You are currently browsing the tag archive for the ‘μεταρρυθμίσεις’ tag.
Εχουμε ξανασυζητήσει το θέμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων: τι είναι, με ποια κριτήρια αποφασίζονται, σε τι αποσκοπούν, ποιες μελέτες σκοπιμότητας και προσδοκώμενων οφελών έχουν προηγηθεί. Εμπειρικά, από την τετραετία των μεταρρυθμίσεων, μπορούμε να συνάγουμε ότι πολλές έχουν διαφημιστεί, πολλές έχουν ψηφιστεί, λίγες έχουν εφαρμοστεί χωρίς εν συνεχεία τροποποιήσεις, και ελάχιστες από αυτές έχουν βελτιώσει τη ζωή των πολιτών ή τις συνθήκες λειτουργίας επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Οι μόνες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακαριαία είναι όσες αφορούν βαρύτερη φορολόγηση, άμεση ή έμμεση.
Αρκετές μεταρρυθμίσεις μάλιστα όχι μόνο δεν βελτιώνουν τίποτε, αλλά απορρυθμίζουν επί τα χείρω. Οι προωθούμενες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λ.χ. περιγράφονται ως επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, στα αστικά δικαστήρια, αίτημα που έχει διατυπωθεί συχνά από πολίτες, επιχειρηματίες, αλλά και από δικηγόρους και δικαστές. Είναι όμως έτσι; Την περασμένη εβδομάδα, οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, συνεπικουρούμενοι, για πρώτη φορά, από τους προέδρους των ενώσεων δικαστών, εξήγησαν πώς οι επιχειρούμενες αλλαγές στον Κώδικα αλλάζουν δραματικά το δικαιικό περιβάλλον προς ζημίαν του πολίτη αλλά και του δημοσίου συμφέροντος.
Ο νομικός κόσμος υποστηρίζει ότι, εν ονόματι της «οικονομίας της δίκης» καταργείται ουσιαστικά η εξέταση μαρτύρων και η προφορική συζήτηση· η δίκη διεξάγεται με έγγραφα, βάσει ενός «προτύπου δίκης», ακόμη και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους.
Ουσιαστικά, πρόκειται για περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτών, η οποία αναδεικνύεται και σε κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες του νομοσχεδίου για τη διαδικασία πτωχεύσεων και αποζημιώσεων στην αναγκαστική εκτέλεση. Εως τώρα, από την εκπλειστηριαζόμενη περιουσία μιας πτωχευμένης επιχείρησης, προτεραιότητα στην ικανοποίηση απαιτήσεων είχαν οι εργαζόμενοι και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ακολούθως και εφόσον είχαν ικανοποιηθεί αυτοί, από το υπόλοιπο ικανοποιούνταν ο ενυπόθηκος δανειστής (κατά κανόνα, τράπεζες) και το Δημόσιο. Στον νέο Κώδικα, προβλέπεται το αντίθετο: το πλειστηρίασμα διαιρείται εξαρχής και προηγείται η τράπεζα, λαμβάνοντας το 65%, ενώ οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία μαζί λαμβάνουν το 25%, και το 10% λαμβάνουν οι προμηθευτές. Δηλαδή, η τράπεζα που επένδυσε εν γνώσει του ρίσκου, αποζημιώνεται με τη μερίδα του λέοντος, έναντι των εργαζομένων που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται, του Δημοσίου που έπρεπε να εισπράττει φόρους και των ταμείων που έπρεπε να εισπράττουν εισφορές.
Ο νομοθέτης διευκολύνει την τράπεζα να ελαχιστοποιεί το ρίσκο της, και ταυτόχρονα θεσπίζει ότι η εργασία εμπεριέχει ρίσκο και επισφάλεια, άρα και τιμωρία! Είναι εντυπωσιακό επίσης ότι ο νομοθέτης βάζει σε δεύτερη μοίρα ακόμη και τα συμφέροντα του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό το επισημαίνει προσφυώς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην έκθεσή του: «…ενδέχεται να προκληθεί απώλεια εσόδων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της αποδυνάμωσης των ισχυόντων σήμερα προνομίων τους στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης». Τι λένε επ’ αυτού οι εισηγούμενοι υπουργοί Δικαιοσύνης και Οικονομικών; «Η εν λόγω απώλεια εσόδων θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά περίπτωση»! Ητοι, θα μπαίνουν φόροι κατά περίπτωση…
Η αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει και άλλα τρωτά ή μαχητά σημεία. Το αναφερθέν παράδειγμα όμως συνοψίζει τον μεταρρυθμιστικό πυρετό: προνόμια για τις τράπεζες, υποχρεώσεις και ρίσκο για τους εργαζόμενους, ζημίες για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η εναντίωση δικηγόρων και δικαστών δεν είναι συντεχνιασμός, είναι υπεράσπιση του δικαιικού πολιτισμού, της ισονομίας και της ισοπολιτείας.
Η μεθαυριανή ψήφιση του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα μέτρα φέρνει στο νου τη μέρα της μαρμότας: όλα έχουν ξαναγίνει με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο. Η κατεπείγουσα εισαγωγή ενός πολυνομοσχεδίου 191 σελίδων με εκατοντάδες νομοθετικές ρυθμίσεις που αλλάζουν ριζικά τη διοίκηση, την εργασία, την αγορά· η ζητούμενη ψήφισή του εντός 48 ωρών χωρίς διαβούλευση· η σχεδόν καθολική άγνοια των βουλευτών για το περιεχόμενο τόσο σημαντικών νόμων· το θρίλερ για την εξασφάλιση των 151 ψήφων. Ολα έχουν ξανασυμβεί: ακόμη και η υπόσχεση ότι αυτό είναι το τελευταίο μαζικό νομοθέτημα που δοκιμάζει το κύρος του κοινοβουλίου και την υπόσταση των βουλευτών.
Μερικές παρατηρήσεις. Του πολυνομοσχεδίου προηγήθηκε μια διαβούλευση για ένα μόνο θέμα, από τα εκατοντάδες που μεταρρυθμίζονται: για το γάλα. Το γάλα είναι η καθημερινότητα, η ζωή· η δημόσια συζήτηση άρα ευκόλως στράφηκε στο γάλα. Η μεταρρύθμιση των ονομασιών και των λήξεων υποτίθεται γίνεται για να διευκολύνει τον αναταγωνισμό και να πέσουν οι τιμές προς όφελος του καταναλωτή. Από Δευτέρα θα ξέρουμε· εντούτοις, ήδη γνωρίζουμε ότι το υψηλής παστερίωσης, με πολλές ημέρες ζωής, συχνά εισαγόμενο, δεν πωλείται φθηνότερα από το χαμηλής παστερίωσης, εγχώριο, βραχείας διαρκείας.
Εν πάση περιπτώσει, μεταρρυθμίσεις και απορρυθμίσεις σαν του γάλακτος, σαν τις 250 που περιέχονται στην περίφημη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, μπορεί να είναι απαραίτητες, χρήσιμες, αδιάφορες ή περιττές, πάντως δεν απαντούν στο αγωνιώδες αίτημα για επανεκκίνηση της οικονομίας και ανακούφιση της κοινωνίας. Η βαριά ύφεση και η εφιαλτική ανεργία δεν θεραπεύονται με το άνοιγμα του επαγγέλματος του αναλογιστή ή του εκτιμητή. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν καν άμεσο δημοσιονομικό όφελος, πολύ περισσότερο δεν παράγουν νέο πλούτο και δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας· στην καλύτερη περίπτωση αναδιατάσσουν και εξορθολογίζουν το υπάρχον παραγωγικό πλαίσιο, το ασθενές ή αδρανές.
