You are currently browsing the tag archive for the ‘μεταδημοκρατία’ tag.
Aπό το 2010 ώς την αρχή του 2015 αλλάξαμε πολύ. Οχι μόνο ατομικά, αλλά και συλλογικά, σαν κοινωνία. Για πολλούς, η κρίση βιώθηκε σαν καταστροφή· έχασαν τη δουλειά τους, είδαν την επιχείρησή τους ή το επιτήδευμά τους να φθίνει, δεν καταφέρνουν να τα φέρουν βόλτα, αισθάνονται ότι χάνουν την αξιοπρέπειά τους. Για πολλούς περισσότερους η κρίση σήμανε την συρρίκνωση των προσδοκιών και την αδυναμία σχεδιασμού του μέλλοντος, σήμανε την είσοδό τους σε μια περιοχή φόβου και επισφάλειας, ακόμη κι αν διατηρούν τη δουλειά τους, ακόμη κι αν μπορούν να συντηρήσουν κάποιο ευπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Για μια μερίδα, μάλλον την πιο ολιγάριθμη, η κρίση δεν άλλαξε τις ορίζουσες του βίου, αλλά ακόμη κι αυτοί κατά βάθος δεν έχουν μείνει ανέπαφοι συναισθηματικά και διανοητικά.
Ολες αυτές οι ατομικότητες, διαφοροποιημένες ποιοτικά και με διαφορετική ένταση, επηρεαζόμενες από εξωχώριες επιδράσεις, από καχεκτικούς θεσμούς προστασίας και δικαιοσύνης, συνθέτουν στην αυγή του 2015 μια κοινωνία πολύ διαφορετική από την κοινωνία προ του 2010. Πρόκειται καταρχάς για μια κοινωνία που έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό τις αυταπάτες και τα αυτονόητα της προ κρίσης εποχής· ταυτοχρόνως, έχει κλονιστεί το αξιακό σύστημα, έστω αυτό της άκοπης ευμάρειας και της πίστης στην γραμμική πρόοδο, μαζί ωστόσο με θεμιτές προσδοκίες και κανονικότητες, ιστορικά θεμελιωμένες. Το έδαφος τρέμει.
Και πρόκειται επίσης για μια κοινωνία που χαράζεται από καινοφανείς ταξικές τομές: το απέραντο μικρομεσαίο πλήθος διασπάστηκε βίαια και αιφνιδιαστικά, σε πολλών ειδών ομάδες: ολοσχερώς αδύναμους, νεόπτωχους, χρόνια άνεργους, επισφαλείς, μερικώς απασχολούμενους, συντηρούμενους με συντάξεις γονέων, προσωρινά σωζόμενους, διασωθέντες.
Ολες τούτες οι φανερές υλικές αλλαγές, και οι άδηλες ψυχοδιανοητικές μαζί, οδηγούν αναπόδραστα σε έναν καινοφανή ρευστό κοινωνικό σχηματισμό, με νέες ορίζουσες και νέους διαχωρισμούς, ο οποίος αναζητεί σύστοιχες πολιτικές εκφράσεις. Η μετατόπιση είναι φανερή ήδη από τις διπλές εκλογές του 2012, ιδίως τον Μάιο, όταν κονιορτοποιήθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα και άλλαξε όλη η γεωγραφία της Μεταπολίτευσης. Θα ήταν σφάλμα να αποδώσουμε την τέτοιας έκτασης αναδιάταξη μόνο σε οργή, αγανάκτηση ή τιμωρητική διάθεση.
Μια σκέψη για το άμεσο μέλλον. Μάθαμε να λέμε μετά το κραχ του 2008, ότι η πολιτική υπακούει στα κελεύσματα και τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των αγορών. Κάποιοι συγγραφείς το περιγράφουν ως μεταδημοκρατία και, πρόσφατα, ως τυραννία των μεγάλων εταιρειών. Υπάρχει μια επιπλέον διάσταση: η πολιτική έχει μετατραπεί σε διαμάχη ομάδων συμφερόντων, έχει χάσει τον καθολικό και ενοποιητικό της χαρακτήρα. Κάθε ομάδα συμφερόντων, λόμπι ισχυρών ή συντεχνία, διεκδικεί για λογαριασμό της μια προνομιακή μερίδα παροχών του κράτους πρόνοιας ή των κρατικών επενδυτικών πόρων, και κατά τη διεκδίκηση αυτή αποκλείει όχι μόνο κάθε άλλη ομάδα, αλλά, ακόμη χειρότερα, αποκλείει τη δυνατότητα να αρθρωθεί ένας καθολικός πολιτικός λόγος, να διατυπωθούν διεκδικήσεις με οικουμενικό χαρακτήρα, που θα αφορούν ολόκληρη την κοινωνία και όχι μεμονωμένες ομάδες. Ο συντεχνιασμός, τα προνόμια προστατευμένων θυλάκων, τα ολιγοπώλια, η νομή της εξουσίας και των δημόσιων πόρων από αυτοαναπαραγόμενες ελίτ, ο κατακερματισμός εντέλει του κοινωνικού σώματος, είναι αιτίες της κρίσης που θα πρέπει να αρθούν.
Η έξοδος από την κρίση δεν εξαρτάται μόνο από τη ρύθμιση του χρέους· εξαρτάται πρωτίστως από την λυσιτελή πολιτική έκφραση των νέων κοινωνικών υποκειμένων και από την αποτελεσματική σύνθεση των επιμέρους θεμιτών διεκδικήσεων σε μια πανεθνική επιδίωξη, με αξίωση καθολικότητας, με φιλοδοξία διάρκειας και μακράς πνοής.
