You are currently browsing the tag archive for the ‘μικρομεσαία τάξη’ tag.
H Μεταπολίτευση νοηματοδοτήθηκε ως τέτοια, αρκετά μετά την 24η Ιουλίου 1974, όταν έπεσε η δικτατορία μαζί με την αλωθείσα Κύπρο. Ασφαλώς είναι μια μείζων διαιρετική τομή στο ιστορικό σώμα της νεότερης Ελλάδας, αλλά θα πρέπει να τη δούμε σε στενή συνάφεια με ό,τι προηγήθηκε του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Πρέπει να τη συνδέσουμε με την περίοδο 1963-67, ιδίως με το καλοκαίρι του ΄65, με τις προσδοκίες και της ματαιώσεις που σφραγίζουν την, κατά Τσίρκα, χαμένη άνοιξη. Με πολλούς τρόπους, τον Ιούλιο του ’74, και με τίμημα μια εθνική απώλεια, αποκαθίσταται μια διαθλασμένη συνέχεια με τον Ιούλιο του ΄65. Ο,τι κατεστάλη, διαψεύσθηκε, ματαιώθηκε τότε, αναδύεται πάλι, μετά εννέα έτη· διαφορετικό βεβαίως αλλά εν πάση περιπτώσει δικαιωτικό. Η πολιτειακή αλλαγή, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, οι ελεύθερες εκλογές, ο εν γένει άνεμος ελευθερίας και πολιτικής ανεξιθρησκίας, είναι τα φανερά ιστορικά στοιχεία.
Υπογείως και υπορρήτως όμως, το διάλειμμα δεν ήταν απλώς μια χρονοανωμαλία, μια καθυστέρηση. Στα χρόνια που μεσολάβησαν ώς το ’74 αναδύθηκε εν τω μεταξύ ένα δημόσιο ήθος, μια βαθύτερη γενική συμπεριφορά που διαπότισαν το συλλογικό σώμα, υποκάτω και πέραν της συμβατικής πολιτικής. Μερικά τέτοια φαινόμενα: Η ιδιότυπη απολιτικότητα που καλλιέργησε η στάση των δικτατόρων «αν δεν ανακατεύεσαι (=αντιστέκεσαι) δεν σε πειράζουμε»· η διάχυση πλούτου σε ανερχόμενα μεσοστρώματα και ημετέρους· τα θαλασσοδάνεια, η οικοδομή και η μαζική επέκταση του τουρισμού με μικρομεσαίες επιχειρήσεις·η εμφάνιση μεσοστρωμάτων και η μικροαστικοποίηση των εργατικών στρωμάτων, που άρχισε τη δεκαετία ’60 συνεχίστηκε απρόσκοπτα την επταετία.
Στο πολιτιστικό πεδίο: γέννηση του ελαφρολαϊκού και εδραίωση της μπουζουκοδιασκέδασης και της «παραλίας» ― αυτό να το δούμε σε αντιδιαστολή με τον έντεχνο λαϊκό πολιτισμό του προδικτατορικού ’60, και σαν πρόδρομο της γενικευμένης σκυλοπόπ από το ’80 έως σήμερα. Κομβικό σημείο: Πώς έγινε η πρόσληψη των πολιτικοπνευματικών κινημάτων του ’68 στο κλειστό ελληνοχριστιανικό περιβάλλον της δικτατορίας; Κυρίως αισθητικά, σαν ποπ μουσική και χίππικη εμφάνιση. Η αφομοίωση του ’68 ξεκινά ουσιαστικά με το φοιτητικό κίνημα του ’72-’73 και διαχέεται μαζικά μετά το ’74, και μάλιστα καταρχάς με τις μαοϊκές εκδοχές. Οι ελευθεριακές, ροκ και υπαρξιακές αναζητήσεις αναπτύσσονται λίγα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, αφού πρώτα πρέπει να ανατραπεί η κηδεμονία των κομματικών νεολαιών, χονδρικά το διάστημα 1977-80.