Αλλά η χώρα χρειάζεται επειγόντως τρόπους να παράγει αγαθά και υπηρεσίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, με υψηλή εμπορευσιμότητα, με δυναμικό εξαγωγών, με αξίωση να καλύψουν την εσωτερική ζήτηση. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και η κατεπείγουσα ανάγκη: η παραγωγή και η απασχόληση. Και μόνο αυτά μπορούν να αποφέρουν έσοδα στο κράτος, μαζί βεβαίως με την είσπραξη των παγίως διαφευγόντων πόρων από τους θλιβερά γνωστούς τομείς: το εμπόριο καυσίμων, τις τριγωνικές συναλλαγές, τις ασύμφορες ή ύποπτες αναθέσεις και προμήθειες του δημοσίου.
Μια ακόμη παρατήρηση: ο μετασχηματισμός του τραπεζικού συστήματος, μέσω συγχωνεύσεων, θραύσεων και εξαγορών, οδήγησε σε εντυπωσιακή ελάττωση του αριθμού των πιστωτικών ιδρυμάτων: ουσιαστικά απομένουν τέσσερις συστημικές τράπεζες και δύο μικρές. Ας παραμερίσουμε προσώρας τους όρους ανακεφαλαιοποίησης και αν θα βγει ζημιωμένο το δημόσιο που έβαλε τα 50 δισ. Ας δούμε πώς καταλήξαμε να έχουμε γιγάντιες τράπεζες μετά την πτώχευση, δυσανάλογα μεγάλες για τις αντοχές της εθνικής οικονομίας, πολύ λίγες ώστε να ελπίζουμε βάσιμα σε γόνιμο ανταγωνισμό. Ας δούμε ποια άλλη χώρα αναλόγου πληθυσμιακού και οικονομικού μεγέθους μετά την κρίση βρέθηκε με τρεις μεγάλες τράπεζες, μία προβληματική (ανακεφαλαιοποιημένες με δημόσιο χρήμα) και δύο μικρές. Τυπικά έχει δημιουργηθεί περιβάλλον για ολιγοπώλιο.
Ο τέτοιος τραπεζικός μετασχηματισμός υποβοηθείται από το πολυνομοσχέδιο: δεκάδες σελίδες του ρυθμίζουν τις περαιτέρω δράσεις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Είναι πράγματι κορυφαίας σημασίας ζήτημα. Καμία διαβούλευση όμως δεν θα διεξαχθεί εντός του κοινοβουλίου· η συζήτηση εξαντλήθηκε στα μήντια, για την παστερίωση. Αλλο ένα πλήγμα για τον ήδη τραυματισμένο κοινοβουλευτισμό.
Το μέλλον της χώρας προεικονίζεται τούτη τη στιγμή στον τρόπο λειτουργίας του δημόσιου συστήματος υγείας και παιδείας, δηλαδή στον τρόπο που αποδιαρθρώνονται: από μια προηγούμενη σχετικά ημισταθερή κατάσταση, με δομικές αδυναμίες, αλλά ευρισκόμενα σε αδιάφορη ισορροπία, σε μια κατάσταση επιταχυμένης εντροπίας, σε μια ισορροπία ασταθή, όπου όλα τα επιμέρους δομικά στοιχεία ωθούνται σε όλο και χαμηλότερη διαφοροποίηση, όλο και χαλαρότερη οργάνωση και συναρμογή, με όσο το δυνατόν μικρότερη δαπάνη ενέργειας, εντέλει σε διάλυση.
Τα πανεπιστήμια λειτουργούν ήδη με τον μισό προϋπολογισμό, με εξανεμισμένα τα αποθέματά τους από το PSI, και τώρα πιέζονται να λειτουργήσουν ουσιαστικά χωρίς διοικητικό προσωπικό. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι αν σήμερα σε πολλές απαιτητικές σχολές υπολειτουργούν εργαστήρια, βιβλιοθήκες, σπουδαστήρια, γραμματείες, του χρόνου οι σχολές αυτές θα πάψουν να λειτουργούν. Ή όλα τα μαθήματα θα είναι προφορικές παραδόσεις με χρήση μαυροπίνακα, αυτό που συμβαίνει ήδη από φέτος.
Στο σύστημα υγείας οι παθογένειες του παρελθόντος συνεχίζονται μισοκρυμμένες και εξίσου καταστροφικές: οι κοστολογήσεις υλικών και υπηρεσιών εξακολουθούν να είναι σουρεαλιστικές και γεννήτριες διαφθοράς. Ας πούμε, από τη δεκαετία ’90 ένα υπερηχογράφημα αγγείου κοστολογείται από το κράτος 75 ευρώ, και μια αγγειοχειρουργική επέμβαση κοστολογείται 45 ευρώ! Το διαγνωστικό κέντρο, λειτουργώντας με τεχνολόγους, θησαυρίζει ακόπως· ο χειρουργός, με 15-20 χρόνια εκπαίδευσης, εξαναγκάζεται στο by pass, στο φακελάκι.
Η διαχειριστική διαφθορά επιδεινώνεται από τη δημογραφική φθίση και τη θεσμική αγκύλωση: στο ΕΣΥ δεν υπάρχουν αξιόμαχοι γιατροί κάτω των 50 ετών! Το ΕΣΥ θα καταρρεύσει, εκτός των άλλων, από έλλειψη γιατρών. Οσοι μπορούν φεύγουν: όχι μόνο οι τριαντάρηδες νεοειδικευμένοι που μεταφέρουν την εθνική και οικογενειακή υπεραξία στη Γερμανία, αλλά φεύγουν και φτασμένοι πενηντάρηδες, οι κορυφαίοι, αυτοί που θα ετοίμαζαν τους διαδόχους τους, διευθυντές και σολίστ. Εμβρόντητος άκουσα από χείλη συνομηλίκων μου γιατρών, με λαμπρές καριέρες στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, να λένε το ίδιο: Τρέμω στη σκέψη ποιος θα περιθάλψει εμένα σε λίγα χρόνια…
Η δημοκρατία κρίνεται σε δύο κρίσιμα πεδία: στην υγεία και στην παιδεία. Εκεί κρίνεται η ισότητα του παρόντος και μέλλοντος βίου, υλικότατα, απτά. Και στα δύο αυτά πεδία η Ελληνική Δημοκρατία υφίσταται πανωλεθρία. Η κρίση γκρέμισε ένα ήδη αδύναμο οικοδόμημα, υπονομευμένο από ιδιοτελή συμφέροντα, παρασιτισμό, αδράνεια, ανικανότητα, κυνισμό· η πτώχευση τα μεγέθυνε και πρόσθεσε τον πανικό και την εθελοδουλία.
Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις φιλοδοξούν να αυξήσουν την προσφορά, την ώρα που η ζήτηση έχει νεκρώσει, πάνω σε ένα τοξικό υπόστρωμα ύφεσης, ανεργίας και λιτότητας. Είναι παράλογο. Αλλά ας δεχτούμε ότι αρκετές δομικές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες, αρκετές έπρεπε να είχαν γίνει την περασμένη δεκαετία. Γίνεται όμως ακόμη πιο παράλογο όταν τέτοιες ριζικές, επώδυνες αλλαγές, ζητείται να εφαρμοστούν από έμφοβους και ανεπαρκείς ανθρώπους, χωρίς πείρα, χωρίς βούληση, χωρίς σχέδιο.
Είναι φανερό πια, το οσμίζεσαι παντού στη δημόσια σφαίρα, ότι πατάμε το κατώφλι μιας μείζονος αλλαγής ή μιας μείζονος κατάρρευσης. Η πτώχευση ανέδειξε με σφοδρότητα, με τεράστιο κοινωνικό πόνο, το βαθύ πολιτικό πρόβλημα. Η χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει με κυβερνητικές νοοτροπίες κοτζαμπάσηδων, με λεηλάτες ολιγάρχες και συμβατικά γιατροσόφια τεχνοκρατών· και με ανάθεση της ζωής μας σε τρίτους· αυτά οδηγούν σε ιστορική υποβάθμιση, σε κοινωνικό και δημογραφικό μαρασμό, σε απρόβλεπτες ρηγματώσεις.
Απαιτούνται ρηξικέλευθες δράσεις, καινοτόμες ιδέες, τολμηρή ανασυγκρότηση του συλλογικού φαντασιακού πάνω στα νέα αμείλικτα δεδομένα της τοπικής δυσχέρειας και της διεθνούς ανακατάταξης. Απαιτούνται σκληρές αλήθειες και ανάληψη της ευθύνης ενός εκάστου και όλων μαζί.
Αντίπαλος μας πρώτος κατά σειράν είναι η διάχυτη κατάθλιψη, η εδραιωμένη δυσφορία, που εκδηλώνεται ήδη σαν παραίτηση, σαν αυτοκαταστροφική ολίσθηση, και σαν αυτό που ο Φρόιντ ονόμαζε «ψυχολογική αθλιότητα της μάζας». Είναι σαν να μας βαραίνει τα βλέφαρα ακαταμάχητα ο γλυκός ύπνος του ξεπαγιασμένου μες στο χιόνι· αυτόν τον ύπνο-θάνατο αποτινάσσουμε πρώτα.
Ξεπαγώνει ο νους, θερμαίνεται το φρόνημα, πυροδοτείται η βούληση για ζωή. Η ήττα, το πλήγμα, η θανάσιμη απειλή μετουσιώνονται σε δημιουργικές ενορμήσεις, σε ανάπλαση βίου. Αντικρίζουμε κατάματα τη σκληρή πραγματικότητα, κατανοούμε τους τρέχοντες παραλογισμούς, τα σφάλματα, δικά μας ή εκ καταναγκασμού, αναλογιζόμαστε εξαρχής, ριζικά, τους όρους κυριαρχίας, την ελευθερία, την ηθική και ιστορική ευθύνη απέναντι στις νεότερες γενιές. Προ πάντων, ξεπαγώνουμε.
εικον.: John Everett Millais, Ophelia.
Η κρίση έφερε στην επιφάνεια με πρωτόγνωρη ένταση τις συγκρούσεις και τις αντιθέσεις που εμφιλοχωρούσαν πάντα στο πολιτικό σώμα, αλλά δεν ήσαν εμφανείς. Η ανισότητα στην κατανομή πλούτου, π.χ., βάθυνε: οι φτωχοί πολλαπλασιάζονται γεωμετρικά, ενόσω ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερους. Η μεσαία τάξη αποδεκατίζεται, τα μέλη της ξεπέφτουν οικονομικά και την οικονομική καχεξία συνοδεύει η κατάρρευση του φρονήματος και η σύγχυση περί την ταυτότητα και την αυτοσυνειδησία. Οι υποτελείς τάξεις εξασθενούν όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά: συρρικνώνονται τα κοινωνικά δικαιώματα, δυσχεραίνεται η πρόσβαση στα, ήδη μειούμενα, δημόσια αγαθά. Κυρίως όμως μένουν έρμαια σε έναν διανοητικό κυκλώνα όπου οι έννοιες και οι λέξεις σημαίνουν άλλα από ό,τι γνώριζαν οι πολίτες ώς τώρα.
Σε αυτή την κούρσα αντιστροφών και ανανοηματοδοτήσεων, ο πολίτης δεν μπορεί να λάβει βοήθεια από το λεξικό. Είναι κουρασμένος, φτωχότερος, ανασφαλής και εντελώς μόνος απέναντι σε έναν καταιγισμό νέας γλώσσας: Μεταρρυθμίσεις, ανταγωνιστικότητα, επενδύσεις, η κρίση ως ευκαιρία, αλλαγή νοοτροπίας, ατομική ευθύνη, προσαρμογή.
Το σοκ της πτώχευσης συνοδεύεται σταθερά από το σοκ των λέξεων. Η κρίση ντύνεται με λέξεις, και οι λέξεις εξηγούν και χειραγωγούν, οδηγούν σε συμπεράσματα αβίαστα με ισχύ φυσικών νόμων, οικοδομούν ένα νέο εννοιακό σύμπαν, όπου όλα έχουν μια προφανέστατη ερμηνεία, και για όλα δεν υπάρχει παρά μία μόνο εναλλακτική οδός: Η πτώση. Με την αμυδρή υπόσχεση της οψέποτε ανάστασης.
Η μεταρρύθμιση είναι η πιο πολυχρησιμοποιημένη και ταλαιπωρημένη. Την ακούμε από την εποχή του εκσυγχρονισμού των κυβερνήσεων Σημίτη, εξακολουθήσαμε να την ακούμε αμείωτα τον πρώτο καιρό των κυβερνήσεων Καραμανλή, την επανέφερε φουριόζα μεταμοντέρνα ο Γ.Α. Παπανδρέου. Είναι η καρδιά των μνημονίων, είναι το μαγικό εργαλείο και η υπόσχεση παραδείσου, το θαυματουργό ραβδί που θα αξιοποιήσει τις αναγκαίες θυσίες. Ομως αν σκαλίσεις την πρόσοψη των περισσότερων μεταρρυθμίσεων, βρίσκεις συνήθως περικοπές, φόρους, ευελφάλεια… Ωστε όταν ακούει ο συνταξιούχος ή ο υποδιπλασμένος εργαζόμενος την επαναλαμβανόμενη ‘μάντρα’ «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις-μεταρρυθμίσεις-μεταρρυθμίσεις», ψάχνει το άδειο πορτοφόλι του να δει αν υπάρχει ακόμη.
Παρομοίως, η «ανταγωνιστικότητα» συμπαραδηλώνει μείωση κόστους εργασίας, δηλαδή μείωση μισθών, μείωση ασφαλιστικού κόστους, δηλαδή μείωση παροχών πρόνοιας, αλλά με ποιο στόχο; Ποιοι τομείς ακριβώς της ελληνικής οικονομίας θα γίνουν ανταγωνιστικοί λόγω μειωμένου εργατικού κόστους; Την περασμένη Κυριακή μιλώντας στην «Κ», ο διάσημος οικονομολόγος Τζ. Γκαλμπρέιθ επεσήμανε ότι οι δύο ισχυρότεροι παραγωγικοί τομείς της Ελλάδας δεν εξαρτώνται από τους εθνικούς μισθούς: η μεν ναυτιλία είναι εντελώς διεθνοποιημένη, ο δε τουρισμός εξαρτάται πρωτίστως από το αν έχουν χρήματα να ξοδέψουν οι ξένοι τουρίστες.