Το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία, πολύμορφο και ασταθές, με νέους και παλαιούς παίκτες, ενδεχομένως προοικονομεί άλλες ισορροπίες μέσα στην Ευρώπη της κρίσης. Το εκλογικό αποτέλεσμα αναδεικνύει πρώτη την Κεντροαριστερά του Μπερσάνι, αλλά σε απόσταση αναπνοής από τη Δεξιά του Μπερλουσκόνι και από τον απρόβλεπτο λαϊκιστή Γκρίλο. Και οι τρεις μπορούν να ισχυρίζονται ότι νίκησαν: Ο Μπερσάνι διότι πιθανόν θα βρεθεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης, αν και μάλλον αδύναμης. Ο Μπερλουσκόνι διότι νεκραναστήθηκε και απειλεί να τιμωρήσει αυτούς που τον ανέτρεψαν. Και φυσικά ο Γκρίλο, που ανέβηκε στην κορυφή από το πουθενά.
Ποιος έχασε; Ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Μόντι είναι ο μεγάλος ηττημένος, όχι τόσο λόγω του χαμηλού σκορ, όσο επειδή εγκατέλειψε τη θέση τού υπεράνω κομματικών παθών τεχνοκράτη και τις υποσχέσεις του, εκτέθηκε στη λαϊκή κρίση και βρέθηκε ελλιπής. Ηττημένη άρα μπορεί να θεωρηθεί εν συνόλω η πολιτική λιτότητας, που εφάρμοσε η διακομματική κυβέρνηση Μόντι, ακολουθώντας τη γραμμή των Βρυξελλών και του Βερολίνου για δημοσιονομική πειθαρχία και περιορισμό των μισθών. Υπό αυτή την έννοια, τραυματίζεται και η πολιτική Μέρκελ, για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη και για εμπέδωση της γερμανικής ηγεμονίας.
Μεγάλος νικητής είναι ο κωμικός Μπέπε Γκρίλο με το Κίνημα Πέντε Αστέρων: το καινοφανές μόρφωμα μεταμοντέρνου λαϊκισμού εν πολλοίς εκφράζει τους ποικίλους Αγανακτισμένους των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίοι πλήττονται από την κρίση και απορρίπτουν βίαια τα παραδοσιακά κόμματα. Οι Γκριλίστι, κινούμενοι εκτός των συμβατικών ΜΜΕ, με χαρακτηριστικά κοινοτισμού grassroots που εκδηλώνονται με δημόσιες συναθροίσεις και έντονη χρήση των διαδικτυακών κοινοτήτων και εργαλείων, υπό μία έννοια είναι η άναρθρη, άγαρμπη, τυφλή, πλην αποτελεσματική, εκδίκηση των άφωνων πολιτών απέναντι στον μαρασμό της αντιπροσώπευσης και την κατίσχυση των αγορών έναντι της πολιτικής. Η δική τους ατελής αντι-πολιτική είναι μια έκφραση του πολιτικού από το πλήθος στην εποχή της μεταδημοκρατίας.
Αν αναζητούσαμε κάποιες αναλογίες, στην Ελλάδα οι Αγανακτισμένοι κινήθηκαν εκλογικά προς τρεις κατευθύνσεις: τους συνταγματικούς ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητους Ελληνες και τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Στην Ιταλία τους απορρόφησε όλους σχεδόν ο αντισυστημικός μη φασίστας Γκρίλο σε μια διαρκή καρναβαλική εκδραμάτιση, και εν μέρει ο παλαιοκομματικός φθαρμένος Μπερλουσκόνι με τους δικούς του θεατρινισμούς.
Ενα χαρακτηριστικό, εκτός του λαϊκισμού, που μοιράζονται, σε διαφορετικό βαθμό, Μπερλουσκόνι και Γκρίλο: η εναντίωση στην ηγεμονία της Γερμανίας και η αφύπνιση της εθνικής υπερηφάνειας. Ο κωμικός επιπλέον διακηρύσσει ανοιχτά τον ευρωσκεπτικισμό του. Αυτό το στοιχείο ίσως έχει τη μεγαλύτερη διευρωπαϊκή επιρροή: η τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Ευρωζώνης, η έβδομη οικονομία του πλανήτη, με 2 τρισ. χρέος και βυθισμένη στη μακρύτερη ύφεση των τελευταίων είκοσι χρόνων, αμφιβάλλει για την κοινή ευρωπαϊκή μοίρα.
Ο σπασμός του μεγάλου ιταλικού λαού, υπό την πίεση της κρίσης, διατυπώνεται τώρα με όρους που μπορούν να αυξήσουν απρόβλεπτα την εντροπία του ήδη ασταθούς ευρωσυστήματος.
Η κρίση ανοίγει τα μάτια, τουλάχιστον σε όσους θέλουν να τα ανοίξουν, και μας δείχνει με τρομερή διαύγεια όσα από χρόνια συνόδευαν τον δημόσιο βίο και τα προσπερνούσαμε. Ενα κυρίως: τη φθορά της δημοκρατίας, τη δυσφορική μεταδημοκρατία, έτσι όπως την οσμιζόμαστε να μας κυκλώνει από καιρό, και τώρα τη βλέπουμε να αποσαθρώνεται μπρος στα μάτια μας και να μας σκεπάζει με τα σαρίδια και τ’ αποκαΐδια της χαμένης ύλης της.
Από την αρχή της οικονομικής κρίσης, και πολύ νωρίτερα ακόμη, επισημαίναμε όχι μόνο τη διάχυτη δυσφορία για το συστημικό αδιέξοδο και τις βαρύτατες ευθύνες των ηγετικών ελίτ, αλλά και το γεγονός ότι η κρίση είναι κατ’ ουσίαν βαθύτατα πολιτική, ως εκ τούτου οι λύσεις δεν μπορούν παρά να είναι αναλόγως πολιτικές, αναγεννητικές του πολιτεύματος εν γένει, και όχι τεχνικές διαχείρισης του οικονομικού πρόβλήματος. Ωστόσο, τρία χρόνια από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, και αφού εν τω μεταξύ έχουν ήδη μεσολαβήσει δύο μνημόνια, μια επίσημη χρεοκοπία δια της αναδιάρθρωσης χρέους, μια καθαίρεση πρωθυπουργού, μια δικομματική κυβέρνηση υπό τεχνοκράτη πρωθυπουργό, δύο εκλογικές αναμετρήσεις, και μια τρικομματική κυβέρνηση, το ελληνικό πρόβλημα εξακολουθεί να προσεγγίζεται ως οικονομικό και όχι ως πολιτικό.