Η Μεταπολίτευση αρχίζει το 1964 και ολοκληρώνεται με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία: η Αλλαγή του 1981 είναι το έσχατο άκρο αυτής της ρωγμώδους συνέχειας. Η επόμενη τομή είναι το 1989, διττά: αφενός διότι κλονίζεται η γραμμική διαδοχή εξουσίας με τρόπο πρωτοφανή, φέρνοντας στο προσκήνιο την ηθική κάθαρση και ενώνοντας επί τούτου τη δεξιά με την αριστερά· αφετέρου, κλονίζεται η κραταιά κεντροαριστερή πλειοψηφία. Αλλά εν τω μεταξύ το γενικευμένο μικρομεσαίο ήθος της έχει διαποτίσει και την δεξιά και την αριστερά. Στο εξής, οι ρήτορες μιμούνται τον Ανδρέα Παπανδρέου, οι κυβερνώντες αναπαράγουν τον κορπορατισμό και το κομματικό απαράτ του ’80, η δημόσια παιδεία παράγει γλώσσα, ήθος και ελίτ στα μέτρα του μικρομεσαίου ευδαιμονισμού. Δομικό χαρακτηριστικό της περιόδου 1980-2010 είναι η ραγδαία άνοδος του ατομικισμού και παρασιτισμού, παρά τις διαρκείς επικλήσεις του λαού και του δημοσίου συμφέροντος.
Το ’89 εντούτοις δεν ήταν μόνο εντόπιο και βρώμικο. Ηταν πρωτίστως μια ιστορική τομή πλανητικών διαστάσεων. Αυτή την αλλαγή υποδείγματος δεν τη βιώσαμε στην ώρα της, απασχολημένοι όντες με πάμπερς και δίκες. Η τομή έγινε σταδιακά αισθητή εκ του μεταναστευτικού ρεύματος και της αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια, κι επίσης επηρέασε βαθιά τη μείζονα Αριστερά, κυρίως παραλυτικά αλλά και ερεθιστικά. Στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον η Ελλάδα αντέδρασε με εσωστρέφεια και ταυτοχρόνως με αυξανόμενη εξάρτηση από την Ε.Ε.: η ένταξη στην ΟΝΕ και την ευρωζώνη είναι στρατηγικές επιλογές σε έναν ρευστό πολυπολικό κόσμο.
Φευ, η αναζητηθείσα προστασία εντός της ευρωζώνης και το ιδεολόγημα της Ισχυρής Ελλάδος, κορυφωμένο φαντασιακά το καλοκαίρι του 2004, κατέρρευσαν με τη διεθνή κρίση του 2008. Το επόμενο ορόσημο είναι το ρήγμα του 2010, η πτώχευση, η διεθνής επιτήρηση, η συρρίκνωση της οικονομίας, και ο έκτοτε βίαιος μετασχηματισμός της κοινωνίας.
Η Μεταπολίτευση τελείωσε τυπικά το 2010, με μια ιστορική ήττα ανάλογη του ’74, χωρίς καν τις προσδοκίες ανασυγκρότησης του τότε.
Το βαρύ πυκνό καλοκαίρι του 2013, πολλοί άνθρωποι που συναντώ, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, μεταφέρουν την ίδια αίσθηση: ότι εκμετράται ο χρόνος της παρούσας κρίσης, ότι βαδίζουμε προς μια κορύφωση. Η κορύφωση έχει ποικίλες καταλήξεις, αναλόγως του συνομιλητή, πάντως όλες είναι δραματικές, οδυνηρές και λυτρωτικές συνάμα.