Οι επενδύσεις είναι επίσης μια αφορμή κωμικών παρεξήγησεων. Επενδύσεις, ας πούμε, βαφτίζονται οι πωλήσεις δημοσίων εταιρειών ή οικοπέδων, οι οποίες γίνονται αποκλειστικά για ταμειακούς λόγους, για να αποπληρώνεται το χρέος.
Αλλά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την γλωσσοψυχολογία της κρίσης προσφέρουν τα νεόκοπα κλισέ «η κρίση ως ευκαιρία», «αλλαγή νοοτροπίας», «ατομική ευθύνη», τα οποία συνήθως εκφέρονται μαζί, σε συνδυασμό. Η «κρίση ως ευκαιρία» ακουγόταν πολύ στην αρχή του σοκ, και ευλόγως πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι μέσα από τις θυσίες και τον πόνο, τουλάχιστον θα ανανεωθεί το πολιτικό σύστημα, θα αναγεννηθεί το κράτος. Εις μάτην. Οι μόνοι που κερδίζουν από τις πολλές ευκαιρίες ενός πτωχευμένου κράτους είναι οι δικηγορικοί οίκοι, οι εταιρείες συμβούλων και τα vulture funds.
Η «αλλαγή νοοτροπίας», εν μέρει ορθώς ζητουμένη, ακούστηκε εντούτοις ως πανάκεια δια πάσαν νόσον από τα χείλη ποικίλων Κοέλιο, εντοπιζόμενη χαριτωμένα άλλοτε στην «ευνουχιστική Ελληνίδα μάνα», άλλοτε στο πρoδιαφωτιστικό και άνομο DNA και άλλοτε στη ζοφερή κληρονομιά της Φιλοκαλίας και της καθ’ ημάς Ανατολής. Ως μείγμα βουντού κοινωνιολογίας και self therapy, οι τέτοιες προσεγγίσεις έχουν το γούστο τους.
Και αποζητούν βεβαίως την τελευταία λέξη-κλειδί, την «ατομική ευθύνη». Κι εδώ, μια μερική ορθή διαπίστωση ξεγλιστράει εντέχνως από την ιστορία και την σύνθετη σχέση ατομικού-συλλογικού, αξιώνοντας να γίνει καθολική εξήγηση για κάθε πρόβλημα. Για την χρεοκοπία ευθύνονται όλοι, δηλαδή κανείς. Κακοχωνεμένος φιλελευθερισμός για τις μάζες και ταυτοχρόνως εισπήδηση στους στοχασμούς των πατέρων της εκκλησίας, όσων επάσχισαν να ορίσουν τη σχέση του κτιστού ανθρώπου με τη Θεία Πρόνοια και τις κτιστές ενέργειες ακτίστου φύσεως.
Προσαρμογή, η τελευταία λέξη. Προσαρμοζόμαστε.
Η απειληθείσα κατάρρευση της κυβέρνησης στην Πορτογαλία, λίγες μόνο ημέρες μετά τον κλονισμό και τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης στην Ελλάδα, δείχνει ότι η έξοδος από την κρίση απέχει πολύ ακόμη στην ευρωζώνη. Και οι δύο λαοί έχουν υπομείνει καρτερικά πολλές θυσίες επί μια τριετία, η Ελλάδα μάλιστα κατέχει το πανευρωπαϊκό μαύρο ρεκόρ στην ανεργία και την ύφεση. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, και οι δύο χώρες θα βγουν από τη δανειακή ομπρέλα του Μνημονίου, αλλά δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα μπορούν να δανειστούν από τις αγορές. Ισως χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα, εκ νέου αναδιάρθρωση χρέους, νέα χρηματοδότηση με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Η δοκιμασία θα συνεχιστεί.
Και όμως, οι πολίτες έχουν υπομείνει πολλά. Σε προχθεσινή έκθεσή της, η Eurobank αναφέρει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή που πέτυχε η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη που έχει πετύχει ποτέ χώρα του ΟΟΣΑ σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Στην έκθεση επισημαίνεται όμως και η παρενέργεια της κολοσσιαίας προσαρμογής: η ανεργία απειλεί την κοινωνική συνοχή, καταστρέφεται φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο.
Θα προσθέταμε: απειλείται πλέον και η εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατικής πολιτείας. Απειλείται η ουσία της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας ελευθέρων κρατών, ο κοινός ευρωπαϊκός χώρος για ισότιμους πολίτες. Η κρίση διόγκωσε την ανισότητα με κάθε έννοια, υλική και πολιτική. Οι πληττόμενοι της κρίσης αποκλείονται σταδιακά από την εργασία, την πρόνοια, τον κοινωνικό χώρο, και αποσύρονται επίσης, εκόντες άκοντες, από το πεδίο της δημοκρατίας. Αποσύρονται στη σιωπή ή στις κραυγές της μνησικακίας και του μίσους.
Πίσω από τους καλούς αριθμούς της δημοσιονομικής προσαρμογής και τους κακούς αριθμούς της ανεργίας βρίσκονται άνθρωποι. Οι άνθρωποι συνιστούν τις πόλεις, τα δημοκρατικά κράτη. Οι αποκλεισμένοι και δυστυχούντες άνθρωποι συνιστούν δυστυχή κράτη, δυστυχείς δημοκρατίες. Αυτή η ιστορική δυστυχία δεν αντιμετωπίζεται με ευχές αριθμών και ξόρκια από μάνιουαλ, με μάντρα και μονολόγιστες προσευχές: μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, λιτότητα, λιτότητα, ανταγωνιστικότητα, ανταγωνιστικότητα. Ποιες μεταρρυθμίσεις, για ποιους; Πόση λιτότητα και από ποιους; Ανταγωνιστικοί έναντι ποίων, με ποιο τίμημα, για ποιο σκοπό;
Οι άνθρωποι δεν ζουν με ευχές, ζητούν εργασία, πραγματική οικονομία, περίθαλψη, αξιοπρέπεια, κι ένα τόσο δα δικαίωμα στο όνειρο για τα παιδιά τους. Δεν τα λαμβάνουν· δέχονται υποσχέσεις εναλλάξ με ενοχοποίηση και φόβο. Ζητούν ειρήνη και σταθερότητα, γιατί παντού γύρω τους βλέπουν πολέμους, επαναστάσεις, εξεγέρσεις, πραξικοπήματα. Η Ελλάδα αίφνης, από μαύρο πρόβατο και παρίας της ευρωζώνης, βρέθηκε μαζί με την εξουθενωμένη Κύπρο να είναι το ανατολικότερο σταθερό άκρο του δυτικού κόσμου· στην άλλη ακτή της Μεσογείου μαίνονται πόλεμοι, κλονίζονται πολυετή καθεστώτα και κοσμοείδωλα.
Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με τεκτονικές μετατοπίσεις και κοινωνικούς σπασμούς, η Ευρώπη δεν έχει πια κανένα περιθώριο να αναβάλλει τις αποφάσεις και να υποκρίνεται ότι η κρίση θεραπεύεται με ημίμετρα και τιμωρητικές αγωγές. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία κουτσά-στραβά θα βγάλουν το καλοκαίρι, ίσως και το χρόνο, ενδεχομένως να φτάσουν ώς τον Μάιο των κρίσιμων ευρωεκλογών και της τελευταίας μνημονιακής δόσης. Κατόπιν, ποιο είναι το σχέδιο;
H δημοσιευθείσα έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την εξέλιξη του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας, του λεγόμενου Μνημονίου, περιέχει στοιχεία και γεγονότα, που σοκάρουν τον Ελληνα πολίτη, ακόμη και τώρα, τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του. Αυτό που σοκάρει δεν είναι φυσικά η εκ των υστέρων διαπίστωση του ΔΝΤ ότι το πρόγραμμα απέτυχε στον βασικό του στόχο, να καταστήσει το χρέος βιώσιμο, και ότι όλες οι προβλέψεις του ταμείου απέκλιναν οικτρά από την πραγματικότητα. Αυτές τις αποτυχίες και τις πρακτικές τους συνέπειες τις βώνουν οδυνηρά εκατομμύρια Ελληνες.
Αυτό που σοκάρει είναι η αποκάλυψη του πολιτικού μηχανισμού κατά τη λήψη των αποφάσεων, οι εκουσίως εσφαλμένες εκτιμήσεις, το ροκάνισμα χρόνου εις βάρος της Ελλάδος και προς όφελος ευρωπαϊκών τραπεζών που διακρατούσαν ελληνικό χρέος, η θυσία εντέλει της Ελλάδας για διαφύλαξη των συμφερόντων άλλων κρατών εταίρων στην ευρωζώνη.
Το ΔΝΤ γνώριζε τι μπορούσε και τι δεν μπορούσε να γίνει, αλλά δεν το έπραξε· παραβίασε τα κριτήριά του και το δικό του πρωτόκολλο διαχείρισης κρίσεων. Το πρόγραμμα απέτυχε. Ψέγει την ευρωζώνη γι΄αυτή την αποτυχία, δηλαδή την Κομισιόν, το Eurogroup, φυσικά τον ηγεμονικό άξονα Βερολίνου-Παρισιού. Γιατί το κάνει τώρα; Διότι, πρώτον, η εκτελεστική διοίκηση του ταμείου είναι υπόλογη στους πολυεθνικούς εταίρους, στις χώρες που συνεισφέρουν χρήματα και απαιτούν λογοδοσία. Η Ευρώπη δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Είναι γνωστές από δημοσιεύματα οι αυξανόμενες προστριβές εντός του Ταμείου και οι αιτιάσεις μεγάλων χωρών, όπως η Βραζιλία, ο Καναδάς, η Ινδία κ.ά., για τους ατυχείς χειρισμούς του ΔΝΤ στις ευρωπαϊκές χώρες. Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ εισήλθε στην ευρωπαϊκή κρίση με καταρρακωμένο το κύρος του από αλλεπάλληλες αποτυχίες στη Ν. Αμερική και την Ασία. Η αποτυχία του γιγάντιου bail out στην Ελλάδα ασφαλώς δεν ενισχύει το κύρος του ιδρύματος που το ενορχήστρωσε.
Οι σφοδρές επικρίσεις του ΔΝΤ κατά της Κομισιόν και της ευρωπαϊκής ηγεσίας απηχούν επίσης την επικριτική στάση του Λευκού Οίκου έναντι του Βερολίνου στη διάρκεια της κρίσης, ιδίως κατά του δόγματος λιτότητας του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η Ευρώπη βάλλεται πανταχόθεν, εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης από συστάσεώς της. Και τρώει τα παιδιά της στην περιφέρεια: Ελλάδα, Κύπρος, Πορτογαλία κ.ο.κ. Η κρίση κατέδειξε όχι μόνο τον ωμό και ακατέργαστο ηγεμονισμό των ισχυρών, αλλά και την αναδίπλωση των εθνών-κρατών εις βάρος της ανάπηρης ομοσπονδίας με το κοινό ασύμμετρο νόμισμα και χωρίς οποιαδήποτε άλλη συνεκτική ύλη. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι η αναδυόμενη τάση παντού.
Στο εσωτερικό. Είναι φανερό ότι οι εγχώριες ηγεσίες δεν μπόρεσαν και δεν θέλησαν να συνδιαμορφώσουν με τους ξένους ένα βιώσιμο σχέδιο διάσωσης, στο μέτρο που οι δομικές μεταρρυθμίσεις θα τους συμπεριελάμβαναν, δηλαδή θα τους παραμέριζαν από την εξουσία. Το ένστικτο τής πάση θυσία αυτοδιάσωσης οδήγησε σε άκριτη υποταγή με ταυτόχρονη απόκρυψη πραγματικότητας και παρελκύσεις. Το ψεύδος ήταν αμφίδρομο: και προς τους ξένους και, κυρίως, προς τους Ελληνες πολίτες. Τρία χρόνια αργότερα, διαπιστώνουμε ότι το μεν ψέμα εξατμίζεται, το δε χρέος και οι δομικές αδυναμίες παραμένουν και θεριεύουν, σε φόντο ερειπίων.
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν δύο κόσμοι, που κινούνται παράλληλα και ασύμπτωτα. Ο ένας κόσμος είναι αυτός στον οποίο κινείται η κυβέρνηση και αναμεταδίδουν τα μαζικά μέσα· ένας κόσμος όπου η μόνη ένδειξη ζωτικότητας είναι η διαπραγμάτευση με την τρόικα για την επόμενη δόση και τις προαπαιτούμενες δράσεις. Πρόκειται περί παντομίμας διαπραγμάτευσης: βάσει της τριετούς εμπειρίας, όλες οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν με επιβολή των όρων της τρόικας. Παρενθέτως, η τρόικα μπορεί να αλλάξει ρότα και να ερμηνεύσει διαφορετικά όσα είχε επιβάλει αρχικά. Η κυβέρνηση ωστόσο θα δείξει εντόνως ότι ανθίσταται, ότι επιχειρεί να αντιπαραθέσει ισοδύναμα μέτρα, ότι παλεύει, θα εμπεδώσουμε όλη την επιχειρηματολογία της τρόικας, θα δοθούν αριθμοί διαστελλόμενοι και συστελλόμενοι κατά το δοκούν, τα συγκυβερνώντα κόμματα θα τουφεκάνε σε γραμμές Μαζινό, υπουργοί θα υποσκάπτονται και θα ταπεινώνονται, και εντέλει όλες οι απαιτήσεις της τρόικας θα ικανοποιηθούν, με ευφημισμούς, μετωνυμίες, και αναλύσεις περί του μικρότερου δυνατού κακού.
Εστω. Τι συμβαίνει όμως στον άλλο κόσμο; Στο κόσμο της πραγματικής οικονομίας, των πραγματικών αναγκών, της πραγματικής ζωής; Εδώ οι αριθμοί είναι τρομακτικοί, και πίσω από κάθε αριθμό υπάρχουν άνθρωποι, ζωές, επιχειρήσεις, πλούτος, που καταστρέφονται καθημερινά. Ας πούμε: κάθε μέρα προστίθενται 3 χιλιάδες άνεργοι, στην υπάρχουσα στρατιά των 1,3 εκατομμυρίου. Ενα εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους από το 2008. Αυτοί οι αριθμοί διαρκώς διαστέλλονται.