Δύο από τις πολλές όψεις της πολιτικής παρακμής: η ασύμμετρη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου· και η ηθική απαξίωση της δημοκρατικής λειτουργίας και των πολιτικών προσώπων. Και τα δύο συμπτώματα της φθαρμένης δημοκρατίας διαπερνούν την τρέχουσα ρητορική με πολλούς τρόπους, φανερά ή έμμεσα· και τα δύο συμπτώματα δείχνουν πόσο εξασθενημένα είναι τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους.
Την δυστροφική και στρεβλή σχέση δημόσιου-ιδιωτικού τη διαπιστώνουμε στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι Ελληνες τον χώρο, την ίδια τους την πατρίδα, αλλά και τις λειτουργίες του κράτους. Οσο νοικοκύρηδες είναι στον ιδιωτικό τους χώρο και μαχητικοί υπερασπιστές του, τόσο αδιάφοροι ή και εχθρικοί είναι απέναντι στον κοινόχρηστο δημόσιο χώρο. Η ατομική ιδιοκτησία είναι ιερή, λαμβάνει όλη τη φροντίδα και την ενέργεια· ο δημόσιος χώρος, το κοινό, επαφίεται στη φροντίδα των αιρετών αρχόντων ή στην τύχη του, όταν δεν αντιμετωπίζεται ως λεία. Η αδιάφορη-εχθρική σχέση με τον δημόσιο χώρο, δηλαδή με την υλική έκφραση της δημόσιας σφαίρας, επεκτείνεται αναλόγως και στους άυλους θεσμούς και στις λειτουργίες του δημοκρατικού κράτους: η συμμετοχή δεν εκλαμβάνεται ως ευθύνη και συνεργασία, αλλά ως συναλλαγή. Από αυτή την άποψη, η πελατειακότητα, ένα πολύ πρώιμο χαρακτηριστικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ύστερη ελληνική δημοκρατία, μαζί με άλλα μετανεωτερικά χαρακτηριστικά.
Ενα απ΄αυτά τα μετανεωτερικά στοιχεία είναι η εμμονική ρητορική περί απομείωσης του κράτους, νεοφιλελεύθερης καταγωγής: το κράτος φταίει για όλα τα δεινά, το κράτος πρέπει να μειωθεί έως εξαφανίσεως, λιγότερο κράτος κ.ο.κ. Ενώ είναι απολύτως ορθό και θεμιτό να ζητάμε δίκαιο, ορθολογικό και αποτελεσματικό κράτος, προ πάντων δημοκρατικό, ώστε να εγγυάται την ισότητα, απεναντίας είναι εντελώς ανορθολογικό και ανιστορικό να ζητάμε την εξασθένηση του εργαλείου επειδή ο χρήστης είναι φαύλος ή ανίκανος. Η εξαχρείωση των πολιτικών προσώπων και των κρατικών λειτουργών δεν θα εξαφανιστεί αν εξασθενήσει το κράτος. Αντιθέτως, μόνο ένα λειτουργικό, ισχυρό δημοκρατικό κράτος μπορεί να εγγυηθεί την ισονομία, τη δικαιοσύνη, τον έλεγχο της αυθαιρεσίας και των σφετεριστών της εξουσίας.
Σε αυτό το σημείο εισέρχεται το άλλο σύμπτωμα της εγχώριας μεταδημοκρατίας: η ηθική απαξίωση των πολιτικών προσώπων και των θεσμών. Μια βασική έκφραση, αλλά και αιτία μαζί, είναι η αυτοπροστασία των πολιτικών από τον έλεγχο και την τιμωρία, η περιβόητη ασυλία που έχουν θεσμίσει για τους εαυτούς τους. Αλλη έκφραση είναι η πεισμώδης εθελοτυφλία ενώπιον των φαινομένων διαφθοράς και η κυνική απόρριψη της πολιτικής ευθύνης. «Οποιος έχει στοιχεία, να πάει στον εισαγγελέα!». Με αυτά τα λόγια ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης όρισε προ ετών, επί Ισχυράς Ελλάδος, το πολιτικό πλαίσιο της μη διερεύνησης σκανδάλων και της ατιμωρησίας. Δυστυχώς για τον πρώην πρωθυπουργό και για την ασθενή δημοκρατία, πλειάδα κορυφαίων συνεργατών και υπουργών του ευρέθησαν αργότερα διωκόμενοι ή υπόδικοι για τεράστια σκάνδαλα, από τους Μαντέλη και Τσουκάτο έως τον Τσοχατζόπουλο.
Εκτοτε το σημιτικό πλαίσιο, υπονομευτικό και εξευτελιστικό για την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία, διευρύνθηκε από άλλους ικανούς συνηγόρους: η εντυπωσιακά κυνική διάκριση του «νόμιμου» από το «ηθικό», κατά Γιώργο Βουλγαράκη, παραμένει ισχυρή και δραστική έως σήμερα, όπως επιβεβαίωσε έργω και λόγω ο Βύρων Πολύδωρας, για μία ημέρα Πρόεδρος της Βουλής. Το νόμιμο δικαίωμα του νεποτισμού επικαλέστηκε κι αυτός.
Κανείς όμως εισαγγελέας δεν μπορεί να αποκαταστήσει την χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου. Αντιθέτως, ο κυνισμός, η νομότυπη ανηθικότητα, η αλαζονεία και η απληστία των αιρετών, εντέλει η προδοσία της ηθικής αποστολής του αιρετού και η κατοδολίευση της εντολής, οδήγησαν στο μαζικό μούτζωμα της Βουλής και στα τυφλά γιαουρτώματα.