Τριάμισι χρόνια μετά την κατάπληκτη ομολογία πτώχευσης, τριάμισι χρόνια αλεπάλληλων θυσιών των Ελλήνων της μείζονος πλειοψηφίας και αλλεπάλληλων σφαλμάτων και σφαγών, τριάμισι χρόνια συνεχούς καταβύθισης. Δεν πάει άλλο. Ας γίνει κάτι ριζικό, ας είναι επώδυνο, αρκεί να μη συνεχιστεί αυτή η βύθιση, άλλωστε δεν έχουμε πια και πολλά να χάσουμε. Το λένει άνθρωποι υψηλής μορφώσεως, νοικοκύρηδες έως πρόσφατα, που τώρα αγκομαχάνε να τα βγάλουν πέρα, γονατισμένοι από φόρους, περικοπές μισθών, εξανεμισμένα εισοδήματα, με άνεργους συζύγους και παιδιά, με δάνεια και με σχολάζοντα κληρονομικά ακίνητα που κουβαλάνε φόρους και χαράτσια.
Τρία και πλέον χρόνια από το ιστορικό διάγγελμα του Καστελόριζου, όταν και επισήμως έμαθαν ότι η εθνική κυριαρχία αναστέλλεται επ’ αόριστον, οι αμέριμνοι νοικοκύρηδες της απέραντης μεσαίας τάξης έχουν μάθει εν τω μεταξύ ότι η κρατική χρεοκοπία συνεπιφέρει συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας, ιδιωτική πενία, κοινωνική υποβάθμιση έως πληβειοποίησης, πολιτική αστάθεια. Οι περισσότερες σταθερές του βίου γκρεμίστηκαν, για όλους. Για πολλούς, ο βίος εξέπεσε σε γυμνή ζωή, σε γυμνή επιβίωση. Γι’ αυτούς τους πολλούς δεν υπάρχει πια τίποτε να χάσουν, ούτε να φοβηθούν. Αυτή είναι η κορύφωση, η ρήξη, που την αφουγκράζονται να έρχεται πολλοί Ελληνες τούτο το καλοκαίρι.
Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήδη χαμένοι, όσοι ακόμη χάνουν, και κυρίως όσοι ακόμη σκέφτονται και αισθάνονται, παρά τα αλλεπάλληλα κύματα ενοχοποίησης, σύγχυσης και προπαγάνδας, αυτοί οι άνθρωποι είναι σε θέση ακόμη να αρθούν υπεράνω της οργής και του μίσους του ανήμπορου ηττημένου, και να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Φρονώ ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πολλοί. Και είναι το πολυτιμότερο κοίτασμα της ελληνικής γης. Αλλά είναι ασύνδετοι, σκόρπιοι, σαστισμένοι, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν μοιράζονται μια κοινή εικόνα εαυτού και ένα κοινό σχέδιο πορείας. Πορεύονται μόνοι στα τυφλά.
Η χώρα πορεύεται αφεύκτως, βρίσκεται ήδη, σε μια οικονομία πολέμου, χωρίς τον συμβατικό πόλεμο. Είναι ήδη εμπλεγμένη στον πρώτο γεωοικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα, και στο εγγύς μέλλον θα τον δούμε εναργέστερα. Οπως σε κάθε πόλεμο, την πρωταρχική σημασία την έχει το φρόνημα του εμπλεκομένου και το τι καλείται να υπερασπιστεί, δηλαδή το τί είναι, τι θεωρεί ότι είναι. Ακριβώς αυτό έχει κλονιστεί πρώτο, με το ξέσπασμα της κρίσης: η ταυτότητα. Ποιοι είμαστε, ποιοι ήμασταν, ποιοι καλούμαστε να είμαστε. Πώς βλέπουμε τώρα τους εαυτούς μας, μετά τα χαστούκια, τις ήττες και τους εξευτελισμούς. Αντέχουμε; Αυτό συζητείται εντόνως, όλα αυτά τα τριάμισι χρόνια του Γολγοθά, και αυτό αιωρείται ακόμη αναπάντητο στην κορύφωση του δράματος. Είναι η περιλάλητη «αφήγηση», το όραμα, το σχέδιο, η απόφαση και η πράξη της αναγέννησης.