Στον πραγματικό κόσμο της ύφεσης και της ανεργίας, διακρίνουμε ότι ο πυρήνας της φιλοσοφίας του τριπλού μνημονίου, η εσωτερική υποτίμηση, έχει ήδη εκπληρωθεί. Οι στόχοι του μνημονίου επιτυγχάνονται με ταχύ ρυθμό: το εισόδημα από εργασία έχει απομειωθεί δραματικά, διά της κατάρρευσης των μισθών και της απασχόλησης, και δια της υπερφορολόγησης· οι παραγωγικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνθλίβονται και κλείνουν, στη θέση τους ανοίγουν καφενεία ανέργων με τα τελευταία χρήματα αποζημιώσεων και εφάπαξ · η μικροϊδιοκτησία συρρικνώνεται από τα χαράτσια και την απαξίωση. Και τα τρία θεμέλια, που κρατούσαν τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό, αποσαθρώνονται. (Μαζί τους και το κράτος πρόνοιας.) Στη θέση τους μπαίνουν τα νέα θεμέλια: μειωμένο κόστος εργασίας, συγκέντρωση σε μεγάλες επιχειρήσεις, ιδιοκατοίκηση για ολίγους.
Υπό αυτή την έννοια, οι μείζονες μεταρρυθμίσεις, που απαιτούσαν τα μνημόνια, έχουν επιτευχθεί. Η Ελλάδα του 2013 είναι εντελώς διαφορετική από την Ελλάδα του 2008. Απομένουν μερικές ρυθμίσεις ακόμη: η πώληση της Εθνικής Τράπεζας και η ολοκλήρωση της καταστροφής των εγχώριων θεσμικών μετόχων, η πώληση όσων κρατικών περιουσιακών στοιχείων έχουν κάποια αξία, η ενεχυρίαση όσων άλλων προσδοκώνται ότι θα βρεθούν. Το πρόγραμμα διάσωσης έχει πετύχει τους στόχους του· η τρόικα πιέζει για να προσθέσει απλώς τις τελευταίες γραμμές στο νέο ευρωπαϊκό πατρόν.
Στον πραγματικό κόσμο απομένει μια χώρα γυμνή, με χρέος που θα βαραίνει τις επόμενες δυο-τρεις γενιές, με άνεργους και μετανάστες, με κράτος ερείπιο. Με φρόνημα μηδενικό, που όμως είναι ίδιο με τον ιερό μηδενικό πληθωρισμό.
Ποιος έφερε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ελλάδα για διάσωση; Τη συζήτηση ανατροφοδότησε απρόσμενα ο Ανδρέας Λοβέρδος, που ισχυρίστηκε ότι η εισήγηση ετοιμάστηκε από άτυπο όργανο υπό τον Γιώργο Παπανδρέου. Ο κ. Παπανδρέου του απάντησε ότι όλοι οι υπουργοί ψήφισαν υπέρ του προγράμματος της τρόικας, αποφεύγοντας να διαψεύσει την ύπαρξη άτυπου οργάνου. Κι εμείς θυμόμαστε τι δήλωνε εν θερμώ ο πρώην υπουργός ένα χρόνο νωρίτερα, όταν οι οικονομικοί εισαγγελείς ερευνούσαν τα αμφισβητηθέντα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το έλλειμμα: «Οποιος επιχειρήσει να πειράξει τον κ. Παπανδρέου θα μετατρέψει την χώρα σε μια χώρα όπου υπάρχει μακελειό».
Η αναμόχλευση των αποφράδων ημερών του Μαΐου 2010 συμβαίνει λίγους μήνες μετά τις άλλες αιτιάσεις κατά του Γ. Παπανδρέου από τον Παν. Ρουμελιώτη. Την ίδια χρονική στιγμή, η γαλλική εφημερίδα Le Monde χαρακτηρίζει τον Ελληνα πρώην πρωθυπουργό παρία της πολιτικής και περιφερόμενο κονφερανσιέ-ομιλητή, ενώ ταυτόχρονα υπενθυμίζει τις δύο ιστορικές κορυφώσεις του: το Καστελόριζο του Μνημονίου και την πρόταση για δημοψήφισμα, λίγο πριν αποπεμφθεί.
Είναι προφανές ότι ο κ. Λοβέρδος επιθυμεί διακαώς να διαφοριστεί από τον καμένο πολιτικά Γ. Παπανδρέου, όπως άλλωστε το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου αποκήρυξε ακαριαία τον καμένο Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Είναι προφανές ότι τότε κανείς δεν ήξερε, δεν διάβασε, δεν επιθυμούσε. Διότι κανείς δεν θέλει να ακολουθήσει τον πρώην πρωθυπουργό και τον πρώην υπουργό Οικονομικών στον μοναχικό δρόμο του πολιτικού παρία ή του εξιλαστήριου θύματος.
Εντούτοις η πικρή αλήθεια είναι ότι σύσσωμο το όλον ΠΑΣΟΚ, προεστοί, λαϊκιστές, εκσυγχρονιστές, αλεξιπτωτιστές και κηπουροί συμφώνησαν στη συγκεκριμένη διάσωση της χρεοκοπημένης Ελλάδας από την τρόικα, υπό τους συγκεκριμένους όρους: εσωτερική υποτίμηση, περικοπές εισοδημάτων και υπερφορολόγηση, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, μεταρρυθμίσεις. Τα έκαναν όλα, αδιαμαρτύρητα, εκτός από τις μεταρρυθμίσεις.
Τρία χρόνια αργότερα και μετά τρεις κυβερνήσεις, το ΔΝΤ, αφενός, διαπιστώνει ότι το πρόγραμμά του απέτυχε λόγω λανθασμένων παραδοχών και εκτιμήσεων· αφετέρου, ανακοινώνει την έκθεσή του για την Ελλάδα, με την οποία την καλεί να συνεχίσει να εφαρμόζει το αποτυχόν πρόγραμμα. Βεβαίως θέτει νέες παραδοχές: ζητεί νέα μέτρα 3,9 δισ., το 2015-16, ευθύς μόλις εφαρμοστούν τα μέτρα 13,5 δισ. του 2013-14· προβλέπει χρηματοδοτικό κενό 9,6 δισ. για την ίδια περίοδο· διαπιστώνει ότι οι τιμές δεν πέφτουν, παρά την πτώση των μισθών, εκτιμά επίσης ότι οι εξαγωγές και άλλα οικονομικά μεγέθη κινδυνεύουν να καμφθούν λόγω της διεθνούς στασιμότητας. Τι προτείνει; Ιδιωτικοποιήσεις. Και εφόσον οι ιδιωτικοποιήσεις δεν προχωρήσουν εντός του 2013 από το ΤΑΙΠΕΔ, να τις αναλάβουν ξένοι διαχειριστές.
Είναι προφανές γιατί ο κ. Λοβέρδος και άλλοι σαν αυτόν επιθυμούν τόσο διακαώς να διαχωρίσουν τη θέση τους από το δίδυμο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου των κηπουρών, των Τιτανικών, των πιστολιών και των διεφθαρμένων «μαζί τα φάγαμε». Αλλά είναι αργά πια: ό,τι αναδυθεί εφεξής, με δάκρυα, πόνο και ιδρώτα, δεν θα περιέχει κανέναν από το Ancien Regime.