Η ηθική εξαχρείωση των προσώπων σημαίνει εκχώρηση εξουσίας σε εξωθεσμικά κέντρα, εκτός δημοκρατικού ελέγχου: ο ηθικά επιλήψιμος πολιτικός είναι πολλαπλώς εκβιαζόμενος, ουσιαστικά όμηρος. Η δε δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε αρένα σύγκρουσης οργανωμένων συμφερόντων, όπου κατασπαράζονται όλοι: έντιμοι, Δον Κιχώτες, εισαγγελείς, θεσμοί και ιδέες. Η ηθική και πολιτική χρεοκοπία προηγήθηκε της οικονομικής.
Ακούω κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Σκοτεινές, θρηνώδεις, πληκτικά επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις πάνω στο ναρκωμένο σώμα της Ελλάδας, από τα βάθη του χρόνου, καλοκαίρι-φθινόπωρο 2007, άνοιξη 2009, όταν όλα έβαιναν ομαλώς, χωρίς φανερούς γκρεμούς, σχεδόν χωρίς κατήφορο.
Σκαλίζοντας αρχεία, έπεσα πάνω σε ξεχασμένα μουρμουρητά, και κατεπλάγην: ήταν σαν σήμερα, τόσο δυσοίωνα. Μοντάρω πλάνα από παλιά ζουρνάλ:
1.
Ασύμμετρη Ελλάδα. Που κάνεις λαμπρούς Ολυμπιακούς, το 2004, με μια μονάχα πυρκαγιά απ’ τα πυροτεχνήματα του πάρτι, και λαμπαδιάζεις συγκλαδοκορμόριζη δύο μήνες ατέλειωτους προεκλογικούς, το μαρτυρικό καλοκαίρι 2007. Ιδια είσαι τότε και τώρα; Ιδια, άνιση, αντιφατική, μοιραία, ικανή για το άλμα, ικανή για την καταβύθιση.
Ασύμμετροι Ελληνες. Ράθυμοι καταφερτζήδες, κυνικοί ατομιστές, που εξυψώσατε την ατσιδοσύνη και κλείσατε το μάτι στη λαμογιά, που προσκυνήσατε την καταπάτηση και τη βαφτίσατε real estate, που ζηλέψατε τον μαυραγορίτη και τον φοροκλέφτη, που τιμήσατε με την ψήφο σας τον φαύλο και ανεχθήκατε υστερόβουλα τον ανάξιο. Μοιραίοι και άνισοι, που δεν στέρξατε να προσφέρετε ψίχουλο στο Κοινόν των Ελλήνων, μα τα ζητάτε όλα από το κράτος-πατερούλη και εκμαυλιστή.
Ασύμμετρε συνέλληνα, συμπολίτη, συνάνθρωπε, ας αφουγκραστούμε τώρα τη σιωπή της φρυγμένης γης. Νιώθουμε τη στάχτη της ξεκούρδιστης κοινωνίας, βλέπουμε στις οθόνες ανδρείκελα, κομμένες κεφαλές, διαρκείς υπομνήσεις της ενοχής, της δικής τους, και του δικού μας μικρού μερδικού.
Ας σκεφτούμε ποιοι είμαστε, εδώ που φτάσαμε.
[28.08.2007]
2.
Το πλήθος σαλεύει. Αντιδρά. Φορά μαύρα. Στέλνει sms. Αναζητεί την απολεσθείσα συλλογικότητα, το χαμένο σώμα, και το βρίσκει πρόχειρο, ψηφιοποιημένο ήδη, στο address book του κινητού και του λάπτοπ: το τέτοιο συλλογικό σώμα είναι απελπιστικά ρικνό, μια σκιά, είναι ουσιαστικά η παρέα και οι γνωστοί, αλλά είναι το μόνο ίσως σημείο εκκίνησης για την επανεύρεση του συλλογικού παιχνιδιού. Και μπορεί να πολλαπλασιαστεί, να πάει μακριά, σαν αλυσίδα από φρυκτωρίες. Οταν τα νεωτερικά δίκτυα ξεμένουν από σήμα, τα μεταδίκτυα συγκροτούνται ξαναβρίσκοντας το αρχαϊκό φλόγα-με-φλόγα, σώμα-με-σώμα.
Η μεσαία Ελλάδα δυσφορεί. Ξεφυσάει, σιχτιρίζει. Μα όπου κι αν στραφεί, αντικρίζει τοίχους. Εχασε την πίστη, έχασε τον λόγο. Η πίστη έγινε δεισιδαιμονία, έγινε φανατισμός· ο λόγος έχασε την κριτική του δύναμη, έγινε εργαλειακός, έγινε σύμβαση και χειραγώγηση. Η πολιτική διεξάγεται με αναθέσεις σε εργολάβους, με outsourcing. Η έκλειψη όλων αυτών επιτείνει τη δυσφορία. Κενό. […]
Σηκώστε τον ποδόγυρο! Διαπλέουμε τη Μεταδημοκρατία της Δυσφορίας…
[09.09.2007]
3.
