού και πόσο λίγο λυσιτελής είναι αυτή η ατομική διάσωση και πόσο διαβρωτικό αυτό το παντί τρόπω… Και με πόση κωφότητα, τυφλότητα, μοχθηρία και μνησικακία στρώνεται η οδός προς έναν εγωτισμό ούτε καν χομπσιανό, μάλλον ένα εγωτισμό με χαρακτηριστικά μισανθρωπίας.
Κανείς δεν ακούει κανέναν, παλιοί φίλοι και γνωστοί, συνάδελφοι, καβγαδίζουν, καταφεύγουν σε προσωπόληπτους χαρακτηρισμούς, σε δίκες προθέσεων, διχάζονται, πικραίνονται, παύουν να μιλιούνται. Δεν είναι μόνο πολιτικά τα αίτια ή ταξικά, στο πώς βιώνουν ή πώς ερμηνεύουν την κρίση· στο έδαφος της πολιτικής διαφωνίας βλασταίνουν πλέον εσωτερικά πάθη, πείσματα, συναισθηματικές ανεπάρκειες, φοβίες, ματαιώσεις. Εξ ου και οι συγκρούσεις ξεσπούν με αφορμή έναν φαινομενικά αδύναμο σπινθήρα: ξεκινούν σαν διαφορά επιχειρήματος, προσέγγισης ή και ιδεολογίας, και φουντώνουν, ανοίγονται χαράδρες απλησίαστες.
Ενας τέτοιος σπινθήρας είναι η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού. Πάλι χαράδρα άνοιξε, ανάμεσα σε επιχειρήματα, σκέψεις, συναισθήματα. Ούτε ώσμωση ούτε διάχυση, πόσο μάλλον σύνθεση. Πάλι η διχόνοια, όπως την περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός: «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, ‘πάρ’ το’, λέγοντας, ‘και συ’» Μια κινδυνεύουσα ζωή πυροδοτεί καταρχάς μια συζήτηση για την αξία της ζωής, για το θεμιτό ή μη του αιτήματος, για το όριο τιμωρίας και σωφρονισμού, για πολλά ανοιχτά ζητήματα δικαίου. Μια τέτοια βαθιά και δύσκολη συζήτηση εξελίσσεται εν συνεχεία σε ανταλλαγή κροτίδων μίσους, ψυχολογισμού και προσωποληψίας.
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, οριστικές και σίγουρες, αυτάρεσκες. Υπάρχουν όμως μερικές παραδοχές. Πρώτη: η ζωή είναι υπέρτατο αγαθό. Δεύτερη: η συγχώρηση είναι μέρος του πολιτισμού μας, μάλιστα είναι κορυφή του πολιτισμού, δυσπρόσιτη αλλά γνωστή. Είναι η κορυφαία συμβολή του χριστιανισμού: η συγχώρηση και η αγάπη, μαζί με την καταλλαγή και τη μετάνοια. Η δημοφιλέστερη ίσως παραβολή από το Ευαγγέλιο, η παραβολή του ασώτου υιού, η παραβολή του σπλαχνικού πατέρα, αναφέρεται ακριβώς στη σημασία της συγχώρησης. Ο πατέρας απέναντι στον επιπόλαιο και αχάριστο γιο φέρεται με όλο και περισσότερη αγάπη. Ο μεγάλος γιος, ο φρόνιμος, κατηγορεί τον άσωτο μικρό αδελφό για τη συμπεριφορά του, μέμφεται τον πατέρα του για τη μεγαθυμία που επιδεικνύει.
Εχουμε βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση, διχασμένοι ανάμεσα στα μέρη της παραβολής. Είμαστε ταυτοχρόνως ο άσωτος και ο φρόνιμος γιος, και το δυσκολότερο όλων: καλούμαστε να γίνουμε και ο μεγάθυμος πατέρας, ο συγχωρών. Να αποφασίσουμε αν θα δώσουμε την ευκαιρία για νέα ζωή, για ανακαίνιση. Να δώσουμε την ευκαιρία στον άσωτο να αποσυνδεθεί από την πράξη του, να ανοιχτεί στον κόσμο ώστε να βρει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει τον εαυτό του και να ξαναγεννηθεί.