Τώρα δίνεται η μάχη των δυνάμεων της αλλαγής, των μεταρρυθμίσεων, του ορθολογισμού, εναντίον των δυνάμεων του θυμού, της ανυπακοής και της αδράνειας. Ο φίλος μού περιέγραφε αυτή τη μάχη με πάθος, με πίστη. Μιλήσαμε πολλή ώρα, διαφωνώντας και συμφωνώντας, για το πού βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, που βρίσκεται η Ευρώπη, τι είδους μετασχηματισμοί συμβαίνουν, πώς φανταζόμαστε το μέλλον, τι συμβαίνει στη γειτονιά του τον Αγιο Παντελεήμονα. Δεν με έπεισε, δεν τον έπεισα, άλλωστε δεν θέλαμε να πειστούμε, να συναντηθούμε θέλαμε, σαν φίλοι από παλιά, και να αναγνωρίσουμε πάλι κοινά καταγωγικά ίχνη, διαβάσματα, αναζητήσεις.
Μείναμε αρκετά στο δίπολο “θυμός-νηφαλιότητα”. Με συμβούλεψε να μην έχω θυμό. Δεν είχα, εκείνη την ώρα τουλάχιστον. Είχα όμως πολλά ερωτήματα, αμφιβολίες, απορίες, που μου προκαλούσαν δυσφορία· θα προτιμούσα να μπορώ να αποδεχτώ ένα σχήμα που τα εξηγεί όλα, όπως αυτό το διπολικό «ορθολογισμός εναντίον θυμικού» ή «μεταρρυθμίσεις εναντίον αδράνειας». Ενστικτωδώς όμως διακρίνω σε αυτά τα διπολικά σχήματα μια τεράστια αυθαιρεσία κατά τον ορισμό των πόλων, αφενός, και κατά το γέμισμά τους με περιεχόμενο, με υποκείμενα, αφετέρου.
Ας πούμε, τι ορίζουμε σήμερα ως ορθολογισμό; Τον λόγο του Γαλιλαίου, του Καρτέσιου, του Καντ; Ή τον λόγο όπως τον συζητούμε στον 21ο αιώνα, μετά τον Βιτγκενστάιν, τον Φουκώ, τον Ντελέζ, τον Μπουρντιέ; Είναι ο ορθός λόγος άχρωμος, άμοιρος του κυρίαρχου λόγου, του λόγου των νικητών, του λόγου της εξουσίας; Πώς ορίζουμε το θυμικό; Αριστοτελικά, φροϋδικά, λακανικά, λεξικογραφικά; Ποιος ορίζει το περιεχόμενο και τα υποκείμενα των μεταρρυθμίσεων; Σε αυτό θα απαντούσα με μια διερώτηση, τυπική στην πολιτική σκέψη: Who rules and who benefits? Ποιος είναι ο κυρίαρχος και ποιος ωφελείται; Εν ονόματι των μεταρρυθμισεων έχουν διαπραχθεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα: τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι πάντα ιδιαιτέρως ριζοσπαστικά. Και γιατί η αδράνεια, υπό τη μορφή του συντηρητισμού, της διατήρησης δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη δυσμενή συγκυρία, να μην αποτελεί μιαν άμυνα των πληττομένων αδύναμων απέναντι σε δυνάμεις που τους σαρώνουν;
Ας μείνουμε σε αυτό: Ποια είναι τα υποκείμενα που καλούνται να δώσουν νόημα και πρακτικό περιεχόμενο στον ορθολογισμό ή τη μεταρρύθμιση; Και πάνω σε ποια άλλα υποκείμενα; Αναπόφευκτα, θα πρέπει να μιλήσουμε για σχέσεις εξουσίας, ξανά: Who benefits? Αναπόφευκτα βλέπουμε ότι τα δίπολα, “καθαρά” σε πρώτη ματιά, είναι στερεοτυπική ηθικολογία, δεν είναι πολιτικά προτάγματα, πόσω μάλλον πολιτική ανάγνωση της κρίσης.
Καταλαβαίνω την ανάγκη του φίλου μου για ξεκαθάρισμα του τοπίου, για αποσαφήνιση, για επιλογή δρόμου και τρόπου. Είναι θεμιτή και ανθρώπινη, είναι και δική μου. Πολύ φοβούμαι εντούτοις ότι απαιτείται πολύ μεγαλύτερος πνευματικός και ψυχικός μόχθος για να κατανοήσουμε ό,τι μας συμβαίνει, προτού διαλέξουμε δρόμους και στρατόπεδα. Και χρόνος, που είναι η ζωή μας.
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Η κρίση είναι σύμφυτη με τη νεωτερικότητα, μας θύμισε πρόσφατα ο φιλόσοφος Γιώργος Ξηροπαϊδης. Πιθανότατα βρισκόμαστε ενώπιον μιας μείζονος ρήξης της μεταπολεμικής κανονικότητας, στην ουρά ενός ιστορικού κύκλου που κλείνει, σύμφωνα με τη θεωρία του Ρώσου οικονομολόγου Ν. Κοντράτιεφ που εκτέλεσε ο Στάλιν. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι απαιτούνται άλλα διανοητικά εργαλεία, άλλες ψυχοπνευματικές προϋποθέσεις για να αντεπεξέλθουμε τη ρήξη και να φανταστούμε τον κόσμο στην άλλη όχθη του ρήγματος.
Η κρίση οδηγεί στην παραγωγή ενός νέου λόγου-discours, και ενός νέου ορθολογισμού, μάλιστα με αξίωση καθολικής ισχύος. Τα κράτη, μεγάλα και μικρά, αναπτυγμένα, παρηκμασμένα και αναδυόμενα, οι υπερεθνικοί σχηματισμοί όπως η Ε.Ε. και διεθνείς ρυθμιστικοί οργανισμοί, πραγματικές οικονομίες και κεφάλαια σωρευμένα σε σκιώδεις τράπεζες, δίκτυα γνώσεων και εμπορικοί δρόμοι, όλα θα αναδιαταχθούν, ενδεχομένως με κρότο και βία. Πάνω απ’ όλα, τα ίδια τα υποκείμενα της ιστορίας, οι άνθρωποι, θα αναδιαταχθούν: σαν έθνη, σαν λαοί, σαν μέλη κοινοτήτων, θα προχωρήσουν σε μια άλλη αυτοκατανόηση. Αυτό γινόταν πάντα.
Σε κάθε περίπτωση, το βολικό, ανακουφιστικό δίπολο «ορθολογισμός-θυμικό, φως-σκοτάδι» όχι μόνο δεν βοηθά αλλά συσκοτίζει και βυθίζει στο ανορθολογικό· είναι μάλλον μια προσευχή για απελπισμένους, ένα μάντρα προς εξορκισμόν των οβίδων. Μεταρρυθμίσεις θα έρθουν, αλλά δεν θα είναι αυτές που φανταζόμαστε τώρα ― αυτό ήθελα να πω στο φίλο μου, μα δεν το κατάφερα. Η ειρήνη δεν είναι αιώνια, και η πρόοδος δεν είναι απεριόριστη: είναι όση αντέχει ο πλανήτης.