Το περίβλημα στέκει όρθιο. Από μέσα όμως συντελείται διαρκώς μια εσωτερική κατάρρευση. Ενας φλοιός μάς συνέχει· η ψίχα φυραίνει αδιάκοπα. Η ψίχα είναι η ψυχή, η συλλογική ψυχή. Που δεν είναι πια ούτε ψυχή ούτε συλλογική […]
Η πολιτική ελίτ αιωρείται μέσα στο περίβλημα, στο κενό της κατάρρευσης, αυτονομημένη από το κοινωνικό σώμα, αυτονομημένη από τις ανάγκες και τις αγωνίες της κοινωνίας, κινούμενη μόνο βάσει των δικών της ιδιοτελών αναγκών, κινούμενη αποκλειστικά για την αυτοαναπαραγωγή της. […]
Οικονομική ελίτ: εν μέρει παρασιτική, εν μέρει υπερεθνική, εν όλω προσοδοθηρική, και σε κάθε περίπτωση ελάχιστα αναπτυξιακή και ριψοκίνδυνη. Η χώρα αντιμετωπίζεται ως πεδίο άντλησης κέρδους και σπανίως ή ποτέ ως δημόσιος χώρος που πρόσφερε ευκαιρίες κερδοφορίας και αξίζει άρα να του επιστραφεί μέρος του κέρδους. Κατάρρευση. Η γνώση των ασυμμετριών, λειψή και στρεβλή το συχνότερο, εκβάλλει πάντα στην πίκρα, στον φθόνο, τη μνησικακία, τη μεμψιμοιρία, τη μοιρολατρική αποδοχή της κατάρρευσης.
Ηττημένος χωρίς μάχη, ο πολίτης μέμφεται και ταυτοχρόνως φθονεί τους προνομιούχους κατεδαφιστές, αυτούς που έχουν το προνόμιο να επιζούν ενώ τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Η μνησικακία όμως ή η διάχυτη μικροδιαφθορά δεν σώζει· δεν προσφέρει αυτοπεποίθηση, πίστη, ελπίδα, δύναμη για να αντιστραφεί η διαδικασία της κατάρρευσης. Ετσι, την κατάρρευση πυροδοτεί κάθε πλευρά: η αυτοαναφορική, σχεδόν αυτιστική πολιτική ελίτ, η προσοδοθηρική, σχεδόν μοχθηρή οικονομική ελίτ, η παραλυμένη από φόβο μεσαία τάξη, τα κατώτερα στρώματα εξουθενωμένα προ πολλού από την ανέχεια και την αμάθεια, ακόμη και η νεολαία που βλέπει το μέλλον της διαψευσμένο και μαύρο προτού καν δοθεί της ζωής.
Χωρίς στοιχειώδη αυτογνωσία, χωρίς αυτοπεποίθηση και στρατήγημα, αυτή η πολυσθενής κοινωνία κινείται φυγόκεντρα και αντινομικά, κανιβαλίζεται […] παράγει κατάρρευση· την κατάρρευσή της.
[18.04.2009]
Η νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη ’08 χωρίζει αδιόρατα μα βαθιά την πολιτική ζώη σε Πριν και Μετά. Υπό μία έννοια, προοικονομεί τον ακόμη βαθύτερο χωρισμό σε εποχή Πριν και Μετά το Μνημόνιο, τον Μάιο του ’10. Και τα δύο ορόσημα ήσαν απρόβλεπτα, πολύ περισσότερο ο Δεκέμβρης, και τα δύο ορόσημα ερέθισαν, σχεδόν τραυμάτισαν, το συλλογικό φαντασιακό· και τα δύο έθεσαν το ζήτημα της βίας, της σύγκρουσης, έθεσαν ζητήματα αυτοαναγνώρισης, συλλογικότητας, αντοχών της δημοκρατίας, αντοχών της κοινωνίας, αντοχών των θεσμών.
Ο κοινωνικός πόνος που προκαλεί, και θα προκαλεί, ο επαχθής δανεισμός σκεπάζει προσωρινά την ουλή του Δεκέμβρη. Η σημερινή απειλή είναι καταρχάς υλική, εξόχως υλική, απειλεί με φτώχεια και σπάνι· και αφορά όλο τον παραγωγικό πληθυσμό, τον κόσμο της εργασίας, τα νοικοκυριά, τις οικογένειες. Αντιθέτως, ο σπασμός του Δεκέμβρη αφορούσε πρωτίστως τους νέους, τη γενιά των επισφαλών των 700 ευρώ και των σταζ, τους υπερεντατικοποιημένους έφηβους, τα παιδιά που όλοι λέγανε ότι δεν θα ‘χουν μέλλον.
Το μέλλον… Ο χρόνος, η ζωή. Σε πρόσφατη πολύωρη συζήτηση με μαθητές, άκουσα τι λένε σήμερα οι 17-20 ετών, αυτοί που έζησαν τα δεκεμβριανά. Εμεινα έκπληκτος από την ωριμότητα, τον πραγματισμό, τη μελαγχολία τους. «Ζητούσαμε χρόνο, τον χρόνο μας… Δεν αντέχουμε το σχολείο, αυτό το σχολείο, αυτή τη ζωή… Ζητούσαμε τη ζωή μας…» Τα λόγια έπεφταν αβίαστα, χωρίς εύκολα συμπεράσματα, χωρίς ωραιολογίες. «Δεν βγήκε τίποτε, δεν ξέρω αν βγαίνει τίποτε, μάθαμε πάντως ότι μόνος του ο καθένας δεν βγάζει τίποτε, μόνο ενωμένοι μπορεί να πετύχουμε κάτι… Και ναι, εκείνες οι ώρες στον δρόμο ήταν γιορτή, όλοι μάς άκουγαν κι ακούγαμε ο ένας τον άλλο…»
Τη γιορτή και την έκρηξη διαδέχεται η μελαγχολία, εξόχως νεανική, εξόχως ρομαντική. Και μια αδιόρατη αποδοχή του No Future: όσο χαμηλώνουν οι υλικές προσδοκίες, φουντώνει η λαχτάρα μια νέας συλλογικότητας, σχεδόν ουτοπικής, και μαζί στερεώνεται ένας βιωμένος πραγματισμός: τα παιδιά αυτής της γενιάς ενηλικιώθηκαν απότομα, και πολύ νωρίς, σε αντίθεση με τους γονείς τους. Υπό αυτή την έννοια, το ξέσπασμά τους ίσως διεύρυνε το νόημα της κουρασμένης μεταδημοκρατίας μας, βάζοντας στην πολιτική ατζέντα ξεχασμένους όρους, όπως αλλαγή, μετασχηματισμός, διεκδίκηση του σώματος, διεκδίκηση του δημόσιου χώρου.