Η συγχώρηση επιστρέφει σε αυτόν που τη δίδει, διώχνει το μίσος, διώχνει την εκδίκηση, στερεώνει τη δικαιοσύνη, στερεώνει την κοινωνία. Δεν είναι απλή, δεν είναι εύκολη. Αλλά την έχουμε ανάγκη.
Η εκδημία του Κωστή Παπαγιώργη κλείνει μιαν εποχή, την εποχή που και ο ίδιος σφράγισε με την ακάματη σκέψη του και τη λαμπρή του πρόζα, με τις έκκεντρες πλην μετωπικές προσεγγίσεις του της ανθρώπινης συνθήκης, με τις οξυδερκείς περιγραφές του νεοελληνικού βίου.
Με το θάνατό του διαπιστώνουμε πόσο πολύ διαβάστηκε, πόσο βαθιά επηρέασε όλους όσοι διαμορφώνονταν πνευματικά από τη δεκαετία ’80 και εφεξής, σχεδόν δύο γενιές. Ο Παπαγιώργης εμύησε τους νεότερους στο κιαροσκούρο της μέθης, της αγοραφοβίας, της φιλίας, του αντινομικού Εικοσιένα, του Παπαδιαμάντη, του ευρωπαϊκού μηδενισμού, σε περιοχές όπου καμιά «σπουδασμένη πουλάδα» δεν πρόσφερε τίποτε ριψοκίνδυνο και εμπνευστικό, τίποτε άξιο να μοιραστεί. Ορισμένως, ξεδίψασε την αναγνωστική-στοχαστική δίψα των νεοτέρων του, λειτουργώντας παιδευτικά, σαν δάσκαλος που δεν ζητάει μίμηση και επανάληψη, αλλά σε ωθεί να βρεις τα όρια της δικής σου σκέψης, τη δική σου μοναξιά στον χρόνο και τον χώρο. [Το βιογραφικό στοιχείο που προέτασσε: Γεννήθηκε στην Υπάτη Φθιώτιδος, ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία, χωρίς να ολοκληρώσει.]
Η εκδημία του μάς δείχνει προ πάντων πόσο αγαπήθηκε σαν συγγραφέας και πρόσωπο. Στο άκουσμα του θανάτου του, την εαρινή ισημερία, όλων τα λόγια ήταν λόγια αγάπης και τιμής, όλοι αποχαιρετούσαν έναν ακριβό φίλο· όλοι όσοι τον γνώριζαν από τα γραφτά του τον ένιωθαν δικό τους άνθρωπο, φίλο, δάσκαλο, οδηγό, συνομιλητή.
Είναι ο δημοφιλέστερος και πιο επιδραστικός συγγραφέας τα τελευταία τριάντα χρόνια, περισσότερο ίσως κι από ποιητές και πεζογράφους. Παράδοξο για έναν άνθρωπο που έγραφε για την αγοραφοβία και τη μισανθρωπία, που δεν εμφανιζόταν σε τηλεοράσεις και δημόσιους χώρους; Οχι, απεναντίας: πίσω από τον είρωνα συγγραφέα υπήρχε ο τρυφερός, ο ζεστός άνθρωπος, κι αυτό το μύριζαν οι χιλιάδες αναγνώστες του μέσα απ’ τις ραφές του κειμένου. Ενιωθαν ότι το γράψιμό του ήταν η ανάσα του, δεν ήταν πόζα και στυλ, δεν μετέδιδε στρογγυλά συμπεράσματα, δεν στρίμωχνε την πραγματικότητα σε ετοιματζίδικα σχήματα, δεν ήταν γκουρού, διδάχος, μεσσίας· ήταν οργανικός διανοούμενος με τον γκραμσιανό ορισμό, έκκεντρος και αυτόφωτος, αυθεντικός, θα προσθέταμε εμείς· ο ίδιος είχε φροντίσει από νωρίς να πει: «Τα κείμενα έρχονται απ’ εκεί που δεν τα περιμένουμε. Οχι από το πανεπιστήμιο, όχι από τις σπουδασμένες πουλάδες, αλλά από άσημα άτομα, ‘ψυχούλες’ που τα βρήκαν σκούρα και πήραν τη ζωή στα σοβαρά. Είναι εντυπωσιακή η δεινότητα στην έκφραση που δείχνει μια καρδιά με επείγουσες ανάγκες όταν στρώνεται στην δουλειά και αποφασίζει να τα μάθει όλα μόνη της.»