Η κυβερνητική κρίση περί το υπουργείο Παιδείας δεν είναι μεμονωμένη και προσωποπαγής· ήταν αναμενόμενη και δείχνει όχι μόνο τις δομικές αδυναμίες της παρούσας δικομματικής κυβέρνησης ειδικού σκοπού, αλλά και τις δυσχέρειες που έχει να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση συνεργασίας συγκροτηθεί μετά τις εκλογές.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου είχε έναν συνομολογημένο σκοπό: να αναδιαρθρώσει το χρέος και να συνάψει τη νέα δανειακή σύμβαση. Παρεμπιπτόντως, να διατήρησει και τη στοιχειώδη συνέχεια κράτους. Η πολιτική της νομιμοποίηση εξαντλείται εκεί. Ουδείς εκ των συμμετεχόντων είναι διατεθειμένος να προσφέρει πολιτικό κεφάλαιο σε αυτή τό ληξιπρόθεσμο σχήμα, πολύ περισσότερο που το κεφάλαιο αυτό έχει απομειωθεί επικίνδυνα, έως μηδενισμού, από την εφαρμογή επώδυνων περικοπών και την καλπάζουσα ύφεση.
Ελλειψη πολιτικής καύσιμης ύλης, ικανής να τροφοδοτήσει την αναγκαία ζωτικότητα της κυβέρνησης, αφενός. Χαμηλές ικανότητες και μειωμένο σθένος του πολιτικού προσωπικού, αφετέρου. Και κυρίως έλλειψη εθνικού σχεδίου για ανάσχεση της κρίσης. Το μόνο σχέδιο που εφαρμόζεται, όσο και όπως εφαρμόζεται, είναι το σχέδιο της τρόικας: εσωτερική υποτίμηση και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με μια στερεοτυπική συνταγή αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας.
Αυτές τις στερεοτυπικές μεταρρυθμίσεις, και με δεδομένη την απουσία εθνικού σχεδίου, ο κάθε υπουργός τις αντιλαμβάνεται, τις ερμηνεύει, τις σχηματίζει και τις προωθεί σύμφωνα με το δικό του σχέδιο. Σχέδιο Ραγκούση, σχέδιο Λοβέρδου, σχέδιο Διαμαντοπούλου, σχέδιο Κατσέλη, σχέδιο Ρέππα, ακόμη και σχέδιο Πανάρετου κ.ο.κ. Κάθε προσωπικό σχέδιο καταρτιζόταν με μελέτη ελαχίστων μηνών και φιλοδοξούσε να μεταμορφώσει τη χώρα εντός αναλόγως ελαχίστων μηνών. Ολα τα επιμέρους σχέδια όμως αγνοούσαν τις πραγματικές δυνατότητες για ριζικές αλλαγές, και κυρίως το ραγδαία αφυδατωνόμενο τοπίο της διοίκησης και της κοινωνίας σε συνθήκες ύφεσης και πτώχευσης.
Ετσι, προέκυψε μια δέσμη μεταρρυθμίσεων, άλλες αναγκαίες, άλλες αδιάφορες, άλλες ανωφελείς, ασύνδετες μεταξύ τους, μη εντασσόμενες σε ενιαίο σχέδιο, οι οποίες κινδυνεύουν να μείνουν ανεφάρμοστες.
Ξεκούρδιστη κοινωνία. Κάπως έτσι θα χαρακτήριζε κάποιος ψυχρός παρατηρητής την παρούσα κατάσταση της Ελλάδας. Με αυτή την αμήχανη περιγραφή, η οποία εμπεριέχει τη διάχυτη δυσπιστία, την ανασφάλεια, τη βουβή οργή όλων εναντίον όλων. Και κυρίως τη βραδυπορία: μια κοινωνία που κινείται εξ ανάγκης με απότομες δρασκελιές, βίαια, αλλά χωρίς να γνωρίζει πού πηγαίνει, καρκινοβατώντας, καταβάλλοντας κόπο, αλλά χωρίς προφανή αποτελέσματα.
Οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση, βάσει του Μνημονίου ή βάσει διαπιστωμένων αναγκών, προκαλούν συχνά τη σφοδρή αντίδραση των ομάδων, επαγγελματικών ή άλλων. Η αντίδραση αυτή σπανίως φτάνει σε μια λυσιτελή διαβούλευση· συνήθως κανείς δεν ακούει κανέναν. Κι ακόμη παραπέρα: με τους όρους που διεξάγεται αυτή η διελκυστίνδα, όλος ο υπόλοιπος κόσμος δεν καταλαβαίνει απολύτως τίποτε, τι συζητείται, ποια είναι τα επίδικα, ποιος έχει δίκιο να διαμαρτύρεται, ποιες είναι οι επιπτώσεις σε όλο το κοινωνικό σύνολο κ.ο.κ. Ολη η δημόσια συζήτηση, για θέματα τόσο σοβαρά όσο η υγεία, η ασφάλιση, η παιδεία διεξάγεται σαν υστερικό τοκ-σόου, με ομιλούσες κεφαλές σε παράθυρα.
Σε αυτή τη μοίρα, ασυνεννοησίας και γενικευμένης καχυποψίας, έχουν υποκύψει τον τελευταίο καιρό οι Ελληνες πολίτες. Ζαλισμένοι, εν πλήρει συγχύσει, ακούνε λέξεις, ονόματα, που ναι μεν αφορούν μεγάλα ζητήματα, ζωτικής σημασίας για τον συλλογικό και ατομικό βίο, αλλά όλα ξεζουμισμένα πια από νόημα. Τι συμβαίνει στην Κερατέα; Γιατί μονομαχούν οι νοικοκυραίοι με τα ΜΑΤ, τόσες εβδομάδες τώρα; Είναι ΧΥΤΑ ή ΧΥΤΥ; Τι προβλέπεται επιτέλους για την ανακύκλωση σκουπιδιών; Τι συμβαίνει με το μεταναστευτικό; Γιατί ακριβώς κάνουν απεργία πείνας οι 240 στο μέγαρο Υπατία; Ποιος θα μας πει; Τι ακριβώς ζητούν οι γιατροί; Ποια θα είναι η αυριανή μορφή της περίθαλψης; Ωφελούνται οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ; Γιατί κλείνουν τα φαρμακεία; Ποιοι κατευθύνουν τη συνταγογράφηση; Γιατί έχουν διαλυθεί οι συγκοινωνίες και μαζί τους ο αστικός βίος; Πώς θα συμβάλλει το ακριβό κόμιστρο στη βελτίωση των δημόσιων μεταφορών; Γιατί τα διόδια είναι από τα ακριβότερα στην Ευρώπη, χωρίς όμως ανάλογη ποιότητα οδικού δικτύου; Γιατί επανέρχεται ο αναχρονιστικός θεσμός του μοναδικού καθηγητικού συγγράμματος στα πανεπιστήμια;
Αυτά είναι μερικά από τα, πράγματι καυτά, ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία σήμερα, αλλά πώς; Μεμονωμένα, αποσπασματικά, διάσπαρτα. Ολα χάνονται μέσα σε ασυνάρτητες φωνασκίες τηλεπαράθυρων, στον πληθωρισμένο ασύντακτο λόγο μαζικών email και μπλογκ, στις μερικότητες και στις αποσιωπήσεις των πολιτικών, σε κουβέντες καφενείου. Ολα μένουν χωρίς νόημα. Και ο βίος χωρίς νόημα, με πολίτες ξεκούρδιστους, καρκινοβατούντες, οργίλους, εν συγχύσει. Και ο κόσμος αλλάζει ερήμην μας.