Τολμώ να υποστηρίξω ότι η κοινή αφήγηση, τέλος πάντων η αφήγηση που θα χωράει πολλούς, όχι όλους, αλλά πολλούς, δεν θα προκύψει πρώτη αυτή και μετά η δράση. Δεν θα σχηματισθεί ακεραία και πλήρης, και κατόπιν θα σπεύσουμε προς εφαρμογήν της. Αντιθέτως, η αφήγηση θα ξεκινήσει σαν δράση και λόγος μαζί, και θα εκκινήσει μερική, αποσπασματική, επείγουσα, από πολλές πηγές συμβάλλουσα σε ρυάκια και κοινά ποτάμια· και θα σχηματίζεται βαθμιαία, αλλάζοντας και αυξάνοντας δυναμικά διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων, των δρώντων σκεπτόμενων υποκειμένων. Θα αναδύεται μια νέα γενική διάνοια.
Είμαστε τα πιο προχωρημένα θύματα μιας κρίσης διπλής, εσωτερικής και εξωτερικής. Αυτή η πρωτοπορία είναι πλεονέκτημα και κατάρα μαζί: μας επιτρέπει να πειραματιστούμε και να καινοτομήσουμε στην επίλυση της δικής μας κρίσης, αφενός· να δούμε πώς μπορούμε να σώσουμε τη χώρα και τους εαυτούς μας. Αφετέρου, η έκβαση της δικής καινοτομίας-σωτηρίας εξαρτάται εν πολλοίς από το διεθνές περιβάλλον. Συγκεκριμένα: Δεν μπορούμε πια να περιμένουμε να μας σώσει η Ευρώπη, αλλά και δεν μπορούμε να σωθούμε αγνοοώντας παντελώς τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Ολα θα κρίνονται διαρκώς πάνω στην κόψη του καιρού και στο ζύγισμα οφέλους-ζημίας. Η επίκληση μιας ιδεατής Ευρώπης που είναι μοναδικός προορισμός, ακόμη κι αν έχουμε μετατραπεί σε προτεκτοράτο εξαθλιωμένων νεοπληβείων, εκτός από σφαλερή είναι και δόλια και επικίνδυνη. Το ίδιο σφαλερή και επικίνδυνη μπορεί να είναι η άκριτη αποδοχή ενός δρόμου που οδηγεί σε ευθεία σύγκρουση με την Ευρώπη ή τέλος πάντων με τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις της, κυρίως τη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, η μονοσήμαντα ραγιάδικη ή η τρελοαντάρτικη στάση, με ιδιοτέλεια ή ιδεοληψία, είναι ολέθριες αμφότερες.
Επιστρέφουμε στην ταυτότητα· όχι ουσιοκρατικά, αλλά δυναμικά. Δεν θα αποφασίσουμε τώρα ποιοι ακριβώς είμαστε εφεξής και τι θα παραδώσουμε στα παιδιά μας. Αυτό διαμορφώνεται διαρκώς στο άμεσο μέλλον. Αλλά για να επιζήσουμε σε συνθήκες οικονομίας πολέμου, πρέπει να συμφωνούμε σε κάποιο ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ας είναι τα πιο πρακτικά, τα πρώτα: μια νέα σχέση του επανιδρυμένου κράτους με την εργασία και τη νέα επιχειρηματικότητα, τη μικροαμεσαία κυρίως, τη ραχοκοκκαλιά της εγχώριας οικονομίας. Η ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που τόσο θαυμαστά και απρόσμενα βλάστησε στους δύσκολους καιρούς. Επιστροφή στη γη και στις τέχνες υπό νέους όρους. Και ταυτοχρόνως, υποκάτω: Αποδοχή και ανανέωση της παράδοσης. Σύνδεση με τη διασπορά. Σύνθεση του πατριωτικού αισθήματος με την οικουμενική εξακτίνωση. Τέτοια.
Ποια είναι τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα για το αμέσως επόμενο διάστημα στην Ελλάδα; Κατά τη γνώμη μας, δύο, ένα μετρήσιμο κι ένα μη μετρήσιμο, και τα δύο όμως βόμβες στα θεμέλια: η ανεργία και ο διχασμός ―μάλλον, κερματισμός― της κοινωνίας.