Ψυχούλα, καρδιά… Με τον τρόπο του Τσέχωφ, του Φλωμπέρ, του Μπαλζάκ, λιγότερο με τον τρόπο των φιλοσόφων, ο Παπαγιώργης έβαζε τον αναγνώστη του μέτοχο και υπεύθυνο στην ανθρώπινη κωμωδία. Γι’ αυτό ίσως οι αναγνώστες του τον λογάριαζαν σαν σύντροφο, δεκαετίες μετά τα διαβάσματα, και σαν φίλο τώρα τον αποχαιρετούν. Αυτοί οι χιλιάδες φίλοι, από εικοσάρηδες και τριαντάρηδες ώς τους συνομηλίκους του, του λένε από την Παρασκευή «γειά σου, Ασημάκη!», επαναλαμβάνοντας πολλαπλάσιο τον πένθιμο αποχαιρετισμό του Παπαγιώργη προς τον Χρήστο Βακαλόπουλο: «Ο νεκρός υπάρχει πλέον μονάχα στην καρδιά μας. Και ακόμα βαθύτερα. Είναι πια ο σιωπηλός των σιωπηλών.»
Η πτώχευση που βιώνουμε αναδεικνύει συμπεριφορές και χαρακτήρες που σε προηγούμενο χρόνο ελάνθαναν ή καλύπτονταν. Στην επικράτεια της σπάνεως και της γυμνής ύπαρξης, του φόβου και της απελπισίας, οι άνθρωποι εκδιπλώνονται αλλιώς, ατομικά και συλλογικά. Το ζούμε καθημερινά: παλιές παρέες σπάνε, φιλίες δοκιμάζονται, ειρηνικές συμβιώσεις ραγίζουν. Οι συμβάσεις και οι αμοιβαίες παραδοχές απαιτούν κόπο, τον οποίο ελάχιστοι πια είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν. Οι δρόμοι χωρίζουν. Ο καθείς υποφέρει τον πόνο μόνος του, με τον δικό του τρόπο.
Ενας τρόπος είναι ο σκεδασμός του πόνου: σαν κακία προς τον άλλο, τον κάθε άλλον. Το νιώσαμε αυτό διάχυτο τις τελευταίες μέρες με την τραγωδία που ζει ο κυπριακός λαός, μια καταστροφή παρόμοια με την ελληνική, μάλλον και μεγαλύτερη, δεδομένων της χρονικής πύκνωσης, του αιφνιδιασμού και του περιβάλλοντος κατατρομοκράτησης που ζουν ακόμη οι Ελληνες της νήσου, με τον περιορισμό κυκλοφορίας χρήματος και την απειλούμενη στενότητα αγαθών. Πολλοί Ελληνες ένιωσαν συμπόνια, γιατί ήδη γνωρίζουν τι σημαίνει η πτώχευση, η ανεργία, ο αναγκεμός. Ολοι σχεδόν ένιωσαν φόβο, γιατί το «ατύχημα» που όλοι φοβόμασταν είναι ίσως αυτό ακριβώς, η πτώση της Κύπρου· και γιατί υποδορίως συνδέουμε τα παθήματα της Κύπρου με ευρύτερη εθνική καταστροφή. Κάποιοι Ελληνες όμως δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαιρεκακία τους για τα παθήματα των αδελφών τους. Είναι σοκαριστικό, αλλά συμβαίνει.