Ο πολιτικός επιστήμονας Ανδρέας Καλύβας, αν. καθηγητής στη Νew School της Ν. Υόρκης, πήγε ακόμη πιο μακριά: στο δεκεμβριανό ξέσπασμα είδε μια διεύρυνση του δημοκρατικού χώρου για τους αποκλεισμένους («An Anomaly? Some Reflections on the Greek December 2008”). Και ο διάσημος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ είδε στη φλεγόμενη Ελλάδα όλη την Ευρώπη: «Αν η Ευρώπη είναι για μας πρώτα από όλα το όνομα ενός ανεπίλυτου ακόμα πολιτικού προβλήματος, η Ελλάδα είναι ένα από τα κέντρα της, όχι μόνο εξαιτίας της μυθικής καταγωγής του πολιτισμού μας, που συμβολίζεται από την Ακρόπολη των Αθηνών, αλλά εξαιτίας των σημερινών προβλημάτων που είναι συγκεντρωμένα εκεί… Με αυτή την έννοια, η ελληνική εξέγερση είναι ένα σύμπτωμα της Ευρώπης».
H νέα κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου εμφανίζει και το νέο ΠΑΣΟΚ, το 3ης γενιάς. Φυσικά, εκφράζει τον ηγέτη, τον ίδιο τον Γ. Παπανδρέου, όπως τα προηγούμενα ΠΑΣΟΚ και οι σύστοιχες κυβερνήσεις εξέφραζαν τον ιδρυτή και γενάρχη Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη αντιστοίχως.
Το ΠΑΣΟΚ v.1 του Ανδρέα ήταν το, ας πούμε, το λαϊκό, λαϊκιστικό, με σοσιαλιστική φρασεολογία της τελευταίας ψυχροπολεμικής περιόδου και οργανωτισμό δανεισμένο από τα προσωποπαγή κομμουνιστικά κόμματα. Το v.1 εισήγαγε, μεταξύ πολλών άλλων, την ιδιότυπη πασοκική New Speak, με μαζικές μετονομασίες και βαφτίσια θεσμών και λειτουργιών, δίνοντας έτσι όγκο (αντί περιεχόμενο) στην Αλλαγή. Αλλαγή παντού.
Η New Speak είχε αρχίσει πριν από την άνοδο στην εξουσία, από το Κίνημα (=κόμμα), και μετά το ‘81 απλώθηκε πολλαπλασιαστικά, σαν νεοπλασία, σε όλο τον δημόσιο χώρο, σκορπώντας απλόχερα βερμπαλισμό, άλλοτε μιμούμενο καθεστώτα του Υπαρκτού (Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας…), άλλοτε βαφτίζοντας τη νομαρχία νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, και το υπουργείο Εσωτερικών σε Αποκέντρωσης… (Και in memoriam γέμισε κάθε γωνιά της Ελλάδας με οδούς, πολιτιστικά κέντρα και νοσοκομεία Γ. Γεννηματά και Μ. Μερκούρη.)
Το ΠΑΣΟΚ v.3, του Γ. Παπανδρέου, παρ’ όλες τις μεταλλάξεις του, εφαρμόζει ακόμη την παλαιά, γνώριμη New Speak: Υπουργεία Κλιματικής Αλλαγής, Δια Βίου Μάθησης, Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Διαφάνειας… Φυσικά φαινόμενα, εργαλεία, ηθικές κατηγορίες, ευσεβείς πόθοι θεσμίζονται, γίνονται αντικείμενα διοικητικών αποφάσεων, γραφειοκρατικοποιούνται. Οπως στις αλησμόνητες χώρες του Υπαρκτού, συν μια προσθήκη: οι νέες λέξεις αντλούνται από ένα λεξιλόγιο πράσινο και εναλλακτικό, ακόμη και τεχνομανιακό. Και πάντως με ενδιάθετη τη ροπή προς την πολιτική αφυδάτωση των λέξεων, με τη μετατόπισή τους προς έναν εργαλειακό, άχρωμο βερμπαλισμό.
(Μάκαρι το ΠΑΣΟΚ v.3 να εννοεί όσα εκφέρει, να μη σερβίρει ένα ακόμη ξεγέλασμα με λόγια, με άδεια κελύφη, τσόφλια…)
Το ΠΑΣΟΚ v.2, του Κώστα Σημίτη, έφερε τη λατρεία του εκσυγχρονισμού και των τεχνοκρατών, τη λατρεία της αιωνίας προόδου, το θάμβος ενώπιον των αγορών, την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων δοξασιών, συμπλέοντας εν μέρει με ανάλογες εμμονές των Ευρωπαίων σοσιαλοδημοκρατών εκείνης της εποχής. Αυτές οι λατρείες, συνοδευόμενες από αλαζονεία, απληστία και διαπλοκή, βούλιαξαν το v.2 πολιτικά και ηθικά.
Το v.3 φαίνεται καταρχάς να έχει διαδαχτεί από τη συντριβή των αλαζόνων. Οχι μόνο ενσωματώνει στο δικό του New Speak λέξεις-θραύσματα από τους Πράσινους και τον Τρίτο Δρόμο του Γκίντενς, αλλά επιπλέον ντύνει αόριστα πλην κομψά τον λόγο του με θραύσματα της ξεχασμένης και συκοφαντημένης σοσιαλδημοκρατίας, της πριν από τα ‘90s των αγορών. Διότι εν τω μεταξύ έχει μεσολαβήσει η παγκόσμια κρίση και η αποκαθήλωση των σύγχρονων μύθων.