Οι τελευταίες εκθέσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του ΙΟΒΕ καταγράφουν τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της οικονομίας και μια ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα. Η ανεργία τον φετινό Οκτώβριο έφτασε το 26,8%, έναντι του 19,7% τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Ο ρυθμός αύξησης είναι τρομακτικός: 2,6% μηνιαίως. Αν διατηρηθεί αυτός ο ρυθμός, τον Οκτώβριο του 2013 οι άνεργοι θα είναι το 36,5% ― περισσότερο από το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού θα είναι εκτός εργασίας, εκτός βιοπορισμού.
Οι δείκτες ανεργίας και ύφεσης αντιστοιχούν στους δείκτες της αμερικανικής Μεγάλης Υφεσης, μετά το Κραχ του 1929. Αμερικανοί αναλυτές που παρακολουθούν με ανησυχία την Ευρώπη, υπολογίζουν ότι για να επανέλθει η ανεργία στα κοινωνικώς αποδεκτά επίπεδα του 7,5%, όσο δηλαδή μετριόταν η ανεργία στην Ελλάδα το 2007, θα απαιτηθούν είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια είναι πολύ μακρύς χρόνος, είναι περίπου μια γενιά: πρώτος είχε μιλήσει για μισή ή μία χαμένη γενιά Ελλήνων ο οικονομολόγος Τομάσο Πάντοα Σιόπα, πρ. υπουργός στην Ιταλία και σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος είχε προβλέψει μια δεκαπενταετία πτώσης ήδη το 2010. Ο δε πρώην πρόεδρος της Bundesbank Aξελ Βέμπερ είχε εκτιμήσει ότι η κρίση χρέους θα ταλανίζει την Ελλάδα για την επόμενη τριακονταετία.
Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι. Το 26,8% αντιστοιχεί σε περίπου 1,35 εκατομμύρια συμπολίτες, επί συνόλου 5 εκατομμυρίων ενεργού πληθυσμού· 1,35 εκατομμύρια νοικοκυριά, οικογένειες, στερούνται το βασικό ή το αναγκαίο συμπληρωματικό εισόδημα για να επιβιώσουν. Αλλιώς: 3,64 εκατομμύρια εργαζόμενοι πρέπει να παράγουν πλούτο ικανό να θρέψει 11 εκατομμύρια Ελληνες. Δεν γίνεται.
Αυτή η αριθμητική αφόρητης ένδειας μάς οδηγεί αναπόφευκτα στις μη μετρήσιμες αλλά εξίσου αισθητές συνέπειές της: στον διχασμό, τον κερματισμό του κοινωνικού σώματος. Εξαιτίας της κρίσης η Ελλάδα χάνει οδυνηρά ό,τι είχε κατακτήσει με κόπο τη μεταπολεμική περίοδο: υψηλή κοινωνική ομοιογένεια, διαταξική κινητικότητα και μια ευρύτατη μικρομεσαία τάξη. Οι πιο αδύναμοι κρίκοι των μικρομεσαίων στρωμάτων πληβειοποιούνται, τα χάνουν όλα, ενώ και τα μεσαία στρώματα φτωχοποιούνται, χάνουν τα προστατευτικά μαξιλάρια των σταθερών εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων και ήδη απειλείται σοβαρά το τελευταίο οχυρό και ταυτοποιητικό στοιχείο, η ακίνητη περιουσία.