Γιατί; Οτι οι εγχώριοι οπαδοί τού «ναι σε όλα» επιχαίρουν για το βαρύ τίμημα του ατελέσφορου κυπριακού «όχι», διότι έτσι δικαιώνεται η δική τους στάση, είναι μια κάποια εξήγηση· αλλά παραείναι προφανής και εύκολη, για να μπορεί να εξηγήσει τη χαιρεκακία και τη μισανθρωπία που χύθηκε στον αέρα τη δεδομένη ιστορική στιγμή: Ο,τι έπαθαν οι Κύπριοι, το άξιζαν· ας πρόσεχαν· ας επέλεγαν ικανότερους ηγέτες· ας μην έστηναν πλυντήρια για Ρώσους ολιγάρχες· ας περιμάζευαν τους τραπεζίτες τους. Και τα λοιπά. Πίσω από τον ρηχό πραγματισμό των αιτιάσεων, διακρίνεται μια καταπλήσσουσα μνησικακία, μια φιλέκδικη απονομή «καθαρής» δικαιοσύνης, πολύ παρόμοια άλλωστε με τη ρητορική του Β. Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός περιέγραψε την τιμωρία της Κύπρου ως επαναφορά του αμαρτήσαντος εντός των κανόνων και εξήγησε τα αντιγερμανικά αισθήματα ανά την Ευρώπη ως φθόνο για τον Γερμανό καλό μαθητή.
Ωστε, στη δημόσια σφαίρα, οι καταστροφές ανθρώπων, οικογενειών και λαών, αλλά και οι μείζονες γεωπολιτικές μεταβολές, οι ανακατατάξεις ισχύος, η συντριβή των αδυνάτων, συζητούνται πλέον με όρους αμαρτίας, τιμωρίας, φθόνου, εκδίκησης, μνησικακίας. Ας μείνουμε στη μνησικακία. Αναπόφευκτα, ο νους τρέχει στους στοχαστές της νεωτερικότητας, που είδαν τη μνησικακία να διαπερνά τη συλλογική ψυχή.
Ο Νίτσε την είδε ως δηλητήριο και φλόγα που κατατρώει τον αδύναμο άνθρωπο: «Η μνησικακία, γεννημένη από την αδυναμία, βλάπτει περισσότερο από τον καθένα τον ίδιο τον αδύναμο – σε άλλη περίπτωση, όπου μια πλούσια φύση αποτελεί προϋπόθεση, είναι ένα πλεονάζον συναίσθημα, η τιθάσευση του οποίου είναι σχεδόν η απόδειξη του πλούτου του».
Ο Μαξ Σέλερ αφιέρωσε μία περίφημη πραγματεία στον «Μνησίκακο άνθρωπο»· η μελέτη του έδωσε πλούσιους καρπούς και στην ελληνική σκέψη: θυμάμαι πρόχειρα τον Κωστή Παπαγιώργη, που τον μετέφρασε κιόλας· τον Βασίλη Καραποστόλη που περιέγραψε σε ανύποπτο χρόνο τον νεοελληνικό βίο με τον «χόλο» και τις «προστριβές»· και πιο πρόσφατα, τους Θ. Λίποβατς και Ν. Δεμερτζή που εφάρμοσαν όψεις της σελεριανής μνησικακίας κατά τη μελέτη του πολιτικού βίου.
Για να καταλάβουμε (ή, μάλλον, να αντέξουμε) την περιρρέουσα μνησικακία, ανατρέχουμε στον Σέλερ: «Η μνησίκακη κριτική δεν θέλει αυτό που διατείνεται ότι θέλει, αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να λοιδορεί». Ο Ελλαδίτης, ήδη κατεστραμμένος υλικά και ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου, στην καταστροφή του Κυπρίου βρίσκει μια ευκαιρία να λοιδορήσει, και διά της λοιδορίας να παροχετεύσει το δηλητήριο που έχει μέσα του· νομίζει ότι έτσι, με τη λοιδορία του άλλου, δικαιώνει τη δική του αρρώστια. Πολύ περισσότερο που ο άλλος είναι ο απορριφθείς αδελφός· το έδαφος της μνησικακίας είναι η αδελφοφαγία.
Η κυπριακή πτώχευση ήταν το ατύχημα που πυροδότησε όχι μόνο την εκδίπλωση της μνησικακίας, αλλά και δείχνει επιταχυμένη τη διαδικασία ενδόρρηξης των Ελλήνων. Βουλιάζουμε μες στον φόβο, στην ανημπόρια, στην κακία, στον χειρότερό μας εαυτό.