Λελογισμένος λαϊκισμός, επίκληση του αναγκαίου εκσυγχρονισμού, νεοφιλελεύθερο μάνατζμεντ, διακριτικοί υπαινιγμοί περί κοινωνικού κράτους, πράσινο λεξιλόγιο, λατρεία της τεχνολογίας σαν πολιτικό περιεχόμενο, μοντέρνα εικόνα με σκηνοθεσία conceptual, απότοκη του Johnnie Walker: το εννοιολόγιο, το λεξιλόγιο και το εικονολόγιο του v.3 είναι ένα γοητευτικό κοκτέιλ φτιαγμένο να αρέσει σε ακροατήρια διψαλέα και εικονοφάγα, μα και φοβισμένα και εκνευρισμένα.
Το v.3 συνέλαβε και προβάλλει μια Ελλάδα ωραίων και μοντέρνων, fit και κορέκτ, με πρόσωπα μιας ζηλευτής ανώτερης τάξης. Μια εικόνα στην οποία πολλοί θα ήθελαν να προβάλλουν εαυτούς και να ταυτιστούν. Χωρίς φόβο ότι θα μοιάζουν με το άξεστο, λαϊκό, επιθετικό ΠΑΣΟΚ v.1 ή με το ημικαλβινιστικό άχαρο, μισητό v.2. Ως προς τούτο, πέτυχε. Το Νέο ΠΑΣΟΚ αναδύεται από την πλημμύρα οικειότητας του Facebook, σαν εκφραστής του digital lifestyle, αναδύεται από την πολιτική ορθοφροσύνη και τον λόγο περί οικουμενικών δικαιωμάτων, ευαγγελίζεται τον εξισωτισμό μεταξύ των πληβείων δωριζόμενο από μια ελίτ εξισωτιστών, μια δημοκρατία διάχυτη και απλούστατη, άχρωμη, συναινετική, σχεδόν απολιτική.
Στην φρενήρη κούρσα προς το καινοφανές, μερικές αντιφάσεις. Λόγου χάριν: Το v.3 τολμά να βάλει οκτώ γυναίκες στην κυβέρνηση, σχεδόν ευρωπαϊκό ρεκόρ. Μπράβο! Ταυτοχρόνως βάζει πρόσωπα χωρίς διαδρομές στον δημόσιο χώρο, χωρίς κοινωνικό πρόσωπο, που δεν έχουν εκλεγεί, που δεν λογοδοτούν σε κάνεναν πλην του αρχηγού, δηλαδή με ελάχιστη ή ανύπαρκτη νομιμοποίηση. Δηλαδή, η κρίση της πολιτικής αντιμετωπίζεται με μη πολιτικά πρόσωπα. Και υπό αυτή την έννοια, είμαστε πια στα βαθιά της μεταδημοκρατίας.
Η θύελλα που σαρώνει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν οδηγεί μόνο στην οικονομική ύφεση και τη νέα φτώχεια· αυτές θα είναι οι πρώτες επιπτώσεις και ασφαλώς οι πιο δυσάρεστες για τις ζωές των δοκιμαζόμενων πληθυσμών. Παράλληλα, ίσως ήδη έχει αρχίσει μια αναθεώρηση των κυρίαρχων ιδεολογικών σταθερών βάσει των οποίων τις τελευταίες δεκαετίες πορεύθηκαν, εκουσίως ή ακουσίως, οι περισσότερες κοινωνίες.
Λέγοντας ιδεολογικές σταθερές, δεν εννοούμε ένα συμπαγές σύστημα αρχών, αλλά ένα νεφέλωμα ιδεών, δοξασιών, τάσεων και συμπεριφορών, ρητορικών σχημάτων, σχημάτων χειραγώγησης. Τα περισσότερα στοιχεία σε αυτό το νεφέλωμα είναι —ήταν— κοινοτοπίες ή ακροβασίες διατυπωμένες ως αυταπόδεικτες, με αξιώσεις καθολικής ισχύος. Λόγου χάριν, μόλις πριν από ενάμιση χρόνο, ακούγονταν πολλές φωνές υπέρ της τοποθέτησης των αποθεματικών των ασφαλιστικών Ταμείων σε σύνθετα χρηματιστηριακά προϊόντα, που υπόσχονταν υψηλές αποδόσεις. Κανείς δεν μιλούσε για κινδύνους, τουλάχιστον για ανεξέλεγκτους κινδύνους, κανείς δεν διενοείτο να αμφισβητήσει την αξιοπιστία και την ομπρέλα ασφαλείας που πρόσφεραν οι πιστωτικοί κολοσσοί που συνέθεταν δομημένα ομόλογα. Η αγορά αυτορρυθμίζεται, η αγορά προσφέρει ευκαιρίες, η αγορά επιβραβεύει τους τολμηρούς και τιμωρεί τους συντηρητικούς. Ετσι έλεγαν. Η αγορά ήταν η κυρίαρχη δύναμη, ένα φυσικό φαινόμενο υπεράνω δημοκρατικού ελέγχου, πέραν του πολιτικού πεδίου, μια Θεά.
Ενάμιση χρόνο αργότερα, οι πιστωτικοί κολοσσοί, που συνέθεταν δομημένα ομόλογα και αγόραζαν επισφάλειες, έχουν πτωχεύσει, έχουν καταρρεύσει, έχουν γονατίσει, και παρασύρουν σε βαθιά κρίση την παγκόσμια οικονομία. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, της χώρας με την πιο ανοιχτή οικονομία του κόσμου, οι κυβερνήσεις της Ιρλανδίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου, της Βρετανίας, της Γερμανίας, προσφέρουν αφειδώς κρατικό χρήμα, για να καλύψουν τις μαύρες τρύπες των πτωχευμένων πιστωτικών οργανισμών και να περισώσουν τις εθνικές τους οικονομίες από τα χειρότερα.