Αυτός ο μείζων κοινωνικός μετασχηματισμός ασφαλώς θα εκφραστεί και πολιτικά. Ηδη οι ψηφοφόροι μετατοπίστηκαν μαζικά προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, καθώς η κεντρώα έκφραση κατέρρευσε ηθικά. Η μετατόπιση δεν εκφράζει μόνο την ψήφο· εκφράζει και την οργή, την απόγνωση, τον φόβο, την ελπίδα και, για πρώτη φορά με τέτοια ένταση, τον ταξικό διαχωρισμό. Ο εμφιλοχωρών διχασμός δεν έχει ιδεολογικούς ή πολιτικούς χαρακτήρες, όσο κοινωνικούς και οικονομικούς, δηλαδή ταξικούς. Ακόμη πιο ωμά: οι πεπτωκότες, οι κατεστραμμένοι, οι μη έχοντες ούτε εισόδημα ούτε ελπίδα βραχυπρόθεσμης ανάταξης, βρίσκονται αποκομμένοι από το υπόλοιπο όλον των εχόντων κάτι, βρίσκονται απέναντι, καχύποπτοι και ενάντιοι. Οσο η υπόλοιπη κοινωνία των εχόντων -κάτι ή πολύ- δεν καταφέρνει να ανασχέσει την ερείπωση και να αναδιοχετεύσει μέριμνα, υλική ανακούφιση και εργασία προς τους ανέργους, το ενδεχόμενο ρήξεων θα ενισχύεται.
Συναφές και ίσως πιο ανησυχητικό για το μέλλον, με όρους εθνικούς -ιστορικούς, είναι το φαινόμενο της νεανικής ανεργίας, που φτάνει πια το 56% στις ηλικίες 15-25. Γνωρίζουμε από το κοντινό περιβάλλον μας, πόσο οδυνηρή είναι η ανεργία του πενηντάχρονου: πιθανότατα δεν θα ξαναβρεί ποτέ δουλειά με πλήρεις αποδοχές. Η ανεργία στους νέους δεν τόσο φανερά επώδυνη· ακουμπάνε στην οικογένεια, οι ανάγκες είναι μικρότερες. Είναι όμως πιο ύπουλη και υπονομευτική: ο μακροχρόνιος αποκλεισμός από την είσοδο στην εργασία αναστέλλει βίαια μια αναγκαία τελετή ενηλικίωσης, ψαλιδίζει τα όνειρα, την αυτοπεποίθηση, τη δημιουργικότητα. Κι όχι μόνο κολοβώνει τα νεαρά άτομα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά στερεί και την κοινωνία από τις απολύτως αναγκαίες δυνάμεις ανανέωσης: Πώς αλλιώς θα ανανεώσει το έμψυχο δυναμικό της μια κοινωνία στην παραγωγή, στην επιστήμη, στην τέχνη, στις ηγετικές ελίτ; Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα φθίνει δημογραφικά. Προβάλλοντας πάνω στην υπογεννητικότητα, πάνω σε έναν γερασμένο πληθυσμό, τον καλπάζοντα δείκτη νεανικής ανεργίας και αποκλεισμού, η εξαγόμενη εικόνα είναι ζοφερή. Οι μεσήλικες κουρασμένοι και άνεργοι, οι νέοι άνεργοι ή μετανάστες. Κινδυνεύουμε σαν λαός, σαν έθνος, να μπούμε σε τροχιά ιστορικού μαρασμού.
Κασσανδρικές προβλέψεις; Ναι, εφόσον ισχύσουν οι προβολές του δυσχερούς παρόντος στον μέλλοντα χρόνο. Γνωρίζουμε όμως ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά· ρήξεις και ασυνέχειες, επώδυνες συχνά, εκτρέπουν τη ροή προς άλλες, απρόσμενες κατευθύνσεις. Στο μέτρο που μας επιτρέπεται, διότι η Ελλάδα δεν πορεύεται μόνη της αλλά εξαρτώμενη σε πολλά από άλλους, οφείλουμε να κατανοήσουμε τους κινδύνους καταρχάς, και να δράσουμε αποτρεπτικά: να διαφυλάξουμε την κοινωνική συνοχή, ανακουφίζοντας τους αδύναμους και ανανεώνοντας το συλλογικό φρόνημα. Με δικαιοσύνη και αναδιανομή. Για να επηρεάσουμε κατά το δυνατόν την ιστορική ροή, δηλαδή τη μοίρα μας.