Τώρα, πάνω στα συντρίμμια της άπληστης αγοράς, πάνω στα φρέσκα ερείπια μιας πολιτικής που επί δεκαετίες αποθέωνε τις αλόγιστες ιδιωτικοποιήσεις, τον υπερδανεισμό, τη συγκεντροποίηση, τη συρρίκνωση της δημόσιας παρέμβασης, πάνω στα αποκαΐδια του κατεπείγοντος, διοικητές κεντρικών τραπεζών και πρωθυπουργοί αναγκάζονται να δηλώσουν ότι εγγυώνται τις μικροκαταθέσεις των πολιτών… Δηλαδή, αναγκάζονται να αναλάβουν τον πολιτικό, συνταγματικό εντέλει, ρόλο για τον οποίο πάντα προορίζονταν: να εγγυώνται την ισοπολιτεία και την ευημερία, να ελέγχουν τις εξωπολιτικές δυνάμεις, να υπερασπίζονται τον δημόσιο χώρο. Και οι μικροκαταθέσεις συνιστούν δημόσιο χώρο· είναι το τελευταίο καταφύγιο του μικρομεσαίου πλήθους· είναι προϊόν μόχθου μιας ζωής· αυτά τα πολλά μικροπροϊόντα σχηματίζουν την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών, αυτό το ιδρωμένο χρήμα κυκλοφορούν βασικά οι τράπεζες. Μαζί με το χρήμα των ασφαλιστικών Ταμείων, χρήμα από εργασία κι αυτό.
Η αναδίπλωση άρα στα χαρακώματα υπεράσπισης των μικροκαταθέσεων είναι εν πολλοίς επαναφορά σε πολιτική υπό «παλαιούς» όρους· στην, ας πούμε, προ παγκοσμιοποίησης πολιτική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις σχέσεις άυλης οικονομίας και δημόσιας σφαίρας. Οταν η άυλη φούσκα σπάσει, η δημόσια σφαίρα, κατεξοχήν υλική και ασυμπίεστη, διεκδικεί όρους βιώσιμης λειτουργίας της. Οι όροι αυτοί είναι ό,τι ξεχάστηκε μέσα σε δυόμιση δεκαετίες απορρύθμισης: είναι ο δημοκρατικός έλεγχος, είναι η απρόσκοπτη εκδήλωση υγιούς κοινωνικού ανταγωνισμού, είναι η διαρκής επανεφεύρεση του πολιτικού διακυβεύματος. Το οικονομικό υπέταξε το πολιτικό στις δικές του σκοπιμότητες, οι πολιτικοί έγιναν επικοινωνιακές μαριονέτες υπόδουλες στη διαχείριση εικόνας, υποταγμένοι στα λόμπι των επιχειρήσεων, άβουλοι ή υστερόβουλοι διεκπεραιωτές συμβολαίων με εργολάβους. Ο τελικός στόχος των πολιτικών φαίνεται να είναι η εκχώρηση όλων των κρίσιμων κρατικών λειτουργιών, όλων των ευθυνών και των ρίσκων, σε ιδιώτες εργολάβους· να διοικούν το κράτος με outsourcing, ανευθύνως και ακόπως, και να εργάζονται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση της επανεκλογής τους και την επικοινώνηση της εικόνας τους – δηλαδή, με τη διαπλοκή και την προπαγάνδα.
Αυτό το αδρό περίγραμμα είναι η σημερινή μεταδημοκρατία· με ολιγαρχίες πλούτου και επιρροής, αφενός, με χειραγωγουμένες μάζες, αφετέρου· με ηγεμονικά ιδεολογήματα που προβάλλονται ως μοναδικές και αυταπόδεικτες αλήθειες, εξ αποκαλύψεως. Με πληγωμένη τη μοναδική εγγύηση για εξισορρόπηση των ισχυρών και των αδυνάτων σε μια ευνομούμενη κοινωνία: τη δημοκρατία. Με τον δήμο άφωνο και ποδηγετούμενο, ουσιαστικά χωρίς εκπροσώπους, χωρίς εγγυητές κοινωνικών δικαιωμάτων και ευημερίας.
Αυτή η μεταδημοκρατία δοκιμάζεται τώρα από τη θύελλα της οικονομικής κρίσης που σαρώνει ιδεοληψίες, απλουστεύσεις και υστεροβουλίες. «Δεν θα επιτρέψουμε τα χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων να πάνε να καλύψουν την απληστία και την απερισκεψία της Γουόλ Στριτ», έλεγαν Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές που καταψήφισαν το περίφημο Σχέδιο Πόλσον, των 700 δισ. κρατικών δολαρίων. Αλλά αυτοί ακριβώς οι πολιτικοί, ανεκτικοί ή εξαγορασμένοι, τάισαν το Θηρίο. Και τώρα ηθικολογούν· μιλούν για απληστία και απερισκεψία. Μα η ηθική προβλέπει, ρυθμίζει· δεν δικαιολογεί εκ των υστέρων.
Η θύελλα φέρνει παράπλευρα φαινόμενα, μικροθύελλες που ίσως εκδηλωθούν ταυτόχρονα, ίσως αργότερα, ίσως ποτέ. Ενα παράπλευρο φαινόμενο θα είναι ενδεχομένως μια νέα συνειδητοποίηση, ένας αποφενακισμός: η απομυθοποίηση της αρύθμιστης αγοράς της θαυματουργού, ας πούμε. Η κατανόηση των κινδύνων της άυλης οικονομίας στην εποχή των real time επικοινωνιών και του δικτυωμένου πλανήτη· η επαναπροσέγγιση της πραγματικής οικονομίας· ο επανορισμός της πολιτικής δράσης και της δημοκρατίας με ουσιαστικό περιεχόμενο· ο επανορισμός της σχέσης οικονομικού και πολιτικού, ιδιωτικού και δημόσιου. Μερικοί από τους επανορισμούς μπορεί να είναι απλώς επιστροφή σε όσα ίσχυαν λίγα χρόνια νωρίτερα, δηλαδή επιστροφή στα βασικά. Τα περισσότερα απαιτούν αναπροσαρμογές. Ολα απαιτούν στοχασμό, ανασκαφή, αποφάσεις. Και πολιτική.
Καθημερινή, 05.10.2008